Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

ΟΝΕ και οι πολιτικοστρατηγικές παράμετροι της ΕΕ

Το άνοιγμα της παρούσης σελίδας οφείλεται στην εκτίμησή μου ότι η προαναγγελθείσα κρίση αναφορικά με την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση (ΟΝΕ) τώρα αρχίζει. Τα αίτια είναι βαθύτατων προεκτάσεων και οφείλονται, όπως είχα γράψει το 1992, στο γεγονός ότι όπως και με μερικά άλλα πράγματα που αφορούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η άμαξα μπήκε μπροστά από το άλογο. Τις χιλιάδες σελίδες δημοσιεύσεων για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τα ευρωστρατηγικά ζητήματα, πάντως, τις συνόψισα στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, Συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του Κόσμου. Στην ανάλυση αυτή συγκεκριμενοποίησα το μέγα ζήτημα της υποκείμενης ανθρωπολογίας της ΕΕ και των συναρτημένων με αυτή κανονιστικών εποικοδομημάτων, διακυβερνητικών, υπερεθνικών ή άλλων. Εδώ θα αναρτώ κείμενα ακαδημαϊκού περιεχομένου αρχίζοντας από εδάφια μερικών παλαιότερων βιβλίων μου. Παράλληλα, παραθέτω πληροφορίες δημοσιογραφικού κυρίως χαρακτήρα στην σελίδα ΕΕ, ΟΝΕ και η προαναγγελθείσα κρίση.

 

Περιεχόμενα

Παρελθούσες αναλύσεις που ένας ακαδημαϊκός μπορεί να επικαλείται αντί να κρύβει

18.12.2010. Ανθρωπολογικές βάσεις της ΟΝΕ

8.5.2010. Η απόφαση των αρχηγών κρατών για την προάσπιση της Ευρωζώνης και ο εθνοκρατοκεντρικός χαρακτήρας της ΕΕ.

25.4.2010.  Δεν είναι η Ελλάδα που πρέπει να αποπεμφθεί, η Γερμανία είναι!

17.4.2010. Ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα και ποιος θα λογοδοτήσει

16.4.2010. «Το ΔΝΤ είναι ήδη εδώ», ο κόσμος χάνεται  και η Ευρώπη … συνεδριάζει

Νίκος Καλογερόπουλος, "ο συρφετός των 27" στις 25 Μαρτίου και ... οι κινέζοι

9.3.2010. Εθνοκρατοκεντρικοί θεσμοί

Owen Mathews, The Army is Beaten, Newsweek, 5.3.2010

4.3.2010. Scripta Manent: Αναλύσεις, εκτιμήσεις και θέσεις περί ΟΝΕ.

1999. Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων - ΟΝΕ

2001. Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας - ΟΝΕ

1.3.2010. Επιστολή στους συναδέλφους της Εταιρείας Διεθνών Σχέσεων και Διεθνούς Δικαίου

------------------------------------------------------

Παρελθούσες αναλύσεις που ένας ακαδημαϊκός μπορεί να τις επικαλείται αντί να τις κρύβει

 

Προτάσσονται τρεις επιφυλλίδες που συμπυκνώνουν κάποια πράγματα

 

ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ Ο μπαμπούλας της ΟΝΕ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τετάρτη 30 Ιουνίου 1999

http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4077306

 

Οι ιεραρχήσεις των προτεραιοτήτων μας επηρεάζονται, ενδεχομένως, από μερικές εξόφθαλμα λανθασμένες εκτιμήσεις. Για έξι τουλάχιστον λόγους, η υπόθεση της ΟΝΕ είναι παραφουσκωμένη και μυθοποιημένη.

Πρώτον, ο χαρακτήρας της διαδικασίας ολοκλήρωσης κρίθηκε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έκτοτε, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Οι αποφάσεις του 1991-92 ­ τις οποίες μερικοί αφελώς ερμήνευσαν ως προαγγελία της εγγύησης των συνόρων μας ­ δεν οφείλονταν σε στρατηγικές συγκλίσεις ή στην ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού χώρου. Αντίθετα, ήταν σπασμωδικές και βιαστικές κινήσεις λόγω «γερμανικού προβλήματος». Ουσιαστικά,συνδέοντας το θέμα αυτό με τη γερμανική επανένωση, το Παρίσι «εκβίασε» τη Βόννη και πέτυχε την υιοθέτηση της ΟΝΕ. Ο σκοπός ήταν απλός: ο έλεγχος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας.

Δεύτερον, εκτός του ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια κοινωνικοπολιτικά σταθερή και βιώσιμη οικονομική και νομισματική ένωση, οι στόχοι της Γαλλίας δυνατό να έχουν ήδη ακυρωθεί λόγω αντίθετων εξελίξεων από τις προσδοκώμενες, δηλαδή λόγω της οικονομικής υπεροχής της Γερμανίας ανεξαρτήτως ΟΝΕ. Δυνητικά,αυτό αυξάνει τις αντιθέσεις και αντιφάσεις στην Ε.Ε.

Τρίτον, ως συνέπεια σωρείας σπασμωδικών και ασπόνδυλων αποφάσεων ­ωφελιμιστικού και χρησιμοθηρικού χαρακτήρα ­ τα μέλη της Ε.Ε. εισήλθαν σε έναν διαρκή αγώνα δρόμου για «σύγκλιση» χωρίς πολιτικό προορισμό, χωρίς κοινωνικό όραμα, χωρίς επαρκή οικονομική αλληλεγγύη και χωρίς την αναγκαία και μη εξαιρετέα διπλωματική και αμυντική ταυτότητα. Έκτοτε, το σύστημα τείνει προς κατακερματισμό, πολυδιάσπαση και εγκατάλειψη των αφετηριακών σκοπών, ενώ επανεμφανίζονται ηγεμονικές συμπεριφορές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως τον περασμένο Ιανουάριο ο Ζακ Ντελόρ μίλησε ακόμη και για κίνδυνο διάλυσης της Ε.Ε.

Τέταρτον, η στρατηγική ανικανότητα της Ευρώπης αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, τα διλήμματα ασφαλείας και οι γεωπολιτικές διαιρέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης επανέρχονται στο προσκήνιο και πολλοί Αγγλοαμερικανοί μιλούν ανοικτά για κατάργηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υιοθέτηση μιας χαλαρής«Ατλαντικής Ένωσης» υπό υψηλή αμερικανική εποπτεία. Η πορεία της Ευρώπης, εξάλλου, επηρεάστηκε καθοριστικά λόγω της μεγάλης στρατηγικής στροφής της Γαλλίας το 1993-5. Η Συμφωνία του Βερολίνου το 1996 και η ουσιαστική αποδοχή από το Παρίσι του ατλαντικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής άμυνας, σε συνδυασμό με αναβαθμισμένες πολιτικές και θεσμικές σχέσεις της χώρας αυτής με το ΝΑΤΟ (και τελεσίδικη αποδοχή της Γαλλίας ως αδιαμφισβήτητου μέλους της «νόμιμης»πυρηνικής ομάδας), είναι εξελίξεις που επιβεβαίωσαν την αδυναμία των Ευρωπαίων να περάσουν από την ενοποίηση στα καταναλωτικά θέματα, στους τομείς της υψηλής πολιτικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης.

Πέμπτον, μόνο αιθεροβάμονες αμφισβητούν το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει από καιρό απομακρυνθεί από τις αφετηριακές λογικές του κοινοτισμού και από τις ιστορικές επιδιώξεις για μη-ηγεμονική υπερεθνική ολοκλήρωση. Οι κυρίαρχες τάσεις είναι όχι προς πολιτική ένωση αλλά προς κατακερματισμό, νεο-ηγεμονικές συμπεριφορές, ιεραρχήσεις στη βάση κριτηρίων ισχύος και υποβάθμιση της συμμετοχής ή και «πρόστιμα» - τιμωρία ­ αντί αλληλεγγύης, όπως συνέβαινε στο παρελθόν ­ των λιγότερο ισχυρών μελών.

Έκτον, για τους πιο πάνω και πολλούς άλλους λόγους, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. ­ την οποία κανείς νοήμων δεν αμφισβητεί ­ αναπτύσσεται πλέον με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει σε κάθε άλλο διακρατικό σύστημα: σκληρός ανταγωνισμός. Όπως δείχνουν εξάλλου οι επιλογές τριών άλλων κρατών της Ε.Ε., η άμεση συμμετοχή στην ΟΝΕ δεν είναι αυτοσκοπός. Τα συμφέροντά μας δεν εξυπηρετούνται αν αυτό σημαίνει: 1) οικονομική και πολιτική καθυπόταξή μας, εάν και όταν θα ενταχθούμε στην ΟΝΕ, 2) εκδίωξη ­ αντί αλληλεγγύης ­ από τον «σκληρό πυρήνα», αν αποτύχουμε π.χ. κατά 1% στον πληθωρισμό (βλ. πρόσφατες δηλώσεις Πρόντι), 3) χαλάρωση όσον αφορά την τουρκική απειλή και αποδυνάμωση στην περιφέρειά μας.

Αναμφίβολα πολλοί θα υποστήριζαν μέτρα που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Δεν μας τιμά, όμως, εάν χρειαζόμαστε τον μπαμπούλα της ΟΝΕ, για να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει να κάνουμε. Μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε σκοπούς, μέσα, προτεραιότητες και ιεραρχήσεις; Είναι, τουλάχιστον, δυνατό να σταματήσει η πολιτική τρομοκρατία πως αν χάσουμε το τρένο της ΟΝΕ θα ριχτούμε, δήθεν, στον λάκκο των λεόντων;

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ Το «όραμα» της ΟΝΕ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τετάρτη 09 Φεβρουαρίου 2000

http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4112419

 

Η επικείμενη ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ είναι θετική εξέλιξη, εάν εκτιμάται πως ενισχύει τη θέση, τον ρόλο και τις δυνατότητες της Ελλάδας στην Ευρώπη και διεθνώς. Η ΟΝΕ συναρτάται, κατά κύριο λόγο, με τη σχέση οφέλους -ζημίας στην οικονομία, τις συνέπειες στη διπλωματία μας και τις επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια και τη διεθνή θέση της Ελλάδας.

Η ιεράρχηση του θέματος αυτού στην κλίμακα των εθνικών προτεραιοτήτων εξαρτάται από τις απαντήσεις που δίνονται σ' έναν αριθμό κρισίμων ερωτημάτων,που αφορούν τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: είναι η ένταξη στην ΟΝΕ στρατηγική ή τακτική επιλογή; Είναι μείζον εθνικό ζήτημα ή δευτερευούσης σημασίας ζήτημα; Είναι μέσον ή σκοπός; Πώς σχετίζεται με άλλα ζητήματα και ιδιαίτερα την εθνική ασφάλεια; Είναι «εθνικό όραμα»; κ.λπ.

Ορθές εκτιμήσεις απαιτούν κατανόηση του ρόλου της ΟΝΕ στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συμφέρει την Ελλάδα η ένταξη στην ΟΝΕ, είναι εντούτοις χρήσιμο να ληφθεί υπόψη πως η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής σηματοδότησε τη δρομολόγηση επιλογών που αλλάζουν τη μορφή και τον χαρακτήρα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: υπερίσχυση των διακυβερνητικών οργάνων, κατακερματισμό σε πολλές κατηγορίες συμμετοχής, μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα, σχεδόν πλήρη επικράτηση της Ατλαντικής Συμμαχίας στο στρατηγικό επίπεδο, εγωιστικές στάσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και βήματα προς διεύρυνση εις βάρος της εμβάθυνσης.

Αυτές οι εξελίξεις αλλάζουν σταδιακά τον χαρακτήρα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τρόπο που προσεγγίζει τον χαρακτήρα του υπόλοιπου άναρχου διεθνούς συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της αυτοβοήθειας υπερισχύει, ενώ υποβαθμίζεται η αλληλεγγύη και ο κοινοτισμός. Οι εξισορροπητικές ενέργειες, εξάλλου, είναι ολοένα και πιο συχνές και οι ανεξέλεγκτες στρατηγικές αντιπαραθέσεις δεν μπορούν πλέον να αποκλειστούν.

Ασφαλώς θα μπορούσε να υπογραμμιστεί πως έστω και αν η Ευρώπη μετασχηματίζεται προς αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, έχει συμφέρον να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα τhς οικονομίας της. Εκτός του ότι δεν μας τιμά αν χρειαζόμαστε τον μπαμπούλα της ΟΝΕ για να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει, αυτή η θέση, αναμφίβολα λογική, επιβάλλεται να σταθμιστεί σε αναφορά με ορισμένους άλλους παράγοντες και κριτήρια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν όχι αλλαγή πορείας, αλλά, ενδεχομένως, επανεκτίμηση των προσδοκιών, αντιλήψεων και ιεραρχήσεων.

Πρωτίστως, η στερνή και ενίοτε αδιαφανής αλληλεξάρτηση, στο πλαίσιο μιας Ευρώπης δομημένης στη βάση κριτηρίων ισχύος, θα περιορίζει το εύρος ελιγμών και κυρίαρχων αποφάσεων σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι συμβαίνει στο υπόλοιπο διεθνές σύστημα. Η αλληλεξάρτηση, όταν δεν πληρούνται ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις, είναι ουσιαστικά εξάρτηση που βλάπτει τον λιγότερο ισχυρό. Ο τελευταίος, ενώ είναι «κλειδωμένος» σε μια αρένα οικονομικού ανταγωνισμού, δεν προστατεύεται επαρκώς είτε με τη δική του κυριαρχία (που έχει ήδη «εθελούσια» εκχωρήσει) είτε από μια άλλη υπερεθνική ρυθμιστική εξουσία, που θα έπρεπε να συνοδεύει επιλογές αυτής της εμβέλειας. Εάν δεν δημιουργηθούν γνήσιοι δημοκρατικοί υπερεθνικοί θεσμοί, εάν διαιωνιστεί επί μακρόν η αμφιλεγόμενη θεσμοπολιτική δομή των τελευταίων ετών και εάν η χώρα δεν αντέξει τον ανταγωνισμό, το «κλείδωμα» στην ΟΝΕ θα μετατραπεί σε φυλακή χωρίς δυνατότητα απόδρασης. Δηλαδή απαιτείται να εκτιμηθεί η θέση της χώρας υπό συνθήκες μεγάλου οικονομικού ανταγωνισμού και δημοκρατικού ελλείμματος.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται σε τροχιά μετασχηματισμού, που ακυρώνει το αφετηριακό όραμα της πολιτικής ένωσης. Κυρίως, πέραν πολλών άλλων πιθανών προβλημάτων και σε αντίθεση με αυτό που ισχύει στο εσωτερικό κάθε δημοκρατικού και ευνομούμενου κράτους, η ΟΝΕ, αλλά και άλλες παράλληλες εξελίξεις στην Ευρώπη, ευνοούν τον ανεξέλεγκτο οικονομικό και πολιτικό ανταγωνισμό, χωρίς να διασφαλίζεται ο εξισορροπητικός ρυθμιστικός ρόλος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης ευρωπαϊκής εξουσίας.

Είναι προφανές πως η μετά ΟΝΕ εποχή δεν θα είναι ανθόσπαρτη. Η προσήλωση στο εθνικό συμφέρον και η απαλλαγή από αυταπάτες και ευσεβείς πόθους είναι προϋπόθεση τόσο της εκμετάλλευσης των ευκαιριών όσο και της αντιμετώπισης των προκλήσεων και των κινδύνων.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών. Έδρα Jean Monnet, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση.

 

ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ Ευρώ και μεγάλες ιδέες

http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4216687

Στόχος η οικονομική σταθερότητα με τη συμμετοχή στην ΟΝΕ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2002

 

Σύμφωνα με τις διακηρύξεις όλων σχεδόν των πολιτικών ηγετών της Ευρώπης, η συμμετοχή στην ΟΝΕ έχει ως κύριους σκοπούς το ισχυρό κράτος, την οικονομική -νομισματική σταθερότητα, τη βελτίωση της οικονομικής και θεσμικής ανταγωνιστικότητας των κρατών - μελών, την ενίσχυση των εθνικών εξωτερικών πολιτικών απέναντι σε αντιπάλους και την εμπέδωση της καθεστωτικής σταθερότητας. Όντως, πρόκειται για μια ορθολογική και ρεαλιστική οριοθέτηση των σκοπών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, υπό συνθήκες διακρατικής ισοτιμίας και στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας επωφελούς, εμποροοικονομικής συνεργασίας, τα κυρίαρχα έθνη - κράτη της Ε.Ε. δημιούργησαν κοινούς θεσμούς και άλλες ρυθμίσεις που εξυπηρετούν τα εθνικά τους συμφέροντα. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει σοβαρά το γεγονός πως η εμπορική, νομισματική και θεσμική συνεργασία των τελευταίων δεκαετιών συμβάλλει στη διακρατική σταθερότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου ή πως ενισχύει τα έθνη - κράτη που συμμετέχουν! Όμως, είναι άλλο πράγμα η διακρατική σταθερότητα απόρροια των κοινών επιτευγμάτων στους ωφελιμιστικούς τομείς και άλλο πράγμα η κοινωνικοπολιτική ένωση των λαών, η εξομοίωση των ηθικοκανονιστικών τους δομών και η ανατροπή των κεκτημένων του εθνικού - κρατικού γίγνεσθαι. Όποιος πολιτικός ηγέτης ή στοχαστής δεν κατανοεί αυτή τη διαφορά, κινείται σε ολισθηρό έδαφος: Τα ωφελιμιστικά συμφέροντα, όταν δεν συνοδεύονται από ισχυρές ηθικοκανονιστικές παραδοχές συναρτημένων με εδραία κοσμοθεωρητικά θεμέλια και όταν δεν συνοδεύονται από ισχυρούς κοινωνικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις, εύκολα μπορούν να γίνουν «θρύψαλα».

Έτσι, καλά θα κάνουμε να γνωρίζουμε πως το ευρώ δεν συνιστά ηθικοκανονιστική κοσμογονία, αλλά μόνο χρηστική αναγκαιότητα και ωφελιμιστικό επιστέγασμα μιας μακρόχρονης εμπορικοοικονομικής συνεργασίας που οικοδομήθηκε προσεκτικά και που επιβιώνει λόγω ισορροπίας μεταξύ υπερεθνικών ρυθμίσεων και εθνικών συμφερόντων. Υπό αυτό το πρίσμα, πέραν της ωφελιμιστικής - λειτουργικής σημασίας του, το ευρώ δεν προκρίνει την Πολιτική Ένωση ή ακόμη μια Οικονομική Ένωση που θα συνοδεύεται από πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη, πανευρωπαϊκή λαϊκή κυριαρχία και πανευρωπαϊκούς κοινωνικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις. Κοντολογίς, το ευρώ δεν μετατρέπει αυτόματα τα «εθνικά πολιτικά ζώα» σε «ευρωπαϊκά πολιτικά ζώα»: Τα έθνη - κράτη, η κυριαρχία τους, τα σύμβολά τους,οι εθνικές ταυτότητες και οι εθνικές ηθικοκανονιστικές δομές συνεχίζουν να είναι όσο ποτέ άλλοτε τα βασικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Σε όσους λόγω ευρώ βιάστηκαν να προκρίνουν κοσμογονικούς ιδεολογικούς μετασχηματισμούς, αντιτάσσεται η ρήση: «Μακαρίζουμε την αθωότητά σας, αλλά δεν ζηλεύουμε την άγνοια και την επιπολαιότητά σας».

Το ευρώ δεν είναι μαγικό ραβδί επαναστατικών μετασχηματισμών των ταυτοτήτων,των συνειδήσεων και των εν γένει κοσμοθεωρητικών κεκτημένων των κοινωνιών των μελών της Ε.Ε. Τέτοιοι εξομοιωτικοί συλλογισμοί είναι απόρροια παρωχημένων φιλελεύθερων οικονομιστικών δοξασιών, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι, σε σύγκριση με την επαναστατική κοσμοθεωρητική δύναμη της «κομμουνιστικής ιδέας», η οποία συνάρπασε δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενοποίησε οικονομικά και πολιτειακά δεκάδες έθνη, οικοδόμησε την πανίσχυρη σοβιετική αυτοκρατορία και εξώθησε εκατομμύρια ανθρώπους να επιδείξουν αυτοθυσία στο όνομα της παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας, η ωφελιμιστικού χαρακτήρα «ευρωπαϊκή ιδέα» περί «ελευθέρας κυκλοφορίας προσώπων, αγαθών, κεφαλαίου και υπηρεσιών» αποτελεί «ιδεολογική παιδική χαρά».

Συνήθως, «θρύψαλα» έχουμε όταν σε μικρά μυαλά μπουν μεγάλες ιδέες για επαναστατική ανατροπή των κοινωνικών και πολιτισμικών κεκτημένων των λαών. Η διασφάλιση των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τρεις παράγοντες: Πρώτο, δεν θα λάβουν χώρα απρόβλεπτες στρατηγικές ανατροπές. Δεύτερο, οι εθνικές στρατηγικές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν θα δημιουργήσουν απρόοπτα. Τρίτο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα συνεχίσει να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, θα αναπτύσσεται υπό συνθήκες ισοτιμίας μεταξύ των κρατών - μελών και θα στηρίζει τους εθνικούς πολιτισμούς.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

------------------------

18.12.2010. Ανθρωπολογικές βάσεις της ΟΝΕ

 

Σημ. Π. Ήφ. Όσον με αφορά στο έκτο κεφάλαιο του Κοσμοθεωρία των Εθνών έχω διατυπώσει ευκρινώς την θέση μου για την ΕΕ. Στις 1.3.2010 έχω γράψει σε πολλούς συναδέλφους μου που είναι μέλη της Εταιρείας Διεθνών Σχέσεων και Διεθνούς Δικαίου και κατά καιρούς οι ίδιες θέσεις σωρευτικά βρίσκονται σε δέκα περίπου βιβλία και εκατοντάδες άρθρα για την Ευρωπαϊκή πολιτική. Το κύριο ζήτημα είναι το ανθρωπολογικό και αυτός ο παράγων προσδιορίζει τις ορθολογικές από τις ανορθολογικές προσεγγίσεις των πολιτικών αποφάσεων (στην ΕΕ αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση). Εδώ παραθέτω μια παραστατική συζήτηση που τα λέει όλα, κυριολεκτικά.

 

Η παρακάτω ανοιχτή επιστολή του Walτer Wuellenweber, προς τους Έλληνες πολίτες, με τίτλο «Αγαπητοί μας Έλληνες», δημοσιεύεται σε πρόσφατο τεύχος του γερμανικού εβδομαδιαίου περιοδικού, Stern. Ο υπέρτιτλος του άρθρου αναφέρει: «Μετά τις τράπεζες, θα πρέπει τώρα οι Γερμανοί να σώσουν και την Ελλάδα. Πρώτα έκαναν αλχημείες οι Έλληνες στο ευρώ και τώρα, αντί να κάνουν οικονομίες, απεργούν».
 
Αγαπητοί Ελληνες, από το 1981 ανήκουμε στην ίδια οικογένεια. Μόνο που εμείς έχουμε συνεισφέρει, όσο κανείς άλλος στο κοινό ταμείο, δηλαδή γύρω στα 200 δις, ενώ εσείς έχετε, αντίθετα, εισπράξει κατά κεφαλήν, όσα κανείς άλλος, δηλαδή σχεδόν 100 δις
. Ουδέποτε λαός βοήθησε μέχρι τώρα με τη θέλησή του, σε τέτοιο βαθμό, και για τόσο μακρύ διάστημα, άλλον λαό. Είσαστε, κυριολεκτικά, οι πιο ακριβοί μας φίλοι.
 
Το ζήτημα πάντως είναι, ότι τελικά δεν εξαπατάτε μόνο τον εαυτό σας αλλά κι' εμάς. Στην ουσία, ουδέποτε φανήκατε αντάξιοι του ευρώ, μιας και παρά την εισαγωγή του, δεν καταφέρατε μέχρι τώρα να εκπληρώσετε τα κριτήρια σταθερότητας. Στην ΕΕ είσαστε ο λαός που ξοδεύει τα μεγαλύτερα ποσά σε καταναλωτικά αγαθά. Θα θέλαμε, ο πρωθυπουργός σας Γ. Παπανδρέου να προχωρήσει στο πρόγραμμά του, όμως προφανώς αυτό δεν το θέλετε εσείς, αφού συνεχίζετε απτόητοι, ν' απεργείτε. Μη μας λέτε λοιπόν, ότι μόνο οι πολιτικοί ευθύνονται για την καταστροφή.
 
Εσείς έχετε εφεύρει τη Δημοκρατία κι' ως εκ τούτου θα πρέπει να γνωρίζετε, ότι ο λαός είναι αυτός που κυβερνά κι' επομένως, έχει και την ευθύνη. Κανείς δεν σας αναγκάζει να φοροδιαφεύγετε, να χρηματίζεστε, ν' αντιδράτε σε κάθε συνετή πολιτική και να εκλέγετε διεφθαρμένους πολιτικούς. Σε τελευταία ανάλυση, οι πολιτικοί είναι λαϊκιστές και κάνουν, ότι τους πει ο λαός. Θα μας πείτε, βεβαίως, ότι κι' εμείς οι Γερμανοί δεν είμαστε πολύ καλύτεροι, όπως θέλουν κάποιοι να πιστεύουν. Κι' έχετε δίκιο.
 
Οι Έλληνες είναι εκείνοι, που μας είχαν δείξει το δρόμο της Δημοκρατίας και της Φιλοσοφίας, καθώς και τις πρώτες γνώσεις Εθνικής Οικονομίας. Τώρα μας δείχνετε και πάλι το δρόμο. Μόνο που αυτή τη φορά, είναι λάθος δρόμος. Κι' από το σημείο που εσείς έχετε τώρα φτάσει, δεν πάει παραπέρα.
 
===========================================================
 

Και η απάντηση που δόθηκε από ένα συμπατριώτη μας:
 
Αγαπητέ μου Walτer Wuellenweber, ονομάζομαι Γεώργιος Π. Ψωμάς. Είμαι δημόσιος λειτουργός κι' όχι υπάλληλος, όπως κατά κόρον τα ΜΜΕ των «συμπατριωτών» σου (μου) και άλλων «συμπατριωτών» σου (μου) αναφέρουν, ως βρισιά και με περίσσεια χλεύη. Ο μισθός μου είναι 1.000. Το μήνα, όχι την ημέρα, όπως ίσως σ' έχουν παρασύρει, να νομίζεις. Ούτε 1.000 λιγότερα από σένα.
 
Από το 1981 ανήκουμε στην ίδια οικογένεια. Μόνο που σας έχουμε παραχωρήσει με αδιαφανείς όρους κι' έναντι αυτών των 200 δις που λέτε, ότι μας δώσατε, το 40% περίπου των αμυντικών εξοπλισμών μας, το σύνολο σχεδόν των εθνικών τηλεπικοινωνιών μας, την κατασκευή 2 μεγάλων αεροδρομίων καθώς και πολλών χιλιομέτρων εθνικού οδικού δικτύου. Αν ξεχνώ κάτι, ζητώ να με συγχωρέσεις. Σημειώνω, πως είμαστε από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς στα καταναλωτικά προϊόντα που παράγουν τα εργοστάσιά σας.
 
Η αλήθεια είναι, πως δεν ευθύνονται μόνο η πολιτικοί μας γι' αυτή την καταστροφή. Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης έχει και μια εταιρία γερμανικών κυρίως συμφερόντων, η οποία τους λάδωνε, για ν' αναλαμβάνει, όπως λέω παραπάνω, δημόσια έργα (βλ. C4Ι). Πιθανολογώ, πως φταίνε και τα γερμανικά ναυπηγεία, τα οποία μας πούλησαν κάτι υποβρύχια, που γέρνουν. Είμαι σίγουρος, ότι εσύ δεν με πιστεύεις ακόμα, αλλά δείξε λίγο υπομονή και περίμενε, διάβασέ με, κι' αν δεν σε πείσω, τότε διώξε με από την Ευρωζώνη, τον τόπο της Αλήθειας και της Ευημερίας, του Δίκαιου και του Σωστού.
 
Λοιπόν Walτer, μισός αιώνας και πάνω πέρασε από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τότε που η Γερμανία έπρεπε να ξοφλήσει τις υποχρεώσεις της προς την Ελλάδα.
 
Οι οφειλές αυτές, που μόνον η Γερμανία αρνείται να ξοφλήσει στην Ελλάδα (η Βουλγαρία και η Ρουμανία, τακτοποίησαν ήδη τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους), συνίστανται:
 
α) Σε χρέη ύψους 80 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
 
β) Σε χρέη από τη διαφορά του κλήριγκ στο μεσοπόλεμο, ύψους 593.873.000 δολαρίων, που ήταν σε βάρος της Γερμανίας.
 
γ) Στα αναγκαστικά δάνεια, τα οποία συνήψε το Γ΄ Ράιχ από την Ελλάδα, ύψους 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στη διάρκεια της κατοχής.
 
δ) Στις επανορθώσεις, που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα, για τις κατασχέσεις, αρπαγές και καταστροφές, που της προξένησε το Γ' Ράιχ, την περίοδο της κατοχής, ύψους 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως επεδίκασαν οι Σύμμαχοι.
 
ε) Στις ανυπολόγιστες υποχρεώσεις της Γερμανίας για την αφαίρεση της ζωής 1.125.960 Ελλήνων (38.960 εκτελεσμένων, 12.000 νεκρών από αδέσποτες, 70.000 σκοτωμένων σε μάχες, 105.000 νεκρών στα στρατόπεδα της Γερμανίας, 600.000 νεκρών από πείνα και 300.000 απωλειών από υπογεννητικότητα).
 
στ) Στην ατίμητη ηθική προσβολή, που προξένησε στον ελληνικό λαό και στις ανθρωπιστικές ιδέες που εκφράζει η ελληνική ιδέα. Αυτό το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό, είναι ηθικής τάξης, ύψιστης ηθικής αξίας.
 
Ξέρω Walτer, σε πειράζουν αυτά που γράφω, αλλά και μένα με πείραξαν, αυτά που έγραψες! Αλλά περισσότερο με πειράζουν, αυτά που σκέφτεσαι και θέλεις να κάνεις για μένα και τους «συμπατριώτες» σου, τους Έλληνες !
 
Walτer, φίλτατε Walτer, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 130 γερμανικές επιχειρήσεις, στις οποίες, περιλαμβάνονται σχεδόν όλοι οι γερμανικοί κολοσσοί, οι οποίες πραγματοποιούν ετήσιο τζίρο της τάξης των 6,5 δισ. ευρώ.
 
Ξέρεις Walτer, σύντομα δε θα μπορώ ν' αγοράζω Γερμανικά προϊόντα, γιατί δεν θάχω λεφτά. Εγώ Walτer μεγάλωσα στα λίγα, θα τ' αντέξω . και μην ανησυχείς για τους νέους στην Ελλάδα, . είμαστε ακόμα πολλοί παλιοί, για να τους βοηθήσουμε, να εξοικειωθούν στη νέα κατάσταση . αλλά εσείς βρε Walτer, . τους ανέργους σας, που θα δημιουργηθούν από την κατάσταση αυτή στην Ελλάδα, πως θα τους αντιμετωπίσετε
?
 
Πες μου σε παρακαλώ . έχω απορία: εμείς οι Έλληνες πρέπει να φύγουμε από την Ευρώπη, την Ευρωζώνη (κι' απ' όπου αλλού θέλετε, εσείς, οι Γερμανοί, οι Σουηδοί, οι Ολλανδοί και λοιποί «συμπατριώτες). Πρέπει να φύγουμε, για να σωθούμε από μια Ένωση, κατ' επίφαση. Από μια ομάδα κερδοσκόπων. Από μια ομάδα, στην οποία είμαστε συμπαίκτες, όσο καταναλώναμε τα προϊόντα των συμπαικτών !
 
Εγώ φίλτατε Walτer, πιστεύω, ότι οι Έλληνες θα πρέπει να σταματήσουν ν' αγοράζουν Mercedes, BMW, Opel, Ford, Scoda, κλπ. συμμαχικά προϊόντα, γιατί, . δεν μπορούν και δεν πρέπει ! ... Δεν το αξίζουν. Θα πρέπει να σταματήσουν ν' αγοράζουν προϊόντα από το Lidl, το Praktiker και το IKEA. Γιατί δε θα μπορούν πια να τ' αγοράσουν αυτά τα προϊόντα, βρε αδερφέ, τι να κάνουμε !
 
Φίλτατε Walτer, θα πρέπει να κανονίσουμε και κάποιες άλλες «λεπτομέρειες» . αν μου επιτρέπεις βέβαια, γιατί εσύ είσαι ο «πιστωτής» της ζωής μου. Ξέρεις βρε φίλε Walτer, θέλω να μου επιστρέψεις τον ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ μου, που έκλεψες εσύ (όχι ΕΣΥ βεβαίως, αλλά κάποιοι ΔΙΚΟΙ ΣΟΥ), θέλω τα ΑΘΑΝΑΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΟΥ, που βρίσκονται στα Μουσεία του Βερολίνου, του Μονάχου, του Λονδίνου, του Παρισιού, της Ρώμης! Τα θέλω τώρα, που μπορεί να πεθάνω, . αλλά θέλω να πεθάνω, κοντά στους πατέρες μου !

   

 

---------------------------

8.5.2010. Η απόφαση των αρχηγών κρατών για την προάσπιση της Ευρωζώνης και ο εθνοκρατοκεντρικός χαρακτήρας της ΕΕ.

Συντομογραφικά, η απόφαση των αρχηγών κρατών της ΕΕ στις 7.5.2010  βρίσκεται σε αρμονία με οτιδήποτε λέμε και γράφουμε εδώ όσον αφορά τον πολιτικό ορθολογισμό που απαιτείται να διέπει την ΕΕ και που πρέπει να είναι σύμφωνος με την εθνοκρατοκεντρική της φύση:

α) Διακυβερνητικές αποφάσεις που συμψηφίζουν εθνικά συμφέροντα,

β) αποφάσεις που αντλούν από ολοένα βαθύτερους πολιτικούς ελέγχους στο εσωτερικό κάθε κράτους (κάθε κράτος διαθέτει, και δεν πρέπει να ξεχνάμε για να μην διολισθαίνουμε σε διεθνιστικούς παραλογισμούς, διακριτές ανθρωπολογικές δομές και διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης),

γ) που θέτουν ασφυκτικό έλεγχο πάνω στα υπερεθνικά όργανα οι αρμοδιότητες των οποίων οριοθετούνται από την συλλογική πολιτική βούληση των εθνοκρατών. Και τα λοιπά που εξηγώ εξαντλητικά και αποκρυσταλλωμένα στο τελευταίο μου έργο Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου.

Τρία μόνο ερωτήματα:

Α) Γιατί αυτές τις αποφάσεις δεν τις πήραν το 1991-2 όταν αποφασίστηκε η ΟΝ|Ε.

Β) Γιατί περίμεναν να αρχίσει να βουλιάζει ο πύργος της Βαβέλ των ιδεολόγων-κοσμοπλαστών πριν καταλάβουν ότι δεν υπάρχει υπερεθνική ανθρωπολογία και πως μόνο να δανείσουν μπορούν και τίποτα άλλο.

Γ) Γιατί κάποιοι στην Ελλάδα νόμισαν ότι η ΟΝΕ ήταν σκληρός πυρήνας μέσα στον οποίο η χώρα μας θα αντλούσε δύναμη και όχι αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ένας χώρος ανελέητου ανταγωνισμού. Ανταγωνιστικού χώρου από τον οποίο απουσιάζει η αλληλεγγύη (εκτός και αν τα αργοπορημένα δάνεια κάποιοι τα θεωρούν αλληλεγγύη, εκτός και αν η κυβέρνησης της Αθήνας δανείζει την Πελοπόννησο και την Λαμία αν αντιμετωπίσουν οικονομική δυσπραγία και προβλήματα άνισης ανάπτυξης).

Ανταγωνιστικού χώρου μέσα στον οποίο χωρίς αυταπάτες έπρεπε να ενταχθούμε εγκαταλείποντας έτσι την κυριαρχία μας επί των δημοσιονομικών αποφάσεων μόνο εφόσον θα είχαμε βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, την αποτελεσματικότητα των θεσμών μας και την πνευματική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Τα κάθετα αντίθετα κάναμε και ρίξαμε την χώρα μας στον λάκκο των λεόντων. Τώρα κούρσα λοιπόν. Κουράγιο, μέχρι να ξοφλήσουμε αυτά που δανειστήκαμε αμετροεπώς τις δεκαετίες του 1980 και 2000 και αυτά που σήμερα υποσχέθηκαν να μας δανείσουν τα άλλα μέλη του εθνοκρατοκεντρικού συστήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κανονικά έπρεπε να ζητήσουμε τον λογαριασμό από τους επιστημονικά μεταμφιεσμένους τσαρλατάνους που μας έριξαν στον λάκκο των λεόντων παρασύροντας ευκολόπιστους ή φαντασιόπληκτους πολιτικούς πως άλλη είναι η ΕΕ από αυτή που πραγματικά είναι. Τον μεγάλο λογαριασμό έπρεπε να πληρώσουν, βεβαίως, εκείνα τα πολιτικά πρόσωπα που χρεοκόπησαν την χώρα επειδή φιλοσοφικά δεν πίστευαν στην έννοια έθνος και εθνικό συμφέρον αλλά σε φαντασιόπληκτους μετά-εθνικούς διεθνιστικούς-παγκοσμιοποιημένους τόπους όπου «η κυριαρχία δεν ισχύει πλέον» και όπου η «ελληνική ιδιοτροπία να εμμένει στην παρωχημένη έννοια εθνικό συμφέρον» θα φαντάζει αρχαία.

Μια τελευταία λέξη γιατί δεν υπάρχει διέξοδος: Διέξοδος δεν υπάρχει καθότι οι πρώτοι συνεχίζουν να λένε τις επιστημονικά μεταμφιεσμένες ασυναρτησίες που έλεγαν και πριν ζώντας παρασιτικό βίο χωρίς κανείς να τους δώσει απολυτήριο για τα λάθη τους και οι δεύτεροι είναι οι ίδιοι που θα  πρέπει τώρα να αποφασίσουν «τις φταίει». Τραγικό πράγματι αδιέξοδο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις χειρότερες στιγμές των μετά-Βυζαντινών ελλήνων.

--------------------------

 

---------------------

17.4.2010. Ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα και ποιος θα λογοδοτήσει!

 

Σημ. Συνέχεια και του χθεσινού μου κειμένου παραθέτω χωρίς πολλά σχόλια κείμενο της Wall Street Journal. Οι αριθμοί μιλούν μόνοι τους και η συνάφεια πασίδηλη. Θέτω μόνο ερωτήματα με πολύ νόημα και γνωστές απαντήσεις:

    Ποιος φρόντισε ούτως ώστε η Ελλάδα μετά την ένταξη στην ΕΕ να προσαρμοστεί θεσμικά και οικονομικά;

    Ποιος διασφάλισε ούτως ώστε τα διάφορα πακέτα σύγκλισης θα πήγαιναν σε παραγωγικούς σκοπούς;

    Ποιος λεηλάτησε τους δημόσιους πόρους σε προϊόντα πολυτελείας αντί σε στέρεα και παραγωγική ανάπτυξη;

    Ποιος μιλούσε για παγκοσμιοποιήσεις και άλλες ηχηρές σαπουνόφουσκες που καθιστούν απηρχαιωμένη, δήθεν, την εθνική κυριαρχία και την έννοια εθνικό συμφέρον "παρωχημένη ελληνική ιδιοτροπία";

    Ποιοι φαντασιόπληκτοι πρόβλεψαν την ύπαρξη ενός μακάριου υπερεθνικού ευρωπαϊκού χώρου όπου η Ελλάδα θα εφησύχαζε;

    Ποιος κατάλαβε λάθος ότι η ΟΝΕ είναι δήθεν οικονομική ένωση προικισμένη με αλληλεγγύη και κοσμοϊστορικά οράματα;

    Ποιος ήταν τόσο επιστημονικά αμαθής για να μην γνωρίζει τις στοιχειώδεις πολιτικοστρατηγικές της ΟΝΕ που εγώ απαιτώ να γνωρίζουν οι δευτεροετείς φοιτητές μου και που έπεισε την πολιτική ηγεσία ότι είναι "σκληρός πυρήνας" πολιτικά ενοποιημένων κοινωνιών;

    Ποιός ή ποιοι τσαρλατάνοι έπεισαν το πολιτικό σύστημα ότι η κοινοτική γραφειοκρατία είναι κοσμοποπλαστικό μέσο δημιουργίας μιας υπερεθνικής ανθρωπολογίας διεθνιστικού χαρακτήρα;

    Ποιος λεηλάτησε τον δημόσιο πλούτο για την δημιουργία ενός ληστρικού-πελατειακού κράτους που καταχρεωμένο τώρα εγκλώβισε την ελληνική κοινωνία στην μιζέρια και στην ανασφάλεια;

    Ποιος επέφερε δήθεν "εκσυγχρονισμό" που σε ελληνική αριστερονεοφιλελεύθεροσυνασπισμένη μετάφραση σημαίνει πνευματικό αφοπλισμό των ελλήνων, των συμβόλων τους, της ιστορίας τους, της αυτό-εκτίμησής τους και της εθνικής τους ανεξαρτησίας;

    Ποιοι, αυτή την καταχρεωμένη, λεηλατημένη και πελατειακά παραφορτωμένη Ελλάδα την σταύρωσαν άρον άρον ρίχνοντάς την στον "ισχυρό πυρήνα", δηλαδή σε ένα οικονομικό λάκκο των λεόντων;

    Ποιες είναι οι δύο τελευταίοι μεγάλοι πολιτικά υπεύθυνοι για το ναυάγιο την Ελλάδα αλλά τώρα ποιούν νήσσα; (και ο ένας εξ αυτών κάνει ταξίδια αναψυχής βλέποντας βίντεο με το στέλεχος του διεθνικού ιδρύματος που ενσαρκώνει την ξένη εξάρτηση!).

    Ποιοι επιστημονικά μεταμφιεσμένοι με το αζημίωτο εκτόξευαν εργολαβικά επιστημονικές σαπουνόφουσκες αλλά συνεχίζουν να παρελαύνουν στις πολιτικοστοχαστικές και επικοινωνιακές πασαρέλες της εθνικής παρακμής;

     Και τα λοιπά.

ΝΒ αυτονόητα τα πιο πάνω ερωτήματα και οι αυτονόητες απαντήσεις δεν καταγγέλλουν αλλά διαπιστώνουν.

 

By CARL B. WEINBERG A Bailout Will Still Leave Greece Struggling With Debt

The Wall Street Journal

http://online.wsj.com/article/SB10001424052702304510004575186300233555016.html?KEYWORDS=CARL+B+WEINBERG

The financial crisis in Greece is best understood by looking at the hard numbers : Over the next five years, Athens has to raise €240 billion, roughly the country's current gross domestic product. Of that amount, €150 billion is to pay down the principal owed on maturing bonds. The rest is interest. This illustrates why the euro-zone offer of a €30 billion standby credit facility is just a drop in the bucket compared to Greece's overall cash requirements. Athens is unlikely to be able to raise this much money from private investors at any interest rate.

When Europe's "bridge" financing is exhausted—probably by the early months of next year—Greece's government will be in the same plight it is in right now: With a triple-B-minus rating, an unacceptably high and rising debt ratio, and a contracting economy, the country will be just as unable to finance itself next winter as it was last week.

 

A Greece bailout nears. But a growing body of opinion maintains that it will not be enough to see Greece through its debt crisis. That would mean a debt restructuring or default will sooner or later follow.

Even optimists recognize that large as it is —€30 billion ($41 billion) with perhaps another €15 billion from the International Monetary Fund—the bailout is only buying time for Greece. The reason there are so many pessimists is because of the scale of the task that Greece faces in the time that the bailout has bought.

According to Greece's 2010 economic plan, Greece needs to wipe four percentage points from last year's budget deficit that neared 13% of gross domestic product. That kind of budget pruning has been tough to achieve wherever in the world it has been tried.

But as Peter Boone of the London School of Economics and Simon Johnson, a former IMF chief economist, point out in their Baseline Scenario blog even a cutback of this magnitude leaves Greece seeking to raise more than €50 billion this year, money that will finance interest payments and expand its borrowing by a further 4%. So its debt is still growing: the economists' think Greece's debt could, even under relatively benign assumptions, expand from 114% of GDP today to 150% of GDP by 2012.

Servicing that would absorb 9% of Greek incomes in 2012, most of which would be transferred to German, Swiss and French bondholders abroad. This will happen as the Greek economy is shrinking dramatically as real incomes fall. Many Latin American economies struggled during the debt crisis of the 1980s to transfer a fraction of those resources overseas. The worst year for the region, 1984, saw net resource transfers of 4.6% of GDP.

Carl Weinberg, chief economist at High Frequency Economics in New York, is one of those arguing that the bailout won't be enough. Athens needs to raise €240billion in the next five years, €150billion to pay back maturing bonds. This shows, he said this week in an opinion piece in The Wall Street Journal, that the bailout represents "just a drop in the bucket."

His proposed solution harks back to Latin America in the 1980s. What's needed, he argues, is a multi-year restructuring arrangement like those that Mexico and others put together to ease their debt burdens. That would consolidate loans maturing over several years into a single loan with a maturity of, say, 25 years. With the terms he proposes, it would cut Greece's debt by 60%, or €140 billion, over the next five and a half years.

What Mr. Weinberg doesn't mention is that these multi-year restructuring arrangements, negotiated between government borrowers and banks with the IMF holding the ring, were not enough to overcome Latin American governments' debt problems. In fact, they were devices that helped battered international bank lenders to preserve the fiction that they would still be repaid in full while they bought time to rebuild their battered balance sheets. Once the banks had recapitalized, by the late 1980s, the Brady Plan found a way for the Latin American governments to undertake an orderly default and impose explicit losses-haircuts-on the bank lenders.

By some measures, Greece has a heavier debt load than Latin America. Developing country borrowers-Argentina, Ecuador, Mexico, Turkey-have defaulted with debt burdens as a proportion of GDP of a fraction of that now being carried by Greece. (Unlike most of the European Union, many would have met the EU's debt and deficit limits even as they defaulted.)

This heavy burden is one reason why pessimists think a Greek default is likely. Messrs. Boone and Johnson have three scenarios. The first, the non-default option would require a brutal economic contraction, difficult for any government to preside over, and even then it requires at least another two €30 billion bailout packages to guarantee its financing needs for the next three years.

A second option would be to default and stay in the euro, requiring an estimated debt write-down of perhaps 65% of face value and a lot of austerity. Or Greece could default and give up the euro, which they say will result in a sharp devaluation but potentially, as when Argentina abandoned its link with the dollar in 2001, a quick move to a budget surplus (because its debt servicing burden falls), current account surplus (because its goods and services become very cheap to foreigners) and a fairly quick pick-up in growth.

Many people are not ready to accept that the choices are as stark as this. Bond investors may decide the risks are not what they thought they were and give Greece more breathing space than it currently appears to have. Uri Dadush, a former senior World Bank official now at the Carnegie Endowment in Washington, says: "I suspect they do need a rescheduling." But he adds it is not just a matter of arithmetic. "There's a lot of psychology in this," he says.

 

 

-------------------------------

16.4.2010. «Το ΔΝΤ είναι ήδη εδώ», ο κόσμος χάνεται  και η Ευρώπη … συνεδριάζει

 

«Το ΔΝΤ είναι ήδη εδώ»  διαβάζουμε σήμερα στην ειδησεογραφία» και «οι τεχνοκράτες συνεδριάζουν στην Μαδρίτη για να εξετάσουν τους τεχνικούς όρους» αν το ελληνικό κράτος αποφασίσει να ζητήσει να δανειστεί!! από ευρωπαϊκές πηγές για να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμες ανάγκες. Εδώ βέβαια αν κανείς είναι σκληρόκαρδος μπορεί να πει το γνωστό ρηθέν «ο κόσμος χάνεται και η Ευρώπη χτενίζεται (δηλαδή συνεδριάζει καλλιεργώντας την εσωστρέφειά της» αντί να εξορθολογιστεί  εκ βάθρων σύμφωνα με την φύση της, δηλαδή εθνοκρατοκεντρικά). Αυτά σκεφτόμουν χθες συνομιλώντας με δύο δικηγόρους καταπληκτικής ικανότητας πρόσληψης της αλήθειας. Στην ερώτησή τους, λοιπόν, «τις φταίει», δεν χρειάστηκα πάνω από πέντε λεπτά για να εξηγήσω αντικειμενικά πράγματα που για ευνόητους λόγους δεν ακούμε στην «δημόσια συζήτηση» (από την οποία κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του από καιρό απέχει). Συνοψίζω λοιπόν τι τους είπα ντύνοντάς το εδώ και με λίγη -υπό τις συνθήκες αναγκαία και μη εξαιρετέα- καυστική γαρνιτούρα.

 

Φταίει, λοιπόν,  η ελληνική κοινωνία. Οι πολίτες της, ενώ συγκριτικά με άλλες κοινωνίες διαθέτουν περίσσιο κοινό νου (ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να πιστεύουν) δέχονται να χρηματοδοτούν με δισεκατομμύρια «κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες». Η χρηματοδότηση της πνευματικής παρακμής φτάνει τα όρια του σαδομαζοχισμού και στην περίπτωση της Ελλάδας έφερε την καταστροφή.

Οι «κοινωνικές επιστήμες» δεν είναι μαθηματικά ή χημεία. Είναι κατά βάση εκτιμήσεις για την ανθρώπινη κατάσταση (άνθρωπος, κράτος, διεθνές σύστημα, Ευρώπη). Αυτές μπορεί να είναι πολλών ειδών. Ο κάθε ενδιαφερόμενος  μπορεί να ανατρέξει στον δεύτερο τόμο του "Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού" του Παναγιώτη Κονδύλη για να κατανοήσει τον κατά κανόνα καταστροφικό τους ρόλο τους Νέους Χρόνους. Καμιά απολύτως σχέση δεν έχουν με τον κλασικά νοούμενο πολιτικό στοχασμό. Ο ρόλος τους Νέους Χρόνους ήταν και συνεχίζει να είναι  πολύ πεζός.

Υπηρέτησαν δουλικά εκλογικεύοντας τον αφετηριακό ηγεμονισμό, στην συνέχεια το αρχαϊκό αστικό κράτος, τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις, τους πολέμους, την αποικιοκρατία κα την καταλήστευση του πλανήτη από τα ηγεμονικά αστικοφιλεύθερα κράτη και στην συνέχεια επιστρατεύτηκαν ακόμη πιο μαζικά και απροσχημάτιστα στις κοσμοϊστορικές παρακρούσεις του 20ού αιώνα όταν πανομοιότυπες υλιστικές αξιώσεις πλανητικής επικυριαρχίας συγκρούστηκαν ανελέητα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, στα δυτικά κυρίως ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια, επιστρατεύτηκαν ανενδοίαστα στα ηγεμονικά συμφέροντα των κρατών τους.  Προεκτάσεις των τελευταίων πειθήνιων στοχαστών σε λιγότερο ισχυρά κράτη που αναμασούν θεωρήματα και ιδεολογήματα των "μητροπόλεων" όπου συνήθως σπουδάζουν, συνειδητά ή ανεπίγνωστα υπηρετούν την "μαλακή ισχύ" των μεγάλων δυνάμεων από τις οποίες εξαρτώνται οι χώρες τους. Έτσι, εξάλλου, είναι που ατομιστικά και χρησιμοθηρικά βολεύονται για να μπορούν να ζουν ως «δια βίου παράσιτα». Τις τελευταίες δεκαετίες, εξάλλου, τους σιτίζουν και διεθνικοί αλήτες, κερδοσκόποι και άλλοι. Είναι για να παραφράσω τον εύστοχο όρο του Γκράμψι, "οργανωμένοι διανοούμενοι της εξάρτησης". Οι κοινωνικές επιστήμες (ιστορία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη, διεθνείς σχέσεις κτλ), λοιπόν, ιεραρχικά θα μπορούσαν να τύχουν των εξής περιγραφών.    

 

·                     -θεωρήσεις υψηλής περιγραφικής και ερμηνευτικής βαθμίδας (Υπόδειγμα πχ ο Κονδύλης).

·                     -ασυναρτησίες παντελώς αμαθείς

·                     -ασυναρτησίες ολίγον ή πολύ ημιμαθείς

·                     -«κορδωμένοι», θα έλεγε ο Κονδύλης, σπουδαιοφανείς συνδυασμοί αμάθειας και ημιμάθειας

·                     -Ύπουλη και εξωγενώς χρηματοδοτημένη προπαγάνδα

·                     -Μεταφυσικές φαντασιώσεις (παγκοσμιοποιημένος-ενοποιημένος πλανήτης, «ενωμένη Ευρώπη» … )

·                     -Γραφειοκρατικά καταναγκασμένες (λόγω χρηματοδοτήσεων) εκλογικεύσεις κάθε είδους

·                     -Πολιτικοπαραταξιακά ποδογετούμενες συσκοτιστικές εκλογικεύσεις ή προπαγάνδες

·                     -Διεθνικά επιστημονικά διεφθαρμένες προπαγάνδες

·                     -Ηγεμονικά / και διεθνικά  επιστημονικά διεφθαρμένες προπαγάνδες

·                     -Συνδυασμός όλων των πιο πάνω και πολλών άλλων πλην του πρώτου

Υπάρχουν βέβαια  και ποικιλόμορφες ενδιάμεσες αποχρώσεις που περιττεύει να αναφερθούν.

 

Φανταστείτε όμως πόσο σαδομαζοχιστές είναι οι πολίτες μιας μικρής κοινωνίας αν σπαταλούν σπάνιους πόρους για να χρηματοδοτούν εκατοντάδες παράσιτα-ιδιώτες οι οποίοι επιδίδονται στα πιο πάνω πλην του πρώτου, πλην δηλαδή της καλλιέργειας γνώσης υψηλής περιγραφικής και ερμηνευτικής αξίας. Ασφαλώς εξαιρέσεις στους κανόνες πάντα υπάρχουν. Όσον  αφορά την Ελλάδα, το πρόβλημα είναι ότι πάνε πια κάποιοι αξιοπρεπείς γνώστες της κλασικής ή της στάνταρτ επιστήμης όπως ο Θεοδωρακόπουλος, ο Δεσποτόπουλος, ο Τενεκίδης και άλλοι της προηγούμενης γενιάς. Πολλοί πλέον το πανεπιστήμιο το βλέπουν ως εφαλτήριο πολιτικοκοινωνικών αναρριχήσεων και εκτόνωσης της εγωπάθειάς τους και όχι ως ασκητική καλλιέργεια της γνώσης. Η πνευματική σήψη και η ανεξέλεγκτη ιδιωτεία μέσα στα ακαδημαϊκά άσυλα είναι φαινόμενο πλέον όχι μόνο ελληνικό αλλά και ευρύτερο. Στην ίδρυση τμημάτων, τις προκηρύξεις θέσεων, τις ακαδημαϊκές κρίσεις, κτλ, κανείς πλέον δεν μπορεί να αποκλείσει ότι πολλά κριτήρια δεν είναι επιστημονικά-ακαδημαϊκά αλλά στυγνή ηδονιστική και φιλοτομαριστική ιδιοτέλεια στο κυνήγι του βολικού παρασιτισμού. Είναι ιδιωτεία στην πιο ακραία της μορφή,  την μεταμοντέρνα. Και ενώ ένα μεγάλο κράτος προικισμένο με κρατικούς θεσμούς και παραγωγικές δομές μπορεί να αντέξει μερικά παράσιτα, σε λιγότερο ισχυρά κράτη ενδέχεται να προκαλέσει θανατηφόρα πολιτικοστοχαστικά πλήγματα.

 

Μια φράση λοιπόν για την ΕΕ,  ενδεικτική, προσδιοριστική και παραδειγματική της ελληνικής συγκαιρινής κακοδαιμονίας. Τι είχαμε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες; Είχαμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

·                     -Λάθος περιγραφές του χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,

·                     -μεταφυσικές προσλήψεις των προσανατολισμών της, συγκάλυψη των τερατωδών ελλειμμάτων όπως το έλλειμμα της λαϊκής κυριαρχίας,

·                     -θεοποίηση της γραφειοκρατίας ως περίπου και να είναι ένας νέος ιδεατός υπερκρατικός τόπος,

·                     -αντί-εθνικές αντιλήψεις που εθελοτυφλούν ιδεολογικά απέναντι στην καταμαρτυρούμενη εθνοκρατοκεντρική οντολογία της ΕΕ,

·                     -δημιουργία στρεβλωτικών φακών που παραποιούσαν τις παραστάσεις περί ΟΝΕ, μιας δηλαδή απλής γερμανογαλλικής νομισματικής ρύθμισης που την εμφάνισαν στην ελληνική κοινωνία ως την νέα Ιθάκη,

·                     -θεοποίηση των εξωπολιτικών διεθνικών ΜΚΟ –μερικοί από τους οποίους όπως ο κακόφημος κερδοσκόπος Σόρος είναι και χρηματοδότες ποικίλων διεθνικών ιδρυμάτων και δραστηριοτήτων– ως περίπου προδρόμων μιας παγκόσμιας κοινωνίας οι οποίοι με κάποιο μυστήριο τρόπο θα ένωναν πολιτικά τον πλανήτη,   

·                     -και τα λοιπά.

Συνολικά, πολλές εξόχως πολιτικές υποθέσεις, ένας επιστημονικά μεταμφιεσμένος στρατός, εξειδικευμένος στις κάθε είδους τσαρλατανιές, τις εμφάνιζε ως τεχνικά ζητήματα ενταγμένα μέσα σε ένα εσχατολογικά προσδιορισμένο ευρωπαϊκό ανθρωπολογικό και οικονομικοπολιτικό τοπίο.

Αναμφίβολα η μεγαλύτερη στρέβλωση αφορούσε την νομισματική και δήθεν οικονομική!!! ένωση!!!».

Έτσι, άτομα που κυριολεκτικά διέπρεψαν αναπαράγοντας τις μπροσούρες των γραφειοκρατών την δεκαετία του 1980 διέπρεψαν επίσης ως «δημόσιοι διανοούμενοι» και συνάμα τεχνοκράτες-σύμβουλοι και αντιπρόσωποι των ελληνικών κυβερνήσεων διασπείροντας πανταχόθεν ψευδεπίγραφες περιγραφές και ερμηνείες περί ΕΕ. Μιλάμε για ποταμούς πολιτικοστοχαστικού ανορθολογισμού. Ο ανορθολογισμός του πολιτειακού συστήματος από ψευδεπίγραφες επιστημονικά μεταμφιεσμένες θέσεις την καλλιέργεια των οποίων ο φορολογούμενος πολίτης ακριβοπλήρωνε, ήταν μαζικός και πνευματικά καταστροφικός.

Αυτή δεν είναι μια πρόχειρη εκτίμηση αλλά δυστυχώς απόρροια ανάμειξής μου στην συζήτηση με δέκα περίπου μονογραφίες και δεκάδες άλλα κείμενα.  Scripta manent και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στον ωκεανό των ασυναρτησιών ή καλύτερα στο μεγάλο νεκροταφείο λανθασμένων αρλουμπολογικών αναλύσεων. Η δική μου αρχική αθώα απορία περί αυτών που άκουα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησε σε δική μου πολιτισμένη κριτική η οποία προκάλεσε μαζικές απολίτιστες απόπειρες δολοφονίας του επιστημονικού μου χαρακτήρα. Όπως είναι λογικό, η αποστροφή μου όσον αφορά τα πολιτικοστοχαστικά δρώμενα με έκανε, όπως και πολλούς άλλους, να αφοσιωθώ αποκλειστικά στα αμιγώς ακαδημαϊκά μου καθήκοντα. Αυτή η διαδρομή, τονίζω ξανά, δεν είναι μόνο δική μου αλλά και μερικών άλλων στους ίδιους ή παραπλήσιους επιστημονικούς τομείς.

 

Απόρροια των προαναφερθέντων, η κατά τα άλλα εξαιρετικά μεγάλης στρατηγικής και οικονομικής σημασίας συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ, αντί να αναδείξει τα προτερήματά της χώρας μας οδήγησε στο συντρέχων τέλμα του 2010.

Συντομεύοντας γιατί ο ενδιαφερόμενος μπορεί να διαβάσει και βιβλία μας, όσον αφορά την ΕΕ, τονίζουμε τα εξής. Χωρίς να σταθώ στο πασίγνωστο γεγονός της κατασπατάλησης των πόρων που εισέρευσαν στην Ελλάδα αντί της επένδυσής τους σε παραγωγικούς τομείς, τονίζω το τι πάθαμε περνώντας από την  δεκαετία του 1990 στην δεκαετία του 2000: Ο σωρευμένος «αναλυτικός ανορθολογισμός» εκχυλίστηκε (spillover) από τα ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια στα πολιτικά σαλόνια παράγοντας ένα εκρηκτικό μίγμα ιδεολογικοπολιτικής παράκρουσης που αποκλείει προγραμματικά τον κοινωνικοπολιτικό ορθολογισμό και που οδηγεί σε τραγικά λανθασμένες αποφάσεις.

Οι παραποιήσεις των δημόσιων λογιστικών και οι βερμπαλισμοί περί «ισχυρής Ελλάδας» στον «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ δεν είναι παρά παθολογία μιας αρρωστημένης πολιτικοστοχαστικής συμβατικής ατμόσφαιρας (που κυριαρχεί και τώρα καθότι οι δράστες πολιτικοστοχαστικών εγκλημάτων όταν αριθμητικά είναι πλέον πολλοί μπορούν να επιβάλουν τον νόμο της καταδίκης της κοινωνίας σε σιωπή που συγκαλύπτει τις ένοχες παρασιτικές τους υπάρξεις).

Σημασία έχει ότι διαδοχικές πολιτικοστοχαστικές ηγεσίες ενός πνευματικά τραβεστί και παρακμασμένου πολιτικοστοχαστικού πεδίου αναπόδραστα λειτουργώντας ανορθολογικά έριξαν βεβιασμένα την ελληνική οικονομία μέσα στον λάκκο των λεόντων.

Συντομογραφικά και απλουστεύοντας, αυτό μεταφράζεται: «Πουλούσαμε ένα καράβι καρπούζια που παρήγαγαν εκατό οικογένειες ένα ολόκληρο καλοκαίρι και αγοράζαμε ένα περίπου Cayenne» που παρήγαγε ένας άνθρωπος σε μερικές ώρες στην τεχνολογικά προηγμένη αλυσίδα παραγωγής». Ταυτόχρονα, στερηθήκαμε κλασικά εργαλεία οικονομικής προσαρμογής στην εσωτερικές και εξωτερικές οικονομικές μας σχέσεις.

Όταν μετά από δέκα χρόνια χρεοκοπήσαμε ανυπεράσπιστοι πλέον είμαστε υποχρεωμένοι να υποτιμήσουμε τα πάντα, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει ελπίδα διεξόδου προς ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον πλην, στην  καλύτερη περίπτωση, αποπληρωμή των τόκων του καταχρεωμένου και εγγενώς πλέον σπάταλου κράτους μας, η οικονομία του οποίου χωρίς προοπτική διεξόδου (με ποιους πόρους πλέον και με πιο ανύπαρκτο πνευματικό απόθεμα!) είναι ελάχιστα ή καθόλου ανταγωνιστική.

Τώρα γιατί έπρεπε να εισέλθουμε στην ΟΝΕ βεβιασμένα αντί να το επιχειρήσουμε πολύ αργότερα, όταν οι θεσμοί μας και η οικονομία μας θα ήταν έτοιμοι, είναι μια πολιτικοοικονομική απόφαση που δεν ερμηνεύεται με λογικούς όρους. Πάθαμε αυτό που δεν μπορεί να πάθει εύκολα μια Αγγλία ή μια ΗΠΑ καθότι διαθέτουν foreign office και state department. Εδώ, η πολιτικοστοχαστική παράκρουση καλοπληρωμένων μεταπρατών αναλυτών εισέρευσε στον πολιτικό χώρο οδηγώντας σε ανορθολογικές αποφάσεις. Γιατί ανορθολογικό είναι να μην γνωρίζεις τις πολιτικοστρατηγικές προϋποθέσεις της ΟΝΕ που δεν ήταν ασφαλώς "Οικονομική ΄Ενωση", (ούτε ήταν, τουλάχιστον, ένας αξιοπρεπής νομισματικός συντονισμός που να προειδοποιεί αξιόπιστα και να μπορεί, κατ’ ελάχιστον, να δανείζει).

Ούτε ασφαλώς είχαμε ποτέ μια ευρωπαϊκή πολιτική ανθρωπολογία καθότι από καιρό η ΕΕ σταθεροποίησε τον εθνοκρατοκεντρικό της χαρακτήρα με τον οποίο οι πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις απαιτείται να είναι συμβατές. Πιο συγκεκριμένα η εθνοκρατοκεντρική δομή σημαίνει διακριτά εθνοκρατικά ανθρωπολογικά συστήματα και ξεχωριστά εθνοκρατικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Επειδή όμως οι ηχηρές και επιστημονικά μεταμφιεσμένες ηχηρές σαπουνόφουσκες περί μιας δήθεν υπερεθνικής ευρωπαϊκής ανθρωπολογίας (ακούνε σε όρους όπως "ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα" που μπορεί να ορίζεται κατά βούληση ελέω μεταφυσικού ακαδημαϊκού, δήθεν, δικαιώματος για ακαταλόγιστα κείμενα).

Ακόμη χειρότερα, οι πολιτικοστοχαστικοί δράστες που ευθύνονται για την απίστευτη ατυχία μας συνεχίζουν κυνικά τον παρασιτικό βίο ανενόχλητοι και ανεξέλεγκτοι μέσα στην ιδεολογικοπολιτικά κατειλημμένη ακαδημαϊκή ανεξαρτησία. "Ανεξέλεγκτοι", καθότι η αριθμητική υπερίσχυση του επιστημονικού ανορθολογισμού έχει πάντοτε ως συνέπεια την αυτοτροφοδοτούμενη αριθμητική ανάπτυξη των δραστών λανθασμένων αναλύσεων για τον άνθρωπο, το κράτος, την Ευρώπη και τον κόσμο. Μάλιστα, γίνονται ολοένα και πιο θρασείς γιατί όσο περισσότερη προπέτεια τόσο μεγαλύτερη συγκάλυψη υπάρχει του παρασιτισμού, της αμάθειας και της ημιμάθειας.

 

Τα επόμενα θύματα είναι η Κύπρος, το Αιγαίο, η Θράκη, η Μακεδονία και η Ήπειρος. Γιατί; Και πάλιν πολύ απλά, ενώ στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου κατισχύουν στοχαστές τύπου Νταβούτογλου, εντεύθεν υπερισχύουν ειδικοί της «κοινωνικοποίησης» της Τουρκίας με χορούς, χοροπηδήματα και κουμπαριές. Ιλαροτραγικές γελοιότητες που μόνο σε παρακμασμένα κράτη έχουν απήχηση. Ενός πλέον πνευματικά, ηθικά και υλικά χρεωκοπημένου νεοελληνικού κράτους μέσα στο οποίο είναι εγκλωβισμένα όσα εκατομμύρια ελλήνων παρά τις μύριες αντιξοότητες επιβίωσαν τους τελευταίους αιώνες.

 

Τα πιο πάνω ,μπορώ να τα πω και διαφορετικά, πιο σκληρά: Η δική μου ανάγνωση του ανθρώπου, του κράτους, της Ευρώπης και του διεθνούς συστήματος με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε ένα κόσμο που αναδιατάσσεται ραγδαία και εθνοκρατοκεντρικά, τα πνευματικά τραβεστί κοινωνικοπολιτικά συστήματα ούτε μπορούν να διαφυλάξουν την εθνική τους ανεξαρτησία ούτε να ευημερήσουν με ασφάλεια. Ούτε βέβαια και να επιβιώσουν στο μέλλον. Το κυριότερο σημάδι για την επερχόμενη πτώση ενός κράτους είναι η κυριαρχία στον πολιτικοστοχαστικό χώρο των αριστερονεοφιλελεύθεροδεξιοφασιστικοπροοδευτικών θεωρημάτων και ιδεολογημάτων που ξένα κράτη σερβίρουν διαμέσου ξεφωνισμένων οργανικών διανοουμένων που συνειδητά ή ανεπίγνωστα υπηρετούν την ξένη εξάρτηση. Είναι ιλαροτραγικό εάν οι φορολογούμενοι πολίτες ενός παρακμάζοντος κράτους συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τον επιστημονικά μεταμφιεσμένο ιδεολογικοπολιτικό παραλογισμό που τους εκμηδενίζει οικονομικά, ανθρωπολογικά και κυριαρχικά.

Ο συλλογικός αυτοχειριασμός, πάντως, δεν είναι ένα άγνωστο φαινόμενο στην ιστορική διαχρονία. Στην «σύγχρονη εποχή» το εργαλείο ή δηλητήριο με το οποίο αυτοκτονεί συλλογική μια κοινωνία είναι τα μεταμοντέρνα θεωρήματα και ιδεολογήματα.

  

ΝΒ. Συναφής είναι και η επιστολή μου στους συναδέλφους μου την 1.3.2010 ... 

 

----------------------

 

Νίκος Καλογερόπουλος, "ο συρφετός των 27" στις 25 Μαρτίου και ... οι κινέζοι

 

Σημ. Π. Ήφ. Εύστοχος όπως πάντοτε ο συνάδελφος ΝΚ που ζει στο εξωτερικό. Το βιβλίο του με το οποίο εξήγησε το πως τις τελευταίες δεκαετίες κάποιοι διασπάθισαν τα κονδύλια που εισέρευσαν στην Ελλάδα (αντί ως είχαν υποχρέωση να κάνουν παραγωγικές επενδύσεις) είναι μνημειώδες και υπό τις περιστάσεις "κλασικό". Καυστικός στο σύντομο σημείωμά του που παραθέτω αναφέρεται στον "συρφετό των 27". Έτσι κατάντησαν την συνεργασία στην Ευρώπη κάποιοι και αφιερώνω την έκφραση "συρφετός των 27" στους πομπώδεις θιασώτες της ηχηρής σαπουνόφουσκας "δημόσια ευρωπαϊκή σφαίρα". Με αυτή, ως γνωστό, αναφέρονται σε μια θεσμικοκοσμοπλαστική δομή που διαμορφώνει ευράνθρωπους ( γι' αυτό και αντιπαθούν το εθνοκράτος), βλέπουν την ανάδειξη ενός μετα-κρατικού συστήματος των φαντασιώσεών τους (γι' αυτό και αντιπαθούν την πατρίδα τους) και γρήγορα έσπευσαν να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από το φασιστοειδές σχέδιο Αναν ή έσπευσαν στα εξωχρηματοδοτούμενα σεμινάρια πολιτειότητας των κακότυχων κυπρίων.

    Τονίζω όμως και κάτι άλλο: Του ακαδημαϊκούς που το παίζουν ... κινέζοι. Είναι όλοι εκείνοι οι ΜΚΌπληκτοι που περίπου υποστήριζαν ότι θα δημιουργηθεί ένας πλανητικός ακταρμάς περιφερόμενων διεθνικών δρώντων και πως οι αγαθοεργοί αυτοί αλήτες (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου), θα αντέστρεφαν τον ρου της ιστορίας εισάγοντας μας σε ένα θερμοκήπιο άνευρων και ισοπεδωμένων μεταμοντέρνων ατόμων χωρίς ουσίες, νοήματα και ταυτότητα. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει το κεφάλαιο 5 του Κοσμοθεωρία των Εθνών, όπου περιγράφω το μεταμοντέρνο έκτρωμα των μοντερνιστών στο κατώφλι του 21ου αιώνα οι οποίοι ενώνουν τα νήματα όλων των κακών του παρελθόντος: Ηγεμονιστές, υλιστές, Μαρκήσιος ντε Σάντ, σταλινικοκουμμουνιστές, φασιστές, διεθνοφασιστικοφιλελεύθερους, χαρούμενους ΜΚΌπληκτους, επεμβατιστές της μεταψυχροπολεμικής εποχής και ότι άλλο φρούτο παρήγαγε η καταστροφική πορεία του μοντερνισμού από τον 16 αιώνα μέχρι τις μέρες μας.

    Τώρα, μιας και περί περικοπών η κουβέντα, πολύ σοβαρά λέω το εξής: Να αρθεί η μονιμότητα και να κληθούν να ασκήσουν άλλο επάγγελμα όλοι αυτοί οι επιστημονικά μεταμφιεσμένοι που την στιγμή που μιλάμε εισπράττουν παχυλούς μισθούς για να διατυμπανίζουν πως τα διεθνικά εκτρώματα (τα οποία χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων, από τους σόρους, τα σοράκια και τα κοράκια) θα ενώσουν ανθρωπολογικά και πολιτικά τον πλανήτη. Αναφέρω ως παράδειγμα τον κερδοσκόπος Σόρος για παράδειγμα και τους λοιπούς διεθνικούς ομοϊδεάτες του που αποσταθεροποίησαν την Ελλάδα. Και έχουμε να δούμε πολλά ακόμη, δυστυχώς, όπως εύστοχα προειδοποιεί ο εκλεκτός συνάδελφος το μήνυμα του οποίου παραθέτω.

    Τέλος, εθελούσια συνταξιοδότηση θα πρέπει να ζητήσουν και όσοι τις τελευταίες δύο δεκαετίες μας έπρηξαν με νομικίστικες ασυναρτησίες. Ας διαβάσουν τώρα προσεκτικά την απόφαση του ΕΔΑΔ για την Κύπρο. Εμείς πιο ψύχραιμα και ισορροπημένα τονίζαμε την τεράστια σημασία των διεθνών θεσμών, του διεθνούς δικαίου και των Συμβάσεων. Ποτέ δεν πάψαμε να τονίζουμε, όμως, ότι είναι εξαρτημένες μεταβλητές τις ισχύος και πως θα έπρεπε η στρατηγική μας να συμπεριλαμβάνει την αποτρεπτική ισχύ, το ισχυρότερο μέσο άμυνας ενός λαού που είναι το εθνικό φρόνημα και όλα τα άλλα μέσα που επιτρέπου σε ένα εθνοκράτος να επιβιώνει σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.

 

From: Hellenic Professors and PhDs Electronic Forum [mailto:HELLENIC-PROFESSORS-PHDS@HEC.GREECE.ORG] On Behalf Of Nicolas Kaloy
Sent: Sunday, March 21, 2010 5:54 PM
To: HELLENIC-PROFESSORS-PHDS@HEC.GREECE.ORG
Subject:

 

Δελτίον 1330, 22.3.10                                                                                HighTV

Ο ανταποκριτής μας στην Γενεύη Νίκος Καλογερόπουλος μεταδίδει:

Για την διάλυση της Σοβ. Ενώσεως υπεύθυνο ήταν βέβαια το ανεδαφικό κομμουνιστικό σύστημα αλλά, συν Αθηνά, κίνησε και το χεράκι της η Αμερική. Το ίδιο συμβαίνει με την συμβολική ήττα του Ευρώ και της ΕΕ όπου στην αρχική διαμόρφωση του συστήματος υπερίσχυσε η σύγχυση, η βιασύνη και η αλαζονεία της Γερμανίας, αλλά συν Αθηνά, έβαλε και το χεράκι της η Αμερική. Τώρα στην ΕΕ, με έναν παθητικό Πορτογάλο Barroso, έναν ανύπαρκτο Βέλγο Πρόεδρο και μια ασήμαντη Αγγλίδα Υπουργό Εξωτερικών, όλοι προσπαθούν, με χαμένη ελπίδα, να κολλήσουν τα σπασμένα γυαλιά. Η Αμερική θριαμβεύει βλέποντας στο εγγύς μέλλον την διάλυση και της Ευρώπης και του Ευρώ. Η αλαζών Γερμανία, με βοήθεια Ιταλίας, Φινλανδίας και της πάντοτε εχθρικής στην Ελλάδα Ολλανδίας, επιμένει για επέμβαση του ΔΝΤ προς σωτηρία της άμυαλης Ελλάδος και, σε λίγο, Ισπανίας κια λοιπών που περιμένουν στην  ουρά.  Υπάρχει λογική στην θέση της Γερμανίας που θέλει να τιμωρήσει τους βιαστές του Μάαστριχτ το οποίο είναι έργο της. Αλλά υπάρχει λογική και στην Γαλλία που αντιστέκεται για να σώσει τα έπιπλα. Περιέργεια να δούμε τι θα αποφασίσει ο συρφετός των 27 στις 25 Μαρτίου. Το 1976 στο ΔΝΤ είχε καταφύγει και ο γίγας Βρετανία. Αλλά συμβολικώς όλη η ιστορία οδηγεί στην ήττα του Ευρώ που, πράγματι, είναι ήττα της προχειρότητας που ετέθησαν οι βάσεις του. Πολλοί μάγειροι και η σούπα χάλασε, κατά την Αγγλική παροιμία. Δεν γίνεται παντοδύναμη Κεντρική Τράπεζα χωρίς να κατευθύνεται από παντοδύναμο Κεντρικό Όργανο οικονομικής πολιτικής για την Ευρωζώνη. 9, 15 ίσως 20 αύριο κράτη στο Ευρώ, στο ίδιο κρεβάτι, το καθένα προσπαθεί να τραβήξει το πάπλωμα για να καλύψει την πλάτη  του και τα υπόλοιπα οπίσθια. Λάθος συνελήφθη η ΕΕ,  αλλά περισσότερο Λάθος ήταν η σύλληψη του Ευρώ. Πρώτα μαζεύτηκαν συλλήβδην οι 27 και ύστερα ψάχνουν να βρουν τους όρους του παιχνιδιού στον συνωστισμό της συνοικήσεως. Όλα δείχνουν ότι πρέπει τα πράγματα να αρχίσουν από την αρχή. Μεγάλο ακόμη Λάθος ότι δεν επήραν το έτοιμο παράδειγμα που παρουσιάζει η Ελβετία. Θα είναι ατυχία αν χαθούν άδοξα τόσο το Ευρώ όσο και η ΕΕ. Αλλά υπάρχει ελπίς να κυριαρχήσει η Γαλλία.

 

---------------------------------------------

9.3.2010. Εθνοκρατοκεντρικοί θεσμοί

Ζούμε σε μια εποχή γεμάτη μαρτυρίες άμεσου ενδιαφέροντος για την θεωρία διεθνών σχέσεων και ιδιαίτερα για την διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική οικονομία. Όσοι είναι στοιχειωδώς υποψιασμένοι ένα κύριο ζήτημα στις συζητήσεις για το διεθνές σύστημα είναι η διχοτομία μεταξύ μιας χαρούμενης αντίληψης περί διεθνούς πολιτικής (και στην ηγεμονική της μορφή ύπουλη και υπονομευτική) και μια άλλη αντίληψη, την Θουκυδίδεια, που περιγράφει αξιολογικά ελεύθερα και χωρίς αξιολογικές κορώνες την κρατοκεντρική οργάνωση του κόσμου.

    Η δεύτερη, μεταξύ άλλων, απλά περιγράφει μερικές βασικές γήινες παραδοχές. α) Οι κοινωνίες θέλουν ανεξαρτησία, την κερδίζουν και αγωνίζονται να την διαφυλάξουν. β) Η πολιτική, οικονομική, πολιτισμική, νομική και κατ' επέκταση πολιτική ανθρωπολογία συγκροτείται σε εθνοκρατοκεντρικό επίπεδο (όσο μεγαλύερη ανθρωπολογική συνοχή υπάρχει τόσο περισσότερο εύρυθμη είναι μια εθνοκρατική δομή και τόσο πιο ορθολογική). Η πίστη, η νομιμοφροσύνη, οι προσδοκίες και οι ηθικοκανονιστικές παραδοχές συγκροτούνται στο εθνοκρατικό επίπεδο και διασφαλίζεται έτσι ένα νομιμοποιημένο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης. γ) Οι διεθνείς θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές στα εθνοκρατοκεντρικά συμφέροντα (οπότε αν είναι δυνατοί και οι συμμετέχοντες ενεργοί μπορεί και να λειτουργούν σύμφωνα με το καταστατικό τους που δεν μπορεί να αφίσταται των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου) και όταν αυτό δεν συμβαίνει καθίστανται εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. δ) Οι διεθνικοί δρώντες (η περίφημη "παγκοσμιοποίηση" του κάθε χαρούμενου διεθνιστή ή κοσμοπολίτη, είναι ανεξάρτητες μεταβλητές ή εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Ο Σόρος, για παράδειγμα, είναι είτε σύμμαχος-συνεταίρος των αμερικανικών συμφερόντων ή ανεξάρτητος δρών ΜΚΟ που δρα, ιδιοτελώς, εις βάρος της διεθνούς νομιμότητας, εις βάρος των ορθολογικών αποφάσεων και εις βάρος, γιατί όχι, και των ισχυρών κρατών.

    Η πρώτη αντίληψη, διακλαδώνεται σε δύο αλληλένδετα και συχνά επικαλυπτόμενα πεδία. Εάν δεν είναι ηγεμονικά εμπνευσμένη -ευνοούν την αποδυνάμωση της κυριαρχίας των λιγότερο ισχυρών εθνοκρατών για να μπορούν έτσι να διεισδύουν άνομα και καταχρηστικά εξυπηρετώντας τα καταχρηστικά τους συμφέροντα ανισομερώς και ανισόρροπα- αφορά όλο εκείνο το φάσμα των ασχέτων, των μπερδεμένων και ΜΚΌπληκτων που πιστεύουν ότι η κατεδάφιση της εθνοκρατικής ανθρωπολογίας και η ενθάρρυνση της ασυσοσίας του κάθε αλήτη (με την αρχαιοελληνικη έννοια του όρου) των σκοτεινών διεθνικών παρασκηνίων, ... θα ενώσει τον κόσμο. Έτσι γράφουν βιβλία για τους ΜΚΟ ως και να πρόκειται για μια νέα παγκόσμια κοινωνικοπολιτική δομή νομιμοποιημένων διανεμητικών προεκτάσεων, κατά περίπτωση μισούν, υποτιμούν ή και εχθρεύονται ποικιλοτρόπως κάθε εθνοκρατική παραδοχή και αδιακρίτως την αποδυναμώνουν. Αυτό πράττοντας, ενσυνείδητα, ανεπίγνωστα ή λόγω βλακείας ενθαρρύνουν δύο πράγματα: Τα άπληστα εφήμερα ηγεμονικά συμφέροντα (θυμηθείτε την θηριώδη ορμή των ηγεμονικών υπηρεσιών να καταργήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία το 2004 και ποιοι τους ενθάρρυναν οίκοι) και το χάος στις διακρατικές και ενδοκρατικές σχέσεις.

    Το χάος αυτό στην ύστερη κρίση που τρύπησε την τσέπη του ελληνικού οικογενειακού μέσου εισοδήματος ανήκει σε αμφότερες κατηγορίες: Ιδιοτελείς διεθνικοί κερδοσκόπου ως έξοχα βρικολακιασμένα και βαρβαρικά όντα που είναι (κάθε εξωπολιτικό ον που δεν ελέγχεται κοινωνικοπολιτικά είναι βαρβαρικό) αδράχνουν κάθε ευκαιρία για να ρουφήξουν το αίμα όποιου κυκλοφορεί το βράδυ και όταν λάχει αυτό πράττοντας συνωμοτούν με κυβερνήσεις, αλήτες (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρους) αυτονομημένους γραφειοκράτες και ηγεμονικά κράτη για να εκπληρώσουν τους εφήμερους και καταστροφικούς ιδιοτελείς σκοπούς τους.

 

Αυτά συζητούνται σε άπειρα κείμενα διεθνών σχέσεων και διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Αυτό που θέλω να τονίσω εδώ είναι ότι τώρα που προκλήθηκε χάος τα κράτη τρέχουν να δημιουργήσουν πυροσβεστικά εθνοκρατοκεντρικούς θεσμούς διεθνούς πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Τι γίνεται όμως με με τις αναρίθμητες επιστημονικά μεταμφιεσμένες "εξαρτημένες μεταβλητές τις ισχύος"  και τους αφελείς διεθνιστικοΜΚΟόπληκτους που αφού έχουν τίτλους και ρόλους θα συνεχίσουν να ροκανίζουν τον ενδοκρατικό και διακρατικό ορθολογισμό!! Λογικά και περιγραφικά μιλώ. Μακριά από εμένα η ιδεολογικοποίηση των συζητήσεων. Και η λογική λέει ότι όποιος δεν κατανοεί ή είναι τυφλός και δεν βλέπει τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα είναι κοινωνικοπρακτικά επικίνδυνος. Και εδώ στην Ελλάδα δεν λείπουν τέτοιοι είδους επικίνδυνα όντα.

 

Ο καθείς, μπορεί να διαβάσει το κεφάλαιο 6 (και τα υπόλοιπα ασφαλώς αν θέλει) του Κοσμοθεωρία των Εθνών που συχνά αναφέρω πλέον για να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους αργούμε να λειτουργήσουμε ορθολογιστικά. Το ζήτημα όταν είσαι ακαδημαϊκός είναι να μπορείς να επικαλείσαι τα κείμενά σου. Το αντίστροφο είναι αξιοθρήνητο. Είναι επίσης κατάπτυστο όταν ένας επιστήμονας κάνει χοντρά λάθη και στην συνέχεια με ελαφρά πηδηματάκια απομακρύνεται συνεχίζοντας το αποκρουστικό έργο της ρύπανσης του ενδοκρατικού και διακρατικού ορθολογισμού. Γιατί όπως επιχειρηματολόγησα στο Κοσμοθεωρία των Εθνών τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά: Οι διανοούμενοι μπορεί ανεπίγνωστα  και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις να ευθύνονται για εκατόμβες.

 

----------------------------------------------------------

Owen Mathews, The Army is Beaten, Newsweek, 5.3.2010

http://www.newsweek.com/id/234573, αναρτημένο και στην διεύθυνση http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/03/blog-post_2017.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29

 

Σημ. Η συντρέχουσα οικονομική κρίση δεν είναι άσχετη με τα πολιτικοστρατηγικά της Ελλάδας, ιδίως τα επερχόμενα και προαναγγελθέντα λόγω της απίστευτης διπλωματικής μωρίας της τελευταίας δεκαετίας. Το δημοσιογραφικό άρθρο που ακολουθεί μπορεί να μην είναι ακαδημαϊκό αλλά αν  μην στην πλάστιγγα των αναλύσεων όπου στον ένα δίσκο βάλουμε τις "δημοσιογραφικές" εκτιμήσεις και στον άλλο δίσκο μέσα στον οποίο "συνωστίζονται" μυριάδες καλοπληρωμένες μεταμοντέρνες ελληνικές "ακαδημαϊκές" αναλύσεις, ο καθείς μπορεί να δει που γέρνει η πλάστιγγα. Το ζήτημα εδώ δεν είναι η "επιστημονικότητα" (είναι ένα σοβαρό ζήτημα το που θα την βρεις πλέον ...) αλλά η ικανότητα των ανθρώπων να διακρίνουν το άσπρο από το μαύρο και αν δεν μπορούν να κατανοήσεις τα αίτια της στραβωμάρας. Το ότι ο αρθρογράφος κατάλαβε ότι  "a more Islamic Turkey. More democracy, then, doesn't necessarily lead to more liberalism, either" λέει ότι ο άνθρωπος έχει τα μάτια του ανοικτά και όχι κλειστά και τα αυτιά βουλωμένα. Δύσκολο βέβαια να καταλάβουν ότι "a more Islamic Turkey. More democracy, then, doesn't necessarily lead to more liberalism, either" όσοι συνωστίζονται μέσα στο δεξιοαριστεροαναρχομεταμοντέρνο χυλό. Αυτός ο χυλός, για να παραφράσω τον Κονδύλη, χορταίνει αλλά δεν θρέφει. Όσον για την διαφορά μεταξύ δημοκρατίας και έμμεσης αντιπροσώπευσης που ... δεν πολεμά, την έχω αναπτύξει νομίζω επαρκώς σε πολλά έργα μου και ιδίως στο τελευταίο μου έργο Κοσμοθεωρία των Εθνών, Συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου.


Why the U.S. should hail the Islamists.
Published Mar 5, 2010
The political logic should be simple. The arrest of a shadowy group of generals for allegedly plotting a bloody coup should be a victory for justice. The end of military meddling in politics should be a victory for democracy. And greater democracy should make a country more liberal and more pro-European.
Except that in Turkey, political logic doesn't always follow simple patterns. Yes, last week's arrests of dozens of Army officers on charges of plotting bombings and murders are a win for civilian prosecutors over the once untouchable military. More important, the arrests also mark the quiet demise of the military as a decisive force in Turkish politics for the first time in centuries. That's a vital step in Turkey's road to becoming a mature democracy.
But the paradox is that a more democratic Turkey doesn't necessarily mean one that is more pro-European or more pro-American. And with the last major obstacle to the ruling AK Party's power gone, Turkey's conservative prime minister, Recep Tayyip Erdogan, will be free to implement his vision of a more Islamic Turkey. More democracy, then, doesn't necessarily lead to more liberalism, either.
The first victim of the new order may be Europe. Ever since they came to power in 2002, AK Party leaders have used EU membership as a shield to defend their reform programs against attacks from ultrasecularists in the military and the judiciary. Notionally, the military was in favor of joining Europe, so the AK Party railroaded through most of its most radical changes under the EU's banner. Downscaling the powers of the military-dominated National Security Council, banning the death penalty, scrapping some restrictions on free speech, allowing Kurdish language rights—all were in the Copenhagen criteria set by the EU. But now that the AK Party's main rival, the military, has been shown to be a paper tiger, there's not much utility for Erdogan & Co. in pushing the European project any further.
That's terrible timing for Europe. Support within the EU for further expansion is fading fast. A looming crisis over Cyprus threatens to create further animosity on both sides as EU members Greece and Greek Cyprus threaten to block Ankara's accession bid. Add to that various tin-eared EU initiatives, like trying to get the conservative Turks to allow gay marriage, and you have a recipe for trouble. Turks are also angry because of the EU's many unfulfilled promises over opening Cyprus's ports to international trade. The AK Party's win over the Army could well prove to be the EU's serious loss.
It also raises a tough question for Washington: does the U.S. want Middle East allies who are less democratic but more friendly, or more democratic but more hostile to America? During the Cold War, when the military was in charge, Turkey fell into the first camp. Now it makes sense for Washington to choose democracy—even if the outcomes aren't, as George W. Bush found in Iraq, always pro-Western. Cutting the Army's dead hand from politics will allow Turkey to define secularism democratically and to deal openly with issues like the demands of the Kurdish minority for autonomy. That choice should be particularly easy now, as evidence presented by Turkish prosecutors suggest that the self-declared guardians of Turkey's secular order plotted heinous crimes in order to destabilize the AK Party, possibly including the bombing of the British Consulate in Istanbul in 2003.
If Turkey becomes more anti-Western, that's probably inevitable. A storm of popular anger is brewing over the EU's undeclared rejection of Turkish membership, even as the accession process continues, and over moves in the U.S. Congress to recognize the massacres of Ottoman Armenians in 1915 as a genocide. If the vote goes ahead, expect Turks to retaliate, perhaps by refusing to support U.S. sanctions against Iran in the U.N. Security Council.
Turks have made it clear repeatedly at the ballot box that they endorse the AK Party's vision of a less-rigorously secular country. Ordinary Turks aren't huge fans of the U.S., either. But it's also clear that Turkey under the AK Party will remain a Western ally, and NATO will remain Ankara's most important strategic partner. How do we know? The AK Party says so, and it has no real options. There's no rival alliance, not with Iran, the Arab world, or Russia, which could possibly rival the clout Turkey has, with the second-largest Army in NATO. In the short term, Turkey will likely sour on the EU and have a loud row with the U.S. over Armenia. In the long term, the downfall of the Army will make Turkey a stronger democracy and a more stable and mature partner. So the world would be wise to side with the AK Party, not seek a return of the discredited generals.
Newsweek

--------------------------------------

4.3.2010. Scripta Manent: Αναλύσεις, εκτιμήσεις και θέσεις περί ΟΝΕ.

 

«Τι δουλειά κάνετε» με ρώτησε πριν μερικά χρόνια ένας υπάλληλος του ΟΤΕ Γλυφάδας όταν επισκέφτηκα ένα κατάστημα για ένα αίτημά μου που έπρεπε να συμπληρώσω έντυπο. Πρέπει να καταγόταν από κάποιο ορεινό χωριό όπου συνηθίζουν, οι καλοί άνθρωποι που ζουν εκεί να συνομιλούν φωνάζοντας από το ένα μακρινό σπίτι στο άλλο. «καθηγητής πανεπιστήμιου …..» του σιγοψιθύρισα εγώ για να μην με ακούσει ο διπλανός μου. Τώρα τι; Να μεγαλοπιανόμαστε για κάτι τίτλους και αξιώματα που στις μέρες μας θα μπορούσαν ελάχιστο επιστημονικό αντίκρισμα έχουν. Ο μουστακαλής υπάλληλος με αγριοκοιτάζει και φωνάζει τόσο δυνατά που τον άκουσαν τουλάχιστον 50 περίπου άτομα που βρίσκονταν στο κατάστημα εκείνη την στιγμή αλλά και κάποιοι που περνούσαν στον απέναντί δρόμο: «Καλά το λέτε ψιθυριστά … Φωνάξτε το να σας ακούσουν όλοι, τιμή σας είναι. Αν ήμουνα εγώ θα κρατούσα ντουντούκα να το φωνάζω …». Κοκκίνισα και μουρμούρισα ότι προτιμώ να δηλώνω ψαράς. Αλλά τι να κάνουμε, αφού πρέπει να μην λέω ψέματα για το επάγγελμά μου στα επίσημα χαρτιά, ας γράψει αυτό που λένε τα υπόλοιπα έγγραφά μου. Εξάλλου, τι σημασία έχει. Στην Ελλάδα δηλώνεις ότι είσαι. Επαναπατρισθείς πριν δύο δεκαετίες στην υπηρεσία εκδόσεως ταυτοτήτων με ρώτησαν τι επάγγελμα κάνω. Τους είπα καθηγητής πανεπιστημίου (επίκουρος καθηγητής διορίστηκα για πρώτη φορά) και χωρίς κανένα έλεγχο το έγραψαν. Μπορούσα να είμαι οτιδήποτε, αλλά, αυτό τους είπα αυτό έγραψαν.  

            Τυγχάνει να ανήκω σε εκείνη την κατηγορία των πανεπιστημιακών που πρεσβεύει ότι τιμή των ακαδημαϊκών είναι τα κείμενά τους. Τιμή επίσης είναι να παραδέχεσαι τα επιστημονικά σφάλματα, ελλείμματα και παραλείψεις. Ατιμία είναι το αντίστροφο. Και αν οι επιστημονικά ατιμασμένοι ακαδημαϊκοί αποκαλύπτονταν και ελέγχονταν σε όλη την Ευρώπη θα είχαμε πολύ λιγότερους πανεπιστημιακούς, πολύ καλύτερη ανώτατη παιδεία, πολύ καλύτερη μόρφωση, πολύ καλύτερους επαγγελματίες, πολύ πιο ορθολογιστικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Πάνε όμως εκείνοι οι καιροί που «απόφοιτος πανεπιστημίου» σήμαινε ευρυμάθεια, άριστη θεωρητική γνώση, άριστη στοχαστική διαμόρφωση, άριστες εξειδικευμένες γνώσεις συνδεδεμένες με την θεωρία. Για να έχουμε τέτοιους απόφοιτους πανεπιστημίων, όμως, εκτός του ότι απαιτείται να έχουμε από άλλου είδους πανεπιστημιακούς θεσμούς από αυτούς που έχουμε (δεν μιλώ μόνο για την Ελλάδα γιατί η παρακμή είναι ευρύτερη), απαιτείται να ανακαλύψουμε ξανά αυτό που παλιά σήμαινε η λέξη «Ακαδημαϊκός». Σήμαινε προνομιούχους λειτουργούς που είναι οι ίδιοι ευρυμαθείς και σφαιρικά θεωρητικά καταρτισμένοι, πανεπιστημιακούς δάσκαλους που με ευελιξία και αυτοπεποίθηση κινούνται από το γενικό προς το ειδικό και αντίστροφα, ασκητικούς ερευνητές που μοχθούν να θεμελιώσουν και ακαδημαϊκούς δασκάλους που θεωρούν την επιστημονική χειραφέτηση αυτονόητη. Επίσης, σήμαινε αξιολογικά ελεύθερους στοχαστές που σέβονται την λογική των φοιτητών και των αναγνωστών και που πληρούν πάγια κριτήρια ακαδημαϊκής δεοντολογίας και αντικειμενικότητας.

Τα πανεπιστήμια θα καθίστανται ολοένα και περισσότερο βιομηχανίες αγραμμάτων ή και χειρότερα βιομηχανία φανατισμένων και προκατειλημμένων εάν οι δάσκαλοι που εκεί διδάσκουν ως κύριο προσόν την επιδέξια μεταμφίεση της αμάθειάς τους. Η παρακμή της ακριβοπληρωμένης ανώτατης εκπαίδευσης αφού πρώτα διαφθείρει στοχαστικά τους φοιτητές διαχέεται σε όλο το σύστημα. Διασφαλίζει επίσης ασυλία στον επιστημονικά μεταμφιεσμένο κοινωνικοπολιτικό παρασιτισμό και στην δημιουργία απυρόβλητων βιομηχανιών κοινωνικού και πολιτικού ανορθολογισμού. Αυτά ισχύουν όταν θεωρείται επιστημονική κατάρτιση κάποιο ανούσιο και ασήμαντο αναμάσημα τετριμμένων και ξεπερασμένων ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων και όταν ο ιδεολογικός ομοϊδεατισμός καθίσταται κριτήριο διορισμών και εξελίξεων. Ακόμη πιο σημαντικό και το κυριότερο, παρακμή έχουμε όταν ανθίζει η πολιτική θεολογία. Η ανίερη δηλαδή ασέβεια επιστημονικά μεταμφιεσμένων προπαγανδιστών οι οποίοι περιφρονούν την ανθρώπινη οντολογία αναζητώντας κοσμοπλαστικά ιδεολογήματα διαμόρφωσης των πολιτών μιας χώρας ή και του πλανήτη ολόκληρου. Επιλεκτική και σχολαστική εξέταση του δέντρου ως και να μην υπάρχει δάσος στο οποίο ανήκει. Παράκαμψη των μεγάλων ανθρωπολογικών ζητημάτων για να ευνοηθούν επίπλαστες θεσμικές κατασκευές δημοκρατικά ελλειμματικές και για να εκμηδενίσουν κάθε αξίωση δημοκρατικού ελέγχου των κατά τα άλλα εντολοδόχων εξουσιών.

Εάν και όταν οι μονόφθαλμοι, οι ιδεολογικά εθελοτυφλούντες και οι ιδεολογικά προκατειλημμένοι αυξηθούν λογικό είναι να αποθρασύνονται. Ακόμη και όταν ξεστομίζουν ασυνάρτητες αστειότητες, αδιάντροπα με προπέτεια χιλίων πιθήκων σείουν επιδεικτικά ακαδημαϊκούς τίτλους ως τεκμήριο εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Αντί να διαδίδουν την γνώση πωλούν γνώση. Λογικά, πλέον, συνομοταξίες επιδερμικά καταρτισμένων απαιτούν διορισμούς αδιακρίτως, αναζητούν τον μπάρμπα στην Κορώνη που θα τους ντύσει άμφια που δεν τους ανήκουν, τρέχουν σε πολιτικούς και ιδεολογικούς φίλους να τους βοηθήσουν και εκλιπαρούν και γλύφουν υποσχόμενοι πως την επόμενη φορά θα καλυτερέψουν (για να το ξεχάσουν την επομένη). Ακόμη πιο σημαντικό και σύνηθες, κορδωμένα επικαλούνται τον «πλουραλισμό των ιδεών» για να καλύψουν την επιστημονική ένδεια και για να αξιώσουν δικαίωμα έκφρασης χαμηλής ποιότητας και ατεκμηρίωτων γνωμών. Το τελευταίο είναι μια καθιερωμένη πλέον παρακμιακή στάση που θρέφει τον παρασιτισμό, την αδιαφορία για την χειραφετημένη και θεμελιωμένη ανάλυση και την περιφρόνηση για την πρωτοτυπία και τις υψηλές επιστημονικές βαθμίδες. Επικρατεί η επιστημονικά άτιμη λογική «γράφω και λέω ότι θέλω γιατί αυτό είναι πλουραλιστικό», αντί της επιστημονικά τίμιας αλλά υψηλών απαιτήσεων λογικής «σε μια σοβαρή συζήτηση ακούονται διαφορετικές θέσεις πλην όμως αλλά απαιτείται να είναι υψηλών επιστημονικών βαθμίδων, θεμελιωμένες, χειραφετημένες, πρωτότυπες και τεκμηριωμένες».

Σε επιστημονικούς χώρους όπου δεν επικράτησε πλήρως η υποκρισία και ο απόλυτος παρασιτισμός, όλα αυτά τα συζητάμε, όταν λάχει. Πριν λίγο καιρό, μάλιστα, σε συνέδριο στο Βερολίνο, τα συζητούσα και με ξένους συναδέλφους που πολύ εκτιμώ για την βαθύτητα των στοχασμών τους και την ευρυμάθειά τους. Τα λέω και συχνά στις συνομιλίες μου εδώ και δύο δεκαετίες στην Ελλάδα όπου και να βρίσκομαι. Και ακούς: «Δεν θα αλλάξουμε την Ελλάδα εμείς», «η Α ή Β σκοπιμότητα απαιτεί να κλείσουμε τα μάτια και το στόμα», «δεν μπορώ να παίρνω κόστος εγώ και να έχω απαιτήσεις όταν κανείς δεν νοιάζεται και όταν ούτως ή άλλως “τα κουκιά μετρούν”», «μα είναι υιός ή προστατευμένος τούτου ή του άλλου», «άστα τώρα, δεν βλέπεις τους φοιτητές ένα χαρτί να πάρουν θέλουν και ότι και να τους πούνε δεν θα καταλάβουν», κτλ.

Το καλύτερο πάντως μου το είπε εκλεκτός συνάδελφος πριν μερικά χρόνια: «Αν είναι να ζητούμε από τους άλλους αυτό που κάποιοι από εμάς θεωρούμε αυτονόητο για τους εαυτούς μας, δηλαδή ασκητική επιστημονική δουλειά και βάσανο τεκμηριώσεων, θα πρέπει να τους κόψουμε όλους. Ήφαιστε: τέτοια πράγματα είναι πλέον η εξαίρεση και ο αμαθής παρασιτισμός η εξαίρεση. Το πανεπιστήμιο είναι βιομηχανία διπλωμάτων άνευ αντικρίσματος και χώρος ιδεολογικοπολιτικής εκτόνωσης κάποιων. Άστα ρε Ήφαιστε, μην το βασανίζεις για να μην σε πούνε και γραφικό. Μου ζητάς θεωρητική κατάρτιση, βαθειά γνώση, ευρυμάθεια, τεκμηριώσεις και αξιολογική ελευθερία. Που ζεις!! (και τέλειωσε): Δεν βλέπεις πως είναι πολλοί νέοι επιστήμονες σήμερα. Δεν έχουν μπέσα. Δεν διαβάζουν, δεν ενδιαφέρονται για ουσίες και νοήματα. Δεν ερευνούν, δεν μιλούν χειραφετημένα, δεν έχουν τεκμηριωμένη άποψη, δεν τους αρέσει άμα τους πεις να λιώσουν παντελόνια στις καρέκλες όπως κάποιοι από εμάς κάνουμε αν και πρωτοβάθμιοι. Τους λες να μελετήσουν το ένα χιλιοστό από ότι εμείς για να γράψουν ένα κείμενο και δυσφορούν, τους λες να μιλήσουν τεκμηριωμένα και χειραφετημένα και προτιμούν το αναμάσημα τετριμμένων δευτερογενών πηγών και τους λες να εμβαθύνουν χειραφετημένα την θεωρία και σε στραβοκοιτάζουν με αμηχανία γιατί αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο σημαίνει ασκητική δουλειά, κόπο και μόχθο. … ». Τι να κάνουν τους τίτλους, όμως, ανταπάντησα. Κολάρο είναι, βαρύ και ασήκωτο. Και τέλειωσα την συνομιλία μου με τον εκλεκτό φίλο παρατηρώντας ότι στην γνωστή ρήση «to be or not to be» πολλοί απαντούν «not to be», ή, ακόμη χειρότερα «to be» όπως πολλοί άλλοι, δηλαδή σέρνοντας το σαρκίο, γλύφοντας, εκλιπαρώντας και αναρριχόμενοι και κουβαλώντας την αναξιοπρέπεια μέσα στην ψυχή. Μπας όμως και έχουμε λάθος, του είπα. Μακάρι. Μια σκέψη ήταν, λίγο απαιτητική. Και έκλεισα το τηλέφωνο.        

Αντικειμενικά όλα αυτά, έχουν κάποια σημασία για όσους έχουν μάτια και λίγη τιμή να μην ψεύδονται κρυμμένοι μέσα σε απυρόβλητα ακαδημαϊκής, δήθεν ανεξαρτησίας. Εμείς λοιπόν ταπεινά και ως πρέπει να γίνεται, επικαλούμαστε τα γραπτά μας για να ελέγξουμε την κοινωνικοπρακτική αξία και την επιστημονική ορθότητα των αναλύσεών μας και των θεωριών μας. Όταν κάνουμε σφάλματα όπως προείπαμε κανένα πρόβλημα δεν έχουμε να το παραδεχθούμε (και μερικές φορές το κάναμε). Το ίδιο θα πρέπει να κάνουν όλοι, ή όσοι έχουν (ακαδημαϊκή) τιμή και όσοι τηρούν στοιχειώδεις έστω κώδικες επιστημονικής δεοντολογίας.

Παραθέτω εδώ λοιπόν μερικές παραγράφους παλαιότερων αναλύσεών μου για τη ΕΕ, την ΟΝΕ και τις πολιτικοστρατηγικές παραμέτρους που προσδιόρισαν την μεταψυχροπολεμική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο καθείς μπορεί και πρέπει να παραθέτει τις δικές του καθότι αυτό επιτάσσει η ανάγκη επιστημονικών ελέγχων. Υπάρχουν πολλές άλλες ανάλογες δικές μου αναλύσεις σε παλαιότερα αγγλικά και ελληνικά μου βιβλία. Η πιο συμπυκνωμένη και περιεκτική, πάντως, θεωρώ ότι είναι το έκτο κεφάλαιο του Κοσμοθεωρία των Εθνών, Συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του Κόσμου. Σημειώνω τέλος ότι τα κείμενα που παραθέτω εδώ πάρθηκαν από τα αντίστοιχα βιβλία πριν τύχουν φιλολογικής και ορθογραφικής επεξεργασίας.

 

Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων και η ΟΝΕ

Από το βιβλίο Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία (Εκδόσεις Ποιότητα, 1999),

Σελ. 280-285

«…. Εάν κάποιος ανιχνεύσει συγκεκριμένες ενέργειες στο πιο πάνω πλέγμα στρατηγικών κινήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών θα εξακριβώσει ότι οι ΗΠΑ, ως εκ της σχετικής τους θέσης στους συσχετισμούς ισχύος, είχαν την ικανότητα να ενεργοποιήσουν όλους τους αναγκαίους συντελεστές ισχύος την κατάλληλη στιγμή για να επιφέρουν με αποτελεσματικότητα πολιτικά αποτελέσματα[1]. Ουσιαστικά, είχαν σχεδόν πλήρη έλεγχο των πρωτοβουλιών και των εξελίξεων[2]. Η στρατηγική των ΗΠΑ, αντίθετα με αυτή των Ευρωπαίων (ως κράτη ή ως συλλογικός θεσμός)[3], είχε στόχους στο βάθος του ορίζοντα και πλήρη όραση και εποπτεία των εναλλακτικών επιλογών. Κατά την διάρκεια της περιόδου 1989-1991, και στην συνέχεια καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι ΗΠΑ, υιοθετούσαν συγκροτημένες και σφαιρικές προσεγγίσεις εκπλήρωσης των εθνικών στρατηγικών επιδιώξεων, τις οποίες ακολουθούσαν με διαχρονική συνέπεια που επιβίωσε κυβερνητικών αλλαγών ή αλλαγών κυβερνήσεων στην Ουάσινγκτον[4]. Την ίδια ακριβώς εποχή που, όπως ήδη αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Γάλλος Πρόεδρος και η Βρετανίδα Πρωθυπουργός επεξεργάζονταν τρόπους παρεμπόδισης της Γερμανικής επανένωσης και εξισορρόπησης μιας πιθανής ενωμένης Γερμανίας, ο Αμερικανός Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών Baker ανέλαβαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν στην εκπλήρωση των πιο πάνω επιδιώξεων αρχής γενομένης από τον μετασχηματισμό της Ατλαντικής Συμμαχίας. Στην σημαντικότερη ίσως σύνοδο της Ατλαντικής Συμμαχίας στο Λονδίνο τον Ιούλιο 1990, όπου ουσιαστικά μεθοδεύτηκε η μετάβαση από την εποχή του ψυχρού πολέμου στην μεταψυχροπολεμική εποχή, οι ΗΠΑ είχαν την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο Υπουργός Εξωτερικών Baker, με συστηματικότητα, προώθησε τις αλλαγές στην πιο κάτω βάση[5]: 1) Υποστήριξε την αναβάθμιση του πολιτικού περιεχομένου της Συμμαχίας. 2) Έκανε πρόταση για κοινή δήλωση με τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας ότι "δεν είναι πλέον εχθροί". 3) Πρότεινε σύναψη διπλωματικών σχέσεων των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας με το ΝΑΤΟ. 4) Εισηγήθηκε έναρξη διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας του Helsinski για να διερευνηθούν προσεγγίσεις για μια πιο ενωμένη Ευρώπη.

 

Η στάση της Γαλλίας ως προς τα διλήμματα που τέθηκαν πιο πάνω διακυμάνθηκαν. Ακόμη, οι διακυμάνσεις αυτές έκαναν σαφή την ύπαρξη θεμελιωδών διαφορών στους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς μεταξύ των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και τα διλήμματα ασφαλείας που ένα έκαστο αντιμετωπίζει πίσω από τις ωραιοποιημένες διακηρύξεις.  Σε πρώτη φάση, όπως έγινε ήδη αντιληπτό, η Γαλλία – όπως και τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη - αντιμετώπισε τις ραγδαίες μεταλλαγές του διεθνούς συστήματος με αμηχανία και κάπως σπασμωδικά[6]. Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν να λειτουργήσει εξισορροπητικά αλλά χωρίς να είναι σίγουρο εάν ακολουθούσε συγκεκριμένη στρατηγική ή αντιδρούσε στα γεγονότα όπως επέρχονται. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Πρόεδρος Μιτεράν τον Νοέμβριο 1989: «Η επανένωση θέτει τόσα πολλά προβλήματα ώστε να διαμορφώνω θέση και άποψη όπως τα γεγονότα θα επέρχονται» [7]. Η στάση της Γαλλίας, καθώς επίσης και οι σχέσεις του Παρισιού με την Ατλαντική Συμμαχία διακυμάνθηκαν με ανάλογο και αντίστοιχο τρόπο, ενώ δεν σταθεροποιήθηκαν παρά μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε και παρατηρείται, όπως θα δούμε πιο κάτω, η σημαντικότερη στροφή της Γαλλικής διπλωματίας μετά τον Ντε Γκώλ.

 

Η συμπεριφορά της Γαλλίας την περίοδο 1989 - 1992 ως προς την Ευρωπαϊκή θεσμική και πολιτική αρχιτεκτονική και σε αναφορά με τις συντρέχουσες διεθνείς αλλαγές βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το Γερμανικό ζήτημα καθώς και με τις Αμερικανικές διπλωματικές πρωτοβουλίες. Όπως έγινε σαφές στο προηγούμενο κεφάλαιο, η Γαλλία αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ εξισορρόπησης και ολοκλήρωσης. Η εξισορρόπηση, όμως εμπεριείχε όλους τους κινδύνους έναρξης ενός φαύλου κύκλου αποσταθεροποιητικών ανταγωνισμών[8]. Η ολοκλήρωση, από την άλλη πλευρά, ήταν εμφανώς μια σπασμωδική κίνηση ανάγκης η οποία δεν βρισκόταν σε αρμονία με την παραδοσιακή συντηρητική αντιμετώπιση της διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την Γαλλία[9]. Δεν είχε, επίσης, τύχει σχολαστικής μελέτης και προετοιμασίας όπως αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις[10]. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά των στρατηγικών προσανατολισμών της Γαλλίας και της Βρετανίας έγινε σαφής στα πρώτα στάδια αντιμετώπισης των αλλαγών.

 

Αμφότερα τα κράτη άρχισαν μια εξισορροπητική πολιτική. Η Βρετανία υιοθέτησε την κλασική προσέγγιση ενίσχυσης της Ατλαντικής Συμμαχίας ενώ, ανεπιτυχώς (τουλάχιστον στην πρώτη φάση), προσπάθησε να συμπαρασύρει και την Γαλλία προς αυτή την κατεύθυνση. Το Παρίσι, από την άλλη πλευρά, προσπάθησε να ακολουθήσει στρατηγική εξισορρόπησης μέσο Ρωσίας[11]. Όταν απέτυχε, απέκλινε στο "γνωστό καταφύγιο", δηλαδή την έντρομη έναρξη πρωτοβουλιών που αποβλέπουν στην σφυρηλάτηση της "Γερμανίας της Ευρώπης", δηλαδή την εμβάθυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, την ενσωμάτωση των Γερμανικών επιλογών στην διαδικασία ολοκλήρωσης με σκοπό να «ελέγχονται» και την σύσφιγξη των σχέσεών της με την Βόννη.[12]. Εάν κάποιος συγκρίνει με προσοχή την συμπεριφορά της Γαλλίας την δεκαετία του 1950 και 1960 που περιγράψαμε πιο πάνω στο τρίτο κεφάλαιο, θα διαπιστώσει πολλές ομοιότητες, ιδιαίτερα ως προς την επιθυμία των Γάλλων ηγετών, πρώτο, να δημιουργούν πολλούς υπερεθνικούς περιορισμούς στην Γερμανία χωρίς αυτοί να ισχύουν στην πράξη γι' αυτούς[13] και δεύτερο να επιδιώκουν ποικίλες διαδικασίες ελέγχου της Γερμανίας μακράς διάρκειας και μεγάλης εμβέλειας[14]. Όπως παρατηρεί ο Robert Art, τόσο την δεκαετία του 1950 όσο και την δεκαετία του 1990 έγιναν τα μεγαλύτερα άλματα στην διαδικασία Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. "Σ' αμφότερες τις περιπτώσεις, ο φόβος της Γερμανίας ώθησε την Γαλλία στην νομισματική και πολιτική ενοποίηση"[15].

 

Τον Δεκέμβριο 1989, σε πρώτη φάση, διαπραγματεύτηκε με τον Καγκελάριο Κόλ την υιοθέτηση του στόχου της Νομισματικής Ενοποίησης. Ανέκαθεν[16], το  πρόβλημα της Γαλλίας ήταν ότι η Γερμανική κεντρική τράπεζα ήταν σε θέση, στηριζόμενη στην ισχύ του Γερμανικού Μάρκου[17]. Στην συνάντηση κορυφής του Στρασβούργου τον Δεκέμβριο 1989 ο Καγκελάριος Κόλ συναίνεσε και "ο Πρόεδρος Μιτεράν απρόθυμα προσχώρησε στους υπόλοιπους αρχηγούς κρατών αποδεχόμενος την επανένωση"[18]. Η Γαλλία, σε αδυναμία ή δυσκολία να εξισορροπήσει την Γερμανία υιοθετεί τακτική λιγότερο ισχυρού κράτους με προώθηση θεσμικών και οικονομικών δεσμεύσεων με στόχο να αυξήσει τις δυνατότητές της να επηρεάσει την κατανομή συμφερόντων στην διαδικασία ολοκλήρωσης[19]. Η ΟΝΕ, εν ολίγοις, ήταν προϊόν βεβιασμένων ενεργειών υπό το κράτος σπασμωδικών εξισορροπητικών διαδικασιών και φόβου για μακρόχρονες ανακατανομές ισχύος των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης[20]. Το παράδοξο και ταυτόχρονα αντιφατικό, βεβαίως, είναι ότι, ενώ η ΟΝΕ αποτελεί αφ’ εαυτού πολιτική μεγάλης εμβέλειας στο πλαίσιο της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης - επειδή ακριβώς ήταν βεβιασμένη και σπασμωδική ενέργεια - δεν εντάχθηκε στο πλαίσιο ενός σταθερού, σφαιρικού και συμπεφωνημένου σχεδίου πολιτικής ανάπτυξης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Αυτή η παρατήρηση, βεβαίως, δεν προδικάζει επιφυλάξεις για το κατά πόσο η Πολιτική Ένωση μεταξύ ανομοιογενών και ετερογενών κοινωνικών είναι εφικτή πέραν των καταναλωτικών και εμπορικών θεμάτων, ή για το κατά πόσον είναι εφικτή στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης από την οποία έχει αφαιρεθεί η διάσταση του «κοινοτισμού»[21]. Η ουσία είναι ότι, λήφθηκαν αποφάσεις μεγάλης πολιτικής και θεσμικής εμβέλειας χωρίς να προϋπάρξουν οι αναγκαίες πολιτικές ή κοινωνικές συγκλίσεις. Ακόμη πιο σημαντικό, τα κίνητρα και τα κριτήρια των Γάλλων ηγετών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο δεν ήταν η ολοκλήρωση αλλά η άσκηση ελέγχου λόγου φόβου δυσμενών ανακατανομών ισχύος που προέκυπταν από την «ξαφνική» επανένωση της Γερμανίας. Ενώ όπως αναφέρθηκε, λίγα χρόνια πριν κανείς δεν προέβλεπε την επανένωση της Γερμανίας και ενώ – όπως έδειξε η ανάλυση του πέμπτου κεφαλαίου, πιο πάνω - όλοι ήσαν ικανοποιημένοι με την διχοτόμηση της Γερμανίας, οι δυνάμεις της ιστορίας έδρασαν πάνω από τα κεφάλια των πολιτικών και των αναλυτών για να προβάλουν την πραγματικότητα, δηλαδή την φυσική έλξη για ολοκλήρωση των ομοιογενών συνόλων των δύο κρατών. Στην διαδικασία αυτή όπου οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν εν θερμό και στο μέσο ραγδαίων εξελίξεων, «οι πραγματικές προτεραιότητες – και μελλοντικά προβλήματα – της επανένωσης προσδιορίζονταν από τις εξελίξεις ενώ η πολιτική σκέψη ακολουθούσε την αντίθετη κατεύθυνση»[22]

 

Η δεύτερη φάση της Γαλλικής πολιτικής με την οποία το Παρίσι επιδίωκε την "ενσωμάτωση της Γερμανίας" άρχισε μετά τις εκλογές στην Ανατολική Γερμανία, εξέλιξη που έκανε σαφές πως η επανένωση ήταν αναπόφευκτη. Σε μια νέα κοινή ανακοίνωση του Γάλλου Προέδρου και του Γερμανού Καγκελάριου ζήτησαν, παράλληλα με την Διακυβερνητική Διάσκεψη για την Νομισματική Ένωση, την σύγκλιση δεύτερης Διακυβερνητικής Διάσκεψης για την επιδίωξη της Πολιτικής Ένωσης[23]. Χαρακτηριστικό του σπασμωδικού χαρακτήρα των κινήσεων που οδήγησαν στην έναρξη διαδικασιών μεγάλης εμβέλεια είναι και το γεγονός πως ταυτόχρονα με την κάλεσμα για την Διακυβερνητική Διάσκεψη το ανακοινωθέν Μιτεράν - Κόλ έκανε λόγο για μια "Ευρωπαϊκή Αμυντική Ταυτότητα"[24]. Ένα χρόνο μετά, και όταν πλέον ήταν σαφές πως οι διακηρύξεις για την Ευρωπαϊκή Αμυντική ταυτότητα δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε πενιχρά αποτελέσματα [όπως εξάλλου στην συνέχεια διατυπώθηκαν στην Συνθήκη του Μάαστριχ[25]], σε νέα κοινή ανακοίνωση των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας πήραν την πρωτοβουλία ένταξης της Γαλλο - Γερμανικής Ταξιαρχίας στα  Eurocorps με διακηρυγμένο στόχο να γίνει η αρχή δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού στρατού[26]. Αυτή ήταν ίσως και η πρώτη αποφασιστική και ουσιαστική κίνηση προσέγγισης της Γαλλίας – ΝΑΤΟ μετά το 1967.

 

Είναι ίσως σημαντικό να σημειωθεί ότι η στρατηγική της Γαλλίας στην φάση αυτή, δηλαδή λίγο πριν και αμέσως μετά την Γερμανική επανένωση, παρά την σπασμωδικότητα που την διέκρινε, είχε σαφή 'κλασικό Γαλλικό προσανατολισμό": Πρώτο, επεδίωκε, ταυτόχρονα, να διασκεδάσει τα ενδιαφέροντα των υπολοίπων με το να προτείνει χαμηλής έντασης συνεργασίες[27]αλλά χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τον απόλυτο εθνικό έλεγχο στα στρατηγικά της συστήματα[28]. Δεύτερο, οι προτάσεις ή διακηρύξεις για "ευρωποίηση" ή "διεθνοποίηση" ορισμένων Γαλλικών επιλογών στον συμβατικό τομέα συνοδεύονταν από παράλληλες στάσεις ή δηλώσεις που υποδήλωναν την σταθερή προσήλωση στις πάγιες Γκωλικές αντιλήψεις στην άμυνα και στην διπλωματία[29]. Τρίτο, επεδίωκε δημιουργία πλέγματος θεσμών και διμερών διευθετήσεων των οποίων ο κυριότερος σκοπός ήταν ο μέγιστος δυνατός έλεγχος των Γερμανικών διπλωματικών και στρατιωτικών επιλογών. Τέταρτο, επεδίωκε παραμονή της Γερμανίας στο Δυτικό πλέγμα διεθνών οργανισμών και «ολοκλήρωσή της» στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Παράλληλα επεδίωκε όπως οι δικές της σχέσεις με την Γερμανία είναι προνομιακές. Ταυτόχρονα, αυτό δεν εμπόδιζε την Γαλλία, να επιδιώκει τον περιορισμό ή την ανάπτυξη αυτών των οργανισμών στα μέτρα της Γαλλικών στρατηγικών επιδιώξεων. Πιο συγκεκριμένα ……»

 

Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας - ΟΝΕ

Από το βιβλίο Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και Αξιώσεις Πολιτικής Κυριαρχίας, Ευρωπαϊκή Άμυνα, Ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση (Εκδόσεις Ποιότητα, 2001).   

             

Σελ. 349-351.

«….. Πόσο το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει μετριάσει ή εξαλείψει την διεθνή αναρχία στον ευρωπαϊκό χώρο; Έχει οριστικά και ανεπίστροφα εξαλειφτεί το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης και των διλημμάτων ασφαλείας από τον ευρωπαϊκό χώρο; Στο ίδιο πλαίσιο, η ΟΝΕ σηματοδοτεί προσπάθειες προς τη κατεύθυνση εξάλειψης ή επανεμφάνισης του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης;  Αν το έθνος-κράτος παραμένει η κυρίαρχη συλλογική οντότητα των διακρατικών σχέσεων της Ευρώπης τι σημασία έχει αυτό για την λειτουργικότητα ή ακόμη και την βιωσιμότητα του μοντέλου της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και της οικονομικής αλληλεξάρτησης; Ιστορικά, είναι θεμελιωμένο πως υπερεθνικές ή υπερκρατικές[30] διοικητικές κατασκευές μεγάλης εσωτερικής κοσμοθεωρητικής ετερότητας είναι ευάλωτες στις δομικές και ενδογενείς οικονομικές και ιδεολογικές αναταράξεις και ανακατανομές (βλ. Waltz 2000, σ. 14-5). Οι ανακατανομές δυνατό να σχετίζονται τόσο με ζητήματα αναδιανεμητικής δικαιοσύνης όσο και γενικότερα άνισης ανάπτυξης που τρέφουν ή αναβιώνουν τις διαφορές λόγω κοσμοθεωρητικής ετερότητας.

 

Καίρια ζητήματα υψηλής πολιτικής όπως το «γερμανικό ζήτημα», η άμυνα, η ασφάλεια και η διπλωματία θα τα διατρέξουμε στη συνέχεια. Εμβόλιμα, πάντως, θα μπορούσαμε να συνδέσουμε τους συλλογισμούς του Hedley Bull με την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση (ΟΝΕ) η οποία αν και ωφελιμιστικών παραδοχών συνιστά εν τούτοις ζήτημα υψηλής πολιτικής με την κλασική έννοια του όρου[31].  Ποιο μπροστά, ήδη διερωτηθήκαμε κατά πόσο η ΟΝΕ σηματοδοτεί προσπάθειες προς τη κατεύθυνση εξάλειψης ή επανεμφάνισης του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή, ευθύγραμμη και παραπέμπει σε θεμελιώσεις που αποτελούν κοινό τόπο στη θεωρία διεθνών σχέσεων (βλ. κεφ. 15 πιο πάνω). Εάν η λειτουργία της ΟΝΕ αναπτύσσεται στο πλαίσιο επιλογών ισόρροπης οικονομικής, πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης σ’ ολόκληρη την εδαφική περιοχή που καλύπτει η ΕΕ στη βάση φιλοσοφικών κριτηρίων και οικονομικών επιλογών αντίστοιχων με αυτά του κράτους (δηλαδή, αδιακρίτως εθνικών-κρατικών «το γενικό συμφέρον προηγείται του συμφέροντος του μέρους»), τότε, έστω και αργά και σταδιακά το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης θα αντιμετωπίζεται (αυτό, εξάλλου, συνιστά και την αφετηριακή φιλοσοφία του «κοινοτισμού» που οδηγεί στην ολοκλήρωση[32]). Αν αντίθετα η ΟΝΕ, δεν συνοδεύεται από Πολιτική Ένωση, νομοθετικές εξουσίες ανάλογες της εμβέλειας του εγχειρήματος και κοσμοθεωρητικές παραδοχές με προεκτάσεις στις κοινωνίες των κρατών-μελών (και όχι μόνο μεταξύ των ελίτ) το εγχείρημα της εξουδετέρωσης των άμεσων κοινωνικών ελέγχων και εξισορροπήσεων τρέφει την άνιση ανάπτυξη και τα διλήμματα ασφαλείας. Αυτό θα είναι πολύ έντονου χαρακτήρα αν οι συνθήκες «πανευρωπαϊκού οικονομικού ανταγωνισμού» άνευ άμεσων κοινωνικών ελέγχων που δημιουργεί η ΟΝΕ δεν συνοδεύονται από τα ψίχουλα παρηγοριάς που προσφέρουν τα ταμεία σύγκλισης. Η διαφωνία ως προς αυτή τη θέση μπορεί να αφορά μόνο θεμελιώδεις πτυχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: Είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ένα σύστημα το οποίο με μέσο τον πανευρωπαϊκό κοινοτισμό και την πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη επιλύει το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης και προωθεί την δημιουργία μια πανευρωπαϊκής κοινωνίας που θα αντικαταστήσει ή θα συνυπάρχει με τα έθνη-κράτη; Ή, αντίστροφα, μήπως η αφετηριακή ολοκλήρωση οδήγησε σ’ ένα σύστημα βαθύτατης οικονομικής ολοκλήρωσης (το ανώτατο στάδιο της οποίας συμβολίζει η ΟΝΕ) στο οποίο θα ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας; Αν ισχύει το δεύτερο, τότε όχι μόνο τα αίτια πολέμου της άνισης ανάπτυξης δεν αντιμετωπίζονται αλλά επιπλέον εντείνονται επειδή οικοδομούν κοινωνικές αντιθέσεις στα θεμέλια της οικονομικής αλληλεξάρτησης που θα μπορούσαν, κάτω από συγκεκριμένες ενδο-ευρωπαϊκές και-ή εξω-ευρωπαϊκές περιστάσεις να την αντιστρέψουν από συνεργατική αλληλεξάρτηση σε συγκρουσιακή διαδικασία «ξεπλέγματος» και νέων ανακατανομών.

 

Οι συλλογισμοί που προηγήθηκαν θα μπορούσαν να συνοδευτούν με ζητήματα θέσης, ρόλου, ιεραρχίας και αξιώσεων ισχύος ή διευρύνσεως της ισχύος στο ευρωπαϊκό και ευρωατλαντικό διακρατικό σύστημα[33]. Ποια είναι όμως, η θέση ενός εκάστου έθνους-κράτους και της Ευρώπης συνολικότερα στον γεωπολιτικό ευρωατλαντικό σχηματισμό; ….»

 

Σελ. 380-385.

« …. Οι συσπειρώσεις αυτές, ήταν ο «εφιάλτης του Βίσμαρκ» αλλά όχι μόνον. Πριν το 1989, αν και ο φόβος αντιγερμανικών συμμαχιών έκανε πολύ προσεκτικούς, μεταξύ άλλων, τους Καγκελάριους Αντενάουερ και Κόλ (βλ. Joffe 1989, σ. 83), η Γερμανία, υποστηρίζεται, δεν ήταν πάντα επιτυχής στον να κατευνάζει τους αντιγερμανικούς φόβους των υπόλοιπων Ευρωπαίων (βλ. Horsley 1992, ιδ. σ. 229-240)[34]. Σημειώνεται ότι, το πρόβλημα των «αντιγερμανικών συσπειρώσεων» σχετίζεται με την άνιση ανάπτυξη και τα σχετικά κέρδη, δηλαδή, μεταξύ άλλων, τον φόβο ότι, οι άλλες πλευρές θα ευνοηθούν περισσότερο από την συνεργασία με αποτέλεσμα την αλλαγή των συσχετισμών ισχύος. Αυτό οδηγεί είτε σε αποχή από συνεργασία είτε έναρξη εξισορροπητικών στρατηγικών[35]. Δεύτερο, την σταθερότητα των θεσμών που συμβατικά θεωρείται ότι διεθνοποιούν τις επιλογές άμυνας και ασφάλειας της Γερμανίας, δηλαδή, πρωτίστως της Ατλαντικής Συμμαχίας[36] και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας[37]. Τρίτο, η επιτυχία των προσπαθειών αντιμετώπισης της οικονομικής και νομισματικής αλληλεξάρτησης με την ΟΝΕ (βλ. Grieco 1995, 1996). Συναφώς, όπως θα διαπιστωθεί στην συνέχεια, ο στόχος των άλλων, και κυρίως της Γαλλίας, δεν ήταν η παραχώρηση κυριαρχίας σε υπερεθνικά όργανα αλλά η δημιουργία μηχανισμών που θα ελέγξουν τις συνέπειες της αυξανόμενης Γερμανικής οικονομικής ισχύος επί των δικών τους οικονομιών[38]. Εάν αυτός ο σκοπός δεν εκπληρωθεί ή εάν δημιουργήσει ανταγωνισμούς λόγω αντικειμενικών αντιφάσεων που εμπεριέχονται στο εγχείρημα αυτό[39], θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υπάρξουν αποσταθεροποιητικές τάσεις. Τέταρτο, η σταθερότητα των θεσμικών και πολιτικών ισορροπιών στην Ευρώπη και οι παραστάσεις για τον ρόλο της Γερμανίας. Όπως τονίστηκε πιο πάνω, αυτές οι ισορροπίες συναρτώνται με τον ρόλο των ΗΠΑ στις Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές ισορροπίες και τα υποβόσκοντα διλήμματα ασφαλείας[40], καθώς και την προθυμία τους ή δυνατότητά τους να ασκήσουν «ηγεμονική σταθερότητα»[41].

 

Εάν τώρα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε στάσεις και παραδοχές της Μεγάλης Βρετανίας σε αναφορά με την στρατηγική των ΗΠΑ, παρατηρούμε πως το Λονδίνο, σταθερό στις μεταπολεμικές στρατηγικές επιλογές αλλά και σε κλασικές εξισορροπητικές προσεγγίσεις όσον αφορά την ηπειρωτική Ευρώπη (βλ. Ήφαιστος 2000α, κεφ. 4), σταθερά προσπάθησε να διατηρήσει την σημασία του ευρωατλαντικού χώρου και των θεσμών του και ταυτόχρονα να επηρεάσει υπέρ των εθνικών του συμφερόντων την κατανομή ισχύος στην Ευρασία[42]. Το Ηνωμένο Βασίλειο, πιστό στην παραδοσιακή Βρετανική πολιτική διατήρησης και ενίσχυσης του Ευρωατλαντικού χώρου και την προσήλωσή του στην διπλωματική παράδοση (Βλ. Witney 1994-95, ιδ. σ. 96-7) συμπεριφέρεται με τρόπο που δείχνει σταθερότητα και συνέπεια στις στρατηγικές του επιλογές: Μεταξύ άλλων, αυτό σημαίνει ότι διατηρεί τις βασικές γραμμές της εθνικής της στρατηγικής, κρατεί στάση αναμονής και κάνει μόνον προσεκτικά και αργά βήματα. Αυτό μεταφράζεται σε άρνηση περιπλανήσεων ως προς το στρατηγικό δόγμα[43], ενθάρρυνση προσεκτικών βημάτων προσέγγισης με την Γαλλία, ανάπτυξη ευρωπαϊκής ταυτότητας εντός του ΝΑΤΟ[44], συντηρητική στάση στο θέμα του ελέγχου των εξοπλισμών[45], και εμμονή στην θέση ότι η επιβίωση της Ατλαντικής συμμαχίας συνιστά ζωτικό βρετανικό συμφέρον[46]. Την δεκαετία του 1990, για παράδειγμα, είχαμε την πρώτη ουσιαστική συζήτηση μεταξύ Παρισιού-Λονδίνου στο θέμα των πυρηνικών. Η συνεργασία αυτή, χωρίς την παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, αποτελούσε ανώδυνη και ανέξοδη σύγκλιση η οποία θα μπορούσε να αναπτυχθεί ανά πάσα στιγμή εάν απαιτηθεί να εξισορροπηθεί η Γερμανία. Σημειώνεται ότι η έναρξη του διαλόγου περί τα πυρηνικά μεταξύ των δύο χωρών άρχισε όταν ανήσυχοι λόγω βημάτων προς επανένωση της Γερμανίας οι ηγέτες της Γαλλίας και της Βρετανίας συναντήθηκαν και συμφώνησαν ότι πρέπει να κινηθούν για τον έλεγχο των εξελίξεων (στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε). Ενώ δεν συζητούνται θέματα κοινού ελέγχου ή κοινών στοχεύσεων, ανταλλάσσονται απόψεις για το στρατηγικό δόγμα και άλλα τεχνητά θέματα που φαίνεται ότι οι αντιπρόσωποι των δύο χωρών βρίσκουν χρήσιμο, εποικοδομητικό και πολιτικά επωφελές. Η συνεργασία Γαλλίας – Βρετανίας, εξάλλου, αποτελούσε διαδικασία πολιτικής νομιμοποίησης κατοχής πυρηνικών όπλων σε μια εποχή αυξανόμενης αμφισβήτησής τους. Θα μπορούσε να προστεθεί και το γεγονός πως η συνεργασία οφειλόταν και στην προσχώρηση, μερικώς τουλάχιστον, της Γαλλίας στις Βρετανικές θέσεις για την διατήρηση στενών σχέσεων με τις ΗΠΑ, ως συνέπεια παραχωρήσεων που έγιναν προς τη Γαλλία στα θέματα του πυρηνικού της αποτρεπτικού και της συμμετοχής σε διάφορες επιτροπές του ΝΑΤΟ (για ανάλυση αυτών των πτυχών, βλ. Croft St, 1996, σ. 778, Jay 1997, σ. 6&9, Debouzy O., 1997, σ. 327-30, Lellouche 1993, ιδ. σ. 122&130, Gordon 1996, σ. 134).

 

H διατήρηση ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα συναρτάται από τους Βρετανούς ηγέτες με μια ισχυρή Ατλαντική Συμμαχία και μια στενή σχέση με τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό,  όσον αφορά την στρατηγική σύζευξη Αμερικής – Ευρώπης, η οποία ενσαρκώνεται με την Αμερικανική παρουσία στην Ευρασία και την Ατλαντική συμμαχία, διαφυλάττεται ως κόρη οφθαλμού και αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της Βρετανικής εθνικής στρατηγικής[47]. Αυτό δεν εμποδίζει πρακτικές επιλογές, στο μέγιστο δυνατό βαθμό και στην μεγαλύτερη δυνατή ένταση, οι οποίες θα αξιοποιούν τις δυνατότητες των δύο κρατών σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο[48]. Πάντοτε, όμως, στο πλαίσιο της παραδοσιακής Βρετανικής στάσης, δηλαδή ότι θα ενισχύει και δεν θα αποδυναμώνει ή υποσκάπτει την Ατλαντική Συμμαχία. Όπως το είχε θέσει η Μάργκαρετ Θάτσερ: Οι Ευρωπαϊκές συνεργασίες και πρωτοβουλίες θα πρέπει να εντάσσονται σε «μια Ευρώπη που θα διαφυλάττει την Ατλαντική Κοινότητα, η οποία είναι η πιο ευγενής κληρονομιά μας και η μεγαλύτερή μας δύναμη» (Thatcher 1994, σ. 46). Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής λογικής, οι πρακτικές επιλογές, πρέπει να εντάσσονται πάντοτε σε διακυβερνητικά θεσμικά πλαίσια[49], και, είτε λαμβάνονται στο πλαίσιο της ΕΕ, είτε της ΔΕΕ ή σε άλλα διμερή πλαίσια, πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με την Ατλαντική Συμμαχία και να υπακούουν στην Ατλαντική γεωπολιτική και γεωστρατηγική λογική[50]. Βεβαίως, όσον αφορά το πυρηνικό αποτρεπτικό παρά την συζήτηση με τη Γαλλία σε διμερές επίπεδο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, παραμένει πλήρως και αμετάθετα εθνικό και ταυτόχρονα ενταγμένο στην Ατλαντική συμμαχία[51]: Για την Βρετανία, το ζήτημα δεν είναι η ολοκλήρωση, αλλά η πλήρης και ενεργή συμμετοχή ούτως ώστε να επηρεάζει τις αποφάσεις, να ενισχύει την διεθνή της θέση και να διαπραγματεύεται από πλεονεκτική θέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως γράφει ο Geoffrey Howe, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Αρχιμήδη,

 

«το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και όλα τα άλλα μέλη, αποσκοπούν στο να ασκήσουν την επιρροή τους και να μεγιστοποιήσουν την ισχύ της κρατικής τους κυριαρχίας στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Θέλουμε να είμαστε μέσα και όχι έξω. Όχι να λειτουργούμε όπως η Αυστρία, η οποία για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένη απλώς να αντιδρά στις αποφάσεις των δώδεκα. Το νόημα της συμμετοχής μας στην Κοινότητα προσανατολίστηκε προς την κατεύθυνση αύξησης της επιρροής μας με αυτό τον τρόπο. Συχνά χρησιμοποίησα τη ρήση του Αρχιμήδη δώσε μου γη να σταθώ και θα κινήσω τη γη. Για τη Βρετανία είναι ένα τέτοιο μέρος για να σταθεί» (Howe 1990, σ. 987).

 

Η Βρετανία, λοιπόν, ακόμη πιο έντονα απ’ ότι οι άλλες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, αξιώνει ρόλο και θέση ισχύος που της επιτρέπει να επηρεάζει την κατανομή ισχύος και συμφερόντων σε περιφερειακό τουλάχιστον επίπεδο. Αυτές οι στρατηγικές αξιώσεις ισχύος, υπενθυμίζεται, λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που το προαναφερθέν σύστημα κοινοτικής διακυβέρνησης στους οικονομικούς τομείς έχει προσλάβει πρωτοφανείς για τις διακρατικές σχέσεις διαστάσεις. Με διαφορετικά λόγια: η συνύπαρξη εθνικής-κρατικής ετερότητας και του συστήματος συλλογικής διακυβέρνησης συνυπάρχει με στρατηγική ετερότητα που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από παρελθούσες στάσεις, παραδοχές και συμπεριφορές.

 

Η προσέγγιση Γαλλίας-Βρετανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ο τρόπος που έγινε, συνιστά ακόμη μια επιβεβαίωση αυτών των στάσεων, παραδοχών και συμπεριφορών που εντάσσονται σε κλασικά πρότυπα διακρατικών εξισορροπήσεων. Καταρχήν, όπως ήδη σημειώθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η έναρξη διαλόγου Γαλλίας-Γερμανίας σχετιζόταν με την Γερμανική ενοποίηση και συνιστούσε, ουσιαστικά, κοινή εξισορροπητική στάση λόγω κοινών ανησυχιών για την αλλαγή κατανομής ισχύος στον Ευρωπαϊκό χώρο λόγω Γερμανικής επανένωσης[52]. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, σημειώσαμε τους διαλόγους των ηγετών της Γαλλίας και της Βρετανίας, για να τονίσουμε το γεγονός πως ο κυριότερος στόχος αυτής της προσέγγισης, ήταν να ενισχυθεί η θέση των δύο χωρών στην Ευρώπη και στο διεθνές σύστημα ενόψει της Γερμανικής επανένωσης. Όπως έγραψε ο Pierre Lellouche, σύμβουλος του Ζάκ Σιράκ, η Γαλλία ήταν από τους χαμένους του τερματισμού του ψυχρού πολέμου. Αυτό, στον βαθμό που στο παρελθόν είχε καθαρό όφελος από την διαίρεση της Γερμανίας και της ύπαρξης μιας ισχυρής Ατλαντικής Συμμαχίας από οποία ενώ αποκόμιζε οφέλη δεν υπόκειτο το κόστος της αυστηρής πειθαρχίας πλήρους συμμετοχής(βλ. Lellouche 1993, ιδ. σ. 121&130.). «Για μια ακόμη φορά στην ιστορία», συνεχίζει,

 

«η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από μια αξονική και ισχυρή Γερμανία, μια παρακμάζουσα και ασταθή Ρωσία και ένα μεγάλο αριθμό μικρών και αδύναμων κρατών. Και για ακόμη μια φορά, η Βρετανία και η Γαλλία είναι αδύναμες από μόνες τους να εξισορροπήσουν την Γερμανική ισχύ ή να ελέγξουν την Ρωσική αστάθεια, ακόμη λιγότερο να οικοδομήσουν μια Ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων γύρω από ένα Γαλλο–Βρετανικό άξονα»(Lellouche, ό.π., σ. 130).

 

Κατά συνέπεια, οι Βρετανοί οι οποίοι μετά το Σουέζ είπαν «ποτέ ξανά σ’ αντίθεση με τους Αμερικανούς» και οι Γάλλοι «ποτέ ποια εξαρτημένοι» (βλ. Gordon 1996, 134) έπρεπε να βρουν μια φόρμουλα προσεκτικής στρατηγικής προσέγγισης που θα τους επέτρεπε να αυξήσουν την συνδυασμένη επιρροή τους στην Ευρωπαϊκή πολιτική ενώ δεν θα εγκατέλειπαν τις παραδοσιακές στρατηγικές τους επιλογές. Αυτό σήμαινε, ουσιαστικά, πρώτο, έναρξη «στρατηγικού διαλόγου» με τη Γαλλία, περισσότερο πολιτικού συμβολισμού παρά στρατιωτικής σημασίας, δεύτερο, να μην θιγεί η αυτόνομη πυρηνική στρατηγική, και τρίτο να διατηρηθεί η Ατλαντική Συμμαχία για λόγους σταθερότητας της Ευρωπαϊκής μεταψυχροπολεμικής Ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων[53]. Για την Γαλλία, αυτές οι διπλωματικές κινήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Σήμαινε επίσης σχοινοβασία στο πλαίσιο μιας προσεκτικής μεν αλλά ουσιώδους εξισορροπητικής προσέγγισης του ΝΑΤΟ με τρόπο που δεν θα επηρέαζε πολιτικά και στρατιωτικά την εθνική της στρατηγική, η οποία στηρίζεται στην εθνική ανεξαρτησία, την εθνική αυτονομία και τον απόλυτο στρατηγικό έλεγχο των πυρηνικών της όπλων.

 

Ένας άλλος παράγοντας που δείχνει πως οι συγκλίσεις και συνεργασίες στα θέματα υψηλής πολιτικής εδράζονται σε κριτήρια αξιώσεων ισχύος και όχι ολοκλήρωσης φαίνεται από τα συμφέροντα αμφοτέρων επί ενός ακόμη ζητήματος που αφορούσε την πυρηνική ανεξαρτησία της Γαλλίας και της Βρετανίας. Μετά τον ψυχρό πόλεμο και ενόψει μειώσεων των οπλοστασίων της Ρωσίας και των ΗΠΑ, οι δύο ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις προσεγγίζοντας η μια την άλλη έκαναν αφενός μια κίνηση αυτοσυντήρησης και προστασίας της αυτονομίας τους ενόψει πιθανών πιέσεων …».

 

Σελ. 389-92

«… Η Γαλλία, σε αδυναμία ή δυσκολία να εξισορροπήσει την Γερμανία υιοθετεί τακτική λιγότερο ισχυρού κράτους με προώθηση θεσμικών και οικονομικών δεσμεύσεων με στόχο να αυξήσει τις δυνατότητές της να επηρεάσει την κατανομή συμφερόντων στην διαδικασία ολοκλήρωσης (για την θεωρητική θεμελίωση αυτής της θέσης βλ. Grieco, ό.π., ιδ. σ. 34). Με διαφορετικά λόγια, η ΟΝΕ, μια μεγάλη πολιτική που δρομολόγησε τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε μια άνευ προηγουμένου σύζευξη, ήταν προϊόν βεβιασμένων ενεργειών υπό το κράτος σπασμωδικών εξισορροπητικών διαδικασιών και φόβου για μακρόχρονες ανακατανομές ισχύος των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Ευλόγως, βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει πως τέτοιες τακτικές ήταν σύνηθες φαινόμενο στις απαρχές της διαδικασίας Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην φάση αυτή, όμως, τουλάχιστον διακηρυκτικά, ετίθετο ως στόχος ο μελλοντικός τερματισμός των τακτικών εξισορροπήσεων και όχι η παγίωσή τους ως εγγενούς χαρακτηριστικού της Κοινότητας. Η ΟΝΕ, αποτελεί αφ’ εαυτού πολιτική μεγάλης εμβέλειας και κάλλιστα εντάσσεται στους τομείς της υψηλής πολιτικής. Όμως, επειδή υιοθετήθηκε στο πλαίσιο των πιο πάνω βεβιασμένων και σπασμωδικών εξισορροπητικών κινήσεων δεν εντάχθηκε στο πλαίσιο ενός σταθερού, σφαιρικού και συμπεφωνημένου συλλογικού σχεδίου πολιτικής ανάπτυξης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Το καταμαρτυρούν όλες οι μετέπειτα αποφάσεις που συνιστούν περισσότερο μέτρα τεχνοκρατικής εφαρμογής της ΟΝΕ παρά ένταξή της σε μια προσπάθεια πανευρωπαϊκών κοινωνικών συγκλίσεων μεγάλης εμβέλειας. Σε κάθε περίπτωση, η ουσία είναι ότι, λήφθηκαν αποφάσεις μεγάλης πολιτικής και θεσμικής εμβέλειας χωρίς να προϋπάρξουν οι αναγκαίες πολιτικές ή κοινωνικές συγκλίσεις ή να δρομολογηθούν συμπεφωνημένες μακρόχρονες διαδικασίες που θα επιτύγχαναν κάτι τέτοιο[54].

 

Ακόμη πιο σημαντικό, τα κίνητρα και τα κριτήρια των Γάλλων ηγετών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο δεν ήταν η ολοκλήρωση αλλά η άσκηση ελέγχου λόγου φόβου δυσμενών ανακατανομών ισχύος που προέκυπταν από την «ξαφνική» επανένωση της Γερμανίας[55]. Ενώ όπως αναφέρθηκε, λίγα χρόνια πριν κανείς δεν προέβλεπε την επανένωση της Γερμανίας και ενώ όλοι ήσαν ικανοποιημένοι με την διχοτόμησή της, οι δυνάμεις της ιστορίας έδρασαν πάνω από τα κεφάλια των πολιτικών και των αναλυτών για να προβάλουν την πραγματικότητα, δηλαδή την φυσική έλξη για ολοκλήρωση των ομοιογενών συνόλων των δύο Γερμανικών κρατών. Όπως γράφτηκε, στην διαδικασία αυτή, όπου οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν εν θερμό και στο μέσο ραγδαίων εξελίξεων, «οι πραγματικές προτεραιότητες –και τα μελλοντικά προβλήματα– της επανένωσης προσδιορίζονταν από τις εξελίξεις ενώ η πολιτική σκέψη ακολουθούσε την αντίθετη κατεύθυνση» (Eckart 1991, σ. 454). …»

 

 

Σελ. 433-4

«… Η γενίκευση των ψηφοφοριών μεταξύ κυβερνήσεων είναι στην καλύτερη περίπτωση έμμεση και στη χειρότερη μεγάλης κλίμακας καταστρατήγηση της λαϊκής κυριαρχίας.

 

Για να το θέσω με διαφορετικά λόγια, σε ένα σύστημα ουσιωδώς διακρατικό-διακυβερνητικό όπου λόγω ετερότητας υπάρχει απροθυμία των κοινωνιών και των αντιπροσώπων τους να μεταθέσουν το δικαίωμα άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο, η κρίση του 1965 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης, πιο πραγματιστικής προσέγγισης των διαδικασιών ολοκλήρωσης που περιόριζαν τις αναδιανεμητικές διαδικασίες μόνο στον βαθμό και στην έκταση που το επέτρεπαν οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Αναμφίβολα, αν και πολλές αρμοδιότητες της Επιτροπής παρέμειναν άθικτες προσδίδοντας την απατηλή εικόνα ενός υπερεθνικού σχήματος, έκτοτε, με κάθε κριτήριο ορθής εκτίμησης του Κοινοτικού φαινομένου, οι εντολείς είναι τα κράτη-μέλη και οι εντολοδόχοι οι υπερεθνικοί θεσμοί[56]. Εντούτοις, τα αίτια που έθεσαν τη διαδικασία ολοκλήρωσης σε αυτή την τροχιά δεν είναι πάντοτε κατανοητά. Συγκεκριμένα, δεν συνειδητοποιείται πως τα όρια και οι περιορισμοί υπερεθνικής ανάπτυξης οφείλονται, όπως αναφέρθηκε μόλις, στην άρνηση μετάθεσης του δικαιώματος άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, γεγονός που ανατρέπεται μόνο αν εξαλειφθεί ή μετριαστεί ουσιωδώς η κοινωνικοπολιτική-κοσμοθεωρητική ετερότητα των μελών της ΕΕ.

 

Το βαθύτερο νόημα του «συμβιβασμού του Λουξεμβούργου», είναι πως ακόμη και η άνωθεν προδιαγεγραμμένη εταιρική ολοκλήρωση θα εισέρχεται σε ολοένα μεγαλύτερα αδιέξοδα και θα βυθίζεται σε ολοένα μεγαλύτερα προβλήματα σύγκλισης και συνοχής αν δεν συνοδεύεται από επαρκή αλληλεγγύη και κοινωνικές συγκλίσεις. Όταν, όπως διαπιστώσαμε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπό την πίεση στρατηγικών διλημμάτων λήφθηκαν αποφάσεις για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), ελάχιστα λήφθηκε υπ’ όψιν αυτή η παράμετρος, γεγονός που ανάγκασε ακόμη και τον Ζακ Ντελόρ να μιλήσει τον Ιανουάριο 1999 για τον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης[57].

 

Τα συμπεράσματα αυτά θα μπορούσαν να διερευνηθούν και σε αναφορά με την συζήτηση για τον κοινωνιοκεντρικό ή εταιρικό χαρακτήρα του Κοινοτικού μοντέλου. Στο σημείο αυτό, ίσως θα πρέπει υπενθυμίσουμε ορισμένες πτυχές που αφορούν την εξέλιξη των θεωριών ολοκλήρωσης …»

 

Σελ. 451-454

Θα μπορούσα να προσθέσω ότι, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην Σοβιετική Ένωση, επειδή υπάρχει κοσμοθεωρητική ετερότητα που μετριάζεται από μια εκτεταμένη μεν αλλά επιδερμική δε εταιρική αλληλεξάρτηση, τα προβλήματα άνισης ανάπτυξης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα που δεν μπορούν να προβλεφθούν επειδή εξαρτώνται τόσο από αστάθμητες διεθνείς κοινωνικές αλλαγές όσο και από απρόβλεπτες στρατηγικές εξελίξεις. Για να το θέσω διαφορετικά: Στο ορατό μέλλον, η σταθερότητα στην Ευρώπη, αν και δεδομένη συναρτάται εν τούτοις με την αντιμετώπιση του διεθνούς προβλήματος, ιδιαίτερα ορισμένων πτυχών του οι οποίες στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δυνατό να αποβούν ανατρεπτικές: 1) Της άνισης ανάπτυξης (που δυνατό να καταστεί ξανά μεγάλο πρόβλημα λόγω Οικονομικής και Νομισματικής Ολοκλήρωσης και της ανεπάρκειας αλληλεγγύης που τη συνοδεύει). 2) Τυχόν ηγεμονικών συμπεριφορών (που θρέφονται από τα υιοθέτηση κριτηρίων ισχύος και από τις τάσεις για επάνοδο στην αρχή της αυτοβοήθειας). 3) Απρόβλεπτων στρατηγικών εξελίξεων που επηρεάζουν τα πολιτικά και οικονομικά φαινόμενα στο ευρωπαϊκό επίπεδο και κυρίως τις εθνικές στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης.

 

Τα πιο πάνω –και κυρίως το συμπέρασμα πως ανεξάρτητα της οικονομικής αλληλεξάρτησης το ευρωπαϊκό διακρατικό σύστημα είναι άναρχο–   σημαίνουν πως η υφή του συστήματος μακροχρόνια αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα. Αναμφίβολα, το παρόν και ορατό μέλλον προσδιορίζεται από τις σταθερές κοινοτικές δομές και τις σταθερές (και ιεραρχημένες) στρατηγικές δομές στο Ατλαντικό επίπεδο. Όμως, για να υπενθυμίσω την προειδοποίηση του Hedley Bull διατυπωμένη με λεπτότητα κα ευαισθησία, μακροχρόνια,

 

«ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά» (1982, σ. 163).

 

Η λογική στην οποία αναφέρεται ο Bull είναι η λογική του άναρχου διεθνούς συστήματος που οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες που αποτελούν ταυτόχρονα τις δύο όψεις του διεθνούς προβλήματος: Πρώτο, το γεγονός πως δομικά το έθνος-κράτος διαιωνίστηκε. Δεύτερο, το γεγονός πως παράλληλα με την συνεργασία διαιωνίζεται ο άναρχος χαρακτήρας του συστήματος, ιδιαίτερα στα στρατηγικά ζητήματα.

 

Αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που συχνά πολλοί εθελοτυφλώντας παραβλέπουν, σηματοδοτούν το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα: Τις ρομαντικές αντιλήψεις για την υφή της προσχώρησης των μελών στο εγχείρημα της υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά, πως στο επίπεδο της εκτίμησης των διλημμάτων που εμπεριέχονται στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δυνατό να υποβαθμιστεί ένα κεντρικό ζήτημα του διεθνούς προβλήματος: Η βαθύτερη ουσία της αλληλεξάρτησης σ’ ένα χώρο που χαρακτηρίζεται από κοσμοθεωρητική ετερότητα. Για να τονίσω αυτή τη πτυχή, αρκεί να αναφερθώ σε δύο βαρυσήμαντες επισημάνσεις που αφορούν το θέμα αυτό. Καταρχάς, ο Kenneth Waltz, σημειώνει πως όταν υπάρχουν δομικοί περιορισμοί,

 

«τα κράτη δεν είναι πρόθυμα να θέτουν τον εαυτό τους υπό καθεστώς μεγάλης εξάρτησης. Σ’ ένα (άναρχο) σύστημα όπου ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, οι θεωρήσεις υπό το πρίσμα του προβλήματος ασφαλείας [όταν ανακύπτουν] υποτάσσουν τα οικονομικά κέρδη στο πολιτικό συμφέρον» (1979, σ. 107).

 

Ο Παναγιώτης Κονδύλης, επίσης, σημειώνει πως,

 

«η υπαρξιακή προσχώρηση παρέχει –και συχνά απαιτεί– τα ίδια πράγματα όπως και η πρωτογενής υπαρξιακή απόφαση δηλαδή θέτει στη διάθεση του υποκειμένου μια κοσμοεικόνα ως πλαίσιο προσανατολισμού και διαμορφώνει την ταυτότητά του. (…) Το γεγονός, ότι η ολόπλευρη υπαρξιακή προσχώρηση μπορεί να σημαίνει ύψιστη υπαρξιακή ένταση, αποτελεί καθ’ εαυτό ισχυρό επίχείρημα εναντίον κάθε ρομαντικής αντίληψη για την υφή της απόφασης» (1991α, σ. 50).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τις αρχικές προσχωρήσεις στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που αφετηριακά συχνά μεταμφιέζονταν με ρομαντικές προσδοκίες[58], διαδοχικές αποφάσεις διανεμητικού χαρακτήρα ανακατανέμουν συμφέροντα στο πλαίσιο μιας ελάχιστα ρομαντικής πολυεπίπεδης και δυναμικής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του συστήματος «ευρωπαϊκής διακυβέρνησης» που εξετάσαμε στο κεφάλαιο 19 πιο πάνω. Μια συναφής διάσταση, εξάλλου, είναι το γεγονός πως, όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης υπαινίσσεται στο εδάφιο που παράθεσα μόλις, όσο η προσχώρηση μετατρέπεται σε υπαρξιακή προσχώρηση δυνατό να προκαλέσει υπαρξιακή ένταση. Τουτέστιν: Η μακρόχρονη σταθερότητα του συστήματος εξαρτώνται από το κατά πόσον περαιτέρω ενοποιητικά βήματα (όπως η ΟΝΕ και η άμυνα-ασφάλεια, δηλαδή επιλογές μεγάλων διανεμητικών συνεπειών[59]), συνοδεύονται από την ανάδειξη ενιαίας ευρωπαϊκής κοσμοθεωρίας που παράγει νομιμοποιητικές κοσμοεικόνες[60], από επιλογές που αντιμετωπίζουν την άνιση ανάπτυξη[61], από την διασφάλιση συνθηκών ισότιμης θεσμικής συμμετοχής[62] και από την παντελή απουσία οποιασδήποτε βαθμίδας ηγεμονικών ιεραρχήσεων (επειδή τέτοιες ιεραρχήσεις βρίσκονται σε θεμελιώδη αντίθεση με την κοινοτική λογική). Το τελευταίο σημείο δεν προσυπογράφει κάποια ρομαντική ή ιδεαλιστική λογική για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση[63]. Αντίθετα, εδράζεται στην ιστορική διαπίστωση που βρίσκεται στον πυρήνα των συμπερασμάτων της παρούσης ανάλυσης πως το διεθνές σύστημα αποτελείται από συλλογικές οντότητες των οποίων οι ηθικοκανονιστικές δομές συνιστούν, ουσιαστικά, συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Τα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως βαθμίδας ή επιπέδου, εντάσσονται σε δύο κατηγορίες:

 

Από τη μια πλευρά, βρίσκονται τα «κοινοτικά» συστήματα δικαιοσύνης, δηλαδή αυτά που εντάσσονται στην λογική ύπαρξης μιας «πολιτικής κοινότητας» κοινής κοσμοθεωρίας, κοινών συμφερόντων και αλληλεγγύης που εξαλείφει την άνιση ανάπτυξη και απορρίπτει την αρχή της αυτοβοήθειας. Σ’ αυτή την πλευρά, ουσιαστικά, λίγο-πολύ, βρίσκονται όλα τα βιώσιμα εθνικά-κρατικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης που λίγο-πολύ, επίσης, διακρίνονται από το γεγονός πως στο παρελθόν απέκτησαν επαρκή, για την νομιμοποίηση των κανονιστικών δομών, εσωτερική κοσμοθεωρητική ενότητα. Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται ηγεμονικά, δικτατορικά, ή λίγο-πολύ αυταρχικά-καταναγκαστικά διανεμητικά κανονιστικά συστήματα που κατά κανόνα είναι εσωτερικά κοσμοθεωρητικά κατακερματισμένα. Όπως συνέβηκε στη Σοβιετική Ένωση, ο αυταρχισμός κατέστη αναγκαίος επειδή όταν επικρατεί κοσμοθεωρητικός κατακερματισμός δεν υπάρχει άλλος τρόπος εξουδετέρωσης των αξιώσεων διακριτής κυριαρχίας και διακριτών συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης[64]. Η ιστορία δείχνει, πως αργά ή γρήγορα τα κοσμοθεωρητικά κατακερματισμένα και γι’ αυτό αυταρχικά κανονιστικά συστήματα καταρρέουν εις τα εξ ων συνετέθησαν.  ...»

 

 


 


[1] Όπως και μ' όλα τα ανάλογα ζητήματα διεθνών σχέσεων, και σε αυτή την περίπτωση επιβεβαιώνεται η κλασική θεωρητική θέση του Θουκυδίδη όταν παραθέτει τους Αθηναίους πρέσβεις στην συνομιλία με τους Μήλιους Πρέσβεις: "έχουμε την απαίτηση να επιδιώκουμε πιο πολύ να επιτύχουμε τα δυνατά απ' όσα και οι δύο μας αληθινά έχουμε στο νου μας, αφού ξέρετε και ξέρουμε ότι κατά την κρίση των ανθρώπων το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του και ότι, όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν ότι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται". Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλίο V παρα. 89 (το πλήρες κείμενο του διαλόγου των Μηλίων με τους Αθηναίους πρέσβεις παρατίθεται σε παράρτημα στο τέλος του δεύτερου κεφαλαίου, πιο πάνω).

[2] Η ισχυρή διαπραγματευτική θέση των ΗΠΑ οφειλόταν στην ισχυρή σχετική θέση των ΗΠΑ στον συσχετισμό ισχύος και στην κατοχή συντελεστών δυνάμεως που μπορούσε να χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή και με τον κατάλληλο τρόπο. Τον Φεβρουάριο 1990 ο Πρόεδρος Μπούς πρότεινε μείωση των στρατευμάτων στην Ευρώπη και άφησε να νοηθεί (προφανώς αναληθώς ως προς τις πραγματικές προθέσεις) τελικής αποχώρησης: τα υπόλοιπα αμερικανικά στρατεύματα "δεν θα είναι στην Ευρώπη ως την αιωνιότητα". Βλ. "Ελευθεροτυπία" 2.2.1990. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ο Αμερικανός Πρόεδρος, ελίχθηκε και παραπλάνησε τους Σοβιετικούς ηγέτες για να επιτύχει "αυτό που του επέτρεπε η δύναμή του" (Θουκυδίδης, οπ) λόγω του στρατιωτικού / διπλωματικού πλεονεκτήματος που διέθετε. Για τις τακτικές αυτές βλ. Risse, οπ, ιδ. σελ. 166-7. Επίσης, Zelikow / Rice, οπ, 297-302.

[3] Στο σημείο αυτό, και σε συνδυασμό με τις αναλύσεις των Josef Joffe και Stanley Hoffmann στις οποίες αναφερθήκαμε στην προηγούμενη ενότητα, είναι ίσως σκόπιμο να επισημανθεί το γεγονός πως, την στιγμή που οι ΗΠΑ ανέπτυσσαν έντονη διπλωματική δραστηριότητα στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως έγινε ήδη σαφές στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη ήταν βαθιά διχασμένα στην βάση διλημμάτων ασφαλείας.

[4] Επειδή όταν αναφερόμαστε σε αμυντική πολιτική και εξωτερικές επεμβάσεις τίθενται θέματα οργανωτικής και πολιτικής φύσης με τα οποία συναρτάται η αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα του συστήματος, θα μπορούσαν να γίνουν ορισμένες συγκρίσεις με τις ΗΠΑ. Σ’ αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι συλλογικές επιλογές της Κοινότητας βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση από τις συχνές κομματικές αλλαγές στο εσωτερικό πολλών κρατών. Αυτό είναι ένα κρίσιμο ζήτημα που σχετίζεται με την απουσία κρίσιμης υποστηρικτικής μάζας στα κοινωνικά και πολιτικά ελίτ ενός κράτους ή μιας ομάδας κρατών που καθιστά νομιμοποιημένο και βιώσιμο ένα αμυντικό σύστημα. Χαρακτηριστικό της επιπολαιότητας αλλά και των τεράστιων αντιφάσεων των προσεγγίσεων με τις οποίες έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αυτό το άκρως σημαντικό ζήτημα, είναι η συζήτηση το 1998 για την σύμπηξη, ενόψει του γεγονότος ύπαρξης έντεκα σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στην Κοινότητα, «Σοσιαλιστικού Μετώπου» για την προώθηση ορισμένων συλλογικών στόχων, συμπεριλαμβανομένης της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ταυτότητας (Βλ. για παράδειγμα Το ΒΗΜΑ, 22, σελ. Α1-Α8. Η επιπολαιότητα και οι αντιφάσεις βρίσκονται, μεταξύ άλλων, σε δύο παράγοντες: Πρώτο, κόμματα του ίδιου(;) ιδεολογικού προσανατολισμού συγκλίνουν(;) συγκυριακά και γίνονται βεβιασμένες κινήσεις ανάπτυξης πρόχειρων συμμαχιών εκπλήρωσης ορισμένων στόχων με τρόπο παραγκωνίζονται οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές παρατάξεις (οι οποίες, με βάση τα εκλογικά συστήματα, δυνατό να έχουν την πλειοψηφία ψηφοφόρων στα εκλογικά σώματα). Δεύτερο, ανεξαρτήτως ποιανής ιδεολογικής απόχρωσης είναι τέτοιες συγκυριακές συγκλίσεις, βρίσκονται σ’ αντίφαση με το πλουραλιστικό κεκτημένο του Ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, αναπτύσσουν πολιτικές αντιθέσεις και πολιτικές πολώσεις και θρέφουν μελλοντικές πολιτικές συγκρούσεις όταν το πολιτικό σκηνικό κυμανθεί. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η βιωσιμότητα ενός αμυντικού συστήματος, ακόμη και εάν πρόκειται για εθνικό αμυντικό σύστημα, εξαρτάται από την ύπαρξη κρίσιμης υποστηρικτικής μάζας και όχι από πρόχειρες σεκταριστικές λύσεις συγκυριακού χαρακτήρα.` Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες προσεγγίσεις αντιφάσκουν με την ανάγκη ύπαρξης ευρείας υπέρ – παραταξιακής ιδεολογικής και πολιτικής συναίνεσης για την στήριξη μεγάλων οικονομικών και διπλωματικών επιλογών. Το πρόβλημα, ασφαλώς, επιτείνεται εάν μιλούμε για δεκάδες ξεχωριστά κράτη των οποίων η εσωτερική πολιτική και ιδεολογική δομή είναι ρευστή και μεταβαλλόμενη.  Τρίτο, τέτοιες κινήσεις είναι δηλωτικές του πολιτικού κατακερματισμού του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου και μάλιστα σε ζητήματα μακροοικονομικής και υψηλής στρατηγικής, τομείς οι οποίοι, όπως μόλις τονίσθηκε, απαιτούν ακριβώς τις αντίθετες προϋποθέσεις, ακόμη και στην περίπτωση ενιαίων κρατών, πολύ μάλλον στην περίπτωση μιας μεγάλης ομάδας ετερογενών και ανομοιογενών κρατών. 

[5] Βλ. Financial Times, 13.12.1989, σελ. 1.

 Για ανάλυση των προτάσεων βλ. Zelikow / Rice, οπ, σελ. 143-4. Επίσης Art Robert, Why Europe Needs the United States and NATO, οπ, σελ. 12.

[6] Η κυριότερη ανησυχία του Προέδρου Μιτεράν ήταν πρώτο, η σχετική θέση της Γαλλίας και δεύτερο η διασφάλιση υπό συνθήκες αναρχίας. Οι θέσεις άλλων Γάλλων ηγετών ήταν ανάλογες. Τον Ιανουάριο 1990 ο Ζάκ Σιράκ, διάδοχος του Μιτεράν στην προεδρία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, έγραφε πως «η μεταβατική περίοδος των μεταβολών στην Ανατολή θα είναι μακρά… Η ασφάλεια των λαών δεν πρέπει να διακυβεύεται χωρίς να υφίσταται εξ αρχής μια σαφής ιδέα της διαδικασίας και του στόχου. .. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί σήμερα ότι οι αλλαγές στην Ανατολή θα είναι χωρίς επιστροφή;». Ζάκ Σιράκ, Μια Ελεύθερη Ευρώπη, Το Βήμα, 6.1.1990, σελ. 10. Θα μπορούσαμε να δώσουμε μερικές ακόμη θέσεις για την επανένωση την κρίσιμη εκείνη περίοδο: Ο Βρεταvός Υπoυργός   Εξωτερικώv δήλωvε τo Νoέμβριo 1989 ότι τo θέμα της γερμαvικής  εvoπoίησης «δεv είvαι στηv ημερησία διάταξη». Βλ. "Ελευθερoτυπία", 17.11.1989, σελ. 17. Ο Michel Howard, διακεκριμέvoς διεθvoλόγoς, έγραψε τo καλoκαίρι τoυ 1989: "Υπάρχoυv ελάχιστες πιθαvότητες ότι ακόμη και μία «μετα-Honecker» ΓΛΔ θα επιτρέψει vα απoρρoφηθεί από τov Δυτικό γείτovά της" (τη Δυτική Γερμαvία). Βλ. International Affairs», Summer 1989, σελ. 410. Εvας άλλoς διακεκριμέvoς αvαλυτής, Γερμανικής καταγωγής, o Karl Kaiser, έγραψε ότι η Σoβιετική Εvωση δεv είvαι δυvατό vα απoχωρήσει από τηv θέση ισχύoς πoυ κατείχε στηv Κεvτρική Ευρώπη, θέση πoυ ήταv κρίσιμη για τo status της ΕΣΣΔ στηv παγκόσμια πoλιτική. Βλ. International Affairs, Spring 1989, σελ. 215.  Για παρόμoια   σχόλια, Βλ. επίσης Robert D.Hormats, Redefining Europe and the   Atlantic link, Foreign Affairs, Fall 1989. Bλ. επίσης τηv αvάλυση τoυ Δ. Κώvστα, Για τηv Εξωτερική Πoλιτική (Παπαζήση 1989), σελ. 132 - 34, στηv oπoία αvαφέρεται σε μεγάλo συvέδριo πoυ έλαβε χώραv στη Γερμαvία παρoυσία τoυ Μ. Γκoρμπατσόφ, και τoυ oπoίoυ τα πoρίσματα, όπως τα καταγράφει o συγγραφέας, απoφαίvovτo ότι η «Λαoκρατική Δημoκρατία της Γερμαvίας» απoτελεί μια πραγματικότητα, ότι "oι συγκρoυσιακές σχέσεις Γερμαvώv και Ρώσωv απoτελoύv βραχύβια εξαίρεση στηv ιστoρία της Ευρώπης, και ότι τo «Κoιvό Ευρωπαϊκό Σπίτι» θα μπoρoύσε vα λύσει, με τηv oλoκλήρωσή τoυ, τo «γερμαvικό ζήτημα». Τέλος, ο τέως Καγκελάριος και αρχιτέκτονας της Οστπολιτίκ Βίλλυ Μράντ, «Αυτά όλα δεv σημαίvoυv ότι πρέπει vα υπάρξει απαραιτήτως εvιαίo (γερμαvικό) κράτoς ... η μoρφή κράτoυς ή σχεδόv κράτoυς, μέσα στηv oπoία έχoυv ζήσει oι Γερμαvoί πoτέ δεv εξαρτάται από τoυς ίδιoυς». Τo ΒΗΜΑ 24.9.1989, σελ. 22. Τo Φεβρoυάριo 1990, o ίδιoς πoλιτικός, εξέφρασε τηv εκτίμηση ότι η Γερμαvία θα καταλήξει σε συvoμoσπovδία και όχι σε εvωση, και ότι η   Γερμαvική εvoπoίηση δεv μπoρεί vα πραγματoπoιηθεί παρά μόvo όταv  θα έχει λυθεί τo θέμα τωv στρατιωτικώv συμμαχιώv. Βλ. ΑΠΕ, στη  Σημεριvή (Κ), 11.2.1990, σελ. 5.

[7] Πρόεδρος Μιτεράν, παρατίθεται στο Zelikow / Rice, οπ, σελ. 98.

[8] Μια τέτοια στάση, αναμφίβολα, θα έφερνε την  Γαλλία αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ.

[9] Για το γεγονός πως παρά την στοχαστική θέση του Φρανσουά Μιτεράν υπέρ της πολιτικής ένωσης πριν ανέλθει στην προεδρία, όταν έγινε πρόεδρος χρησιμοποιούσε την διαδικασία ολοκλήρωσης "εργαλειακά" και τακτικά, βλ. Haywood Elizabeth, The European Policy of Francois Mitterrand, Journal Of Common Market Studies, vol. 31, no 2, June 1993, ιδ.σελ. 276-7. Για περαιτέρω ανάλυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Μιτεράν βλ. Tiersky Ronald, Mitterand' s Legacies, Foreign Affairs, January / February 1995, ιδ. σελ. 116-8. Επίσης, Menon Anand, Explaining Defense Policy: The Mitterrand Years, Review of International Studies, vol. 21, 1995.

[10] Όπως θα σημειωθεί πιο κάτω, η απόφαση του προέδρου Μιτεράν να πιέσει την Γερμανία να αποδεχθεί την Νομισματική Ένωση ως αντάλλαγμα της συναίνεσης της Γαλλίας στην επανένωση ήταν απόφαση που λήφθηκε σχεδόν εν μέσο ανεξέλεγκτων εξελίξεων και σχεδόν εν θερμό. Η επόμενη μεγάλη κίνηση να προταθεί η δεύτερη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την Πολιτική Ένωση ήταν μια ενέργεια σχεδόν πανικού, περίπου ένα μήνα μετά το δημοψήφισμα στην Ανατολική Γερμανία που καθιστούσε την επανένωση αναπόφευκτη.

[11] Όπως ήδη αναφέρθηκε, διαβουλεύσεις με την Μόσχα για το Γερμανικό είχαν γίνει και από πλευράς Λονδίνου.

[12] Είναι ίσως χρήσιμο να σημειωθεί ότι, σε γενικές γραμμές, και χωρίς να συμφωνούν με επιμέρους Γαλλικές απόψεις για τις ρυθμίσεις στον αμυντικό τομέα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν μια τέτοια προσέγγιση, δηλαδή την μεγαλύτερη συμμετοχή της Γερμανίας σε Δυτικούς θεσμούς. Εξάλλου, η "στρατηγική συμμετοχής και ενσωμάτωσης" της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα βρισκόταν σε αρμονία με την στρατηγική των ΗΠΑ για ανάλογη συμμετοχή στην Ατλαντική Συμμαχία. Βλ. ανάλυση στο Laurence Freedman, Widening the Circle of Europe, Financial Times, 17.11.1989. Για το γεγονός πως η στρατηγική της ενσωμάτωσης αποτελούσε σκοπό σ' ένα ευρύτερο πολιτικό φάσμα στην Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, βλ. Blackwill Robert, German Unification and American Diplomacy, Aussenpolitik, vol. 45, no 3, 1994. Βλ. επίσης δηλώσεις του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Baker τον Δεκέμβριο 1989, Financial Times, 13.12.1989, σελ. 1.

[13] Για το σημείο αυτό βλ. Gordon Philip, A Certain Idea of France: French Security Policy and the Gaullist Legacy (Princenton Univ. Press, NJ, 1993). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας (σελ. 175), αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γαλλία συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση άλλαξε και ότι δεν μπορούσε πλέον να εφαρμόζει αυτή την στάση δύο μέτρων και δύο σταθμών, γεγονός που ερμηνεύει και τις προτάσεις για την Νομισματική Ένωση οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι αμφίδρομων επιπτώσεων (παρά τις Γαλλικές προσδοκίες για το αντίθετο).

[14] Στο σημείο αυτό, είναι ίσως σκόπιμο να τονιστεί ότι, όπως έγινε σαφές στο κεφάλαιο 3, πιο πάνω, μια παραδοσιακή στάση της Γαλλίας από τον Ντε Γκώλ μέχρι τον Μιτεράν και στην Συνέχεια τον Σιράκ είναι να μη αποδέχεται ξένο έλεγχο ή άλλες επιρροές σ’ οτιδήποτε αφορά την άμυνά της. Στον τομέα αυτό, διατηρεί το προνόμιο απόλυτου εθνικού ελέγχου. Οι πέντε θεμελιακές επιλογές της Γαλλίας στην άμυνα είναι 1)εθνικός έλεγχος, 2) άρνηση στάθμευσης ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της, 3) προτεραιότητα στο πυρηνικό της αποτρεπτικό, 4) τακτική μόνο χρήση των τακτικών πυρηνικών όπλων και 5) προτεραιότητα για προμήθειες στην εγχώρια παραγωγή. Για σύντομη ανάλυση αυτών των πτυχών στο πλαίσιο των επιλογών του 1990 βλ. Menon Anand, Explaining Defense Policy: The Mitterrand Years, Review of International Studies, vol. 21, 1995, σελ. 282-4. Αντίθετα, ως προς την Γερμανία, διαπιστώσαμε πως χωρίς περιστροφές διακήρυττε και πρότεινε διαδικασίες "διεθνοποίησης" των αμυντικών της επιλογών. Την δεκαετία του 1990 αυτή η στάση έγινε ολοένα πιο δύσκολη, γεγονός που εξηγεί, όπως θα διαπιστωθεί στην συνέχεια,  ορισμένους Γαλλικούς ελιγμούς.

[15] Art, οπ, σελ. 19.

[16] Ο τέως Πρόεδρος της Γαλλίας Ζισκάρ Ντ' Εσταίγκ συνήθιζε να λεει πως "χρειαζόμαστε μια οργανωμένη Ευρώπη για να διαφύγουμε την Γερμανική επικυριαρχία". Παρατίθεται στο Art, οπ, σελ. 15.

[17] Για το θέμα αυτό βλ. Grieco Joseph, «The Maastricht Treaty, Economic and Monetary Union and the Neorealist Research Programme», Review of International Studies, vol. 21, no 1, 1995, ιδ. σελ. 29-30.

[18] Art, οπ, σελ. 15.

[19] Για την θεωρητική θεμελίωση αυτής της θέσης βλ. Grieco, οπ, ιδ. σελ. 34.

[20] Ευλόγως, βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει πως τέτοιες τακτικές ήταν σύνηθες φαινόμενο στις απαρχές της διαδικασίας Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην φάση αυτή, όμως, τουλάχιστον διακηρυκτικά, ετίθετο ως στόχος ο μελλοντικός τερματισμός των τακτικών εξισορροπήσεων και όχι η παγίωσή τους ως εγγενούς χαρακτηριστικού της Κοινότητας.

[21] Δηλαδή της αλληλεγγύης, της ισόρροπης και ταυτόχρονης ανάπτυξης, της διακρατικής ισοτιμίας, των συναινετικών αποφάσεων και της διαφάνειας. Για περαιτέρω στοιχεία για την πτυχή αυτή η οποία σχετίζεται με τους «σκληρούς πυρήνες» και την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» βλ. πιο πάνω εντός υποσημειώσεων, ιδ. στο κεφ. 3.4. Βλ. επίσης, Ήφαιστος Παναγιώτης, Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων κατά της Ευρωπαϊκής Ιδέας (Οδυσσέας, Αθήνα, 1994), ιδ. κεφ. 7.2.

[22] Arnold Eckart, German Foreign Policy and Unification, no 3, 1991, σελ. 454.

[23] Στην Γερμανία, η άποψη για μεγαλύτερη εμβάθυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης είχε απήχηση για διάφορους κύκλους και για διάφορους λόγους. Όπως ήδη τονίσθηκε, σε μεγάλη μερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, υπήρχε ιδεολογική απόκλιση υπέρ της πολιτικής ολοκλήρωσης. Τον Σεπτέμβριο 1989, ο Βίλλυ Μπράντ, ενώ δήλωνε πως "δεν σημαίνει απαραιτήτως πως πρέπει να υπάρξει ενιαίο κράτος" υποστήριζε ταυτόχρονα πως "το μέλλον των δύο Γερμανιών εξαρτάται από την Ευρώπη". Βλ. Το Βήμα", συνέντευξη, 29.9.1989. Για εκτενή ανάλυση των τάσεων στην Γερμανία ως προς αυτό το θέμα, βλ. Schwarz Hans - Peter, La Nouvelle Ideologie Allemande: "L' Europe", Politique Etrangere, Autumn 1996. Για τις θέσης του Καγκελαρίου Κόλ, στις σελ. 540-1.

[24] Όπως θα γίνει σαφές στην συνέχεια, η στάση αυτής της Γαλλίας δεν ήταν μια μελετημένη κίνηση προς πραγματική πολιτική ένωση που θα συμπεριλάμβανε την άμυνα και ασφάλεια. Όπως θα διαπιστώσουμε, σύντομα, όταν η Γαλλία κατάλαβε πως η προσέγγιση "ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης" ήταν αδιέξοδη και ίσως αντιπαραγωγική έκανε στροφή προς τις Αγγλικές θέσεις ως προς την Ατλαντική θέση με αποτέλεσμα στενότερους δεσμούς με το ΝΑΤΟ. Όπως παρατηρεί ο Robert Art (οπ, σελ. 17&18), "εάν [στην συνέχεια, μετά τη διακήρυξη Μιτεράν - Κόλ], τα θέματα άμυνας πήγαιναν μόνον τον μισό δρόμο απ' ότι πήγαν τα οικονομικά η πολυδιαφημισμένη Γαλλική αυτονομία θα είχε διαβρωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό". 

[25] Για τα αποτελέσματα στην Συνθήκη του Μάαστριχ ως προς την άμυνα και την ασφάλεια, βλ. Χριστοδουλίδης Θ.Α., Το Μετέωρο Βήμα. Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Χριστοδουλίδης Θ. - Στεφάνου Κ. (επ.), Η Συνθήκη του Μάαστριχ, Συνθετική Θεώρηση (Σιδέρης, Αθήνα, 1993). Επίσης, Ήφαιστος Π. Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, οπ., ιδ. κεφ. 3. Επίσης, Gordon Philip, Europe' s Uncommon Foreign Policy, International Security, Winter 1997, ιδ. σελ. 83-9. Υπενθυμίζεται ότι της Συνθήκης του Μάαστριχ προηγήθηκε η Σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου στο ανακοινωθέν διακηρύχθηκε πως "Η Ατλαντική Συμμαχία είναι ο βασικός χώρος για διαβουλεύσεις μεταξύ των μελών και  σύναψης συμφωνιών που αφορούν την άμυνα και την ασφάλεια των συμμάχων βάση της Συμφωνίας της Ουάσινγκτον". Βλ. The Alliance's Strategic Concept, NATO Handbook (NATO Office of Information and Press, 1995).

[26] Για άλλους λόγους που ωθούσαν την Γαλλία να πάρει πρωτοβουλίες στον τομέα της Άμυνας όπως οι εξελίξεις στον Κόλπο και την Γιουγκοσλαβία βλ. Menon Anand, From Independence to Cooperation: France, NATO and European Security, International Affairs, no 1, 1995, σελ. 22.

[27] Βλ. για παράδειγμα τις ιδέες του Γάλλου Υπουργού Άμυνας για πιθανές διμερείς συνεργασίες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο στον συμβατικό τομέα, στους Financial Times, 8.6.1990.

[28] Βλ. Forget Michel, La Dissuasion Nucleaire Francaise: Continuite et Changement, Defense Nationale, Decembre 1997, ιδ. σελ. 44.

[29] Βλ. Menon Anand, From Independence to Cooperation: France, NATO and European Security, οπ, σελ. 23. Επίσης, Croft Stuart, European Integration, Nuclear Deterrence and Franco - British Nuclear Cooperation, International Affairs, vol. 72, no 4, 1996, ιδ. σελ. 780.

[30] Εάν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τους δύο όρους, θα μπορούσαμε να πούμε πως στην περίπτωση των υπερεθνικών κατασκευών επιχειρείται να στηριχθούν σε κοινές ιδεολογικές παραδοχές, εταιρικού κυρίως χαρακτήρα και να συμπληρωθούν με έμμεσες έστω διαδικασίες δημοκρατικού ελέγχου, ενώ στην περίπτωση των υπερκρατικών δομών η άσκηση λαϊκής κυριαρχίας είναι στοιχειώδης ή ανύπαρκτη και το σύστημα αναπτύσσει εσωτερικές δομές που ιεραρχούνται στη βάση κριτηρίων ισχύος, ακόμη και αυταρχικού χαρακτήρα. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ιδιαίτερα στην ύστερη φάση ανάπτυξής της αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο: Ενώ η αρχική παραδοχή ήταν πως οι υπερεθνικές διαδικασίες μέσω κοινοτισμού θα οδηγούνται ολοένα και περισσότερο στην δημιουργία «πολιτικής κοινότητας» και σε κοινούς υπερεθνικούς θεσμούς που θα νομιμοποιούνται στην αναδυόμενη ευρωπαϊκή κοινωνία, στην ύστερη φάση ανάπτυξής της οι τάσεις προς πολλές ταχύτητες και η συμμετοχή σ’ αυτές στη βάση κριτηρίων ισχύος κατατείνουν προς την ανάδειξη ενός ιεραρχημένου υπερκρατικού συστήματος μεγάλου δημοκρατικού ελλείμματος.    

[31] Επειδή αφορά άμεσα και ζωτικά τον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας των μελών, τις μακροοικονομικές αποφάσεις, τις κοινωνικές ισορροπίες, τις διακρατικές ανακατανομές ισχύος και την άνιση ανάπτυξη.

[32] Κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει, ασφαλώς, πως η αφετηριακή κοινοτική-υπερεθνική λογική έχει εγκαταλειφτεί και αντικατασταθεί από βιώσιμες πραγματιστικές συνεργατικές προσεγγίσεις. Ένα τέτοιο επιχείρημα είναι λανθασμένο για πολλούς λόγους. Μεταξύ άλλων: Πρώτο, αγνοεί το διεθνές πρόβλημα, το οποίο, όπως εξηγήθηκε στο κεφάλαιο 14, πιο πάνω, βρίσκεται στη βάση κάθε σοβαρού προβληματισμού που οικοδομείται στο Παραδοσιακό Παράδειγμα. Δεύτερο, η αφετηριακή λογική, παρέπεμπε στο όραμα της δια-κοινωνικής αλληλεγγύης (και έτσι εμμέσως πλην σαφώς στην εξάλειψη του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης) και της δημιουργίας ενός συστήματος πλουραλισμού, ισοτιμίας και δημοκρατίας. Τρίτο, η αφετηριακή διεθνιστική-υπερεθνική λογική, επίσης, έχει ενσωματωθεί στις Συνθήκες, διέπει την φιλοσοφία και λειτουργία των θεσμών, κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο των αντιπροσώπων των Κοινοτικών θεσμών και συχνά –έστω και ρητορικά– στον δημόσιο λόγο πολλών ηγετών των κρατών-μελών. Τρίτο, υπάρχουν τα ζωντανά παραδείγματα των Κοινών Πολιτικών οι οποίες –έστω και αν ελέγχονται από τα διακυβερνητικά όργανα– εφαρμόζονται με πολλή δόση αυτονομίας από υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Εκτελεστική Επιτροπή. Τέταρτο, η Εκτελεστική Επιτροπή, τόσο στις πρωτοβουλίες απόρροια καταστατικών βαθμίδων δικαιοδοσίας όσο και στις κατά καιρούς εκθέσεις της κατατείνει προς στάσεις-παραδοχές σαφώς διεθνιστικού-υπερεθνικού περιεχομένου. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, χιλιάδες διανοούμενοι, πολλοί εξ αυτών ερευνώντας και γράφοντας με άμεσες χρηματοδοτήσεις (που ενίοτε εκλαμβάνονται ως σχετιζόμενες με «όρους εντολής» παραγωγής υπερεθνικής ιδεολογίας) κατατείνουν προς απολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές που εξασθενίζουν τον ορθολογισμό-ευθυκρισία στον πολιτικό λόγο, την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τον επιστημονικό λόγο που αποστερείται έτσι ακόμη και προσχημάτων στοιχειώδους επιστημονικής ουδετερότητας.  

[33] Η ανάλυση αυτή, όσον αφορά την άμυνα, την ασφάλεια και την διπλωματία, θεωρεί, στηριζόμενη σε θεμελιώσεις προγενέστερων δημοσιεύσεων (βλ. Ifestos 1987, 1988, Ήφαιστος 1999β, 2000, Αρβανιτόπουλος-Ήφαιστος 2000), πως η δυτική Ευρώπη αποτελεί υποσύστημα μιας ευρύτερης διακρατικής συσπείρωσης, του ευρωατλαντικού χώρου.

[34] Ο Schwarz (1996, ιδ. σ. 537-41), υποστηρίζει πως η Γερμανία υπερβάλλει με υπερ-προβολή του «ευρωπαϊκού ιδεώδους» ενώ κάνει σοβαρά λάθη ή αντιφάσεις στα εξής ζητήματα: 1. Εμβάθυνση της ΕΕ. 2. Η Βόννη, με το μάτι στην κεντρική Ευρώπη, προσποιούταν πως  διεύρυνση και η εμβάθυνση δεν είναι αντιθετικές πορείες. 3. Ο «σκληρός πυρήνας» που υποστήριξε η Βόννη θα αλλάξει την διαλεκτική των ενδο - κοινοτικών σχέσεων και θα διαταράξει τις λεπτές ισορροπίες. 4. Οι φιλοδοξίες για κοινή Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα είναι ουτοπικές. 5. Δεν λαμβάνεται υπόψη η εσωτερική αντίσταση των Ομοσπονδιακών κρατών της Γερμανίας. 6. Η ΟΝΕ είναι τεχνητό κατόρθωμα που θα προκαλέσει διασπάσεις και φυγόκεντρες τάσεις. Επίσης, πως οι πλειοψηφικές αποφάσεις που ευνοεί η Βόννη θα επιφέρουν διχόνοιες και ενδεχομένως διάσπαση και πως η Βόννη δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός πως το Λονδίνο και το Παρίσι δεν θέλουν αύξηση των εξουσιών του Ευρωκοινοβουλίου και μεταβίβαση ουσιωδών εξουσιών σε θέματα κοινωνικών ισορροπιών, ειρήνης,  πολέμου. Για την αντίθετη άποψη βλ. Asmus, οπ. σ. 258-61).

[35] Το θέμα αυτό εξετάστηκε επανειλημμένα από τον Joseph Grieco. O Grieco, υποστήριξε πως ο φόβος της άνισης ανάπτυξης (και ιδιαίτερα των σχετικών κερδών, βλ. κεφ. 15, πιο πάνω) υποβόσκει παρά τους συνεργατικούς θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (βλ. Grieco 1995). Αυτό θα γίνει ακόμη πιο καθαρό στην συνέχεια όταν θα αναφερθούμε στην φάση της Γερμανική επανένωσης. Για εξέταση του θέματος των σχετικών κερδών βλ. Grieco 1988 και 1990.

[36] Η υποστήριξη της Ατλαντικής Συμμαχίας σχετίζεται, ενδεχομένως, με το γεγονός πως παραδοσιακά, η Γερμανία δεν είχε εμπιστοσύνη στην Αγγλία και στην Γαλλία για την πυρηνική της κάλυψη. Συνδυασμένο με το γεγονός ότι η Γερμανία είτε δεν δύναται να αποκτήσει –τουλάχιστον στο ορατό μέλλον– πυρηνικά όπλα χωρίς μεγάλες ανατροπές των ισορροπιών, η κρατούσα άποψη στην Βόννη μετά τον ψυχρό πόλεμο είναι ότι, «μια μικρότερη δύναμη δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια μιας μεγάλης δύναμης» (βλ. Macridis Roy, ό.π., σ. 112). Μετά τον ψυχρό πόλεμο, επίσης, η Γερμανία δεν φαίνεται να άλλαξε στάση. Γερμανοί επίσημοι επαναλαμβάνουν πως «μια μικρότερη δύναμη δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια μιας μεγαλύτερης δύναμης» (Παρατίθενται στο Yost 1993, σ. 112). Η κρατούσα θέση στη Γερμανία μετά τον ψυχρό πόλεμο για το ενδεχόμενο κάλυψης της Γερμανίας από άλλη Ευρωπαϊκή δύναμη είναι ενδεικτική τόσο των νέων τάσεων όσο και της νέας αυτοπεποίθησης της Γερμανικής διπλωματίας.

[37] Παρά το γεγονός πως όλες οι ενδείξεις μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δείχνουν ότι οι ΗΠΑ επέλεξαν την Ατλαντική Συμμαχία ως το βασικό εξωτερικό μέσο εξωτερικής πολιτικής, η σταθερότητα του θεσμού αυτού, και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής κοινότητας, είναι συνάρτηση δύο κρισίμων παραγόντων. Πρώτο, ότι αυτό θα συνεχίσει να ευνοεί τα Αμερικανικά συμφέροντα με την ίδια ένταση που παρατηρήθηκε την δεκαετία του 1990. Δεύτερο, ότι νέες πολώσεις στον διεθνή χώρο ή απρόβλεπτα γεγονότα (πχ απειλή κατά της Γερμανίας από μια μεγάλη πυρηνική δύναμη) δεν θα προκαλέσουν δραστικές αλλαγές στις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Για το ενδεχόμενο να απειληθεί η Γερμανία ή η Ιαπωνία και η πιθανή αντίδρασή τους βλ. Waltz 1993β, ιδ. σ. 52-5, Layne 1993, ιδ. σ. 37.

[38] Ένα συναφές επιχείρημα είναι ό,τι όχι μόνον η Γαλλία δεν θα επιτύχει τους στόχους που έθεσε όταν επιδίωξε την ΟΝΕ αλλά επιπλέον η Γερμανική οικονομική και νομισματική επικυριαρχία θα είναι αναπόφευκτη. Βλ. Joffe 1993, ιδ. σ. 38.

[39] Η βασική αντίφαση έγκειται στο γεγονός πως ενώ όλοι ώθησαν ή αποδέχθηκαν την ΟΝΕ ως συγκυριακή διέξοδο στο πλαίσιο βεβιασμένης αντιμετώπισης καυτών προβλημάτων που έθετε η Γερμανική επανένωση (βλ. πιο κάτω), η βιωσιμότητα του εγχειρήματος είναι συνάρτηση ουσιαστικών βημάτων προς την Πολιτική Ένωση την οποία κανείς δεν φαίνεται να επιθυμεί, να οραματίζεται ή να αποδέχεται. Για το θέμα της πολιτικής ένωσης, βλ. την κατατοπιστική ανάλυση του Niblett 1996, ιδ. σ. 102-4, όπου και παρατίθενται οι θέσεις Ευρωπαίων ηγετών ως προς το ζήτημα αυτό. 

[40] Για ανάλυση των δομικών τάσεων και προβλέψεις ότι η ανάπτυξη των διλημμάτων που υποβόσκουν είναι πολύ πιθανή, βλ. Mearsheimer 1990, ιδ. σ. 32, Glaser 1993, ιδ. σ. 22,24-5,28-9. Για την άποψη πως οι διευθετήσεις της δεκαετίας του 1990 για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Ταυτότητα είναι στρατηγικά προβληματικές και πως εάν οι Ευρωπαίοι δεν μπορέσουν να αναπτύξουν συνεργασία θα υπάρξουν, ενδεχομένως, αποσταθεροποιητικές τάσεις βλ. Ruggie 1996, ιδ. σ. 114-5&120-2. Για την άποψη πως στην Γερμανία και ιδιαίτερα στις τάξεις των Σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις, ιδιαίτερα ως προς τα πυρηνικά της Βρετανίας και Γαλλίας, βλ. Croft 1996, ιδ. σ. 782.

[41] Για τα προβλήματα και διλήμματα του θέματος του Αμερικανικού ηγεμονικού ρόλου υπό το πρίσμα του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος βλ. Ikenberry J. (1996). Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι, στον ορατό ορίζοντα, η πιθανή πρόκληση θα μπορούσε να προέλθει από κάποια χώρα της οποίας οι δείκτες οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος θα αμφισβητήσουν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Η πρόκληση συμπληρώνει, πρέπει να έχει κίνητρα ισχύος αλλά και «κοινωνικά» κίνητρα (σελ. 402).

[42] Οι βρετανικές ανησυχίες για την κατανομή ισχύος στην ηπειρωτική Ευρώπη λόγω δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν καλύτερα παρά μόνο με την παράθεση παλαιότερης συνομιλίας το 1958 μεταξύ του Ντε Γκωλ και του βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλλαν για την αξίωση του Λονδίνου να ενταχθεί ως πλήρες μέλος. Ο στρατηγός Ντε Γκωλ γράφει τα εξής: «Οι άγγλοι, δεν δέχθηκαν ποτέ ούτε να δουν την ήπειρο να ενώνεται ούτε να γίνουν ένα μαζί της. Μπορεί να πει κανείς μάλιστα, κατά κάποιο τρόπο, πως εδώ και οκτώ αιώνες ολόκληρη η ιστορία της Ευρώπης έγκειται σ' αυτό. (…) [αφού αποφάσισε να μη συμμετάσχει στην Κοινότητα την δεκαετία του 1950] (…) Έπειτα, με την πρόθεση να ματαιώσει την απόπειρα των Έξι, τους είχε προτείνει να οργανώσουν μαζί της και με μερικούς άλλους μια ευρύτατη ζώνη ελευθέρων ευρωπαϊκών ανταλλαγών. Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα την ημέρα της επιστροφής μου στην εξουσία. Στις 29 Ιουνίου του 1958 είδα να καταφθάνει στο Παρίσι ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν. Στη μέση των φιλικών μας συνομιλιών για πολλά θέματα μου δήλωσε ξαφνικά πολύ συγκινημένος: «Η κοινή Αγορά είναι, γι’ ακόμη μια φορά, το Ηπειρωτικό Σύστημα (που θα μας Αποκλείσει). Η Αγγλία δεν το δέχεται. Σας παρακαλώ, παραιτηθείτε απ’ το εγχείρημα αυτό. Ειδάλλως, θα μπούμε σ’ έναν πόλεμο που, ασφαλώς, θα είναι οικονομικός στην αρχή, μα θα κινδυνεύσει να απλωθεί βαθμιαία και σε άλλους τομείς». (…). Στα μέσα του 1961 οι Άγγλοι ξανάρχισαν την επίθεση. Αφού δεν είχαν κατορθώσει να εμποδίσουν τη γέννηση της Κοινής Αγοράς απ’ έξω, σχεδίαζαν τώρα να την παραλύσουν από μέσα. Παύοντας να απαιτούν τη ματαίωσή της, δήλωναν τώρα, αντίθετα, πως ήθελαν να λάβουν μέρος σ’ αυτή» Ντε Γκωλ 1970, τόμος Α΄, σ. 363,366. Το 1962, επίσης ο βρετανός πρωθυπουργός επανέλαβε τις ίδιες θέσεις λέγοντας: «Εάν μείνουμε εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μου φαίνεται ότι οι πραγματικότητες στο επίπεδο της [νέας κατανομής] ισχύος θα υποχρεώσουν τους Αμερικανούς φίλους μας να προσδώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις απόψεις και τα συμφέροντα της Κοινότητας και λιγότερη προσοχή στα δικά μας. Θα μπορούσαμε να δούμε, ακόμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κοινότητα να συντονίζονται και να συνεργάζονται σε σημαντικά ζητήματα, με πολύ λίγα κίνητρα για να διασφαλίσουν τη συμφωνία μας ή ακόμη και απλώς να μας συμβουλευτούν. Εάν χάσουμε την επιρροή μας στην Ευρώπη και στην Ουάσινγκτον ταυτόχρονα, και κάτι τέτοιο [η μη ένταξη στην Κοινότητα] θα υπονομεύσει και θα φθείρει σοβαρά την διεθνή μας θέση» (Harold Macmillan, που επανέλαβε παραθέτοντας την ο Howe 1990, σ. 687,688).

[43] Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ομοφωνία απ’ ότι στην δεκαετία του 1980. Μετά τον ψυχρό πόλεμο τα τρία κόμματα δεν είχαν ουσιαστικές αποκλίσεις (βλ. Bellamy 1992, ιδ. σ. 449. Για το εσωτερικό ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται η αμυντική στρατηγική, βλ. Wallace W. 1991, σ. 69

[44] Για ανάλυση όσον αφορά τις Βρετανικές στάσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ βλ. Bailes 1995, σ. 89. Όπως θα γίνει αντιληπτό στην συνέχεια, το Λονδίνο διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην μετεξέλιξη της Ατλαντικής Συμμαχίας και των σχέσεων της Ευρώπης με αυτή. Ουσιαστικά, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και ενώ η Γαλλία ταλαντευόταν (τουλάχιστον μέχρι το 1994-95), η Βρετανία ασκούσε εποπτεία των διεργασιών και διαβουλεύσεων. Όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, το αποτέλεσμα είναι πως μετά την απόφαση του Βερολίνου τον Ιούνιο 1996 το θέμα του ευρωπαϊκού πυλώνα της Ατλαντικής συμμαχίας, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δρομολογήθηκε στις γραμμές της παραδοσιακής αντίληψης περί «ατλαντικής ευρωπαϊκής άμυνας», θέση με την οποία, για διάφορους λόγους, το Παρίσι προσαρμόσθηκε.

[45] Η στάση των Βρετανών στο θέμα του ελέγχου των εξοπλισμών και δη του πυρηνικού οπλοστασίου είναι ανάλογη των Γάλλων. Όπως το έθεσε ο Βρετανός πρωθυπουργός παλαιότερα, στάση την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίζει να υιοθετεί, "εάν οι αριθμοί των πυρηνικών όπλων των δύο υπερδυνάμεων μειωθούν μαζικά και εάν εισέλθουμε σ' ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο, τότε ίσως να καταστεί δυνατό να συνυπολογισθούν τα πυρηνικά όπλα της Βρετανία στον έλεγχο των εξοπλισμών". Βλ. Kolodziej Edward, Modernization of British and French Nuclear Forces: Arms control and security dimensions, στο Jacobsen Carl, The Uncertain Course, New Weapons, Strategies and Mind - Sets (Oxford University Press, UK, 1987), σελ. 249. Για ανάλυση ως προς το πυρηνικό αποτρεπτικό της Βρετανίας όπως διαμορφώθηκε μετά την ανανέωση του οπλοστασίου της, βλ. Duval 1996.

[46] Η δήλωση του Malcolm Rifkind, υφυπουργού εξωτερικών της Βρετανίας είναι χαρακτηριστική: «Δεν είναι προς το συμφέρον μας να ενθαρρύνουμε οποιαδήποτε σκέψη πως μια μεγάλη σύγκρουση στην Ευρώπη στην οποία υπάρχει πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα δεν είναι συνδεδεμένη με τα ζωτικά συμφέροντα όλων των συμμάχων συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών» (παρατίθεται στο Yost 1993 σ. 112).

[47] Αυτή είναι μια αξίωση ισχύος της Βρετανίας όχι χωρίς συνέπειες για τις πολιτικές σχέσεις στην Ευρώπη. Όπως έγραψε ο Κρίστοφερ Σόαμς, πρεσβευτής της Βρετανίας στο Παρίσι τη δεκαετία του 1960, «λόγω της στενής σχέσης των Βρετανών με τις ΗΠΑ, η Βρετανία φάνταζε στα μάτια του Ντε Γκωλ ως απειλή». Βλ. Το ΒΗΜΑ, 29.4.2001, σ. Α32.

[48] Ως προς τις «πρακτικές ανάγκες», η Βρετανία, ενωρίς μετά τον ψυχρό πόλεμο και εναρμονιζόμενη με ανάλογες τάσεις στην μετεξέλιξη του στρατηγικού δόγματος της Ατλαντικής Συμμαχίας, επεδίωξε ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων που επιτρέπουν επεμβάσεις σε περιφερειακές κρίσεις. Αυτό, πάντοτε στο πλαίσιο των συμμαχιών της και των ειδικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ, βελτίωσαν τη δυνατότητα αφενός αυτόνομης δράσης και αφετέρου ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων με τις ισχυρότερες δυνάμεις (βλ. Witney ο.π., σ. 100-4. Οι πρωτοβουλίες εντός του ΝΑΤΟ, εξάλλου, πρέπει να είναι όργανα δράσεων που θα βρίσκονται σ’ αρμονία με τους στρατηγικούς στόχους της Ατλαντικής Συμμαχίας θα χαρακτηρίζονται, τόσο ως προς την συμμετοχή όσο και ως προς τον τρόπο ενέργειας, από ευκαμψία σ’ όλα τα επίπεδα. Βλ. Wallace H. 1996, σ. 57.

[49] Ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός, σ’ απάντηση στην έκθεση Λάμερ (συμβούλου του Γερμανού Καγκελαρίου), δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ήδη υπερέβη αυτό που οι πατέρες εννοούσαν ως «ένωση». Το κράτος, τόνισε, παραμένει ο μόνος νομιμοποιημένος θεσμός και κάθε προσπάθεια υιοθέτησης θεσμικών ρυθμίσεων που παρακάμπτουν αυτή την πραγματικότητα θα αποδυναμώσει αντί να δυναμώσει την ευρωπαϊκή ένωση. Βλ. Niblett 1996, σ. 102.

[50] Βλ. το πλήρες δοκίμιο της Thatcher ό.π., Βλ. επίσης Wallace H., ό.π., 1996, σ. 57, Howard 1995, ιδ. σ. 714-5, Gordon 1996, ιδ. σ. 138, Witney 1994-95, ιδ. σ. 96-7.

[51] Για ανάλυση και άλλες πληροφορίες για την μετεξέλιξη της σχέσης Βρετανία – Γαλλίας βλ. μεταξύ άλλων, τις πιο κάτω αναλύσεις ή θέσεις. Juppe 1995, σ. 12, Croft 1996, Gnessoto 1996, ιδ. σ. 114, Boyer 1996, Viot 1997, ιδ. σ. 13-5, Wallace W 1991, ιδ. σ. 150.

[52] Βλ. την συζήτηση Θάτσερ – Μιτεράν, όταν αποφασίσθηκε να αρχίσουν επαφές, στο Thatcher 1993, ιδ. σ. 796-8.

[53] Πρέπει να σημειωθεί πως η σύγκλιση των δύο χωρών ως προς την Ατλαντική Συμμαχία ούτε εύκολη είναι ούτε δεδομένη. Ουσιαστικά, η συνεργασία Γαλλίας - Βρετανίας συναντά δύο μεγάλα εμπόδια. Το πρώτο οφείλεται στο γεγονός πως η συνεργασία Βρετανίας - ΗΠΑ αποκλείει μεταφορά τεχνολογίας σε τρίτη χώρα. Δεύτερο, υπάρχει ουσιώδης απόκλιση στρατηγικών επιδιώξεων. Η μεν Βρετανία βλέπει την Αμερικανική κάλυψη στην ολότητά της θέτοντας, κατά κάποιο τρόπο, σε δεύτερη μοίρα τα εθνικά πυρηνικά αποτρεπτικά, ενώ η Γαλλία εκ παραδόσεως θεωρούσε τις συμμαχίες αναξιόπιστες, ειδικά τις πυρηνικές συμμαχίες (βλ. Wallace 1991, ιδ. σ. 150,152,&157-8. Για τις δυσκολίες και τους περιορισμούς βλ. Croft 1996, ιδ. σ. 787.

[54] Όπως είναι γνωστό, αυτό το πρόβλημα στη συνέχεια αντιμετωπίστηκε, εν μέσο συχνών αντιθέσεων λόγω πιέσεων για διεύρυνση, με ενίσχυση των ταμείων σύγκλισης. Όμως, υπάρχει κοινή παραδοχή ότι, αφενός, πραγματική σύγκλιση απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη μετάθεση πόρων, και αφετέρου, η ΟΝΕ δημιουργεί συνθήκες έντονου ανταγωνισμού χωρίς επαρκείς ασφαλιστικής δικλείδες για τη βοήθεια κάποιου μέλους που για κοινωνικούς ή άλλους λόγους δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει. Ουσιαστικά, περίπου στην βάση της αρχής της αυτοβοήθειας και με τον κίνδυνο της άνισης ανάπτυξης να παραμονεύει, οι εθνικές οικονομίες βρίσκονται σε ανοικτό ανταγωνισμό χωρίς επαρκείς κοινοτικές ρυθμιστικές εξουσίες, υπό συνθήκες συγκέντρωσης πολλών εξουσιών σε χέρια τεχνοκρατών και με κοινή παραδοχή διαρκούς αύξησης του δημοκρατικού ελλείμματος.   

[55] Ο Joseph Grieco εξέτασε τους λόγους της συμμετοχής των κρατών μελών στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση στη βάση της υπόθεσης ότι «εάν τα κράτη έχουν ένα κοινό συμφέρον και εισέλθουν σε διαπραγματεύσεις για τον προσδιορισμό του συνεργατικού πλαισίου, τότε οι λιγότερο αλλά ακόμη σημαίνοντες συντελεστές θα αναζητήσουν τρόπους, ούτως ώστε οι κανόνες που θα οικοδομηθούν θα τους προφέρουν αρκετές ευκαιρίες να ακουστεί η φωνή τους, τα συμφέροντά τους και τα ενδιαφέροντά τους, και γι’ αυτό να εμποδίσουν ή τουλάχιστον να βελτιώσουν την θέση τους έναντι της [αναπόφευκτης] επικυριαρχίας των ισχυρότερων» (Grieco 1995, σ. 34.). Τα συμπεράσματά του σε σχέση με τα γεγονότα αυτής της περιόδου είναι πως επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση της ρεαλιστικής θεωρίας. Όπως εξάλλου, εξακριβώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, καθώς και στις προηγούμενες σελίδες αυτού του κεφαλαίου, οι στάσεις τόσο της Γαλλίας όσο και της Βρετανία έβλεπαν τη συμμετοχή ως προσέγγιση που θα βοηθούσε στο να «ακούγεται η φωνή τους», να συμμετάσχουν στις αποφάσεις που τις αφορούν, να επηρεάζουν τις παραστάσεις των τρίτων για τη σημασία της χώρας τους και να αποτρέπουν αποφάσεις οι οποίες δυνατό να είναι βλαπτικές για τα εθνικά τους συμφέροντα. Οι επιδιώξεις αυτές, εξάλλου, συνδέονται άμεσα με γενικότερους στρατηγικούς στόχους που αφορούν τη σχετική θέση των χωρών αυτών στους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος.

[56] Αυτή η παρατήρηση, προφανώς, δεν προδικάζει την δυνατότητα διαφορετικών επιρροών μεταξύ των κρατών-μελών στο σύστημα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

[57] Για τις επιφυλάξεις του Ζακ Ντελόρ, βλ. Το Βήμα, 3.1.1999, σελ. Α5. Όπως το έθεσε σε αναφορά με την ανάγκη σταθεροποιητικών πολιτικών στα κράτη-μέλη και την ανάγκη ανακατανομών πόρων μέσα από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό, το πάγωμα των δαπανών είναι ένα διάβημα που «οδηγεί την ένωση σε ένα στενωπό. Και ίσως στον κίνδυνο διάλυσης. Η διάλυση θα είναι κατ’ αρχάς ψυχολογική και πολιτική. Θα συνεχίσουμε να είμαστε μέλη της λέσχης αλλά θα πιστεύουμε σε αυτή όλο και λιγότερο».

[58] Όπως τονίστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, η διερεύνηση των αφετηριακών λογικών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δείχνει πως ακόμη και στις αρχικές φάσεις η ρομαντική ρητορική υπέκρυπτε σκληρά στρατηγικά συμφέροντα και κυρίως το εθνικά οικονομικά συμφέροντα.

[59] Γεγονός που απαιτεί συνεκτίμηση των υπαρκτών εθνικών-συμφερόντων.

[60] Η οποία απουσιάζει παντελώς παρά μόνο ως επιδερμική εταιρική αντίληψη που συναρτάται με κοινά θεσμικά χαρακτηριστικά και ρευστές-ασταθείς ωφελιμιστικές προσδοκίες που δυνατό να αντιστραφούν ανά πάσα στιγμή λόγω της εισαγωγής κριτηρίων ισχύος που επαναφέρουν δραστικά το σύστημα στις λογικές της αναρχίας και της αρχής της αυτοβοήθειας. 

[61] Η οποία, άνιση ανάπτυξη δεν αντιμετωπίζεται με τα ασήμαντα σε σχέση με τις ανάγκες ταμεία σύγκλισης που περισσότερο υπογραμμίζουν την εισαγωγή της αρχής της αυτοβοήθειας παρά την ύπαρξη αλληλεγγύης [Πόσες φορές την τελευταία δεκαετία, για παράδειγμα, ηγέτες λιγότερο ισχυρών κρατών απαιτούσαν δραστικές κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές αλλαγές εν ονόματι της αρχής της αυτοβοήθειας που εισήγαγαν οι ρυθμίσεις για την ΟΝΕ; Λέχθηκε ποτέ η ίδια προειδοποίηση αναφορικά με ποια επαρχία κάποιου κράτους; Αυτή δεν είναι η ουσιώδης-θεμελιώδης διαφορά μεταξύ ενός ολοκληρωμένου χώρου και ενός άναρχου χώρου στον οποίο ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας;]  

[62] Ενόσω υπάρχουν ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, εθνικές κανονιστικές δομές και εθνικές-κρατικές κοσμοθεωρίες-πολιτισμοί [κάτι το οποίο κανένας σοβαρός αναλυτής ή πολιτικός ηγέτης δεν αρνείται] η ομοφωνία στους Κοινοτικούς θεσμούς είναι το αντίστοιχο της ελευθερίας στις διαπροσωπικές σχέσεις. Εν ονόματι τίνος πολιτικού δόγματος, επομένως εισάγονται πλειοψηφικές αποφάσεις που παραβιάζουν –έστω εμμέσως– την διακρατική ισοτιμία; Συναφώς, είτε οι πλειοψηφικές αποφάσεις συνοδεύονται από επαρκή αλληλεγγύη και ολοκλήρωση είτε συμβαίνει το αντίθετο και συνιστούν καταναγκαστική υπαρξιακή προσχώρηση που αναπόδραστα οικοδομεί εντάσεις και αντιφάσεις.  

[63] Δηλαδή, δεν προσυπογράφει όλες εκείνες τις αφελείς εκτιμήσεις που περίπου εκλαμβάνουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως περίπου αλτρουιστική διαδικασία.

[64] Όπως υποστηρίχθηκε πιο πάνω, η υπόσχεση παγκόσμιου ή τουλάχιστον σοβιετικού αταξικού συστήματος αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, δεν ευοδώθηκε με αποτέλεσμα το εταιρικό κοινωνικοπολιτικό θεμέλιο να αποδειχθεί ανεπαρκές. Έτσι, η σοβιετική κανονιστική δομή υποχώρησε μπροστά τις αξιώσεις διακριτής κυριαρχίας. 

-----------------------------

1.3.2010. Επιστολή στους συναδέλφους της Εταιρείας Διεθνών Σχέσεων και Διεθνούς Δικαίου

Σημ. Η Εταιρεία Διεθνών Σχέσεων και Διεθνούς Δικαίου έγινε πριν δύο περίπου δεκαετίες για να γεφυρώσει τις θέσεις μεταξύ διεθνολόγων των πολιτικών όψεων των διεθνών σχέσεων και των νομικών διεθνολόγων. Εξ αντικειμένου και πασίδηλα απέτυχε. Οι δύο αυτοί τομείς που κανονικά έπρεπε να αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος κινούνται σε δύο διαφορετικά αεροπλάνα προς αντίθετες κατευθύνσεις. Οι νομικοί διακλαδώνονται σε νομικιστές και θετικιστές, οι δεύτεροι προσκολλημένοι σε αποτύπωση της νομικής δομής και πρώτοι συνήθως αεροβατούντες, ενίοτε μάλιστα με απαράδεκτα για νομικούς αξιολογικό-κοσμοπλαστικό τρόπο. Οι δεύτεροι διακλαδώνονται από την μια πλευρά στην αξιολογικά ελεύθερη θουκυδίδεια παράδοση και από την άλλη πλευρά στην κατευναστική εκείνη τάση που είτε ανεπίγνωστα είτε συνειδητά υπηρετεί τον "Άλλο". Τώρα τι είναι ο "Άλλος" ψάξτε το στις υπογραφές για το σχέδιο Αναν, τα βιβλία ιστορίας και στα χαρούμενα κοινωνικοπολιτικά "ελληνοτουρκικά"-"συμπατριωτικά" συνέδρια. Δήθεν αναλύουν εκεί αλλά αναπόδραστα την ατζέντα των αναλύσεων και των πορισμάτων την θέτουν όποιοι τα χρηματοδοτούν. Λογικά όλα αυτά και γνωστά στο μεγάλο αλισβερίσι του πνεύματος, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης. Τώρα, οι ισορροπίες σε αυτή την χαώδη δομή είναι ρευστές και τα θύματα του χάους φοιτητές, αναγνώστες επιφυλλίδων και αναγνώστες βιβλίων. Την περασμένη εβδομάδα, έστειλα επιστολή στα μέλη της Εταιρείας (της οποίας είμαι ... ιστορικό μέλος) για την συντρέχουσα κρίση. Την έστειλα με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του εκλεκτού συναδέλφου και φίλου Καθηγητή Στέλιου Περράκη με τον οποίο την δεκαετία του 1990 είχαμε πολλές γόνιμες συζητήσεις.  Το 2004 και 2005 αμφότεροι είχαμε την πολύ σημαντική εμπειρία μαζί με μια δεκάδα κορυφαίων ξένων και ελλήνων συναδέλφων αν συν-συγγράψουμε την έκθεση εμπειρογνωμόνων για το επονείδιστο σχέδιο Αναν που ντρόπιασε την ελληνική επιστήμη με τις εκατοντάδες ουραγούς του Λόρδου Χάνευ που συνέγραψε αυτό το ιστορικό φασιστικό σχέδιο. Εσχάτως συγκλίνουμε στο γεγονός ότι ερευνά μαζί με άλλους το γεγονός ότι οι επεμβάσεις, οι επιτροπές και τα λοιπά, ροκανίζουν τις Υψηλές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Στους συναδέλφους μέλη της Εταιρείας έστειλα και τιμής ένεκεν το κεφάλαιο 6 του τελευταίου μου έργου Κοσμοθεωρία των Εθνών. Πήρα πολλές απαντήσεις και τα ευχάριστα για εμένα νέα (αυτή είναι η "αμοιβή μου") ότι διάβασαν το βιβλίο μου και ότι το κεφ. 6 το προτείνουν στα ευρωπαϊκά μαθήματα. Η ουσία είναι όπως λέω και στην επιστολή, τίμια να θέσουμε τις θεωρίες μας υπό την αίρεση των άφθονων πλέον εμπειρικών μαρτυριών για τους διεθνείς θεσμούς και για την ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, την οποία πριν μερικές μέρες ανέδειξα με την παράθεση της ευρωεκτροχιασμένης Αφροδίτης της Μήλου.

    Παραθέτω την επιστολή αυτούσια.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος

Τμήμα Διεθνών και  Ευρωπαϊκών Σπουδών

Ανδρούτσου 150 185 34  Πειραιάς 6ος όροφος    γρ. 601, τηλ. 30 210 414 2725

e-mail: info@ifestosedu.gr - www.ifestosedu.gr

 

Αγαπητοί συνάδελφοι,

 

Μαζί με τους θερμούς συναδελφικούς χαιρετισμούς θα ήθελα να συγχαρώ τους συντελεστές του νέου συλλογικού τόμου και ιδιαίτερα τον εκλεκτό συνάδελφο Καθηγητή Στέλιο Περράκη. Αν και δεν έχω δει το βιβλίο νομίζω ότι χρήζει πλέον να εξεταστούν εναργέστερα οι προεκτάσεις του ροκανίσματος των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου.

 

Δράττομαι της ευκαιρίας για να θίξω συντομογραφικά κάποια πράγματα που αφορούν την συντρέχουσα χρηματοοικονομική κρίση σε συνάρτηση με την ανάγκη μιας αναθεώρησης των υποθέσεων εργασίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Συναφώς, επισυνάπτω το κεφάλαιο 6 βιβλίου μου Κοσμοθεωρία των Εθνών. Δεν συμπεριλαμβάνονται τα δοκίμια τέλους οι τίτλοι των οποίων εμφαίνονται στα περιθώρια των σελίδων του συνημμένου κεφαλαίου. Μετά από άδεια των Εκδόσεων το αποστέλλω στα μέλη της Εταιρείας. Το αιτιολογικό μέρος των θέσεων που υιοθετούνται στο συνημμένο κεφάλαιο αναπτύσσεται στο υπόλοιπο μέρος του βιβλίου και στα 244 «δοκίμια τέλους». Τα περιεχόμενα και μια σύντομη περιγραφή του βιβλίου βρίσκεται στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/104ΕθνικήΚοσμοθεωρία.htm. Εκτιμώ ότι η συντρέχουσα κρίση καταμαρτυρεί την βασιμότητα των θέσεων που υποστηρίζουν πως πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η υπερεθνική ανθρωπολογία είναι μηδενική. Βασική θέση είναι, επίσης, ότι η ΕΕ αποτελεί ήδη ένα μοναδικό «μετά-νεοτερικό» εγχείρημα (που αντιδιαστέλλεται κάθετα με το «μετά-μοντέρνο») και που θεμελιώνει μια πρότυπη εθνοκρατοκεντρική δομή.   

Μερικοί από εσάς θα ενθυμείστε ότι την προηγούμενη δεκαετία, κυρίως μέσα από τις στήλες του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», γύρω από αυτές ή παρόμοιες θέσεις –και κυρίως δύο ζητήματα: την ΟΝΕ και την «εγγύηση των ελληνικών συνόρων»–, έγινε μια ασυνήθιστη αντιπαράθεση που αφορούσε την φυσιογνωμία της ΕΕ και που είχε ως αποτέλεσμα τον διχασμό, κατά κάποιο τρόπο, της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας. Τα αίτια βεβαίως ήταν πολύ περισσότερα, όπως για παράδειγμα η ιδεολογική προσέγγιση και οι προτάσεις πολιτικής versus πραγματολογικά επαληθεύσιμη και οντολογικά θεμελιωμένη θεωρία. Οι ανελέητες διαδοχικές αναιρέσεις των θεσμικών θεωριών και των ιδεολογικά προσανατολισμένων αναλύσεων από τα γεγονότα στο επίπεδο της ανθρωπολογίας, εν τούτοις, δεν οδήγησαν στις αναγκαίες παραδοχές. Κυρίως δεν τερματίστηκε η πολιτική θεολογία περί ΕΕ που συνεχίζει να ταλανίζει χιλιάδες φοιτητές, να αποπροσανατολίζει αναρίθμητους αναγνώστες και να σπρώχνει την πολιτική ηγεσία από το ένα λάθος στο άλλο. Οι πρόσφατες «αποκαλύψεις» για τα διαμειφθέντα γύρω από την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, αλλά όχι μόνο, αφήνουν κατάπληκτο κάθε ορθολογιστικά σκεπτόμενο άνθρωπο (βλ. μερικά στοιχεία στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/104EurONE.htm και ιδιαίτερα το άρθρο στις 13 Φεβρουαρίου). 

Υπάρχει νομίζω πολύ μεγάλο χάσμα μεταξύ του κοινωνικοθεωρητικού στοχασμού και της οντολογικά θεμελιωμένης πραγματικότητας στο επίπεδο τόσο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όσο και του ευρύτερου διεθνούς συστήματος. Η ΕΕ δεν είναι ένα φαινόμενο γύρω από το οποίο  μπορούμε να πιθανολογούμε. Είναι ένα εθνοκρατοκεντρικό φαινόμενο τα όρια και το περιεχόμενο του οποίου προσδιορίζονται από την ευρωπαϊκή νομιμότητα, μια δηλαδή ποσοτικά και ποιοτικά μετρήσιμη δομή. Η συντρέχουσα μεγάλη κρίση, πάντως, προσφέρεται ως ευκαιρία για να ελεγχθούν περιπτωσιολογικά όλες οι θεωρίες ολοκλήρωσης. Κυρίως, έξη δεκαετίες μετά την έναρξη του εγχειρήματος, προσφέρεται για μελέτη του σημαντικότερου ζητήματος, δηλαδή των οντολογικών προϋποθέσεων της ΕΕ. Οι εμπειρίες των δύο τελευταίων χρόνων γύρω από την χρηματοοικονομική κρίση, αν και δυσάρεστες, αποτελούν “θησαυρό” που προσφέρονται για πραγματολογικούς ελέγχους όλων σχεδόν των ερωτημάτων για τον θεμελιώδη χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: Μεταξύ άλλων, για:

i) τα όρια και τους περιορισμούς των υπερεθνικών θεσμών (που διαθέτουν δοτές μεν αλλά συχνά ανεξέλεγκτες αρμοδιότητες:μηδενική ανθρωπολογία, όμως, απαιτεί μηδενικές ανεξάρτητες αρμοδιότητες),

ii) την σημασία των διακυβερνητικών δομών (:αποτελούν τον δημοκρατικό Δήμο των αντιπροσώπων των εθνών της Ευρώπης και ταυτόχρονα το υπέρτατο νομοθετικό και συνάμα εποπτικό όργανο),

iii) την αχρηστία ελάχιστα αντιπροσωπευτικών θεσμών ή θεσμών που αυτονομούνται από το κοινωνικό σώμα των εθνών της Ευρώπης,

iv) την σημασία των εποπτικών υπερεθνικών θεσμών στην τήρηση των συμφωνιών (:δεν είναι τυχαίο ότι το ΔΕΚ θεωρείται ευρέως ως ο πλέον επιτυχημένος υπερεθνικός θεσμός),

v) την θέση και τον ρόλο του εθνικού συμφέροντος (ως της κύριας ουσίας των διακρατικών διαπραγματεύσεων),

vi) τον πασίδηλα παρωχημένο χαρακτήρα των θανατηφόρων υπερκρατικών ιδεολογημάτων που οδήγησαν σε μια σχιζοφρενή ΟΝΕ (:νομισματική ενοποίηση και προσπάθεια οικονομικής ενοποίησης χωρίς ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση) και

vii) την σχέση των κοινοτικών δομών με το ευρύτερο σύστημα διεθνούς πολιτικής και διεθνούς πολιτικής οικονομίας (:που δημιουργεί την ανάγκη για πιο στέρεους διακυβερνητικούς θεσμούς, πιο ορθολογιστικούς εθνικούς θεσμούς δημοκρατικά ελεγχόμενους, πιο εξεζητημένες συνελεύσεις των κυβερνήσεων και πιο στενό έλεγχο των συντονιστικών υπερεθνικών θεσμών).

Για να το πούμε διαφορετικά, η «κοινοτική μέθοδος» απαιτείται να είναι συμβατή με τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και τον θεμελιώδη εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Όριο είναι ο ουρανός για γήινες αναλύσεις που διερευνούν αυτές τις πτυχές.

 

Ελπίζω να βρείτε την ανάλυσή μου στο συνημμένο κεφάλαιο ενδιαφέρουσα.        

 

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

23/2/2010

 

-----------------------------------------------------------------------------------