ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestosedu.gr info@ifestosedu.gr

https://www.facebook.com/p.ifestos - https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB - https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

"Πλανητικοποίηση και το ζήτημα της διεθνούς και ευρωπαϊκής διακυβέρνησης"

στο συλλογικό έργο

Σιούσουρας Π. Χαζάκης Κ. (επιμ.), Παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελλάδα - Πολιτικές και οικονομικές όψεις

(Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009)

Περιεχόμενα

1. Μερικά εισαγωγικά λόγια, ανακουφιστικά και παρηγορητικά.

2. Εισαγωγή: Ο αλληλένδετος χαρακτήρας του Πολιτικού και Κοινωνικού γεγονότος και οι ποικίλες εκδοχές της πέραν του κράτους πολιτικής οργάνωσης στην Ευρώπη και στο διεθνές σύστημα.

3. Πλανητικοποίηση – ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και σπουδαιοφανείς κανονιστικές γνώμες

4. Συμβατότητα versus δυσαρμονία στην σχέση του Κοινωνικού με το Πολιτικό

5. Θεμελιώδη ζητήματα που συνδέονται με τις έννοιες «παγκοσμιοποίηση»-«πλανητικοποίηση» και «διακυβέρνηση»

6. Είναι ένα πράγμα ο Δήμος και άλλο η ΕΕ: Διακυβέρνηση, έλλειμμα λαϊκής κυριαρχίας και διολίσθηση στον δεσποτισμό

7. Είδη και αποχρώσεις διεθνούς διακυβέρνησης.

8.  Τα στενόχωρα και ελλειμματικά οντολογικά θεμέλια της ΕΕ και της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

9.Οντολογικές προϋποθέσεις μιας μετα-νεοτερικής Ευρώπης.

10.  Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως ενσάρκωση των αδιεξόδων της νεοτερικότητας

------------------

Παραθέτω την πρώτη ενότητα.

1. Μερικά εισαγωγικά λόγια, ανακουφιστικά και παρηγορητικά.

 Η ανάλυση που ακολουθεί δεν σχετίζεται με τα συνήθη, κανονιστικής έμπνευσης, άρθρα φιλοευρωπαϊκής ή αντιευρωπαϊκής πίστεως, που για μια ακαδημαϊκή ανάλυση είναι αδιάφορα. Εν τούτοις, είναι χρήσιμο να επισημανθεί πως ο θεωρητικός προβληματισμός για την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ποτέ δεν ήταν ευθύγραμμος. Ένα σύνολο μπερδεμένων καταστάσεων αναμιγνύει την γραφειοκρατία των κοινοτικών θεσμών, διανοούμενους κανονιστικής έμπνευσης, τα πολιτικά γεγονότα ενδοκρατικά, διακρατικά και υπερεθνικά και αναρίθμητους διεθνικούς δρώντες. Όλοι μαζί, παρά το γεγονός ότι οι δράσεις τους είναι μεγάλων διανεμητικών προεκτάσεων για τους πολίτες των κρατών μελών, αφενός διαφεύγουν επαρκών κοινωνικών ελέγχων και αφετέρου εξωθούν το κοινοτικό σύστημα πέραν των δημοκρατικών ορίων προς την κατεύθυνση μιας ελιτίστικης αντίληψης του Πολιτικού που διαχέεται στην ακαδημαϊκή ανάλυση. Μια αντίληψη του Πολιτικού η οποία, σε συνδυασμό με την «παγκοσμιοποίηση»[1], παγιώνει και μεγεθύνει τις πολιτικές αντιφάσεις και αντιθέσεις σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής των ευρωπαίων.

Στην αφετηρία του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης κανείς δεν διανοήθηκε πως η υπερεθνική δομή θα επεκτεινόταν και θα βάθαινε σε τέτοιο βαθμό, χωρίς, αφενός να προηγηθεί η δημιουργία μιας υπερεθνικής ανθρωπολογίας, και αφετέρου, να δημιουργηθούν επαρκείς κοινωνικοί έλεγχοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο πέραν της σήμερα ισχύουσας έμμεσης άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Μισό αιώνα αργότερα, το προεξάρχων χαρακτηριστικό του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης είναι η απουσία μιας υπερεθνικής ανθρωπολογίας πολιτικά άξιας λόγου (τεκμήρια για το αντίθετο δεν υπάρχουν και όποιος υποστηρίζει πως υπάρχουν φέρει το βάρος της απόδειξης). Η λαϊκή κυριαρχία, επίσης, στην καλύτερη περίπτωση ασκείται έμμεσα και στην χειρότερη εξατμίζεται στους λαβύρινθους ενός δαιδαλώδους συστήματος λήψεως αποφάσεων πολλών επιπέδων, διαστρωματώσεων και βαθμίδων αρμοδιότητας.

Ανθρωπολογικές προϋποθέσεις συμβατότητας μεταξύ του Κοινωνικού και του Πολιτικού υπάρχουν μόνο στο επίπεδο των κοινωνιών των κρατών-εθνών. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι ελλειμματικές και σ’ αυτό το επίπεδο, βεβαίως, λόγω εγγενών αδυναμιών του νεοτερικού κράτους που θα αναλυθούν πιο κάτω. Κανονιστικές θέσεις περί «πατριωτισμού του συντάγματος», «διπλής νομιμοφροσύνης» και άλλων παρόμοιων ανεδαφικών υποθέσεων, δεν επαληθεύονται εμπειρικά. Είναι ευθύγραμμη και απλουστευτική πολιτική θεολογία εδρασμένη σε από καιρού ξεπερασμένες και εκθεμελιωμένα υλιστικά ιδεολογήματα. Το ότι αυτή η πολιτική θεολογία καλλιεργείται από αναρίθμητους πιστούς είναι και το κύριο πρόβλημα της κοινωνικοθεωρίας και κύριο πρόβλημα των αναλύσεων για την ΕΕ. Δεν διευκρινίζονται, όπως θα υποστηριχθεί πιο κάτω, οι οντολογικές προϋποθέσεις και οι κοινωνικοπολιτικές οριοθετήσεις. Επίσης, δεν λείπουν θεμελιώδεις συγχύσεις, όταν για παράδειγμα εκλαμβάνεται ο διακρατικός νομικός χώρος και ο εντολοδόχος υπερεθνικός νομικός χώρος ως τεκμήριο υπερεθνικής ανθρωπολογικής ολοκλήρωσης ή ως συνθήκη που συνεπάγεται περίπου αυτόματη κοινωνική στήριξη αποφάσεων μεγάλων διανεμητικών προεκτάσεων. Μάλλον, θα λέγαμε, για καθαρά ιδεολογικούς λόγους ριζωμένους σε παρωχημένα υλιστικά ιδεολογήματα  θεωρείται πλέον περιττή η ύπαρξη οντολογικών προϋποθέσεων για την συγκρότηση και απρόσκοπτη συγκράτηση του Κοινοτικού συστήματος (ή οποιουδήποτε κοινωνικοπολιτικού συστήματος). Τέτοια άλματα και σφάλματα δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρούνται στην ανθρώπινη ιστορία. Πάντοτε, φορείς τέτοιων θέσεων προγραμματικά και κανονιστικά προκρίνουν υπερκρατικές δομές δεσποτικού χαρακτήρα για τις οποίες η επιστημονική ανάλυση δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να περιγράψει.

 Πως όμως τίθεται το ζήτημα των υλικών συμφερόντων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Μερικές εισαγωγικές εξηγήσεις ίσως βοηθήσουν ανακουφιστικά και παρηγορητικά όσους δικαιολογημένα βλέπουν στην εμπορική αλληλεξάρτηση και στην ΟΝΕ εμπεδωμένα συμφέροντα. Ανακούφιση και παρηγοριά για αυτά τα συμφέροντα θα έχουν όση τα έχουν ανάγκη, όχι μέσα από περαιτέρω ιδεολογικές απογειώσεις, αλλά μέσα από την σωστή κατανόηση των βαθύτατων αντιφάσεων και αντιθέσεων ενός αποκλειστικά υλιστικά νοούμενου εγχειρήματος της ολοκλήρωσης.

Το ότι οι πολίτες των κρατών μελών μέχρι στιγμής στην πλειονότητά τους κρίνουν θετικά τα αποτελέσματα του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι για τους περισσότερους πολίτες των κρατών-μελών ένα αυτονόητα δεδομένο γεγονός. Δεν είναι καν μια ιδεολογική θέση αλλά μια ανθρώπινη πραγματιστική στάση που στηρίζει διαδικασίες από τις οποίες επωφελείται λόγω ύπαρξης υλικών κερδών, προβλεψιμότητας υπολογισιμότητας και σταθερότητας (και που θα στηρίζει ενόσω αυτά τα παγίως επιδιωκόμενα αγαθά δεν θα διασαλευτούν). Η θετική κρίση αφορά την οικονομική σταθερότητα, την διαχείριση της αλληλεξάρτησης και την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως η οικονομική και πολιτική συνεργασία στην Ευρώπη υποβαστάζει την ανταγωνιστικότητά στην διεθνή πολιτική οικονομία. Επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαφάνεια στην λήψη αποφάσεων είναι από όλους επιθυμητή και ότι η διπλωματική συνεργασία αν και στοιχειώδης συντείνει στις καλές πολιτικές σχέσεις των μελών και αποτελεί χρήσιμο μέσο διαχείρισης των σχέσεων με τα τρίτα κράτη.

Στην συνέχεια θα τονίσουμε πως εξ αντικειμένου οι θετικές κρίσεις για το εγχείρημα της ολοκλήρωσης είναι πρωτίστως υλικού-οφελιμιστικού χαρακτήρα και θα διαιωνίζονται ενόσω πληρούνται οι προϋποθέσεις ωφέλειας. Επίσης, ενόσω δεν υπάρχουν σοβαροί στρατηγικοί κλυδωνισμοί (λόγω κρίσεων στο στρατηγικό επίπεδο ή στις σχέσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων). Καίριο ερώτημα που αφορά ζωτικά την διαιώνιση του υπάρχοντος ιδιόμορφου υπερεθνικού συστήματος, επιπλέον, είναι το είδος πολιτικού πολιτισμού που αναπτύσσεται στο υπόβαθρό του. Στο υπόβαθρό του βρίσκονται ισχυροί κρατικοί θεσμοί και διακριτά κοινωνικά σύνολα και όχι, όπως προαναφέρθηκε ένα υπερεθνικό ανθρωπολογικό σύστημα. Συνεπώς, και σύμφωνα με την τυπολογία της πολιτικής εξουσίας που υιοθετείται πιο κάτω (σύμφωνα με την ανάλυση του Γιώργου Κοντογιώργη για την πολιτική ισχύος, την πολιτική εξουσίας και τον πολιτικό πολιτισμός της ελευθερίας), κεντρικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετίζονται με τα στάδια ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης, την δομή λήψης αποφάσεων, την σχέση αυτών των δομών με το κοινωνικό σώμα και την «διακυβέρνηση» σε όλα τα πιθανά επίπεδα. Η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, εξάλλου, συνδέεται με την ευρύτερη διεθνή διακυβέρνηση όπως διαμορφώνεται υπό συνθήκες «παγκοσμιοποίησης».

Η ανακούφιση, οι παρηγορητικές σκέψεις και η προβλεψιμότητα για τα συμφέροντα του κάθε ενδιαφερόμενου απαιτείται να αναζητείται στους σωστούς λόγους και όχι στην ανέπαφη πολιτική θεολογία που κατακλύζει πλέον τον πολιτικό λόγο, μεταξύ άλλων, από εισροές που πηγή έχουν τον ιδεολογικά-κανονιστικά εμπνευσμένο λεγόμενο επιστημονικό λόγο.

 2. Εισαγωγή: Ο αλληλένδετος χαρακτήρας του Πολιτικού και Κοινωνικού γεγονότος και οι ποικίλες εκδοχές της πέραν του κράτους πολιτικής οργάνωσης στην Ευρώπη και στο διεθνές σύστημα.


[1] Ο όρος «globalization» αποδόθηκε και επικράτησε στην ελληνική γλώσσα ως «παγκοσμιοποίηση». Όπως σωστά επισημαίνει ο Παναγιώτης Κονδύλης σε πολλά κείμενά του, πρόκειται είτε για λάθος απόδοση είτε για σκόπιμη υποδήλωση μιας ιδεολογικής προτίμησης για εξουσιαστικές δομές πέραν της εθνικής-κρατικής δομής. Αν και συμφωνώ με τον Κονδύλη, ακολουθώντας τον όρο που επικράτησε στην ελληνική βιβλιογραφία και που οι επιμελητές του παρόντος τόμου επέλεξαν, εφεξής η λέξη πλανητικοποίηση και παγκοσμιοποίηση θα χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, εννοώντας όμως το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, το γεγονός πως αν και τα οικονομικά και εν μέρει κοινωνικά φαινόμενα στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας και των αλματωδών προόδων της τεχνολογίας «πλανητικοποιήθηκαν», δεν προέκυψε ένα, υποτυπώδες έστω, παγκόσμιο Κοινωνικό ή Πολιτικό γεγονός. Κάνοντας αυτή την επισήμανση, απαιτείται, ως προς το διεθνές επίπεδο, να έχουμε κατά νου την ουσιαστική διάκριση μεταξύ ενός υπαρκτού ή πιθανού και υπό διαμόρφωση «διεθνούς-διακρατικού πολιτικού γεγονότος» που ορίζεται και οριοθετείται από τους διεθνείς θεσμούς και τις διεθνείς συμβάσεις μεταξύ των τυπικά ισότιμων κυρίαρχων κρατών και ενός ανύπαρκτου «παγκόσμιου πολιτικού γεγονότος» που θα αποτελεί αντιφατικό και αλλόκοτο όρο ενόσω ελλείπει μια ανθρωπολογικά θεμελιωμένη παγκόσμια κοινωνία. Γι’ αυτό, ιδεολογικοί όροι όπως «πολίτης του κόσμου» είναι πραγματολογικά (και γι’ αυτό και επιστημονικά) παντελώς αβάσιμοι. Ακόμη, όπως θα εξηγήσουμε λεπτομερέστερα πιο κάτω, η «διεθνής διακυβέρνηση» –σ’ αντιδιαστολή με τον όρο «παγκόσμια διακυβέρνηση», που κατ’ ουσία δεν υφίσταται– ούτε σταθερή και αναπτυγμένη είναι (με την εξαίρεση της ΕΕ όπου όντως τίθεται ζήτημα «ευρωπαϊκής διακυβέρνησης»), ούτε μπορεί να θεωρείται ανεπίστροφη (συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, μιας και η διαιώνιση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ένα πολιτικό ζήτημα που επηρεάζεται από πλήθος ανεξάρτητων μεταβλητών του ενδοευρωπαϊκού και εξωευρωπαϊκού περιβάλλοντος και μιας και οι υπερεθνικοί θεσμοί στερούνται πανευρωπαϊκών ανθρωπολογικών θεμελίων οντολογικά διαμορφωμένων).