Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας (Εκδόσεις Ποιότητα 2010)

Sun Zu: «Εάν γνωρίζεις τον εχθρό σου και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι το αποτέλεσμα ακόμη και εκατό μαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό, για κάθε νίκη που κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, ούτε τον εχθρό, θα νικηθείς σε κάθε μάχη»

Στην παραπλήσια σελίδα Αχμέτ  Νταβούτογλου Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες καταχωρώ δικές μου αναλύσεις και μερικών άλλων που θεωρώ αξιοπρόσεκτες. Στην σελίδα Α. Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος, εφαρμοσμένη πολιτική, επίσης, καταχωρώ αναλύσεις και αναφορές που περιγράφουν και ερμηνεύουν τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η εφαρμοσμένη νεο-Οθωμανική στρατηγική της πολιτικής ηγεσίας των Ερτογάν / Νταβούτογλου

 

Περιεχόμενα (για μετάβαση κλικ από και προς τον τίτλο των καταχωρήσεων)

Πρώτο εισαγωγικό σχόλιο για την πρωτοβουλία μετάφρασης και κυκλοφορίας του Στρατηγικού βάθους

Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας: Περιεχόμενα του βιβλίου

Αποσπάσματα από το Στρατηγικό βάθος

Ήφαιστος, Το Νταβουτόγλειο αίνιγμα περί στρατηγικού βάθους. "Έθνος" 16.5.2010,

Γ.Τριάντης, Η επέλαση της γείτονος, Ελευθεροτυπία, 17.5.2010

Χρ. Ιακώβου, Geopolitics, 19.5.2010

Αρ. Μηχαηλίδη, θαυμάζοντας τον Νταβούτογλου, Φιλελεύθερος 20.5.2010

Ελευθεροτυπία, 22.5.2010. Ζωτικό χώρο αναζητεί η Τουρκία

Σ. Ιακωβίδης, 23.5.2010, Νταβούτογλου, ο Μεγάλος Βεζύρης

30/05/2010 | Με τον Παναγιώτη Ηφαιστο Η «Νταβουτόγλεια» διεθνολογία

Χρήστος Ιακώβου, Πολίτης 30/5/2010 Νεοοθωμανικός ηγεμονισμός με στρατηγικό βάθος

Ήφαιστος Π. Φιλελεύθερος 30/5/2010 ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ ΚΑΛΕΙ ΧΡΙΣΤΟΦΙΑ: ΑΛΛΑΞΕ ΠΟΡΕΙΑ 180Ο

6.6.2010. Π. Ήφαιστος, Νταβουτόγλεια αφυπνιιστικά ερεθίσματα

Νίκος Λυγερός, στρατηγικό βάθος και το Τουρκικό δόγμα περί ζωτικού χώρου

Συζήτηση στην ΕΤ3 στην εκπομπή Ανιχνεύσεις με Γιανναρά, Σαρρή, Ήφαιστο, Καλεντερίδη

11.6.2010. Νεοκλής Σαρρής, Μόνο ο Χίτλερ θα συμφωνούσε

Tου Χρηστου Γιανναρα, Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας, H KAΘHMEPINH 13.06.2010

Κυριακή, 13 Ιουνίου 2010, ΣΗΜΕΡΙΝΗ, Του Σάββα Ιακωβίδη Το όραμα Νταβούτογλου ως ελληνικός εφιάλτης

Σάββα Καλεντερίδη, Τετάρτη, 16 Ιουνίου 2010, Στρατηγικό βάθος ή στρατηγικό αδιέξοδο

Παναγιώτης Ήφαιστος, 17.6.2010, Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος και η πνευματική αμηχανία αν όχι ανημποριά των νεοελλήνων

18 Ιουνίου 2010, Φοίβο Κλόκκαρη, Νταβούτογλου και αποστρατικοποίηση

19.6.2010. Κ. Χολέβας, ο νεοθωμανισμός στα Βαλκάνια και η Ελληνική αντίδραση.

01/2010 Νταβούτογλου - Σεμινάριο Σχολή Επιτελών)

Του Σάββα Καλεντερίδη, ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ Ή ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Το «Στρατηγικό βάθος» των Τουρκικών  μεθοδεύσεων εναντίον Ελλάδας - Κύπρου (συνέντευξη Π.Ήφαιστος)

ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΡΑΜΦΟΥ To Βήμα, Κυριακή 27 Ιουνίου 2010, Το Ισλάμ παραλύει την Τουρκία

by Ian O. Lesser*, Rethinking Turkish-Western Relations: A Journey Without Maps, GMF  June 30, 2010

Μ. ΜΕΓΑΛΟΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΡΕΣΒΗ Ε.Τ, Πέμπτη, 01 Ιουλίου 2010, ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ.ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

Hurriyet, 2.7.2010. Το Αιγαίο μυρίζει πετρέλαιο και…μπελάδες-

Του Βάσου Λυσσαρίδη, 11 Ιουλίου 2010, H πολιτική μηδενικών προβλημάτων συγκρούεται με επεκτατικές βλέψεις

04.08.2010: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΒΑΘΟΥΣ» ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟ -ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

20.8.2010. Στέλιος Ράμφος, Το Ισλάμ παραλύει την Τουρκία

19 Σεπτέμβρίου 2010, Π. Τσοχλιας, Ο Α. Νταβούτογλου είναι τουλάχιστον απόλυτα ειλικρινής

Πέμπτη, 21 Οκτωβρίου 2010, The Davutoglu effect All change for foreign polic

7.11.2010. M. Ευρυβιάδη, οι μουσουλμάνοι Μπαγίς και Νταβούτογλου

27.11.2010. Σ. Μητραλέξη. Αχμ. Νταβούτογλου και ελλληνικός δημόσιος διάλογος

2.12.2010.  Wikileaks και Αχμέτ Νταβούτογλου, Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες

5.12.2010. Richard Falk pro Davutoglou

13.12.2010. «Στρατηγικό Βάθος, Ζωτικός Χώρος και Γενοκτονίες»,  Μάνος Μεγαλοκονόμος, Εκδόσεις «ΑΡΜΟΣ»

►27.2,2011. Τουρκία-Ιράν και στρατηγικό βάθος-ισλαμική κοσμοθεωρία

6.3.2011. Νταβούτογλου: Το Καστελλόριζο είναι στην ....Μεσόγειο

=================================================

6.3.2011. Νταβούτογλου: Το Καστελλόριζο είναι στην ....Μεσόγειο

Παραθέτω μια σημαντική συνέντευξη του τούρκου Υπέξ. Σημειώνω μόνο ότι όπως έκανε πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν υιοθετεί το Στρατηγικό βάθος ως το κείμενο της στρατηγικής που τον εμπνέει και καθοδηγεί ως υπουργό εξωτερικών. Επισημαίνω ότι στρατιές καταληψιών της δημόσιας ελληνικής ζωής μέσα από επιφυλλίδες που ειδικεύονται στην δολοφονία επιστημονικών χαρακτήρων τους τελευταίους μήνες μετά την κυκλοφορία του Στρατηγικού βάθους κυμάνθηκαν σπασμωδικά λέγοντας διάφορες ασυναρτησίες: «’λλα κάνει ως υπέξ ο μειλίχιος καθηγητής», «κανείς δεν τον ξέρει τον κ Καθηγητή», «είναι νεοεθνικιστές όσοι ανησυχούν και ανακινούν», και άλλες υπουλότητες. Το πρόβλημα της Ελλάδας πάντοτε ήταν αυτοί οι οποίοι  (συνειδητά ή ασυνείδητα) μήδιζαν.

Π.΄Ηφαιστος www.ifestosedu.gr  

 

 Καστελόριζο εκτός διαπραγμάτευσης

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_2_06/03/2011_435018

 

Ο Αχμέτ Nταβούτογλου στην «Κ»
Αποκαλυπτικός ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών για το Αιγαίο
Ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη - Διερεύνηση για επίτευξη συνολικής λύσης στο Αιγαίο
Τα πιο σημαντικά επιτεύγματα στις οικονομικές σχέσεις Ελλάδος - Τουρκίας

Συνέντευξη στον Αλέξη Παπαχελά

Η προσήλωση της Τουρκίας στη βελτίωση των σχέσεών της με την Ελλάδα παραμένει αταλάντευτη, διαβεβαιώνει ο υπουργός Eξωτερικών της γειτονικής μας χώρας, Αχμέτ Νταβούτογλου, σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «Καθημερινή». Ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας δηλώνει αισιόδοξος για την επίτευξη συνολικής λύσης στο Αιγαίο, αφήνοντας εμμέσως ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη. Εξαιρεί όμως από ένα ενδεχόμενο πακέτο για το Αιγαίο το Καστελόριζο, το οποίο, όπως υποστηρίζει, δεν είναι μέρος του Αιγαίου, αλλά της Μεσογείου. Επιπλέον, υπερασπίζεται το δικαίωμα των τουρκικών πολεμικών πλοίων να πραγματοποιούν «αβλαβείς διελεύσεις» στα ελληνικά χωρικά ύδατα, σε απόσταση αναπνοής από τη στεριά, διαμηνύοντας ότι και τα ελληνικά πολεμικά πλοία είναι ευπρόσδεκτα να κάνουν το ίδιο.

– Η Tουρκία ασκεί εσχάτως πιο σκληρή κριτική στη Γερμανία και τη Γαλλία. Πιστεύετε ότι η Ε.Ε. έχει πλέον αποφασίσει να απορρίψει την Τουρκία και, αν ναι, πώς θα επηρεάσει αυτό την εξωτερική σας πολιτική;

– Οι ενταξιακές μας διαπραγματεύσεις συνεχίζονται με σκοπό να γίνουμε μέλος της Ε.Ε. και στη βάση της αρχής των ομόφωνων αποφάσεων από όλα τα κράτη της Ενωσης, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας και της Γαλλίας. Οι δεσμεύσεις που έχουν γίνει από τα κράτη της Ε.Ε. είναι νομικά ισχυρές. Επομένως, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους όρους του παιχνιδιού στη μέση του αγώνα. Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου, στα οποία συναίνεσε η Γερμανία και η Γαλλία αποτελούν νομικές και ηθικές υποχρεώσεις. Η άποψη ότι η Ε.Ε. αποφάσισε να απορρίψει την Τουρκία είναι ανακριβής. Αντιθέτως, η Ε.Ε συνεχώς επιβεβαιώνει την υποστήριξή της για τη συνέχιση της διαδικασίας διεύρυνσης γενικότερα και την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ειδικότερα. Τα μέλη της Ενωσης γνωρίζουν πολύ καλά την ισχυρή αποφασιστικότητα της κυβέρνησής μας για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου της ένταξης στην Ε.Ε. Με την εξαίρεση πολύ λίγων κρατών, τα υπόλοιπα μέλη της Ενωσης υποστηρίζουν την πορεία της Τουρκίας προς την ένταξη. Εντούτοις, παρά τις προσπάθειές μας για περαιτέρω πρόοδο, ο ρυθμός των διαπραγματεύσεων δεν ανταποκρίνεται στις πολυεπίπεδες και πολυδιάστατες σχέσεις μας με την Ε.Ε., λόγω των πολιτικών εμποδίων που προβάλλουν ορισμένα μέλη. Αυτά τα πολιτικά εμπόδια δεν λειτουργούν προς όφελος των συγκεκριμένων κρατών.

Οι συζητήσεις για την ένταξη της Τουρκίας πρέπει λοιπόν να προχωρήσουν με τρόπο εποικοδομητικό και οραματικό. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του σήμερα υπάρχει μεγάλη ανάγκη για την ενίσχυση της Ευρώπης. Είμαι πεπεισμένος ότι η Τουρκία έχει τη δυνατότητα και την ικανότητα να βοηθήσει την Ευρώπη να αναλάβει τον ρόλο που θέλει και το βάρος που επιθυμεί στη διεθνή σκηνή και να συνδράμει στην επίτευξη των εσωτερικών και εξωτερικών στόχων της Ε.Ε. Οι σκοποί της εξωτερικής μας πολιτικής βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τους σκοπούς της Ευρώπης.

– Εχουν αυξηθεί τελευταία οι επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Εδειξαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι μεγάλοι επιχειρηματίες της Τουρκίας κατά την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού σας στην Αθήνα;

– Βλέποντας τα στατιστικά στοιχεία, διαπιστώνουμε ότι τα πιο σημαντικά επιτεύγματα του διαλόγου και της συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία τα τελευταία χρόνια επιτεύχθηκαν στον τομέα των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων. Για παράδειγμα, ο όγκος των διμερών εμπορικών μας συναλλαγών το 2000 ήταν μόλις 870 εκατομμύρια δολάρια. Σε μία μόλις δεκαετία τριπλασιάστηκε και έφτασε τα τρία δισεκατομμύρια, σχεδόν, το 2010. Παρομοίως, οι συνολικές απευθείας επενδύσεις της Ελλάδας στην Τουρκία, έφταναν μόλις τα 56 εκατομμύρια δολάρια το 2001. Την τελευταία δεκαετία πολλαπλασιάστηκαν επί 106 φορές, φτάνοντας τα 6,5 δισεκατομμύρια το 2010. Τα στοιχεία αυτά και μόνο δείχνουν πόσο θετικά εκλαμβάνουν οι επιχειρηματικές μας κοινότητες το νέο κλίμα που έχει διαμορφωθεί και πόσο σίγουρες νιώθουν ότι αυτό το κλίμα δεν θα αναστραφεί.

Το Ελληνο-Τουρκικό Εμπορικό Φόρουμ που έλαβε χώρα κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Αθήνα, τον Μάιο του 2010, κατέδειξε τον ενθουσιασμό των Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών και την επιθυμία τους να εμβαθύνουν τη συνεργασία σε διαφόρους τομείς. Υστερα από εκείνη την επίσκεψη, επιχειρηματικά φόρα διοργανώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, την Ανδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Κομοτηνή. Εξάλλου, η 12η Συνάντηση της Ελληνοτουρκικής Ομάδας Εργασίας για την Επιχειρηματική και Οικονομική Συνεργασία φιλοξενήθηκε στην Αγκυρα το περασμένο φθινόπωρο. Είμαστε έτοιμοι να αναπτύξουμε ακόμη περισσότερο τη συνεργασία μας, σε κάθε κλάδο. Θα θέλαμε να δούμε περισσότερες τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα, αφού το επίπεδό τους απέχει ακόμη πολύ από το να χαρακτηριστεί ικανοποιητικό. Οι διμερείς οικονομικές και επιχειρηματικές σχέσεις μπορούν να αναπτυχθούν μόνο αμοιβαία. Αν δοθούν τα απαραίτητα κίνητρα από τις ελληνικές αρχές, σίγουρα θα αυξηθούν και οι τουρκικές επενδύσεις.

– Βρίσκονται η Ελλάδα και η Τουρκία κοντά σε μια συνολική συμφωνία για τις διαφορές τους στο Αιγαίο;

– Η Τουρκία είναι αποφασισμένη να διερευνήσει κάθε πιθανή οδό για την επίτευξη μιας συνολικής και βιώσιμης λύσης σε όλα τα θέματα που αφορούν το Αιγαίο, το οποίο πρέπει να γίνει μια θάλασσα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών. Η διευθέτηση είναι απαραίτητη για την περαιτέρω βελτίωση των διμερών μας σχέσεων. Ωστόσο, μια διευθέτηση θα είναι λειτουργική μόνο αν είναι αμοιβαία αποδεκτή και έχει ως βάση έναν κοινό παρονομαστή, δηλαδή τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και νόμιμων συμφερόντων των δύο κρατών. Γι’ αυτό και οι διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών διεξάγονται με πολύ προσεκτικό τρόπο. Δεν είναι μυστικό ότι οι επαφές αυτές είχαν χάσει τη δυναμική τους για χρόνια. Εντούτοις, χάρη στους δύο πρωθυπουργούς μας, τους έχουμε δώσει νέα πνοή από τον περασμένο Μάιο, με σκοπό την επίτευξη απτών αποτελεσμάτων.

Είμαι επομένως αισιόδοξος ότι οι αναγεννημένες διερευνητικές επαφές προοδεύουν με κατεύθυνση τον κοινό μας στόχο και θα μας οδηγήσουν κάποια στιγμή σε συμφωνία για την επίλυση με ειρηνικά μέσα όλων των υφιστάμενων ζητημάτων στο Αιγαίο. Θα πρέπει εδώ να προσθέσω ότι δεν αποκλείω τα όποια μέσα για τη διευθέτηση των προβλημάτων να βασίζονται στην οικειοθελή αποδοχή τους από τα δύο κράτη.

Το όραμά μας στον κόσμο

– Ορισμένοι εμπειρογνώμονες που διάβασαν το βιβλίο σας για το δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, πιστεύουν ότι είναι προϊόν της δικής σας αντίληψης περί προβολής ισχύος. Οντως έτσι έχουν τα πράγματα;

— Το «στρατηγικό βάθος» είναι αναλυτικό σύγγραμμα, που περιγράφει και επαναξιολογεί τη στρατηγική θέση της Τουρκίας απέναντι σ’ ένα δυναμικό διεθνές πλαίσιο. Σκοπός του βιβλίου είναι να διαγράψει μια εναλλακτική και πιο ρεαλιστική, θα έλεγα, προοπτική για την Τουρκία, με τη διαμόρφωση ενός πλαισίου στρατηγικής ανάλυσης, σε μια εποχή κατά την οποία και η Τουρκία και το διεθνές σύστημα διέρχονται περίοδο έντονων μεταβολών. Στόχος είναι να προσελκύσει την προσοχή στον συσχετισμό και την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη θεωρητική διάσταση και τα πεδία των πρακτικών εφαρμογών του στρατηγικού χώρου όπου βρίσκεται η Τουρκία.

Επιπλέον το «στρατηγικό βάθος» είναι μια προσπάθεια να δούμε την ιστορία και τη γεωγραφία μας με καινούριο μάτι, με την πρόθεση να αντιληφθούμε τις πραγματικές της δυνατότητες και να υποδείξουμε ποια θα μπορούσε να είναι στο παρελθόν και ποια μπορεί να είναι ακόμη η φυσική της πορεία. Πρόκειται για μια προσπάθεια να παρουσιαστεί το στρατηγικό όραμα και ο ρόλος που πρέπει να επιδιώξει η Τουρκία, κηρύσσοντας μια νέα προσέγγιση που ονομάζεται «στρατηγικό βάθος», με γνώμονα την ενσωμάτωση περιοχών γειτονικών με την Τουρκία, εφόσον όλοι οι λαοί που ζουν στην ευρεία αυτή περιοχή έχουν κοινά πεπρωμένα, βασισμένα στη μακρά κοινή τους ιστορία.

Ετσι, το βιβλίο μου είναι μια έκκληση για τη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής αντίληψης. Ο ρόλος που θα διαδραματίσει η Τουρκία για την επίτευξη του στόχου αυτού προβλέπεται σημαντικός και συνίσταται στη βελτίωση της ασφάλειας για όλους, στην ενδυνάμωση του πολιτικού διαλόγου, στην αύξηση της οικονομικής αλληλεξάρτησης, καθώς και στην πολιτισμική αρμονία και τον αμοιβαίο σεβασμό. Αυτό ακριβώς κάνουμε εμείς τα τελευταία οκτώ χρόνια με ερείσματα την ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας μας, τον κοινωνικό δυναμισμό μας, τη βελτίωση και την καθιέρωση ενός συνόλου αξιών.

Αν έρθει ένα ελληνικό πολεμικό

– Πολλά έχουν γραφτεί στον Τύπο για ενδεχόμενα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Συμμερίζεστε αυτές τις εκτιμήσεις; Εχετε ως στόχο τις κοινές ελληνοτουρκικές έρευνες και την από κοινού εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων;

– Η Ελλάδα και η Τουρκία συνεργάζονται ήδη πολύ στενά στον τομέα της ενέργειας. Θα θέλαμε να ενισχύσουμε περαιτέρω και να εμβαθύνουμε αυτήν την ενεργειακή συνεργασία. Η κατασκευή του ελληνοτουρκικού μέρους του διασυνδετηρίου αγωγού Τουρκίας - Ελλάδας - Ιταλίας (ITGI) πρόσθεσε νέα διάσταση στη συνεργασία μας. Και η ολοκλήρωση του κομματιού Ελλάδας - Ιταλίας μέχρι το 2015, όπως έχει προγραμματιστεί, έχει πολύ μεγάλη σημασία. Οσο για την κοινή εκμετάλλευση ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο, θα ήμασταν διατεθειμένοι να συζητήσουμε το θέμα με την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο χώρες συμφωνούν στους πολιτικούς και νομικούς όρους αυτής της συνεργασίας.

– Αντιτίθεται πράγματι η Τουρκία στη συμπερίληψη του Καστελόριζου σ’ ένα ενδεχόμενο συνολικό πακέτο συμφωνίας και γιατί;

– Οι διερευνητικές επαφές έχουν ρητό στόχο να εξετάσουν όλα τα θέματα που αφορούν τις διαφωνίες μας στο Αιγαίο. Επομένως, είμαστε επικεντρωμένοι κατά προτεραιότητα στο θέμα του Αιγαίου. Ωστόσο, το Καστελόριζο βρίσκεται στη Μεσόγειο. Σε ό, τι αφορά το νησί του Καστελόριζου, η Τουρκία έχει βάσιμες νομικές και πολιτικές θέσεις, σε συμφωνία με το διεθνές δίκαιο και τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένης και της Χάγης. Και γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία διαφωνούν σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο. Ασχετα, όμως, με τη γεωγραφική συνάφεια ή άλλα θέματα, εμείς θέλουμε να λύσουμε όλες τις διαφορές μας με την Ελλάδα το συντομότερο δυνατό.

– Τα τελευταία χρόνια, τουρκικά πολεμικά πλοία συχνά πλέουν πολύ κοντά στην ελληνική ενδοχώρα. Ποιος είναι ο σκοπός αυτών των κινήσεων; Θα συνεχιστούν, παρότι αυξάνουν την ένταση στο κλίμα που επικρατεί και τον θυμό της ελληνικής κοινής γνώμης;

– Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο από τουρκικής πλευράς. Είναι απογοητευτικό για εμάς ότι τα μίντια και ορισμένοι κύκλοι προσπαθούν να προσδώσουν διαφορετικό νόημα σε αυτές τις διελεύσεις. Μου είναι δύσκολο να τους καταλάβω. Δίνουν την εντύπωση ότι η Ελλάδα σταδιακά υιοθετεί τη θέση της πλήρους αποκοπής της Τουρκίας από το Αιγαίο. Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η πραγματική πρόθεση της Ελλάδας. Πολεμικά και εμπορικά πλοία της Τουρκίας, όπως και κάθε άλλης χώρας, έχουν την ελευθερία να κινούνται στο Αιγαίο. Αυτή η ελευθερία ισχύει τόσο για την ανοιχτή θάλασσα, όσο και για τα χωρικά ύδατα. Σε ό, τι αφορά τα χωρικά ύδατα, η αρχή της «αβλαβούς διέλευσης» στο διεθνές δίκαιο είναι σαφής και δεν αφήνει χώρο για εθνικές ερμηνείες. Πρέπει επίσης να προσθέσω ότι αυτές οι διελεύσεις δεν συνιστούν απειλή για την Ελλάδα ή για οποιαδήποτε άλλη χώρα. Κατ’ αναλογία, αν ένα ελληνικό πολεμικό πλοίο πραγματοποιήσει αβλαβή διέλευση από τα τουρκικά χωρικά ύδατα, ακόμη και αν περάσει πολύ κοντά από την τουρκική ενδοχώρα, δεν θα αντιδράσουμε καθόλου. Τουναντίον, θα το καλωσορίσουμε σε κάποιο από τα λιμάνια μας και θα προσφέρουμε και μία κούπα καφέ στο πλήρωμά του.

Δεν αποτελούμε απειλή...

– Το ίδιο ερώτημα με τα πολεμικά πλοία αφορά και τις πτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά.

– Το κεντρικό νόημα αυτού που μόλις ανέφερα για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο ισχύει και για την ελευθερία των πτήσεων. Κατά την ίδια λογική, τα στρατιωτικά αεροσκάφη της Τουρκίας και οιασδήποτε άλλης χώρας θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα της ελευθερίας των πτήσεων στον διεθνή εναέριο χώρο πάνω από ανοιχτές θάλασσες, συμφώνως και προς το διεθνές δίκαιο. Ομως, εάν ο διεθνής εναέριος χώρος, στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο ή και αλλού, αντιμετωπίζεται ως εθνικός εναέριος χώρος ή εδαφική κυριαρχία, αυτό είναι εντελώς εσφαλμένο από κάθε έννοια και θα δημιουργήσει προβλήματα, όπως αυτά που έχουμε στο Αιγαίο. Πρέπει να υπερβούμε αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη της ελληνικής κοινής γνώμης και η οποία αποτελεί τροχοπέδη για τη διευθέτηση των ζητημάτων του εναέριου χώρου. Υπό την έννοια αυτή, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα σημαντικότερα ζητήματα εναερίου χώρου στο Αιγαίο, όπως η πρακτική της διαφοροποίησης των ορίων των εθνικών εναέριων χώρων, η αντίληψη περί της ευθύνης επίβλεψης του FIR και ώς ένα βαθμό ο καθορισμός των θαλασσίων συνόρων στο Αιγαίο. Είμαι πεπεισμένος ότι όταν θα βρούμε μια συνολική λύση για όλα τα θέματα του Αιγαίου, αυτά τα επιμέρους ζητήματα δεν θα έχουν πλέον νόημα, περιλαμβανομένων και των στρατιωτικών πτήσεων των δύο χωρών στο Αιγαίο.

– Μολονότι οι δύο χώρες έχουν έλθει πιο κοντά, δεν απολαμβάνουν το μέρισμα της ειρήνης στο Αιγαίο. Οι ελληνικές αρχές πιστεύουν ότι αυτό οφείλεται στην αύξηση των δραστηριοτήτων της Τουρκίας. Πιστεύετε ότι τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο μέρισμα της ειρήνης;

– Πιστεύω ότι τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία πρέπει να απολαύσουν τα οφέλη του μερίσματος ειρήνης στις μεταξύ τους σχέσεις και δεν βλέπω λόγο γιατί να μην το καταφέρουμε. Κάτι τέτοιο απαιτεί πρώτα απ’ όλα αλλαγή στην εσφαλμένη εντύπωση ότι η Τουρκία αποτελεί απειλή για την Ελλάδα και φυσικά τη διευθέτηση όλων των διμερών διαφορών στο Αιγαίο. Οσο εκκρεμεί η διευθέτηση, όμως, νομίζω ότι θα μας ωφελήσει πολύ να αναπτύξουμε ακόμη περισσότερο τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κρατών, μέσω εποικοδομητικών και συγκεκριμένων ιδεών. Αυτό δεν θα συνέβαλε μόνο στην αποτροπή ενδεχόμενων εστιών έντασης, αλλά θα δημιουργούσε και μια ευνοϊκή ατμόσφαιρα για την επίλυση όλων των θεμάτων στο Αιγαίο. Σε αυτό το πλαίσιο, είμαστε έτοιμοι να δουλέψουμε μαζί με την Ελλάδα πάνω σε τέτοιες ιδέες και συγκεκριμένα σε ό, τι αφορά τον τρόπο πραγματοποίησης στρατιωτικών δραστηριοτήτων και την ασφάλεια των πτήσεων στο Αιγαίο, χωρίς να θίγονται οι πολιτικές και νομικές μας θέσεις.

– Εσχάτως έχει δημιουργηθεί ένταση στις σχέσεις μεταξύ της Αγκυρας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Θα επηρεάσει αυτό τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού;

– Στις πορείες διαμαρτυρίας της 28ης Ιανουαρίου στη Βόρεια Κύπρο, ορισμένες περιθωριακές ομάδες εκμεταλλεύθηκαν την ειρηνική ατμόσφαιρα και ύψωσαν ορισμένα προκλητικά πανό που προκάλεσαν αγανάκτηση τόσο στη Βόρεια Κύπρο, όσο και στην Τουρκία. Η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ενοχλήθηκε σφόδρα από αυτές τις πράξεις και αντέδρασε. Επομένως, η πρόσφατη διαδήλωση δεν δείχνει με κανέναν τρόπο ότι υπάρχει ένταση στις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της ΤΔΒΚ.

 

----------------

27.2,2011. Τουρκία-Ιράν και στρατηγικό βάθος-ισλαμική κοσμοθεωρία

http://irdiplomacy.ir/index.php?Lang=en&Page=21&TypeId=14&ArticleId=9998&BranchId=28%20&Action=ArticleBodyView

27 Sunday February 2011 |  Sunday 27 , February 2011 |  GMT 12:12:12 |  THR 15:42:12

In the last two years, Turkey’s foreign policy has experienced a new found activism focused in particular on the Middle East, South and Central Asia, areas which, with the exception of Central Asia, have not been a major focus of Turkish foreign policy since the creation of the modern Turkish Republic.

In fact, the pace of Turkey’s foreign policy in the last two years in terms of its involvement in the regional politics of the Middle East and South Asia has been nothing short of breathtaking. During this time, Turkey has hosted conferences on Afghanistan, tried to mediate between Pakistan and the Karzai government, offered to host a representation bureau on its territory for the Taliban, made significant inroads in Lebanon and Syria, become an important economic and political player in Iraq, looks to expanding ties with the [P] GCC and even has entered the foray in the Arab-Israeli conflict and established ties with HAMAS. What is significant is that Turkey has made these inroads without substantial change in its relations with Israel. For example, despite some tensions in Turkish –Israeli relations, because of first the spat between Erdogan and Simon Peres in Davos and the Mavi Marmara incident, there has been no rupture in Turkish-Israeli military and other ties .Indeed, the fact that Turkey is on speaking terms with Israel has rendered it more attractive to the Arabs , including potentially HAMAS, as a viable mediator.

Additionally, as part of this strategy of reaching audiences thus far remote from Turkey, such as the Shias of Iraq and Lebanon , Turkey has also reached out to its own small Shi’a minority , which incidentally are still called “ kafir “ ( unbeliever) as illustrated by Erdogan’s participation in Shia mourning ceremonies in Turkey in December 2010. Turkish Diyanat is also considering the teaching of the Jafari Fiqh in Turkish religious schools partly in order to prevent Turks from going to Iranian or Iraqi Shia learning centers. Meanwhile, it has begun to form a league of Turkic speaking countries similar to the Arab League in order to shore up and institutionalize its relations with the Central Asian states, while also strengthening its presence in Central Asia’s only Persian speaking country, Tajikistan.

Moreover, this activism in the East has so far not been at the expense of Turkey’s relations with the West. Nor has it dampened its determination to pursue its goal of joining the European Union whether as full member or in some other form. On the contrary, despite a degree of alarm expressed by some observers in the West about Turkey’s Eastern drift, Turkish leaders are fully aware that Turkey’s continued links to the West are essential for the success of its new regional ambitions. To illustrate, it was through its role in the NATO forces in Afghanistan that Turkey dealt itself into Post-Taliban Afghan politics, since Turkey not since the 1930s had any significant ties with Afghanistan. Similarly, the fact that the West, and some Arab states, sees Turkey as a counterweight to Iran in Iraq, Lebanon, Syria and potentially in the Persian Gulf, certainly helps its goals..

Turkey has also pursued an active international diplomacy through casting itself as a potential mediator in the Iran-West nuclear standoff. Although this role caused some difficulty for Turkey in relations with the West when the latter refused to accept the compromise reached among Turkey, Brazil and Iran regarding the latter’s nuclear program, nevertheless, this mediating role has enhanced Turkey’s diplomatic profile.

In order to play this mediating role, Turkey has changed its approach towards Iran emphasizing economic cooperation, especially in the Turkic speaking regions of Iran notably Azerbaijan provinces. Considering the fact that since the Ottoman times Turkey has been keenly interested in this part of Iran this new presence has significance beyond trade and economics.

Iran has welcomed this new Turkish policy and has interpreted it as a significant shift in Turkish orientation which could potentially change the balance of regional power against the West and in its own favor and even perhaps lead to the creation of a new Islamic bloc. Iran has also been largely oblivious to seriously competitive dimensions of this Turkish policy[*] which given Iran’s current problems with the West and the Arab states and even its eastern neighbors such as Pakistan and Afghanistan , coupled with Turkey’s strong economy, could undermine Iran’s position and eventually even cause security problems for it.

The reason for this diagnosis is that the ambitions of the AKP government go far beyond those of the Generals and even Turgut Özal who focused on Europe and Central Asia, and after the Soviet collapse hoped to make Turkey the hub of a new Eurasia instead of the one based on Russia’s centrality. The AKP with its ideology which combines Islam and Turkish nationalism has a greater vision of Turkey as a new reincarnation of the Ottoman sphere of influence bound by links of trade, investment, culture and, in some areas language and ethnicity, with Turkey as the linchpin. The AKP because of its Islamic credentials, references albeit oblique to the Ottoman legacy, the last Islamic Caliphate, is also in a better position than the Generals to reach the Arab and other Muslim audiences. At the same time Turkish Islam is seen by many in the Muslim World and by the West as more progressive than that practiced in other Muslim majority countries and hence non-threatening. This combination makes Turkey under AKP a far more formidable rival for Iran than the Turkey of the Generals ever was, although for the time being less of a security threat. The AKP intellectuals, as told to this author by one of them, in fact, see Iran as the only viable rival for Turkey and potential hindrance for the achievement of its Neo-Ottomanist ambitions.

 For now, Turkey is trying to avoid disaster in its neighborhood, which would adversely affect its economic prospects, by preventing a new war in the Persian Gulf, this time with Iran, while trying to check Iran’s military ambitions, pursuing its economic growth and also neutralizing Iran and making inroads in those regions of Iran closest to it both geographically and linguistically.

Meanwhile, Iran faced with mounting economic and political pressures and active efforts by many regional and international actors to undermine its regional ties,  plus suffering from some inherent handicaps, notably sectarian differences and cultural rivalries mostly on the part of Afghanistan, in terms of relations with its Arab and non Arab  neighbors is not in a position to compete effectively with Turkey. Rather it has responded eagerly to Turkish overtures thus facilitating Turkish plans.

Clearly, a Turkish policy of forming economic and other ties with Middle East and South Asia and developing more extended relations with Iran could under certain circumstances be in the interest of all concerned and serve the cause of  regional stability. But given the heavy constraints on Iran and Turkey’s real ambitions a more skeptical and cautious view of Turkish activities is required from Iran. Iran, therefore, should not be fooled by the smiling Turkish foreign minister who is the theoretician of Turkey’s new policy of Zero Problems and creating strategic depth for Turkey.[†]

Iran’s continued problems with a large number of important international and regional actors, and its economic and financial limitations and needs puts it in a disadvantageous position in terms of its relations with Turkey. Iran need not and should not engage in a competition with Turkey for regional influence, but it should carefully calculate the long term consequences of Turkey’s newly found activism for its own interests. For example, Iran should worry about becoming too dependent on Turkish markets for its natural gas because should relations sour, as they have done so often in the past, Turkey can replace Iran with other sources of supply, notably Russia and Iraq. Turkish competition would also affect Syrian-Iranian ties, as well as relations with Iraq. Certainly, Iraq even under a Shi’a government could and has used Turkey to improve its bargaining position vis a vis Iran. Similarly, as in the past, Turkey remains a formidable rival in Central Asia.

Closer to home a too prominent Turkish presence in parts of Iran and greater interaction with Turkey could accentuate their differences with the rest of the country and by creating a too close economic connection weaken their ties with the center. In short, Turkey potentially could become a pole of attraction for segments of the Iranian population .In this connection, it is also useful to remember that influential elements in Turkey, including within the Islamist groups, believe that most of Iran since the time of the Saljuqs was part of Turkey, and that since that time until the end of the Qajar dynasty Iran was largely ruled by Turks.

The sad reality is that ,unlike Turkey and the Arabs, Iran has no natural allies bound to it by ties of ethnicity, language and religion, since Iran’s Shia character makes it suspicious to most other Muslims. In places such as Iraq, where common Shi’a faith could potentially create bounds with Iran ethnic differences cause estrangement. Meanwhile, other Iranian peoples such as those in Afghanistan and even Tajikistan see themselves as the true inheritors of the ancient Iranian civilization and use freely Iranian symbols and heroes as their own, and hence do not constitute reliable partners for Iran. In short, Iran is surrounded by either hostile or competitive neighbors.

What the above means is that  Iran has to be on good or reasonable terms with all major regional and international actors. Certainly, Iran should refrain from attracting powerful antagonists and conduct its economic and diplomatic relations in such a way that would provide it with a wide range of options in terms of viable economic and political partners who could help it achieve its development goals rather than be a drain on its resources, and guard it against   manipulation by its neighbors both near and far and big and small as has been frequently the case in recent years, or by other players.

The new Turkish activism and how effectively Iran responds to it will demonstrate whether Iran is up to this challenging task.

*] Some Iranian commentators however, have noticed the competitive dimensions of Turkey’s new policy.

[†] Ahmet Davutoglu is the author of StrateJik Derinlik , 2001 ( Strategic Depth) which reportedly has been very influential in shaping Turkey’s new foreign policy, as well as books on Ottoman civilization.

27 Sunday February 2011 |  Sunday 27 , February 2011 |  GMT 11:14:22 |  THR 14:44:22

 

----------------------------------------------

 

 

13.12.2010. «Στρατηγικό Βάθος, Ζωτικός Χώρος και Γενοκτονίες»,  Μάνος Μεγαλοκονόμος, Εκδόσεις «ΑΡΜΟΣ»

http://www.diplomatikoperiskopio.com/index.php?option=com_content&view=article&id=685:q-----q-a-----&catid=39:2008-05-31-14-19-42&Itemid=65

"Στρατηγικό Βάθος, Ζωτικός Χώρος και Γενοκτονίες" - Aπόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου

 

Η εκδηλούμενη από ξένους αλλά και ελληνικούς κύκλους αναγνώριση του έργου του Α.Νταβούτογλου. και του ολοφάνερου αναθεωρητισμού του φέρνει αυτόματα στη μνήμη των παλαιοτέρων άλλες εκδηλώσεις θαυμασμού και αναγνώρισης από τη δύση έναντι του μεγαλύτερου αναθεωρητή της μεσοπολεμικής περιόδου.

Ήταν η εποχή που ο «αγγλοσαξωνικός κόσμος», ο γερμανοποιημένος άγγλος μεγάλος δάσκαλος του ρατσισμού Χ.Σ. Τσάμπερλαιν έγραφε προς τον Χίτλερ : «Υπάρχει μια βία που αρχίζει και τελειώνει στο χάος, υπάρχει όμως και μια βία που δημιουργεί νέους κόσμους. Πιστεύω πως η ιστορία θα σας λογαριάσει μια μέρα ανάμεσα στους μεγάλους οικοδόμους της και όχι ανάμεσα στους καταστροφείς της. Το πώς η Γερμανία σας ξεπέταξε στη στιγμή του μεγαλύτερου κινδύνου της, τι άλλη απόδειξη χρειάζεται για τη ζωτικότητά της… ». Ανάλογη «προβλεπτικότητα» αλλά και ενθάρρυνση στο έργο του Αδόλφου Χϊτλερ είχε επιδείξει και ό ίδιος ο Winston Churchill, όταν σε άρθρο του δήλωνε για τον συγγραφέα του «Μein Kampf» ότι «δεν μπορεί κανείς να διαβάσει το Mein Kampf χωρίς να θαυμάσει το θάρρος, την επιμονή και την ζωντάνια που του επέτρεψαν να ζωντανέψει, να απειλήσει και να κινητοποιήσει όλες τις αρχές που απείλησαν να του φράξουν το δρόμο.…»

Ο ηγεμονισμός της Τουρκίας στα Βαλκάνια και αλλού – και αυτό είναι το νέο στοιχείο πιστεύω προσωπικά – διανθίζεται πλέον και με μία άλλη έννοια, σοβαρή και με βαρειά ιστορία αίματος και ανθρώπινης δυστυχίας. Πρόκειται για την έννοια του «ζωτικού χώρου» που διεκδικεί σε πολλές περιπτώσεις και κυρίως στην περιοχή του Αιγαίου και της Κύπρου.

Αξίζει κανείς να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η Τουρκία, κατά τον Νταβούτογλου πάντα, την «άτυχη» γι’ αυτή θέση των νήσων του Αιγαίου. Αφού ισχυρίζεται ότι η χώρα του είναι χώρα – άξονας - όπου διασταυρώνονται θαλάσσιες αρτηρίες, κλειστές θάλασσες και κόλποι διατυπώνεται και η περίεργη θεωρία ότι η Τουρκία ως αρχιπελαγικό ( ! ) κράτος χρειάζεται πλην των άλλων να εγκαθιδρύσει θαλάσσια κυριαρχία πάνω στις θαλάσσιες και υδάτινες αρτηρίες που περιβάλλουν αυτό τον άξονα. Το υπάρχον όμως σήμερα καθεστώς των νήσων στενεύει σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό της χώρο. Ακόμη λέει ότι «Το γεγονός ότι οι δίαυλοι (ανατολικά και δυτικά της Κρήτης) αφενός της Καρπάθου και της Κάσου και αφετέρου των Κυθήρων και του ακρωτηρίου της Σπάθης αλλά και της Καρπάθου και της Μαρμαρίδας, έχουν περικυκλωθεί από αυτά τα νησιά, επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη σύνδεση με Εύξεινο Πόντο - Προποντίδα - Μεσόγειο της Τουρκίας».

Αφού συνεχίζει για αρκετό διάστημα στο ίδιο μοτίβο προσθέτει τέλος ότι «Για όλους αυτούς τους λόγους ήταν μεγάλο σφάλμα της Τουρκίας να εγκαταλείψει, τα νησιά μετά τον Β’ Παγκόσμιιο πόλεμο με αποτέλεσμα η Ελλάδα να διατηρεί τον παλμό του στρατηγικού της υπογραστρίου. Καταλήγει το σχετικό εδάφιο λέγοντας ότι «Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου». (244).

Παρατηρεί ακόμη ότι και η Κύπρος βρίσκεται στον ζωτικό χώρο της Τουρκίας και ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε εκεί κανένας τούρκος το ενδιαφέρον της χώρας του θα ήταν το ίδιο» και ισχυρίζεται ότι αυτή η ηυξημένη σπουδαιότητα της Κύπρου και του Αιγαίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Τουρκία αφού, λέει, η Τουρκία δεν είναι απλώς μια χώρα του Αιγαίου αλλά και μια χώρα που εντάσσεται «σε ένα ευρύτερο πλαίσιο , σε μια περιοχή που ξεκινάει από την Αδριατική και εκτείνεται ως τον κόλπο της Αλεξανδρέττας και τη Διώρυγα του Σουέζ»

Η χρησιμοποίηση του επιχειρήματος ύπαρξης και διεκδίκησης ζωτικού χώρου υπενθυμίζει στους παλαιότερους τον ιμπεριαλισμό του καθεστώτος του Τρίτου Ράιχ που εκφραζόταν με μία και μοναδική λέξη: Lebensraum (=ζωτικός χώρος) . Ο Γερμανός ’ρειος είχε και αυτός ανάγκη από πολύ μεγαλύτερο χώρο. Και αυτό το στοιχείο ήταν εκείνο που με έκανε να σκύψω και να μελετήσω από πιο κοντά τις δύο θεωρίες: Του Αχμέτ Νταβούτογλου και του Χίτλερ. Οι ομοιότητες αποδείχθηκαν πολύ αποκαλυπτικές και περιέχονται στο βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα Ο Α. Νταβούτογλου, αναφερόμενος στα σύνορα της Μέσης Ανατολής τονίζει τα εξής: «κανείς να μη σκέπτεται ότι επειδή κάποιος σχεδίασε εκεί σύνορα, ότι τα σύνορα θα είναι μόνιμα»…

Και ο Χίτλερ στον «Αγώνα» του έγραφε, σχεδόν ταυτόσημα : «Τα σύνορα των Κρατών είναι καθορισμένα από τους ανθρώπους και αλλάζουν από τους ανθρώπους».

Γράφει κάπου αλλού ο Νταβούτογλου, (σχεδόν ταυτόσημα με αυτά που έγραφε ο Χίτλερ στον «Αγώνα» του):

Σε μια περίοδο κατά την οποία αλλάζουν με τρόπο δυναμικό οι παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες, η χρησιμοποίηση της γεωπολιτικής και την διατήρησης του status quo θα έχει ως αποτέλεσμα να αχρηστευθούν , με το χρόνο, τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα».

΄Ό,τι είναι να γίνει δηλαδή πρέπει να γίνει αμέσως.

Σύμφωνα με αυτόν, οι ομάδες των G7 στην αρχή , των G8 αργότερα και των G20 στους οποίους συμμετέχει και η Τουρκία, ενδέχεται να αναλάβουν αργότερα ευρύτερους ρόλους. Μέσα σ’ αυτούς, κατά τον συγγραφέα, περιλαμβάνεται και η προσπάθεια εξάλειψης της διαφοράς μεταξύ της διεθνούς τάξης νομιμότητας (αφόρητος όρος για τον συγγραφέα) η οποία συστάθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και άσκησε την επιρροή της μέχρι το τέλος του ψυχρού πολέμου – και της τάξης της πραγματικής ισχύος. Ας μη ξεχνούν όλοι οι γείτονες ποτέ ότι και τα σύνορα στη Μέση Ανατολή χαρακτηρίζονται από τον Νταβούτογλου. που παίζει και αυτός με την γεωγραφία σαν να είναι επιτραπέζιο παιχνίδι, ως «κακοφτιαγμένος τοίχος».

Μιά άλλη ταύτιση όχι απλώς θεωριών αλλά και μεθόδων αποτελεί η συστηματική αθέτηση υπογραφών και ανειλημμένων υποχρεώσεων

«Το ίδιο δεν κάναμε και με τη συμφωνία με την ΕΕ για την Κύπρο;» είπαν στους Αζέρους οι Τούρκοι για να δείξουν ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσουν και τη συμφωνία τους με την Αρμενία, όταν οι πρώτοι παραπονέθηκαν γι’ αυτήν. Ένα από τα πολλά δείγματα αθέτησης υπογραφών της Τουρκίας είναι και τα περίφημα Μορατόρια και ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) μεταξύ Ελλλάδος και Τουρκίας. Αν ψάξει κανείς ακόμη βαθύτερα θα βρει ότι οι αθετήσεις των υποχρεώσεων της Τουρκίας δεν έχουν τελειωμό.

 

Ο Χίτλερ είχε πει κάποτε κάτι που αν δεν ήταν τόσο τραγικό θα ήταν χαριτωμένο και τούτο για να μην αφήσει αμφιβολία για την ανεντιμότητα των προθέσεων του. Διετύπωσε τον σαρκασμό του κάποτε ως εξής: «Υπάρχουν αρχηγοί κυβερνήσεων που με κατηγορούν πως τους εξαπάτησα. Θα έπρεπε μάλλον να αναγνωρίσουν πως τους διευκολύνω στη δουλειά τους. Γιατί αν τους ζητούσα μονομιάς ό,τι έπρεπε να αποκτήσουμε πώς θα μπορούσαν να τα δεχθούν;»

Η αλαζονεία είναι ένα άλλο σημείο τάυτισης με το τρίτο Ράιχ:

«Η Τουρκία πλέον είναι υποχρεωμένη να αναβαθμισθεί, ώστε, ανερχόμενη σε υψηλότερη κλίμακα, να θεωρήσει τις σχέσεις της με αυτές τις χώρες ως υποδεέστερα στοιχεία με την άσκηση έναντι αυτών πολιτικών αφ’ υψηλού», γράφει ο Νταβούτογλου. Οι χώρες στις οποίες αναφέρεται εδώ είναι η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Αρμενία και η Γεωργία.

«Έχουμε χάσει», έλεγε ο Χϊτλερ, «κάθε αναλογία σε σχέση με τα άλλα μεγάλα κράτη της γής»

«Εμείς θα αναβιώσουμε την εποχή αυτή, τα Οθωμανικά Βαλκάνια ήταν μια πετυχημένη ιστορία και τώρα πρέπει να αναγεννηθούν» υπόσχεται με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια ο Νταβούτογλου. Το τι γνώμη έχουν τα ίδια τα Βαλκάνια για το προδιαγραφόμενο από τον νέο ιστορικό προφήτη μέλλον τους, δεν έχει γι’ αυτόν καμιά σημασία..

Τα πολιτικά όμως προβλήματα αρχίζουν βεβαίως από τη στιγμή που αυτά τα θεωρητικά κατασκευάσματα αρχίζουν να εφαρμόζονται στην πράξη. Το ίδιο συνέβη με το Mein Kampf το ίδιο έχει αρχίσει αν συμβαίνει και με το έργο του Α. Νταβούτογλου. Το ερώτημα επομένως είναι σε ποια στιγμή γίνεται αντιληπτό από τους αμέσως ενδιαφερόμενους «άλλους» το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί ο αρχικά θεωρητικός και, εν συνεχεία, πολιτικά και στρατιωτικά επιθετικός γείτονας. Και ακόμη πιο σπουδαίο είναι το σημείο από το οποίο οι θιγόμενοι γείτονες θα αναγκασθούν να συσπειρωθούν και να αντιδράσουν.

 

Τα αποτελέσματα αυτών των θεωριών, όταν εφαρμόσθηκαν στην πράξη κατέληξαν πάντα σε ανθρώπινη δυστυχία, σε διώξεις, σε γενοκτονίες.

Για να λησμονεί ο κόσμος και οι γείτονες της Τουρκίας τις συνεχείς της αθετήσεις των υπογραφών της ο νυν ΥΠΕΞ και θεωρητικός του ζωτικού της χώρου περιφέρεται συνεχώς προσφέροντας τουρκικής έμπνευσης «παραγωγή ειρήνης». Και δεν διστάζει να προτείνει μιαν ειρήνη του είδους που, από την αρχή του προηγούμενου αιώνα, εξαφάνισε δεκάδες μειονοτήτων στην Τουρκία και υπήρξε ένοχος επανειλημμένων σφαγών Κούρδων, Αρμενίων, Αλεβίδων, Ελλήνων του Πόντου και άλλων μειονοτήτων. Μετά την συνθήκη της Λωζάνης είχαν παραμείνει στην Τουρκία 400.000 περίπου έλληνες και σήμερα δεν υπερβαίνουν τους 1000. Τα δύο νησιά Ίμβρος και Τένεδος, που ήταν κατοικημένα από έλληνες σχεδόν κατά 100% του πληθυσμού, δέχθηκαν και αυτά την «παραγωγή ειρήνης» των διαδοχικών τουρκικών κυβερνήσεων που άρχισαν την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού με την ίδρυση στην Ίμβρο αγροτικών φυλακών. Στις φυλακές αυτές εστέλλοντο επικίνδυνοι κατάδικοι που είχαν την δυνατότητα να κυκλοφορούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις σε όλο το νησί. Αυτός ο πρωτότυπος τρόπος «παραγωγής ειρήνης» είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσει να διαρρέει ο πληθυσμός και τότε άρχισαν και τα άλλα γνωστά μέτρα εκδίωξης (αστυνομικές, οικονομικές, φορολογικές κ.α. διώξεις). Όλα αυτά συμπλήρωσαν το έργο της «παραγωγής ειρήνης», έτσι ώστε τα δύο νησιά να είναι σήμερα τελείως εκτουρκισμένα.

Η σημερινή συγκυρία είναι πιστεύουμε κατάλληλη για να γίνει μια νέα αξιολόγηση αυτών που αναφέρθηκαν. Όχι μόνο επειδή είναι πολλοί, (μεταξύ των οποίων και πέραν του Ατλαντικού) που ήταν πάντα ένθερμοι υποστηρικτές της πολιτικής και των φιλοδοξιών της Τουρκίας και που έχουν αρχίσει να κλονίζονται ως προς την αξιοπιστία της και να θεωρούν την πολιτική της επικίνδυνη για τα δυτικά συμφέροντα. Χρειάζεται επανεκτίμηση και επειδή, μαζί με τα παραπάνω δεδομένα συμπίπτει και σοβαρή οικονομική κρίση που έχει αποτρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα πολιτικά θέματα και από τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αν προστεθεί και μια ειδικότερη περίπτωση όπως αυτή της Ελλάδος σήμερα, κατά την οποία έχει εσωτερικά καλλιεργηθεί μιθριδατικός δηλητηριασμός των παραδόσεων και της πολιτικής ηθικής, έχει σημειωθεί κοινωνικός μαρασμός, πληθυσμιακή συρρίκνωση, σμίκρυνση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης του λαού, τότε οι συγκυρίες αυτές οφείλουν να σημάνουν πραγματικό εθνικό συναγερμό. Μια ανάλογη «ευκαιρία» θεώρησε το τρίτο Ράιχ ότι παρουσιάστηκε όταν πριν από τον πόλεμο η κύρια αντίπαλος του χώρα, η Γαλλία παρουσίαζε παρόμοια συμπτώματα.   Οι παλαιότεροι θα θυμούνται το διαβόητο ηττοπαθές σύνθημα μεγάλου μέρους της κοινωνίας της χώρας : «Pourqois?» Γιατί; Γιατί να αντισταθούμε;.

Χρόνια τώρα υπάρχει μια αφύσικη συμμαχική σχέση μεταξύ των δύο χωρών εξ αιτίας των αδιάκοπων απαιτήσεων και απειλών της ’γκυρας. Πως είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για συμμαχικές σχέσεις τη στιγμή που επικρέμαται το παράνομο για τα διεθνές δίκαιο casus belli, η αρπακτική θεωρία περί γκρίζων ζωνών, οι βόρειες επαρχίες της Κύπρου να παραμένουν υπο τουρκική κατοχή, στην ελληνική Θράκη το Προξενείο της Κομοτινής να εξακολουθεί να υπονομεύει συστηματικά την ελληνική κρατική κυριαρχία προωθώντας τον έλεγχο από την ’γκυρα του μουσουλμανικού πληθυσμού , ενώ το τουρκικό καθεστώς αφού έδιωξε όλο τον ελληνισμό από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου;

Η Ελλάδα δεν έχει πλέον να φοβάται μιάν άλλη «Kristallnacht» όπως εκείνη του Σεπτεμβρίου 1955, αφού ο ομογένεια της Πόλης έχει ουσιαστικά εξοντωθεί. Η λογική συνεπώς υπαγορεύει κινήσεις που να αποβλέπουν στην διατύπωση νέων θέσεων σε ότι αφορά τουλάχιστον την προοπτική της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε. Δεν έχει σημασία αν έχει ή δεν έχει ελπίδες η Τουρκία να ενταχθεί. Σημασία έχει, όταν ενταχθεί ή όταν αποκτήσει το ειδικό καθεστώς που θέλουν οι γαλλογερμανοί και άλλοι εταίροι μας, να γίνουν αυτά με την προοπτική ότι οι ενοχλήσεις από μέρους της Τουρκίας δεν θα συνεχισθούν. Αυτό μόνο έχει σημασία για την Ελλάδα και όχι , άλλα κριτήρια όπως η συμπόρευση της γείτονος με τα «αγγλοσαξονικά αρχέτυπα», όπως συχνά αναφέρεται από τους βορειοευρωπαϊκούς πολιτικούς κύκλους.

Η γνώμη μας είναι συνεπώς ότι επιβάλλεται να τεθεί ως όρος για οποιαδήποτε περαιτέρω σύνδεση της Τουρκίας η εγκατάλειψη του αναθεωρητισμού και των προκλήσεων και απειλών καθώς και η οριστική εκ μέρους της Τουρκίας αποδοχή των υφισταμένων διεθνών συμβάσεων. Η κίνηση αυτή εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων θα εξασφάλιζε για την Ελλάδα και σημαντικές συμμαχίες εντός της Ε.Ε.

----------

5.12.2010. Richard Falk pro Davutoglou

RICHARD FALK : Ahmet Davutoğlu — Turkey’s Foreign Minister

http://www.veteranstoday.com/2010/12/05/richard-falk-ahmet-davutoglu-turkeys-foreign-minister/

December 5, 2010 posted by Debbie Menon · 1 Comment 

Given the flow of recent events I felt it might be helpful to make my appreciation of Davutoglu’s approach and achievements available to an American voice.

Over a year ago I published a short profile of the Turkish Foreign Minister, Ahmet Davutoglu, in the Turkish daily newspaper, The New Zaman. After the May 31, 2010 flotilla incident involving an Israeli attack on the Freedom Flotilla led by the Turkish passenger ship, Mavi Marmara, Mr. Davutoglu demanded an apology from Israel as the basis for the restoration of normal relations.

Along with other Turkish leaders, Davutoglu questioned the Israeli narrative and criticized Israel for its brutal tactics that defied international law and morality.

A few months ago in collaboration with Brazil, Turkey attempted to work out an arrangement with Iran that was designed to provide it with the enriched uranium required for its energy and research programs, while removing most of Iran’s low enriched uranium from which nuclear weapons could be fabricated.

This diplomatic initiative caused a great deal of criticism of Turkey’s foreign policy independence, and Turkey was instructed ‘to stay in its own lane,’ which was an impolite way that Washington used to instruct Turkey to mind its own business, and one wonders what exactly is Turkey business if it not avoiding a war in the Middle East and addressing issues causing friction between its most important neighbor and other states.

The ultra-imperial outlook that makes relations with Iran a matter within the foreign policy domain of the United States, but not of Turkey, is quite revealing, and reinforces the contentions in WikiLeaks disclosures that Davutoglu worries the United States because he supposedly has a grandiose conception of the Turkish role in the Middle East, a view that is certainly shared by Israel.

In my view, Turkey especially, but the region and the world is extremely fortunate that Davutoglu has tried to pursue such a creative and constructive diplomatic course during his brief tenure to date as foreign minister that discovers and then takes advantage of the potential for peace and reconciliation, as well as exhibits a consistent respect for international law and a commitment to global justice, and does so on the basis of an exceptionally deep and ecumenical historical, cultural, and strategic understanding of world politics.

Davutoglu surely seeks to realize the full Turkish potential for exerting a positive influence against this background, but with sensitivity to the limits of the possible and the diversity of orientations and outlooks that must be accommodated to resolve the menace of violent conflict. In my view Davutoglu’s approach is a model of the sort of statecraft that responds brilliantly to the urgencies of the twenty-first century. It is my fervent belief that the world and the United States would be much better off if such a realistic visionary was guiding its foreign policy!

As my short article acknowledges, I write as a friend as well as an engaged citizen pilgrim and observer of world order. Given the flow of recent events I felt it might be helpful to make my appreciation of Davutoglu’s approach and achievements available to a wider audience. Despite the importance of subsequent developments, I stand by the profile as originally presented.

Richard Falk , Professor Emeritus of International Law at Princeton University is also author of  Explorations of the Edge of Time : The Prospects for World Order;Crimes of  War: Iraq and The Costs of War: International Law the UN and World Order after Iraq. He is the current  UN’s Special Rapporteur for Human Rights in the Occupied Palestinian Territories.

---------------------

2.12.2010.  Wikileaks και Αχμέτ Νταβούτογλου, Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες

 

Π.Ήφ. Το βιβλίο στο οποίο παραπέμπει το άρθρο που ακολουθεί κυκλοφορεί σε μερικές εβδομάδες και πάλιν από τις Εκδόσεις Ποιότητα. Έχει και αυτό προταθεί από εμένα πριν από δύο χρόνια. Αποτελεί το επιστημονικό κείμενο που βρίσκεται πίσω από το "Στρατηγικό βάθος". Τώρα, εκτιμώ ότι θα πρέπει να τύχει πολύ προσεκτικής μελέτης. Όχι μόνο από τους ειδήμονες που σίγουρα θα το βρουν ως ίσως το πιο πρωτότυπο βιβλίο σύγκρισης της Ισλαμικής με την μοντερνιστική πολιτική σκέψη και κοσμοθεωρία. Θα πρέπει να διαβαστεί και από όσους είναι καλόπιστοι και όχι εντεταλμένοι να καταπολεμούν μανιακά την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική και με ακόμη μεγαλύτερη μανία να επιχειρούν μαζί με ξένους να επιβάλουν στους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους ένα παρά φύση γάμο. Όπως έγραψα  και στον ίδιο τον Νταβούτογλου σε προσωπική επιστολή που του έστειλα και που θα δημοσιοποιήσω κάποια στιγμή, ο λόγος για τον οποίο πρότεινα τα βιβλία του για δημοσίευση στα ελληνικά είναι επειδή οι διακρατικές σχέσεις στερούμενες πολιτικό ορθολογισμό οδηγούνται σε πόλεμο. Και μπορεί, του έγραψα, να κάνετε πλιάτσικο εις βάρος της Ελλάδας κατά παράβαση της διεθνούς νομιμότητας και των ζωτικών της συμφερόντων, αλλά, με ζεϊμπέκικα και κουμπαριές των Παπανδρέου και Καραμανλή (και τις ανοησίες των Κυπρίων), η Τουρκία και Ελλάδα θα οδηγηθούν σε πόλεμο και δεν πρέπει να υποτιμά τι σημαίνει κάτι τέτοιο (και) για την Τουρκία. Για να το πω και διαφορετικά, εκτιμώ από καιρό ότι εμείς πάσχουμε πνευματικά ανίατα και διολισθαίνουμε στο τέλμα. Αυτό που έγραψα στον Νταβούτογλου και εκτιμώ ότι είναι βάσιμη πρόβλεψη, είναι πως συμφέρει την Τουρκία να μην κάνει πλιάτσικο εις βάρος των Ελλήνων. Κάποια στιγμή θα βρεθούν με την ράχη στον τοίχο και κανείς ας μην υποτιμά τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Τι παθαίνουν δηλαδή ο ηττημένος αλλά και "νικητής" και ο αμυνόμενος και επιτιθέμενος.  

http://www.foreignpolicy.com/articles/2010/12/02/hiding_in_plain_sight?print=yes&hidecomments=yes&page=full

 

Hiding in Plain Sight

You don't need to get your hands on secret cables to learn that Turkey's foreign minister has a radically different view of the world than American diplomats. Just read his dissertation.

BY MICHAEL KOPLOW | DECEMBER 2, 2010

As the explosive, ongoing release of hundreds of thousands of State Department diplomatic cables shows, official Washington is anxious about the direction that Turkey's government is taking the country -- and particularly the influence of Foreign Minister Ahmet Davutoglu, long credited as the architect of its foreign policy. And judging by the academic-turned-international-strategist's doctoral dissertation, they have good reason to worry.

 

The first batch of cables, published by self-described whistle-blower organization WikiLeaks on Nov. 28, express the unvarnished concerns of U.S. diplomats regarding the ruling Justice and Development Party (AKP), which has recently improved Turkey's ties to Iran and Syria and engaged in a high-profile war of words with Israel following the botched Israeli raid on a Gaza-bound flotilla in May. One November 2009 cable says that U.S. officials were "wondering if it could any longer count on Turkey to help contain Iran's profound challenge to regional peace." Another cable quotes a Turkish government official saying that Davutoglu exerts an "exceptionally dangerous" Islamist influence on Prime Minister Recep Tayyip Erdogan.

 

But the U.S. diplomatic corps shouldn't have had to wait for recent events to reveal to them the transformations that Davutoglu had in store for Turkish foreign policy. His doctoral dissertation, completed in 1990 at Istanbul's Bogazici University and later revised and published under the title "Alternative Paradigms," yields some important clues about his intellectual influences and guiding political philosophy.

 

The dissertation, written in English and buried in a neglected corner of the university library's reference collection, is esoterically titled "The Impacts of Alternative Weltanschauungs on Political Theories: A Comparison of Tawhid and Ontological Proximity." It is a dense, 298-page tome regarding the different ways in which Western and Islamic political thought justify political authority and conceive of political institutions and actors. Foreshadowing Samuel Huntington's famous "clash of civilizations" thesis, its main argument is that the divisions between the Western and Islamic world stem from an irreconcilable chasm between the philosophical and political traditions of the two civilizations, and that both sides can justifiably view the other as being ideologically intransigent.

 

As Davutoglu writes in his introduction: "The fundamental argument of the thesis is that the conflicts and contrasts between Islamic and Western political thought originate mainly from their philosophical, methodological and theoretical background rather than from only institutional and historical differences."

 

Islamic revivalism in the Middle East, Davutoglu contends, cannot be explained through sociological or economic reasoning. His work systematically lays out the vastly divergent paths taken by the two intellectual traditions, which he believes lead to important differences concerning both state and society.

 

Davutoglu traces the arc of Western thought on secularism, demonstrating that secularism is not a modern characteristic of Western civilization, but a persistent element in Western thought and institutions dating back to the pre-Westphalian era that has simply been reshaped in the modern age.

 

Similarly, Davutoglu shows that the Islamic idea of tawhid, or the oneness of God, is not only a theological concept, but informs a practical theory of the unity of all aspects of life, as opposed to the secular division of matters belonging to "church" and "state." In Islamic political theory, according to Davutoglu, it is "almost impossible to find a political justification without reference to absolute sovereignty of Allah."

 

The bulk of Davutoglu's dissertation is a dispassionate analysis of political theory. However, there are a number of places where he tellingly reveals his thoughts on the irreconcilability of Western norms and institutions within Muslim societies. In one chapter, for example, Davutoglu asserts that Muslim societies historically have not accepted Western-style procedural or institutional state legitimacy, which depends on a nontheological view of morality and legitimacy, because they are firmly entrenched in a political culture centered on religiously driven values.

 

Similarly, Davutoglu also dissects the differences between Western economic models, which he characterizes as seeking to distribute resources with maximum efficiency, and Islamic religious-cultural views, which he argues are more concerned with using economics to establish social stability and justice. He observes that Muslim societies will not be transformed by "imposed institutional transformation strategies directed by a Westernized political elite" and argues that Islamic cultures segmented by religious identity could not coexist with the socioeconomic class divisions that are inherent to Western institutions and societies.

 

Davutoglu is more explicit about his views on the compatibility of Muslim societies and Western state institutions in his concluding chapter. He describes the Muslim world as a "very impressive and consistent civilizational experience," and asserts in the very next sentence that an "Islamic all-inclusive weltanschauung [worldview] … is absolutely alternative to the Western weltanschauung rather than complementary."

 

Davutoglu attributes Muslim societies' resistance to secularism to this fundamental difference, arguing that "scholars and politicians who omit these fundamental differences will continue to be puzzled by the increasing critical response of Muslim societies." In the dissertation's concluding paragraph, addressing the Western challenge to the Muslim worldview, he warns that "the oppressive institutional transformation strategies being exercised against Muslim societies cannot overcome this irreconcilability."

 

Davutoglu doesn't make any specific reference to Turkey throughout his dissection of Western institutions and Muslim societies. However, the recent history of his country -- where a Westernized political and military elite imposed Western institutions by force, going so far as to launch multiple successive coups when it perceived a threat to the secular order -- could not be far from his mind.

Of course, like any foreign minister, Davutoglu is now driven more by his country's strategic concerns than by philosophy. Turkey's foreign policy makes sense from the standpoint of its national interest without having to resort to ideological explanations, and a non-AKP government would likely continue many of the same policies -- from seeking to expand Turkish influence in its near abroad to increasing economic ties with oil-rich Iran.

 

Nevertheless, Davutoglu, while primarily aiming for the realist goal of turning Turkey into a regional hegemon, is clearly pessimistic on the ability to bring Muslim societies in harmony with Western institutions -- and there is every reason to expect that this belief influences his views on Turkey's stalled accession bid to the European Union and its relationships with Iran, Israel, and Syria. As long as Davutoglu is still directing things in Ankara, there are likely to be many more distressed cables from U.S. diplomats in our future.

-------------------------------

 

-------

Νομίζω ὅτι ὀφείλουμε, πρὶν ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν πρόσληψη τοῦ λόγου καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἀχμὲτ Νταβούτογλου στὰ καθ’ ἡμᾶς, νὰ κάνουμε μία ἀφετηριακὴ σύγκριση. Ἀξίζει νὰ σταθοῦμε στὶς ἐπιλογὲς τῶν δύο χωρῶν, τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Τουρκίας, γιὰ τὸ ὑπούργημα τῶν ἐξωτερικῶν σχέσεών τους. Ἡ Τουρκία ἐπιλέγει ἕναν τὸ δίχως ἄλλο ἰδιοφυῆ ἀκαδημαϊκό, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ θράσος νὰ ἐκπονήσει ἕνα νέο ὅραμα γιὰ τὴν χώρα του, μιὰ Μεγάλη Ἰδέα γιὰ τὴν Τουρκία, ἕνα ὅραμα ἂν ὄχι ἐντελῶς καινούργιο, σίγουρα ριζικὰ διαφορετικὸ ἢ ἀντίθετο μὲ τὴν προηγούμενη πρακτικὴ τῆς Τουρκίας. Ὄχι χωρὶς ρίσκο, ἡ Τουρκία ἐπέλεξε ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὴν πρότασή του, ὄχι ἁπλῶς νὰ τὴν υἱοθετήσει, ἀλλὰ νὰ θέσει τὸν ἴδιο ἐπικεφαλῆς τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Τουρκίας καὶ ἐξ ἀπορρήτων σύμβουλο τοῦ πρωθυπουργοῦ. Δὲν θὰ ἐπιμείνω στὴν ἐπώδυνη σύγκριση μὲ τὶς ἐπιλογὲς τῆς Ἑλλάδας• θὰ σᾶς ὑπενθυμίσω μόνον τοὺς τρεῖς τελευταίους ὑπουργήσαντες τὶς διεθνεῖς της σχέσεις: τὴν κόρη τοῦ πατέρα της, σήμερα ἐπίδοξη κομματάρχη, τὸν γιὸ τοῦ πατέρα του, σήμερα φερόμενο ὡς πρωθυπουργὸ τῆς χώρας καὶ τὸν μέχρι πρότινος παραγυιὸ τοῦ γιοῦ τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν βασικὴ ἐκπαίδευση πῆρε τὴν δουλειὰ καὶ ἔγινε ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Διαπράττω τὴν δηκτικὴ σύγκριση ὡς ἀφετηριακὴ προϋπόθεση, διότι δὲν ἔχει νόημα νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν πρόσληψη τοῦ «φαινομένου Νταβούτογλου» στὴν Ἑλλάδα ἂν δὲν ἔχουμε συνεχῶς ὑπ’ ὄψιν μας τὴν κατάσταση τῶν πραγμάτων.

Τὸ «στρατηγικὸ βάθος» ἐξεδόθη στὴν Τουρκία τὸ 2001 καὶ ἔκτοτε ἔχει ἐπανεκδοθεῖ σὲ πολλὲς δεκάδες χιλιάδες ἀντιτύπων: σήμερα ἔχει ξεπεράσει τὴν 50ὴ ἐπανέκδοση. Παρ’ ὅλα ταῦτα, τὸ σχετικὸ ἐνδιαφέρον στὴν Ἑλλάδα προέκυψε μόλις τὸ 2009, ὅταν ὁ Ἀχμὲτ Νταβούτογλου διορίστηκε ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν τῆς γείτονος (ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς παρεμβάσεις στὸν ἑλλαδικὸ δημόσιο λόγο ποὺ ἔτυχαν μιᾶς εὐρύτερης κυκλοφορίας/ἐπιρροῆς, δηλαδὴ μὲ τὶς κυρίως παρεμβάσεις, ὄχι βεβαίως μὲ ὁτιδήποτε ἔχει γραφτεῖ γιὰ τὸ ζήτημα). Ἐπίσης, πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ναὶ μὲν ὁ Νταβούτογλου διορίστηκε ΥΠ.ΕΞ. μόλις τὸ 2009, ἀλλὰ μέχρι τότε ἦταν σύμβουλος (ἢ ἀκόμα καὶ μέντορας) τοῦ πρωθυπουργοῦ ἀπὸ τὸ 2003 Ρετζὲπ Ταγὶπ Ἐρντογάν, καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ βιβλίο του λειτουργοῦσε σταδιακὰ ἤδη ὡς μανιφέστο τῆς νέας τουρκικῆς διπλωματίας καὶ στρατηγικῆς. Συνεπῶς, τὸ ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἀσχοληθήκαμε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ πόνημα μόλις τὸ 2009 δείχνει μιὰ δυσοίωνη βραδύτητα στὰ ἀντανακλαστικά μας.

Τὸ εὐρύτερο ἀναγνωστικὸ κοινὸ ἔμαθε γιὰ τὸ βιβλίο ἀπὸ τρία ἄρθρα τοῦ Sir Βασιλείου Μαρκεζίνη τὸ καλοκαίρι τοῦ 2009 στὴν ἐφημερίδα «Ἔθνος»: «ἡ Ἑλλάδα καὶ τὸ φαινόμενο Ἀχμὲτ Nταβούτογλου» , «ἐπιθετικὴ διπλωματία καὶ σὲ πολλὰ μέτωπα» καὶ τὸ ἐπώδυνα συγκριτικὸ «πολιτικὴ αὐτοπροβολῆς καὶ πολιτικὴ βάθους». Τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι μέχρι σήμερα ἀπὸ τὰ πολὺ λίγα ἄρθρα ποὺ παρουσιάζουν νηφάλια τὸ ζήτημα στὸ ἑλληνικὸ κοινό, μὲ τὴν ἐνημέρωση νὰ προηγεῖται τῆς θέσης τοῦ ἀρθρογράφου. Ὁ κ. Μαρκεζίνης καθιστᾶ ξανὰ σαφὲς τὸ ὅτι δὲν ἔχει νόημα νὰ συζητᾶμε γιὰ τὸ θέμα χωρὶς τὴν συνεχῆ ὑπόμνηση τῆς ἔνθεν κακεῖθεν κατάστασης• γράφει: «καταρχάς, οἱ γνώσεις τοῦ κ. Νταβούτογλου εἶναι δικές του: δὲν προέρχονται ἀπὸ τοὺς (ἑκάστοτε) συμβούλους του. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τὸν διαφοροποιεῖ αὐτομάτως ἀπὸ τοὺς περισσότερους ὑπουργοὺς Ἐξωτερικῶν [σ.σ. τῆς Ἑλλάδας], οἱ ὁποῖοι ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὶς ἐνημερώσεις τῶν συμβούλων τους -ἐνημερώσεις ποὺ ἀλλάζουν ὅταν ἀλλάζουν οἱ συμβουλοι ἢ προσαρμόζονται ὥστε νὰ εὐχαριστοῦν τὸν ὑπουργό». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε αὐταπάτες, κλείνει τὸ δεύτερο ἄρθρο του σημειώνοντας: «φοβοῦμαι πὼς ἡ χώρα μου δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀνάλογα ἐπιτεύγματα. Καὶ ἡ δήλωση αὐτὴ δὲν ἀνήκει σὲ ἕναν λαϊκιστή: ἐκφράζει τὴν ἄποψη ἑνὸς ἀνεξάρτητου μελετητῆ, ὁ ὁποῖος διαβάζει, ἀναλύει καὶ ἀναστοχάζεται τὶς ἰδέες, τὰ γεγονότα, τὰ κείμενα. Καθόλου δὲν τὸν εὐχαριστεῖ νὰ διατυπώνει τέτοια συμπεράσματα, ἀλλὰ ἡ πραγματικότητα τὸν κάνει νὰ ζηλεύει – καὶ νὰ πιστεύει ὅτι οἱ ἀναγνῶστες του θὰ ἔπρεπε ἤδη νὰ ἔχουν ἀρχίσει νὰ θυμώνουν!». Ἡ ὑπόμνηση τῆς σύγκρισης διαφαίνεται στὸ τρίτο ἄρθρο ἤδη ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν παραγράφων, μὲ τοὺς τρεῖς πρώτους νὰ ἀναφέρονται στὶς προσωπικὲς στρατηγικὲς τῶν ΥΠ.ΕΞ. τῆς Ἑλλάδος καὶ τὰ ὑπόλοιπα στὸ ἀπέναντι διακύβευμα: «Αὐτοπροβολὴ ἀλὰ γκρὲκ – Ἡ προώθηση τῆς προσωπικῆς εἰκόνας – Μεγαλοποιήσεις – Ἀνάδειξη ἀλὰ τοῦρκα – Τὸ σύστημα Νταβούτογλου – Ἡ τουρκικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ Κυπριακὸ» κλπ.

Μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ Βασιλείου Μαρκεζίνη ξεκινᾶ ὁ δημόσιος διάλογος γιὰ τὸ ζήτημα Νταβούτογλου στὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος διάλογος ἐντείνεται θυελλωδῶς μὲ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση καὶ ἔκδοση τοῦ βιβλίου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ποιότητα» μὲ εὐθύνη τοῦ Νεοκλῆ Σαρρῆ καὶ τοῦ Παναγιώτη Ἡφαίστου κατὰ τὸν ἐνεστῶτα ἐνιαυτὸ – γιὰ μῆνες στὰ εὐπώλητα. Ἕνας δημόσιος διάλογος ὅμως ὁ ὁποῖος, μὲ λίγες ἐξαιρέσεις στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα, δυστυχῶς ἐξαντλήθηκε σὲ δύο κατηγορίες, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀνεπαρκείας σημαντικές: στὴν κατηγορία «ὁ Νταβούτογλου λέει βλακεῖες», ἀναφέρομαι σὲ ἄρθρα ποὺ ἐξαντλοῦνται στὸ κατὰ πόσον οἱ στόχοι τοῦ Νταβούτογλου εἶναι ρεαλιστικοὶ καὶ θὰ ἐπιτευχθοῦν ἢ ὄχι, γιὰ νὰ καταλήξουν πάντα στὸ ὅτι δὲν εἶναι ρεαλιστικοὶ καὶ δὲν θὰ ἐπιτευχθοῦν, στὸ κατὰ πόσον εἶναι σοβαρὰ αὐτὰ ποὺ γράφει, κατὰ πόσον τὰ ἔχουμε ξαναδεῖ ἐπὶ παντουρανισμοῦ κλπ, ὡσὰν νὰ περνᾶ ἀπαρατήρητο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Τουρκία ἔξαφνα -ἔχει- νέα στρατηγική, ὑψηλῆς ποιότητας, συγκεκριμένη, μὲ αὐτοπεποίθηση, ἀνάλυση καὶ ἀξιώσεις, ἐνῷ τὸ ἑλληνικὸ ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν εἶναι μιὰ ἀκόμα δημόσια ὑπηρεσία ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἀποκλειστικὰ τὸν ὑπουργοῦντα. Στὴν ἴδια κατηγορία ἀνήκει ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸ κατὰ πόσον ἡ θεωρία τοῦ Νταβούτογλου εἶναι χιτλερικῆς ἐμπνεύσεως γιὰ ἕνα τούρκικο ράιχ (λόγῳ τῆς ἔννοιας τοῦ «ζωτικοῦ χώρου» κλπ), ὡσὰν αὐτὸ νὰ συσχετίζεται ἔστω καὶ κατ’ ἐλάχιστον μὲ τὸ διακύβευμα τῆς ἀπουσίας ἀντιλόγου. Δηλαδή, οἱ παρεμβάσεις στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ κατὰ πόσον ἁρμενίζουμε στραβά, ἀλλὰ ἐξαντλοῦν τὸ ἐνδιαφέρον τους στὸ κατὰ πόσον ὁ γιαλὸς τῆς γείτονος εἶναι στραβός. Ταπεινὴ γνώμη ἐκφράζω λέγοντας ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ δημόσιος λόγος σαφῶς δὲν στέκεται στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ τῶν προκλήσεων. Τὴν δεύτερη κατηγορία ἀντιδράσεων θὰ τὴν ὀνόμαζα «πίσω καὶ σᾶς φάγαμε», μὲ ὑπότιτλο «ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει», ἡ ὁποία ὅμως δὲν προσφέρει ὑλικὸ γιὰ περαιτέρω ἀνάλυση πέραν τῆς ἀναφορᾶς. Παραθέτω ἐνδεικτικοὺς τίτλους ἄρθρων καὶ ἀπὸ τὶς δύο κατηγορίες: «Τὸ στρατηγικὸ βάθος μιᾶς μεγαλοϊδεατικῆς παράκρουσης», Ἰούνιος 2010, τοῦ Βασίλη Φίλια. «Μόνο ὁ Χίτλερ θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὶς ἀπόψεις Νταβούτογλου», Ἰούνιος 2010, τοῦ Νεοκλῆ Σαρρῆ. Καὶ πάει λέγοντας.
Οἱ ἐξαιρέσεις τίμιας προσπάθειας παρουσίασης τοῦ ζητήματος καὶ συζήτησης σχετικὰ μὲ αὐτό, ἀκόμα καὶ ἄρθρωσης νύξεων ἀντιπρότασης, δὲν ἦταν ἐλάχιστες· ἐδῶ θὰ παρουσιάσουμε τὶς δύο σημαντικότερες, τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ καὶ τοῦ Χρύσανθου Λαζαρίδη, αἰτούμενοι συγχώρεση γιὰ τὴν παράλειψη τῶν ὑπολοίπων.
Ἀμέσως μετὰ τὴν δημοσίευση τῶν δύο πρώτων ἄρθρων τοῦ Βασιλείου Μαρκεζίνη, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀπάντησε μὲ δύο ἐπιφυλλίδες: «Ἡ πρόκληση Νταβούτογλου» (30/8/2009) καὶ «Νεο-ὀσμανιδῶν καὶ Βρυξελλῶν γεφύρωση» (6/9/2009). Σχεδὸν ἕναν χρόνο μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἐπιφυλλίδα «Στρατηγικὴ λογικὴ κατέναντι ἀφασίας» (13/6/2010), πάλι γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα. Στὴν πρώτη ἐπιφυλλίδα, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς σημειώνει ἀφετηριακὰ ὅτι oἱ προβληματισμοὶ τοῦ Μαρκεζίνη «κατατίθενται στὸ κενό, στὸ τίποτα», ἀναφερόμενος στὸν πολιτικὸ κόσμο· εἶναι θὰ λέγαμε ἐντυπωσιακό, ἀκόμη καὶ σήμερα ποὺ ἔχει παρέλθει κάποιος καιρὸς καὶ ποὺ τὸ βιβλίο τοῦ Νταβούτογλου στὰ ἑλληνικὰ ἔτυχε ἀσύλληπτης ἐκδοτικῆς ἐπιτυχίας (τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν καὶ δεδομένου τοῦ ὅτι μιλᾶμε γιὰ ἕνα πυκνογραμμένο ὀγκῶδες σύγγραμμα ἀκαδημαϊκοῦ γεωστρατηγικοῦ προβληματισμοῦ ὀκτακοσίων σελίδων), ὁ πολιτικὸς κόσμος δὲν φαίνεται νὰ δείχνει σημεῖα ζωῆς. Μπορεῖ τὸ σούσουρο γιὰ τὴν νέα στρατηγικὴ τῆς γείτονος χώρας νὰ ἔχει πραγματικὰ παγκοσμιοποιηθεῖ καὶ νὰ γράφονται κείμενα γι’ αὐτὴν στὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη τοῦ κόσμου, ὅμως τὰ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα χρυσοἐπιδοτούμενα κομματικὰ ἰνστιτοῦτα καὶ τὰ στελέχη τῶν κομμάτων ἐξουσίας δὲν φαίνεται νὰ θεωροῦν τὸ ζήτημα ἄξιο λόγου ἢ ἀναφορᾶς, πόσῳ μᾶλλον σοβαρῆς ἀνάλυσης. Φαίνεται πὼς τὸ «φαινόμενο Νταβούτογλου» δὲν εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέρον γιὰ νὰ ἀποτελέσει θέμα ἔστω μιᾶς ἡμερίδας ἢ συνεδρίου στὴν Ἑλλάδα. «Τοὺς εἶναι μᾶλλον «ἐξωτικό», ὑπερβαίνει τὰ ἐνδιαφέροντά τους», γράφει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς. Βέβαια, ἴσως ἡ ἔκπληξη νὰ μετριάζεται ὅταν θυμόμαστε ὅτι ἡ μὲν κυβέρνηση ἔχει ἀναθέσει τὶς διεθνεῖς σχέσεις τῆς χώρας στὸν κ. Δρούτσα, ἡ δὲ ἀξιωματικὴ ἀντιπολίτευση στὸν κ. Ἀβραμόπουλο. Ἡ ἐπιφυλλίδα παραθέτει κάποια στοιχεῖα: τὰ δημογραφικὰ δεδομένα τῶν δύο χωρῶν, τοὺς ἐξοπλισμούς, τὸ «φρόνημα» τῶν δύο λαῶν σήμερα. Σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο, «ἐγκλωβισμένος στὰ ἀσφυκτικὰ αὐτὰ δεδομένα ὁ τυχὸν ἀνήσυχος Ἕλληνας πρέπει νὰ διαλεχθεῖ μὲ τὰ ρεαλιστικὰ καὶ ὀξυδερκῆ πολιτικὰ ὁράματα τοῦ κ. Νταβούτογλου ἀπὸ θέσεως μηδενικῆς, κυριολεκτικά, ἰσχύος». Ἐπὶ τῇ βάσει λοιπὸν αὐτῶν τῶν δύσκολα ἀμφισβητήσιμων διαπιστώσεων, προτείνονται περίπου τὰ ἑξῆς: ἂν ὄντως ἔχει ἐκλείψει ὁποιαδήποτε ἄλλη περίπτωση ἐπιβίωσης τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους, περίπτωση μὴ ἐκμηδένισης, δημογραφικῆς ἀπίσχνανσης, ριζικῆς καὶ τελεσίδικης πολιτισμικῆς ἀλλοίωσής του ἢ μακροπρόθεσμης ἥττας καὶ κατοχῆς του ὑπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἀντίπαλο, τί θὰ γινόταν ἂν ἡ Ἑλλάδα προσέφερε, μὲ ἀντάλλαγμα τὸ νὰ παραμείνει ζῶσα καὶ ἄθικτη, τὴν σάρκα ρεαλισμοῦ τοῦ ὁράματος Νταβούτογλου: δηλαδή, τὴν ἐμμονὴ στὸ καίριο τῆς πολιτισμικῆς ἑτερότητας ποὺ μόνον οἱ ὅσοι ὑποψιασμένοι Ἕλληνες μποροῦν νὰ τοῦ μεταγγίσουν. Στὴν δεύτερη ἐπιφυλλίδα ἀναλύονται οἱ προϋποθέσεις, καθὼς καὶ τὸ γιατὶ ὁ Νταβούτογλου ἔχει ἀνάγκη καὶ τὴν ἑλληνικὴ πολιτισμικὴ ἑτερότητα σὲ προνομιακὴ θέση ἰσχύος γιὰ νὰ πετύχει, ἀλλὰ καὶ τὴν γέφυρα ἐπικοινωνίας καὶ συνύπαρξης μὲ τὴν Δύση/Εὐρώπη ποὺ μόνον οἱ Ἕλληνες μποροῦν νὰ τοῦ προσφέρουν. Ἀποτελεῖ προϋπόθεση, γράφει, τὸ «νὰ λειτουργήσει ἡ Ἑλλάδα ὡς πολιτισμικὸς (ἄρα καὶ πολιτικὸς) καταλύτης δημιουργικῆς συμπόρευσης αὐτῆς τῆς μετα-βυζαντινῆς Ἀνατολῆς (ὑπὸ τὴ Νεο-ὀσμανικὴ ἡγεσία) μὲ τὴ μετα-ρωμαϊκὴ Δύση (ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Βρυξελλῶν)». Σὲ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο διαβλέπει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς τὴν δυνατότητα νὰ ἐπανέλθει στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι ὁ ἐκὼν ἐξορισμένος ἑλληνισμός.

Οἱ δύο αὐτὲς ἐπιφυλλίδες προκάλεσαν κάποιες ἀντιδράσεις, κυρίως ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀκούσιας ἢ καὶ ἑκούσιας παρανόησής τους. Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ παρανοήθηκαν ἀπὸ κάποιους ὡς πρόταση οἰκειοθελοῦς ὑποταγῆς στοὺς Τούρκους, χρησιμοποιήθηκαν λέξεις ὅπως «ραγιαδισμὸς» κλπ. Ὡς ἐκ τούτου, στὴν τρίτη ἐπιφυλλίδα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἔκδοσης τοῦ βιβλίου στὰ ἑλληνικὰ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀναφέρει καὶ τὰ ἀπολύτως αὐτονόητα, τὰ εὐκόλως ἐννοούμενα ποὺ εἴθισται νὰ παραλείπονται: γράφει γιὰ τὸ «Στρατηγικὸ Βάθος» ὅτι «εἶναι σαφῶς τὸ βιβλίο ἑνὸς ἀντιπάλου: ὁ Ἀχμὲτ Νταβούτογλου διεκδικεῖ γιὰ τὴν πατρίδα του μεγάλο κομμάτι τῆς δικῆς μας πατρίδας, τοῦ Αἰγαίου, τὴν Κύπρο». Παρ’ ὅλα ταῦτα ὅμως οἱ ἀκούσιες ἢ ἑκούσιες παρανοήσεις πῆραν τὴν μορφὴ τῆς ἐπίθεσης: τὸ 80ὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Ἄρδην» τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, τὸν Μάιο-Ἰούνιο τοῦ 2010, ἐξεδόθη μὲ τίτλο «ἡ κρυφὴ γοητεία τοῦ ὀθωμανισμοῦ» καὶ τὸ ἑξῆς ἐξώφυλλο: μὲ φόντο τὸ βαθὺ πράσινο τοῦ Ἰσλάμ, τὴν φωτογραφία τοῦ Ἀχμὲτ Νταβούτογλου, χαρούμενου μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες, καὶ ὑποκάτω σὲ μικρότερο μέγεθος, σὰν πνευματικοπαίδια, κολὰζ φωτογραφιῶν τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, τοῦ Ἀνδρέα Βγενόπουλου, τοῦ Γιωργάκη Παπανδρέου, τοῦ Χριστόφια καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ὅσο κι ἂν ἡ πνευματικὴ συγγένεια -ἂν ὄχι ἡ ταύτιση- τῶν ἀπόψεων τοῦ Γιανναρᾶ καὶ τοῦ Γιωργάκη ἢ τοῦ Χριστόφια εἶναι πασιφανὴς καὶ διαβόητη, ἡ παρουσία τοῦ Ἀνδρέα Βγενόπουλου στὸ ἐξώφυλλο, ριζικὰ ἄσχετου μὲ τὸν νεοθωμανισμὸ ἀλλὰ ἀπολύτως σχετικοῦ μὲ μιὰ παλιὰ ἐπιφυλλίδα, μᾶς πείθει ὅτι στόχος τοῦ ὅλου καλλιτεχνήματος εἶναι ἀποκλειστικὰ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς. Στὶς σελίδες τοῦ τεύχους διαπιστώνουμε ὅτι πρόκειται περισσότερο γιὰ προσωπικὴ ἐπίθεση παρὰ γιὰ ἀντίλογο ἢ κριτική: ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς πλαστουργεῖ μιὰν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅπως κάποιοι διανοητὲς ἔχουν πραγματοποιήσει στροφὴ στὴ σκέψη τους, ἔτσι καὶ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς πραγματοποίησε μία μὲ ἀφορμὴ τὸ ταξίδι του στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀπὸ διαπρύσιος πατριώτης τοῦ «ὄχι στὸ σχέδιο Ἀνὰν» κατέληξε μέγας θεωρητικὸς τοῦ τουρκοστρεφοῦς ἐνδοτισμοῦ. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς λαμβάνει πολιτικὲς ἐντολὲς στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν πράκτορα τοῦ Νταβούτογλου Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὶς ὁποῖες ἐκτελεῖ πειθήνια διὰ τῆς γραφίδος του μόλις ἐπιστρέψει στὴν Ἑλλάδα ποὺ τόσο ἀγαπάει νὰ μισεῖ. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ποὺ διαυγῶς ὑπονοοῦνται διανθίζονται ἀπὸ σχόλια γιὰ τὶς «καθηγητικὲς θέσεις» (πληθυντικὸς ἀριθμὸς) τὶς ὁποῖες ἡ Ἑλλάδα δώρισε «ἀφειδώλευτα» (sic) στὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ, καθὼς καὶ γιὰ τὴν «ἀναγνώριση πέραν τοῦ προσδοκωμένου» τῆς ὁποίας ἔτυχε (διερωτᾶται κανείς, ποιά εἶναι ἡ προσδοκώμενη ἀναγνώριση σύμφωνα μὲ τὸν κ. Καραμπελιᾶ, τὸ πλέον τῆς ὁποίας χάρισε διὰ τῆς πλαγίας ὁδοῦ τὸ Σύστημα στὸν ἐκλεκτό του Γιανναρᾶ). Ὅλα αὐτὰ ἀναφέρονται γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ ποιότητα τοῦ δημοσίου λόγου καὶ ἀντιλόγου στὴν Ἑλλάδα μὲ ἀφορμὴ ἕνα τέτοιου μεγέθους καὶ βάθους ἐρέθισμα, τὸ φαινόμενο Νταβούτογλου. Διερωτᾶται κανεὶς τί θὰ εἶχε προκύψει ἂν ὅλη ἡ ἐνέργεια ποὺ δαπανήθηκε σ’ αὐτὴν τὴν ἐπίθεση εἶχε διοχετευθεῖ ὡς δημιουργικὴ ἐνέργεια δόμησης σοβαροῦ ἀντιλόγου στὸ ὅραμα Νταβούτογλου, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὴν πραγματικὴ καὶ ὄχι τὴν φαντασιώδη κατάσταση τῆς χώρας μας. Ἀλλὰ τέλος πάντων.

Γενικῶς, ὅλοι σχεδὸν ἀναλύουν τὸ φαινόμενο καὶ τὴν σχέση του μὲ τὴν Ἑλλάδα ὡσὰν αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι καὶ ὡσὰν νὰ μὴν ἔχει τὰ προβλήματα ποὺ ἔχει, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ φαντασιώδη ἀκμὴ ἄνευ προηγουμένου, στὴν ὁποία ἔχει τὴν πολυτέλεια ἀκόμα καὶ νὰ σνομπάρει τὴν κοσμογονία ποὺ τελεῖται στὴν ἀπέναντι ἀκτή.

Ἀναμφίβολα ἀποτελοῦν ἐνδιαφέρουσα συμβολὴ τὰ δύο ἄρθρα τοῦ Χρύσανθου Λαζαρίδη μὲ τίτλο «ἡ γεωπολιτικὴ προσέγγιση, ὁ κ. Νταβούτογλου κι ἐμεῖς» (7/1/2010) καὶ «χῶρες «μεταιχμίου καὶ χῶρες ἱστορικοῦ βάθους» (5/2/2010) στὴν ἱστοσελίδα Antinews, τὸ διαδικτυακὸ ἐγγόνι τοῦ περιοδικοῦ «Ἀντί». Ἐκεῖ τὸ ζήτημα παρουσιάζεται καὶ ἀναλύεται σὲ συνάρτηση μὲ γνωστὲς γεωπολιτικὲς προσεγγίσεις, ἐνῷ ἐκφράζεται καὶ τὸ καίριο ζητούμενο: ἡ ἀντιπρόταση νὰ εἶναι ἰθαγενὴς καὶ ὄχι, πάλι, μεταπρατική. Στὰ κείμενα τοῦ Λαζαρίδη μοιάζει νὰ διαφαίνεται, κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὴν διεθνῆ βιβλιογραφία, ἡ προτεραιότητα τῆς θεώρησης τοῦ Θουκυδίδη γιὰ τὸ «μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος», ὅπως αὐτὸς ἀναφέρει στὸ Α΄ 143. Ὅμως βρισκόμαστε ἀκόμα ἐν ἀναμονῇ τῆς πληρέστερης διατύπωσης μιᾶς τέτοιας προσέγγισης.

Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιήγησης ἐπιστρέφουμε στὸν Βασίλειο Μαρκεζίνη καὶ στὸ πρόσφατα ἐκδοθὲν βιβλίο του, «μιὰ νέα ἐξωτερικὴ πολιτικὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Λιβάνη. Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται νὰ ἀρθρωθεῖ ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ὑπόσχεται ὁ τίτλος, καὶ -ἂν δὲν παρανοῶ σφόδρα τὰ συμφωνημένα ὑπονοούμενα- ἐπιχειρεῖται νὰ συγκροτήσει τὸ βιβλίο ἑλληνικὸ ἀντίβαρο στὸ «στρατηγικὸ βάθος» τοῦ Νταβούτογλου. Τὸ «μιὰ νέα ἐξωτερικὴ πολιτικὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα» μᾶλλον φιλοδοξεῖ νὰ ἀποτελέσει τὸ μανιφέστο τῆς αὐριανῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς χώρας, καὶ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ πρόταση εἶναι μελετημένη, στιβαρὴ καὶ ἐπ’ οὐδενὶ δὲν «μπάζει» σὲ ρεαλισμὸ – ἂν ὑποθέσουμε ὡς προϋπόθεση τὴν ἀντικατάσταση τοῦ ὑπάρχοντος πολιτικοῦ προσωπικοῦ. Ὅμως ὑφίσταται μία πραγματικὰ θεμελιώδης διαφορὰ ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ τὸ «Στρατηγικὸ Βάθος»: ὁ Νταβούτογλου παρουσιάζει μιὰν ἄλλη (νεο-ὀθωμανικὴ) πρόταση γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ Τουρκία στὸ σύνολό της, καὶ ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχὴ προσφέρει μιὰ Μεγάλη Ἰδέα γιὰ τὸν τουρκικὸ λαό, ἕνα νέα ὅραμα, δὲν ἐξαντλεῖται στὸ ζητούμενο τῶν διεθνῶν σχέσεων. Τὸ βιβλίο τοῦ Μαρκεζίνη δὲν ξεπερνᾶ τὰ ὑπεσχημένα τοῦ τίτλου, δὲν προτείνει κάτι παραπάνω ἀπὸ «μιὰ νέα ἐξωτερικὴ πολιτικὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα», ὁσοδήποτε καλή· βέβαια, αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι ἔχουμε ἐπειγόντως ἀνάγκη μιὰ τέτοια, γιὰ νὰ λάβει τὴ θέση τοῦ τέλειου κενοῦ ποὺ ἀτενίζουμε σήμερα. Διότι ἂν οἱ διοικοῦντες τὴν Ἑλλάδα ἔχουν στρατηγική, τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐχέμυθοι.

Πρὶν κλείσω, θὰ ἀναφέρω δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο, φαινομενικὰ ἄσχετα μὲ τὴν Ἑλλάδα, τὰ ὁποῖα ὅμως εἶναι σὰν νὰ ἔχουν γραφτεῖ γιὰ νὰ τὴν περιγράψουν (τὸ πρῶτο, κατ’ ἀντιδιαστολήν): «οἱ κοινωνίες οἱ ὁποῖες ἔχουν στέρεες δομές καὶ κατέχουν μιὰ πολὺ ἰσχυρὴ αἴσθηση τοῦ ἀνήκειν καὶ τῆς ταυτότητας, ποὺ ὀφείλεται στὴν κοινὴ ἀντίληψη τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, καὶ μποροῦν μὲ αὐτήν τὴν αἴσθηση νὰ κινητοποιήσουν τὰ ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτι¬κὰ καὶ οἰκονομικὰ στοιχεῖα ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ πραγματοποιοῦν στρατηγικὰ ἀνοίγματα ἱκανὰ νὰ ἀνανεώνονται συνεχῶς. Ἀντιθέτως, οἱ κοινωνίες ποὺ ζοῦν μιὰ κρίση ταυτότητας καὶ τὴ μετατρέπουν σὲ μιὰ καταστροφὴ πολιτισμοῦ περιέρχονται σὲ ἕνα στρατηγικὸ ἀδιέξο¬δο παραδομένες στὴ δίνη τῶν ψυχολογικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν διακυμάνσεων». (σ. 57). Καί: «οἱ κοινωνίες ποὺ ἔχοντας χάσει τὴν αὐτοπεποίθησή τους ἀποδέχθηκαν νὰ γίνουν τὰ περιφερειακὰ στοιχεῖα ἄλλων κοινωνιῶν, μετὰ ἀπὸ μιὰ ψυχολογικὴ κατάρρευση θὰ μείνουν ἀντιμέτωπες καὶ μὲ τὸν κίνδυνο τῆς στρατηγικῆς τους διάλυσης» (σ. 832).

Συναθροίζοντας τὰ δεδομένα τῆς Ἑλλάδας (δημογραφικὴ ἀπίσχνανση, οἰκονομικὴ κατάσταση, πολιτικὴ ἡγεσία, τέλεια σχεδὸν ἔκλειψη τῆς καλλιέργειας, παιδεία καὶ ὑποδομές, ζητήματα ταυτότητας κλπ.) μὲ τὴν ὕπαρξη σοβαρῆς στρατηγικῆς καὶ τοῦ ἀντίστοιχου ἀνθρώπινου δυναμικοῦ στὰ ἠνία τῆς Τουρκίας, καταλήγουμε στὸ ἑξῆς συμπέρασμα: ὅτι τὰ μόνα ἐνδεχόμενα ἀξιοπρεποῦς ἱστορικῆς ἐπιβίωσης τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους καὶ στὸν 22ο αἰώνα εἶναι δύο: ἢ ἡ παταγώδης ἀποτυχία τοῦ Νταβούτογλου ἢ τὸ θαῦμα. Τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ὡς μοναδικὲς ἐπιλογὲς δύο μὴ-ἐπιλογές, τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀντιπάλου καὶ τὸ θαῦμα, εἶναι δυστυχῶς -σὲ ἁπλὰ ἑλληνικὰ- ξεφτίλα. Αὐτὸ τὸ ἀδιέξοδο, μὲ τὴν σειρά του, ὁδηγεῖ σὲ δύο τινά: ἢ στὴν γόνιμη ὀργή, στὸν γόνιμο ἀπελπισμὸ (ὄχι μονάχα ἐκλογικὸ φυσικά), ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσει μιὰ μαζικὴ θυελλώδη ἀλλαγὴ ἰσόκυρη μὲ θαῦμα, ἢ στὸν χορὸ τοῦ Ζαλόγγου. Ἂς ποντάρουμε λοιπὸν στὴν γόνιμη ἀπελπισία, δηλαδὴ στὴν συνεπῆ ἐποπτεία τῆς κατάστασης χωρὶς νὰ ἐθελοτυφλοῦμε, ἡ ὁποία ὡς μοναδικὴ συνθήκη ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσει ζωογόνο δημιουργικὴ ὀργὴ ἐνδέχεται -ἐνδέχεται!- νὰ κάνει ἐν τέλει τὴν ἐλπίδα νὰ ξεμυτίσει.

 

---------------------

7.11.2010. M. Ευρυβιάδη, οι μουσουλμάνοι Μπαγίς και Νταβούτογλου

Κυριακή, 7 Νοεμβρίου 2010

Οι μουσουλμάνοι Εγκεμέν Μπαγίς και Αχμέτ Νταβούτογλου

 

Η θρησκεία είναι το μόνο στοιχείο που τους αυτοπροσδιορίζει τους δύο πολιτικούς

Του Μάριου Ευρυβιάδη
Οταν ο νεαρός μουσουλμάνος υπουργός του Ερντογάν, Εγκεμέν Μπαγίς, και ο μεγαλύτερός του, επίσης μουσουλμάνος Αχμέτ Νταβούτογλου εκφράζονται δημόσια, εκφράζονται πρωτίστως ως μουσουλμάνοι. Εάν τους ακούμε και τους διαβάζουμε υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα παρά τη θρησκευτική, δεν μπορούμε να τους κατανοήσουμε και να τους αντιμετωπίσουμε και μαζί τους να αντιμετωπίσουμε τους ισλαμιστές, εάν βέβαια έχουμε τη βούληση να το κάνουμε.
Διότι η θρησκεία τους είναι το μόνο για το οποίο οι Μπαγίς και Νταβουτογλου είναι σίγουροι και το μόνο που τους αυτοπροσδιορίζει. Για όλα τα άλλα που υπολείπονται της υπόστασής τους δεν μπορούν να είναι σίγουροι.

Στη σημερινή Μικρά Ασία έχουν καταγραφεί από Γερμανούς επιστήμονες περισσότερες από εβδομήντα εθνοτικές ομάδες/φυλές. Σε ποια από αυτές λέτε να ανήκουν οι Μπαγίς και Νταβούτογλου; Μήπως είναι εξισλαμισμένοι Εβραίοι, ή αλλιώς Donme, όπως πιθανόν να είναι ο «γιος του Δαβίδ» Νταβούτογλου και που η γυναίκα του Sere πιθανόν να είναι Σάρα; Μήπως είναι Έλληνες, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι, Κούρδοι, Χαλκαίοι;

Πάντως απόγονοι των περίπου 1.600 Οσμανών που με 400 περίπου σκηνές εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία τον 13ο αιώνα, και που έθεσαν τα θεμέλια για την ίδρυση της οσμανοκρατίας, δηλαδή της αργότερα επονομαζόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι πολύ απίθανο να είναι.

Είναι όμως μουσουλμάνοι. Και ως μουσουλμάνοι εκφράζονται, αντιλαμβάνονται τον κόσμο γύρω τους και συμπεριφέρονται έναντι των μη μουσουλμάνων. Για τους μουσουλμάνους, οι μη μουσουλμάνοι είναι όλοι καφίρ, δηλαδή άπιστοι. Δεν ανήκουν στο Ισλάμ, στον κόσμο δηλαδή της υποταγής και της ειρήνης (dar elsalam) αλλά στον κόσμο του πολέμου (dar el harb). Για να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο πρέπει όλοι να ενταχθούν στο dar elsalam. Και αυτό θα γίνει νομοτελειακά είτε έτσι είτε αλλιώς, διότι όλοι οι μη μουσουλμάνοι είναι μουσουλμάνοι (όπως ο γεννήτορας Αβραάμ ήταν μουσουλμάνος και μάλιστα ο πρώτος μουσουλμάνος) αλλά δεν το γνώριζαν. Και «ιερό καθήκον» κάθε μουσουλμάνου είναι να εξισλαμίσει τον μη μουσουλμάνο είτε αυτός το επιθυμεί είτε όχι, με ειρηνικά μέσα ή με τη βία.

Ανάμεσα στον κόσμο της (μουσουλμανικής) ειρήνης και του πολέμου υπάρχουν και ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες όμως αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση της μουσουλμανικής στοχοθεσίας. Επιτρέπεται σε μη μουσουλμάνους (Χριστιανούς, Εβραίους, Ζωροάστρες) να υπάρχουν υπό την κυριαρχία του Ισλάμ, εφόσον όμως πληρώνουν κεφαλικό φόρο και συμπεριφέρονται με όρους υποταγής (ραγιάδες ή dhimmis). Αυτό ισχύει και για κράτη-προτεκτοράτα των μουσουλμάνων που συνορεύουν με τον κόσμο του Ισλάμ. Υπάρχει και μια άλλη κατάσταση που επιβάλλει σχέσεις ανάγκης ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους, όταν οι τελευταίοι δεν είναι αρκετά ισχυροί για να επιβληθούν. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται Darura και περιγράφει είτε τις σχέσεις του σημερινού Ισλάμ με τη Δύση είτε τις σχέσεις μουσουλμάνων που ζουν ως μειονότητες και υπό την κυριαρχία μη μουσουλμάνων.

Εδώ έχουμε το κρυφό όπλο όλων των μουσουλμάνων και το κλειδί κατανόησης της συμπεριφοράς τους, είτε αυτοί ονομάζονται είτε Μπαγίς, είτε Νταβούτογλου, είτε Ερντογάν, ή Μπιν Λάντεν.
Αναφέρομαι για όσους έχουν μελετήσει το Κοράνι, τις Παραδόσεις (Ηadith) του Μωάμεθ και τη Sharia (Κορανικό Νόμο) στο δόγμα Τaqiyya που περιγράφεται στο 3:28 του Κορανίου. Το δόγμα Τaqiyya επιτρέπει στον πιστό είτε για να προστατευθεί σε στιγμές κινδύνου και αδυναμίας, είτε για να παραπλανήσει και να ξεγελάσει τον αντίπαλό του με σκοπό να του επιβληθεί, να υποκρίνεται, να προσποιείται και να ψεύδεται.

Θεωρούν την Κύπρο προτεκτοράτο τους
 

Οι μουσουλμάνοι τύπου Μπαγίς, Νταβούτογλου και Ερντογάν, δηλαδή οι μουσουλμάνοι της ισλαμικής Τουρκίας σήμερα, αντιλαμβάνονται την Κύπρο ως προτεκτοράτο του Ισλάμ και την Ελλάδα ως προτεκτοράτο υπό εξέλιξη. Και συμπεριφέρονται προς Κύπρο και Ελλάδα ανάλογα. Στην περίπτωση της Κύπρου έχουμε τη γνωστή απαξιωτική συμπεριφορά. Διότι όχι μόνο δεν αναγνωρίζουν την κρατική υπόσταση της Κύπρου, δεν αναγνωρίζουν καν ότι υπάρχουν Έλληνες στην Κύπρο. Ρωμιούς τους αποκαλούν, δηλαδή χριστιανούς υποτελείς των οθωμανών.


Η αντιμετώπιση του κάθε Νταβούτογλου, του κάθε Ερντογάν και της ισλαμικής Τουρκίας συνεπάγεται βαθιά γνώση του Ισλάμ. Όσοι πιστεύουν ότι το Ισλάμ είναι θρησκεία ειρήνης και ότι η ισλαμική Τουρκία ασπάζεται μια φιλοσοφία «μηδενικών προβλημάτων» ειδικά με γείτονες που αυτοί θεωρούν ανίσχυρους, δεν έχουν προφανώς ιδέα τι λέει το (θεόπνευστο) Κοράνι, τι λένε οι Παραδόσεις του Μωάμεθ και τι επιβάλλει ο Κορανικός
Νόμος.


ΟΠΛΟ ΤΟΥΕΡΝΤΟΓΑΝ
 

Αρχικά το δόγμα Τaqiyya (και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα) το χρησιμοποιούσαν οι μειονοτικοί σιίτες μουσουλμάνοι για να προστατεύονται από την πλειοψηφία των σουνιτών. Αλλά και οι σουνίτες το χρησιμοποιούσαν έναντι της Δύσης, ή όπως στην περίπτωση των ισλαμιστών σουνιτών της Τουρκίας, έναντι του κεμαλικού κράτους. Είναι για παράδειγμα και παραμένει το κατ’ εξοχήν όπλο του Ερντογάν έναντι του κεμαλικού κατεστημένου, και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δύσης.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ

 

------------------------------------

15.5.2010. Πρώτο εισαγωγικό σχόλιο  για την πρωτοβουλία μετάφρασης και κυκλοφορίας του Στρατηγικού βάθους

 

Η πρωτοβουλία για την μετάφραση και την έκδοση του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου Στρατηγικό βάθος ήταν δική μου.

        Ενόψει σχεδίων μου να επανέλθω και επαναδιατυπώσω τα κείμενα στρατηγικής που έγραψα πριν δύο δεκαετίες (και έκτοτε δεν έκρινα αναγκαίο να ανανεώσω καθότι η κατάσταση παρέμενε ακριβώς η ίδια), άρχισα, πριν μερικά χρόνια, να καταπιάνομαι ξανά με την Τουρκία. Έχοντας μελετήσει πιο προσεκτικά τις θέσεις που διατυπώνονται στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία το πρώτο πράγμα που εντυπωσίασε ήταν ο βαθμός ανορθολογισμού, απύθμενης αμάθειας πολλών κειμένων (μάλιστα μερικά χρηματοδοτούμενα από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις!!!) και κυρίως το αναρίθμητο πλήθος προπαγανδιστικών κειμένων που εξυπηρετούν τον αντιφατικό κατήφορο της κατευναστικής πολιτικής που εντάθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η αθλιότητα είναι απύθμενη γιατί τα περισσότερα από αυτά είναι επιστημονικά μεταμφιεσμένα.

Τα παπαγαλάκια της εφήμερης προπαγάνδας σε παρακμασμένα κράτη, συνήθως δεν είναι μόνο αυτοί που κατ’ επάγγελμα το κάνουν, δηλαδή μερικοί επικοινωνιολόγοι των πολιτικών κομμάτων όταν τα τελευταία διολισθαίνουν στο τέλμα. Είναι επίσης και πολλοί επιστημονικά μεταμφιεσμένοι. Όπως έχω συχνά γράψει, η επιστημονική μεταμφίεση της προπαγάνδας είναι η χειρότερη αθλιότητα που μπορεί να πράξει ένας φορέας επιστημονικού τίτλου.

Ο κατήφορος στην ανάλυση των διεθνών υποθέσεων της Ελλάδας δεν είναι άσχετος με τον πνευματικό μας κατήφορο, τον επιστημονικό μας κατήφορο και τον κοινωνικό μας κατήφορο. Βασικά, το έλλειμμα στοιχειωδώς έστω σωστής ανάλυσης του διεθνούς περίγυρου ακυρώνει προγραμματικά κάθε αξίωση ανάπτυξης μιας εθνικής στρατηγικής. Σωστή πληροφόρηση, ορθολογισμός και αξιοπιστία, όμως, είναι τα θέσφατα κάθε διπλωματίας. Όπως τo έθεσε Sun Zu πριv απo xιλιάδες xρόvια, στo λαμπρότερo ίσως κείμεvo στρατηγικής, "εάv γvωρίζεις τov εxθρό και τov εαυτό σoυ, δεv έxεις αvάγκη vα φoβάσαι τo απoτέλεσμα (ακόμη και) εκατό μαxώv. Εάv γvωρίζεις τov εαυτό σoυ αλλά όxι τov εxθρό, για κάθε vίκη πoυ κερδίζεις θα έxεις και μια ήττα. Εάv δέv γvωρίζεις τov εαυτό σoυ, oύτε τov εxθρό, θα vικηθείς σε κάθε μάxη".  Τα μεγαλύτερα ψεύδη, οι μεγαλύτερες στρεβλώσεις και ο ωκεανός ανορθολογισμού είναι τα περί Ερτογάν, «πορείας προς την Ευρώπη», «εξημερωμένου θηρίου» που θα γίνει αρνί με εκδημοκρατισμό και εξευρωπαϊσμό κτλ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, έκρινα σκόπιμο ότι ο πιο αρμόζων τρόπος για να ακυρωθούν οι τσαρλατανιές των επιστημονικών παπαγάλων ήταν να προτείνω την μετάφραση και δημοσίευση των αυθεντικών θέσεων της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας που εκτίθενται άπλετα στο βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας.

Διαβάζοντάς το πριν ακόμη κυκλοφορήσει ένοιωσα δικαιωμένος για αυτή την απόφαση υψηλού ρίσκου. Κανείς δεν δικαιούται πλέον να ρυπαίνει τον ελληνικό επιστημονικό διάλογο με ανοησίες. Πλέον, έχουμε την ανάπτυξη σε βάθος και πλάτος της κοσμοθεωρίας και της στρατηγικής που η Τουρκία ακολουθεί την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι μόνο ότι ο Νταβούτογλου είναι από το 2009 Υπουργός εξωτερικών. Γνωρίζαμε εδώ και πολλά χρόνια ότι ήταν ο πολιτικοστοχαστικός μέντορας του Ερτογάν.  Η ανάγνωση του Στρατηγικού βάθους απαιτεί μεγάλη προσοχή. Έστω και αν κανείς διαφωνεί με πολλές επιστημονικές θέσεις και ασφαλώς με προσωπικά ως έλληνας πολίτης με πολλές αξιολογικές του θέσεις, ο Νταβούτογλου δεν είναι ένας τυχαίος αναλυτής. Ξέρει πολύ καλά τι λέει, το αναπτύσσει με πολύ τέχνη και είναι ένας άριστος εκλογικευτής των τουρκικών εθνικών συμφερόντων.

Οπωσδήποτε, το πιο γνωστό έργο του Νταβούτογλου επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Μεταξύ άλλων: Επιστημονική ως ένα διεθνολογικό κείμενο. Πολιτικοστοχαστική κατάθεση των θέσεων αιχμής των τουρκικών πολιτικών ελίτ του ισλαμισμού που αναπτύσσει με αρτιότητα και σαφήνεια την νέο-Οθωμανική θεωρία. Γεωπολιτική ως κατάθεση της τουρκικής αντίληψης περί συσχετισμών ισχύος στην περιφέρεια της Τουρκίας και στην διεθνή πολιτική. Ανάλυση περιφερειακών ζητημάτων ως εξέταση τόσο περιγραφική όσο και πολιτική των περιφερειών που περιβάλλουν την Τουρκία. Κοσμοϊστορική θέαση που προσφέρει μια συνολική και σφαιρική θέση των κυρίαρχων σήμερα τουρκικών πολιτικών ελίτ για τις δυναμικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές σύστημα ευρύτερα.

Δεν θα επεκταθώ παρά μόνο λέγοντας ότι για ένα τουλάχιστον λόγο το βιβλίο Στρατηγικό βάθος χρήζει να διαβαστεί από πολλούς έλληνες: Πρέπει να ξέρουμε τι λέμε για την Τουρκία, έστω και αν πολλοί πολίτες της Ελλάδας αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν (η αυτοκτονική τάση είναι ίσως η ισχυρότερη κοινωνικοπολιτική στάση της συγκαιρινής Ελλάδας και αυτό δεν κρύβεται με τίποτα τα δέκα τελευταία χρόνια).

Ειδικά για τους ειδήμονες ή δήθεν ειδήμονες, θα έλεγα ότι αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση (άγνοια ή αμάθεια και επιστημονική ανικανότητα) λάθος καις την χειρότερη περίπτωση (συνειδητή παράκαμψη) επιστημονική ατιμία αν στις αναλύσεις περί συγκαιρινής Τουρκίας και της τουρκικής στρατηγικής δεν είναι ακριβείς με τα πραγματολογικά δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, ενόσω το τρίδυμο Νταβούτογλου, Ερτογάν, Γκιουλ ηγείται της Τουρκίας, το Στρατηγικό βάθος: α) τους δίνει σε βάθος το κοσμοθεωρητικό πλαίσιο στην βάση το οποίου η τουρκική κυβέρνηση θεμελιώνει την στρατηγική της, β) τους δίνει λεπτομέρειες για το πώς συναρτώνται οι στρατηγικοί σκοποί με τους τακτικούς χειρισμούς και γ) περιγράφει τον ακριβή σκοπό στην Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο.

Πέραν αυτών, από τότε που ανέλαβε το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών ο Νταβούτογλου το Στρατηγικό Βάθος, κατά κάποιο πολύ ουσιαστικό τρόπο, αποτελεί εγχειρίδιο της σημερινής τουρκικής διπλωματίας. Τώρα, μια τελευταία λέξη για τους «επιστήμονες». Ο ρόλος τους είναι η σωστή περιγραφή και η σωστή ερμηνεία. Για την περιγραφή αν την κάνουν λάθος εκτίθενται. Για την ερμηνεία εκτίθενται και κρίνονται αλλά και ελέγχονται ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων. Τους συμφέρει να προσέχουν και τίποτα δεν είναι πολυτιμότερο από την επιστημονική εντιμότητα.

Στην παρούσα σελίδα θα αναρτώ δικά μου κείμενα και κείμενα άλλων που θεωρώ σημαντικό να συνεκτιμηθούν. Περισσότερα για την Τουρκία βλ. Αχμέτ Νταβούτογλου, ►Τουρκία Δοκίμια-άρθρα, ►Τουρκία Βιβλία, ►Τουρκία Πολιτικό σύστημα και ιστορία, ►Επίκαιρα τουρκικά ζητήματα, ►Τουρκία Κουρδικό, Τουρκία-Ελλάδα "προβλήματα", Τουρκική Διπλωματία, ημερίδα 10.12.2009, Τουρκία: Δυνατότητες-αδυναμίες ομιλία 3.3.2010

---------------------------------------------------------

 Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας (Εκδόσεις Ποιότητα 2010)

 

Περιεχόμενα

Εισαγωγικό σημείωμα των εκδόσεων Ποιότητα.......................................15

Πρόλογος..................................................................................................21

Εισαγωγή..................................................................................................25

 

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Οι παράμετροι της ισχύος και ο στρατηγικός σχεδιασμός...................45

1.1. Η εξίσωση της ισχύος και τα στοιχεία της..........................................48

1.1.1. Τα σταθερά δεδομένα: γεωγραφία, ιστορία, πληθυσμός

και πολιτισμός..........................................................................48

1.1.2. Τα δυναμικά δεδομένα: Η οικονομία, η τεχνολογία

και η στρατιωτική ικανότητα...................................................58

1.1.3. Η στρατηγική νοοτροπία και η πολιτισμική ταυτότητα............ 65

1.1.4. Στρατηγικός σχεδιασμός και πολιτική βούληση.......................68

1.2. Ο ανθρώπινος παράγοντας και ο πολλαπλασιαστής επιρροής

στη διαμόρφωση της στρατηγικής......................................................73

1.3. Παράδειγμα ενός πεδίου εφαρμογής: Η αμυντική βιομηχανία...........78

1.3.1. Οι παράμετροι ισχύος και η αμυντική βιομηχανία....................78

1.3.2. Οι παράμετροι ισχύος της Τουρκίας και η αμυντική της δομή....83

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ανεπάρκεια στρατηγικής θεωρίας και οι συνέπειές της...................89

2.1. Η επανερμηνεία των στοιχείων ισχύος της Τουρκίας.........................89

 

2.2. Η ανεπάρκεια στρατηγικής θεωρίας...................................................92

2.2.1. Το θεσμικό και δομικό υπόβαθρο.............................................93

2.2.2. Το ιστορικό υπόβαθρο..............................................................99

2.2.3. Το ψυχολογικό υπόβαθρο: Η διχασμένη προσωπικότητα

και η ιστορική συνείδηση.......................................................110

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η ιστορική κληρονομιά και η διεθνής θέση της Τουρκίας.................117

3.1. Η διεθνής θέση της Τουρκίας στο πλαίσιο

της ιστορικής διαδικασίας................................................................117

3.2. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και οι εξωτερικοί παράμετροι

της διεθνούς θέσης...........................................................................130

3.3. Η πολιτική κουλτούρα και οι εσωτερικές παράμετροι

της διεθνούς θέσης...........................................................................137

3.3.1. Η ιστορική κληρονομιά και το υπόβαθρο πολιτικής κουλτούρας...138

3.3.2. Η ιστορική συνέχεια και τα πολιτικά ρεύματα........................144

3.3.2.1. Νεοοθωμανισμός.......................................................146

3.3.2.2. Νεοαποικιοκρατία και ισλαμισμός............................148

3.3.2.3. Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού και ο

ριζοσπαστικός δυτικισμός..........................................151

3.3.2.4. Από τον τουρκισμό στον νεοεθνικισμό......................153

3.3.3. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και τα πολιτικά ρεύματα.....154

 

ΜΕΡΟΣ Β΄

ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΕΔΙΩΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Οι γεωπολιτικές θεωρίες: Η μεταψυχροπολεμική περίοδος

και η Τουρκία........................................................................................163

4.1. Η αντίληψη του χώρου, οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί και οι χάρτες...163

4.2. Γεωπολιτικές θεωρίες και παγκόσμιες στρατηγικές.........................171

4.3. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και τα πεδία γεωπολιτικού κενού....180

4.4. Ο επαναπροσδιορισμός της γεωπολιτικής δομής της Τουρκίας.......189

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

H εγγύς χερσαία περιοχή. Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασος.....195

5.1. Οι ιστορικές/γεωπολιτικές αναγκαιότητες και τα Βαλκάνια............196

5.2. Η πύλη που ανοίγεται προς την Ασία και ο Καύκασος.....................202

5.3. Μία αναπόφευκτη ενδοχώρα (Hinterland): Η Μέση Ανατολή.........210

5.4. Οι συνοριακές ευελιξίες της εγγύτερης χερσαίας περιοχής

και οι σχέσεις με τις γειτονικές χώρες..............................................229

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Εγγύς θαλάσσια περιοχή. Εύξεινος Πόντος, Ανατολική Μεσόγειος,

Περσικός κόλπος, Κασπία....................................................................239

6.1. Ιστορική αναδρομή...........................................................................239

6.2. Η περίοδος του Ψυχρού πολέμου και οι πολιτικές θάλασσας

της Τουρκίας....................................................................................244

6.3. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και τα στοιχεία της νέας

στρατηγικής θάλασσας.....................................................................249

6.3.1. Η περιοχή του Εύξεινου Πόντου και οι εξαρτώμενες

υδάτινες αρτηρίες...................................................................251

6.3.2. Ο στρατηγικός κόμβος της Ευρασίας: Τα Στενά.....................254

6.3.3. Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου:

Το Αιγαίο και η Κύπρος..........................................................266

6.3.3.1. Ο θαλάσσιος ζωτικός χώρος και το Αιγαίο................267

6.3.3.2. Το στρατηγικό αδιέξοδο της Τουρκίας: Το Κυπριακό...274

6.3.4. Ο Περσικός κόλπος και η περιοχή της Ινδίας.........................281

6.3.5. Η περιοχή της Κασπίας...........................................................283

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η εγγύτερη προς την Τουρκία ηπειρωτική περιοχή. Ευρώπη,

Βόρεια Αφρική, Νότια Ασία, Κεντρική και Ανατολική Ασία............285

7.1. Οι πολιτικές ηπειρωτικής κλίμακας και οι ορισμοί

κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο..............................................287

7.2. Οι πολιτικές εγγύς ηπειρωτικής περιοχής των παγκόσμιων

και περιφερειακών δυνάμεων...........................................................293

7.3. Τα κύρια στοιχεία της εγγύς χερσαίας περιοχής της Τουρκίας.........300

7.3.1. Η μεταστροφή στην έννοια της «Ευρώπης» και η Τουρκία....308

7.3.2. Το ασιατικό βάθος..................................................................313

7.3.3. Το άνοιγμα προς την Αφρική..................................................317

7.3.4. Περιοχές διηπειρωτικής αλληλεπίδρασης: Ο Ατλαντικός

ωκεανός, οι στέπες, η Βόρεια Αφρική και η δυτική Ασία.......322

7.3.4.1. Η περιοχή του Ατλαντικού ωκεανού που βρίσκεται

μεταξύ των ηπείρων της Αμερικής και Ευρώπης.......323

7.3.4.2. Οι στέπες της ανατολικής Ευρώπης και

ο Εύξεινος Πόντος.....................................................328

7.3.4.3. Η Μεσόγειος και η Βόρειος Αφρική..........................331

7.3.4.4. Η δυτική Ασία και/ή η Μέση Ανατολή......................334

 

ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΤΑ ΠΕΔΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Οι στρατηγικοί δεσμοί της Τουρκίας και τα εργαλεία

της εξωτερικής πολιτικής της..............................................................341

8.1. Ο ατλαντικός άξονας και η Τουρκία στο πλαίσιο της νέας

στρατηγικής αποστολής του ΝΑΤΟ........................................................347

8.1.1. Η αμερικανική στρατηγική και το ΝΑΤΟ....................................348

8.1.2. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και η αναζήτηση

νέας αποστολής του ΝΑΤΟ............................................................353

8.1.3. Η επιχείρηση στο Κόσοβο και ο ορισμός

της παγκόσμιας αποστολής του ΝΑΤΟ........................................355

8.1.4. Η νέα στρατηγική αποστολή του ΝΑΤΟ και η Τουρκία..........357

8.1.4.1. Η παγκόσμια αποστολή του ΝΑΤΟ και η Τουρκία.....357

8.1.4.2. Το ΝΑΤΟ και οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ.......................359

8.1.4.3. Το ΝΑΤΟ και οι σχέσεις Τουρκίας-Ευρώπης............362

8.1.4.4. Τα σχέδια διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και η Τουρκία........363

8.1.4.5. Το ΝΑΤΟ και οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας................367

8.2. Ο Οργανισμός Ασφάλειας και Συνεργασίας της Ευρώπης (ΟΑΣΕ)....369

8.3. Ο Οργανισμός της Ισλαμικής Διάσκεψης: Η ζώνη γεωπολιτικής

και γεωπολιτισμικής αλληλεπίδρασης της Αφροευρασίας...............378

8.3.1. Ο Ισλαμικός κόσμος στον 20ό αιώνα:

Εννοιολογική και πολιτική αλλαγή.........................................379

8.3.2. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και ο Ισλαμικός κόσμος

στον 21ο αιώνα.......................................................................382

8.3.3. Η Τουρκία και ο Ισλαμικός κόσμος........................................392

8.3.4. Το μέλλον της Ισλαμικής Διάσκεψης

και η αναδιοργάνωσή της........................................................404

8.4. Ο Οργανισμός της Οικονομικής Συνεργασίας: Το ασιατικό βάθος....409

8.5. Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας παρευξείνιων χωρών:

Οι στέπες και ο Εύξεινος Πόντος......................................................419

8.6. Ο D-8 και οι συνδέσεις Ασίας-Αφρικής...........................................428

8.7. Η διεθνής οικονομικοπολιτική και οι G-20......................................430

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Ο στρατηγικός μετασχηματισμός και τα Βαλκάνια...........................441

9.1. Οι αντιπαραθέσεις του διεθνούς συστήματος και τα Βαλκάνια

κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο..............................................443

9.2. Οι ενδοπεριφερειακές ισορροπίες κατά τη μεταψυχροπολεμική

περίοδο.............................................................................................454

9.3. Η κρίση της Βοσνίας και η συμφωνία του Ντέιτον...........................465

9.4. Η επέμβαση ΝΑΤΟ και το μέλλον του Κοσόβου..............................473

9.5. Οι αρχές της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας............................473

9.5.1. Ιστορική κληρονομιά και Βαλκάνια.......................................476

9.5.2. Η διαπεριφερειακή εξάρτηση.................................................479

9.5.3. Ενδοπεριφερειακές ισορροπίες.....................................................479

9.5.4. Πολιτικές περικύκλωσης της περιοχής...................................482

9.5.5. Παγκόσμια στρατηγικά μέσα στη βαλκανική πολιτική..........483

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Η Μέση Ανατολή: Η παγκόσμια οικονομικοπολιτική και

το κλειδί των στρατηγικών ισορροπιών..............................................487

10.1. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διεθνή θέση

της Μέσης Ανατολής.....................................................................487

10.1.1. Ο γεωγραφικός και γεωπολιτικός παράγοντας...................489

10.1.2. Ο ιστορικός και γεωπολιτισμικός παράγοντας...................493

10.1.3. Ο γεωοικονομικός παράγοντας............................................499

10.2. Οι παγκόσμιες δυνάμεις και η Μέση Ανατολή...............................509

10.2.1. Οι βασικές παράμετροι της αμερικανικής στρατηγικής

και η Μέση Ανατολή..........................................................513

10.2.2. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Μέση Ανατολή...................522

10.2.3. Οι ασιατικές δυνάμεις και η Μέση Ανατολή......................528

10.3. Οι ενδοπεριφερειακές ισορροπίες και η Μέση Ανατολή................531

10.3.1. Η γεωπολιτική της περιφέρειας και ο μηχανισμός

στρατηγικού τριγώνου.......................................................531

10.3.2. Οι εσωτερικές ισορροπίες του Αραβικού κόσμου:

Η κρίση του αραβικού εθνικισμού και το ζήτημα

της πολιτικής νομιμότητας.................................................542

10.3.3. Η νέα στρατηγική του Ισραήλ και η Μέση Ανατολή..........559

10.3.3.1. Το ιστορικό υπόβαθρο.........................................560

10.3.3.2. Το Ισραήλ ως έθνος-κράτος και οι

παγκόσμιες/περιφερειακές ισορροπίες................570

10.3.3.3. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και η νέα

στρατηγική του Ισραήλ........................................574

10.3.4. Οι περιφερειακές ισορροπίες και η ειρηνευτική

διαδικασία της Μέσης Ανατολής.......................................583

10.4. Οι θεμελιώδεις δυναμικές της πολιτικής

της Μέσης Ανατολής και η Τουρκία..............................................593

10.4.1. Η πολιτική της Βόρειας Μέσης Ανατολής από

τη σκοπιά της διεθνούς συγκυρίας.....................................593

10.4.2. Η γεωπολιτική αλλαγή στη Μέση Ανατολή και

η πολιτική επί της Βόρειας Μέσης Ανατολής

(Ανατολική Μεσόγειος-Μεσοποτμία) της Τουρκίας.........595

10.4.2.1. Ο άξονας Μεσοποταμίας-Περσικού κόλπου.......597

10.4.2.2. Ο άξονας Ανατολικής Μεσογείου και

οι τουρκοσυριακές σχέσεις..................................599

10.4.3. Η πολιτική της Μέσης Ανατολής της Τουρκίας

από τη σκοπιά των τουρκοαραβικών σχέσεων...................607

10.4.3.1. Το ιστορικό/ψυχολογικό υπόβαθρο.....................607

10.4.3.2. Οι ισορροπίες της Μέσης Ανατολής και

οι τουρκοαραβικές σχέσεις..................................613

10.4.3.3. Οι προοπτικές σχετικά με τη Μέση Ανατολή

και το μέλλον των τουρκοαραβικών σχέσεων.....620

10.4.4. Οι παγκόσμιες και περιφερειακές διαστάσεις των

τουρκοϊσραηλινών σχέσεων...............................................624

10.4.4.1. Η παγκόσμια διάσταση........................................625

10.4.4.2. Η περιφερειακή στρατηγική του Ισραήλ,

η ειρηνευτική διαδικασία της Μέσης Ανατολής

και οι τουρκοϊδραηλινές σχέσεις.........................628

10.4.5. Οι τουρκοϊρανικές σχέσεις από το ιστορικό βάθος

στη γεωπολιτική αλληλεπίραση.........................................637

10.4.5.1. Το γεωπολιτικό και ιστορικό υπόβαθρο των

τουρκοϊρανικών σχέσεων....................................638

10.4.5.2. Η παγκόσμια διάσταση των

τουρκοϊρανικών σχέσεων....................................645

10.4.5.3. Οι περιφερειακές πτυχές των

τουρκοϊρανικών σχέσεων....................................649

10.4.6. Το «Κουρδικό ζήτημα» από τη σκοπιά των παγκόσμιων

και περιφερειακών ηγεμονιών, το Βόρειο Ιράκ

και η Τουρκία.....................................................................654

10.4.6.1. Το γεωπολιτικό, γεωοικονομικό και γεωεθνικό/

γεωπολιτισμικό υπόβαθρο του

«Κουρδικού ζητήματος».....................................654

10.4.6.2. Τα παγκόσμια υποκείμενα, τα πεδία

αβεβαιότητας και το «Κουρδικό ζήτημα»...........662

10.4.6.3. Εσωτερική πολιτική κουλτούρα και

περιφερειακή δραστηριότητα..............................668

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Η πολιτική της Κεντρικής Ασίας στην ευρασιατική

ισορροπία δυνάμεων.............................................................................679

11.1. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διεθνή θέση

της Κεντρικής Ασίας......................................................................680

11.1.1. Ο γεωγραφικός και γεωπολιτικός παράγοντας...................680

11.1.2. Ο ιστορικόε και γεωπολιτισμικός παράγοντας...................684

11.1.3. Ο δημογραφικός και γεωοικονομικός παράγοντας.............690

11.2. Η μετασοβιετική περίοδος και η μεταβολή στην Κεντρική Ασία...695

11.3. Η ισορροπία διεθνών δυνάμεων και η Κεντρική Ασία κατά

τη μεταψυχροπολεμική περίοδο.....................................................699

11.3.1. Οι παγκόσμιες δυνάμεις και η Κεντρική Ασία...................690

11.3.2. Οι ενδοασιατικές δυνάμεις, οι περιφερειακές ισορροπίες

και η Κεντρική Ασία..........................................................714

11.3.3. Οι ενδοπεριφερειακές ισορροπίες......................................719

11.4. Η τουρκική εξωτερική πολιτική και η στρατηγική

της Κεντρικής Ασίας......................................................................724

11.4.1. Η κεντροασιατική πολιτική της Τουρκίας από τη

ρητορεία στη στρατηγική...................................................724

11.4.1.1. Ανεπάρκεια ψυχολογικής, θεωρητικής και

θεσμικής προετοιμασίας......................................725

11.4.1.2. Στρατηγικός συντονισμός και ιεράρχηση............728

11.4.2. Οι στρατηγικές προτεραιότητες της Τορκίας για την

Κεντρική Ασία...................................................................732

11.4.2.1. Τα παγκόσμια υποκείμενα και η

κεντροασιατική πολιτική της Τουρκίας...............732

11.4.2.2. Οι ασιατικές ισορροπίες και η πολιτική της

Κεντρικής Ασίας της Τουρκίας...........................735

 

11.4.2.3. Το άνοιγμα της Κεντρικής Ασίας στον κόσμο

και ο ανταγωνισμός της Δυτικής Ασίας...............738

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Η Ευρωπαϊκή Ένωση: Η ανάλυση μιας πολυδιάστατης και

πολυεπίπεδης σχέσης.............................................................................745

12.1. Το επίπεδο των διπλωματικών/πολιτικών σχέσεων........................748

12.2. Το επίπεδο της οικονομικής/κοινωνικής ανάλυσης........................757

12.3. Το επίπεδο της νομικής ανάλυσης..................................................765

12.4. Το επίπεδο στρατηγικής ανάλυσης.................................................770

12.4.1. Η παγκόσμια διάσταση.......................................................772

12.4.2. Η ηπειρωτική διάσταση......................................................774

12.4.3. Η περιφερειακή διάσταση..................................................777

12.4.4. Ένα παράδειγμα διμερούς στρατηγικής ανάλυσης:

Το στρατηγικό βάθος και οι τουρκογερμανικές σχέσεις

κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο................................785

12.5. Το επίπεδο μετάβασης πολιτισμού/κουλτούρας.............................793

12.5.1. Το ιστορικό υπόβαθρο της ΕΕ ως νεοπαραδοσιακή

αντίδραση...........................................................................793

12.5.2. Το ιστορικό υπόβαθρο στο εκκρεμές μεταξύ

κατά μέτωπο αντιπαράθεσης/ολοκλήρωσης

και οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας...............................................797

12.5.3. Διαπολιτισμικές αλληλεπιδράσεις και

σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ..................................................................802

12.6. Οι σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ στη μέγγενη των ιστορικών

αντιδράσεων...................................................................................814

Συμπεράσματα........................................................................................819

 

------------------------------------------------------------

Αποσπάσματα από το Στρατηγικό βάθος

 

Εδώ θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το Στρατηγικό βάθος. Καλό είναι εν τούτοις να τονίσω μια σημαντική πτυχή. Τόσο τα παραθέματα που ακολουθούν όσο και αυτά που προδημσιεύτηκαν στον τύπο και αναπαράγω σε άλλα σημεία της παρούσης σελίδας είναι αποσπασματικά αν δεν μπορέσει κανείς να τα εντάξει στο ευρύτερο κοσμοθεωρητικό, φιλοσοφικό, στρατηγικό και πολιτικό σκεπτικό του τούρκου στοχαστή και σήμερα Υπουργού Εξωτερικών. Μπορώ να δώσω δύο παραδείγματα Πρώτον,  αναθεωρητισμός που αποπνέουν οι αναφορές στο Αιγαίο, στην Κύπρο και στην Θράκη και που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τα αποσπάσματα είναι ελάχιστα διαφωτιστικός αν δεν διαβαστούν τα υπόλοιπα κεφάλαια που καθιστούν σαφές ότι ο κεντρικός σκοπός είναι να καταστεί η Τουρκία ένα ηγεμονικό κράτος με οτιδήποτε και αν αυτό σημαίνει. Δεύτερον, υπό ένα αντίθετο πρίσμα, η προσεκτική μελέτη του βιβλίου καθιστά φανερό ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία είναι πολύ ευαίσθητη στο κόστος εναλλακτικών στάσεων των άλλων. Αυτό στην δική μας γλώσσα της στρατηγικής ανάλυσης σημαίνει "στρατηγικό ορθολογισμό" που επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους ένα ευρύ φάσμα επιλογών στην δική τους στρατηγική. Ενδεικτικά, εγώ αποκομίζω συνολικά ότι αν η Ελλάδα διέθετε μια πνευματικά ισχυρή κοινωνία, ένα εύρωστο πολιτικό σύστημα συσπειρωμένο γύρω από έσχατες λογικές εθνικής ασφάλειας και μια εξεζητημένη εθνική στρατηγική, η Τουρκία δεν θα υιοθετούσε αναθεωρητική στάση απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο αλλά θα επιζητούσε μια λογική συνεννόηση. Για να το πω διαφορετικά, όπως είπε και ο Περικλής, ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο δικός μας κακός εαυτός και όχι οι Τούρκοι.

 

Αποσπάσματα από Το στρατηγικό βάθος

 

«Οι κοινωνίες οι οποίες έχουν στέρεες δομές και κατέχουν μία πολύ ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητας, που οφείλεται στην κοινή αντίληψη του χρόνου και του χώρου, και μπορούν με αυτή την αίσθηση να κινητοποιήσουν τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτι­κά και οικονομικά στοιχεία έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν στρατηγικά ανοίγματα ικανά να ανανεώνονται συνεχώς. Αντιθέτως, οι κοινωνίες που ζουν μία κρίση ταυτότητας και τη μετατρέπουν σε μία καταστροφή πολιτισμού περιέρχονται σε ένα στρατηγικό αδιέξο­δο παραδομένες στη δίνη των ψυχολογικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών διακυμάνσεων». σ. 57

 

" ...η παγκοσμιοποίηση φέρει στοιχεία που θα ενεργοποιήσουν αναπόφευκτα όλη την κληρονομιά της ανθρωπότητας, και πρωτίστως εκείνην της Ασίας, προς την κατεύθυνση του ρου της ιστορίας. Το ότι το Μεσνεβί,* συγκαταλέγεται μεταξύ των βιβλίων που πούλησαν τα περισσότερα [αντίτυπα] στις ΗΠΑ, η αναβάθμιση του ισλάμ σε δεύτερη μεγάλη θρησκεία σε πολλές δυτικές χώρες, η ραγδαία ανάπτυξη των κλασικών αξιών του ινδικού και κινεζικού πολιτισμού, δεν θα οδηγήσουν όπως προέβλεψε ο  Χάντιγκτον μόνο σε μία σύγκρουση πολιτισμών, αλλά θα καταστήσουν αναγκαία και μία σύνθεση ενός νέου πολιτισμού εξασφαλίζοντας [η διάδοσή του], το άνοιγμά του [στον κόσμο]. Σε αυτή τη διαδικασία όπου θα προβληθούν κοινωνίες, η ιστορική κληρονομιά των οποίων θα προσφέρει τη βάση για ένα τέτοιο άνοιγμα, η Τουρκία έρχεται αντιμέτωπη με την υποχρέωση να σχηματίσει ένα νέο και με νόημα σύνολο μεταξύ του ιστορικού βάθους και του στρατηγικού βάθους της καθώς και να το θέσει σε λειτουργία στο πλαίσιο ενός γεωγραφικού βάθους. Σε περίπτωση που η Τουρκία, η οποία είναι μία αξονική χώρα, πετύχει [τον παραπάνω στόχο], θα αποκτήσει τη θέση μιας κεντρικής χώρας που πέτυχε τη γεωπολιτική, γεωπολιτισμική και γεωοικονομική της ολοκλήρωση". σ. 839

 

«οι κοινωνίες που έχοντας χάσει την αυτοπεποίθησή τους αποδέχθηκαν να γίνουν τα περιφερειακά στοιχεία άλλων κοινωνιών, μετά από μια ψυχολογική κατάρρευση θα μείνουν αντιμέτωπες και με τον κίνδυνο της στρατηγικής τους διάλυσης» (σ. 832) [& οπισθόφυλλο του βιβλίου].

 

-----------------------

 

Ο νεοθωμαντισμός ως η νέα νεοελληνική ιδεολογία

Εισαγωγή στο τεύχος ... ’ρδην http://www.ardin.gr/node/2592

 

Ο νεο-οθωμανισμός αποτελεί ολοκλήρωση και επέκταση του ισλαμο-κεμαλισμού, στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων και της περιφερειακής πολιτικής. Απέναντι στην εξασθένιση των περισσότερων από τους γείτονες της Τουρκίας, γεννιέται ο «πειρασμός» για μια επεκτατική πολιτική με νέους όρους, δηλαδή έναν συνδυασμό οικονομικής, στρατιωτικής και γεωπολιτικής ισχύος, η οποία χρησιμοποιεί το Ισλάμ και τη στρατηγική συμμαχία με τη Δύση ως τους δύο πυλώνες της. Εξ ου και οι παράλληλες κινήσεις για συμμετοχή-αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης –διότι η τουρκική συμμετοχή θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια «χαλαρή» Ευρώπη– και, παράλληλα, η ενίσχυση των δεσμών με τις γειτονικές χώρες, μέσω της χρήσης της ισχύος, της οικονομίας και του Ισλάμ. είτε ως ομοδοξίας, στην περίπτωση των Αράβων, των Κούρδων ή των κεντροασιατών, είτε με τη χρησιμοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων, στην περίπτωση της Ρωσίας και των Βαλκανίων.

Ο νεο-οθωμανισμός –αν και δεν ταυτίζεται, μια και διαθέτει μια αυτόνομη δυναμική–, συμβαδίζει με τους σχεδιασμούς των Η.Π.Α., της Αγγλίας, και των πολυεθνικών, που επιθυμούν να συγκροτηθεί ένας ισχυρός ατλαντικός πόλος στην Ανατολική Ευρώπη γενικότερα, και τη νοτιοανατολική ειδικότερα, ο οποίος θα εμποδίσει οποιαδήποτε επανεμφάνιση της Ρωσίας και θα προσδέσει ολόκληρη την Ευρώπη στο ατλαντικό άρμα, υποσκελίζοντας –σύμφωνα με την αμερικανική ορολογία– την «παλαιά Ευρώπη». Ο σχεδιασμός αφορά στο σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης, Βορειοανατολικής και Νοτιοανατολικής. Ως προς τη βορειότερη, το σχέδιο στηρίζεται αποφασιστικά στην Πολωνία και επιχειρεί να εντάξει την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες. Ως προς τη νότια πτέρυγα, βασικό κέντρο στήριξης αυτής της πολιτικής είναι η Τουρκία. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, κεντρικός γεωπολιτικός πόλος στην περιοχή θεωρείται η Κωνσταντινούπολη –η οποία, με τα δεκαπέντε εκατομμύρια πληθυσμό της, αποτελεί ήδη το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο– και η Τουρκία ως η σταθερότερη δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει την επανεμφανιζόμενη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική προϋποθέτει την κονιορτοποίηση των βαλκανικών, ειδικά των ορθόδοξων, πληθυσμών, και την «ενοποίησή» τους κάτω από μια νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό την υψηλή εποπτεία των Η.Π.Α.

 

***

Ο κεμαλισμός στηριζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική απειλή στο εξωτερικό, παράλληλα με την εσωτερική αναδίπλωση και την καταστολή στο εσωτερικό. Η νεο-οθωμανική στρατηγική εκτός από την στρατιωτική ισχύ πρέπει να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την «soft power» της οικονομίας, του πολιτισμού, της διπλωματίας, εάν θέλει να συγκροτήσει, στην άμεση περιφέρειά της, μια σειρά από κράτη και δυνάμεις υποτελή ή εξαρτώμενα.

Χαρακτηριστική είναι η τουρκική στρατηγική στην Κύπρο, όπου η Τουρκία, αφού πρώτα έχει δημιουργήσει τετελεσμένα με τη στρατιωτική της ισχύ –την οποία και συντηρεί με τη στρατιωτική παρουσία στο νησί–, από ένα σημείο και μετά, αναπτύσσει μια νέα τακτική, που έχει οδηγήσει στις απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις των «κοινοτήτων». Δεν αρκείται στη διχοτόμηση, όπως κάποτε, αλλά, χρησιμοποιώντας το δόλωμα της «επανενοποίησης», απεργάζεται την ουσιαστική επικράτησή της στο σύνολο της νήσου. Το άνοιγμα της πράσινης γραμμής και οι μετακινήσεις Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και Τούρκων στην ελεύθερη Κύπρο νομιμοποιούν το έγκλημα της Κατοχής και εθίζουν τους Ελληνοκυπρίους σε μια νεο-οθωμανική Κύπρο. Στη Βουλγαρία, μέσω της τουρκικής και μουσουλμανικής μειονότητας, η Τουρκία ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις, μια και η μειονότητα συμμετέχει σε όλες τις κυβερνήσεις, άσχετα με τον προσανατολισμό τους και καθορίζει αποφασιστικά τη βουλγαρική πολιτική.

Έναντι της Ελλάδας, χρησιμοποιείται μια πολυεπίπεδη πολιτική. Σε ένα πρώτο αποφασιστικό πεδίο, συνεχίζεται ο στρατιωτικός εκβιασμός και εκφοβισμός σε Ελλάδα και Κύπρο, διότι μια νεο-οθωμανική Τουρκία δεν μπορεί να ανεχτεί ένα ελληνικό Αιγαίο, όπως υπογραμμίζει ο Νταβούτογλου, ενώ θέλει να ολοκληρωθεί η εγκατάλειψη της Κύπρου από την Ελλάδα. Όμως, η νεο-οθωμανική Τουρκία χρησιμοποιεί παράλληλα και τη διπλωματία, την οικονομία, τον πολιτισμό και τις μειονότητες για να προωθήσει την πολιτική της. Και η χρήση των μειονοτήτων δεν περιορίζεται στην προφανή χρήση των μουσουλμανικών μειονοτήτων στη Θράκη, αλλά περιλαμβάνει και την ίδια τη χρήση των ελληνικών ή «ρωμαίικων» μειονοτήτων στην Τουρκία! Έτσι, το Πατριαρχείο και η ελληνική μειονότητα στην Πόλη επιχειρείται να μεταβληθούν στα χέρια των Τούρκων σε όπλο για την υποταγή της Ελλάδας στην τουρκική πολιτική. Όχι μόνο διότι ο Πατριάρχης είναι υποχρεωτικά Τούρκος υπήκοος, αλλά διότι η παραμονή του πατριαρχείου στην Πόλη ενισχύει το «τουρκικό» λόμπυ στην Ελλάδα, που, με το καρότο της νοσταλγίας για τις «χαμένες πατρίδες» και την οικουμενική ορθοδοξία, θέλει να επιβάλει τη σταδιακή αποδοχή της τουρκικής επικυριαρχίας και την παράλογη στήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Έχει καταντήσει, η επίσημη Ελλάδα, να θέτει ως μοναδικό αίτημα έναντι της Τουρκίας το… άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης!

  ***

Ωστόσο ο νεο-οθωμανισμός δεν αποτελεί πλέον μια εξωτερική απειλή και μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνιστά μια εσωτερική παράμετρο της πολιτικής μας ζωής, δεδομένου ότι έχουν δημιουργηθεί διαρκώς ισχυροποιούμενες ομάδες συμφερόντων στην Ελλάδα και την Κύπρο, που προωθούν και υποστηρίζουν τον τουρκικό νεο-οθωμανισμό, διότι θεωρούν ότι αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντά τους. Ομάδες συμφερόντων που έχουν ως πυρήνα τους τη διεθνοποιημένη και παρασιτική αστική τάξη της Ελλάδας, αλλά επεκτείνονται και σε πολλούς άλλους κύκλους, από ομάδες διανοουμένων και καλλιτέχνες έως προοδευτικά πολιτικά κόμματα και εκκλησιαστικούς παράγοντες και συμφέροντα, που, είτε από εθελοδουλία είτε από πολύ πεζούς και υλικούς παράγοντες (π.χ. ο πολύ μεγάλος αριθμός δίσκων, που ορισμένοι μουσικοί μας πουλούν στην τουρκική αγορά), προωθούν επίσης μια λογική «ελληνοτουρκικής φιλίας».

 Ένα μέρος των ελίτ, αναπτύσσει μια τυπικά «νεο-φαναριώτικη» αντίληψη: κάτω από την αμερικανο-οθωμανική ομπρέλα, να αποσπάσει και το παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο, από τις Τράπεζες έως τα ποικιλώνυμα «λόττο», ένα μερίδιο από τη βαλκανική πίτα, χωρίς να ενδιαφέρει το εάν θα θιγούν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού ή ακόμα και εάν γίνουν εθνικές παραχωρήσεις μεγάλης κλίμακας[1]. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία, ακόμα και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει αποφασιστικό ρόλο ως υποσταθμός και δορυφορική πόλη της Κωνσταντινούπολης και ως πόλος της ατλαντικής πολιτικής. Αυτή τη στρατηγική υπηρετούσε σχεδόν απροκάλυπτα η κυβέρνηση Σημίτη, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, σε αυτήν υπετάγη και η κυβέρνηση Καραμανλή, ενώ σε μια σημειολογικά φορτισμένη κίνηση ο Γιώργος Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, πέντε μέρες μετά την εκλογή του, τον πρώτο ξένο ηγέτη που συνάντησε τον Οκτώβριο του 2009, ήταν ο Ταγίπ Ερντογάν, και μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη.

Έχει παρέλθει κατά συνέπεια η εποχή κατά την οποία την υποταγή στα τουρκικά κελεύσματα σε Ελλάδα και Κύπρο επέβαλλαν κυρίως τα στρατηγικά συμφέροντα των Αγγλοαμερικανών «συμμάχων» μας, και έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο κατά την οποία η υποταγή στον νεο-οθωμανισμό καθίσταται επιλογή των ελληνικών ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο. Γι’ αυτό και η υποστήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., γι’ αυτό και η αποδοχή των τετελεσμένων της Κατοχής στην Κύπρο, γι’ αυτό και τα γλυκερά κηρύγματα της υποταγής. Από τη στιγμή που η νεο-οθωμανική Τουρκία επιστρέφει ως «μεγάλη δύναμη» στην περιοχή, ενώ παράλληλα εξασθενεί η επιρροή και η ισχύς των Αγγλοαμερικανών, ένα αυξανόμενο τμήμα των ελληνικών ελίτ ετοιμάζεται να αναλάβει ένα ρόλο σύγχρονων Φαναριωτών, αποδεχόμενο την επικυριαρχία των νέων ισχυρών της περιοχής.

***

Η λογική της υποταγής έχει βαθιές ρίζες και μακρά ιστορία στην ίδια τη διαμόρφωση και τη γένεση των σύγχρονων ελληνικών ελίτ. Η διπλή κατοχή του ελληνικού κόσμου από το 1204 και μετά, από τους Δυτικούς και τους Τούρκους, αλληλοδιάδοχα ή και ταυτόχρονα, δεν επέτρεψε στην εγχώρια αστική τάξη να αναπτυχθεί με βάση την εγχώρια παραγωγή. Τα Αμπελάκια θα καταστραφούν από τον ανταγωνισμό της δυτικής βιομηχανίας, ενώ οι Οθωμανοί Τούρκοι όχι μόνο δεν θα προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή, αλλά θα μεταβάλουν την ίδια την οθωμανική επικράτεια σε ημι-αποικία, εξάγοντας κυρίως πρώτες ύλες –βαμβάκι, σταφίδα, καπνό– και εισάγοντας βιομηχανικά προϊόντα.

Έτσι για τους Έλληνες, αλλά και τους Αρμένιους, ο μόνος ρόλος που ήταν επιτρεπτός ήταν εκείνος του ενδιαμέσου, μεταξύ Δύσης και Οθωμανών, γι’ αυτό και η ελληνική αστική τάξη θα αναπτυχθεί ως εμπορική ή εμποροναυτική δύναμη. Γι’ αυτό και από τον 18ο αιώνα και μετά οι Έλληνες θα δρουν περισσότερο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Νότια Ρωσία, την Αυστροουγγαρία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη ως έμποροι και, στα νησιά, ως ναυτικοί.

Συνέπεια της οθωμανικής κυριαρχίας και του εμπορο-διαμετακομιστικού χαρακτήρα των Ελλήνων επιχειρηματιών ήταν και οι ανάλογες εξελίξεις στον πνευματικό και ιδεολογικό τομέα. Ο πνευματικός «εκσυγχρονισμός» του νεώτερου ελληνισμού θα αποκοπεί από τη βυζαντινή παράδοση και θα προσκολληθεί στην Αρχαία Ελλάδα και τη δυτική νεωτερικότητα, ενώ θα εξαρτάται απόλυτα από τα δυτικά πανεπιστήμια και τυπογραφεία, το δε Βυζάντιο θα ταυτιστεί μόνο με τη θρησκευτική παράμετρο της ελληνικής πνευματικότητας· διχοτόμηση που θα πυροδοτήσει αναρίθμητες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις στη συνέχεια. Έτσι το σύγχρονο θα ταυτιστεί με το εισαγόμενο και στην καλύτερη περίπτωση με το αρχαιοελληνικό, ενώ το εγχώριο με την παράδοση και το «ξεπερασμένο».

Και στις δύο περιπτώσεις, η βάση αναφοράς των αρχουσών ελίτ του ελληνισμού, είτε επρόκειτο για το εμπορικό κεφάλαιο είτε για τους Φαναριώτες, κληρικούς και λαϊκούς, δεν θα είναι μια οργανική σύνδεση με τον ελληνικό λαό, με παραγωγικά και δημιουργικά χαρακτηριστικά, αλλά οι ποικίλες διασυνδέσεις και εξαρτήσεις είτε με το δυτικό κεφάλαιο και τις ξένες δυνάμεις, είτε με τους Οθωμανούς είτε, κάποιες φορές, και με τους δύο ταυτόχρονα – στην καλύτερη περίπτωση, εκ παραλλήλου. Γι’ αυτό το ελληνικό κεφάλαιο θα είναι πάντα «μεγαλύτερο» από την εσωτερική συσσώρευση της Ελλάδας και της Κύπρου στη συνέχεια.

***

Η πρόσφατη λοιπόν στροφή προς τον νεο-οθωμανισμό συνιστά μια στροφή μεγάλων διαστάσεων, κυριολεκτικά ιστορικής σημασίας, που εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της ελληνικής ιστορίας καθώς και του ιστορικού χώρου που μας περιβάλλει.

Όλη η μακρά περίοδος από την ελληνική επανάσταση μέχρι το 1974 περιγράφει τη δυτικόστροφη φάση του ελληνικού κεφαλαίου και των ελίτ, δεδομένου ότι η οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή μέχρι το 1922, ενώ η Τουρκία δεν θα επανεμφανιστεί ως επεκτατική δύναμη στην περιοχή, παρά το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Η παρασιτική υφή των ελληνικών ελίτ θα εκφράζεται κατ’ εξοχήν ως δυτικολαγνεία και υποταγή στα κελεύσματα των δυτικών μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας και των ΗΠΑ, κατ’ εξοχήν.

Από το 1974 αρχίζει μια μεταβατική περίοδος, που θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, περίοδος κατά την οποία οι ελληνικές ελίτ θα δοκιμάσουν να αντισταθούν στον αρχόμενο μετά την εισβολή στην Κύπρο νεο-οθωμανισμό της Τουρκίας, υπό τη σκέπη της Δύσης με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προστασία.

Ωστόσο, μετά το 1990, τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά. Τα Βαλκάνια αποσυντέθηκαν μετά την πτώση του ανατολικού στρατοπέδου, ο αραβικός κόσμος υπέστη μια ακόμα δεινή ήττα με τη διπλή εισβολή στο Ιράκ και η Τουρκία αναδείχθηκε σε έναν σημαντικό οικονομικό και γεωπολιτικό πόλο, με έναν πληθυσμό που ξεπερνάει τα 70 εκατομμύρια και εξαγωγές πολλαπλάσιες από τις ελληνικές. Μπροστά στον κίνδυνο του ριζοσπαστικού Ισλάμ για τη Δύση και την επανεμφάνιση της «ρωσικής αρκούδας», η Τουρκία καθίσταται αποφασιστικός κόμβος της νέας τάξης πραγμάτων.

Για τις ελληνικές ελίτ υπήρχαν δύο επιλογές: ή να αντισταθούν στην επέκταση του νεο-οθωμανισμού, συγκροτώντας ένα βαλκανικό και ένα μεσανατολικό μέτωπο αναχαίτισής του, όπως είχε δοκιμάσει να κάνει προς στιγμήν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ή να αποδεχθούν τα νέα δεδομένα και να ενταχθούν στην αναδυόμενη νεο-οθωμανική πραγματικότητα, εξισορροπώντας απλώς την τουρκική επιρροή με άλλες –δυτική ή ρωσική– και πάντα με το «αζημίωτο», κερδίζοντας δηλαδή από αυτή τη νεο-οθωμανική επιχειρηματική ζώνη, τουλάχιστον σε μια πρώτη περίοδο.

Από την εποχή της τελευταίας διακυβέρνησης Παπανδρέου και κυρίως επί Σημίτη στην Ελλάδα και επί Κληρίδη στην Κύπρο, η δεύτερη γραμμή καθίσταται κυρίαρχη. Με πρωτοπόρους τους βάρδους του αντιεθνικισμού, τους διανοούμενους της Αριστεράς που θα προετοιμάσουν ιδεολογικά το έδαφος, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις στη δεκαετία του 2000 θα γίνουν σταδιακά νεο-οθωμανικές. Το Σχέδιο Ανάν και η πολιτική Χριστόφια, ο Γιώργος Παπανδρέου και η Ντόρα Μπακογιάννη, τα τουρκικά σίριαλ στην τηλεόραση, η αλλοίωση της ιστορίας, οι τεράστιες επενδύσεις της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία και ο αυξανόμενος ρόλος του ελεγχόμενου από τους Τούρκους Πατριαρχείου στην ελλαδική Εκκλησία, είναι εκφάνσεις αυτής της νέας πραγματικότητας στην οποία σταδιακώς, με ομοιοπαθητικά αυξανόμενες δόσεις, εθίζεται ο ελληνικός λαός.

Και όμως η Τουρκία δεν είναι παντοδύναμη, όπως φαντάζονται οι ανίκανες πνευματικές και πολιτικές ηγεσίες μας. Δεν είναι, σε καμία περίπτωση, κάτι ανάλογο με την παλαιά οθωμανική Αυτοκρατορία. Όχι μόνο διότι αντιμετωπίζει το μόνιμο και αξεπέραστο αγκάθι του κουρδικού, αλλά και διότι έχει δίπλα της δυνάμεις που μπορούν να βάλουν φραγμό στην επεκτατικότητά της. Η Ρωσία, το Ιράν, ο αραβικός κόσμος και μια, επιτέλους, ενωμένη Βαλκανική, μπορούν ή θα μπορούσαν να υποχρεώσουν τη νεο-οθωμανική Τουρκία σε αναδίπλωση και αποδοχή μιας σχετικής ισορροπίας δυνάμεων.

Και το κλειδί μιας ενωμένης Βαλκανικής  το κρατάει σήμερα η Ελλάδα, όπως ίσως κάποτε το κρατούσε η Γιουγκοσλαβία. Μόνον η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να θέσουν οριστικά τέλος στην προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την παράλληλη συγκρότηση ενός βαλκανικού ευρωπαϊκού πόλου, που θα αποτελεί γέφυρα μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης και θα διαμορφώνει εκείνες τις συμμαχίες που θα δρουν αποτρεπτικά έναντι του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού.

Με μια προϋπόθεση: Την προϋπόθεση μιας εσωτερικής   επ-ανάστασης του ελληνισμού. Μιας καθολικής ανατροπής του κυρίαρχου μεταπρατικού –οικονομικού, πολιτισμικού και πολιτικού– προτύπου, με στροφή προς μια αυτόκεντρη, οικολογική, αποκεντρωτική ανάπτυξη. Μιας ιδεολογικής επανάστασης που θα επαναφέρει στο επίκεντρο των αξιών του ελληνισμού τον πατριωτισμό, την άρνηση του χυδαίου καταναλωτισμού, την ισότητα και την ελευθερία. Που θα ενώσει, επιτέλους, τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» και την αρχαία ελληνική πολιτειότητα, τη λαϊκο-επαναστατική παράδοση του ’21 και της Αντίστασης,  με τον Διαφωτισμό, σε μια, εδώ και οκτώ αιώνες, αναζητούμενη αλλά ανολοκλήρωτη σύνθεση.

Και όλα αυτά δεν αποτελούν όνειρα ή αθεμελίωτες ονειροφαντασίες. Αποτελούν προϋποθέσεις της επιβίωσής μας και ταυτόχρονα συμπλέουν, συμβαδίζουν με τις δυνατότητες και τις τάσεις της μετα-παγκοσμιοποιητικής εποχής στην οποία έχουμε εισέλθει.  Αρκεί ο ελληνικός λαός να το θελήσει, αποτινάζοντας επί τέλους την αίσθηση της ανημπόριας και την ιστορική κατάθλιψη που τον διαπνέει.

Γι’ αυτό και τη ραδιογραφία του νεο-οθωμανισμού, που επιχειρούμε, δεν πρέπει να τη δούμε ως μια πρό(σ)κληση σε απαισιοδοξία και εγκατάλειψη, αλλά ως μια ρεαλιστική αποτύπωση και καταγραφή ενός φαινομένου, και κατά συνέπεια ως μια πρόκληση για την ανάλογη απάντηση, για την επ-ανάσταση που χρειαζόμαστε. Και επί τέλους, όπως τόνιζε ο Αντόνιο Γκράμσι: «Απαισιοδοξία του λογικού και αισιοδοξία της βουλήσεως».

Γ. Κ


 


[1] Αυτή η στρατηγική είχε πρωτοεμφανιστεί στο παρελθόν υπό τη μορφή της ελληνο-τουρκικής ομοσπονδίας που προωθούσε η μετεμφυλιακή δεξιά και η χούντα: «Έξι μήνες μετά την πρωθυπουργοποίησή του, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, σε συνέντευξη που έδωσε στην καθημερινή εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως, Μιλιέτ, και που δημοσίευε η εφημερίδα αυτή στις 28 Ιουνίου 1968, δήλωσε: “Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Ατατούρκ και του Βενιζέλου… Πρέπει να ενώσουμε τις δύο ακτές του Αιγαίου”. Ο Τούρκος δημοσιογράφος τον ρώτησε τότε εάν με την ένωση δύο χωρών εννοούσε ομοσπονδία. “Θέλω ιδιαιτέρως να υπογραμμίσω”, απάντησε ο Παπαδόπουλος, “την πίστη μου στην αναγκαιότητα πραγματοποιήσεως αυτής της ομοσπονδίας… Εάν είχα μαγική δύναμη θα έκανα το παν για την πραγματοποίηση της ομοσπονδίας και θα οδηγούσα πάραυτα τον λαό μας προς αυτήν την κατεύθυνση”. Το 1969 και το 1970, ο “αρχηγός της ελληνικής επαναστάσεως” έκανε μεγάλη προσπάθεια για να αναπτύξει την ελληνοτουρκική φιλία. […]. Αλλά χρειάστηκε να περιμένει τη στρατιωτική επέμβαση στην ’γκυρα, στις 12 Μαρτίου 1971, για να πάρει ευμενή ανταπόκριση από την απέναντι όχθη. Έγινε πρώτα η δήλωση του Μετίν Τοκέρ, γαμπρού του Ισμέτ Ινονού, που ήρθε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 1971. Έλεγε πως, κατόπιν της συναντήσεώς του με τον Παπαδόπουλο, ήταν πλέον πεπεισμένος ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός επιθυμούσε ειλικρινά την τουρκοελληνική φιλία. ’λλωστε, επρόκειτο να δημοσιεύσει στη Μιλιέτ, δηλώσεις του […]

 Οι δηλώσεις του Παπαδόπουλου δημοσιεύτηκαν πράγματι , στις 29 Μαΐου 1971. Από τις ερωτήσεις έβγαινε καθαρά ότι η πραγματοποίηση της συνομοσπονδίας εξαρτούνταν από δύο όρους: την ύπαρξη και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ισχυρών κυβερνήσεων·  και τη λύση του Κυπριακού. […]. Όσο για το Κυπριακό, η γνώμη του “αρχηγού της ελληνικής επαναστάσεως”, ήταν πως η λύση του δεν ήταν αναγκαίο προηγούμενο, διότι διαφορετικά θα κινδυνεύαμε, είπε, “να χάσουμε το πέταλο για το καρφί”. Και πρόσθεσε: “Εγώ, προσωπικά, πιστεύω ότι η ιστορία μας οδηγεί προς μία ομοσπονδία της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θα πραγματοποιηθεί ίσως σε 20 ή 50 χρόνια. Αλλά θα πραγματοποιηθεί. Πρέπει να δεχθούμε πως είμαστε μικρές χώρες. Εάν έχουμε την ένωση, τότε η δύναμή μας έναντι των μεγάλων χωρών δεν θα διπλασιαστεί απλώς, αλλά θα πολλαπλασιαστεί… Ο κ. Ερίμ πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό που λέει ο κ. Παπαδόπουλος το πιστεύει και θα το κάνει… Δηλώνω κατηγορηματικά ότι θα κάνουμε αυτό που κηρύττουμε… Ήμουν στο κρεβάτι μου όταν το έμαθα (τον σεισμό του Μπινγκέλ στην ανατολική Τουρκία). Η πρώτη σκέψη υπήρξε… με ποιον τρόπο η Ελλάς θα μπορούσε να βοηθήσει την Τουρκία στη δύσκολη αυτή στιγμή. Πιστέψτε με, δεν επρόκειτο περί απλής ανθρωπιστικής στάσεως, αλλά διότι η Τουρκία είχε κτυπηθεί». Από το βιβλίο του Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία του ελληνοτουρκικού χώρου (1928-1973), σσ. 305-307. Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα.         

Σελ. 7-16.

------------------------

Πέμπτη, 21 Οκτωβρίου 2010, The Davutoglu effect All change for foreign polic

http://economist.com

 

http://www.economist.com
TURKISH foreign policy used to be simple. Ever since Ataturk dragged the country into the modern world by driving out the sultan, adopting the Latin alphabet and abolishing the Muslim caliphate, the country has leant westwards. Since the second world war that has meant joining NATO (in 1952), backing the West against the Soviet Union and aspiring to join the European project. Like America, Turkey was also consistently pro-Israel.

It largely ignored the rest of its region, which includes most of the countries that were once part of the Ottoman empire. In his book “The New Turkish Republic”, Graham Fuller, a former CIA analyst and academic, recalls telling a Turkish friend that he was a Middle East expert, only to be asked, “so why are you in Turkey?” In similar vein, Turkish diplomats would tell their Western friends that “we live in a bad neighbourhood” and that “the Turk’s only friend is another Turk.”

Over the past few years all this has changed. Rather than feeling sorry for itself over its rough surroundings and lack of friends, Turkey has a new policy of “zero problems with the neighbours”. It is no longer carping at Armenia over its allegations of genocide in 1915 or reproaching the Arab world for its British-supported “stab in the back” in 1917-18. Instead it is cultivating new friendships in the region, offering trade, aid and visa-free travel. And far from backing Israel militarily and diplomatically, Turkey has become a leading critic.

The man largely responsible for engineering this dramatic shift is Ahmet Davutoglu, Turkey’s foreign minister since 2009. Before that he was an international-relations adviser to Mr Erdogan. In 2001, before the AK government came to power, Mr Davutoglu published a book, “Strategic Depth”, that set out a new policy of engagement with the region. He rejects accusations that he is “neo-Ottoman”, yet his doctrine certainly involves rebuilding ties round the former Ottoman empire.

Mr Davutoglu is an engaging, bookish character with a formidable knowledge of history. He thinks that Turkey made a mistake by ignoring its backyard for so long, and he is convinced that its new strategy of asserting its interests, both in the region and in the world, makes his country more, not less, attractive to the West. Nothing infuriates him more than articles in Western publications suggesting that Turkey has tilted east, or even claiming that “we have lost Turkey.” “Who is we?” he asks. After all, Turkey maintains NATO’s biggest army after America’s; it is committed in Afghanistan and other trouble spots; and it is negotiating to join the EU. As Mr Davutoglu puts it, “Turkey is not an issue; it is an actor.” His country now matters more than ever to Europe and the West, he claims.

Certainly Mr Davutoglu’s new policy in the region is paying dividends. In Iraq, for instance, Turkey has strong commercial and diplomatic interests. At one time the Kurdish region of northern Iraq was a big headache, but now Turkey is playing a lead role in stabilising the place—and winning co-operation from both the region and Baghdad against the PKK. Its relations with Syria, for many years a problem country for the West, are flourishing as never before. It has even sought to forge closer diplomatic ties with the still more problematic Islamic republic of Iran, much to America’s annoyance.

Turkey is also active again in its old stamping-ground in the Balkans, especially in Bosnia and Kosovo. Greek-Turkish relations, which improved markedly even before the AK party came to power in 2002, remain broadly harmonious, although Cyprus is still a point of friction. The country is also paying more attention to Africa; it has opened or is planning to open 12 new embassies there.

The Turks have even made a partial attempt at reconciliation with Armenia, a process begun when President Abdullah Gul visited Yerevan in late 2008 to attend a football match. After the visit the two sides signed bilateral protocols to normalise relations and reopen the land border, closed during Armenia’s war with Azerbaijan over Nagorno-Karabakh in the early 1990s. But thanks mainly to Mr Erdogan’s insistence on linking the protocols to progress on the Nagorno-Karabakh dispute, the protocols have yet to be ratified.

Turkey has also made the most of being an energy corridor between east and west. As a substantial energy importer with a fast-growing commercial relationship with Russia, it has a direct interest in the matter. But a decade of confrontation over oil and, especially, gas between Russia and the West has taught all sides to value Turkey as a buffer. Oil and gas pipelines already snake across Turkey from Azerbaijan via Georgia. And the Turks have signed up to the ambitious Nabucco gas-pipeline project, intended to bypass Russia—though plenty of Russians ask where the gas for Nabucco will come from. Energy diplomacy often comes to naught, but it will be hard to ignore Turkey in any future deals.

Mr Babacan, the deputy prime minister, says it is right for Turkey to have a sense of global responsibility. He and Mr Davutoglu also like to tell their European counterparts that, by playing a more active role in its region, including in the Balkans, Turkey is demonstrating how valuable it would be as a member of the EU.

Yet Mr Davutoglu and Mr Babacan are being somewhat disingenuous. Certainly Turkey’s influence in its region allows it to lay claim to being an interesting and potentially useful partner. But as it has also found, the Middle East is such a complex place that its policy of zero problems with the neighbours cannot be sustained all of the time. Nor is it easy to maintain a friendly dialogue both with the West and with the West’s enemies.

Freelance diplomacy
Iran is a prime example. Since it is a neighbour, a big oil and gas producer and an increasingly significant trade partner, the Turks have strong reasons to seek better relations with it. That is one reason why, along with the Brazilians, the Turks tried their own freelance nuclear diplomacy with Iran earlier this year. It is also why they are naturally averse to tougher trade sanctions against Iran, let alone any suggestion of war.

Yet Iranian nuclear diplomacy is both delicate and fiendishly complicated. The Turkish-Brazilian plan, when it emerged, seemed softer on Iran than any put forward by Western negotiators. When, soon afterwards, a resolution to tighten sanctions came before the UN Security Council in June, Turkey decided to vote against it to keep its dialogue with Iran going (though Mr Davutoglu claims to have used his diplomatic influence to persuade Lebanon to abstain and Bosnia to vote in favour). Not surprisingly, the Americans were furious.

Israel is an even better illustration of the problems inherent in Turkey’s new foreign policy. In May a Turkish-led civilian flotilla led by the Mavi Marmara attempted to break the Israeli blockade of Gaza. Gaza has been an especially sore point in Turkey ever since Israel’s invasion in January 2009—not least because the Turks were deep into shuttle diplomacy to open peace talks between Syria and Israel just when the attack on Gaza began. Shortly afterwards Mr Erdogan walked off a platform he was sharing with the Israeli president, Shimon Peres, at the World Economic Forum in Davos, shouting that Israel certainly knew how to kill people.

When the Israeli army intercepted the Turkish flotilla in international waters, its soldiers were surprised to be physically attacked on the Mavi Marmara. They retaliated by opening fire, killing eight Turkish citizens and one man who held joint Turkish and American citizenship. The Turks were outraged. Mr Davutoglu says this is the first time in the history of Ataturk’s republic that unarmed civilians have been killed by the armed forces of another country. Mr Erdogan and Mr Davutoglu demanded a UN-led inquiry and an Israeli apology. In September the UN human-rights council duly criticised Israel, but the Israelis rejected its findings and have refused to apologise. Mr Davutoglu insists that relations with Israel can never be the same again.

Yet this will come at a cost. The Israelis are not popular with many people these days, but they still have friends in Washington, DC. By making Gaza a centrepiece of its foreign policy and even more by openly sympathising with Hamas, which runs Gaza, Turkey has gained new friends in the Arab world but alienated allies in the West. Indeed, it was the Mavi Marmara incident and the Turkish response to it that led to an outpouring of comments that the West was losing Turkey. There could be more serious consequences. For instance, America’s Congress is now more likely to adopt a resolution condemning the Armenian genocide of 1915 which is put forward every year but which the Turks have so far managed to prevent going through.

The mercurial Mr Erdogan does not make it any easier for Turkey to conduct a coherent foreign policy, as demonstrated by the Davos incident and by his torpedoing of the Armenian deal. In 2004-05 he twice came close to jeopardising Turkey’s chances of opening membership negotiations with the EU. Semih Idiz, a journalist with Milliyet newspaper, jokes of Turkish foreign policy: “Davutoglu makes, Erdogan breaks and Gul picks up the pieces.”

Turkish public opinion adds another layer of complication. Ordinary Turks now have a strikingly low opinion of America. In 2000, according to the Pew Global Attitudes Project, some 52% of Turks thought well of America, a smaller share than in Germany and Britain but about the same as in Spain. The Iraq war changed this, especially after the Turkish parliament voted in March 2003 not to let the Americans move troops across Turkey for a possible second front. By 2007, thanks mainly to the war, less than 10% of Turks had a favourable opinion of America. That figure has ticked up since Barack Obama became president, but it is still lower than in the rest of Europe. A recent survey by the German Marshall Fund found that approval ratings for Mr Obama too have fallen sharply, from 50% in 2009 to 28% this year.

In Europe, Turkey’s new foreign policy has often gone down no better than in America. Mr Davutoglu and his colleagues argue that Turkey’s diplomatic ventures in its region and elsewhere, like its crucial role in energy and its military prowess, underline how useful Turkey could be as a member of the EU. But that is not how opponents of Turkish membership see it.

Those opponents were cheered both by Turkey’s bungling in Iran and by the Mavi Marmara incident. In their view, these events prove that Turkey is too ready to wander off the West’s reservation and pander to Islamist extremists—and not at all ready for solidarity with the EU’s common foreign policy. The EU, they argue, cannot accommodate an aspiring global player with interests so different from Europe’s, especially one so big. That argument has grown more resonant as Turkey’s membership negotiations have stalled.

 

Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/10/davutoglu-effect-all-change-for-foreign.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#ixzz13630dC7N

 

 

-----------------------------------

19 Σεπτέμβριος 2010, Π. Τσοχλιας, Ο Α. Νταβούτογλου είναι τουλάχιστον απόλυτα ειλικρινής

http://www.thrakinet.tv/index.php?option=com_content&view=article&id=4199:2010-09-19-18-46-34&catid=22&Itemid=45

Καλώ όποιον γνωρίζει ανάγνωση να διαβάζει ! Το βιβλίο παρέχει μια ευρύτατη κλίμακα ενδιαφέροντος για τον όποιο αναγνώστη και του δίνει την δυνατότητα να μπορεί να εκφέρει την γνώμη του σ’ ότι διαβάζει, σε δημοσιεύματα, σε ότι ακούει στο ραδιόφωνο ή βλέπει στην τηλεόραση και συζητάει παντού.

Έγινε πολύς θόρυβος με την δημοσίευση του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου «Το Στρατηγικό Βάθος». Το βιβλίο μεταφρασμένο στα ελληνικά, αριθμεί την 8η έκδοση του.

Οι αντιδράσεις από τους αναγνώστες του ή ημιαναγνώστες του ήταν επικριτικές μέχρι άναρθρες κραυγές, που δεν αφήνουν αυτούς που δεν το διάβασαν, να μορφώσουν μια άλλη άποψη. Θα επιχειρήσω να καταθέσω την δική μου γνώμη και για τον συγγραφέα αλλά και για το βιβλίο του.

Είμαι υποχρεωμένος να συγχαρώ τον ΑΧΜΕΤ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ για το περισπούδαστο πόνημα του.

Σε μια χώρα όπως η ΕΛΛΑΔΑ όπου αν πεις ή τολμήσεις να πεις, ότι αγαπάς την ΕΛΛΑΔΑ, είμαι ΕΛΛΗΝΑΣ, έχω προαιώνια ιδανικά και πολιτισμό, θα αγωνιστώ για την γαλούχηση των νεότερων γενεών για να αγαπούν αυτήν την λατρεμένη Χώρα, κινδυνεύεις να θεωρηθείς πατριδολάτρης, εθνικόφρων και κατ’ επέκταση δεξιός και ακόμα φασίστας.

Σε μια χώρα που η πολύπολιτισμική κουλτούρα ανθεί και η άλωση της εθνικής κληρονομιάς και ιδανικών είναι επί θύραις, αν πεις ή τολμήσεις να πεις ότι σαν τον Ελ. Βενιζέλο «Έχω όραμα η ΕΛΛΑΔΑ να γίνει μεγάλη στις δύο ηπείρους και στις πέντε θάλασσες», θα δεχθείς τουλάχιστον ειρωνικά χαμαιλεόντια χαμόγελα και θα αισθανθείς φαιδρός.

 

Ο ΑΧΜΕΤ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΡΚΟΣ.

 

Έρχεται σε μία κρίσιμη πράγματι καμπή της χώρας μας, για όποιον επιχειρεί την άλλη ανάγνωση, να διδάξει.

Δεν λέει τίποτε μυστικιστικό, τίποτε ουτοπικό, τίποτε απραγματοποίητο, τίποτε ψέματα.

Διατρανώνει την αγάπη του για την Τουρκία. Μιλάει με πάθος και επιχειρήματα – δικά του – για το που πρέπει να βαδίσει η πατρίδα του για να πάρει την θέση που της αξίζει μέσα στο όραμα του.

Σε μένα, για να μην μακρηγορώ γεννάται αυθόρμητα το ερώτημα. Υπάρχει εθνικό όραμα για την ΕΛΛΑΔΑ του σήμερα και των επερχομένων γενεών;

Η γεωπολιτική, γεωπολιτισμική και γεωοικονομική θέση της Πατρίδας μου αξιοποιείται από τους εθνοπατέρες μας πολιτικούς, από τους ακαδημαϊκούς, από τους συγγραφείς και ποιητές μας και σε ποιο βαθμό;

Χωρίς ερείσματα εφάμιλλα των δικών μας, κατηγορείται ο Νταβούτογλου και η στρατιωτική και πολιτική ελίτ της Τουρκίας ότι διέπεται από χίμαιρες και αλαζονεία. Δεν είναι ούτε ουτοπιστής, ούτε αλαζών.

Η πραγματικότητα λέει ότι η Τουρκία των 600 σκηνών του 6ου μ.χ αιώνος σήμερα είναι η χώρα των 70.000.000 τουλάχιστον.

Τα οικονομικά επιτεύγματα του Νταγίπ Ερντογάν θα τα ζηλεύουν κρυφά και φωναχτά οι σημερινοί ή παρελθόντες ηγέτες μας.

Τα διπλωματικά ανοίγματα στις χώρες των οθωμανικών και ισλαμικών καταλοίπων, Αλβανία, Βοσνία, Σκόπια, Βουλγαρία, Αζερμπαϊτζάν μέχρι τους Ουιγούρους της Κίνας θα πρέπει για τους υψιπετής Υπουργούς μας Εξωτερικών να μην τους αφήνουν να καθεύδουν.

Το σφυρηλάτημα διαρκώς των δεσμών, μέσω της κοινής θρησκείας, με την Περσία και τον Αραβικό κόσμο, δεν είναι ουτοπία, είναι διαρκές μέλημα.

Δεν προσυπογραφώ διακήρυξη για την αναβίωση της Αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου, ούτε της Βυζαντινής. Βλέπω όμως δίπλα μας οι «μισητοί Τούρκοι» με μια ιστορία κατακτήσεων, γενοκτονιών, εξισλαμισμού και αναρίθμητων ραγιάδων να προσπαθεί να διαγράψει το μειονέκτημα και να προβάλει τα όποια τυχόν, κατά την άποψη του Νταβούτογλου, πλεονεκτήματα.

Η λεκτική προώθηση κατ’ αρχήν του οράματος, ανάβει την θρυαλλίδα της υλοποίησης σταδιακά και καίρια στοχευμένα ώστε σε «Στρατηγικό Βάθος» να κερδίσεις ότι θα οικοδομεί σε πραγματικό χρόνο το όραμα σου.

Είτε το θέλουμε, είτε το αρνούμαστε, η σημερινή Τουρκία έχει ιστορικό βάθος που διδάσκει μεθοδευμένα την νεολαία, τους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς της, επικά κατορθώματα από την Βιένη της Αυστρίας, μέχρι την Τρίπολη της Λιβύης και από την εχθρική ΕΛΛΑΔΑ μέχρι την Μεσοποταμία και τον κόλπο της ’καμπα. Έχουν ιστορία κατά το δοκούν……...

Αντίθετα απλές ερωτήσεις δημοσκοπικές αν κάναμε για την δικιά μας Ιστορία θα απογοητευθούμε και θα ανατρέξουμε στους Φιλέλληνες για να μας τις απαντήσουν.

Η επεμβατική πολιτιστική και οικονομική πολιτική για την θεμελίωση του οράματος είναι απαραίτητη για όποιον λαό θέλει να επιβιώσει διαχρονικά και να δικαιωθεί στο μέλλον. Μια απλή ματιά στον χάρτη θα δείξει ότι από το Μόναχο, την Τεργέστη, τις παραδουνάβιες χώρες, τις αξέχαστε παρεύξεινες πόλεις, τον Πόντο, την Αντιόχεια, την Ιερουσαλήμ, την Αλεξάνδρεια και τόσες άλλες κοιτίδες του Ελληνισμού για να μην αναφερθώ στις άλλες ηπείρους, Αμερική και Αυστραλία, η επιρροή όχι κατακτητική αλλά φωτεινά εκπολιτιστική και θρησκευτική υπάρχει στις μνήμες και στα μουσεία. Παντού υπάρχει ΕΛΛΑΔΑ.

Ποιος αναζητά σήμερα το στρατηγικό μας βάθος;

Για να είμαστε πραγματιστές, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη που δυστυχώς για μας η Ευρώπη απλά την φοβάται και την χρειάζεται και οι ΗΠΑ την χαϊδεύουν για τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα.

Τώρα που εμείς από την εγκατάλειψη των αξιών και ιδανικών, αμέσως μετά 1821, συνεχίζουμε να περιφέρουμε μια αναξιόπιστη και ρακένδυτη Πατρίδα, με τα υβριστικά σχόλια του ξένου τύπου και ταυτόχρονα την μεγαλόψυχη εκμετάλλευση μας από τους πάντες, η Τουρκία προοδεύει.

Εμείς δεν χρειάζεται να συγκαλύψουμε μέσα στην άχλυ του όποιου οράματος μας, ότι ο δικός μας πολιτισμός, των προγόνων μας τουλάχιστον, δίδαξε, διαμόρφωσε συνειδήσεις, καλλιέργησε τέχνες και φιλοσοφία, ούτε να δανεισθούμε ξένες πολιτιστικές πηγές και ιστορία.

Ο Νταβούτογλου παρακάμπτει επιμελώς ότι ακόμα και η γλώσσα του είναι συνοθείλευμα Μογγολικών, Αραβικών, Περσικών και Ελληνικών λέξεων.

Αποκρύπτει ότι δεν πρόσθεσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, πέραν του κτηματολογίου, τίποτε στην γνώση και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, στην κοινωνική ανέλιξη και στις τέχνες.

’φησε πίσω της ευαγή ιδρύματα των ραγιάδων και δημόσια έργα που έφτιαχναν οι ραγιάδες κάθε κατακτημένης περιοχής.

Σήμερα υπάρχουν Ελληνόφωνες Τούρκοι που καταγράφουν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό την «Πολιτιστική κληρονομιά των μνημείων τους». Έχω γράψει σχετικό άρθρο στην αυτή φιλόξενη εφημερίδα.

Για το συμφέρον της Χώρας του, δικαίως παραπονείται ότι τους δημιούργούμε – ακόμα – προβλήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ και στα διεθνή βήματα.

Είναι σίγουρος, – δεν το ήξερε όταν έγραψε το βιβλίο – ήλπιζε ότι αυτή η εύκαμπτη ηγεσία μας θα λυγίσει και πιθανόν μυστικά θα αποδεχθεί το ανατολίτικο παζάρι στο Καπαλί Τσαρσί της Πόλης.

Προφανώς είμαστε το αντίπαλο δέος για την Τουρκία. Τους εμποδίζουμε ακόμη στα επεκτατικά εδαφικά τους σχέδια τους. Τους καταδυναστεύουμε με τα απομεινάρια της δικής μας Μ. Ασίας και Ιωνίας που δεν μπορούν να επιδείξουν – όρα Σκοπιανούς – μια Τούρκικη Επιγραφή, στα Αραβικά βέβαια, στους ευάλωτους τουρίστες τους.

Τους κάνει αλλόφρονες, η απομόνωση τους από το Αιγαίο, που το έχασαν από ένα ΑΒΕΡΩΦ. Τους αποπροσανατολίζει η στρατηγική αιχμή της Κύπρου στο μαλακό υπογάστριο τους.

Τους απογοητεύει ότι η ορθοδοξία υπάρχει και μεγαλουργεί στα Βαλκάνια και συμπαρασύρει το ιστορικό αντίπαλο τους την Ρωσία.

Οι αρχαίοι Καρδούχοι, σημερινοί Κούρδοι ένας ηρωικός λαός, καραδοκεί να αποσχισθεί. Δεν υποταχθήκανε και ίσως θα περίμεναν φιλικό χέρι, έστω διπλωματικής στήριξης από μια σοβαρή ΕΛΛΑΔΑ, που δεν πουλάει έναν Οτσαλάν, ενώ πουλάει στον άνεμο την σημαία μας στα Ίμια.

Είναι θέματα που δεν τα κινεί εμφανώς τουλάχιστον κανένας. Αν κάποιος γνωρίζει περισσότερα από εμένα ας μου το πει. Δεν ξέρω αν υπάρχει έστω ένα φυλλάδιο αντίστοιχου περιεχομένου.

Ο ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ για μένα είναι Τούρκος και τον επαινώ για την ειλικρίνεια του.

Διαλαλεί σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Υφηλίου, πια είναι η Τουρκία Του και τι επιδιώκει.

Εμείς οπισθοχωρήσαμε τρεμαλέοντες στο Casus Belli. Δεν επεκτείναμε ποτέ ούτε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια ούτε ανακοινώσαμε μέχρι τώρα πια είναι η Αποκλειστική Οικονομική μας ζωής.

Δεν προστατεύουμε την Β. Ήπειρο. Παραιτούμαστε από την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εμείς κινδυνεύουμε από παντού. Εμείς φταίμε και αναφέρομαι στο εμείς, γεμάτος θλίψη, γιατί εμείς αναδείξαμε τέτοιες ηγεσίες που διαχειρίζονται εν λευκώ τις τύχες μας.

Δεν μας φταίει ο ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ.

Ο ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ, επαναλαμβάνω λέει ξεκάθαρα αυτό που λέει όλη η ηγεσία της Τουρκίας, με υπερηφάνεια. Είμαστε Τούρκοι και η Πατρίδα που οραματιζόμαστε λέγεται Τουρκία.

Πότε εμείς θα ορθώσουμε το ανάστημα μας και να πούμε, είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ και επιδιώκουμε πάση θυσία, ειρηνικά και πολιτισμένα να γεμίσουμε, έξω απ’ τις βιβλιοθήκες, τον κόσμο ξανά με ΕΛΛΑΔΑ;.

 

Γιώργος Γεωργακόπουλος

Πολιτικός Μηχανικός

 

-----------------

20.8.2010. Στέλιος Ράμφος, Το Ισλάμ παραλύει την Τουρκία

 

 http://www.politis.com.cy/cgibin/hweb?-A=964483&-V=columns

Διάβασα με ενδιαφέρον και προσοχή το "Στρατηγικό βάθος" του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου- οραματικό σχεδιασμό ενός ανθρώπου με γερμανική παιδεία και αγγλοσαξoνική μεθοδικότητα, ο οποίος κατευθύνει σήμερα την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Το βιβλίο είναι γραμμένο πριν· οι ιδέες ωστόσο παραμένουν ίδιες, εμπνεόμενες από τολμηρές επιδιώξεις, μακριά από φοβίες. Διότι με αφετηρία τα δεδομένα της παγκοσμιώσεως και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται ο συγγραφέας εκθέτει το πιστεύω του για τη διεθνή στρατηγική της Τουρκίας ως συνεχείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στην ανάπτυξή του ο κ. Νταβούτογλου λαμβάνει υπόψη τις γεωγραφικές, ιστορικές και πολιτισμικές συντεταγμένες της πατρίδας του, περιγράφει τα πλαίσια, υποδεικνύει τις κατευθύνσεις και εντοπίζει τα προβλήματα. Το επιχειρεί επιδέξια, όμως σε ένα σημείο κρίσιμο ο στρατηγικός σχεδιασμός του οδηγείται σε στρατηγικό αδιέξοδο. Συγκεκριμένα, στις σελίδες 110-116, επτά επί συνόλου 839, και υπό τον τίτλο "Το ψυχολογικό υπόβαθρο: Η διχασμένη προσωπικότητα και η ιστορική συνείδηση", επικαλούμενος το έργο του ψυχιάτρου Λενγκ, "Η διχασμένη προσωπικότητα", ο συγγραφέας παρατηρεί ότι μια στρατηγική θεωρία πάσχει αφ΄ ης στιγμής το αναγκαίο ψυχολογικό υποκείμενο δεν υφίσταται και αυτό συμβαίνει όταν επέρχεται ρήξη μεταξύ του σώματος και της προσωπικότητας του ατόμου. Όσο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής προσωπικότητος, το άτομο μπαίνει σε κρίση με τον εαυτό του και με το περιβάλλον του. Αντίστοιχο προς το ατομικό σώμα είναι το πεδίο της ιστορίας από την οποία αποξενώνονται οι παραδοσιοκρατούμενες κοινωνίες και αποκτούν έτσι με τη σειρά τους ψευδή προσωπικότητα. Κατά τον κ. Νταβούτογλου, η Τουρκία ζει ακόμη σε συνθήκη "ανιστορισμού", πράγμα που δεν ευνοεί τη δημιουργία στρατηγικής νοοτροπίας ικανής να ενεργοποιήσει συνολικά τον δυναμισμό της κοινωνίας, αφού ορίζουν τη στρατηγική η ψυχολογική αδυναμία και μειονεκτικά αισθήματα από αρνητικές μνήμες του παρελθόντος. Το μεγαλύτερο εμπόδιο της σημερινής Τουρκίας, φρονεί, είναι "η καταδίκη της να βιώνει λόγω των θεσμικών, ιστορικών και ψυχολογικών παραγόντων, τις φθοροποιές διαδικασίες των εσωτερικών αντιφάσεων της ίδιας της χώρας". Το αδιέξοδο του στρατηγικού βάθους είναι ένα στρατηγικό κενό. Εάν μέγιστο εμπόδιο της Τουρκίας είναι ο ανιστορικός εαυτός, εκείνο που τον δια μόρφωσε και έφερε την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον 17ο αιώνα είναι ο ισλαμισμός. Αυτός χρειαζόταν έναν πολιτισμό εχθρικό προς τον αυτόβουλο άνθρωπο και την ιστορικότητα και αυτός απαιτεί σήμερα να γίνει εφαλτήριο για την εθνική ανάταση και πρόοδο της Τουρκίας. Είναι όμως δυνατόν το εκ πεποιθήσεως ανιστορικό τούτο παλιρροϊκό ρεύμα να διεκδικεί ρεαλιστικά τέτοιο ρόλο στον κόσμο της ιστορικότητος με αμεταρρύθμιστο τον πατροπαράδοτό του εαυτό; Πρόκειται για παραλυτικό ανιστορισμό παρεμφερή με εκείνον που ερείπωσε το Βυζάντιο, ταλανίζει τη νεότερη Ελλάδα και κρατεί σε παραζάλη επί αιώνες τους ορθόδοξους λαούς.
Γενικόλογη στρατηγική Στο σημείο τούτο βρίσκεται, νομίζω, το μαλακό υπογάστριο της σκέψεως του συγγραφέα. Αντιπαρερχόμενος γενικόλογα την κρίσιμη πολιτισμική και ανθρωπολογική παράμετρο του ζητήματος συρρικνώνει την κατανόηση της ιστορικότητος σε στρατηγική γεωπολιτικών όρων, που προβιβάζουν την τακτική και υποβιβάζουν το στοιχείο της διεθνούς νομιμότητος υπό συνθήκες οικουμενικής πια επικοινωνίας και συνυπάρξεως. Προκρίνει, ορθά, μια νοηματοδοτική παρέμβαση, η οποία θα εισαγάγει έλλογα στοιχεία στη σχέση της τουρκικής κοινωνίας με το παρελθόν, αλλά παραβλέπει τα εμπόδια ως προς το ίδιο το νόημα, που υψώνει διαχρονικά η τυπολατρική ισλαμοσουνιτική πνευματικότητα. Οι ψυχολογικοί διχασμοί παρατείνονται, απωθώντας τη χρονικότητα και την ιστορικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση τη θέση του χρόνου καταλαμβάνει ως εμμονή η τυραννική μνήμη του παρελθόντος αντί οικοδομής του μέλλοντος. Να προσθέσω ότι όσο διαρκεί η σύγκρουση του χρονικού με το αχρονικό στοιχείο, τόσο η προβληματική του στρατηγικού χώρου συναντά μεγαλύτερα εμπόδια. Ο κ. Νταβούτογλου φαίνεται να έχει μια καθαρά εδαφική αντίληψη του χώρου. Στις σελίδες του βιβλίου του βγαίνει η αγωνία ενός χώρου ασυναίρετου με τον χρόνο. Πρόκειται ακόμη για τον εδαφικό χώρο, στον οποίο προβάλλεται και προσβλέπει η ανιστορική συνείδηση. Εξού και ο τόπος- η ζωή του χώρου- δεν μετρά, ενώ ο ίδιος ο χώρος αντιμετωπίζεται σαν έδαφος, το οποίο κατεχόμενο καλύπτει ένα κενό ισχύος. Όμως ο χώρος, όπως και ο χρόνος, δεν υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο. Χωρίς τον άνθρωπο καταλαμβάνουμε έδαφος, για να το χάσουμε σαν τις αποικίες με τον χρόνο. Ο πολιτισμός ανοίγει τον χώρο ζωτικά σαν το γλυπτό, που μορφώνει και αναμορφώνει στην αλήθεια του αέρινα τον χώρο. Ο Αττίλας, επί παραδείγματι, κατακτούσε τα βασίλεια και υποδούλωνε τους λαούς επειδή δεν είχε τρόπο να ενώσει τον χώρο στον χρόνο· ο Αλέξανδρος, αντί να επιβάλει καθεστώτα φυσικής συνοχής και τάξεως, άνοιγε τον χώρο ιδρύοντας παιδευτικά τις πόλεις του σαν χρονικές αρχές, ενώ η Ρώμη παρείχε δικαιώματα πολίτη σε όλους τους υπηκόους τής αχανούς της επικράτειας. Στην παγκοσμιωμένη πραγματικότητα των καιρών μας η επικοινωνία πολλαπλασιάζει τον χώρο σε χρόνο υπερβαίνοντας δυνητικά κάθε εδαφική διαίρεση η οποία τον φτωχαίνει. Η πολιτική σήμερα οφείλει, σαν άλλη τέχνη, να ανοίγει τον χώρο στον χρόνο, να πλάθει μορφές συν-χωρήσεως, αντί να σχεδιάζει στρατηγικές επιβολής, που διαχωρίζοντας τον χώρο από τον χρόνο θα καταντήσουν μπούμερανγκ για τους σχεδιαστές. Δεν υποτιμώ τον ρεαλισμό της δυνάμεως, αλλά σημειώνω πως η αλήθεια της υπόκειται σταθερά στο δοκιμαστήριο του χρόνου. Αναζητώντας την ισορροπία Ουδείς στρατηγικός σχεδιασμός, όσο προσεκτικά και αν γίνεται, δεν θα ευοδωθεί εφόσον δεν εξισορροπεί τους εξωτερικούς με τους εσωτερικούς του όρους και δεν βασίζεται σε μια κοινωνία συμφιλιωμένη πολιτισμικά με την ιστορικότητα και την ανθρώπινη αυτονομία. Μη λησμονούμε πώς κατέληξε, τηρουμένων των αναλογιών, το ελληνικό "στρατηγικό βάθος" πριν από περίπου ενενήντα χρόνια, με παίκτες μάλιστα της ολκής ενός Ελευθερίου Βενιζέλου και με τα κεκτημένα της Συνθήκης των Σεβρών! Ο κ. Νταβούτογλου θέτει το πρόβλημα του ανιστορισμού της τουρκικής κοινωνίας και την ίδια στιγμή, προκειμένου να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της χώρας του, αναζητεί στηρίγματα- με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται- στους ίδιους τους συντελεστές της ανιστορικότητος: τον πολιτισμό του Ισλάμ και την οθωμανική παράδοση, στης οποίας τα πεπρωμένα ο ίδιος πιστεύει. Δυσφορεί και συγχρόνως υπολογίζει στον παράγοντα των αναχρονιστικών νοοτροπιών, εν γνώσει του ότι εκφράζουν πολιτισμικούς και ανθρωπολογικούς γόρδιους δεσμούς, που δεν ξέρει κανείς πότε λύνονται και πότε σφίγγουν. Μήπως θα ήταν αποδοτικότερο ο στρατηγικός σχεδιασμός της Τουρκίας- και της Ελλάδος βέβαια- να στραφεί κατά προτεραιότητα στην υπέρβαση του ανιστορικού εαυτού της;

* Φιλόσοφος, συγγραφέας

-------------------------

04.08.2010: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΒΑΘΟΥΣ» ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟ -ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

http://www.elkeda.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=237:04082010-l-r-&catid=37:2010-01-11-14-03-41&Itemid=88

 

του Γρηγόρη Τζανέτου*

«Τα βιβλία του σήμερα είναι τα γεγονότα του αύριο» (Thomas Mann)

Την ίδια περίοδο που η ελληνική εξωτερική πολιτική χειμάζει αποκλεισμένη μέσα στο παγωμένο και ακίνητο τοπίο της ΚΕΠΠΑ (Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ), η τουρκική εξωτερική  αναπτύσσει ραγδαία το «Στρατηγικό της Βάθος», σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, με άξονα τα Βαλκάνια. Η αλλαγή που συντελείται στην τουρκική εξωτερική πολιτική σήμερα, με εμπνευστή της τον  υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, επιδιώκει να τοποθετήσει την ’γκυρα στο επίκεντρο της εξέλιξης του διεθνούς συστήματος και της πολιτικής που το διαμορφώνει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η νέα εξωτερική πολιτική της ’γκυρας, φιλοδοξεί να αποτελέσει τον κύριο βραχίονα στήριξης του ισλαμικού ρόλου στην παγκόσμιας τάξη και μέσα από αυτήν την επιδίωξη να εγκαταστήσει τη νεο-ισλαμική πολιτική ελίτ της Τουρκίας σε θέση ισότιμου συνομιλητή με τις παγκόσμιες δυνάμεις.

Η πολιτική ευφυϊα του Νταβούτογλου εκδηλώνεται, με την ικανότητά του να τοποθετεί τον στρατηγικό του αυτό σχεδιασμό μέσα στη ροή των παγκόσμιων εξελίξεων που δρομολογήθηκαν μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου και να διεκδικεί, κατά ένα μέρος, που θεωρεί ότι αναλογεί στην ’γκυρα, την τουρκική πολιτική ταυτότητα του καινούργιου κόσμου που έρχεται. Ο Νταβούτογλου είναι πανεπιστημιακός καθηγητής και διατυπώνει τη νέα αυτή στρατηγική σε κάθε της διάσταση, στο βιβλίο του: «Το Στρατηγικό Βάθος. Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας».

Η διεθνής πολιτική του 21ου Αιώνα

Η πτώση του τοίχους του Βερολίνου, αποκάλυψε την ανθρώπινη αλήθεια όχι μόνο πίσω από το μέχρι τότε «σιδηρούν παραπέτασμα», αλλά και πίσω από τις «κουρτίνες» του φιλελεύθερου ιδεαλισμού της Δύσης. Πολύ πιο πριν, ίσως κάπου στο μέσον του Ψυχρού Πολέμου ή ακόμα νωρίτερα και  λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ανθρωπότητα, παρά τις μεγαλόπνοες διακηρύξεις περί της ιδρύσεως του της κοινωνίας των Ηνωμένων Εθνών,  προχωρούσε ήδη σε μία νέα φάση εξέλιξης της πολιτικής της σκέψης, επηρεασμένης από το ρεαλισμό. Η εξέλιξη αυτή  επηρέασε όσο τίποτα άλλο τα κράτη και τις πολιτικές τους.

Τα δύο παγκόσμια πολιτικά κέντρα (Ουάσιγκτον και Μόσχα) σταδιακά άφηναν πίσω τον ιδεαλισμό τους για την ολοκλήρωση της Ανθρωπότητας, με τις διαφορετικές ιδεολογικές της εκφορές και προχώρησαν στον  ανταγωνισμό για την παγκόσμια κυριαρχία, προσαρμόζοντας την πολιτική τους κουλτούρα στον ρεαλισμό του Ψυχρού Πολέμου.(1)

Ο πολιτικός ρεαλισμός (ενίοτε χρωματισμένος από τον  κυνισμό της πολιτικής σκοπιμότητας) ήταν το κοινό τους γνώρισμα, που επέτρεψε, κατά κάποιο τρόπο, την πολιτική επικοινωνία και την  εξισορρόπηση μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολιτικών κέντρων στον Ψυχρό Πόλεμο, αποφεύγοντας τη μετάβαση στον θερμό πυρηνικό. 

Ο πολιτικός τους ρεαλισμός, έκανε δυνατή την αμοιβαία κατανόηση των σκοπιμοτήτων και των αλληλοεξαρτώμενων καταστάσεων που δημιουργούσε ο ανταγωνισμός, για τη διατήρηση της «ισορροπίας του τρόμου», χωρίς η Ανθρωπότητα να περάσει ποτέ στο θερμό πυρηνικό πόλεμο! Παρ’ ότι όλα ήταν σχεδιασμένα για αυτόν, κάτω από το δόγμα της « Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής» των δύο αντιπάλων (Mutual Assured Distraction)!.(2)

Κατά μία βαθειά ιστορική παραδοξότητα, οι ιδεολογικοί αντίπαλοι υφίσταντο τις ίδιες επιρροές στην πολιτική τους σκέψη από ένα «μείγμα» πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών επιδιώξεων, για την υπερίσχυση του ενός επί του άλλου. Το «μείγμα» αυτό εκδηλωνόταν μέσα από τον ρεαλισμό της ψυχροπολεμικής πολιτικής. (3)

Έτσι βλέπουμε ότι ο πολιτικός ρεαλισμός στις διεθνείς σχέσεις εκείνης της περιόδου δεν ήταν απόλυτα συνυφασμένος με τα έθνη κράτη και τις εσωστρεφείς πολιτικές τους.

Αντίθετα, ο πολιτικός ρεαλισμός, ως επιδίωξη της ισχύος, εκδηλώνεται από εκείνη ακόμα την περίοδο, σε ένα ευρύτερο πεδίο πολιτικής εξωτερίκευσης και αλληλεπίδρασης των δυνάμεων μέσα στα όρια των δύο συνασπισμών Ανατολής και Δύσης και απορροφούσαν τις εθνικές επιδιώξεις των κρατών.

Συνεπώς, ο πολιτικός ρεαλισμός, ως επιδίωξη ισχύος, ήταν από τότε κιόλας συνδεμένος με τις παγκόσμιες πολιτικές των δύο υπερδυνάμεων και τις ευρύτερες γεωπολιτικές ισορροπίες μεταξύ τους, προς τις οποίες τα κράτη ήταν αναγκασμένα να προσαρμόζουν τις δικές τους ατομικές εθνικές επιδιώξεις.

Τα δύο παγκόσμια κέντρα της ψυχροπολεμικής περιόδου (Ουάσιγκτον και Μόσχα) διατηρούσαν παράλληλα στο πολιτικό τους «φόντο» ιδεαλιστικούς στόχους που αναφέρονταν σε φαντασιακούς τόπους ολοκλήρωσης  της Ανθρωπότητας, τους οποίους πρόβαλαν ως τον ιστορικό προορισμό των πολιτικών τους συστημάτων. Ήταν μία αόριστη υπόσχεση προς τις μάζες των πληθυσμών του πλανήτη, που νομιμοποιούσε τον ανταγωνισμό και τον τρόμο της απειλής πυρηνικού πολέμου. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι «το Σοβιετικό σύστημα ουδέποτε λειτούργησε πραγματικά» και η πτώση του οφείλεται στην «εξαφάνιση του οράματος (της χίμαιρας)» που κινητοποιούσε τις μάζες.(4)

Σήμερα, το ιδεολογικό αυτό «φόντο» πίσω από τις  πολιτικές των δυνάμεων, απλώς, έχει ξεθωριάσει, αν δεν έχει σβήσει.

Όμως εκείνες οι επιρροές πολιτικού ρεαλισμού έκαναν δυνατή τη συνεννόηση μεταξύ των δύο παγκόσμιων κέντρων στους κώδικες του ανταγωνισμού, για τη διατήρηση της ισορροπίας και της σταθερότητας στις μεταξύ τους σχέσεις, παρά τις περιφερειακές κρίσεις. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε μία ολοφάνερη αντίφαση μεταξύ του πολιτικού ρεαλισμού των κυβερνήσεων και του ιδεαλισμού που εξέπεμπαν οι επίσημες ιδεολογίες των δύο συνασπισμών. 

Βλέπουμε, έτσι, από την περίοδο ακόμα του Ψυχρού Πολέμου, τις ιδέες περί «ελευθερίας» του Ανθρώπου, να συνοδεύουν εικόνες φτώχειας και εγκληματικής βίας  των πληθυσμών της Λατινικής Αμερικής.

Βλέπουμε τις ιδέες περί «δημοκρατίας» να συνοδεύουν ειδήσεις για εκατοντάδες εξαφανίσεις αντιφρονούντων πολιτών στις δικτατορίες του Δυτικού Συνασπισμού, όπως της Χιλής του Προέδρου Πινοσέτ. 

Και βλέπουμε τις γιορτές της εργατικής πρωτομαγιάς στα κομμουνιστικά καθεστώτα της Σοβιετικής Ανατολής, να συνοδεύουν απελάσεις αντιφρονούντων πολιτών, που καταγγέλλουν βασανισμούς, εκτελέσεις και εκτοπίσεις σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας εκατομμυρίων μελών της εργατικής τάξης. Ενώ μία νέα ελίτ ( η νομενκλατούρα) είχε εγκατασταθεί στην εξουσία της ΕΣΣΔ. (5)
 
Ο  ρεαλισμός στην πολιτική των δύο συνασπισμών, έκανε δυνατή τη συνύπαρξη τέτοιων αντιφάσεων. Όπως έκανε δυνατή τη συνύπαρξη αυτών των δύο αντίθετων μεταξύ τους κόσμων, κάτω από την ίδια «ομπρέλα» του πυρηνικού τρόμου, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. 

Αυτός ο πολιτικός ρεαλισμός, ήταν η εκδήλωση μίας βαθύτερης μεταστροφής της ανθρωπότητας προς τον ακραίο ρεαλισμό, αποδεχόμενη μοιρολατρικά το «τέλος όλων των θεών».

Πάνω σε αυτόν τον ακραίο ρεαλισμό δημιουργήθηκαν οι  προϋποθέσεις της «επόμενης μέρας», για τη μετά κομμουνισμό εποχή της πάλης για την απόλυτη οικονομική υπερίσχυση στο πεδίο του παγκόσμιου ανταγωνισμού της αγοράς. Η πολιτική παραμέριζε τις ιδεολογίες και σήμανε, κατά τον Fukuyama, το «τέλος της ιστορίας», δηλαδή το τέλος της πάλης των ιδεών, μαζί με το τέλος κάθε ιδεολογίας και του υποκειμένου, ανθρώπινου ή μεταφυσικού, που αυτές εξέφραζαν.
 
Η πολιτική της Δύσης αποχωρίστηκε από τις κοινωνίες και εξυπηρετεί πλέον μόνο τον υλικό σκοπό της που είναι η επιδίωξη της ισχύος και ο έλεγχος της τάξης.

Ο σύγχρονος πολιτικός  ρεαλισμός της ’γκυρας
 
Ο Νταβούτογλου δείχνει να επιχειρεί να αντιστρέψει αυτούς τους όρους οικοδόμησης της μεταψυχροπολεμικής  πολιτικής τάξης της Δύσης και να επανασυνδέσει την κοινωνία με την πολιτική, επιδιώκοντας έτσι μία νέα ισορροπία του Ισλάμ με τη Δύση στο φυσικό του χώρο της Ευρασίας. Στην πραγματικότητα αντιστρέφει την ίδια την πραγματικότητα, φέρνοντάς την στα μέτρα των γεωπολιτικών φιλοδοξιών της ’γκυρας.

Επιχειρεί να δημιουργήσει την πολιτική ψευδαίσθηση περί αναστροφής των όρων διαμόρφωσης της πολιτικής στην περιοχή, για να  διεκδικήσει τη διεθνή αναγνώριση της ’γκυρας, ως πολιτικού ισλαμικού πόλου στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενεργοποιεί όλα τα διαθέσιμα πολιτικά και διπλωματικά μέσα και εισάγει στην πολιτική σκακιέρα νέα δεδομένα, όπως της ιστορίας, της γεωγραφίας και του πολιτισμού, επαναφέροντας την γεωπολιτική στις διεθνείς σχέσεις του 21ου αιώνα! Στην πραγματικότητα το οθωμανικό αποτύπωμα δεν υπάρχει σε αυτά τα δεδομένα με την ένταση και στο εύρος που ο Νταβούτογλου επικαλείται, αλλά η ’γκυρα επιχειρεί να τα διαμορφώσει τεχνητά, με δυναμικούς όρους γεωπολιτικής, που ασκεί το τουρκικό κράτος στην περιοχή.

Το «Στρατηγικό βάθος» που εμπνέει  τη νεο-ισλαμική πολιτική ελίτ της ’γκυρας, κινείται πάνω στις  συντεταγμένες του πολιτικού ρεαλισμού της ηγεμονικής δύναμης, με μοναδικό αντικειμενικό σκοπό: την ισχύ και την εμπέδωση μίας και μοναδικής πολιτικής  τάξης στους πληθυσμούς της περιοχής, στη θέση των κυρίαρχων κρατών τους: της νεο-οθωμανικής. Κάνοντας συνδυασμένη χρήση πολλών μέσων και δυνατοτήτων του τουρκικού κράτους, με γνώμονα τα «σταθερά δεδομένα» του οθωμανικού πολιτισμού, των ισλαμικών πληθυσμών, της οθωμανικής ιστορίας και της γεωγραφίας της περιοχής, που (κατά Νταβούτογλου) αφήνουν μέσα στο χρόνο το αποτύπωμα της Οθωμανική; Αυτοκρατορίας.

Ειδικότερα, μέσα από τις δυναμικές του «Στρατηγικού Βάθους» η τουρκική νέο-ισλαμική ελίτ αποσκοπεί: στην απόκτηση της αναγκαίας ισχύος για την εμπέδωση μίας μοναδικής πολιτικής  τάξης στον ευρύτερο χώρο που θα απορροφήσει τα κράτη. Τη διασφάλιση της διεθνούς πολιτικής εξουσίας και αναγνώρισης που θα της προσδώσει την πολιτική νομιμοποίηση μέσα στο νεο-οθωμανικό σχήμα διακυβέρνησης και την εξασφάλιση των μέσων που απαιτούνται για την επίτευξη του πολιτικού αυτού σκοπού.(6)
 
Από αυτήν την οπτική πλευρά  το έργο του Νταβούτογλου  αντανακλά τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό της παγκόσμιας πολιτικής της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, που είναι ο έλεγχος της τάξης στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο που εκτείνεται  στην Ευρασία.

Ο ίδιος αυτός αντικειμενικός σκοπός ωθεί τις δυτικές κυβερνήσεις σε διεύρυνση  των γεωγραφικών ορίων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προς τα Βαλκάνια και την Ασία, για να καλύψουν το «κενό» διεθνούς τάξης στην ευρωπαϊκή περιφέρεια από τη διάλυση του  Σοβιετικού μπλοκ.

Στον ίδιο αυτό χώρο αναπτύσσεται το «Στρατηγικό Βάθος». Η σύνδεση του ισλαμικού πολιτισμικού στοιχείου του πληθυσμού με τον πολιτικό ρεαλισμό του τουρκικού κράτους, αποτελεί τον  βασικό άξονα ανάπτυξης του Στρατηγικού Βάθους. Αυτός ο άξονας που συνδέει το πολιτισμικό (ισλαμικό και εν δυνάμει νέο-οθωμανικό) στοιχείο με τον πολιτικό ρεαλισμό του τουρκικού κράτους, για την επιδίωξη της ισχύος απέναντι στις ανταγωνιστικές δυνάμεις,  βρίσκει, κατά τον Νταβούτογλου, το ιστορικό του υπόβαθρο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην πολιτική του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ.

Ο Νταβούτογλου υποστηρίζει ότι η σημερινή ’γκυρα μπορεί να προσφέρει και πάλι στους ισλαμικούς πληθυσμούς της περιοχής την πολιτική που χρειάζεται, για να αποκτήσει ο ισλαμικός κόσμος ενεργό ρόλο στο διεθνές σύστημα. Εκείνο που συνέβη, τότε, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απέναντι στη  δυτική αποικιοκρατία που επεκτεινόταν δυναμικά στο ίδιο πεδίο ανταγωνισμού της Ασίας, συμβαίνει και σήμερα, με τη διείσδυση της σύγχρονης Δύσης στην περιοχή.

Σύμφωνα με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, μέσα στο ίδιο αυτό γεωπολιτικό πεδίο της Ευρασίας, προς τον οποίο διευρύνεται ο χώρος της σύγχρονης Δύσης, αναπτύσσονται, συνεπεία αυτής της διεύρυνσης,  ανταγωνιστικές δυνάμεις με τον ισλαμικό κόσμο της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Το πεδίο αυτό των ανταγωνισμών συμπίπτει με τον γεωπολιτισμικό χώρο του τουρκικού κόσμου.
 
Σύμφωνα με τον  Νταβούτογλου, ο ίδιος διευρυμένος χώρος προσφέρεται για νέα εξωτερική πολιτική, που θα «διευρύνει την κλίμακα των επιδιώξεων της ’γκυρας», ώστε να καταστεί και πάλι η ίδια πολιτικό κέντρο στον ιστορικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών χρησιμοποιεί το κοινωνικό και ιδιαίτερα, το πολιτισμικό στοιχείο, για να νομιμοποιήσει την ’γκυρα ως μοναδικό πόλο ενός ενδιάμεσου γεωπολιτικού  (νέο-οθωμανικού)  σχήματος, που θα μπει «μαξιλάρι» ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις και στους πληθυσμούς της Ανατολής, για να απορροφήσει τους ανταγωνισμούς  στη σχέση μεταξύ της Δύσης με το Ισλάμ.  Ο ίδιος αυτός πόλος, θα εξασφαλίζει την εσωτερική συνοχή του ισλαμικού κόσμου και θα του προσδίδει ισχυρό ρόλο στο διεθνές σύστημα, ως αυτοτελή γεωπολιτική οντότητα. (7)

Στο δυναμικό αυτό γεωπολιτικό πεδίο της Ευρασίας, ο ίδιος υποστηρίζει τον ισχυρό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει ο νεο-οθωμανισμός, ο οποίος, με πολιτικό κέντρο την ’γκυρα, κινείται πάνω σε δύο στρατηγικούς άξονες:
- Των «εξωτερικών» σχέσεων του Ισλάμ με τη Δύση, όπου η ’γκυρα προβάλλει ως εγγυητής της σταθερότητας, προσδίδοντας έναν ισχυρό ρόλο στο Ισλάμ στο διεθνές σύστημα.
- Των «εσωτερικών» σχέσεων μεταξύ των στοιχείων του ισλαμικού κόσμου, όπου προβάλλει ως εγγυητής της συνοχής και της ειρήνης προσδίδοντας  ισχυρό ρόλο στο Ισλάμ στο παγκόσμιο σύστημα.(8)
 
Για να το επιτύχει αυτό, ο Τούρκος εμπνευστής του «Στρατηγικού Βάθους» προτείνει έναν πολυδιάστατο συνδυασμό πολυποίκιλων πολιτικών και οικονομικών μέσων, δηλαδή οργανισμούς, πρωτοβουλίες  και συνασπισμούς συμφερόντων στην περιοχή, που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η ’γκυρα για την προώθηση του σκοπού της.(9)

Τα μέσα αυτά, αν και εμφανίζονται αντιφατικά μεταξύ τους, ωστόσο υλοποιούν ένα παγκόσμιο όσο και περιφερειακό δίκτυο διακυβέρνησης, μέσα από μηχανισμούς συνεχούς διαβούλευσης που εγκαθιδρύουν, απορροφώντας τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών.
 
Ο ευρύτερος αυτός γεωπολιτικός χώρος που ενδιαφέρει την νεο-ισλαμική πολιτική τάξη της ’γκυρας, υπερβαίνει τα στενά όρια του σημερινού τουρκικού κράτους και  επεκτείνεται σε ολόκληρη την περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου, με άξονα τα Βαλκάνια. Είναι, δηλαδή,  επιδίωξη πολιτικών στόχων ηγεμονισμού, σε σχέση με τη γεωγραφία της ευρύτερης περιοχής και τους πληθυσμούς που κατοικούν σε αυτήν, τα οποία, σύμφωνα με τον Νταβούτογλου, αποτελούν «σταθερά δεδομένα» και στοιχεία γεωπολιτικής ισχύος της ’γκυρας. (10)
 
Το «Στρατηγικό  Βάθος», συνεπώς, δεν έχει γνήσιο κοινωνικό περιεχόμενο και δεν εκφράζει πολιτικά βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες.  Επαναφέρει τις διεθνείς σχέσεις στον ηγεμονισμό των δυνάμεων του 20ου και του 19ου αιώνα και στο ρεαλισμό της πολιτικής τους, κατά την επιδίωξη της απόλυτης ισχύος.(11) Το ανθρωπολογικό στοιχείο χρησιμοποιείται αυθαίρετα, ως θεωρητικό εργαλείο, για τη νομιμοποίηση του πολιτικού στόχου που πραγματεύεται.  Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η ’γκυρα δεν θα επιχειρήσει να διαμορφώσει τεχνητά ανάλογες συνθήκες, που να δικαιολογούν τη στρατηγική της στο πεδίο.

Ο τουρκικός  (νεο-οθωμανικός) πολιτικός ρεαλισμός και η σύνδεσή του με την ισλαμική κοινωνία

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, επιχειρεί να συνθέσει πίσω από την πολιτική επιδίωξη της ’γκυρας το  ιδεολογικό «φόντο»,  με  υποκείμενο τις κοινωνίες της περιοχής. Για το λόγο αυτόν, αναφέρεται στην «πολιτισμική ταυτότητα» των πληθυσμού τους, την οποία συνδέει με τον πολιτικό σκοπό του τουρκικού κράτους, για να νομιμοποιήσει «τη διεύρυνση της κλίμακας των πολιτικών επιδιώξεων» της ’γκυρας, πέρα από τα σύνορα του τουρκικού κράτους.

Αυτό είναι το «ιδεολογικό φόντο» που αναζητά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, για την πολιτική νομιμοποίηση της ’γκυρας στην υπεράσπιση των γεωπολιτικών της ορίων, πέρα από τα σύνορα του τουρκικού κράτους. (12)

 Στο πλαίσιο του «Στρατηγικού Βάθους», η πολιτισμική ταυτότητα χρησιμοποιείται για την ενεργοποίηση της κοινωνίας στην επιδίωξη των πολιτικών στόχων της ’γκυρας,
 
Το «Στρατηγικό Βάθος», είναι μία καθαρά θεωρητική γεωπολιτική ανάλυση της νεο-ισλαμικής διακυβέρνησης, με αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία μίας νέας γεωπολιτικής τάξης στην περιοχή. 

Το ισλαμικό στοιχείο χρησιμοποιείται για να συνθέσει το απαραίτητο κοινωνικό «φόντο», που νομιμοποιεί τη στρατηγικό γεωπολιτικό βάθος της Τουρκίας. Αναβιώνει με τον τρόπο αυτόν, το κοινό σε όλους τους πληθυσμούς της περιοχής (και ελπίζοντας, προφανώς ο ίδιος ο συγγραφέας, ξεχασμένο στις ιστορικές «λεπτομέρειές» του)  οθωμανικό παρελθόν, πίσω από τον σύγχρονο πολιτικό σκοπό. Τον οποίο έτσι νομιμοποιεί,   προσφέροντας την οθωμανική  «ειρήνη» στις κυβερνήσεις της περιοχής, με τη μορφή πακέτου «έτοιμων ιστορικών λύσεων» και  με την πολύ δελεαστική ονομασία: «μηδενικά προβλήματα»!

Μέσω της ιδεολογίας του νεο-οθωμανισμού, γίνεται εφικτή η συνένωση όλων των φαινομενικά αντιφατικών μεταξύ τους δεδομένων και στοιχείων σε έναν ενιαίο σχεδιασμό στρατηγικής, ο οποίος προσφέρει στο τουρκικό κράτους τη δυνατότητα να «κλιμακώσει το  εύρος των επιδιώξεών του» στον ευρύτερο  περίγυρό του,  βγαίνοντας από τα μέχρι σήμερα στενά όρια της άμυνας των συνόρων του.

Για το λόγο αυτό  το «Στρατηγικό Βάθος» θα πρέπει να ερμηνεύεται, κυρίως, με πολιτικούς όρους, που προσδιορίζονται από τις επιδιώξεις της τουρκικής νεο-ισλαμικής πολιτικής ελίτ, για επέκταση της τάξης της στον ευρύτερο γεωπολιτικό της περίγυρο. Ο πολιτικός αυτός σκοπός, θα ήταν λάθος αν ερμηνευόταν με κοινωνικούς όρους. Η Υλοποίηση της νέας Γεωπολιτικής Ταυτότητας της ’γκυρας, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μέσα από την περιφερειακή νεο-οθωμανική Διακυβέρνηση

Μέσα από το κοινωνικό ισλαμικό «φόντο» της Ευρασίας, παρουσιάζεται ως φυσιολογική η ενσωμάτωση των χωρών της περιοχής και η απορρόφηση της εξουσίας που ασκούν σε αυτά οι πολιτικές ελίτ των εθνών τους, σε  ένα υπερ-εθνικό κοσμοπολίτικο σχήμα νεο-οθωμανικής διακυβέρνησης. Η μελλοντική προβολή του «Στρατηγικού Βάθους»,  θα περιλαμβάνει ολόκληρη την περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου ενσωματωμένη σε ένα πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό πολιτειακό μόρφωμα, που θα έχει  κυρίαρχο δομικό στοιχείο του το Ισλάμ και   μοναδικό (κατά Νταβούτογλου) νομιμοποιημένο ιστορικά πολιτικό του κέντρο: την ’γκυρα!

Κατά τον Νταβούτογλου, ολόκληρος ο χώρος γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο οριοθετείται από τα γεωπολιτικά όρια της Τουρκίας, τα οποία ξεχωρίζει σαφώς από τα «πολιτικά σύνορα» του σημερινού τουρκικού κράτους. (13) Ο χώρος ανάμεσα στα σύνορα του τουρκικού κράτους και τα γεωπολιτικά του όρια, είναι ο διευρυμένος φυσικός χώρος της νεο-οθωμανικής τάξης. Για την εγκαθίδρυση της τάξης αυτής, η ’γκυρα καλείται να εφαρμόσει «πολιτική περικύκλωσης», με άξονα τα Βαλκάνια! (14) Πρόκειται  για προσπάθεια «ειρηνικής» οικοδόμησης ενός   καινούργιου γεωπολιτικού ηγεμονικού σχήματος, στην περιοχή.

Ο Νταβούτογλου, θέλει να αγνοήσει τα πολυποίκιλα πολιτισμικά στοιχεία και τις διαφορετικές επιρροές που έχουν διαμορφώσει την  κουλτούρα των πληθυσμών της Ανατολικής Μεσογείου, από τον Εύξεινο μέχρι το Σουέζ και από το Ιόνιο, μέχρι την Αραβική Θάλασσα.

Το «Στρατηγικό Βάθος» αποτελεί τον «άξονα κίνησης», πάνω στον οποίο η Τουρκία ενδέχεται να επιδιώξει μία ευρύτατη γεωπολιτική αναθεώρηση σε ολόκληρη την περιοχή του στρατηγικού της ενδιαφέροντος, στην Ανατολική Μεσόγειο: από την Αδριατική μέχρι την Κασπία και από τον Εύξεινο μέχρι την Αραβική Θάλασσα, δημιουργώντας νέο «status quo» στην περιοχή και ένα εντελώς νέο Τουρκικό κράτος. Αλλάζοντας τα γεωπολιτικά δεδομένα ολόκληρης αυτής της περιφέρειας!

Ο Νταβούτογλου, προσπαθεί να επωφεληθεί από την αδυναμία  του Δυτικού ρεαλισμού να παράγει πολιτική για τα κρίσιμα ζητήματα της Ανθρωπότητας, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όσο και από την αδυναμία του Αραβικού εθνικισμού να διαμορφώσει πολιτική πρόταση για την περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Εισάγει μία πρόταση για την περιοχή, στην οποία  επιχειρεί να προσδώσει κοινωνική δυναμική,  που κινεί την πολιτική  προς το αναπόδραστο νεο-οθωμανικό σχήμα διακυβέρνησης.

Στην πρόταση Νταβούτογλου εμφανίζεται έντονα το  ανθρωπολογικό στοιχείο. Όχι όμως ως ένα επιστημονικό πεδίο ενδιαφέροντος, σχετικά με εκδηλώσεις αφύπνισης των πληθυσμών στον απέραντο κόσμο του Ισλάμ και γένεσης  ανθρωποκεντρικών ιδεών  που θα  δημιουργούσαν ένα νέο ρεύμα ανθρωπισμού. Κάτι τέτοιο θα  διαμόρφωνε πραγματικές συνθήκες ανάδυσης της πολιτικής έκφρασης ενός  συμπαγούς γεωπολιτικού σχηματισμού με βαθύ κοινωνικό υπόστρωμα, που θα πρέσβευε μία νέα πρόταση-πρόκληση προς την Ανθρωπότητα.

Η διάγνωση τέτοιων στοιχείων θα απαιτούσε περαιτέρω ανάλυση, με γνώμονα την ανάδειξη ευρημάτων που θα επιβεβαίωναν την αρχική υποψία ότι πρόκειται για το «πρελούδιο» μίας  μεταστροφής της ανθρωπότητας προς έναν νεο-ιδεαλισμό.

Αντίθετα, ο Νταβούτογλου χρησιμοποιεί τους πληθυσμούς του κατακερματισμένου από κράτη  Ισλάμ, με καθαρά πολιτικό σκοπό, επιχειρώντας την πολιτική παρέμβαση στις ισλαμικές κοινωνίες τεχνητά «από πάνω». Επιχειρεί, δηλαδή, να εντάξει την κοινωνία στον πολιτικό σκοπό του εγχειρήματός του. Προσπαθεί, έτσι, να δημιουργήσει το κατάλληλο ιδεολογικό «φόντο» του νεο-οθωμανικού πολιτικού σχήματος, που θα ενώνει τους πληθυσμούς ολόκληρης της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, από την Αδριατική μέχρι την Κασπία και από τον Εύξεινο μέχρι την Αραβική Θάλασσα, σε μία συμπαγή γεωπολιτική οντότητα υπό τον μοναδικό έλεγχο της ’γκυρας. Η οντότητα αυτή, θα υπερβαίνει τα σημερινά κράτη της περιοχής και τις εσωστρεφείς πολιτικές της κυριαρχίας τους. 

Ο Νταβούτογλου, επιχειρεί, έτσι, να ανατρέψει τα υπάρχοντα γεωπολιτικά δεδομένα  σε ολόκληρη της περιοχή,  με την κοινωνική δυναμική που φέρνει μέσα του ο νέο-οθωμανισμός. Και με την «εξωτερική συνδρομή» του κρατικού παράγοντα της νεο-ισλαμικής Τουρκίας, που εκφράζει αυτήν τη δυναμική στις διεθνείς σχέσεις. Η Αθήνα, αισθάνεται ήδη πολύ έντονα  τη νεο-ισλαμική αυτή « εξωτερική συνδρομή» στη Δυτική Θράκη. (15)

Επιπλέον, ο ανθρωπολογικός παράγοντας χρησιμοποιείται, για τη δημιουργία του σκηνικού της  γεωπολιτικής -ειρηνικής- αναθεώρησης στις κατεστημένες σχέσεις  Δύσης-Ισλάμ, που καθορίζουν την πολιτική τάξη στην  Ανατολική Μεσόγειο.

Ο νεο-ισλαμιστής υπουργός των Εξωτερικών, θέλει να αλλάξει αυτό το  ισοζύγιο. Αυτήν την «ειρηνική» αναθεώρηση υπαινίσσεται η Στρατηγική του Νταβούτογλου, με τη σημαία του νεο-οθωμανισμού. Για να  νομιμοποιήσει την ’γκυρα  ως  μοναδικό πολιτικό  κέντρο του ισλαμικού κόσμου της Ευρασίας,  που τον εκπροσωπεί απέναντι στη Δύση.

Σε αυτό το παγκόσμιο γεωπολιτικό «παιχνίδι», ο Νταβούτογλου γίνεται ο θεωρητικός εκφραστής της νέας εξωτερικής πολιτικής της ’γκυρας, που κλιμακώνει το εύρος των επιδιώξεών της πολύ πέρα από τα σύνορα του τουρκικού κράτους μέχρι εκεί που φτάνουν τα γεωπολιτικά του όρια.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να ερμηνεύεται η «Στρατηγική» του Νταβούτογλου. Ως ένα θεωρητικό εργαλείο διεθνούς νομιμοποίησης των γεωπολιτικών επιδιώξεων της νεο-ισλαμικής τάξης της ’γκυρας. Είναι, δηλαδή, μία καθαρά θεωρητική κατασκευή, με σαφή πολιτικό σκοπό: την απόκτηση της ιδεολογικής και υλικής ισχύος του τουρκικού κράτους στη διεθνή τάξη.

Στο πλαίσιο του «Στρατηγικού Βάθους», ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών επιχειρεί να δημιουργήσει ένα καινοφανές σχήμα πολιτικής δομής διακυβέρνησης στην περιφέρεια. Αν αυτό το σχήμα θα λειτουργήσει συμπληρωματικά με την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση της ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ή ανταγωνιστικά, μένει να δειχθεί στο μέλλον.

Στην πραγματικότητα, η στρατηγική του Νταβούτογλου δεν αντλεί από πουθενά μία τέτοιας έκτασης δυναμική, που εμφανίζει  ιδεολογική και πολιτική ανατρεπτική ισχύ των σημερινών γεωπολιτικών δεδομένων. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αυθαιρετεί και ακροβατεί μεταξύ αληθοφανούς περιγραφής των γεωπολιτικών δεδομένων της περιοχής, στα οποία θέλει να στηρίξει την πρότασή του και χονδροειδούς ιστορικού ψεύδους.

Η πολιτική αξία του έργου του Νταβούτογλου έγκειται αφενός στην πειστικότητα ενός λογικοφανούς, στο πλαίσιο του φανταστικού, σεναρίου και καλά νοηματικά επεξεργασμένου, πλην ευφάνταστου, συγγραφικού αποτελέσματος, που μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσον «εξαγώγιμης πολιτικής» της ’γκυρας στον ευρύτερο περίγυρο. Αυτός, άλλωστε, φαίνεται να είναι και ο αποκλειστικός σκοπός του έργου.

Αφετέρου, η επιστημονική του αξία έγκειται στην ενδελεχή ανάλυση των μεταψυχροπολεμικών συνθηκών στο διεθνές πεδίο και των πολιτικών μέσων που προσφέρονται για την ανάπτυξη της εξωτερικής πολιτικής της ’γκυρας, στον ευρύτερο χώρο της.

Μέσα από την ανάλυση αυτών των μέσων αναδύεται αβίαστα η εν δυνάμει ρόλος του τουρκικού παράγοντα, ως ενδιάμεσου μεταξύ της Δύσης και του  Ισλάμ, στο πλαίσιο του, κατά Νταβούτογλου, πολιτικού χαρακτήρα του Οθωμανισμού. (16)
 
Ο Γεωπολιτικός χαρακτήρας  του «Στρατηγικού Βάθους»

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, αντλεί το σύγχρονο γεωπολιτικό του επιχείρημα για τη Στρατηγική του, από το  πολιτικό  μόρφωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ένα άλμα μέσα στο χρόνο.  Συνδέει, μέσα στον ιστορικό χρόνο, τον «οθωμανισμό» με τον «τουρκισμό» και το κοσμικό κράτος της σύγχρονης Τουρκίας, για να νομιμοποιήσει σήμερα την ’γκυρα στην «κλιμάκωση του εύρους των επιδιώξεών της» εκτός των τουρκικών συνόρων. (17)

Στο πλαίσιο αυτό, το τουρκικό κράτος θα επιδιώξει να κινήσει την πολιτική του πάνω στην ισλαμική κοινωνική πλατφόρμα, για να επεκτείνει τα γεωπολιτικά του όρια στην ευρύτερη περιοχή: μέχρι εκεί που έφθαναν, ή που θα έπρεπε να έφθαναν, με οδηγό το πολιτισμικό αποτύπωμα του «τουρκισμού», τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με σύγχρονο πολιτικό κέντρο ολόκληρης αυτής της τεράστιας γεωπολιτικής μάζας, την ’γκυρα. (18)

Ο Νταβούτογλου, υπερβαίνει το σύγχρονο δυτικό πρότυπο οργάνωσης της παγκόσμιας τάξης, που απορρίπτει ως αναχρονιστικό το γεωπολιτικό σχήμα διακυβέρνησης. Δημιουργεί τη ψευδαίσθηση της συνέχειας στο χώρο και στο χρόνο των ίδιων συνθηκών, που δικαιολογούν την επανασύσταση και επανανομιμοποίηση του γεωπολιτικού σχήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με εκσυγχρονισμένο βεβαίως πολιτικό περίβλημα,  στο τρίγωνο μεταξύ Καυκάσου,  Μέσης Ανατολής και Βαλκανίων! (19)

Παρακάμπτει τη βαθύτατη επίδραση στις εθνικές βαλκανικές κοινωνίες της πολιτικής και θρησκευτικής (χριστιανικής) φιλοσοφίας στην αναζήτηση του «υπάρχοντος όντος» και της πηγής της συνείδησης. Και θέλει επίσης, να αγνοεί την εξέλιξη της σύγχρονης πολιτικής σκέψης των λαών της περιοχής μέσα από την επιρροή του «ορθού (φυσικού) λόγου», για την αναγνώριση της Αρχής του δικαίου, που καθορίζει τη σχέση που συνδέει το άτομο με την κοινωνία και το έθνος του και την πολιτική εξουσία που αυτό εκφράζει. Δηλαδή το έθνος κράτος.

Αυτήν ακριβώς την αξία του έθνους κράτους, ο Νταβούτογλου, αμφισβητεί. Προτείνει ένα υπερεθνικό νεο-οθωμανικό σχήμα διακυβέρνησης, το οποίο θα απορροφήσει την πολιτισμική και την εθνολογική πολυ-ποικιλότητα της περιοχής σε ένα κοινό για όλους τους λαούς πολιτειακό μόρφωμα, με κυρίαρχο δομικό του στοιχείο το ισλαμικό, υπό τον εξισορροπητικό έλεγχο της ’γκυρας! Επιχειρεί να πείσει για την αποτελεσματικότητα της γεωπολιτικής του πρότασης με την εφαρμογή της νεο-οθωμανικής τάξης ως συνεκτικό παράγοντα μεταξύ των πληθυσμών, που θα επαναφέρει την «ειρήνη», στην περιοχή. (20)

Όμως, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιεί το πολιτισμικό στοιχείο ως στήριγμα, για να προσδώσει γεωπολιτικό «Στρατηγικό Βάθος» στην Τουρκία και δυναμικές ανάλογες με αυτές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην εξωτερική πολιτική της ’γκυρας. Έτσι, επαναφέρει τις διεθνείς σχέσεις στην εποχή του 19ου αιώνα, επιζητώντας, ενδεχομένως, την ανακαίνιση του «Ανατολικού Ζητήματος», με σύγχρονους όρους ισχύος της ’γκυρας.

Ο Νταβούτογλου εμφανίζεται, όσο και αν δεν το θέλει, ως «ηγεμονιστής». Τον ενδιαφέρει ένα συγκεντρωτικό μοντέλο  περιφερειακής  διακυβέρνησης της περιοχής,  με μοναδικό πόλο την ’γκυρα και επιχειρεί να πείσει για την  αποτελεσματικότητα της νεο-οθωμανικής τάξης, απέναντι στο «κενό» από την απουσία της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης στα ζητήματα ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και από την αποτυχία της Δύσης στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στο Παλαιστινιακό.

Σε αυτά τα σημεία προτάσσει τη χρησιμότητα του νέο-οθωμανικού περιφερειακού συστήματος διακυβέρνησης, ως διαμεσολαβητικού παράγοντα ανάμεσα στη Δύση και στο Ισλάμ,  με πολιτικό κέντρο την ’γκυρα. Ο ίδιος, επιχειρεί να εντάξει το «Στρατηγικό Βάθος» της Τουρκίας στη σύγχρονη διεθνολογική συζήτηση για την παγκόσμια τάξη, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Θέλει, ίσως, να δώσει τη νεο-ισλαμική ερμηνεία περί του «τέλους της Ιστορίας», που διατυπώνει, από πλευράς της Δύσης, ο αμερικανο-ιάπωνας νεο-φιλελεύθερος «οικονομιστής» Fukuyama. Και θέτει όλη αυτήν τη συσσωρευμένη γεωπολιτική του αντίληψη στην οικοδόμηση νέων σχέσεων μεταξύ των κοινωνιών  και της νέο-οθωμανικής εξουσίας, που θα εφαρμόζει την τάξη και τον δίκαιο  νόμο της στην περιοχή, ως εξέλιξη της ιστορικής πορείας των κοινωνιών της Ευρασίας. (21)

Οι κοινωνίες του Καυκάσου και των Βαλκανίων επηρεάστηκαν βαθειά από τις  ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις μεταξύ Ανατολής-Δύσης, ευρισκόμενες εγγύς των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών κέντρων πολιτισμού και μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών κέντρων των παγκόσμιων εξελίξεων στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Οι ιδεολογικο-πολιτικές αυτές επιρροές αποτυπώνονται στις κοινωνίες και τα κράτη ολόκληρης της περιοχής.

Ο Νταβούτογλου θέλει να θέσει στο περιθώριο των σημερινών πολιτικών εξελίξεων τα έθνη κράτη  της περιοχής και υποβαθμίζει τη σημασία που έχουν στην πολιτική κουλτούρα των πληθυσμών οι εθνο-απελευθερωτικές επαναστάσεις  της Βαλκανικής  τον 19ο αιώνα και η εμπειρία του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής από το έθνος κράτος. 

Επιχειρεί για το σκοπό αυτό να επανασυνδέσει πολιτισμικά και κοινωνικά τις περιοχές αυτές, σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο γεωπολιτικό «όλο», που καθορίζεται αποκλειστικά από το Οθωμανικό του παρελθόν!

Επαναφέρει έτσι την αντίληψη για τα Βαλκάνια του 19ου αιώνα περί μίας περιοχής που ευρίσκεται νοτίως του Δουνάβεως και αποτελεί αδιαίρετο τμήμα της Εγγύς Ανατολής, η οποία εκτείνεται προς τη Μικρά Ασία και τις παρευξείνιες περιοχές για να συναντήσει νοτιότερα τη Μέση Ανατολή και την Αραβική Χερσόνησο, αγκαλιάζοντας με τη χερσαία μάζα της ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτόν τον χώρο προβάλλει η πολιτική οντότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε αυτόν το χώρο αναφέρεται ο Νταβούτογλου: Την πηγή του «Ανατολικού Ζητήματος». (22)

Με το άλμα του στον ιστορικό χρόνο να φτάνει μέχρι το 1453, εμφανίζει τη συνέχιση στον πολιτικό χωροχρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως το ιδεατό (φαντασιακό) πολιτικό σχήμα, η αξία του οποίου είναι διαχρονική και προβάλλει και πάλι για να επανασυνδέει τα τμήματα της Ανατολικής Μεσογείου σε ένα ενιαίο γεωπολιτικό «όλο».. Δείχνει ότι θέλει να αγνοήσει και αυτήν ακόμα την αξία των δυτικών σχημάτων διαβούλευσης, που προωθούν, σήμερα, τον Ευρω-Μεσογειακό διάλογο, σε ευρέα πεδία αμοιβαίου ενδιαφέροντος μεταξύ του αραβικού κόσμου και της Δύσης. .

Το Στρατηγικό Βάθος αναφέρεται στην Οθωμανική «παρακαταθήκη». Η σημασία της οποίας εμφανίζεται να κυριαρχεί στην εξέλιξη της πολιτικής κουλτούρας των λαών της περιοχής, παρότι στερείται βαθύτερης οικουμενικής αξίας για την Ανθρωπότητα και τον παγκόσμιο πολιτισμό, μέσα τουλάχιστον από τα  οθωμανικά κείμενα και τα μνημεία που άφησε.

Σήμερα, θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κάποιος, ως εκφραστή των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον Σουλτάνο και την «Υψηλή Πύλη»! Θα ήταν εξίσου δύσκολο να συνδέσει την παρακαταθήκη που προσέφερε το  αναγεννησιακό ευρωπαϊκό πνεύμα στον σύγχρονο  ’νθρωπο, φωτίζοντας το δρόμο της εξόδου από τον Μεσαίωνα, με την Οθωμανική παρουσία στη Μεσόγειο και στην κεντρική Ευρώπη.
 
Ίσως, σήμερα να εμφανίζεται «κάμψη» στην ίδια την πνευματική εξέλιξη της Ανθρωπότητας, μετά από την ανάταση της Αναγέννησης. Κάτι, που θα πρέπει, ίσως, να ερμηνεύσουμε ως φυσιολογική «κόπωση» του ανθρώπινου πνεύματος να παράγει συνεχώς ιδέες και να δημιουργεί  σχηματικούς κόσμους,  ικανούς να ζήσουν αιώνια, πέρα από τις συγκυριακές καταστάσεις.

Μπορεί στη φαντασία του  Νταβούτογλου η «Υψηλή Πύλη» ουδέποτε να έπαυσε να υπάρχει στο συλλογικό πολιτικό υποσυνείδητο των λαών της περιοχής, ως μία ονειρική «ουτοπία». Επιχειρεί, συνεπώς, να την ανασύρει από το συλλογικό οθωμανικό υποσυνείδητο δίνοντάς της σάρκα, προσφέροντας περίπου την «κοινωνική λύτρωση» για τους πληθυσμούς της περιοχής! (23)
 
Το εγχείρημα συνεπώς του ιδίου είναι να πείσει για τη σημασία της νεο-οθωμανικής του «πολιτείας». Ανατρέχει, έτσι, στο παλιό φθαρμένο και μισοσβησμένο από την ιστορική μνήμη της σύγχρονης ανθρωπότητας  οθωμανικό πολιτειακό μόρφωμα, επιχειρώντας να το «νεκραναστήσει» μέσα από το χώμα. 

Καταφεύγει, για αυτόν το σκοπό, στο πολιτισμικό στοιχείο του ισλαμικού κόσμου και στο οθωμανικό (κατά Νταβούτογλου) συλλογικό  υποσυνείδητο των μωαμεθανών της ευρύτερης περιοχής, που προσπαθεί να συνεγείρει..

Ανάγει, έτσι, το οθωμανικό σχήμα πολιτικής οργάνωσης  στη σύγχρονη πραγματικότητα, σε μία  προσπάθεια ιστορικής υπέρβασης. Και εδώ ακριβώς ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών όχι μόνο επιχειρεί να «εξαπατήσει» την ιστορία, αλλά και να «τεμαχίσει» την ανθρώπινη συλλογική μνήμη των κοινωνιών, διαγράφοντας ιστορικά κεφάλαια.

Οι μνήμες που άφησαν οι Οθωμανοί ως κληροδότημα στην Ανθρωπότητα, ανευρίσκονται, εκτός των άλλων, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, σε διάφορα ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα. Ένα τέτοιο κείμενο είναι και η  περιγραφή που κάνει ο Σατωμπριάν, μεταφέροντας στο χαρτί, εικόνες από την πρώτη του επίσκεψη στην «Ελλάδα», τμήμα ακόμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον Αύγουστο του 1806:
«Καθώς βαδίζαμε κατά την ελληνική συνοικία της Μεθώνης, θαύμασα τα τουρκικά μνήματα που τα ίσκιαζαν πελώρια κυπαρίσσια. Ανάμεσα στα μνήματα αυτά, που κοντά τους έσπαζαν τα κύματα, είδα γυναίκες τυλιγμένες σ’ άσπρα πέπλα κι όμοιες με σκιές: ήταν το μόνο πράγμα που μου ξαναθύμισε κάπως την πατρίδα των Μουσών. Το νεκροταφείο των χριστιανών είναι πλάϊ στο μουσουλμανικό: χωρίς ταφόπετρες και χωρίς δέντρα, δίνει την εντύπωση του αφανισμού. Μεγάλα νεροκολόκυθα που φυτρώνουν εδώ και κεί πάνω στους εγκαταλελειμμένους τάφους, μοιάζουν-με το σχήμα τους και με την ασπράδα τους- μ’ ανθρώπινα κρανία που κανείς δεν κοπίασε να τα θάψει. Τίποτε δεν είναι πιο πένθιμο από τα δυο αυτά γειτονικά νεκροταφεία, όπου βλέπει κανείς, ίσαμε την (σ.σ. ακόμα και στην) ισότητα και την ανεξαρτησία του θανάτου, τη διάκριση μεταξύ των τυράννων και των σκλάβων…» (Μετάφραση Κώστα Ουράνη, στο «Δικοί μας και Ξένοι», Βιβλιοπωλείο της Εστίας).  

Το «Στρατηγικό Βάθος» και ο πολιτικός ρεαλισμός της ’γκυρας

Σήμερα, διαπιστώνουμε ότι στην αποτυχία των δυτικών πολιτικών ελίτ να διαμορφώσουν πολιτική και πολιτειακή πρόταση για τη Ανατολική Μεσόγειο και τη σχέση Ισλάμ-Δύσης  επιχειρεί να απαντήσει η τουρκική νέο ισλαμική πολιτική τάξη, με το νεο-οθωμανικό σχήμα  διακυβέρνησής της.(24)

Παράλληλα, εμφανίζει  προς τους αραβικούς πληθυσμούς που είναι απογοητευμένοι από τους ηγέτες τους,  μία αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση, που είναι ταυτόχρονα πρόταση για το Ισλάμ και παράλληλα, για τη Δύση, ώστε να αντισταθμίσει το δικό της πολιτικό έλλειμμα στην περιοχή. Η τουρκική ισλαμική ελίτ εμφανίζει την ίδια εναλλακτική πρόταση ως πρόταση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή τόσο από τη Δύση όσο και από το ίδιο το Ισλάμ, ώστε να επανιδρύσει τη σχέση του δυτικού κόσμου με τον ισλαμικό κόσμο στο σύνολό του.

Στο νέο γεωπολιτικό του σχήμα για την περιοχή, ο Νταβούτογλου ξεχωρίζει τα «πολιτικά σύνορα» του τουρκικού κράτους από τα γεωπολιτικά του όρια τα οποία τοποθετεί πολύ πιό πέρα στον ευρύτερο χώρο που περιβάλλει το τουρκικό κράτος: Από την Αδριατική μέχρι την Κασπία και από τον Εύξεινο μέχρι την Αραβική Θάλασσα, με άξονα τα Βαλκάνια. (25)

Σε αυτήν την τεράστια γεωπολιτική μάζα, που είναι ο ιστορικός χώρος της Οθωμανικής, προβάλλει, σήμερα, η  ’γκυρα ως το πολιτικό  του κέντρο που ελέγχει τις εξελίξεις.

Το ερώτημα είναι λοιπόν αν το «Στρατηγικό Βάθος» μπορεί να γίνει πολιτικό «εργαλείο» για την κυβέρνηση της ’γκυρας, ώστε να επιδιώξει να επεκτείνει τη γεωπολιτική της ισχύ σε ολόκληρη αυτήν την περιφέρεια! (26)   

’μεσα και ενδεχομένως, μεσοπρόθεσμα και με πολύ τύχη, ναι, αν οδηγούσε σε ένα «εύπεπτο» και «βολικό» για όλες τις ενδιαφερόμενες πολιτικές πλευρές αποτέλεσμα, έστω και θεωρητικό!

Ο ’νθρωπος ρέπει προς τον μύθο και μάλιστα όταν κομίζει ένα αισιόδοξο μήνυμα!

Μακροπρόθεσμα όμως, είναι εγχείρημα με μεγάλες επισφάλειες, γιατί βασίζεται επί μη πραγματικού και πιθανότατα θα αποτελέσει «θανατηφόρα παγίδα» για τους ίδιους, που θα επιχειρήσουν να πραγματοποιήσουν τον  πολιτικό μύθο!

Πρόσφατο παράδειγμα; Η ίδια η ελληνική πολιτική που στηρίχθηκε σε μία  ακαδημαϊκή  φαντασίωση περί του σχήματος της «Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας» αναγόμενη αυθαίρετα από την πολιτική ελίτ σε υπαρκτή διάσταση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αποτέλεσμα ήταν να καταλήξει η χώρα σε «μη πολιτική»  για τον ευαίσθητο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, ενσωματώνοντας όλους τους εθνικούς  στόχους της στην  ΚΕΠΠΑ. Εκεί, όπου βεβαίως δεν υφίσταται ευρωπαϊκή πολιτική βούληση παρέμβασης στη διευθέτηση των διεθνών διαφορών και όπου, τώρα, σπεύδει να κυριαρχήσει ο Νταβούτογλου με τη νεο- οθωμανική του  «Πολιτεία», καλύπτοντας το κενό ευρωπαϊκής πολιτικής πρότασης! Εμφανίζεται έτσι με την «οθωμανική κληρονομιά» να αναπληρώνει το πολιτικό «κενό» της Δύσης, της ΕΕ και του αραβικού κόσμου στην Ανατολική Μεσόγειο. (27)

Στο επίπεδο του διεθνούς ακαδημαϊκού διαλόγου για την παγκόσμια τάξη τον 21ο αιώνα, ο  Νταβούτογλου επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τον δυτικό προβληματισμό για τη «μετά κράτος» παγκόσμια κοινωνία. Προσφέρει έτοιμο ένα φαντασιακό σχήμα νεο-οθωμανικού χαρακτήρα, το οποίο παρουσιάζει ως πολιτικά εφικτό, εφόσον, κατά τον ίδιο, έχει πολιτισμικές και ιστορικές ρίζες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και μπορεί να διαδεχθεί τη διακυβέρνηση του έθνους κράτους.  Θα συνενώσει, έτσι, τους πληθυσμούς της περιοχής σε ένα υπερεθνικό  σχήμα περιφερειακής διακυβέρνησης, το οποίο θα εγγυάται την ειρήνη!

Όμως υποβαθμίζει τη  διαδικασία ενσωμάτωσης των Βαλκανίων στις ευρωπαϊκές δομές και τη σημασία της για την ειρήνη στην περιοχή.

Η Στρατηγική του  Νταβούτογλου υπερβαίνει τα κράτη και τις εθνικές κυριαρχίες, που στέκονται εμπόδιο στην ανάπτυξη των σταθερών δεδομένων ανάπτυξης του νεο-οθωμανού σχήματος(28), μέσα στο «τρίγωνο ισορροπίας μεταξύ Αιγύπτου-Τουρκίας-Ιράν» (29).

Σε σχέση λοιπόν με την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει η ’γκυρα με τα κράτη, κατά τον ίδιο, η Τουρκία, έχοντας υπόψη τις «ενδοπεριφερειακές αντιπαραθέσεις και κινδύνους στα Βαλκάνια, οφείλει να δώσει βάρος σε πολιτικές που περικυκλώνουν την περιοχή στο σύνολό της».(30)  

Στο πλαίσιο αυτό, προτείνει την ανάληψη από την ’γκυρα «καθοδηγητικού ρόλου σε κοινά σχέδια τα οποία θα καλύπτουν το σύνολο των Βαλκανίων». Αναφερόμενος ιδιαίτερα στη Δυτική Θράκη και το Κόσσοβο υποστηρίζει την «εξασφάλιση πολιτισμικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων των εθνικών κοινοτήτων που διαθέτουν διαφορετικές κουλτούρες»,  που ο ίδιος θεωρεί δυναμικό στοιχείο στήριξης της γεω-πολιτικής ισχύος της ’γκυρας!.(31)
 
Ο ίδιος, προβάλλοντας τον κοσμοπολίτικο και «δυτικοστρεφές»  πολιτικό χαρακτήρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανατρέχει στα «Τανζιμάτ» (1815) και τα συνδέει με το σημερινό νεο-οθωμανικό πολιτικό σχήμα. Θέλει έτσι να υπερβεί τους εθνικισμούς και τις ενδο-ισλαμικές έριδες στην περιοχή και να προβάλει ένα «σχέδιο ειρήνης» για τη Δύση και τη σχέση της με το Ισλάμ.

Η σχέση όμως αυτή, καταλήγει αναπόφευκτα σε δύο κομβικά σημεία, στα οποία η τουρκική διπλωματία θα δώσει το  δικό της «crash test» για το εφαρμόσιμο της «Στρατηγικού Βάθους»: την ισορροπία με την Τεχεράνη μέσα στον ισλαμικό κόσμο και την εξεύρεση ενός τρόπου συνεννόησης με το Ισραήλ, με γνώμονα την ισορροπία ισχύος στη Μέση Ανατολή. Αν ο Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών τα καταφέρει, τότε, θα έχει κερδίσει σημαντικούς πόντους για να αποτελέσει σημαίνοντα παράγοντα στο Παλαιστινιακό! Την ίδια, όμως, διπλωματική δεινότητα θα πρέπει να  επιδείξει στο Αιγαίο και στο Κυπριακό.

Στο ρεαλιστικό πνεύμα των «μηδενικών προβλημάτων», η ’γκυρα προώθησε προς την Αθήνα την πρόταση για τη δημιουργία του «Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας» στο  πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η πρόταση αυτή, κινείται σαφώς μέσα στο σχεδιασμό του «Στρατηγικού Βάθους». Φιλοδοξεί να απορροφήσει την ελληνική εξωτερική πολιτική μέσα στον ευρύ πολιτικό  διάλογο για τα δεδομένα στήριξης  του νεο-οθωμανικής γεωπολιτικής ισχύος, στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στον πυρήνα των δεδομένων αυτών βρίσκονται το πολιτισμικό ζήτημα της Δυτικής Θράκης και ευρύτερα, του μουσουλμανικού στοιχείου σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και η (σχολική) εκπαίδευση της νεολαίας, στην οποία η ’γκυρα δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα, σε ότι αφορά  την ιστορία της Οθωμανικής περιόδου. (32)

Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι η υλοποίηση αυτής της πρότασης, με την πανηγυρική ίδρυση του Συμβουλίου στην Αθήνα, συνοδεύεται παράλληλα από το τουρκικό «casus belli» και από πυκνές τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου στο Αιγαίο.

Θα διαπιστώσει κάποιος, μέσα από τα γραφόμενα του Νταβούτογλου, ότι η στρατιωτική ισχύς (και η δυνητική χρήση της) αποτελεί «δυναμικό δεδομένο» γεωπολιτικής ισχύος, μαζί με την οικονομία, για την υλοποίηση του «Στρατηγικού Βάθους».(33)

Όση λοιπόν γοητεία και αν εκπέμπει σε ορισμένους κύκλους η συμπυκνωμένη κοσμοθεώρηση που  προσφέρει το νεο-οθωμανικό «όραμα». Όσο και αν οι πολιτικές υπεραπλουστεύσεις του «Στρατηγικού Βάθους» επιχειρούν να αντιστρέψουν ή να αποκρύψουν  το καθ’ όλα οφθαλμοφανές της τουρκικής σκοπιμότητας,  δεν αρκούν για να αναιρέσουν την πρόκληση για τα κράτη της περιοχής από τη νεο-ισλαμική Στρατηγική θεώρηση της ’γκυρας.

Οι γεωπολιτικές πιέσεις θα γίνουν περισσότερο αισθητές στον άξονα Αδριατικής και Ιονίου-Αιγαίου-Κύπρου, εκεί,  όπου οι κλιμακούμενες επιδιώξεις της ’γκυρας συναντούν τα ελληνικά ζωτικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. (34)  

Ιδιαίτερη σημασία θα έχει στον άξονα αυτόν, η επιδίωξη νομιμοποίησης τετελεσμένων από της ’γκυρα με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος. Στο πλαίσιο του γεωπολιτικού «Στρατηγικού Βάθους», η στρατιωτική ισχύς αποτελεί «δυναμικό δεδομένο» στήριξης των γεωπολιτικών ορίων του τουρκικού κράτους, πολύ πέραν των πολιτικών του συνόρων. (35)

Η Στρατηγική σχέση της ’γκυρας με τη Δύση και οι λεπτές ισορροπίες με το ριζοσπαστικό Ισλάμ

Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να μην ξεχνάμε στις αναλύσεις μας τα ευρύτερα γεωπολιτικά υπαρκτά σχήματα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Το σημαντικότερο είναι το ΝΑΤΟ, μέσα από το οποίο εκδηλώνεται η παρουσία της Δύσης, αλλά και ο αυτόνομος Αμερικανικός παράγοντας,  που επηρεάζει την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο Νταβούτογλου είναι αναγκασμένος να ξεδιπλώσει τη στρατηγική του μέσα σε χώρο που αφορά την κοινή άμυνα της Δύσης, υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Είναι λοιπόν αναγκασμένος να επιδιώξει τους στρατηγικούς του στόχους, συνδέοντάς τους με τη στρατηγική της Δύσης στην περιοχή και με την ασφάλεια των δυτικών συμφερόντων.

Η στρατηγική του Νταβούτογλου (και είναι κάτι που ο ίδιος το αναγνωρίζει) δεν μπορεί να ανταγωνίζεται τη στρατηγική του ΝΑΤΟ, παρά μόνο να τη συμπληρώνει και να τη διευρύνει σε πεδία που το ίδιο το ΝΑΤΟ και η Δύση δεν μπορούν να το πράξουν. Αυτό άλλωστε είναι  το ένα σκέλος της προστιθέμενης αξίας της στρατηγικής του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, προς τη Δύση. Το άλλο σκέλος, βλέπει  προς τον αραβικό κόσμο. (36)

Είναι λοιπόν αναγκασμένος να αναπτύξει τη στρατηγική του ενδιάμεσα, μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ, χωρίς να παρεκλίνει στο ελάχιστο, γιατί τότε θα χάσει, είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Επειδή, όμως, η ισορροπία του «ενδιάμεσου» είναι η αξία της στρατηγικής του, αν χαθεί προς μία κατεύθυνση, θα χαθεί και για όλες τις άλλες.(37)

Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που θα πρέπει να καθησυχάζει τα φιλοδυτικά αραβικά καθεστώτα,   θα ανοίγει τις πόρτες της τουρκικής διπλωματίας προς την Τεχεράνη και το ριζοσπαστικό Ισλάμ, ενώ  ταυτόχρονα θα προβάλλει την εικόνα του κοσμοπολίτικου- οικουμενικού Ισλάμ προς τη Δύση.

Και ενώ, θα πείθει τον κόσμο του Ισλάμ για τις προοπτικές της παγκόσμιας ισχύος που θα του προσφέρει η Τουρκία, θα προσέχει να μην αφυπνίσει τον αραβικό εθνικισμό, ελπίζοντας να ακολουθήσει μέχρι το τέλος του δρόμου και η Τεχεράνη. 

Και όλα αυτά θα συμβαίνουν, ενώ θα ακροβατεί στη σχέση με το Ισραήλ, που παραμένει, όσο και αν δεν αρέσουν οι πρακτικές του, ο παραδοσιακός δυτικός σύμμαχος στην περιοχή, με τον οποίο η ’γκυρα θα πρέπει να βρει αργά ή γρήγορα ένα «modus vivendi». Χωρίς αυτό, δεν μπορεί να προσβλέπει σε ενεργό της ρόλο στο Παλαιστινιακό.

Η απόσταση ανάμεσα στην επιτυχία και την καταστροφή είναι ελάχιστη για τον Νταβούτογλου και μάλιστα, όταν σχοινοβατεί πάνω από τα «αναμμένα κάρβουνα» της Μέσης Ανατολής, έχοντας ανοικτά και τα άλλα μέτωπα.

Έχει να αντιμετωπίσει το Κουρδικό και βεβαίως, σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, το ζήτημα των εθνοκαθάρσεων του παρελθόντος. Ενώ το Κυπριακό και το Αιγαίο, παραμένουν ανοικτά ζητήματα στην πολιτική ατζέντα της περιοχής, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της ελληνικής πλευράς να μην «ενοχλήσει» ιδιαίτερα την ’γκυρα. Και οι δύο πλευρές, με την Τουρκία να μην έχει τίποτα να χάσει στο Αιγαίο από τα ήδη κεκτημένα της με βάση τις διεθνείς Συνθήκες, επιχειρούν να περάσουν τα προβλήματα αυτά σε μία  συγκλίνουσα τροχιά «κατανόησης», αν όχι  «συναντίληψης» μεταξύ τους. 

Η ανατροπή της Γεωπολιτικής ισορροπίας  Ελλάδας-Τουρκίας στη Μεσόγειο

Ο κοινός άξονας της ιστορίας, της γεωγραφίας και του πολιτισμού πάνω στον οποίο κινείται το «Στρατηγικό Βάθος» της Τουρκίας,  συνδέει άμεσα τους πολιτικούς στόχους της σύγχρονης ’γκυρας, με το γεωπολιτικό «βάθος» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (38) 

Η θεωρητική αντίληψη του «Στρατηγικού Βάθους», προσφέρει τη δυνατότητα προσαρμογής και συνδυασμού μεταξύ τους, για πρώτη φορά, πολυποίκιλων και αντιφατικών δεδομένων και στοιχείων, μαζί με τη στρατιωτική ισχύ, πάνω σε έναν μοναδικό σχεδιασμό στήριξης της γεωπολιτικής ισχύος της ’γκυρας.(39)

Η δυνατότητα αυτή, αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη του συντονισμού μεταξύ της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας της ’γκυρας, για την επιδίωξη των στόχων του «Στρατηγικού Βάθους», κάτω από τη διακυβέρνηση του Πρωθυπουργού Τ. Ερντογάν.

Η νέα στρατηγική, επιδιώκει να καταστεί η ’γκυρα πόλος γεωπολιτικής ισχύος (40) που θα υλοποιεί τη νέα γεωπολιτική ταυτότητα της Τουρκίας στο σύγχρονο κόσμο: η ’γκυρα, σήμερα, τοποθετεί τον εαυτό της  στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της Δύσης  και της Ισλαμικής Ανατολής, δίνοντας οριστικό τέλος στην ταλάντευσή της μεταξύ του «συνθηματικού εκδυτικισμού» και του «συναισθηματικού τριτοκοσμισμού»,  που μέχρι χθες εναλλάσσονταν «σύμφωνα με την προσωπικότητα του εκάστοτε υπουργού Εξωτερικών». (41)  

Με τη νέα της Ευρασιατική ταυτότητα, η Τουρκία θα μεταφέρει τα συμφέροντα της ασφάλειάς της πολύ πέρα από τα σύνορα του τουρκικού κράτους, μέχρι εκεί όπου τοποθετεί τα γεωπολιτικά της όρια, απελευθερώνοντας τη στρατηγική της από τα στενά όρια άμυνας των συνόρων.

Με αυτόν τον τρόπο, απορροφά τις παλαιότερες κεμαλικές επιδιώξεις για μία «ζώνη ασφάλειας» γύρω από το τουρκικό κράτος, στον ενιαίο σχεδιασμό του «Στρατηγικού Βάθους».  Απορροφά έτσι την πολιτική «εθνικής ασφάλειας» του κράτους μέσα σε ένα πολύ μεγαλύτερου εύρους πεδίο ασφάλειας των γεωπολιτικών ορίων (frontiers) του τουρκικού κράτους, «μεταξύ Βαλκανίων, Καυκάσου και Μέσης Ανατολής»!(42) Ο Νταβούτογλου,  διακρίνει σαφώς τα γεωπολιτικά αυτά όρια  από τα σύνορα του τουρκικού κράτους. (43)

Αν πράγματι η Τουρκία επιχειρήσει να υλοποιήσει ένα τέτοιο εύρος γεωπολιτικών επιδιώξεων (44) τότε, σε σχέση με την Ελλάδα, οι συνέπειες θα είναι καθοριστικές για τις ισορροπίες και θα αντιστρέψουν πλήρως τα μέχρι σήμερα δεδομένα: καθόσον, το επιδιωκόμενο «Στρατηγικό Βάθος» της Τουρκίας αναιρεί στο Αιγαίο και στη Δυτική Θράκη τα τελευταία αποτελέσματα της ελληνικής «Μεγάλης Ιδέας», που είναι οι Συνθήκες της Λωζάνης. Ούτως ή άλλως, η διεύρυνση της ασφάλειας του τουρκικού κράτους πολύ πέραν των συνόρων του, για να καλύψει τα γεωπολιτικά του όρια, με άξονα τα Βαλκάνια, ακυρώνει τη στρατηγική της Αθήνας για ενσωμάτωση των αντίστοιχων ενδιαφερόντων της ’γκυρας, εντός της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ!..

Αν η ’γκυρα εφαρμόσει σε ένα τόσο μεγάλο εύρος αυτήν τη στρατηγική της επιδίωξη, με δυναμικούς όρους γεωπολιτικής ισχύος, που θα ανατρέπουν την υπάρχουσα ισορροπία, τότε, θα επιχειρήσει να καταστήσει την Ελλάδα «ηπειρωτική χώρα» και να περιορίσει δραματικά τη δράση της στη θάλασσα, αποκόβοντας τον ελληνισμό από το φυσικό  του περιβάλλον: Τη Μεσόγειο.

Με την εξουδετέρωση ή τη μείωση της ελληνικής παρουσίας στη θάλασσα, η ’γκυρα προβάλλει ως μοναδική ναυτική δύναμη και τη Τουρκία βγαίνει επιτέλους από τον ηπειρωτικό της απομονωτισμό,  για να καταστεί «ναυτική χώρα». Έτσι, αναθεωρεί πλήρως τα γεωπολιτικά και ιστορικά δεδομένα της περιοχής και τις ισορροπίες με το ελληνικό δυναμικό στοιχείο! (45)    

Σε παρόμοιες συνθήκες πλήρους ανατροπής της ισορροπίας με την Ελλάδα, η  ’γκυρα θα επεδίωκε να περιορίσει την ελληνική γεωπολιτική παρουσία σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, μέσω νομικών νεολογισμών, που θα θεμελιώνουν ένα ειδικό  καθεστώς περιορισμένης ελληνικής κυριαρχίας στο Ανατολικό Αιγαίο. Ειδικότερα, μέσω:
α)της απεθνικοποίησης των ελληνικών νησίδων που παρεμβάλλονται σε ευρείες θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο τις οποίες η Τουρκία εντάσσει στις «γκρίζες ζώνες»
β)της μονομερούς από ελληνικής πλευράς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της ένταξης του υπερκείμενου  αυτών εναέριου χώρου στο τουρκικό FIR διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο καθεστώς κυριαρχίας στην περιοχή, που θα βρίσκεται εκτός ελληνικής αμυντικής ικανότητας.
γ)της κατάτμησης της ελληνικής ΑΟΖ(Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης) και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και της κατάργησής της στο Ανατολικό του τμήμα. 
δ)της αποκοπής της γεωπολιτικής σύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, στην περιοχή του νοτιο-ανατολικού Αιγαίου, με πρώτο βήμα, την κατάργηση της ελληνικής ΑΟΖ στην περιοχή του Καστελόριζου, όπου στο νοτιότερο σημείο της  συναντάται με την ΑΟΖ της Κύπρου.

Η Τουρκία, στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρούσε να νομιμοποιήσει πολιτικά  αυτό το νέο καθεστώς μέσα σε ένα νέο σχήμα ασφάλειας της περιοχής, αρχικά με το πολιτικό σχήμα της «συγκυριαρχίας» στο Αιγαίο. Δημιουργείται έτσι μία  εκτεταμένη θαλάσσια ζώνη τουρκικών συμφερόντων, καθ’ όλο το μήκος των μικρασιατικών ακτών, που θα ενώνει τον Εύξεινο με τη Μεσόγειο. Οι νέοι αυτοί γεωπολιτικοί όροι, εφόσον θα ίσχυαν, θα συρρίκνωναν δραματικά το χώρο της ελληνικής επικράτειας και θα εξουδετέρωναν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, που απορρέουν από τη διεθνή Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας και από το καθεστώς των διεθνών Συνθηκών της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων(1947).

Η  ’γκυρα μέσα στο νεο-οθωμανικό σχήμα θα απορροφούσε τα πολιτικά σύνορα της Λωζάνης στο Αιγαίο και στη Δυτική Θράκη, χωρίς να είναι αναγκασμένη να προβεί σε στρατιωτικά δραστικά μέτρα, παρά μόνο ως υποστήριξη  για τη νομιμοποίηση τετελεσμένων. Θα επιχειρούσε παράλληλα να απορροφήσει τις όποιες ελληνικές αντιδράσεις, μέσα από την πολιτική διαδικασία της «ειρηνικής ενσωμάτωσης» στο νέο γεωπολιτικό σχήμα.

Μία παρόμοια στρατηγική επιδίωξη από πλευράς Τουρκίας, θα έτεμνε από δυσμάς προς ανατολάς  το Αιγαίο στα δύο και θα περιόριζε την ελληνική ΑΟΖ και την ελληνική υφαλοκρηπίδα πλησίον της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας, στα ανοιχτά της Εύβοιας. Η ’γκυρα, έτσι, θα απελευθέρωνε την τουρκική έξοδο από ολόκληρη την ακτογραμμή της μικρασιατικής γης προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, για να αποκτήσει δικαιώματα στην ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου, μέχρι εκεί που συναντά την ΑΟΖ της Αιγύπτου. Παράλληλα, θα άνοιγε έναν ευρύ θαλάσσιο διάδρομο για να αποκτήσει ευθεία ναυτική πρόσβαση προς το Ιόνιο και την Αδριατική και να θεμελιώσει μία ενιαία ζώνη τουρκικών οικονομικών συμφερόντων, μεταξύ του Αιγαίου, του Ιονίου και της Αδριατικής.

Η ’γκυρα, έτσι, θα θεμελίωνε τουρκικά οικονομικά δικαιώματα και συμφέροντα σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο: από την Αδριατική μέχρι το Αιγαίο και από την Κρήτη και την Κύπρο, σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή που συνορεύει με την ΑΟΖ της Αιγύπτου.

Με βάσει τις οικονομικές αυτές ζώνες, η ’γκυρα θα επεδίωκε να εγκαθιδρύσει περιοχές ζωτικών συμφερόντων ασφάλειας του τουρκικού κράτους, με το νεο-οθωμανικό γεωπολιτικό σχήμα του, που θα ξεδιπλώνει σταδιακά τα οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά ενδιαφέροντά του σε ολόκληρη αυτήν την περιοχή! Έτσι το «Στρατηγικό Βάθος» ανοίγει την «ομπρέλα» της νέας αρχιτεκτονικής της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, με πολιτικό κέντρο την ’γκυρα, καθιστώντας την Ελλάδα «ηπειρωτική χώρα» με απώλεια άνω του μισού των ακτών της και ανυπολόγιστων οικονομικών πόρων της.

Οπωσδήποτε όλα αυτά είναι σενάρια, που θα μπορούσαν όμως να βρουν τη θέση τους σε μία στρατηγική  που θα εφάρμοζε η Τουρκία, για την αναθεώρηση σε «βάθος» του γεωπολιτικού χαρακτήρα ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου. Το ερώτημα, συνεπώς, δεν είναι αν η ’γκυρα επιθυμεί την αναθεώρηση του κυριαρχικού καθεστώτος στο Αιγαίο. Το αληθινό ερώτημα είναι: μέχρι ποιάς έκτασης αναθεώρηση επιθυμεί, μέσα από ποιές διαδοχικές φάσεις και σε ποιούς πολιτικούς χρόνους και ποιά μέσα είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει, σε συνδυασμό με τους ευρύτερους  νεο-οθωμανικούς της σκοπούς.

Απέναντι σε  τέτοιο ενδεχόμενο ευρύ αναθεωρητισμό, θα πρέπει η Αθήνα να προχωρήσει στην εξέταση  εναλλακτικών σεναρίων στο στρατηγικό της σχεδιασμό στο Αιγαίο και στη Δυτική Θράκη, θέτοντας νέους εναλλακτικούς στόχους, που θα απαντούν επιτυχώς στην κλιμάκωση των γεωπολιτικών επιδιώξεων της ’γκυρας, και που θα συνδυάζουν από ελληνικής πλευράς νέους «σταθερούς» παράγοντας γεωπολιτικής ισορροπίας με την ’γκυρα. Στο στρατιωτικό πεδίο, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στην ανάκτηση του «βάθους» της ελληνικής άμυνας, που χάνεται με την ενδεχόμενη προώθηση του τουρκικού αναθεωρητισμού, με τη νέα του μορφή, στο Ιόνιο, συμβάλλοντας στην ανατροπή των γεωστρατηγικών δεδομένων.

Υπάρχει, συνεπώς, σοβαρό ενδεχόμενο οι προκλήσεις της ’γκυρας στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο του Αιγαίου σε βάθος χρόνου, να επεκταθούν και στο Ιόνιο, ιδίως σε περιοχές του ΕΕΧ και των ελληνικών χωρικών υδάτων. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δυνητική χρήση από το τουρκικό κράτος της στρατιωτικής ισχύος, για την επιδίωξη των γεωπολιτικών του ορίων με τη νομιμοποίηση τετελεσμένων.(46)

Υπό το πρίσμα της υλοποίησης  του «Στρατηγικού Βάθους» οι ναυτικές δυνάμεις θα διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο στη στρατηγική ισορροπία Ελλάδας-Τουρκίας στο μέλλον. Από ελληνικής πλευράς, κάθε πολιτική άμυνας, που θα έχει συνέπειες στη μείωση της επιχειρησιακής ικανότητας  των ναυτικών δυνάμεων, θα αποβεί κρίσιμη για τη διατήρηση της ισορροπίας.

Κάτω από την προοπτική υλοποίησης του τουρκικού «Στρατηγικού Βάθους», η «ατζέντα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα εξακολουθεί να βαραίνει από τα υπάρχοντα σε εκκρεμότητα θέματα αλλά ενδέχεται να επιβαρυνθεί και  με νέα ζητήματα:
-«πολιτισμικής αυτονόμησης» του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη που υποκρύπτει τη διοικητική αυτονόμηση και που μπορεί, σε κάποια στιγμή, να συναντηθεί με ανάλογες κινήσεις «πολιτισμικής  αυτονόμησης» των μουσουλμάνων της Βουλγαρικής Θράκης. Ο Νταβούτογλου υποστηρίζει με σαφήνεια  την «ενεργή χρήση σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο των πεδίων επιρροής που θα δημιουργηθούν πέραν της μεθορίου της Ανατολικής Θράκης», ενώ «οι χώρες που θα δείξουν επιδεξιότητα στον ευέλικτο και δυναμικό χειρισμό των εναλλακτικών σχεδίων θα αυξήσουν την επιρροή τους» και «οι αδρανείς χώρες θα ολοένα και περισσότερο θα απομονώνονται». (47)
-άρσης των περιορισμών για μαζική εισροή και εγκατάσταση μουσουλμάνων τουρκικής υπηκοότητας  από την  Ανατολία  στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Εξέλιξη, που θα καταστήσει την ’γκυρα  «ανώτατο πολιτικό ρυθμιστή» των σχέσεων του πληθυσμού αυτού με  τη  διοικητική αρχή των περιοχών, όπου κατοικούν.
-παράνομης μετανάστευσης μουσουλμανικών, κυρίως, πληθυσμών από τις μικρασιατικές ακτές, προς τις απέναντι ελληνικές νήσους και διασποράς τους προς τα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
-διεύρυνσης της κλίμακας των γεωπολιτικών επιδιώξεων της ’γκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και μεταφοράς του πεδίου  ανταγωνισμού με την Ελλάδα στο Ιόνιο
-διεύρυνσης του πολιτικού και στρατιωτικού άξονα της Τουρκίας με τη Αλβανία, ο οποίος ενδέχεται να διευρυνθεί προς τα Σκόπια, το Κόσσοβο και τη Βοσνία, σε εφαρμογή  της στρατηγικής «περικύκλωσης» στα Βαλκάνια.
-διεθνούς αναγνώρισης «Μακεδονικής εθνότητας», που ενδέχεται να θελήσει να εκμεταλλευτεί η ’γκυρα, με σκοπό να δημιουργήσει «μακεδονο-ισλαμικό» άξονα, που θα ανοίγει το στρατηγικό διάδρομο από τα Σκόπια και τα Κεντρικά Βαλκάνια προς το Αιγαίο.
-κυριαρχίας στο Αιγαίο, πάνω στους άξονες: των «γκρίζων ζωνών», του περιορισμού του εύρους του ελληνικού FIR (Περιοχής Πληροφοριών Πτήσης) του εύρους της ελληνικής ΑΟΖ και  κυριαρχίας στην υφαλοκρηπίδα, που συνδέουν στρατηγικά τον ηπειρωτικό χώρο της Ελλάδας με τον νησιωτικό της χώρο, σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο ελληνικών συμφερόντων. Σε συνδυασμό και με τον περιορισμό της ελληνικής ζώνης έρευνας και διάσωσης στο Ανατολικό Αιγαίο και του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων και του ελληνικού εναέριου χώρου σε ολόκληρο το Αιγαίο και στο Ιόνιο, μαζί με την τουρκική αξίωση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
-εμβάθυνσης της οικονομικής εξάρτησης των νησιωτικών περιοχών του Ανατολικού Αιγαίου από την Τουρκία. Ενδέχεται να προλειαίνει το δρόμο για κοινές διοικητικές διαδικασίες υπό μορφή αμοιβαίων διευκολύνσεων με το Τουρκικό κράτος, για τη δημιουργία μίας «ζώνης ελεύθερου εμπορίου» και μετακινήσεων, που θα εξαιρείται από τους περιορισμούς της ελληνικής νομοθεσίας.
-«κοινών» διοικητικών ρυθμίσεων και «κοινών» πολιτικών μεταξύ των δύο χωρών,  σε ζητήματα που θα θέτει μονομερώς  η ’γκυρα στο «τραπέζι» του «Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας», τα οποία θα εγκλωβίζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική μέσα στα «σταθερά» δεδομένα στήριξης της νεο-οθωμανικής γεωπολιτικής ισχύος, (της ιστορίας, του πολιτισμού, του πληθυσμού και της γεωγραφίας).

Κάτω από παρόμοιες δυναμικές συνθήκες, κάθε  πολιτική πρόταση για μείωση των εξοπλισμών, απ’ όπου και αν προέρχεται, θα πρέπει να συμβάλει πραγματικά στη σταθερότητα. Δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο σε ποσοστιαίες οικονομικές αναφορές επί του ΑΕΠ της κάθε χώρας. Γιατί, τότε, δημιουργείται ο κίνδυνος διολίσθησης σε μονομερή μείωση από πλευράς του ασθενέστερου, που θα αποσταθεροποιεί τους όρους ασφάλειας για ολόκληρη την περιοχή.

Μία ολοκληρωμένη πολιτική αμοιβαίας μείωσης των εξοπλισμών, θα πρέπει να περιλαμβάνει:
-ποσοτικά κριτήρια, όσον αφορά τις συγκεκριμένες δυνάμεις που μειώνονται  αναλογικά από  τις εμπλεκόμενες πλευρές
-ποιοτικά κριτήρια, για την αναλογική μείωση ή κατάργηση ορισμένου τύπου οπλικών συστημάτων 
-γεωγραφικά κριτήρια, με καθορισμό περιοχών, όπου αυτές οι δυνάμεις θα σταθμεύουν ή απ’ όπου θα αποσύρονται  με γνώμονα τη διατήρηση της γεωστρατηγικής ισορροπίας και
-έναν αξιόπιστο μηχανισμό ελέγχου, με ομάδες για την επί τόπου (on the spot) επιβεβαίωση της τήρησης των όρων της μείωσης και με συστήματα παρακολούθησης των συμφωνημένων.

Κάθε πρόταση μείωσης των εξοπλισμών από την οποία απουσιάζουν αυτά τα στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλλει πραγματικά στη σταθερότητα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

(1)  Σύμφωνα με τις έννοιες της πολιτικής ορολογίας του Μπολσεβικισμού,  ο κύριος σκοπός του ρεαλισμού είναι  «η ακριβής αναπαραγωγή της αντικειμενικής πραγματικότητας». Η ερμηνεία μάλλον είναι ανάλογου περιεχομένου με αυτήν που δίνει η αστική Δύση. Βλ. σχετ.  Martin McCauley, «The Rise and Fall of the Soviet Union», Pearson, Longman, Essex, 2008.
(2)  Colonel John Hughes-Wilson  (NATO and ex-senior British Intelligence Officer), «A Brief History of the Cold War. The hidden truth about how close came to nuclear conflict», Robinson, London, 2006.
(3)  Martin McCauley, «The Rise and Fall of the Soviet Union», Pearson, Longman, Essex, 2008.
Στο πολυσύνθετο αυτό πεδίο γεωπολιτικών δυναμικών που υπερβαίνει τα κράτη, το οποίο να αναπτύσσεται μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αναφέρεται ο Νταβούτογλου, για να υποστηρίξει τη νεο-οθωμανική αρχιτεκτονική περιφερειακής διακυβέρνησης. Αυτή,  αναπτύσσεται στο ευρύτερο πεδίο των γεωπολιτικών επιδιώξεων της ’γκυρας, στην Ανατολική Μεσόγειο, για να απορροφήσει τις επιμέρους πολιτικές των κρατών σε ένα υπερεθνικό νεο-οθωμανικό μόρφωμα διακυβέρνησης, με μοναδικό πόλο «καθοδήγησης» την ’γκυρα. Έτσι, επαναφέρει στο προσκήνιο το ίδιο συγκεντρωτικό μοντέλο παγκόσμιας διακυβέρνησης του 20ου αιώνα, ανακαλύπτοντας ξανά τις γεωπολιτικές ηγεμονίες, οι οποίες αναπτύσσονται πάνω στα σταθερά δεδομένα  της γεωγραφίας, της ιστορίας, του πληθυσμού και του πολιτισμού. Σε αυτά στηρίζει ο Νταβούτογλου το νεο-οθωμανικό του γεωπολιτικό μόρφωμα. Βλ. σχετ. Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το Στρατηγικό Βάθος. Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», (Μετάφραση, Νικολάου Ραπτόπουλου, Επιστημονική Επιμέλεια, Νεοκλή Σαρρή), Εκδόσεις Ποιότητα, 2010, σελ. 47 και επ.
(4)    Martin McCauley, «The Rise and Fall of the Soviet Union», Pearson, Longman, Essex, 2008
(5) Μιχαήλ Βοσλένσκυ, «Η Νομενκλατούρα. Οι προνομιούχοι της Σοβιετικής Ένωσης», Πρόλογος του Jean Ellenstein, Νεοεκδοτική, 1981
(6)  Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το Στρατηγικό Βάθος. Η   Διεθνής Θέση της Τουρκίας»,  Εκδόσεις Ποιότητα, 2010, σελ.48
Επίσης, βλέπε του ιδίου:
(7)   σελ. 85,146,153
(8)   σελ. 85,146,153
(9)   σελ. 48, 341,342,343 και επ.      
(10) σελ. 48,56,83,493
(11) σελ. 343
(12) σελ. 342
(13) σελ. 50
(14) σελ. 476,482
(15) σελ. 56,83
(16) σελ. 85,146,153,342,343,344,493
(17) σελ. 343
(18) σελ. 85,91,146,346
(19) σελ. 46,56,83
(20) σελ. 146,153
(21) σελ. 146,153,342,493
(22) σελ. 50,51,56,83,90,149,344,476,482,531,730
(23) σελ. 56,83,342,493
(24) σελ. 53,146,153,342,493
(25) σελ. 56,90,149,476,482,531,730
(26) σελ. 346
(27) σελ. 56
(28) σελ. 50,51,482,531
(29) σελ. 531
(30) σελ. 482 
(31) σελ. 482
(32) σελ. 48,91,343
(33) σελ. 58,78,83,86,87
(34) σελ. 85,249,341
(35) σελ. 83
(36) σελ. 343
(37) σελ. 345
(38) σελ. 116
(39) σελ. 48,344,346
(40) σελ. 346
(41) σελ. 90,142
(42) σελ. 58,78,83,85,87,249,341,344,476,482,531,730
(43) σελ. 50,51
(44) σελ. 730
(45) σελ. 85,249,341,730
(46) σελ. 83
(47) σελ. 104

* Ο Γρηγόρης Τζανέτος είναι διεθνολόγος και πολιτικός επιστήμων

 

----------------------

Του Βάσου Λυσσαρίδη, 11 Ιουλίου 2010, H πολιτική μηδενικών προβλημάτων συγκρούεται με επεκτατικές βλέψεις,

>Η ’γκυρα στην πράξη αξιώνει την αποδοχή των διαφόρων απαιτήσεών της
Του Βάσου Λυσσαρίδη

Ο επίτιμος πρόεδρος της ΕΔΕΚ αναλύει τις νέες προσεγγίσεις και τα- κτικές της ’γκυρας και τη διακηρυχθείσα νεο-οθωμανική πολιτι- κή του Νταβούτογλου
Αντιμετωπίζουμε μια νέα ανεξάρτητη τουρκική στρατηγική ή μια ανακατανομή ρόλων από την πλανηταρχική δύναμη, ή ένα συνδυασμό; Μια πραγματικά νέα αντιπαράθεση στις καθεστηκυίες συμμαχίες στην περιοχή μας ή απλώς διεύρυνση του ρόλου της Τουρκίας.

Το Ισραήλ διαχρονικά μπορούσε να ασκεί το ρόλο μιας περιφερειακής, στρατιωτικής δύναμης, χωροφύλακα της περιοχής, σε καμιά περίπτωση ρόλο πολιτικής ηγεσίας. Μέχρι πρόσφατα η πολιτική επίδραση της Τουρκίας στην περιοχή, ιδιαίτερα τη Μέση Ανατολή και τους ’ραβες, ήταν αναιμική αν όχι ανύπαρκτη για διάφορους λόγους, αλλά και από το γεγονός στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ.

Αντιμετωπίζουμε την έναρξη υλοποίησης της διακηρυχθείσης νεο-οθωμανικής πολιτικής Νταβούτογλου με δημιουργία περίγυρου με βάση τα κατάλοιπα μουσουλμανικών πληθυσμών στην πρώην οθωμανική αυτοκρατορία ένα νέο περιφερειακό στρατηγικό βάθος.

Μια προσπάθεια της Τουρκίας να αποβεί αυτοδύναμη υπερδύναμη της περιοχής με αξιώσεις παγκόσμιας εμβέλειας. Κατ΄ αντιπαράθεση ή με μιας μορφής συνεχιζόμενη συνεργασία με τις ΗΠΑ; Με πλήρη αυτοδυναμία ή με συντήρηση δεσμών; Στρέφεται η Τουρκία πράγματι προς ανατολάς ή αυτό αποτελεί συμπλήρωμα της ευρύτερης πολιτικής της δεδομένων των τεράστιων οικονομικών σχέσεων με την Ε.Ε.; Εγκαταλείπει τη νεοτουρκική συμπλήρωση της ομογενοποίησης που συντελέσθηκε με γενοκτονίες; Ασφαλώς όχι, γιατί τότε πώς ερμηνεύονται οι συνεχιζόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στους Κούρδους και η άρνηση των εθνικών τους δικαιωμάτων; Πώς η Τουρκία αντιμετωπίζει το Κουρδικό και τη νέα διάσταση που προσλαμβάνει στο θέμα των ενεργειακών πηγών και οδών και τη σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στο νέο αυτό κουρδικό ρόλο.

Στο νέο οποιασδήποτε μορφής ρόλο που φιλοδοξεί να διαδραματίσει η Τουρκία περιλαμβάνεται μιας άλλης μορφής παρουσία στο Αιγαίο, το οποίο ο Νταβούτογλου καθορίζει ως νευραλγική θαλάσσια περιοχή (Ευρώπη, Ασία, Αφρική) μια πιο «δυναμική» πολιτική στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και συνέχιση της πολιτικής κηδεμονίας της Κύπρου και αξιοποίηση της γεωστρατηγικής της θέσης.

Χαρακτηριστική η δήλωση Νταβούτογλου ότι κι αν δεν υπήρχε ένας μουσουλμάνος-Τούρκος η Τουρκία θα πρέπει να ασκεί κηδεμονικό έλεγχο στην Κύπρο. Πάγια πολιτική των νεοτούρκων ήταν η αφομοίωση ή η εξόντωση. Έτσι είχαμε τη γενοκτονία Αρμενίων, Ποντίων, Ελλήνων της Μικράς Ασίας, Ασσυρίων και την εξαναγκαστική αφομοίωση όπου αυτή προσφερόταν.

Χαρακτηριστική η δήλωση Ταλάτ ότι αμνηστία σε αναιτίως καταδικασθέντες μπορούσε να παραχωρηθεί μόνο μετά τους απαγχονισμούς. Είχαμε την εθνοκάθαρση στην Κύπρο και την αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης ως προστάδιο Αλεξανδρεττοποίησης. Αυτή η πολιτική συνάδει με τις νεο-οθωμανικές επιδιώξεις της Τουρκίας.

Οι φιλόδοξοι στόχοι της Τουρκίας για οικονομική επέκταση με ανοίγματα στη Μέση Ανατολή, ασιατικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά και Βαλκάνια, Ρωσία και μέσω των ενεργειακών διόδων με επέκταση προς Ευρώπη, Αφρική και ’πω Ανατολή αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο δραστηριοποίησής τους. Η εξαγγελθείσα πολιτική των μηδενικών προβλημάτων συγκρούεται με επεκτατικές βλέψεις στο Αιγαίο, την Κύπρο, αλλά και έμμεσα σε άλλες περιοχές. Η πολιτική μηδενικών προβλημάτων όπως την αντιλαμβάνεται η Τουρκία ισοδυναμεί στην πράξη με αποδοχή των τουρκικών απαιτήσεων.

Η Τουρκία στοχεύει σε εσωτερική ενότητα που συνδέεται με την πολιτική ομογενοποίηση με αφομοίωση ή εξόντωση των μη τουρκικών πληθυσμών. Συνδέει ο Νταβούτογλου την ενότητα με την επιρροή στις εξελίξεις στα Βαλκάνια, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή. Στη βαλκανική της πολιτική περιλαμβάνεται και η Θράκη και στην ευρύτερη το Αιγαίο και την Κύπρο. Δηλώνει με σαφήνεια ο Νταβούτογλου ότι η Τουρκία θα πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η νομιμότητα της επέμβασης στην Κύπρο, που αποτελεί εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιου είδους νομικού πλαισίου.

Οι προτάσεις για δυαρχία καταργούν δημοκρατική αρχή
ΠΟΙΟΙήταν οι πάγιοι τουρκικοί σχεδιασμοί στο Κυπριακό; Η γεωστρατηγική αξιοποίηση της Κύπρου στην πορεία της προς περιφερειακή υπερδύναμη. Οι Τ/κ απλώς προσφερόντουσαν ως πρόσχημα για προώθηση των τουρκικών σχεδιασμών. Έτσι κακώς έγιναν υποχωρήσεις που στην ουσία υποβοηθούν τα τουρκικά σχέδια για διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία ενός νέου μεταποικιοκρατικού πολυακηδημονευόμενου μορφώματος. Η Κυβέρνηση χαιρέτισε τη δήλωση του Γ.Γ. του Ο.Η.Ε., που επανέφερε το ανακοινωθέν Χριστόφια-Ταλάτ ως βάση των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων. Και όμως το θέμα του συνεταιρισμού λύθηκε το 1964 όταν οι Τ/κ πιεζόμενοι από την Τουρκία εγκατέλειψαν τα πολιτειακά όργανα και οι διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί αναγνώρισαν μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία και ως πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Η δική μας πλευρά αφελώς προέβη σε μονόπλευρες παραχωρήσεις που διευκολύνουν την Τουρκία. Αυτό διευκολύνει την Τουρκία στο σχεδιασμό για Αλεξανδρεττοποίηση του Κυπριακού, που είναι ο βασικός της στόχος. Μόνο σε περίπτωση αποκλεισμού αυτού του στόχου η Τουρκία στρέφεται προς κηδεμονική εμπλοκή στο Κυπριακό.

Οι προτάσεις για δυαρχία στα πλείστα πολιτειακά σώματα καταργούν τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και δημιουργούν προϋποθέσεις για κρίσεις και αδιέξοδα, τα οποία θα αξιοποιήσουν οι καραδοκούντες (Τουρκία-Μ. Βρετανία). Η επίσημη τουρκική γραμμή είναι δύο λαοί, δύο κράτη, μόνιμες παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Με την εκλογή Έρογλου και επανατοποθέτηση αυτών των προτάσεων δινόταν η ευκαιρία απόσυρσης των «γενναιόδωρων προσφορών» χωρίς οδυνηρές συνέπειες.

Πώς; Κατάθεση ως βάσης λύσης των προνοιών του ομόφωνου ανακοινωθέντος του Εθνικού Συμβουλίου το Σεπτέμβρη.

Εμμονή σε κοινή βάση πλαισίου λύσης άλλως άσκοπη η συζήτηση των επί μέρους. Έτσι θα απεσύροντο αυτομάτως οι γενναιόδωρες προσφορές. Με τη δήλωση του Γ.Γ. επαναβιώνεται το σχέδιο Ανάν και έμμεσα τίθεται θέμα χρονοδιαγραμμάτων και επιδιαιτησίας.
Περαιτέρω εκβιάζει επισείοντας τη θέση για επιμερισμό ευθυνών υπονοώντας τη δική μας πλευρά. Ο εκβιασμός συμπληρώνεται με την απειλή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για απευθείας εμπόριο και αναβάθμιση του δορυφορικού κατοχικού καθεστώτος.

Για υλοποίηση αυτών των σχεδίων γίνεται αναφορά σε διεθνή διάσκεψη. Θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε το λεξιλόγιό μας. Διεθνής διάσκεψη ήταν δικό μας πάγιο αίτημα. Όμως η διεθνής διάσκεψη πρέπει να ασχοληθεί μόνο με τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού, που είναι ο τερματισμός της κατοχής και του εποικισμού και όχι με τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού που είναι κυριαρχικό δικαίωμα του ενδιαφερόμενου λαού. Ούτε ασφαλώς είναι αποδεκτή η διεύρυνση των συνομιλιών στις σημερινές διαπραγματεύσεις, αναβαθμίζοντας τις κοινότητες σε κρατικές οντότητες.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
 



Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/07/blog-post_6807.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#ixzz0tRPPBL6Y
 

 

----------------------

 

Hurriyet, 2.7.2010. Το Αιγαίο μυρίζει πετρέλαιο και…μπελάδες-

 NB Π. ¨Ηφ.  Βρίσκω τα πιο κάτω άρθρα σημαντικά και τα (ανα)δημοσιεύω. Δείχνουν γιατί η δημοσίευση του Στρατηγικού βάθους βοηθά στο να καταλάβουν όλοι σωστά και ορθολογιστικά το διακύβευμα

 

http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=49819

 

Δεν ξέρω πόσοι από εσάς πρόσεξαν τον πιθανό «διπλωματικό πόλεμο» που θα μπορούσε να ξεσπάσει μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας τις τελευταίες ημέρες. Χρησιμοποιώ τη λέξη «πιθανό» γιατί οι δύο χώρες μόλις πρόσφατα υπέγραψαν «το μεγαλύτερο αριθμό συμφωνιών συνεργασίας στην ιστορία» παρόλο που μερικοί τα ονομάζουν «απλά ένα κομμάτι χαρτί» το οποίο θα μπορούσε να υπογραφεί εύκολα από τους γραμματείς και όχι από πρωθυπουργούς κτλ.

http://www.newstime.gr/resources/2010-06/petrelaio_aigaio-thumb-medium.jpgΠαρόλ’ αυτά, όπως διαβάζουμε στο δημοσίευμα της εφημερίδας Hurriyet, κανείς δεν αμφιβάλει ότι σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, η επίσκεψη του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα τον προηγούμενο μήνα ήταν ένα τέλειο τρικ δημοσίων σχέσεων τόσο για τον Τούρκο όσο και για τον Έλληνα πρωθυπουργό. Τα φιλικά προσκείμενα ΜΜΕ εκατέρωθεν του Αιγαίου του έδωσαν την ανάλογη σημασία ενώ ήταν ελάχιστες οι επικριτικές φωνές που ακούστηκαν. Όμως, αν κάποιος ρίξει μια προσεκτική ματιά στα κείμενα που γράφτηκαν για το γεγονός, θα καταλάβει ότι θα πρέπει να περιμένουμε πολλά χρόνια για να δούμε σοβαρά βήματα για την εξασφάλιση της ειρήνης και την προώθηση των διμερών συνεργασιών.

Ίσως όμως σύντομα να έχουμε διμερή προβλήματα σύμφωνα με δημοσίευμα της Hurriyet του περασμένου Σαββάτου με τίτλο «Γίνονται οι προεργασίες για να αυξήσει τους τόνους η Ελλάδα». Το δημοσίευμα εξηγούσε πως η Ελλάδα θα ξεκινήσει να ψάχνει για πετρέλαιο και αέριο στο Αιγαίο, οπότε και θα ανακινήσει τα άλυτα προβλήματα που υπάρχουν για το πέλαγος που χωρίζει τις δύο χώρες.

Η ενδεχόμενη διαφωνία προέκυψε από μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του υπουργού Γιάννη Μανιάτη στον Real FM. Ο κύριος Μανιάτης, είναι υφυπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, θέματα τα οποία ο κύριος Παπανδρέου έχει βάλει πολύ ψηλά στην ατζέντα του.
Στη συνέντευξη ο κύριος Μανιάτης εξηγεί πως η κυβέρνηση του κυρίου Παπανδρέου σχεδιάζει να ιδρύσει έναν ειδικό οργανισμό που θα επιβλέπει τους διαγωνισμούς για την παραχώρηση συμβολαίων-πιθανόν σε ξένες εταιρίες-για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου και του Αιγαίου.

Στη συνέχεια, ο υφυπουργός  ρωτήθηκε αν τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί τις πηγές στο Αιγαίο, σχετιζόντουσαν με τις σχέσεις με την Τουρκία. Ο κύριος Μανιάτης απάντησε «οι σχέσεις μας αναφορικά με τους υδρογονάνθρακες διέπονται από το διεθνές δίκαιο. Η χώρα μας σέβεται απολύτως τους κανονισμούς του διεθνούς δικαίου. Η Ελλάδα δεν έχει καμία πρόθεση ούτε να καταπατήσει τα δικαιώματα της Τουρκίας και σίγουρα να μην παραδώσει τα δικά μας δικαιώματα στη γείτονα.»

Ο δημοσιογράφος επέμεινε «και τι θα γίνει αν οι εν λόγω περιοχές βρίσκονται σε περιοχές που η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία;» ο υφυπουργός απάντησε ως εξής: «Αυτά τα θέματα είναι στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εξωτερικών. Δεν θα ήθελα να υπεισέρθουμε σε αυτή τη συζήτηση. Όμως θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι ο δημόσιος οργανισμός που θα είναι υπεύθυνος για τους διαγωνισμούς θα κάνει τη δουλειά του με σοβαρότητα και δεν θα παραδώσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της Ελλάδας σε κανέναν. Έχουμε και άλλους γείτονες, όχι μόνο τους Τούρκους» ενώ συμπλήρωσε ότι ο οργανισμός θα συσταθεί εντός των επόμενων εβδομάδων.

Ο Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών Αχμέντ Νταβούτογλου συνεχίζει το δημοσίευμα, πρόσφατα έχει βρεθεί στο κέντρο της προσοχής αφού είναι ο αρχιτέκτονας της νέας εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Πολλοί έχουν εκφράσει τις αμφιβολίες τους για την πολιτική του Τούρκου ακαδημαϊκού. Για τους Έλληνες, αποτελεί έναν γρίφο. Είναι ένας από τους λίγους Τούρκους πολιτικούς που δεν προκάλεσαν τα κλασσικά αρνητικά σχόλια όταν έγινε ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας.

Οι Έλληνες είχαν μείνει εμβρόντητοι από τον μειλίχιο και ήσυχο ακαδημαϊκό που είχε την φήμη ότι έχει αναλυτική σκέψη. Τα ελληνικά μέσα του προσέδιδαν επιθετικούς προσδιορισμούς όπως «αλεπού ή γάτα», δίνοντας έμφαση στην οξυδέρκεια του υπουργού. Ακόμα και πολλοί Έλληνες ακαδημαϊκοί μιλούσαν για το «επιστημονικό μυαλό» του νέου Τούρκου ΥΠΕΞ, οι ίδιοι που κανονικά δεν είχαν καλό λόγο για τους Τούρκους ομολόγους τους. Πολλοί άλλωστε επέμεναν ότι θα έπρεπε να μεταφραστεί το…900 σελίδων βιβλίο του στα ελληνικά το οποίο και έγινε από τον Ν. Σαρρή. Το βιβλίο “Strategic depth: the international position of Turkey” εκδόθηκε τον Ιούνιο στην Ελλάδα και αποτελεί ήδη θέμα συζητήσεων.

Πλέον η προσωπικότητα του κυρίου Νταβούτογλου είναι πιο κατανοητή για τους Έλληνες, αφού είναι πλέον δημόσια τα ιδεολογικά του πιστεύω για μια μεγάλη Τουρκία που θα γίνει ένας από τους σημαντικούς παίκτες στο καινούριο διεθνές modus vivendi.

Όμως, αυτό που προκαλεί τον φόβο στους Έλληνες αναγνώστες είναι η θέση της Τουρκίας σε σχέση με τους άμεσους γείτονες και ειδικά ένα κεφάλαιο συνεχίζει το δημοσίευμα.

Για το Αιγαίο ο κύριος Νταβούτογλου λέει συγκεκριμένα «η πηγή του βασικού προβλήματος στο Αιγαίου είναι η αντίθεση μεταξύ γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και της τωρινής κατάστασης status quo. Παρόλο που τα νησιά του Αιγαίου είναι η φυσική προέκταση της γεωλογικής κατασκευής της χερσονήσου της Ανατόλιας και δεδομένων των γεωπολιτικών αναγκαιοτητών που προκύπτουν από την παραπάνω διαπίστωση και σύμφωνα με τις διεθνείς συμφωνίες, οι πολιτικοί τα έδωσαν στην Ελλάδα, οπότε και προκύπτουν τα προβλήματα της υφαλοκρηπίδας, του FIR, της αποστρατικοποίησης των νησιών κ.ου.κ.»  εξηγεί ο κύριος Νταβούτογλου στο βιβλίο του.

Σύμφωνα με την απλή λογική, μήπως εξυπακούεται βάσει της συλλογιστικής του κυρίου Νταβούτογλου ότι η Τουρκία θα αμφισβητήσει την εθνική αυτοκυριαρχία στο Αιγαίο και θα ζητήσει αλλαγή του υπάρχοντος status quo; Δεν θέλει και πολύ για να γίνει το μπαμ όταν σε μερικές εβδομάδες η Ελλάδα θα ξεκινήσει το διεθνή διαγωνισμό για ένα πέλαγος που το διεκδικεί και ο γείτονας.

Διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα:
http://www.hurriyetdailynews.com/n.php?n=aegean-oil-trouble-again-2010-06-28

Aegean oil, trouble again?

Monday, June 28, 2010

Ariana FERENTINOU

I do not know how many noticed a potential “diplomatic war” emerging between Turkey and Greece during the last few days. I should be careful and say “potential” because the two countries only recently signed the “biggest-ever number of memoranda of understanding in their history” – although some would like to call them “just pieces of paper” which could have been easily signed by ministerial secretaries rather than prime ministers, etc.

Still, no one doubts that in these difficult days, Recep Tayyip Erdoğan’s visit to Greece last month was an excellent publicity stunt both for him and George Papandreou. It received maximum coverage by overwhelmingly friendly media in both countries with only a few critical voices barely heard over a loud unison of approval. However, between the plethora of commentary lines written for the occasion one could get the message that for concrete results to secure peace and to promote bilateral cooperation, we will have to wait longer.

But we may not have to wait that long for bilateral problems, according to a news story published in Hürriyet newspaper last Saturday headlined “Preparations from Greece to pull the rope (to increase tension)” explaining that Greece is planning to start searching for oil and gas in the Aegean, hence stirring up the unsolved issues over the Aegean.

The potential point of disagreement emerged with an interesting radio interview by the Greek minister Y. Maniatis to the Greek private radio Real FM. Mr. Yiannis Maniatis holds the portfolio of the newly formed ministry for the Environment, Energy and Climate Change, areas to which Papandreou promised to pay special attention.

In this interview, Mr. Maniatis describes how the Papandreou government is planning to set up soon a special public organization which will oversee the bids for allocating contracts – probably to foreign bidders – for the exploration of oil and gas resources in various parts of Greece, including the Aegean Sea.

Then he is asked whether the plans of the Greek government to extract Greek natural resources in the Aegean depended on the relations with Turkey.

To this Mr. Maniatis replied: “Our relations regarding the search for hydrocarbons are governed by international law. Our country fully respects the regulations of international law. Greece does not have any intention either to breach the rights of Turkey, or, certainly, to surrender any of our rights to our neighbor.”

The journalist insists and asks for clarification: “And what will happen with areas where Turkey is disputing our sovereignty?” The Greek minister gives the following answer: “These are issues that are dealt mainly at the level of the Ministry of Foreign Affairs. I would not like to enter this discussion. However, I would like to assure you that the public organization which will organize the bidding for the contest will do its work with utmost seriousness and will not surrender even a decimeter of Greek exploratory rights to anybody. We have other neighbors, too, we do not have just the Turks,” said Mr. Maniatis who announced that the setting up of the new public organization is “a matter of a few weeks.”

Turkish Foreign Minister professor Ahmet Davutoğlu has been recently at the center of attention as the architect of a new foreign policy of his country whose effectiveness is now disputed not only by his opponents but also by some of his friends, at home and abroad. For the Greeks, he has been so far something of a puzzle. Interestingly enough, he is one of the very few Turkish politicians who did not cause stereotypical negative reflexes when he took over as head of Turkish foreign policy.

Greeks were mostly perplexed by this smiling, mild man who came from the academic world with a reputation of a good analytical mind. Adjectives like “fox or cat,” attributed by the Greek media only added to his reputation of smartness. He has been certainly the object of intense curiosity and fascination by his colleagues in the international relations circles of the Greek social scientists as he gave them generous portions of theoretical stuff for discussion.

Even the most cautious professors known for their anti-Turkish feelings spared some complimentary words for the “scientific mind” of the new Turkish foreign minister whom they could have met as a colleague at an international colloquium. So much was the interest in Davutoğlu’s ideas on a new Turkish foreign policy, that one Greek academic suggested that it was imperative that Davutoğlu’s book should be translated into Greek – a Herculean task for the translators of this nearly 900 pages oeuvre of diplomatic wisdom. Eventually the book “Strategic depth: The international position of Turkey” was published in Greek at the beginning of June edited by professor N. Sarris becoming, as expected, the subject of hot debate.

It was the translation of his book into Greek that gave flesh to Davutoğlu for the Greek public. Now, the smiling, mild minister was seen through a specific ideological framework of a greater Turkey becoming an important player in the new geostrategic balances of our world.

But it is the position of Turkey in its immediate neighborhood that is causing a serious headache to his Greek readers. And it is one particular chapter that we should look more carefully for the sake of this column.

Here is what he says about the Aegean: “The source of the main problem in the Aegean is the contrast between the geological and geopolitical reality and the current status quo. Contrary to the fact that the islands in the Aegean Sea are the natural extension of the geological structure of the peninsula of Anatolia, and to the geopolitical necessities borne out of the above situation, the political distribution was made through international agreements, in favor of Greece, which is something that inflames problems like the continental shelf, the territorial waters, the air space, the FIR, the areas of command and control and the demilitarization of the islands,” writes professor Davutoglu in his book.

I am neither a strategist nor an international relations expert, certainly not a politician. I can only work with some simple logic. Is it not obvious that Davutoğlu’s expressed policy is for Turkey to challenge the sovereignty of the Aegean and to push for the change of the status quo? And don't you see the potential flash point if Greece “in a few weeks” launches an international bid for the exploration of the natural resources in a sea that is half disputed by its neighbor?

 

Aegean oil, trouble again?, της Αριάνας Φερεντίνου

http://tvxs.gr/node/61344/363323

Η πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα υπήρξε αναμφίβολα επιτυχημένη από επικοινωνιακή τουλάχιστον άποψη. Ωστόσο, παρά τον εντυπωσιακό αριθμό μνημονίων που υπεγράφησαν, κατέστη σαφές ότι δεν ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση της ειρήνης και την προώθηση της διμερούς συνεργασίας, υποστηρίζει σε άρθρο γνώμης η Αριάνα Φερεντίνου, στη αγγλόγλωσση Hürriyet Daily News με τίτλο «Aegean oil, trouble again?».

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κ. Μανιάτη στον ελληνικό ιδιωτικό σταθμό Real Fm περί δημιουργίας δημόσιου φορέα ο οποίος θα έχει την εποπτεία διαγωνισμού, στον οποίο θα συμμετέχουν ξένες επενδυτικές εταιρίες με στόχο τη διεξαγωγή ερευνών για την ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα στις διμερείς σχέσεις θα καταστούν εμφανή στο προσεχές χρονικό διάστημα.

Ερωτηθείς κατά πόσο η ανόρυξη κοιτασμάτων στο Αιγαίο εξαρτάται από τη σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία, ο κ. Μανιάτης απάντησε: «Οι σχέσεις στις έρευνες υδρογονανθράκων διέπονται από το Διεθνές Δίκαιο. Η χώρα μας σέβεται απολύτως του κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Δεν έχει διάθεση ούτε να καταπατήσει δικαιώματα της Τουρκίας, ούτε ασφαλώς και να εκχωρήσει σε οποιονδήποτε γείτονα δικαιώματα που είναι δικά μας».

Απαντώντας στη συνέχεια για τις περιοχές, των οποίων η ελληνική κυριαρχία αμφισβητείται από την τουρκική πλευρά, ανέφερε: «Αυτά είναι ζητήματα που κυρίως αντιμετωπίζονται σε επίπεδο Υπουργείου Εξωτερικών. Δεν θα ήθελα να μπω σε αυτή τη συζήτηση. Θα ήθελα, όμως, να σας διαβεβαιώσω ότι ο δημόσιος φορέας, που θα αναλάβει την προκήρυξη των διαγωνισμών, θα κάνει με πολύ σοβαρότητα τη δουλειά του και δεν πρόκειται να εκχωρήσει ούτε μια σπιθαμή ελληνικών δικαιωμάτων έρευνας σε οποιονδήποτε. Έχουμε και άλλους γείτονες, δεν έχουμε μόνο τους Τούρκους».

Στη συνέχεια, η αρθρογράφος αναφέρεται εκτενώς στην αινιγματική, για πολλούς Έλληνες, προσωπικότητα του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών και αρχιτέκτονα της νέας εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου. Το ενδιαφέρον από ελληνικής πλευράς ήταν τόσο μεγάλο που οδήγησε στην κυκλοφορία του ογκώδους έργου του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, με τίτλο «Στρατηγικό Βάθος: H διεθνής θέση της Τουρκίας» και στην Ελλάδα. Όπως ήταν αναμενόμενο, το βιβλίο του κ. Νταβούτογλου προκάλεσε αντιδράσεις και έντονο προβληματισμό ιδιαίτερα όσον αφορά τις αντιλήψεις του για το ρόλο της Τουρκίας ως δύναμης στην περιοχή.

Κεφάλαιο, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Η πηγή του κυριότερου προβλήματος στο Αιγαίο έγκειται στην αντίθεση μεταξύ γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του υφιστάμενου status quo. Σε αντίθεση με το γεγονός ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αποτελούν τη φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Ανατολίας και των γεωπολιτικών αναγκαιοτητών που προέρχονται από την παραπάνω κατάσταση, η πολιτική κατανομή υλοποιήθηκε δια μέσου διεθνών συμφωνιών προς όφελος της Ελλάδας, γεγονός το οποίο αναζωπυρώνει προβλήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, το FIR, οι περιοχές ελέγχου, καθώς και θέματα αποστρατικοποίησης των νησιών».

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς διεθνολόγος για να αντιληφθεί ότι ο στόχος της πολιτικής Νταβούτογλου, έτσι όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο του, συνίσταται στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας στο Αιγαίο και στην προσπάθεια για αλλαγή του status quo, ούτε για να μαντέψει την κρίση που θα μπορούσε δυνητικά να προκύψει από την πρόθεση της Ελλάδας να διερευνήσει κοιτάσματα σε μια θάλασσα, που κατά το ήμισυ αμφισβητείται από την Τουρκία, καταλήγει το άρθρο γνώμης της Αριάνας Φερεντίνου.

---------------------

Μ. Μεγαλοκονόμου, πρέσβη Ε.Τ., 1.7.2010, Στρατηγικό βάθος, θεωρία και πράξη.

 

του ΜΑΝΟΥ ΜΕΓΑΛΟΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΡΕΣΒΗ Ε.Τ, Πέμπτη, 01 Ιουλίου 2010, ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ.ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

http://ellinikoforum.blogspot.com/2010/07/blog-post_8561.html

Πιστεύω ότι ο χαρακτήρας ενός συγγραφέα, γιατί η αρχή είναι η συγγραφική δουλειά του Αχμετ Νταβούτογλου, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει σημαντικά το έργο του. Όχι τόσο βέβαια όταν πρόκειται για καθαρά επιστημονική εργασία.  

 

του ΜΑΝΟΥ ΜΕΓΑΛΟΚΟΝΟΜΟΥ 

ΠΡΕΣΒΗ Ε.Τ  


Όταν όμως, όπως στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για έργο που στόχο έχει να κατευθύνει, λίγα χρόνια μετά την συγγραφή του, την εξωτερική πολιτική μιας μεγάλης χώρας, τότε νομίζουμε ότι η προϊστορία και ο χαρακτήρας του συγγραφέα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Νταβούτογλου λοιπόν σπούδασε στο γερμανικό Λύκειο και μετά στο Παν/μιο της Κωνσταντινούπολης , ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία διδάσκοντας πρώτα στο Διεθνές Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Κουάλα Λουμπούρ στη Μαλαισία και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη.

Από τον Μάιο του 2009 είναι εξωκοινοβουλευτικός Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του (ένα από τα πολλά που έχει γράψει) διακρίνει ορισμένα χαρακτηριστικά που τελικά δικαιολογούν και τις θεωρητικές του πεποιθήσεις ως προς την ενδεδειγμένη για την Τουρκία εξωτερική πολιτική. Το βιβλίο στο εννοιολογικό του μέρος περιέχει σύνθεση θρησκευτικών, ιστορικών και εθνικών στοιχείων αλλά φανερώνει και μια ισχυρή επήρεια από την βασική γερμανική του παιδεία. Αυτό άλλωστε καταφαίνεται και από αναφορές που δείχνουν τον θαυμασμό του για την γερμανική ψυχραιμία, οργανωτικότητα και πειθαρχία. Είναι φανερή ακόμη η φιλοδοξία του να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική της χώρας του καθώς κατηγορεί συχνά τους τότε (γύρω στο 2000) πολιτικούς για ψυχολογική ηττοπάθεια υπονοώντας βέβαια ότι αν εκείνος βρισκόταν στη θέση τους θα έκανε μεγάλα έργα. Η ιδέα της «μεγαλωσύνης» βρίσκεται σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου του, ξεκινώντας από τη σκέψη ότι η Τρίτη περίοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1355-1683 - Βιέννη), μετά δηλαδή το πέρασμα των Οθωμανών στην Ευρώπη είχε εγκαθιδρύσει την «σταθερότερη τάξη πραγμάτων» στην περιοχή. Μιλάει για το «Βιλαέτι της Βαγδάτης» σαν να είναι ακόμη το Ιράκ υπό Οθωμανική κατοχή. Μιλάει για τα νησιά που «κατά απερίσκεπτο τρόπο εγκατελείφθησαν στην Ελλάδα» και θέλει «να αυξηθεί η εξάρτηση των Δωδεκανήσων από την μικρασιατική ηπειρωτική πλάκα» (235). Γιατί όπως λέει επί λέξει: «Η Τουρκία πλέον είναι υποχρεωμένη να αναβαθμισθεί, ώστε, ανερχόμενη σε υψηλότερη κλίμακα, να θεωρήσει τις σχέσεις της με αυτές τις χώρες ως υποδεέστερα στοιχεία με την άσκηση έναντι αυτών πολιτικών αφ’ υψηλού». Οι χώρες στις οποίες αναφέρεται εδώ είναι η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Αρμενία και η Γεωργία. Η αλαζονεία, η μεγαλομανία και θα έλεγα ένα είδος γεωγραφικού παραλογισμού δεν έχουν τελειωμό. Γιατί είναι και οι επαναλήψεις που κάνουν εντύπωση. Επαναλήψεις που αφορούν λ.χ. στην προνομιακή γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας. Κανείς δεν έχει αντίρρηση σ’ αυτό και μάλιστα πρέπει να θυμηθούμε ότι όλοι οι πολιτισμοί λίγο πολύ θεώρησαν κατά καιρούς ότι αποτελούσαν το κέντρο της γης. (Μεσόγειος, Κίνα – Κεντρική Χώρα- , Αμερική κλπ.), Αλλά από κάποιο σημείο και μετά, απομακρύνεται τόσο από την αντικειμενική διαπίστωση που αρχίζει να χάνει τη σοβαρότητά του.

Σε κάποιο σημείο ξεπερνάει ακόμη και τον εαυτό του ο νυν Υπ. Εξωτερικών της Τ. : Περιγράφοντας τα όρια της Τουρκίας, λέει: «τόσο όταν εξετασθούν μεμονωμένα όσο και όταν εξετασθούν ως σύνολο, η εγγύς χερσαία περιοχή αποτελούμενη από τη ζώνη Βαλκάνια-Καύκασος-Μέση ανατολή, η εγγύς θαλάσσια περιοχή αποτελούμενη από τις κλειστές θάλασσες και τις υδάτινες διόδους του Ευξείνου Πόντου –Βοσπόρου-Προποντίδας-Αιγαίου-Ανατολικής Μεσογείου-Ερυθράς θάλασσας-Περσικού κόλπου-Κασπίας και , τέλος οι εγγύς προς την Τουρκία ηπειρωτικές περιοχές της Ευρώπης-Βόρειας Αφρικής-και Κεντρικής Ασίας που περιβάλλουν την Τουρκία καλύπτονται από γεωγραφική άποψη από πεδία που σχηματίζουν το κέντρο της παγκόσμιας κεντρικής γής (heartland) και από ιστορική άποψη την αορτή της ιστορίας της ανθρωπότητας» (821). Με τα προεκτεθέντα δεν έχω κατ’ ουδέν την πρόθεση να υποτιμήσω τις σκέψεις του Νταβούτογλου, αντιθέτως μάλιστα αυτές, όπως διατυπώνονται αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία αλλά και γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνες για τις μελλοντικές προοπτικές της περιοχής μας. Επιχειρώ να αρχίσω την ανάλυση με ένα απόσπασμα που είναι πολύ εύστοχο και σημαντικό, μήπως και απαλύνω τις προηγούμενες εντυπώσεις. Λέει ο Ντ. «Οι δυναμικές διεθνείς συνθήκες καθιστούν αναπόφευκτη τη συνεχή επαφή με κάθε υποκείμενο. Η συμμετοχή ενός υποκειμένου που ανήκει στον αντίπαλο συνασπισμό είναι ικανή να καταστήσει τις επαφές ακόμη πιο σημαντικές από τη σκοπιά της κατανόησης των προθέσεων των υποκειμένων». (474) Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να επωφεληθούμε από το σωστό αυτό μάθημα του Ντ. για να καταλάβουμε τις προθέσεις του συγκεκριμένου «υποκειμένου».

Βασική θέση , όπως είπαμε και πριν, είναι η Γεωπολιτική θέση της Τουρκίας. Και μάλιστα η κεντρική θέση που κατέχει στους ανταγωνισμούς των κέντρων της χερσαίας και θαλάσσιας ισχύος που διεξάγονται προς κάθε κατεύθυνση (190). Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου η Τουρκία, όντας υποχρεωμένη να σταματήσει κάθε εκ του βορρά (ΕΣΣΔ) προερχόμενο κίνδυνο ενετάγη στο ΝΑΤΟ και ακολούθησε τις πολιτικές της Δύσης παρά το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές δεν ήταν σύμφωνες με τα περιφερειακά της συμφέροντα και κατά συνέπεια περιόρισαν τον «ζωτικό της χώρο» (126) Αναφέρονται σε σχέση με αυτή την θυσία της Τ., το Ισραήλ, η στάση των αράβων απέναντί της, η μη συμμετοχή της στον ορυκτό πλούτο της Μέσης Ανατολής κλπ. Πέραν αυτού η «περιθωριοποίηση της Τ.» ακόμη και μετά το 1990, οφείλεται σε «αλλαγή στρατηγικής» της Ε.Ε. η οποία προτίμησε, κατά την εκτίμηση του Ντ., να έχει επαφή με την ορθόδοξη-σλαυική ζώνη, αντί με τις ισλαμικές χώρες. Μέσα στις αβεβαιότητες που ακολούθησαν το τέλος του Ψυχρού πολέμου και στα κενά που δημιουργήθηκαν ο Ντ. κατατάσσει κυρίως την Ασία όπου υπάρχει, λέει, διαφοροποίηση των νομίμων διεθνών συνόρων και των de facto σχηματισμών ισχύος (Τσετσενία, Αρμενία-Αζερμπαιτζάν). Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι και τα Ιρακινά σύνορα έχασαν σε σημαντικό βαθμό την έννοια τους Καθώς « το Ιρακ , ενώ έχει διαμελισθεί σε τρία τμήματα, από την άποψη του εκ των πραγμάτων ελέγχου, διατηρεί ακόμη την ύπαρξή του ως μία οντότητα». Ήδη μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου παρατηρείται κινητικότητα τόσο έντονη και γρήγορη που οι συνθήκες επιβάλλουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις από την Τουρκία σε ότι αφορά στην εξωτερική της πολιτική. Μια πολιτική λέει ο Ντ, «η οποία προτιμά αντί του εντατικού ρυθμού (που εισηγείται ο συγγραφέας), τον εφησυχασμό της διατήρησης του status quo , δεν θα μπορέσει όχι μόνο να μετατρέψει την γεωπολιτική σε παγκόσμια δραστηριότητα αλλά ούτε να διατηρήσει καν τα υφιστάμενα σύνορα». Και το γεγονός αυτό γίνεται ακόμη πιο κρίσιμο αφού οι ίδιοι οι σύμμαχοι, στις μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες που διανύουμε μπορούν να θεωρήσουν την γεω-οικονομική δραστηριότητα της Τουρκίας σήμερα στη Μ. Ανατολή, που βασίζεται στην ισορροπία νερού-πετρελαίου, ως βλαπτική των εθνικών τους συμφερόντων. Και κατά συνέπεια να ζητήσουν την αλλαγή αυτών των συνόρων ή την δημιουργία νέων πεδίων επιρροής. Ξεκινάει λοιπόν ο Ντ. από τη σκέψη ότι σε περιόδους ρευστότητας όπως η σημερινή, αν δεν ενεργοποιηθεί κανείς ακόμη και πέραν των φυσιολογικών πολιτικών του προοπτικών, κινδυνεύει να χάσει και τα κεκτημένα που έχει από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια χρειάζεται να κινηθεί γρήγορα η Τ. μέσα στα γεωστρατηγικά κενά που δημιούργησε το τέλος του ψυχρού πολέμου και να κινηθεί με κατάλληλη «στρατηγική προσδιοριστικότητα και τακτική ελαστικότητα».

Τρεις είναι οι περιοχές όπου κατά τον Ντ πρέπει να ασκηθεί η στρατηγική εξωτερική πολιτική την οποία η Τουρκία μπορεί να χρησιμοποιήσει στο μέλλον, μέσα από τακτικές προτεραιότητες, για σταδιακό άνοιγμά της στο διεθνές περιβάλλον. Οι περιοχές αυτές είναι α> Η εγγύς χερσαία περιοχή:Βαλκάνια-Μέση Ανατολή-Καύκασος, β> Η εγγύτερη θαλάσσια περιοχή :Εύξεινος Πόντος-Αδριατική-Ανατολική Μεσόγειος-Ερυθρά θάλασσα-Περσικός Κόλπος-Κασπία Θάλασσα. γ> Η εγγύτερη προς την Τουρκία ηπειρωτική περιοχή :Ευρώπη-Βόρεια Αφρική-Νότια Ασία-Κεντρική και Ανατολική Ασία. (193) Ξεχωρίζοντας την άσκηση πολιτικής που βασίζεται στην διεθνή νομιμοποίηση από εκείνη της «ρεαλιστικής πολιτικής" και παίρνοντας παράδειγμα από τις πολιτικές των ΗΠΑ κατά τον ψυχρό πόλεμο» (350) ο Ντ. εξετάζει λεπτομερώς τις τακτικές παρεμβάσεις, τις στρατηγικές πυρηνικής ανωτερότητος και τις τακτικές διπλωματικής περικύκλωσης των αντιπάλων κρατών. Συνεχίζει λέγοντας ότι το τέλος του ψυχρού πολέμου είχε ως αποτέλεσμα να μετατρέψει το ΝΑΤΟ από αμυντικό οργανισμό σε ενεργή δύναμη διαθέτουσα παγκόσμιες αποστολές. Αυτές οι αποστολές και ο ρυθμιστικός και προστατευτικός ρόλος του νέου ΝΑΤΟ καθιστούν αναγκαία την ενίσχυση του στρατηγικού βάθους του Οργανισμού «κυρίως επι των γεωπολιτικών αξόνων που περικυκλώνουν και τέμνουν την Ευρασία στην κατεύθυνση Ανατολής – Δύσης και Βορρά – Νότου». Και η Τουρκία κατέχει ιδιαίτερη θέση στον προσδιορισμό της νέας παγκόσμιας στρατηγικής αποστολής του ΝΑΤΟ εξ αιτίας της θέσης όπου βρίσκεται η χώρα. Ενισχυμένη λοιπόν η Τουρκία εκ των ανωτέρω αλλά και από τη νέα δομή του διεθνούς πολυπολικού συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, αποκτά πρωτεύοντα πλέον ρόλο. Και στο τομέα αυτόν πρέπει να επιδιωχθεί αρμονία μεταξύ των περιφερειακών επιλογών της Τουρκίας και του προσδιορισμού της παγκόσμιας αποστολής και αναζήτησης του ΝΑΤΟ για την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Όχι όπως κατά την ψυχροπολεμική περίοδο, όπου η Τουρκία είχε ενταχθεί εξ ανάγκης αποτροπής του εκ βορά κινδύνου, χωρίς δικές της πρωτοβουλίες – Ο Ντ. σημειώνει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην προσπάθεια της Τ. κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο να καταλάβει μια νέα θέση στο διεθνές πολιτικό σύστημα μέσα από ένα στρατηγικό άλμα βασιζόμενη στα εθνικιστικά ιδεώδη του παντουρκισμού - καθώς υπολόγιζε και στην στήριξη της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος που εθεωρείτο αήττητη - και στην παρούσα συγκυρία και προτάσεις του. Λέει ότι τα άλματα που υπολογίζεται να γίνουν μόνο βάσει της στρατιωτικής ισχύος ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπα με απειλές που θα προξενήσουν οι αντίθετες δυνάμεις. Οι απειλές αυτές μπορούν να εξισορροπηθούν μόνο αν υπάρχει στρατηγικός ορθολογισμός που υποστηρίζεται με διαβαθμισμένη τακτική. Όμως η τουρκική πολιτική, ιδίως μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία είχε περιέλθει λέει ο Ντ. σε καθεστώς υποδούλωσης. «Συνεπώς φαινόταν να έχουν απωλέσει τη σημασία τους ο ισλαμισμός και ο τουρκισμός, που συνιστούσαν δύο σημαντικά επίπεδα ενός φιλόδοξου σχεδίου δημιουργίας διεθνούς ενδοχώρας (Hinterland) στη οποία θα βασιζόταν το Οθωμανικό κράτος. (123). «Αντί δηλαδή της επιδίωξης να γίνει το νεοτουρκικό κράτος εναλλακτικός ή αντίπαλος άξονας (της δύσης) προτιμήθηκε η συμμετοχή του στον δυτικό άξονα».

Για τους παραπάνω λόγους η Τουρκία πρέπει να μπει τώρα «σε μια διαδικασία επανερμηνείας του παρελθόντος της». Και εξ αυτού επιβάλλεται για την Τ. να αναπτύξει μια διπλωματική στάση που να μπορεί να αξιοποιεί επαρκώς την «πολύπλευρη ιστορική συσσώρευση εμπειρίας της και να συμβαδίζει με διαφορετικά εναλλακτικά σχέδια.» (157)Για να επιτευχθεί λοιπόν ο βασικός στόχος για την τουρκική διπλωματία, δηλαδή η άσκηση συνεχούς, μεθοδευμένης και συστηματικής επιρροής στην διεθνή της ενδοχώρα πρέπει να εκτείνει τη δράση της σε πολλές περιοχές. Ας δούμε ποιές είναι οι εκτιμήσεις που κάνει για τις διάφορες αυτές περιοχές.Εκφράζοντας την γενική του φιλοσοφία λέγει ότι απαιτείται να αναπτυχθούν ορθολογικές πολιτικο-οικονομικές σχέσεις με τους γείτονες ενώ συγχρόνως να αναπτύσσεται περιφερειακή δραστηριότητα μέσω συμμαχιών. Σημειωτέον ότι πουθενά στη τόσο μακρά εργασία του ο Ντ. δεν κάνει λόγο για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των γηγενών πληθυσμών, για τα ανθρώπινα δικαιώματα (πλην των μουσουλμάνων) ή για τις βασικές αρχές της Δημοκρατίας, αλλά μόνο για τις γεωστρατηγικές θεωρίες και τις ασκήσεις του επί χάρτου. Αυτό βέβαια εφόσον δεν πρόκειται για μουσουλμανικές μειονότητες που βρίσκονται εκτός των τουρκικών συνόρων καθώς από όλο το σύγγραμμα διαφαίνεται ότι είναι οι μόνοι πληθυσμοί που αξίζουν προστασίας, φυσικά από την Τουρκία. Και τούτο υπονοεί ότι θα γίνει με τη δημιουργία εγγυήσεων των οποίων θεματοφύλακας θα είναι πάλι η Τουρκία. Μετά από την διευκρίνιση αυτή, έρχεται η εξέταση του τρόπου που αντιμετωπίζει η Τ. , κατά τον Ντ. πάντα, την «άτυχη» γι’ αυτή θέση των νήσων του Αιγαίου. Αφού ισχυρίζεται ότι η χώρα του που όπως ειπώθηκε είναι χώρα όπου διασταυρώνονται θαλάσσιες αρτηρίες, κλειστές θάλασσες και κόλποι διατυπώνεται και η περίεργη θεωρία ότι η Τουρκία ως αρχιπελαγικό ( ! ) (242) κράτος χρειάζεται πλην των άλλων να εγκαθιδρύσει θαλάσσια κυριαρχία πάνω στις θαλάσσιες και υδάτινες αρτηρίες που περιβάλλουν αυτό τον άξονα (239). Το υπάρχον όμως σήμερα καθεστώς των νήσων στενεύει σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό της χώρο. (244). «Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση από αυτά τα νησιά, των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας. Αντίθετα, η Ελλάδα, λέει ο Ντ., ακολουθεί μια στρατηγική χρησιμοποίησης του πλεονεκτήματος που της παρέχεται από την κατοχή των νησιών, για να το εφαρμόσει στο σύνολο του Αιγαίου και της υδάτινης περιοχής.

Το γεγονός ότι οι δίαυλοι (ανατολικά και δυτικά της Κρήτης) αφενός της Καρπάθου και της Κάσου και αφετέρου των Κυθήρων και του ακρωτηρίου της Σπάθης αλλά και της Καρπάθου και της Μαρμαρίδας, έχουν περικυκλωθεί από αυτά τα νησιά, επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη σύνδεση με Εύξεινο Πόντο - Προποντίδα - Μεσόγειο της Τουρκίας». Για όλους αυτούς τους λόγους ο Ντ. κρίνει ότι ήταν μεγάλο σφάλμα της Τουρκίας να εγκαταλείψει, όπως λέει, τα νησιά μετά τον Β’ Παγκόσμιιο πόλεμο με αποτέλεσμα η Ελλάδα να διατηρεί τον παλμό του στρατηγικού της υπογραστρίου. Καταλήγει το σχετικό εδάφιο λέγοντας ότι «Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου». (244). Το Αιγαίο , εξ’ άλλου και η Κύπρος «συναρμόζονται» όπως γράφει ο Ντ. από στρατηγική άποψη τώρα», (εννοεί) περισσότερο από ότι κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Συναρμόζονται λοιπόν μεταξύ τους και αλληλοεπηρεάζουν και άλλα περιφερειακά θέματα. Η αλληλεπίδραση αυτή αύξησε τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου. Και ισχυρίζεται ο συγγραφέας ότι αυτή η ηυξημένη σπουδαιότητα της Κύπρου και του Αιγαίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Τουρκία αφού, λέει, η Τουρκία δεν είναι απλώς μια χώρα του Αιγαίου αλλά και μια χώρα που εντάσσεται «σε ένα ευρύτερο πλαίσιο , σε μια περιοχή που ξεκινάει από την Αδριατική και εκτείνεται ως τον κόλπο της Αλεξανδρέττας και τη Διώρυγα του Σουέζ» Αυτές οι μεγαλοστομίες δεν πρέπει πια να μας κάνουν να απορούμε. Βρίθουν σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Με τις προοπτικές αυτές των ενδιαφερόντων του Ντ., είναι φυσικό να αισθάνεται η Τουρκία «αποκλεισμένη στο Αιγαίο» από τα ελληνικά νησιά και «περικυκλωμένη στο νότο από την «ρωμαίικη διοίκηση της Κύπρου», όπως τη χαρακτηρίζει. Και εδώ γίνονται οι αναγκαίοι συνειρμοί μεταξύ των «ρωμιών» της Πόλης και της Ίμβρου και Τενέδου και των Ρωμιών της Κύπρου και της τύχης που τους περιμένει με κάποια ανεπιτυχή εξέλιξη του Κυπριακού. Ο Νταβούτογλου αναφερόμενος στην Κύπρο λέει ακόμη ότι αποτελεί ιστορική ευθύνη της Τουρκίας να υποστηρίζει ανελλιπώς τα δικαιώματα της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητος στο νησί. Λέει ακόμη ότι μια ενδεχόμενη επίδειξη ανικανότητος της Τουρκίας να επιτύχει τον σκοπό αυτό μπορεί να εμπεριέχει τον κίνδυνο να εξαπλωθεί η αδυναμία αυτή κατά κύματα στη δυτική Θράκη και τη Βουλγαρία και ακόμη και στο Αζερμπαϊτζαν και στη Γεωργία. Γι’ αυτό η προστασία της τουρκικής κοινότητας στη Κύπρο έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητος αλλά και από την άποψη του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων που συνιστούν τα οθωμανικά κατάλοιπά. Αλλά και πέραν αυτών γράφει ότι «Το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μια χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση.

Η Τουρκία, που κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις (νέες γεωστρατηγικές) ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Και προσθέτει παρακάτω την φράση που είναι ίσως η πιο γνωστή από τα κείμενα του Ντ. »Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου. Όπως τα Δωδεκάνησα όπου δεν υπάρχει πλέον τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ παρ’ όλο που δεν έχουν καμμιά πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής ενδιαφέρονται άμεσα γ’ αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη, από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα» «Η Τουρκία», συμπεραίνει ο Νταβούτογλου, «πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς». Η πολιτική της Τουρκίας στα Βαλκάνια έχει πολλές όψεις αναλόγως της κάθε μιας χώρας. Εκφράζει επιθυμία πλήρους υποστήριξης προς τους λαούς που έχουν μουσουλμανικές κοινότητες, πρόθεση προστασίας των μουσουλμανικών κοινοτήτων με την εξασφάλιση καταλλήλων «εγγυήσεων» που θυμίζουν τις εγγυήσεις που ίσχυσαν στην Κύπρο. Προβλέπει επίσης διπλωματική προσέγγιση με χώρες όπως η Αλβανία που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον ρόλο της επικυριαρχίας στα Βαλκάνια. Η πολιτική των εξαγγελθέντων «μηδενικών προβλημάτων» εξηγείται με τον τρόπο αυτό. Μόνο δηλαδή όπου και όταν επιθυμεί η Τουρκία θα δημιουργεί ή θα αναζωπυρώνει προβλήματα με σκοπό να κρατάει σε εφησυχασμό τα υπόλοιπα κράτη των Βαλκανίων για τα οποία δεν θεωρεί σκόπιμο να επιδιώξει άμεσες «λύσεις». Παράδειγμα της πολιτικής αυτής αναφέρει ο ίδιος ο Ντ. όταν εξηγεί ότι «η επιχείρηση της Κύπρου (η εισβολή δηλαδή) πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή κατά την οποία η παγκόσμια διπολική ισορροπία ακολουθούσε μια εξαιρετικά ευαίσθητη πορεία και η προσοχή όλων είχε στραφεί στις συγκρούσεις που λάμβαναν χώρα στη Μέση Ανατολή. Και η επέμβαση αυτή εξασφάλισε «την δημιουργία του επιδιωκομένου καθεστώτος», λέει ο συγγραφέας. Και προσθέτει, «Αντιθέτως προκρίθηκε η λύση της διασποράς στον χρόνο (αναβολής δηλαδή) των ζητημάτων που αφορούσαν την τουρκική μειονότητα της Βουλγαρίας και τα οποία εμφανίσθηκαν κατά την περίοδο ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο πόλων. (Θα έχει δηλαδή και η Βουλγαρία την ευκαιρία, την κατάλληλη στιγμή να νιώσει ό,τι ένιωσε και η Κύπρος. Να μην απογοητεύεται ότι λησμονήθηκε…). Στο Μεσανατολικό, η Τ. είχε προσεγγίσει κατά την ψυχροπολεμική περίοδο το ζήτημα, που ταυτίσθηκε με την παλαιστινιακή και πετρελαϊκή διάσταση, με επιφυλακτικό και ισόρροπο τρόπο, όπως λέει ο συγγραφέας. Αυτό έγινε χωρίς άμεσες επεμβάσεις. Τώρα με τη νέα συγκυρία, είτε της αρέσει είτε όχι, (λέει ο Ντ.), η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα του 21ου αι. (τα έγραφε το 1999) στο επίκεντρο ενός νέου σχεδιασμού με άξονα το Ιράκ, το Κουρδικό, και τους υδάτινους πόρους. Επομένως η απόκτηση ασιατικού βάθους στα πλαίσια μιάς συνεπούς ευρασιατικής πολιτικής είναι για την Τουρκία αναπόφευκτη στρατηγική επιλογή.(676). Χρειάζεται λοιπόν, με έναν ευρύτερο γεωπολιτικό προσδιορισμό, να αποκτήσει τη θέση του μακροπρόσθεσμου κέντρου επίλυσης των εντάσεων της περιοχής.

Λέει ο Νταβούτογλου ότι η «ειρηνευτική διαδικασία της Μέσης Ανατολής δεν θα πρέπει να θεωρείται μόνο ως αραβο--ισραηλινή διένεξη , αλλά πρέπει να αποκτήσει μια νέα έννοια στα πλαίσια της περιφερειακής πολιτικής της Τουρκίας» και υποστηρίζει παρακάτω ότι ο ρόλος παρατηρητή που είχε μέχρι τώρα (δηλαδή μέχρι το τέλος περίπου του ψυχρού πολέμου) στο Μεσανατολικό δεν της προσιδιάζει πλέον και πρέπει να γίνει πιο δραστήριος γιατί, «στη νέα αυτή δυναμική συγκυρία θα αλλάξει και ο τρόπος αλληλεπίδρασης του Κυπριακού, Παλαιστινιακού και Κουρδικού ζητήματος. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ένα ενωτικό χαρακτήρα από πλευράς εσωτερικής της Τουρκίας (δηλαδή να απαλλαγεί από την επιρροή της κεμαλικής ιδεολογίας – επιρροής των στρατιωτιού κατεστημένου) και την ανάληψη ειρηνευτικού-περιφερειακού ρόλου. Η ανάγκη αυτή υπαγορεύεται από την διαπίστωση του Ντ. ότι «η δυναμική συγκυρία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου θέτει τις χώρες που αναπτύσσουν στατική και παθητική στάση σε σύντομο χρονικό διάστημα στο περιθώριο της διπλωματικής διαδικασίας». Το κουρδικό θέμα απασχολεί σε σημαντικό βαθμό τον Ντ. αφού ισχυρίζεται ότι αποτελεί καθαρά ενδοτουρκικό πρόβλημα και όχι διεθνές. Όμως ο προσανατολισμός των ΗΠΑ στην επίλυση του κουρδικού επί του ιρακινού άξονα όσο κι’ αν φαίνεται ότι σε πρώτη φάση δεν δημιουργεί άμεσο πρόβλημα, στην επόμενη όμως φάση, θα προκαλέσει αντιδράσεις στην Τουρκία η εμφάνιση πολιτειακού μορφώματος στο Β. Ιράκ. Αντιμετωπίζει λοιπόν με καχυποψία και τη στάση των ΗΠΑ. Η Τ. επομένως πρεπει στο εξής να ενισχύσει την αίσθηση του ανήκειν, όπως λέει ο συγγραφέας αλλά και ισοπολιτεία για τους κούρδους. Η λέξη ισοπολιτεία δεν διευκρινίζεται φυσικά στο βιβλίο.Στο μέρος που εξετάζει την πιθανότητα ένταξης της Τ. στη ΕΕ ο Ντ. , φοβούμενος την ανάμιξη της ΕΕ στο κουρδικό αναφέρει ότι « Οι πολιτικοί που θεωρούν ότι η Τουρκική Δημοκρατία… απέκτησε τις απαραίτητες εγγυήσεις κυριαρχίας και ασφάλειας στη Λωζάνη υιοθετούν μια εξαιρετικά ευαίσθητη στάση ενώπιον των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν από την αλλαγή των ισορροπιών της Λωζάννης.

Αν δηλαδή η διαδικασία της ένταξης προκαλέσει επαναπροσδιορισμό της έννοιας των μειονοτήτων, οι οποίες έχουν καθορισθεί στη Λωζάννη με βάση το θρήσκευμα, και επανακαθορισθεί με βάση την εθνοτική (ομάδα) θα σημαίνει και την υιοθετηση εκ μέρους της ΕΕ μιάς κουρδικής πολιτικής. Κάτι δηλαδή το οποίο συνιστά το πιο εύθραυστο στοιχείο μεταξύ των ισορροπιών της Λωζάννης και των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ» (766) Αν, αδιαφορώντας κανείς για τις μεγαλοστομίες και την ακατάσχετη αλαζονεία του συγγραφέα οφείλει να του αναγνωρίσει μια πολύ επιτυχή ανάλυση σε ένα τομέα, αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο τομέας της κεντρικής Ασίας. Η περιγραφή του κατακερματισμού όπως αποκαλεί την κατάσταση εκεί και η πρόβλεψη ότι αποτελεί μια εν δυνάμει εστία μελλοντικών κρίσεων επιβεβαιώνεται συνεχώς μέχρι και σήμερα: Τόσο από τις συγκρούσεις που μεσολάβησαν στην περιοχή όσο και κυρίως από την παρούσα κρίση μεταξύ Κιργκιστάν και Ουζμπεκιστάν. Επίσης προέβλεψε μια νέα παράμετρο. Την πιθανή πληθυσμιακή πίεση της Κίνας προς το Καζακστάν, μιας από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές αλλά και πλούσιες σε κοιτάσματα περιοχές του πλανήτη. Ίσως στην επιτυχία αυτή να βοήθησε τον συγγραφέα και το γεγονός ότι πολλές προσπάθειες και ελπίδες της Τουρκίας είχαν τότε, την εποχή της συγγραφής του έργου, βρει απροσδόκητα εμπόδια. Πράγματι οι Τούρκοι (προερχόμενοι και αυτοί από την Κεντρική Ασία – όπως παραδέχεται ανέτως ο Ντ.) αισθανόμενοι πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική συγγένεια με τους πληθυσμούς της κεντρικής Ασίας είχαν ξεκινήσει ένα ορμητικό άνοιγμα στις νέες χώρες που μόλις είχαν τότε αποκτήσει την ανεξαρτησία τους από τον προαιώνιο εχθρό της Τουρκίας , την Ρωσσία. Οι μεγάλες όμως αυτές προσδοκίες και παρεμβάσεις προκάλεσαν τις ανησυχίες των τρίτων. Οι τρίτοι αυτοί ήταν πολλοί, η Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράν, φυσικά η Ρωσσία η ίδια.

Ο μεγάλος αυτός ανταγωνισμός που συνεχίζεται και σήμερα αφορούσε κυρίως τις διελεύσεις προς τη θάλασσα του ενεργειακού πλούτου της περιοχής της Κασπίας. {Τέσσερεις είναι, ως γνωστόν, οι εναλλακτικές κατευθύνσεις: βόρεια της Κασπίας, μέσω Ρωσίας – νοτιοδυτικά της Κασπίας μέσω Ιράν και Τουρκίας, νότια της Κασπίας μέσω Αφγανιστά, Ινδίας και Πακιστάν και τέλος – κάτι που συχνά λησμονείται, ανατολικά μέσω Κίνας}. Η Τουρκία ακολούθησε στην περίπτωση αυτή μια στρατηγική η οποία στράφηκε προπάντων προς τη διείσδυση στην περιοχή, έχοντας εξασφαλίσει προηγουμένως την υποστήριξη των δυνάμεων του διεθνούς συστήματος και κυρίως των ΗΠΑ.Η υπερφίαλη όμως τακτική και η νεοθωμανική συμπεριφορά προς τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και νυν ανεξάρτητες χώρες της κεντρικής Ασίας απέδωσαν στην αρχή αρνητικά αποτελέσματα για την Τουρκία. Το ίδιο το Αζερμπαϊτζάν, που είχε επωφεληθεί της υποστήριξης της Τουρκίας κατά τη σύγκρουση του με την Αρμενία, έφτασε συχνά σε σημείο διακοπής σχέσεων με την Τουρκία. Είναι απρόβλεπτα τα αποτελέσματα μιάς τέτοιας συμπεριφοράς ιδίως έναντι λαών που έχουν προηγουμένως υποφέρει από ξένη καταπίεση και που έχουν υψηλότερους του κανονικού βαθμούς εθνικής ή και προσωπικής ακόμη ευθιξίας. Στο Αζερμπαϊτζάν ένας λόγος ψύχρανσης ήταν και η αξίωση της Τουρκίας να συμμετέχει στο Αζέρικο Υπουργικό Συμβούλιο ο τούρκος Πρέσβυς στο Μπακού. Η τακτική αυτή προκάλεσε μιαν έκρηξη που εύκολα μπορεί κανείς να φαντασθεί, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι επίσημες σχέσεις για κάποιο μικρό διάστημα. Ένα άλλο επεισόδιο σημειώθηκε όταν ο τότε γιός του προέδρου του Αζερμπαϊτζάν συνελήφθη στην Τουρκία και υπέστη όπως φαίνεται κακή μεταχείριση εκ μέρους της αστυνομίας. Ο Ντ. αποδίδει τις αποτυχίες αυτές, (με μια έκφραση που θα μπορούσε να κερδίσει άνετα διεθνές βραβείο κομψού ευφημισμού) , σε « αδυναμία συντονισμού μεταξύ των επισήμων φορέων που δραστηριοποιούνται στην εξωτερική πολιτική και κοινωνικών φορέων που επιταχύνουν την οριζόντια επικοινωνία». ’φησα τελευταίο το κεφάλαιο που αφορά στη ακολουθητέα πολιτική έναντι της Ευρώπης. Όχι μόνο γιατί το παραθέτει τελευταίο και ο συγγραφέας. Αλλά επειδή είναι αριστούργημα θεωρητικοφανούς αοριστίας και συγκεχυμένης επιχειρηματολογίας. Βασικές θέσεις αποτελούν οι ισχυρισμοί ότι η Τ. δεν πρέπει να κρίνεται όπως άλλα υποψήφια κράτη μέλη από την ΕΕ. Μεταξύ των λόγων που συντελούν στο είδος αυτό της αντίληψης του Ντ. είναι και ότι υπάρχει, κατά τον συγγραφέα διαφορά μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων. Αυτά που δεν θέλει ή δεν μπορεί να εφαρμόσει η Τ. θεωρούνται υποκειμενικά και πρέπει επομένως να διασκευασθούν από την ΕΕ και να οδηγηθεί έτσι η οικεία διαπραγμάτευση σε μια «έντιμη» στάση που δεν θα παραβλέπει τις ευαισθησίες και την ψυχολογία του αντιπάλου». Αντιθέτως η υιοθέτηση μιάς «νέο-αποικιακής συμπεριφοράς» κατά την διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων θα αυξήσει τις ανησυχίες της Τουρκίας αναφορικά με τα κυριαρχικά της δικαιώματα και θα έχει αποτέλεσμα να συναντήσει αντίδραση στις αναδιαρθρώσεις στις οποίες θα χρειασθεί να προβεί εξ’ αιτίας της εσωτερικής της πολιτικής δομής.

Κάτι που μπορεί κάθε τρίτος εύκολα να ερμηνεύσει, είναι ότι η εσωτερική της δομή δεν πρόκειται να μεταβληθεί σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και ότι κανένα μέτρο εκδημοκρατισμού δεν πρέπει να περιμένει ο ευρωπαίος διαπραγματευτής. Με απλά λόγια δεν είναι δυνατόν ούτε στο θέμα της εσωτερικής διάρθρωσης της ΄χώρας ούτε στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής να αναμένει η ΕΕ μια προσαρμογή τέτοια που να ισοδυναμεί με τις προσαρμογές των λοιπών κρατών που πρόκειται να γίνουν - ή έγιναν ήδη - μέλη της ΕΕ. Ο Ντ στηρίζει την θεωρία αυτή της διαφορετικής αντιμετώπισης της Τουρκίας στο, κατ’ αυτόν, γεγονός ότι δεν υπάρχει στατικότητα αλλά δυναμική στις εξελίξεις τόσο της ΕΕ όσο και της Τ. Η γενική του πάντως αντιμετώπιση του θέματος δεν φαίνεται να λαμβάνει ούτε κατά ελάχιστο υπ’ όψιν ότι για την ΕΕ υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις ή προδιαγραφές που αποτελούν τον υπαρξιακό λόγο της Ένωσης και από τους οποίους δεν μπορεί να αποστεί με τρόπο θεμελιακό (Δημοκρατία, Ανθρώπινα δικαιώματα, σεβασμός του υφισταμένου δικαίου αλλά και σεβασμός των υπογραφομένων ενδιαμέσως συμφωνιών). Και εδώ βεβαιώνεται ο αναγνώστης ότι ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται το πρόβλημα ως αμιγώς γεωστρατηγικό και όχι ως τήρηση βασικών και υπαρξιακών αρχών της ΕΕ. Αρχών που δεν μπορουν να ανατραπούν ολότελα για χατήρι της Τουρκίας. Χαρακτηριστικό της τουρκικής γενικότερα και όχι μόνο του Ντ. νοοτροπίας είναι το ακόλουθο απόσπασμα: (765) : «Τα κριτήρια της Κοπεγχάγης θέτουν τις αμετάθετες αρχές της Ένωσης αναφορικά με τις γκρίζες ζώνες (εννοεί τις ζώνες μεταξύ της συμμετοχής στην Ένωση και της Εθνικής κυριαρχίας). Όταν μελετηθούν ως γενικές αρχές , κριτήρια όπως η δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα , μειονοτικά δικαιώματα δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα προβληματική. Ωστόσο, όταν κατευθυνθούμε προς την εφαρμογή τους εμφανίζονται από τη σκοπιά αμφοτέρων των μερών ως τα κρισιμότερα ζητήματα των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας». Λέει περίπου ότι καλές είναι οι γενικές αρχές ( δεν χρησιμοποιεί από σκοπού βέβαια τον σωστό όρο «αμετάθετες αρχές» ) αλλά μη μας πιέζετε και να τις εφαρμόσουμε…

Γενικά στο θέμα αυτό των σχέσεων με την ΕΕ οι διατυπώσεις για έναν αναγνώστη με ευρωπαική παιδεία αποπροσανατολίζουν τόσο πολύ και αναδεικνύουν τόσο έντονα την ειδική περίπτωση της Τ. έναντι των άλλων υποψηφίων χωρών ώστε τον κάνουν να απορεί γιατί δεν είναι λογικό μια χώρα τόσο μεγάλη σε πληθυσμό και με τόσες ιδιαιτερότητες να μη προσανατολίζεται, σαν ειδική περίπτωση όπως η ίδια το επικαλείται, προς μια ειδική σχέση που να της εξασφαλίζει όλα τα πλεονεκτήματα του μέλους με εξαιρέσεις στα σημεία που ενοχλούν είτε την Τουρκία είτε την Ε.Ε. (πληθυσμιακή μετανάστευση, αναλογική εκπροσώπηση στα όργανα αποφάσεων της ΕΕ). Τελικά (813) ο Ντ δείχνει και τα δόντια του στην ΕΕ λέγοντας ότι αν η Τ. δεν γίνει τελικά δεκτή θα έχει θέσει οριστικά στο περιθώριο την αρχή του πλουραλισμού που θα της επέτρεπε να αναδειχθεί σε παγκόσμια δύναμη αλλά και θα εμφάνιζε αργότερα σοβαρά κοινωνικο-εθνικά προβλήματα «σε μια μελλοντική κρίση της Ευρώπης η οποία υποβόσκει» Τελείως τηλεγραφικά θα απαριθμήσω παρακάτω τις ανησυχίες της Τουρκίας που εκφράζονται σαφώς ή εμμέσως στο βιβλίο . -Η εκδήλωση ρατσιστικών ρευμάτων στη δύση με την δημογραφική αλλαγή που παρατηρείται και την διαδικασία ριζικής μεταβολής του ισλαμικού κόσμου από γεωπολιτική άποψη. Επίσης ανησυχεί και για τις συνέπειες μιάς συνακόλουθης «πολιτισμικής» απόρριψης της Τουρκίας από τη δύση σαν αποτέλεσμα των θεωριών του Huntington.. -Η πολιτική απομόνωση της στους διεθνείς οργανισμούς όπως συνέβη κατά τον αντι-αποικιακό αγώνα και κατά την περίοδο της κυπριακής κρίσης . (1974) -Το κουρδικό που θεωρείται μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας.

Ενδεχόμενος διαμελισμός της Τουρκίας αναφέρεται εμμέσως μεν πλήν σαφώς, κυρίως λόγω των βλέψεων των ΗΠΑ να δημιουργήσουν στην περιοχή μικρές οντότητες μεταξύ των οποίων ενδέχεται να είναι και η ιρακινή περιοχή των κούρδων. Είναι χαρακτηριστικό της ανησυχίας αυτής ότι ενώ παντού αλλού οι δυνατότητες ύπαρξης ή διέλευσης των πηγών ενέργειας χαρακτηρίζονται στοιχεία θετικά, για την περιοχή των Κούρδων «ανακαλύπτει» ο συγγραφέας ότι δεν εκβάλλει στη θάλασσα και συνεπώς δεν είναι βιώσιμη μια τέτοια οντότητα. (πρβλ. Ελβετία, Αυστρία, Αρμενία ;;;). -Διατυπώνεται επίσης σαφής ανησυχία για το ενδεχόμενο συγκρότησης ελληνο-αρμενο-κουρδικού λόμπι στην Αμερική. Που θα επιδεινωνόταν μάλιστα σε περίπτωση συμμαχίας και με το ισραηλινό ( απίθανο προηγουμένως, αλλά πιθανό μετά τα τελευταία γεγονότα). Σημειωτέον ότι το ισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ έχει μέχρι τώρα υποστηρίξει συστηματικά τις τουρκικές θέσεις στις διαφορές της Τ. με την Ελλάδα. -Επίφοβος παραμένει ο προαιώνιος αντίπαλος, η Ρωσία και οι προσπάθειές της να αντιδράσει στις ενέργειες διείσδυσης της Τ. στην Κεντρική Ασία. Πρόσθετη ανησυχία αποτελεί επίσης το ενδεχόμενο σύμπηξης ρωσο-κινεζικού μετώπου στην περιοχή, καθώς είναι γνωστές και οι κινεζικές ανησυχίες για τις προσπάθειες της Τουρκίας προσεταιρισμού των τουρκοφώνων μειονοτήτων της Β/Δ Κίνας. -Διατυπώνεται συχνά τέλος η ανησυχία για την πιθανότητα συγκρότησης μετώπου ελληνο-βουλγαρο-σερβικού στα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και υποδεικνύει την ανάγκη τουρκικής προσέγγισης της Βουλγαρίας (αφού, όπως προαναφέρθηκε, η ώρα των κινήσεων προς αυτήν δεν έχει ακόμη σημάνει). Η ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ Η πιο πρόσφατη και πιο εντυπωσιακή εφαρμογή των θεωριών του Ντ. χωρίς αμφιβολία υπήρξε η επιχείρηση της Τουρκίας στα ανοικτά των ακτών του Ισραήλ.

Ήταν σαφώς μιά επιχείρηση που επιδίωκε να διορθώσει με μια μόνη κίνηση όλες τις αρνητικές συνέπειες που είχε στη σκέψη των αράβων – όχι όλων των αράβων βέβαια – ο στενός και μακρόχρονος πολιτικο-αμυντικός εναγκαλισμός με το Ισραήλ. Το Ισραήλ εξ’ άλλου αντέδρασε τόσο δυσανάλογα βίαια, θέλοντας να συνετίσει την Τουρκία και να την προειδοποίησει ανάλογα. Γιατί το Ισραήλ, πέρα από την στρατιωτική του υπεροχή απέναντι στην Τουρκία, έχει και τη δυνατότητα να της δημιουργήσει και άλλα προβλήματα. Όπως π.χ. αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας από την αμερικανική γερουσία και πρόκληση κινήσεων για πολιτική αυτονόμηση του Βόρειου Κουρδιστάν. Σημειωτέον ότι στο Νότιο Κουρδιστάν κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, οι ισραηλινοί είναι οι κύριοι εκπαιδευτές του κουρδικού στρατού και διαθέτουν εκεί επίλεκτες δυνάμεις των μυστικών υπηρεσιών.Το γεγονός ότι η θεωρία μπορεί να διαφέρει παρασάγγες από την εφαρμογή της αποδεικνύεται και από τα σχόλια μεγάλου μέρους του ίδιου του τουρκικού τύπου. («Χουριέτ», Τσενγκίζ Ακτάρ και στη «Χουριέτ» ) Τον ίδιο σκόπελο για την πραγμάτωση των θεωριών του («μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες») συνάντησε ο Ντ. στην περίπτωση της διαβόητης συμφωνίας με την Αρμενία για άνοιγμα των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών και άρση του αποκλεισμού.

Και τούτο παρ’ όλο που είχε σχεδόν επιβληθεί με φυσική παρουσία των αμερικανών η επεισοδιακή υπογραφή της συμφωνίας αυτής. Η πρώτη πράξη του Ντ. μετά την υπογραφή ήταν να διαβεβαιώσει τους Αζέρους ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσει τους όρους της η Τ. (το ίδιο δεν κάναμε και με τη συμφωνία με την ΕΕ για την Κύπρο ; τους διαβεβαίωσε…). Είναι αδύνατον να αντιληφθούν οι ιθύνοντες στη Τ. ότι άλλο είναι να προσπαθείς αλλά για λόγους ανωτέρας βίας να μην ανταποκρίνεσαι στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνεις και άλλο να δείχνεις εξ υπαρχής και ανερυθρίαστα ότι υπογράφεις με προφανή σκοπό να μην σεβαστείς κατ’ ουδέν την υπογραφή σου. Προσπάθεια εφαρμογής των θεωριών Ντ. άρχισε και συνεχίζει να ασκείται σε σχέση με την επιδιωκόμενη «διπλωματική περικύκλωση» των χωρών της Βαλκανικής που δεν είναι φυσιολογικοί-θρησκευτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας. Κυριότερη απ’ αυτές είναι η Ελλάδα και στη συνέχεια η Βουλγαρία και η Σερβία. Αντίθετα, φυσιολογικοί σύμμαχοι είναι η Αλβανία, η Βοσνία και το Κόσοβο καθώς και η ΦΥΡΟΜ κατά το ισλαμοαλβανικό της συστατικό στοιχείο. ( Ο συγγραφέας υποστηρίζε μάλιστα ότι από τότε που το Οθωμανικό κράτος κυριάρχησε στα Βαλκάνια η παραδοσιακή οθωμανοτουρκική βαλκανική πολιτική είχε δύο βασικές ομάδες στήριξης. Τους Βόσνιους (μουσουλμάνους) και τους Αλβανούς).

Προσθέτει ότι «Τα μέλλον των Βοσνίων και των Αλβανών αποτελεί τόσο από γεωπολιτισμική όσο και από γεωπολιτική άποψη το κλειδί των Βαλκανίων» (477). Έγινε λοιπόν προσπάθεια και πέτυχε, (ίσως και με τη συμβολή κάποιας ελληνικής αβελτηρίας ή βοηθούσης και της κρίσης στην Ελλάδα) να ακυρωθεί η συμφωνία που είχε υπογραφεί μεταξύ Ελλάδος Αλβανίας για την οριοθέτηση των θαλασσίων περιοχών μεταξύ των δύο χωρών. Στη συνέχεια πέτυχε η Τουρκία συμφωνία με την Αλβανία για συνεργασία με το τουρκικό ναυτικό. Συγκεκριμένα το αλβανικό κοινοβούλιο ψήφισε νόμο περί εισόδου και προσωρινής παραμονής σε λιμάνια της Αλβανίας τουρκικής ναυτικής μονάδας όπως μετέδωσε το τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο «Ανατολή» . Σύμφωνα με αυτό :«ο νόμος αφορά την ανάληψη καθηκόντων εκ μέρους τουρκικής στρατιωτικής δύναμης 1.125 ατόμων στα αλβανικά χωρικά ύδατα και αποσκοπεί στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ του αλβανικού και του τουρκικού στόλου» Κατά δημοσιογραφικές πληροφορίες εξ’ άλλου -Η Τουρκία έχει συμμετάσχει κατά 50% ,στο κόστος εκσυγχρονισμού , της βάσεως υποβρυχίων στο Δυρράχιο και του Ναυστάθμου στον Αυλώνα ,ενώ έχει δωρίσει στον αλβανικό στρατό ,μεγάλης αξίας στρατιωτικό υλικό . Πρόσθετο εν προκειμένω στοιχείο αποτελεί η προσεχής κοινή αλβανοτουρκική αεροναυτική άσκηση στο Ιόνιο μεχρι και δυτικά της Κρήτης. Κάτι που προσθέτει ένα ακόμη σκαλοπάτι στις κινήσεις για «περικύκλωση» της Ελλάδος.Φυσικά μέσα στις έμπρακτες εφαρμογές των θεωριών του στρατηγικού βάθους της Τ. περιλαμβάνονται και οι προσπάθειες του τουρκικού προξενείου της Κομοτινής για «πολιτιστική άμυνα» όπως αποκαλείται και την ενδυνάμωση της τουρκικής επιρροής στην ευαίσθητη αυτή περιοχή.

Στο ίδιο πνεύμα κινούνται – όσο και αν είναι αναποτελεσματικές – και οι προσπάθειες για οικονομικά ανοίγματα προς τη χώρα μας.Σε αμεσότερη θεώρηση του θέματος, εκτός από τις συχνές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και τις στρατιωτικές επεμβάσεις στα σύνορα του Ιράκ, η Τ. δεν έχει ακόμη επιχειρήσει να μεταβάλει σε πράξη τις θεωρίες του Ντ. που αφορούν στην «ρευστότητα των μεταψυχροπολεμικών συνόρων των κρατών». Σύμφωνα με τον συγγραφέα οι ομάδες των G7 στην αρχή , των G8 αργότερα και των G20 στους οποίους συμμετέχει και η Τουρκία, ενδέχεται να αναλάβουν αργότερα ευρύτερους ρόλους. Μέσα σ’ αυτούς, κατά τον συγγραφέα, περιλαμβάνεται και η προσπάθεια εξάλειψης της διαφοράς μεταξύ της διεθνούς τάξης νομιμότητας (αφόρητος όρος για τον συγγραφέα) η οποία συστάθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και άσκησε την επιρροή της μέχρι το τέλος του ψυχρού πολέμου – και της τάξης της πραγματικής ισχύος. Ας μη ξεχνούμε ότι τα σύνορα στη Μέση Ανατολή χαρακτηρίζονται από τον Ντ. που παίζει με την γεωγραφία σαν να είναι επιτραπέζιο παιχνίδι, ως «κακοφτιαγμένος τοίχος» (488). Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει νομίζω μία βεβαιότητα και ένα ερώτημα. Η βεβαιότητα είναι ότι από την εφαρμογή τέτοιων θεωριών προμηνύονται για όλη την περιοχή μας δυσάρεστες περιπέτειες. Το ερώτημα είναι ποιόν «κακοφτιαγμένο τοίχο» θα επιχειρήσει να καταρρίψει πρώτο η Τουρκία και αν θα βρει τοίχο λιγότερο ή περισσότερο κακοφτιαγμένο από την ίδια.

*Η παραπάνω ομιλία έγινε και συζητήθηκε στις 23 Ιουνίου, 2010 στην Αίθουσα «Δαίδαλος» Ρεθύμνου 1α

 

----------------

 by Ian O. Lesser*, Rethinking Turkish-Western Relations: A Journey Without Maps

 

GMF  June 30, 2010

 

 Summary: The striking changes in Turkish society and policy make for an uneasy relation­ship between Ankara and its transatlantic partners. In reality, relations with Turkey have always been difficult to manage, regional cooperation has never been straightforward, and there is a strong likelihood of more turmoil to come. The emerging Turkish- Western relationship will be a la carte, and driven by national interests rather than geopolitics and identity. But the stakes sur­rounding future policy choices will be higher without the fly-wheel of comfortable strategic assump­tions.

 

 June 30, 2010

Rethinking Turkish-Western Relations: A Journey Without Maps

by Ian O. Lesser*

Expert and media commentary suggests that Turkey is becoming an exotic place, a country out of the transatlantic mainstream, pursuing an increasingly assertive and independent policy on the marches of Europe. In this sense, the fashionable controversy over “neo-Ottomanism” is actually a two-way street, reinforced by a revival of very old ideas about Turkey’s geopolitics. It is too easy by far to see the Gaza flotilla crisis and Turkey’s “no” vote on Iran sanctions as straight­forward confirmation of a Turkish drive to the Muslim East. Recent events underscore some striking changes in Turkish society and policy, and these will not make for an easy relationship between Turkey and its European and North American partners. The roots of this friction are diverse, with a strong nationalist component. Yet, important avenues for cooperation remain open and may expand even as traditional patterns wane. The new Turkish- Western relationship will be a la carte, and driven by convergent national interests rather than amorphous notions of geopolitics and identity. It could still be a rough ride.

The Fire Next Time

Turkey faces the prospect of renewed internal security challenges, and these will be consequential for Ankara’s relations with the West. The upsurge in attacks by the PKK and related groups and the renewal of Turkish military operations against Kurdish guerillas in northern Iraq raise the specter of a return to the turmoil and conflict of the 1990s. This time around, the PKK will not have a sanctuary in Syria, and will have very insecure bases, at best, in Iran and Iraq. But recent attacks in Istanbul and elsewhere suggest that Turkey could face a new challenge of larger-scale urban terrorism. Unlike the rural insurgency and counter-insurgency of past decades, an exten­sion of Kurdish violence to urban areas could have more serious implications for a Turkish society and an economy increasingly dependent on foreign investment. Experience in many settings tells us that terrorism can have an

* Ian O. Lesser is a Senior Transatlantic Fellow with the German Marshall Fund of the United States.

isolating effect. In the worst case, urban violence could lead to something Turkey has so far been spared — inter-communal conflict between Turks and Kurds. To be clear, this is an unlikely prospect, but no longer an inconceivable one.

Under these conditions, the quality of cooperation with the United States, Europe, and regional neighbors in containing the PKK threat will become the key test of partnership for Turkey’s political and military leadership, and for public opinion. Amid all the pessimistic commentary, it is worth recalling that this is one area where U.S.-Turkish coop­eration has been close and effective in recent years. The challenge will be to convince Congress, where there is now widespread criticism of Turkish policy in the Middle East, that enhanced intelligence sharing and new defense equip­ment transfers are in American interests. The outlook for Turkish cooperation with Europe is even less clear, with many Europeans unconvinced of the soundness of Turkish strategy in this area, the very real risk of human rights abuses flowing from counter-PKK operations, and the ongoing problem of PKK financing in Europe.

A Far Less Predictable Partnership

Strategic relationships are not immutable. Turkey lives in a multi-polar world, and comprehensive notions of strategic partnership (“model partnership” is even less comprehen­sible) risk sounding hollow in the current environment. The reality has always been complex. Even during the height of the Cold War, strategic cooperation between Turkey and the West was a blend of commitment to the contain­ment of Soviet power — rarely tested in practice — and sometimes sharp disagreement in other areas, notably over Cyprus, Aegean stability, and non-NATO uses of Turkish bases. It was always a tough relationship to manage, and anti-Americanism in Turkey hardly started with the inva­sion of Iraq. The Obama Administration seems much more comfortable than its predecessors with the mixed and often unpredictable quality of strategic cooperation with Ankara — and with others. The muted official reaction to Turkey’s “no” vote on Iran sanctions offers some evidence of this more tolerant approach. At the same time, recognition of Turkey’s geopolitical role is likely to be less automatic, and the perception of Ankara’s importance in American policy will be less uniform. Seen from Washington, Turkey will not always be as pivotal as Turks have come to expect, and this reality may be difficult to reconcile with Ankara’s growing international confidence.

Clearly, the Turkish-Israeli strategic relationship is anything but immutable. The disastrous Mavi Marmara incident reflects a degree of improvident risk-taking on all sides; a slow-moving crisis with a tragic ending and little thought to the long-term consequences. But the trouble started years earlier, and a good case can be made that the deterioration of Turkish-Israeli relations was inevitable. The “strategic relationship” was a product of special conditions prevailing in the late 1990s, including a shared interest in the contain­ment of Syria and Iran. These conditions have changed completely. At the same time, cooperation with Israel has come under growing pressure from Turkish public opinion and the evident discomfort of the AKP leadership. In the 1990s, public opinion hardly counted in Turkish foreign policy, and Turkey’s security elites drove the foreign policy agenda. In short, conditions have changed completely across the board.

In all likelihood, there is no going back to the old pattern of relations, and the only question is how far Turkish-Israeli relations can slide. The trajectory might be improved if the parties are willing to explore alternative approaches to an investigation of the flotilla incident. Why not take up the idea of including some prominent Turks in the official enquiry, as suggested by at least one respected observer in Washington? This would yield something closer to a bilat­eral investigation, which is really the heart of the matter. Without question, there is also a role for the United States in restoring Turkish-Israeli confidence and pressing for an objective approach to future relations, whatever the level.

An Agonizing Reappraisal

There is a growing need to rethink the course of Turkey-EU relations in a deliberate manner, before disenchanted publics and short-term politics capture the process entirely. At the current rate of one negotiating chapter opened per European presidency — or perhaps something short of this — Turkey’s candidacy will be a very long-term proposi­tion, with no clear end state. In the meantime, there is a risk that Turkish and European policies in key areas, including foreign policy, will begin to diverge. Critics of Turkish membership are already pointing to Turkey’s policy on Iran as evidence of sharply different international perspec­tives. The Iran nuclear issue offers a rare example of visible European consensus and an explicitly concerted policy, and Ankara is simply not on the same page. As Europe and Turkey develop their respective neighborhood policies — the current term of art to describe Turkey’s new activism in the Middle East and Eurasia — it is less and less clear that these policies will be compatible.

Ultimately, there may be more tolerance for an assertive and independent Turkish regional strategy in Washington than in Brussels, where foreign policy cohesion will be a leading test of Turkey’s European commitment. Looking ahead, it is worth asking whether the concept of privileged partnership, by this or another name, will be more in tune with Turkish and European preferences. The mood among leading Turkish politicians, bolstered by continued high growth rates (on the order of 6 percent per year, while much of Europe faces economic stringency) certainly points in this direction. From the perspective of the American national interest, it is the outlook for continued Turkish convergence with European norms, rather than the issue of membership per se, that really matters. The psychological barriers to a more wide ranging discussion of Turkey’s European options are falling rapidly.

What Next?

Events of the past few weeks do not necessarily mean an irreversible decline in Turkish-Western relations — far from it. But the flotilla crisis, differences over Iran policy, and emotional rhetoric on all sides make clear that the quality of Turkish relations with transatlantic partners cannot be taken for granted. A wider range of potential futures has been exposed. Short of a direct threat to Turkish secu­rity, Ankara is unlikely to participate in a new strategy of containment vis-à-vis Iran. On Turkish-Israeli relations, a reasonable commercial relationship and some quiet defense cooperation is an optimistic scenario. Under current conditions, anything approaching a “strategic” relationship between Turkey and Israel is probably a thing of the past. The priority for Ankara’s transatlantic partners will be to focus on areas where cooperation is already well estab­lished, and more can be done. The short list of critical areas includes containing the PKK challenge, managing the end game in Iraq and Afghanistan, promoting stability in the Black Sea and the Balkans, and consolidating détente in the Aegean. For a truly ambitious thought experiment, consider the consequences of a Cyprus settlement, or as a stark alter­native, permanent division, against the backdrop of recent events and the accelerating debate over Turkey’s orienta­tion. The future of Turkish-Western relations may well be ala carte, but the stakes associated with individual policy choices will be higher without the fly-wheel of comfortable strategic assumptions. ­

 

---------------

ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΡΑΜΦΟΥ To Βήμα, Κυριακή 27 Ιουνίου 2010, Το Ισλάμ παραλύει την Τουρκία

Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου γράφει για τον ανιστορισμό της χώρας του που είναι παρεμφερής με εκείνον που ερείπωσε το Βυζάντιο και ταλανίζει τη νεότερη Ελλάδα

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=340223&dt=27/06/2010#ixzz0s4CrUZzx

Ο Αχμέτ Νταβούτογλου ανάμεσα στον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου και στον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Δρούτσα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας

Διάβασα με ενδιαφέρον και προσοχή το «Στρατηγικό βάθος» του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου- οραματικό σχεδιασμό ενός ανθρώπου με γερμανική παιδεία και αγγλοσαξoνική μεθοδικότητα, ο οποίος κατευθύνει σήμερα την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Το βιβλίο είναι γραμμένο πριν· οι ιδέες ωστόσο παραμένουν ίδιες, εμπνεόμενες από τολμηρές επιδιώξεις, μακριά από φοβίες. Διότι με αφετηρία τα δεδομένα της παγκοσμιώσεως και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται ο συγγραφέας εκθέτει το πιστεύω του για τη διεθνή στρατηγική της Τουρκίας ως συνεχείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στην ανάπτυξή του ο κ. Νταβούτογλου λαμβάνει υπόψη τις γεωγραφικές, ιστορικές και πολιτισμικές συντεταγμένες της πατρίδας του, περιγράφει τα πλαίσια, υποδεικνύει τις κατευθύνσεις και εντοπίζει τα προβλήματα. Το επιχειρεί επιδέξια, όμως σε ένα σημείο κρίσιμο ο στρατηγικός σχεδιασμός του οδηγείται σε στρατηγικό αδιέξοδο. Συγκεκριμένα στις σελίδες 110-116, επτά επί συνόλου 839, και υπό τον τίτλο «Το ψυχολογικό υπόβαθρο: Η διχασμένη προσωπικότητα και η ιστορική συνείδηση», επικαλούμενος το έργο του ψυχιάτρου Λενγκ «Η διχασμένη προσωπικότητα» ο συγγραφέας παρατηρεί ότι μια στρατηγική θεωρία πάσχει αφ΄ ης στιγμής το αναγκαίο ψυχολογικό υποκείμενο δεν υφίσταται και αυτό συμβαίνει όταν επέρχεται ρήξη μεταξύ του σώματος και της προσωπικότητας του ατόμου. Οσο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής προσωπικότητος, το άτομο μπαίνει σε κρίση με τον εαυτό του και με το περιβάλλον του.

Αντίστοιχο προς το ατομικό σώμα είναι το πεδίο της ιστορίας από την οποία αποξενώνονται οι παραδοσιοκρατούμενες κοινωνίες και αποκτούν έτσι με τη σειρά τους ψευδή προσωπικότητα. Κατά τον κ. Νταβούτογλου η Τουρκία ζει ακόμη σε συνθήκη «ανιστορισμού», πράγμα που δεν ευνοεί τη δημιουργία στρατηγικής νοοτροπίας ικανής να ενεργοποιήσει συνολικά τον δυναμισμό της κοινωνίας, αφού ορίζουν τη στρατηγική η ψυχολογική αδυναμία και μειονεκτικά αισθήματα από αρνητικές μνήμες του παρελθόντος. Το μεγαλύτερο εμπόδιο της σημερινής Τουρκίας, φρονεί, είναι «η καταδίκη της να βιώνει λόγω των θεσμικών, ιστορικών και ψυχολογικών παραγόντων, τις φθοροποιές διαδικασίες των εσωτερικών αντιφάσεων της ίδιας της χώρας».

Το αδιέξοδο του στρατηγικού βάθους είναι ένα στρατηγικό κενό. Εάν μέγιστο εμπόδιο της Τουρκίας είναι ο ανιστορικός εαυτός, εκείνο που τον δια μόρφωσε και έφερε την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον 17ο αιώνα είναι ο ισλαμισμός. Αυτός χρειαζόταν έναν πολιτισμό εχθρικό προς τον αυτόβουλο άνθρωπο και την ιστορικότητα και αυτός απαιτεί σήμερα να γίνει εφαλτήριο για την εθνική ανάταση και πρόοδο της Τουρκίας. Είναι όμως δυνατόν το εκ πεποιθήσεως ανιστορικό τούτο παλιρροϊκό ρεύμα να διεκδικεί ρεαλιστικά τέτοιο ρόλο στον κόσμο της ιστορικότητος με αμεταρρύθμιστο τον πατροπαράδοτό του εαυτό; Πρόκειται για παραλυτικό ανιστορισμό παρεμφερή με εκείνον που ερείπωσε το Βυζάντιο, ταλανίζει τη νεότερη Ελλάδα και κρατεί σε παραζάλη επί αιώνες τους ορθόδοξους λαούς.

Γενικόλογη στρατηγική
Στο σημείο τούτο βρίσκεται, νομίζω, το μαλακό υπογάστριο της σκέψεως τυ συγγραφέα. Αντιπαρερχόμενος γενικόλογα την κρίσιμη πολιτισμική και ανθρωπολογική παράμετρο του ζητήματος συρρικνώνει την κατανόηση της ιστορικότητος σε στρατηγική γεωπολιτικών όρων, που προβιβάζουν την τακτική και υποβιβάζουν το στοιχείο της διεθνούς νομιμότητος υπό συνθήκες οικουμενικής πια επικοινωνίας και συνυπάρξεως. Προκρίνει, ορθά, μια νοηματοδοτική παρέμβαση, η οποία θα εισαγάγει έλλογα στοιχεία στη σχέση της τουρκικής κοινωνίας με το παρελθόν, αλλά παραβλέπει τα εμπόδια ως προς το ίδιο το νόημα, που υψώνει διαχρονικά η τυπολατρική ισλαμοσουνιτική πνευματικότητα. Οι ψυχολογικοί διχασμοί παρατείνονται, απωθώντας τη χρονικότητα και την ιστορικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση τη θέση του χρόνου καταλαμβάνει ως εμμονή η τυραννική μνήμη του παρελθόντος αντί οικοδομής του μέλλοντος.

Να προσθέσω ότι όσο διαρκεί η σύγκρουση του χρονικού με το αχρονικό στοιχείο τόσο η προβληματική του στρατηγικού χώρου συναντά μεγαλύτερα εμπόδια. Ο κ. Νταβούτογλου φαίνεται να έχει μια καθαρά εδαφική αντίληψη του χώρου. Στις σελίδες του βιβλίου του βγαίνει η αγωνία ενός χώρου ασυναίρετου με τον χρόνο. Πρόκειται ακόμη για τον εδαφικό χώρο, στον οποίο προβάλλεται και προσβλέπει η ανιστορική συνείδηση. Εξ ου και ο τόπος- η ζωή του χώρου- δεν μετρά, ενώ ο ίδιος ο χώρος αντιμετωπίζεται σαν έδαφος, το οποίο κατεχόμενο καλύπτει ένα κενό ισχύος.

Ομως ο χώρος, όπως και ο χρόνος, δεν υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο. Χωρίς τον άνθρωπο καταλαμβάνουμε έδαφος, για να το χάσουμε σαν τις αποικίες με τον χρόνο. Ο πολιτισμός ανοίγει τον χώρο ζωτικά σαν το γλυπτό, που μορφώνει και αναμορφώνει στην αλήθεια του αέρινα τον χώρο. Ο Αττίλας, επί παραδείγματι, κατακτούσε τα βασίλεια και υποδούλωνε τους λαούς επειδή δεν είχε τρόπο να ενώσει τον χώρο στον χρόνο· ο Αλέξανδρος, αντί να επιβάλει καθεστώτα φυσικής συνοχής και τάξεως, άνοιγε τον χώρο ιδρύοντας παιδευ τικά τις πόλεις του σαν χρονικές αρχές, ενώ η Ρώμη παρείχε δικαιώματα πολίτη σε όλους τους υπηκόους τής αχανούς της επικράτειας.

Στην παγκοσμιωμένη πραγματικότητα των καιρών μας η επικοινωνία πολλαπλασιάζει τον χώρο σε χρόνο υπερβαίνοντας δυνητικά κάθε εδαφική διαίρεση η οποία τον φτωχαίνει. Η πολιτική σήμερα οφείλει, σαν άλλη τέχνη, να ανοίγει τον χώρο στον χρόνο, να πλάθει μορφές συν-χωρήσεως, αντί να σχεδιάζει στρατηγικές επιβολής, που διαχωρίζοντας τον χώρο από τον χρόνο θα καταντήσουν μπούμερανγκ για τους σχεδιαστές. Δεν υποτιμώ τον ρεαλισμό της δυνάμεως, αλλά σημειώνω πως η αλήθεια της υπόκειται σταθερά στο δοκιμαστήριο του χρόνου.
Αναζητώντας την ισορροπία

http://asset.tovima.gr/assetservice/Image.ashx?c=15078216&r=0&p=0&t=0&q=100&v=1&s=1&w=150

Αχμέτ Νταβούτογλου

Ουδείς στρατηγικός σχεδιασμός, όσο προσεκτικά και αν γίνεται, δεν θα ευοδωθεί εφόσον δεν εξισορροπεί τους εξωτερικούς με τους εσωτερικούς του όρους και δεν βασίζεται σε μια κοινωνία συμφιλιωμένη πολιτισμικά με την ιστορικότητα και την ανθρώπινη αυτονομία. Μη λησμονούμε πώς κατέληξε, τηρουμένων των αναλογιών, το ελληνικό «στρατηγικό βάθος» πριν από περίπου ενενήντα χρόνια, με παίκτες μάλιστα της ολκής ενός Ελευθερίου Βενιζέλου και με τα κεκτημένα της Συνθήκης των Σεβρών! Ο κ. Νταβούτογλου θέτει το πρόβλημα του ανιστορισμού της τουρκικής κοινωνίας και την ίδια στιγμή, προκειμένου να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της χώρας του, αναζητεί στηρίγματα- με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται- στους ίδιους τους συντελεστές της ανιστορικότητος: τον πολιτισμό του Ισλάμ και την οθωμανική παράδοση, στης οποίας τα πεπρωμένα ο ίδιος πιστεύει. Δυσφορεί και συγχρόνως υπολογίζει στον παράγοντα των αναχρονιστικών νοοτροπιών, εν γνώσει του ότι εκφράζουν πολιτισμικούς και ανθρωπολογικούς γορδίους δεσμούς, που δεν ξέρει κανείς πότε λύνονται και πότε σφίγγουν. Μήπως θα ήταν αποδοτικότερο ο στρατηγικός σχεδιασμός της Τουρκίας- και της Ελλάδος βέβαια- να στραφεί κατά προτεραιότητα στην υπέρβαση του ανιστορικού εαυτού της;

Ο κ.Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας και φιλόσοφος.

---------------------

Κυριακή, 20 Ιουνίου 2010

Το «Στρατηγικό βάθος» των Τουρκικών  μεθοδεύσεων εναντίον Ελλάδας - Κύπρου

ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΙΑΚΩΒΙΔΗ
 

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, αναλύει την τουρκική πολιτική, όπως αυτή κωδικοποιείται στο κυκλοφορούν βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου.

Το διασάλπισαν πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια ο Θουκυδίδης και ο Σουν Τζου. Η κατανόηση των σχεδίων του αντιπάλου και του συστήματος μέσα στο οποίο δρα, είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για την ορθή αντιμετώπισή του. Η Ελλάδα και η Κύπρος, για δεκαετίες, τρέφονται με μύθους όσον αφορά την τουρκική πολιτική και στοχοθεσία εναντίον τους. Η κατάληψη της μισής Κύπρου, η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και η δημιουργία προϋποθέσεων «νέας Κύπρου» στη Δυτ. Θράκη, δεν φαίνονται ικανά γεγονότα για να αφυπνίσουν τις ηγεσίες του Έθνους.

Το βιβλίο του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, «Στρατηγικό Βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας», είναι ένας πανοραμικός καθρέφτης της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή τεχνουργήθηκε από τον Νταβούτογλου. Το βιβλίο του είναι το εγχειρίδιο της τουρκικής διπλωματίας. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Παναγιώτης Ήφαιστος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, εξηγεί γιατί οι μεγάλες δυνάμεις δεν μας θεωρούν παίκτες, αλλά αναλώσιμους στο ανελέητο παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής και γιατί η Τουρκία μάς θεωρεί εύκολο θύμα στο ηγεμονικό παιχνίδι, στο οποίο εισέρχεται.
Επίσης, ο Παν. Ήφαιστος υποστηρίζει ότι χωρίς πνευματική ανασυγκρότηση και ανασύνταξη, με άξονα την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την ελευθερία, η Κύπρος δεν πρόκειται να επιβιώσει, επειδή απειλούμαστε με στρατηγική και, επιπλέον, ανθρωπολογική, πολιτειακή και πολιτική διάλυση. «Απαιτείται», λέγει, «οι φορείς του κράτους να ξέρουν να κολυμπούν στον τρικυμισμένο ωκεανό της διεθνούς πολιτικής». Και υποστηρίζει ότι η μελέτη του «Στρατηγικού Βάθους» του Αχμέτ Νταβούτογλου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καταλάβουμε επακριβώς τι μας συμβαίνει, τι συμβαίνει γύρω μας και ποιες είναι οι επιλογές μας.

Κύπρος, Αιγαίο και Θράκη
Γιατί η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και της Κύπρου οφείλει να εντρυφήσει και να μελετήσει το βιβλίο του Νταβούτογλου;
Όπως γνωρίζετε, το βιβλίο «Στρατηγικό βάθος» το πρότεινα εγώ για μετάφραση και κυκλοφορία στα ελληνικά. Ο σκοπός είναι απλός. Βασικό κριτήριο λήψης ορθολογιστικών αποφάσεων στη διπλωματία και στην εφαρμογή μιας στρατηγικής είναι η ορθή εκτίμηση των δρώμενων στο διεθνές σύστημα και, κυρίως, της σκέψης, των σκοπών και της στρατηγικής των κρατών, με τα οποία βρισκόμαστε σε ανταγωνισμό ή με τα οποία θέλουμε να συμμαχήσουμε. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, δεν υπάρχει πολιτικός και στρατηγικός ορθολογισμός.

Η αίσθηση που είχα τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, ήταν ό,τι λέγαμε και πράτταμε, σε αναφορά με την Τουρκία, στηρίζονταν πάνω σε λάθος βάση, κινούνταν προς λανθασμένο προσανατολισμό και επηρεάζονταν από τη μια μετά την άλλη λανθασμένη απόφαση, που μας βύθιζε ολοένα και περισσότερο στο τέλμα, δημιουργώντας αδιέξοδο. Πιο συγκεκριμένα, αν και όλοι γνωρίζαμε το γεγονός ότι ο Νταβούτογλου ήταν ο πνευματικός μέντορας της ομάδας Ερντογάν και, παρά το γεγονός ότι οι επιλογές του καταμαρτυρούσαν τους σκοπούς, εμείς στην Ελλάδα και στην Κύπρο περί άλλα τυρβάζαμε. Πολύ απλά, η δημοσίευση των αυθεντικών θέσεων της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας είναι ζωτικής σημασίας για να έχουμε σωστή πληροφόρηση.

Εν καιρώ αυτό απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, γιατί εν τω μεταξύ ο Νταβούτογλου έγινε Υπουργός Εξωτερικών και το βιβλίο του είναι περίπου το εγχειρίδιο της τουρκικής πολιτικής. Για να αφήσω κατά μέρος ότι αυτά που διαβάσαμε ήδη στο στάδιο της εκτύπωσης, μας άφησαν άφωνους για πολλούς λόγους, κυρίως όσον αφορά τους στρατηγικούς σκοπούς στην Κύπρο, το Αιγαίο και τη Θράκη. Εγώ θα έλεγα ότι όλη ανεξαιρέτως η ελληνική πολιτική ηγεσία πρέπει να εντρυφήσει στο βιβλίο αυτό. Θα αρχίσει να σκέφτεται ορθολογιστικά, καθότι θα δει να ξεδιπλώνεται σε βάθος και πλάτος η κοσμοθεωρία των Τούρκων ηγετών, οι στρατηγικοί τους σκοποί και οι μεθοδεύσεις τους.

Τουρκικές ηγεμονικές αξιώσεις και αναθεωρητισμός
Ποιο είναι το όραμα του Νταβούτογλου και γιατί οι νεο-οθωμανικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας πρέπει να ανησυχήσουν και να αφυπνίσουν την Ελλάδα και την Κύπρο;
Κάποιος θα πρέπει να είναι προσεκτικός στην περιγραφή. Θα έλεγα, κατ' αρχάς, ότι είναι αδύνατο να προσδιορίσεις με ακρίβεια το όραμα, αν δεν διαβάσεις ολόκληρο το βιβλίο. Αυτό γιατί η πλοκή του περιγραφικού σκέλους, των γεωπολιτικών συμπλοκών που ερμηνεύει με όρους τουρκικού εθνικού συμφέροντος, οι συχνά αλματώδεις ιστορικοπολιτικές εκλογικεύεις και οι γενικές αρχές της στρατηγικής, που προτείνει, συγκροτούν ένα όλο. Είναι ένα κείμενο που στο περιγραφικό σκέλος ως διεθνολόγος δεν έχω πολλά να προσθέσω γιατί, όπως πολλοί άλλοι, δίνει μια ορθολογιστική εικόνα του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς περιβάλλοντος. Αυτό, ένας καλός διεθνολόγος δεν έχει δύο τρόπους να το πει.

Το ότι μερικοί στην Ελλάδα και την Κύπρο, ήδη μια δεκαετία πριν από τον Νταβούτογλου, κάναμε την ίδια περιγραφή, χωρίς να γίνει αντιληπτό πόσο αληθινή ήταν, είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει. Σημασία έχει ότι, αφού διαγνώσει σωστά τον άναρχο χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και ακόμη πιο σημαντικό τις μεγάλες μεταλλαγές στους συσχετισμούς μεταξύ των παραδοσιακών ηγεμονικών δυνάμεων και των εθνών της Ανατολής -εδώ επιτρέψτε να πω ότι εγώ φθάνω στο ίδιο συμπέρασμα με ακόμη πιο αναλυτικό τρόπο- αναλύει γιατί θα προκαλέσουν κοσμογονία διεθνών ανακατατάξεων. Στο αξιολογικό σκέλος, όσον αφορά τα συμφέροντα της Τουρκίας, δεν κρύβονται ο αναθεωρητισμός και οι ηγεμονικές αξιώσεις στην πρώτη γραμμή των οποίων είναι η Κύπρος, τα Βαλκάνια και η Ελλάδα. Αφήνοντας κατά μέρος τους συναισθηματισμούς, βέβαια, πρέπει να ξέρουμε ότι αυτή είναι κλασική ανάλυση ηγεμονικής έμπνευσης, που εκδηλώνεται σε όλα τα ηγεμονικά κράτη, είτε αυτή εκφράζεται από το Κίσινγκερ ή τον Μπρζεζίνσκι είτε από κάποιον Σοβιετικό ή νυν Ρώσο αναλυτή και ή πολιτικό. Είναι καιρός να σοβαρευτούμε και να καταλάβουμε τον κόσμο. Είναι παρανοϊκό να μιλάμε για Χίτλερ κτλ. επειδή ο Νταβούτογλου μιλά για ζωτικό στρατηγικό χώρο, όταν όλοι ανεξαιρέτως οι θιασώτες του ηγεμονισμού, σύγχρονοι και παλαιότεροι, για ζωτικό χώρο μιλούν και για επικυριαρχία.

Αν θέλουμε να εκτονωθούμε μπορούμε να τους ονομάσουμε όλους «Χίτλερ», πλην τα αίτια του ηγεμονισμού είναι πολύ βαθύτερα απ’ ό,τι η οποιαδήποτε χιτλερική ιδεολογία. Χωρίς μια σωστή αντίληψη της διαδρομής και της πορείας του διεθνούς συστήματος δεν επιβιώνουμε και ίσως δεν μας αξίζει να επιβιώσουμε ως ανεξάρτητη οντότητα, αν δεν γίνουμε ορθολογιστές. Αν κανείς θέλει να είναι ανεξάρτητος και αν τα μέλη μιας κοινωνίας θέλουν να είναι ελεύθερα, δηλαδή ανεξάρτητα, απαιτείται οι φορείς του κράτους να ξέρουν να κολυμπούν στον τρικυμισμένο ωκεανό της διεθνούς πολιτικής. Επιτρέψτε μου να πω ότι εμείς δείχνουμε να μην ξέρουμε να κολυμπούμε και πολλές εκδηλώσεις ή δηλώσεις των ηγετών μας δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει και πολύ αν χάσουμε την ανεξαρτησία μας.

Αυτοκτονικά σύνδρομα
Σε οποιοδήποτε καλό τμήμα Διεθνών Σχέσεων, η Κύπρος και η Ελλάδα αποτελούν το καλύτερο περιπτωσιολογικό πλαίσιο μελέτης των κοινωνιών, που για κάποιο μυστήριο λόγο διακατέχονται από αυτοκτονικά σύνδρομα. Καταλήγω λέγοντας ότι ο συγγραφέας Νταβούτογλου και νυν υπουργός Εξωτερικών, που φανερά ξέρει σε τι διεθνές σύστημα κινείται και που θέλει να καταστήσει μεγάλη δύναμη την Τουρκία, πρέπει να κατανοηθεί πλήρως γιατί μας ενδιαφέρει ζωτικά. Τώρα, τρεις ακόμη επισημάνσεις.

Πρώτον, είναι ένα πράγμα αν μας αρέσει ή όχι η ανάλυση του Νταβούτογλου, και άλλο οι προϋποθέσεις επιτυχίας ή αποτυχίας της κοσμοθεωρίας και στρατηγικής που προτείνει. Τις προϋποθέσεις αυτές πρέπει να τις εξετάσουμε σωστά και να λειτουργήσουμε ανάλογα.

Δεύτερον, το εγχείρημα να καταστήσει την Τουρκία το επίκεντρο ενός πανισλαμικού περιφερισμού είναι εξαιρετικά δύσκολο και μακρόχρονης διάρκειας. Η επιτυχία του δεν είναι δεδομένη και για τους Έλληνες, αν ήταν πνευματικά εύρωστοι και αμυντικά δυνατοί, διανοίγονται πολλές ευκαιρίες. Χρειάζεται, όμως προσοχή και όχι όπως ήδη ανέφερα, φόβος και εκτόνωση των απωθημένων με άναρθρες κραυγές.

Τρίτον, κάνουμε λάθος, αν λέμε ότι αυτά που λέει ο Νταβούτογλου, αύριο άλλοι δεν θα τα λένε. Ο νεο-οθωμανισμός ως διέξοδος για την Τουρκία είναι παλαιότερη υπόθεση, που αποκρυστάλλωσε ο Νταβούτογλου σε μια ώριμη για την Τουρκία στιγμή. Υπάρχουν και Κεμαλικοί νεο-οθωμανιστές διαφόρων αποχρώσεων και διαβάζοντας το «Στρατηγικό Βάθος», ελάχιστα βρίσκω πού θα διαφωνούσαν οι Τούρκοι στρατηγοί. Υπάρχει το ενδεχόμενο, όντως, η σημερινή στρατηγική της Τουρκίας να αποδειχθεί ανεδαφική, αλλά να επιτύχει κατ’ ελάχιστον στην εκπλήρωση των στόχων τους στην Κύπρο και ίσως στο Αιγαίο.

Καταστροφικός κατευνασμός
Γιατί η κατευναστική πολιτική της Ελλάδας και, δι’ αντανακλάσεως, της Κύπρου, αποθηρίωσαν αντί να εξημερώσουν το τουρκικό θηρίο;
Ακολουθούσαμε λάθος πολιτική, στηριγμένοι πάνω σε λάθος εκτιμήσεις για την Τουρκία, εφησυχάσαμε περιμένοντας κάποιου είδους παγκόσμια ενότητα, όπου ευχαρίστως θα αφομοιωνόμασταν (θυμηθείτε τις άθλιες αιτιολογήσεις περί κάποιας μυστηριώδους μετα-εθνικής εποχής, στη βάση των οποίων μας καλούσαν να δεχθούμε το σχέδιο Ανάν), και ακολουθήσαμε μια ξεκάθαρα κλασικής μορφής καταστροφική κατευναστική πολιτική. Αποτέλεσμα ήταν οι μεγάλες δυνάμεις να μη μας θεωρούν παίκτες της διεθνούς πολιτικής, να μας θεωρούν αναλώσιμους στο ανελέητο παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής και η Τουρκία να μας θεωρεί εύκολο θύμα στο ηγεμονικό παιχνίδι, στο οποίο εισέρχεται.

Δορυφοροποίηση της Ελλάδας

Γιατί θεωρείτε ότι η Ελλάδα θα δορυφοροποιηθεί στην Τουρκία και η Κύπρος θα υπαχθεί, τελικά, στον γεωπολιτικό-στρατηγικό έλεγχό της;
Μα, μπορούμε εδώ να διαβάσουμε Νταβούτογλου όταν λέει ότι: «Κάθε κοινωνία που έχει το ιδανικό και τη φιλοδοξία να περάσει στην ιστορία όχι ως παθητική, αλλά ως ασκούσα επιρροή και να γρά­φει την ιστορία αντί να τη διαβάζει, είναι υποχρεωμένη κατ' αρχάς να ερμηνεύσει εκ νέου το χρόνο και το χώρο, που αποτελούν τα σταθερά δεδομένα εντός των οποίων βρίσκεται» (σελ. 833).

Επίσης, ότι «σε μια περίοδο που συντελείται ένας ολόκληρος κόσμος αλληλεπίδρασης, τους πυρήνες των νέων κέντρων ισχύος θα αποτελέσουν οι κοινωνίες οι οποίες θα κατορθώσουν να διατηρήσουν ακμαία την αυτοπεποίθησή τους. Αντιθέτως, εκείνες οι κοινωνίες που, έχοντας χάσει την αυτοπεποίθησή τους, αποδέχθηκαν να γίνουν τα περιφερειακά στοιχεία άλλων κοινωνιών, μετά από μια ψυχολογική κατάρρευση, θα μείνουν αντιμέτωπες και με τον κίνδυνο της στρατηγικής τους διάλυσης».

Προσθέτω ότι, εμείς δεν θα υποστούμε μόνο στρατηγική διάλυση, αλλά επιπλέον ανθρωπολογική, πολιτειακή και πολιτική διάλυση. Μια μη βιώσιμη λύση, όπως τώρα επιδιώκουμε, θα έχει ως αποτέλεσμα ότι, στερούμενοι την ανεξαρτησία μας, θα κολυμπούμε πλέον απελπισμένοι μέσα σε έναν ισλαμικό ωκεανό και είτε θα πνιγούμε είτε θα προσαρμοστούμε όπως τόσοι άλλοι στην ιστορία.

Βρισκόμαστε στο χείλος του κρημνού
Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι, σήμερα, σε θέση να αντιδράσουν στα νεο-οθωμανικά σχέδια της ’γκυρας; Τι δύνανται να πράξουν το ταχύτερο;
Θα σταθώ στην Κύπρο. Η Κύπρος, ως συνέχεια των χειρισμών τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και με μεγάλη πυκνότητα τα τρία τελευταία χρόνια, οδηγήθηκε στο χείλος του κρημνού. Κρεμόμαστε, και το σχοινί το κρατούν κάτι τριτεύοντες υπάλληλοι δήθεν διεθνών οργανισμών, αλλά κατ’ αλήθειαν εξαρτημένες μεταβλητές άγνωστων καταστάσεων σπρώχνουν, στριμώχνουν και κακοποιούν τους Κυπρίους, το Διεθνές Δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Και εμείς γινόμαστε υποχείριά τους και αντί να διαολοστείλουμε αυτούς τους προπετείς διεθνικούς δρώντες, τους μιλάμε και γινόμαστε πιόνια τους. Έλεος, λίγη αξιοπρέπεια!

Επειγόντως ως λογικό συμπέρασμα νομίζω ότι η μόνη διέξοδος είναι να ζητήσουμε από τον ΟΗΕ να εφαρμοστεί η διεθνής νομιμότητα και από την Ευρώπη η ευρωπαϊκή νομιμότητα. Εδώ που φθάσαμε τώρα είναι μια κατάντια, που δεν εύχομαι στο χειρότερο εχθρό μου, όπως θα λέγαμε. Χωρίς πνευματική ανασυγκρότηση και ανασύνταξη, με άξονα την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την ελευθερία, δεν επιβιώνει η Κύπρος. Η μελέτη του «Στρατηγικού Βάθους» του Αχμέτ Νταβούτογλου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να καταλάβουμε επακριβώς τι μας συμβαίνει, τι συμβαίνει γύρω μας και ποιες είναι οι επιλογές μας. Ας υπάρξει μια προγραμματική εξαίρεση της επιλογής είτε να εξισλαμιστούμε είτε με μια μη βιώσιμη λύση να μπούμε σε μια τροχιά σταδιακού και βασανιστικού εξισλαμισμού.
Σημερινη


Read more:
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/06/blog-post_3690.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#ixzz0rTThTpJ1

 

-------------------

19.6.2010. Κ. Χολέβας, ο νεοθωμανισμός στα Βαλκάνια και η Ελληνική αντίδραση.

Όσοι γράψαμε και μιλήσαμε κατά τη δεκαετία του 1990 για το μουσουλμανικό τόξο που επιδιώκει η Τουρκία, χλευασθήκαμε υπερβολικά από τους οπαδούς των εθνικών υποχωρήσεων. Και όσοι προτείναμε την ενίσχυση των αμυντικών και διπλωματικών δεσμών με τις γειτονικές Ορθόδοξες χώρες κατηγορηθήκαμε ότι κατασκευάζουμε Ορθόδοξα τόξα με επιθετική διάθεση προς τους ... καλούς γείτονες. Τώρα που διαβάζουμε τη στρατηγική σκέψη του Αχμέτ Νταβούτογλου, Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας και Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, νιώθουμε δικαιωμένοι. Τα νεο-οθωμανικά και άλλα οράματα του Νταβούτογλου αναλύονται εκτενώς στο ογκώδες βιβλίο του με τίτλο «Στρατηγικό Βάθος- Η Διεθνής θέση της Τουρκίας», το οποίο ορθώς έπραξε και εξέδωσε στην Ελλάδα ο εκδοτικός οίκος ΠΟΙΟΤΗΤΑ. Η μετάφραση είναι του πανεπιστημιακού Ν. Ραπτόπουλου και η επιστημονική επιμέλεια του γνωστού και ρεαλιστή Τουρκολόγου καθηγητή Νεοκλή Σαρρή.

Στις σελίδες 440-485 (αλλά και σε άλλα σημεία) ο συγγραφεύς αναφέρεται ειδικότερα στα Βαλκάνια και μιλά ξεκάθαρα για την ανάγκη της Τουρκίας να περικυκλώσει την περιοχή χρησιμοποιώντας τις μουσουλμανικές χώρες και μειονότητες. Το μουσουλμανικό τόξο που πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία του νεο-οθωμανισμού περιγράφεται αυτολεξεί στη σελίδα 477 ως εξής: «Η ζώνη που εξικνείται βορειοδυτικά και μέσω του άξονα Μπίχατς-Κεντρική Βοσνία-Ανατολική Βοσνία-Σαντζάκ (σ.σ. Νοτίου Σερβίας) -Κόσσοβο-Αλβανία-Μακεδονία-Κίρτζαλι (σ.σ. Βουλγαρίας) -Δυτική Θράκη καταλήγει στην Ανατολική Θράκη, έχει από τη σκοπιά της Τουρκίας τον χαρακτήρα ζωτικής αρτηρίας για τη βαλκανική γεωπολιτική και τον γεωπολιτισμό της». Ενώ σε πολλά σημεία παραδέχεται ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα τουρκικά συμφέροντα είναι η δημιουργία ενός Σερβοελληνικού συνασπισμού (σελ. 365) και ομολογεί ότι «ένας ενδεχόμενος Σερβοελληνικοβουλγαρικός συνασπισμός θα έχει ως συνέπεια την αύξηση των πιέσεων επί της στρατηγικής ζώνης, ζωτικής αρτηρίας της Τουρκίας στην περιοχή, στη διάλυση της Μακεδονίας (σ.σ. έτσι ονομάζει την ΠΓΔΜ) και στην κατάρρευση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Βοσνία και την Αλβανία» (σελ. 481-482).

Αν θέλουμε ψύχραιμα να δούμε τη σκέψη του Νταβούτογλου με μία πρώτη ανάγνωση παρατηρούμε μία καλή γνώση της Ιστορίας και των γεωπολιτικών θεωριών που αναπτύχθηκαν στη δυτική επιστήμη, αλλά με μία βαθύτερη ανάγνωση που επιβάλλεται-- καταλήγουμε ότι πρόκειται για μία επιστημονικοφανή κάλυψη των επεκτατικών και αυτοκρατορικών διαθέσεων της Ισλαμοδημοκρατικής Τουρκίας των Ερντογάν –Νταβούτογλου κ.ά. Στον Επίλογο με τα συμπεράσματά του ο Τούρκος υπουργός προτείνει την αξιοποίηση της διπλωματικής και στρατιωτικής εμπειρίας των Σελτζούκων και Οθωμανών Τούρκων, αλλά με ειρηνικό τρόπο και προτείνει τη Διεθνή οικονομία ως μέσο προβολής της τουρκικής ισχύος. Όμως η ευρύτερη ανάλυση των απόψεών του δείχνει ότι πιστεύει ακράδαντα στον ρόλο των ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων και της Αμυντικής Βιομηχανίας. Για την περίπτωση της Βοσνίας γράφει (σελ. 364-365) κάτι πολύ διδακτικό και για όσους συζητούν τον αφοπλισμό της Κύπρου: «Το σημαντικότερο στοιχείο που θα διασφαλίσει την ύπαρξη της Βοσνίας είναι ... η έμπρακτη επιβεβαίωση της εν λόγω βούλησης δια της στρατιωτικής ισχύος. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας κανένα έθνος δεν κατόρθωσε να εγγυηθεί την ανεξαρτησία του με τη συγκατάβαση και κηδεμονία άλλου έθνους»!

Ο νεο-οθωμανισμός στα Βαλκάνια θεμελιώνεται στις εξής κυρίαρχες απόψεις του Νταβούτογλου: 1) Πρέπει η Τουρκία ή οι σύμμαχοί της να ελέγχουν τους άξονες των συγκοινωνιών και των ποταμίων μεταφορών. 2) Η Οθωμανική κληρονομιά πρέπει να προβληθεί ως ιστορική ρίζα των βαλκανικών λαών και κυρίως των Αλβανών και Βοσνιομουσουλμάνων. 3) Η Αλβανία θα παίξει τον ρόλο της συμμάχου, μέσω της οποίας η Τουρκία θα βρει διέξοδο προς την Αδριατική. 4) Ο θρησκευτικός παράγοντας είναι απαραίτητο εργαλείο στρατηγικής σκέψης και διαμόρφωσης συμμαχιών. Κατά τον Νταβούτογλου οι Γερμανοί επηρεάζουν τους Καθολικούς Σλοβένους, Κροάτες και Ούγγρους, η Ορθόδοξη Ρωσία επηρεάζει τους Σέρβους και προσεγγίζει Έλληνες, Βουλγάρους και Ρουμάνους, οι ΗΠΑ αναγκαστικά θα στηριχθούν στους Αλβανούς και Βοσνίους που είναι Μουσουλμάνοι. ’ρα ο νεο-οθωμανισμός συμπίπτει –έστω πρόσκαιρα- με τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. 5) Οι μουσουλμανικές μειονότητες ανά τα Βαλκάνια πρέπει να αξιοποιηθούν ως εφαλτήρια προωθήσεως των τουρκικών συμφερόντων Γράφει χαρακτηριστικά στη σελίδα 482: «Η Τουρκία ... οφείλει να δώσει βάρος σε πολιτικές που περικυκλώνουν την περιοχή στο σύνολό της..... Μπορεί να προταθεί επίσης μία συνεργασία για την εξασφάλιση των πολιτισμικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων των εθνικών κοινοτήτων, που διαθέτουν διαφορετικές κουλτούρες στους κόλπους των βαλκανικών κρατών. Μία τέτοια συμφωνία μπορεί να διαμορφώσει ένα κατάλληλο έδαφος κυρίως για το Κόσσοβο και τη Δυτική Θράκη». Σημειώνω με ανησυχία την σύνδεση Κοσσόβου και ελληνικής Θράκης στο φάσμα των νεο-οθωμανικών επιδιώξεων.

Ο Νταβούτογλου με χειρουργικό νυστέρι αναδιανέμει σύνορα, λαούς και εθνότητες και ξαναβαπτίζει Οθωμανικά τα Βαλκάνια ενώ εμείς ασχολούμαστε μόνο με τα οικονομικά μας προβλήματα και αδιαφορούμε για όσα εξυφαίνονται εις βάρος μας και μάλιστα δημοσιοποιούμενα μέσω βιβλίων. Το πρώτο ζητούμενο είναι να αποκτήσουμε γραπτό και επίσημο Εθνικό Δόγμα όπως έχει η Τουρκία του Νταβούτογλου, αλλά και η Αλβανία και η Βουλγαρία (δημοσιεύθηκαν το 1997-1998). Επιπλέον νομίζω ότι πρέπει να αντιδράσουμε και εμπράκτως και μάλιστα διδασκόμενοι από ... τον Νταβούτογλου. Να ενδυναμώσουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις μας, να ενισχύσουμε πολύπλευρα την ελληνοσερβική συνεργασία, να αξιοποιήσουμε ειρηνικά την πολιτιστική και θρησκευτική διάσταση της διπλωματίας μας και να εμποδίσουμε κάθε τάση αφελληνισμού της μειονοτικής παιδείας στη Θράκη.

Κωνσταντίνος Χολέβας- Πολιτικός Επιστήμων- 19-6-2010, Antibaro

-------------------

 18 Ιουνίου 2010, Φοίβο Κλόκκαρη, Νταβούτογλου και αποστρατικοποίηση

 

Νταβούτογλου και αποστρατικοποίηση

Με τον Φοίβο Κλόκκαρη
Στα πλαίσια των συνομιλιών για λύση του Κυπριακού η πλευρά μας υποστηρίζει την αποστρατιωτικοποίηση του Κυπριακού Κράτους. Να μην έχει ένοπλες δυνάμεις, παραμόνο αστυνομία.

Η θέση αυτή δεν είναι ορθή και πρέπει να αποσυρθεί για λόγους τους οποίους αναλύσαμε πολλές φορές σε αρθογραφία στον Τύπο. Τα επιχειρήματα σχετίζονται με την ικανότητα του κράτους να ασκεί κυριαρχία στην επικράτειά του, να προστατεύει τα εθνικά του συμφέροντα και τους πολίτες του, να έχει δυνατότητα αυτοάμυνας και να συμμετέχει πλήρως στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της ΕΕ. Όλες αυτές οι απαιτήσεις, υπό το πρίσμα της θέσης της Κύπρου σε περιοχή μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας, του νέου περιβάλλοντος ασφάλειας όπως διαμορφώθηκε μετά τον ψυχρό πόλεμο και της στοχοθεσίας της Τουρκίας και Βρετανίας για την Κύπρο.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση το βιβλίο του υπουργού Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, με τίτλο «Το Στρατηγικό Βάθος». Από την ανάλυση του βιβλίου εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα που σχετίζονται με την κατανόηση των επιδιώξεων της Τουρκίας σε σχέση με την Κύπρο και Ελλάδα και των κινδύνων που διατρέχει ο Ελληνισμός από την αλαζονεία και τον ηγεμονικό ρόλο, που θέλει να διαδραματίσει η εν λόγω χώρα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι θέσεις του ΥΠΕΞ της Τουρκίας ενισχύουν ακόμα περισσότερο την άποψη ότι θα πρέπει άμεσα να αποσύρουμε τη θέση μας για αποστρατιωτικοποίηση του Κυπριακού Κράτους. Πειστικά επιχειρήματα υπάρχουν, όχι μόνο στο ειδικό κεφάλαιο του βιβλίου για το Αιγαίο και την Κύπρο (κεφάλαιο 6), αλλά σε ολόκληρο το βιβλίο. Παραθέτω το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κεφάλαιο 9 (σελ. 465), που αφορά στη Βοσνία και τη συμφωνία του Ντέιτον.

« ... Το σημαντικότερο στοιχείο το οποίο θα διασφαλίσει την ύπαρξη της Βοσνίας, πέρα από κάθε διεθνή προσπάθεια και ειρηνευτικές συνομιλίες είναι η βούληση των Βοσνίων για πολιτική ανεξαρτησία και η έμπρακτη επιβεβαίωση τής εν λόγω βούλησης διά της στρατιωτικής ισχύος. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας κανένα έθνος δεν κατόρθωσε να εγγυηθεί την ανεξαρτησία του με τη συγκατάβαση και την κηδεμονία άλλου έθνους...».

Η Τουρκία, στην περίπτωση της Βοσνίας (μουσουλμάνοι), αποφαίνεται κατηγορηματικά ότι η πολιτική ανεξαρτησία της δεν θα εξασφαλισθεί από κηδεμόνες, αλλά από τη βούληση και στρατιωτική ισχύ της ίδιας της Boσνίας. Αντίθετα, στην περίπτωση της Κύπρου, υποστηρίζει τον αφοπλισμό του Κυπριακού Κράτους και τη διατήρηση του ρόλου της Τουρκίας ως κηδεμόνα, με τη συνέχιση των συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας.

Αυτή η θέση της Τουρκίας συνάδει με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της, από τη δεκαετία του 1950, να έχει το γεωστρατηγικό έλεγχο του νησιού και να μην αποκτήσει την πολιτική ανεξαρτησία του.

Η θέση της πλευράς μας για ένα αφοπλισμένο Κυπριακό Κράτος μετά τη λύση, το οποίο θα στερείται το δικαίωμα να έχει ένοπλες δυνάμεις (θα είναι το μοναδικό κράτος στον κόσμο που θα στερηθεί αυτό το δικαίωμα, με εξαίρεση τα προτεκτοράτα), εξυπηρετεί τις επιδιώξεις και τη στοχοθεσία της Τουρκίας. Kαταδεικνύει ανεπάρκεια στην κατανόηση των σοβαρών κινδύνων που διατρέχει ένα άοπλο κράτος για την ασφάλειά του, λανθασμένη εκτίμηση των γεωπολιτικών παραγόντων που σχετίζονται με τη στρατηγικής σημασίας θέση της Κύπρου, και υποτίμηση της τουρκικής στοχοθεσίας για την Κύπρο.

Υπάρχει αδήριτη ανάγκη να αναθεωρήσει η πλευρά μας τη θέση για αποστρατιωτικοποίηση του Κυπριακού Κράτους στα πλαίσια μιας λύσης. Το βιβλίο του ΥΠΕΞ της Τουρκίας εμπεριέχει τα πλέον πειστικά επιχειρήματα γι' αυτή την αναθεώρηση. Είναι τουλάχιστον οξύμωρο, οι θέσεις της Τουρκίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, να συμπίπτουν στον αφοπλισμό του Κυπριακού Κράτους. Είναι κατανοητή η θέση της Τουρκίας. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να κατανοηθεί η δική μας θέση;


ΦΟΙΒΟΣ ΚΛΟΚΚΑΡΗΣ
Αντιστράτηγος ε.α.

http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/06/blog-post_913.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#ixzz0rH5NEbVx

 

Παρασκευή, 18 Ιουνίου 2010

 

-----------------------------------------------

http://www.diplomatia.gr/index.php?module=column&clid=11&aid=1945

«Το Στρατηγικό Βάθος. Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», από τις εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, που αξίζει να διαβαστεί, αφού σ’ αυτό παρουσιάζει (εκθέτει) τις βασικές αρχές της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και προσπαθεί να εξηγήσει στους γραφειοκράτες αλλά και στον τουρκικό λαό τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία θα πρέπει να αναδείξει το ιστορικό βάθος της Οθωμανικής παρουσίας στις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανάλογα να διεκδικήσει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, στα πλαίσια αυτού του νεοοθωμανικού οράματος.
Το θέμα είναι μεγάλο και είναι αδύνατο να αναλυθεί στα πλαίσια ενός άρθρου. Εμείς θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ορισμένες σκέψεις, να σταχυολογήσουμε ορισμένες απόπειρες εφαρμογής αυτού του δόγματος και να εκθέσουμε τα συμπεράσματά μας.

Τα συστατικά στοιχεία του στρατηγικού βάθους
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ιστορική και γεωπολιτική προσέγγιση που επιχειρεί ο Νταβούτογλου σε σχέση με την Οθωμανική παρουσία στην περιοχή είναι ανεστραμμένη, αφού, για παράδειγμα, παραβλέπεται η στρατιωτική κατοχή και η σκλαβιά δεκάδων εθνών και εθνοτήτων επί τέσσερις και πέντε αιώνες, ενώ η στρατιωτική ήττα των Οθωμανών κατά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες που ξεκίνησαν με την Ελληνική Επανάσταση, το 1821, και οδήγησαν στη διάλυση της Αυτοκρατορίας, ονομάζονται από τον ίδιο «αποχώρηση».
Ένα άλλο σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του Νταβούτογλου να παρουσιάσει το ιστορικό και πολιτισμικό μεγαλείο και (τουρκογενές) στρατηγικό βάθος της περιοχής, με επίκεντρο τη σύγχρονη Τουρκία και σημείο αναφοράς την Οθωμανική κατοχή, το Ισλάμ και τον Τουρκισμό. Η παραδοχή αυτή, που αποτελεί το θεμέλιο λίθο του δόγματος του στρατηγικού βάθους, παραβλέπει το γεγονός ότι η ιστορία και ο πολιτισμός προϋπήρχαν και πριν την εμφάνιση των Τούρκων στην περιοχή και σίγουρα δεν έχουν ως αφετηρία το 1071 ή το 1453. Εάν δεχτούμε δε ότι οι Τούρκοι μάλλον κατέστρεψαν παρά δημιούργησαν πολιτισμό, η έννοια του στρατηγικού βάθους αντί για πλεονέκτημα μπορεί να αποδειχτεί στρατηγικό μειονέκτημα του νταβουτόγλειου ιδεολογήματος αλλά και της ίδιας της Τουρκίας. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς τον κ. Νταβούτογλου: Πώς μπορείτε να μιλάτε για (τουρκικό) στρατηγικό βάθος, τη στιγμή που οι κυριότεροι αρχαιολογικοί χώροι της Τουρκίας προϋπήρχαν της εμφάνισης των Τούρκων στην περιοχή, ενώ η ίδια η πρωτεύουσα και οι δεκαπέντε μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας έχουν μέχρι και σήμερα ελληνικά ονόματα;

Οι τομείς διαφοροποίησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Όσον αφορά τη διαφοροποίηση της παραδοσιακής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τότε που άρχισε να εφαρμόζεται το νέο δόγμα, μπορούμε να την εντοπίσουμε σε τρεις τομείς.
Ο πρώτος, και αυτός που κατά την άποψή μας θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, είναι ο τομέας της οικονομικής διπλωματίας, στον οποίο το τουρκικό κράτος και η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει δώσει τεράστια βαρύτητα, με ανοίγματα στη Ρωσία, την Αφρική, τη Νότιο Αμερική, τον Αραβικό Κόσμο, την Ασία, την ’πω Ανατολή, ανοίγματα που εκτόξευσαν τις τουρκικές εξαγωγές στα 150 δισεκατομμύρια δολάρια, με στόχο αυτές να ξεπεράσουν τα 300 δις τα επόμενα δέκα χρόνια, καθιστώντας την Τουρκία μια από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Ο δεύτερος είναι η (σχετιζόμενη και με την οικονομική διπλωματία) εξωστρέφεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και η προσπάθεια χειραφέτησής της από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, εξωστρέφεια που θα πρέπει να μεταφραστεί ως προσπάθεια ανάπτυξης αυτόνομων σχέσεων με μεγάλες ή νέες περιφερειακές δυνάμεις στον κόσμο, όπως η Ρωσία, η Βραζιλία, η Ινδία κλπ, με στόχο να πλασαριστεί και η ίδια στις νέες περιφερειακές δυνάμεις του πλανήτη και να ορίζει αντί να είναι αναγκασμένη να αποδέχεται τις παγκόσμιες πολιτικές.
Και ο τρίτος είναι η στυγνή πολιτική εκμετάλλευση της θρησκευτικής ταυτότητας της Τουρκίας αποκλειστικά για δικούς της γεωστρατηγικούς και γεωπολιτικούς στόχους, είτε μέσα από την καλλιέργεια της λεγόμενης τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης και την ανάλογη οργάνωση των μουσουλμανικών πληθυσμών που κατοικούν στην ευρύτατη περιοχή των Βαλκανίων, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, είτε μέσα από την ενίσχυση του ρόλου της και τον σταδιακό πολιτικό ‘εκτουρκισμό’ της Ισλαμικής Διάσκεψης.

Δυναμισμός και εξωστρέφεια της τουρκικής οικονομίας
Όσον αφορά τον πρώτο τομέα, θεωρούμε ότι ο δυναμισμός και η εξωστρέφεια της τουρκικής οικονομίας είναι το στοιχείο εκείνο που θα πρέπει να αναλυθεί και να προσεχθεί ιδιαίτερα, αφού αυτό το στοιχείο από μόνο του θα μπορούσε να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη και παγκόσμιο παίκτη, άσχετα με τον αν έχει υιοθετήσει ή όχι το δόγμα Νταβούτογλου.

Η εξωστρέφεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Όσον αφορά τον δεύτερο τομέα, πρέπει να σημειώσουμε ότι η εξωστρέφεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία δεκαετία πράγματι είναι κάτι πρωτόγνωρο, αφού η παραδοσιακή τουρκική εξωτερική πολιτική από το 1923 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα είχε ως απαράλλακτο παρονομαστή την εσωστρέφεια. Ποιο ήταν, όμως, το στοιχείο εκείνο που ώθησε την Τουρκία σε αυτή τη θεαματική αλλαγή; Ήταν όντως η εφαρμογή του δόγματος Νταβούτογλου ή κάτι άλλο;
Κατά την άποψή μας το στοιχείο εκείνο που ώθησε την Τουρκία σε αυτή την απότομη στροφή στην εξωτερική της πολιτική, εκτός από την υποστήριξη της οικονομικής διπλωματίας, ήταν το στρατηγικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η Τουρκία σε σχέση με την ένταξή της σε έναν παγκόσμιο πολιτικό πόλο ο οποίος θα ήταν αποφασισμένος να ανεχθεί και να στηρίξει την πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία στο Κουρδικό.
Τι εννοούμε.

Το στρατηγικό αδιέξοδο της Τουρκίας
Η Τουρκία είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει στο Κουρδικό τη γνωστή πολιτική που ακολούθησε μέχρι τώρα απέναντι στις θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες. Δηλαδή, θρησκευτική και εθνική αφομοίωση ή γενοκτονία. Η πολιτική αυτή είναι προφανές ότι δεν γίνεται αποδεκτή από το ΝΑΤΟ-ΗΠΑ ούτε από την Ε.Ε., γεγονός που συνιστά για την Τουρκία ένα τεράστιο στρατηγικό αδιέξοδο και την αναγκάζει να στραφεί αλλού για να βρει υποστηρικτές ή συνενόχους στις πολιτικές της.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα το στρατηγικό αδιέξοδο της Τουρκίας, θα πρέπει να εξετάσουμε την πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ στο Κουρδικό και το Ιράν.

Κουρδικό
Όσον αφορά το Κουρδικό, είναι γνωστό σε όλους ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ εδώ και δεκαετίες προετοιμάζουν ένα Κουρδικό κράτος στην περιοχή, το οποίο, μάλιστα, είναι αδύνατον να επιβιώσει χωρίς την υποστήριξη της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ και χωρίς διέξοδο στη θάλασσα και μάλιστα μέσω εδαφών της τουρκικής επικράτειας.
Οι ΗΠΑ με τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους στο Ιράκ το 1991 και το 2003 έχουν δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες κατ’ αρχάς για τη δημιουργία και εν συνεχεία τη σταδιακή διεθνή νομιμοποίηση του αυτόνομου κουρδικού κράτους του Νοτίου Κουρδιστάν ή Βορείου Ιράκ. Πίεσαν μάλιστα ασφυκτικά την Τουρκία να συμβάλλει και να συνδράμει σ’ αυτό, είτε μέσω της PROVIDE COMFORT, που επιχειρούσε επί εικοσαετία από το τουρκικό έδαφος (Βάση Ιντζιρλίκ), είτε μέσω παροχής διευκολύνσεων, όπως για παράδειγμα η εξαγωγή κουρδικού πετρελαίου από τον αγωγό Κιρκούκ-Τζεϋχάν και η χρήση από τους Κούρδους για εμπορικούς λόγους των λιμανιών της Μερσίνας και της Αλεξανδρέττας. Η επιχειρούμενη περιθωριοποίηση, μάλιστα, του στρατού και της ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ και η υποστήριξη των ΗΠΑ και του εβραϊκού παράγοντα προς τον Ερντογάν, θα πρέπει να θεωρηθούν ως ποινή για τους πρώτους για την άρνηση και ως επιβράβευση του δεύτερου για την, κατ’ αρχάς, αποδοχή του σχεδιασμού αυτού.

Η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων και το Κουρδικό
Ενώ προχωρεί ο ανωτέρω σχεδιασμός και εξασφαλίζεται, κατ’ αρχάς, η συναίνεση και συνεργασία του Ερντογάν στην παροχή διευκολύνσεων, στην ενδυνάμωση και εν τέλει αναγνώριση του αυτόνομου κράτους του Νοτίου Κουρδιστάν από την ’γκυρα, το κουρδικό κίνημα στην Τουρκία, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα από τους ‘ελληνικούς’ κύκλους της προδοσίας και της παράδοσης του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν στους Τούρκους, γιγαντώνεται και η πολιτική πτέρυγα του ΡΚΚ γίνεται η κυρίαρχη δύναμη στο τουρκικό ή Βόρειο Κουρδιστάν, δημιουργώντας στην Τουρκία του ‘στρατηγικού βάθους’ έναν μεγάλο στρατηγικό εφιάλτη.
Ακριβώς τη στιγμή αυτή, η Τουρκία, πιεζόμενη από μέσα και από έξω από τις εξελίξεις στο κουρδικό, αναγκάζεται να υιοθετήσει την πολιτική των μηδενικών προβλημάτων, κάνοντας ‘ανοίγματα’ χωρίς κανέναν πολιτικό αντίκρισμα προς τις γειτονικές χώρες (Αρμενία, Ιράν, Συρία, Ελλάδα κλπ). Η υιοθέτηση της πολιτικής αυτής δεν αποτελεί συστατικό της νεοοθωμανικής πολιτικής αλλά γίνεται εξ ανάγκης, δηλαδή, για να αποδυναμωθεί πολιτικά το κουρδικό κίνημα και να περιοριστεί ο ρόλος του στρατού, ο οποίος παραμένει ο βασικός πολιτικός αντίπαλος του Ερντογάν και του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Και το λέμε αυτό γιατί οι χώρες που δέχονται το ‘άνοιγμα’ της Τουρκίας δεν μπορούν να συνεχίζουν να στηρίζουν τους Κούρδους της Τουρκίας (όσες το κάνουν), ενώ όταν βρίσκεται σε εξέλιξη η πολιτική των ‘ανοιγμάτων’ και των μηδενικών προβλημάτων, υποχωρούν από την ατζέντα τα θέματα ασφάλειας με τις γειτονικές χώρες και αυτομάτως περιορίζεται ο ρόλος του στρατού στη διαχείρισή τους.

Το ζήτημα του Ιράν
Όσον αφορά το Ιράν, οι ΗΠΑ, που με τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους το 1991 και το 2003 έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον δυναμικής αστάθειας στο Ιράκ, κατάσταση που θεωρείται ως μείζων απειλή από την ’γκυρα, προετοιμάζονται, αυτή τη φορά με τη φανερή εμπλοκή του Ισραήλ, να επέμβουν στο Ιράν. Η επέμβαση αυτή θεωρείται ότι θα δημιουργήσει ένα νέο πεδίο δυναμικής αστάθειας στα ανατολικά της Τουρκίας, εξέλιξη που θα συμπεριλάβει αυτόματα και την Τουρκία, τουλάχιστον το ΝΑ της τμήμα, σε ένα ευρύτερο πεδίο δυναμικής αστάθειας, κατάσταση την οποία η ’γκυρα θα είναι αδύνατον να διαχειριστεί.
Μάλιστα, πίσω από τα ανοίγματα της Τουρκίας και τη συμπόρευσή της με το Ιράν στο θέμα του απεμπλουτισμένου ουρανίου, στη στρατιωτική συνεργασία ’γκυρας-Τεχεράνης για την αντιμετώπιση του ΡΚΚ-PJAK και στη Γάζα (επιχείρηση Μαβί Μαρμαρά), μπορούμε να διακρίνουμε τον γεωπολιτικό τρόμο της Τουρκίας απέναντι στο ενδεχόμενο μιας επιχείρησης εναντίον του Ιράν, αποτέλεσμα του οποίου είναι οι προσπάθειες που καταβάλλει η ’γκυρα για εκτροπή των δρομολογημένων εξελίξεων στο θέμα του Ιράν και στο Κουρδικό.
Δεν θα ήταν δε καθόλου υπερβολικό να αναζητήσουμε πίσω από τα σοβαρά προβλήματα που παρουσιάζονται στις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ τον τρόμο της ’γκυρας για τις συνθήκες που θα προκύψουν από μια ενδεχόμενη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Ιράν.

Συμπεράσματα
Η αλλαγή στον τρόπο άσκησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με την εμφάνιση στο προσκήνιο του Αχμέτ Νταβούτογλου είναι γεγονός και η αλλαγή αυτή συνίσταται στην επίδειξη μιας έντονης εξωστρέφειας και εναγώνιας αναζήτησης/δημιουργίας νέων γεωπολιτικών συσχετισμών για την ’γκυρα, πολιτική που, σημειωτέον, δεν βρίσκει αντίθετο το στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο της ’γκυρας.
Η άσκηση δραστήριας οικονομικής διπλωματίας, ως στοιχείο της εξωστρέφειας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, και η ενίσχυση της παραγωγικής βάση της Τουρκίας μέσα από το άνοιγμα νέων αγορών και την αύξηση των εξαγωγών, αποτελεί στοιχείο που απαιτεί βαθιά ανάλυση/αξιολόγηση και συνεχή παρακολούθηση από όλους τους ενδιαφερομένους.
Κατά τ’ άλλα, η παρατηρούμενη έντονη εξωστρέφεια στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπορεύεται από την υιοθέτηση του δόγματος του στρατηγικού βάθους και του ιδεολογήματος του νεοοθωμανισμού του Αχμέτ Νταβούτογλου. Παράλληλα όμως θα πρέπει να αναζητήσουμε σ’ αυτήν -καθώς και στην πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες- το στρατηγικό αδιέξοδο και τον γεωπολιτικό τρόμο της ’γκυρας, μπροστά στις εξελίξεις που σχετίζονται με το Κουρδικό και το ενδεχόμενο στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον του Ιράν, ενδεχόμενο που αν γίνει πραγματικότητα θα καταστήσει αυτομάτως την Τουρκία μέρος ενός ευρύτερου πεδίου δυναμικής αστάθειας.
Με άλλα λόγια, σε αυτό το φαινόμενο της παρατηρούμενης υπερδιέγερσης και υπερκινητικότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα πρέπει να αποτελεί μόνιμο ζητούμενο η εύρεση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο νεοοθωμανικό όραμα και στην αγωνιώδη προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός, για να ξεπεραστούν τα τεράστια προβλήματα που δημιουργούν στην ’γκυρα οι εξελίξεις στο Κουρδικό και το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράν.

 

------------------------

 

Συμπληρωματικά σχόλια με αφορμή ένα γόνιμο σεμινάριο (περί Νταβούτογλου)

Ειδικού Συνεργάτη, Αθήνα 01/2010

 

Διεξάχθηκε πρόσφατα με ιδιαίτερη επιτυχία, κατα κοινή των παρευρισκομένων ομολογία, και ως επιστέγασμα κοπιώδους ενασχόλησης όλων των εμπλεκομένων σε αυτό, σεμινάριο στη ΣΔΙΕΠΝ (Σχολή Επιτελών ΠΝ) με αντικείμενο τη στρατηγική σκέψη του υπουργού εξωτερικών της γείτονος. Πρόκειται εκτός των άλλων για γνωστό ακαδημαϊκό και παραγωγό στρατηγικής σκέψης, ως εκ τούτου το σεμινάριο περιστράφηκε γύρω από την ανάλυση θεμελιωδών εννοιών στο έργο του Α. Νταβούτογλου, που μάλιστα εύλογα κρίνεται ότι αφορούν την ελληνική πλευρά. «Ατυχώς», όπως μονίμως συμβαίνει σε επιτυχώς διοργανωμένες πανεπιστημιακές εκδηλώσεις του είδους, και που τρόπον τινα δίνει και το μέτρο του επίκαιρου ενδιαφέροντος που σε αυτές συνοψίζεται, το μόνο που εμφανώς έλλειψε από το ακροατήριο ήταν ο απεριόριστος χρόνος προκειμένου να φωτισθούν υπο τύπον ερωτημάτων (συνήθως συγκεκαλυμμένων ή και απροκάλυπτων τοποθετήσεων) παράπλευρες όψεις του αντικειμένου. Αυτό θα επιχειρηθεί στο κείμενο που ακολουθεί, και με την άποψη ότι δικαίως απουσίαζαν από το σεμινάριο αναλυτικές αναφορές που να αφορούν σε συγκεκριμένες επιπτώσεις της νέας εξωτερικής πολιτικής της στη σχέση της με τον εκάστοτε συνομιλητή της τουρκικής διπλωματίας, ή στις εσωτερικές εξελίξεις της χώρας, απότοκες των οποίων είναι εν πολλοίς και η ανάρρηση Νταβούτογλου σε αυτό το κομβικό όσο και εμφανές αξίωμα, απ’όπου δύναται πλέον όχι απλά να επηρεάζει αλλά και να εξαγγέλλει την εξωτερική πολιτική της χώρας του. Ο τίτλος του σεμιναρίου («Η στρατηγική σκέψη του Α. Νταβούτογλου») καθιστούσε σαφές το επίκεντρό του, ό,τι ακολουθεί επομένως αποτελεί ακαδημαϊκού χαρακτήρα συμπλήρωμα, ενδεχομένως μάλιστα εκ του περισσού αφού μόλις εκδοθούν τα κείμενα των ανακοινώσεων και των εργασιών ίσως διαπιστωθεί ότι τα παρακάτω έχουν ήδη επισημανθεί επαρκώς από τους συντελεστές του σεμιναρίου.
Η έλλειψη δεδηλωμένου δόγματος εξωτερικής πολιτικής στο πρόγραμμα του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) την επαύριο της πρώτης του μετεκλογικής αυτοδυναμίας το 2002, κατέστησε για την ηγεσία του απαραίτητη την προσφυγή σε εκφρασμένη πλατφόρμα ιδεών για τη θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον: οι θέσεις Ναταβούτογλου προσφέρονταν ως ιδεώδες προς επίσημη υιοθέτηση, παρόλον αξιακώς υφίσταντο εν υπνώσει στο υπο τον Τ. Ερντογάν κόμμα πολύ πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης της Τουρκίας από αυτό1.
Κατ’απόλυτη προτεραιότητα όφειλε να παρουσιασθεί ένα νέο εθνικό όραμα που να μπορεί αν όχι να γίνει αποδεκτό από το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας, τουλάχιστον να το αφοπλίσει ιδεολογικά στη σκιώδη διαπάλη για ανακατανομή της εσωτερικής πολιτικής ισχύος στη χώρα. Ο στρατιωτικός παράγοντας, που τόσα καταμαρτύρησε για αντεθνική δράση στα κατα καιρούς ισλαμιστικά πολιτικά μορφώματα της Τουρκίας (και που όλα τους απέσπασαν κυμαινόμενου βαθμού δημοφιλία στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό κυρίως εξαιτίας ενός συνδυασμού επιτυχούς έκφρασης του μηδέποτε εξαλειφθέντος θρησκευτικού αισθήματος στην τουρκική ενδοχώρα παράλληλα με την εφαρμογή συνήθως λειτουργικών οικονομικών προγραμμάτων), δύσκολα θα κατορθώσει να προσάψει παρόμοιες κατηγορίες για «αντιτουρκισμό» στο κυβερνόν κόμμα και κίνημα, απ’τη στιγμή που αυτό φροντίζει πλέον να εμβαπτίσει τον πολιτικό του ισλαμισμό σε ένα όραμα αυτοκρατορικού μεγαλείου. Η κατηγορία της απομάκρυνσης από τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, «έγκλημα καθοσιώσεως» για το κεμαλικό σύστημα αξιών, ελάχιστα μπορεί πλέον να συγκινήσει, πολύ περισσότερο να νομιμοποιηθεί σε αυτόν, τον πατριωτισμό τόσο του μέσου τούρκου ψηφοφόρου, όσο και ειδικώτερα του μέσου στελέχους των τουρκικών ΕΔ -εξ ου και η συχνώτατη μέχρι πρόσφατα προσφυγή στο ακραίο και αντιπαραγωγικό μέτρο των αθρόων αποτάξεων μονίμων στρατιωτικών «επι ζωηρώ ισλαμισμώ».
Λαμβάνοντας υπ’όψη τα παραπάνω, μία σύντομη αναδρομή στη «δέσμη ιδεών Νταβούτογλου» γύρω από την αύξηση του κύρους της διεθνούς φυσιογνωμίας της χώρας δια της προβολής πολιτισμικής ισχύος, το πώς και κατά πόσο αυτή εξελίχθηκε με το πέρασμα του χρόνου, καθώς και η επίδρασή της σε συγκεκριμένους αποδέκτες της, κρίνονται ενδιαφέρουσες.

«Επαναπροσεγγίσεις και εννοιολογικό ασυνεχές»: σχόλια γύρω από την εξέλιξη της σκέψης ενός ακαδημαϊκού όταν μέσα σε μία δεκαετία περνά από το πανεπιστημιακό βήμα στο υπουργικό θώκο, με βάση τη σταχυολόγηση 2 κειμένων
Αν πάντως το ΑΚΡ θεώρησε «δέον και ασφαλές» να ανασύρει από την ιδεολογική του φαρέτρα το αυτοκρατορικών αποκλίσεων όραμα του νεοοθωμανισμού2, ο Α. Νταβούτογλου κατέστησε σαφή πολύ νωρίτερα τη θεωρητική του κατασκευή: στην πασίγνωστη διπλή του απάντηση προς τους Fukuyama - Huntington, δεν στέκεται ιδιαίτερα στον πρώτο -περιοριζόμενος να αφορίσει το ούτως ή άλλως εύθραυστο και ενθουσιώδες «τέλος της Ιστορίας» που εξήγγειλε ως Εγελιανών καταβολών ιδεαλισμό με Δυτικοκεντρικό, ναρκισσιστικό περιεχόμενο (τού προσήψε δηλαδή δικαίως ότι πρόβαλε στο σύνολο της Υφηλίου μία εξέλιξη που κατεξοχήν αφορούσε στα ευρωατλαντικά πράγματα, όπως και ήταν στην πρώτη φάση των επιπτώσεών του το τέλος του Ψυχρού Πολέμου)3. Σε ό,τι όμως αφορά την επερχόμενη «Σύγκρουση των Πολιτισμών4» που προμήνυε ο έτερος αμερικανός ακαδημαϊκός, η μεταχείριση που επιφύλαξε σε αυτό το ιδεολόγημα ο τούρκος συνάδελφός του υπήρξε αυστηρή και ενδελεχώς αναλυτική5.
Αφού κατηγοριοποιεί το ούτως ή άλλως αυθαίρετο και κρυπτοξενοφοβικό -κατα βάση αντιδραστικό- ιδεολόγημα του Huntington ως αποθέωση του επιφυλακτικού ρεαλισμού, ο Α. Νταβούτογλου προχωρά σε σκληρή πάντως εύλογη κριτική σύμφωνα με την οποία αφενός μεν ο Huntington παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι περισσότερες μείζονες συρράξεις των νεώτερων χρόνων συνέβησαν «ενδοπολιτισμικά», μεταξύ «συστημικών δυνάμεων του ευρωκεντρικού δυτικού πολιτισμού», ενώ παράλληλα υπενθυμίζει ότι ο αναθεωρητισμός που επιδεικνύουν οι μη-δυτικές δυνάμεις της σύγχρονης εποχής είναι εν πολλοίς δικαιολογημένος, αφού αυτές στερήθηκαν το «ζωτικό τους χώρο» από τα δυτικά ακριβώς κράτη έναντι των οποίων εκφράζουν σήμερα αυτή την εχθρική διάθεση.
Ο Α. Νταβούτογλου παρουσιάζεται δεινός χρήστης των όρων και των εννοιών της σύγχρονης διεθνολογίας με τη χροιά της στρατευμένης γεωγραφίας που χαρακτηρίζει το σύνολο των γεωστρατηγιστών, ειδικά όταν αποτιμά τη χαμένη σταθερότητα του διπολισμού και εκτιμά ότι το τέλος του επέφερε ένα γεωπολιτικό και γεωοικονομικό κενό ισχύος σε ολόκληρη τη Κεντρική Ασία, και που όλοι οι διεθνείς δρώντες θα έσπευδαν να καλύψουν.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον βεβαίως παρουσιάζει ο αφορισμός των ιδεών Huntington ως «στρατηγικού τυχοδιωκτισμού», εφόσον ο Νταβούτογλου υπογραμμίζει τις διατυπωμένες προτροπές του αμερικανού ακαδημαϊκού να επιδοθεί η Δύση σε μία «προληπτική» κατάληψη στρατηγικών σημείων της Υδρογείου που κατοικούνται από μουσουλμανικούς πληθυσμούς και παράλληλα να υποθάλπει ενδομουσουλμανικές συγκρούσεις. Επιπλέον ο Νταβούτογλου στηλιτεύει την ύπαρξη «2 μέτρων και ισάριθμων σταθμών» όταν η Δύση ευαγγελίζεται την αναγόρευση του δημοκρατικού σε ιδεώδες με πλανητική αποδοχή, ενώ στην πράξη ευνοούν τον εκδημοκρατισμό μόνον οσάκις οι δυνάμεις που τον επικαλούνται ταυτίζονται με δυτικές στρατηγικές επιδιώξεις στην εκάστοτε περιοχή. Σε όλους τους τόνους υποδεικνύει εν εκτάσει στις ΗΠΑ να στραφούν σε πολυμερές σύστημα συλλογικής ασφάλειας βασισμένο στην ουσιαστική τήρηση των βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου, κυρίως όμως τις καλεί να επιδείξουν σεβασμό στην πολιτισμική πολυμορφία της Υφηλίου και να προωθήσουν τη διαπολιτισμική συνεργασία. Η ανθεκτικότητα του «αρχετυπικού» αυτού μανιφέστου των απόψεων Νταβούτογλου για τις διεθνείς σχέσεις στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο διαπιστώνεται ότι από τις κατα καιρούς απαντήσεις σε αυτό που συντάσσουν μέχρι σήμερα δυτικοί διανοητές, όπως και από την εξακολουθητική επίκλησή του από τον ίδιο, στις συχνές διαφημίσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ως έκφρασης μιας αγαθής και καλοπροαίρετης δύναμης που ο ίδιος και ως υπουργός εξωτερικών της χώρας του προβαίνει. Το εύχρηστον του κειμένου του επιτείνεται από τη γενικόλογη και γι’αυτό προσφερόμενη για ποικίλες αναγνώσεις διατύπωση των απόψεών του. Γεγονός είναι ότι στις ΗΠΑ προτείνει από τότε την επανεξέταση των συμμαχικών τους σχέσεων και την αναβάθμιση επιλεκτικά ορισμένων από αυτές. Οι τελευταίες, ευρισκόμενες σύμφωνα με πληθώρα ενδείξεων στην ιστορική στιγμή της κάμψης και της σταδιακής συρρίκνωσης της ισχύος τους, αντιμετωπίζουν ως μονόδρομο την αναβάθμιση σχέσεων με επιλεγμένους ευμεγέθεις περιφερειακούς συμμάχους («οικονομικώτερη» επιλογή, συγκριτικά με τη συντήρηση πολυμερών συμμαχιών όπου οι συναινέσεις αποσπώνται δυσχερέστερα κι έναντι υψηλώτερου τιμήματος), χωρίς όμως να παραιτούνται από την προσπάθεια ποδηγέτησης των ισχυρών αυτών συμμάχων.
Το απαντητικό στους Fukuyama - Huntington άρθρο δημοσιεύθηκε στις αρχές του 1998, όταν η Γιουγκοσλαβική κρίση (θέμα στο οποίο ο Α. Νταβούτογλου έδειχνε παραπεμπτική προτίμηση) παρήγαγε ακόμη εξελίξεις που σύμπας ο μουσουλμανικός κόσμος θεωρούσε ότι τον αφορούν στο Βοσνιακό μέτωπο, ενώ η διακυβέρνηση Clinton -όπως και η ακόμη μουδιασμένη από το απρόσμενο τέλος του Ψυχρού Πολέμου κοινότητα των πολιτικών επιστημόνων- παρέπαιε μεταξύ εικασιών μονοκρατορίας των ΗΠΑ και πλανητικής από αυτές αστυνόμευσης, σεναρίων παγκόσμιας αταξίας και προτάσεων οικοδόμησης νέων οργανισμών συλλογικής ασφάλειας. Οι παραδοσιακοί ρόλοι των ΟΗΕ - ΝΑΤΟ είχαν τεθεί υπο αίρεση, και οι επιλογές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αμφισβητούνταν, είτε σε περιπτώσεις που αποφασιζόταν μονομερής ή/και συλλογική επέμβαση σε τοπικούς πολέμους ενδοκρατικούς ή διακρατικούς, είτε σε στιγμές που η φωνή των νεοαπομονωτιστών κυριαρχούσε και οι ΗΠΑ απέρριπταν τυχόν ανάμιξή τους. Ήταν μία ιστορική στιγμή μετεωρισμού, αναθεώρησης και ανίχνευσης της βιωσιμότητας παραδοσιακών αξιών και ρόλων για το σύνολο των διεθνών δρώντων, που ο Α. Νταβούτογλου σχολίαζε καταγγελτικά από την ασφάλεια των πανεπιστημιακών εδράνων και του βήματος ενός ειδικού Τύπου.
Δέκα χρόνια αργότερα, αποτιμώντας το έτος του 2007 για τις εξωτερικές θέσεις της χώρας του, με κατ’απονομή υψηλό διπλωματικό αξίωμα και σύμβουλος -ουσιαστικά στον προθάλαμο του θώκου του ΥΠΕΞ- του τούρκου Πρωθ/γού, ο Νταβούτογλου παρουσιαζόταν πολύ περιγραφικώτερος και λιγώτερο ερμηνευτικός της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων6. Αφετέρου, η καταστροφική για τις ΗΠΑ και το σύνολο των αισιόδοξων προβλέψεων περι τη «Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων» οκταετία διακυβέρνησης Μπους του νεώτερου όδευε προς τη λήξη της, και η Τουρκία είχε καταφέρει να διατηρηθεί συνοριακώς αρτιμελής, αν και με τα βασικά της μέτωπα ανοικτά. Ομοίως, οι σχέσεις της με τους κύριους συνομιλητές της στο διεθνές περιβάλλον παρουσίαζαν ένα ιστορικό πλούσιο σε διακυμάνσεις και εμμένουσα αστάθεια.
Απαριθμώντας τις περιοχές ενδιαφέροντος της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, πιθανώτατα υπο το πρίσμα και της μετεωρικής ρωσικής ανόδου ως μείζονος ενεργειακού παρόχου αλλά και μίας ακόμη αποτυχίας στη μεγαλεπίβολη τουρκική πολιτική στην περιοχή, ο Νταβούτογλου αφιερώνει στο δεύτερο αυτό κείμενό του εμφανώς μικρή έκταση στις αναφορές του για τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Η Μ. Ανατολή αντιθέτως, συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον του -και είναι αυτή η στροφή στη ρίψη βάρους των κινήσεων της τουρκικής διπλωματίας που φαίνεται από τα γραφόμενά του ότι θα επικρατούσε, όπως και συνέβη. Η ερμηνεία προφανώς οφείλει να συσχετίσει την ιεράρχηση αυτή με το Κουρδικό ζήτημα. Η ύπαρξη μίας de facto οιονεί κρατικής κουρδικής οντότητας, υπο αμερικανική προστασία, στα σύνορα της Τουρκίας και δη των νοτιοανατολικών επαρχιών της με τους συμπαγείς κουρδικούς πληθυσμούς και τις αδιάκοπες αναταραχές εκεί, συνιστά ένα αδιάσπαστο γεωγραφικό σύνολο που παράγει αλληλένδετα προβλήματα στις τουρκοκουρδικές / τουρκοϊρακινές και ταυτόχρονα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Προβλέψιμη χαρακτηρίζεται λοιπόν η συνολική προσέγγιση που προτείνει ο διαμορφωτής της τρέχουσας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: αφού υπενθυμίσει τον ειρηνευτικό ρόλο του στις Σουνιτικές περιοχές του Ιράκ (σημαντική συνδρομή στις αιμορραγούσες αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή) και υπογραμμίσει την κοινή επιθυμία Ιράν - Τουρκίας για διατήρηση της εδαφικής συνοχής του Ιράκ, υπαινίσσεται σαφώς ότι σε περίπτωση διάσπασής του, η Τουρκία θα πρόβαλλε νόμιμες διεκδικήσεις στις πάλαι ποτέ υπο οθωμανική διοίκηση κουρδικές βόρειες επαρχίες του. Εκείνο που συνήθως διαβλέπουν τρίτοι παρατηρητές όταν αναλύουν τέτοιες τουρκικές δηλώσεις, είναι η οφθαλμοφανής πρόθεση προσάρτησης που εκφράζεται στις τουρκικές προθέσεις, ενώ σπανιώτερα7 αναφέρεται η άλλη όψη του νομίσματος: από την τουρκική οπτική γωνία, κάθε περαιτέρω αναβάθμιση της κουρδικής θεσμικής υπόστασης στο Ιράκ, θα ισοδυναμούσε με επερχόμενο «ντόμινο» εξελίξεων στο τουρκικό Κουρδιστάν. Είναι λοιπόν η μεσανατολική διάσταση του κουρδικού προβλήματος συνολικά, που δεν διαφεύγει της τουρκικής προσοχής, είναι αυτή η οποία γεννά την αυξημένη διαχυτικότητα (απόρροια κοινού προβλήματος) με τις έτερες κρατικές οντότητες που φιλοξενούν ευμεγέθεις κουρδικές οντότητες εντός τους -κυρίως το Ιράν και τη Συρία-, και οδηγεί στη διατύπωση εκτεταμένων ευχολογίων για ειρηνική συνύπαρξη αυτοκρατορικού τύπου, αν δεν κατορθωθεί η διατήρηση ενός ιρακινού κράτους με τα σημερινά σύνορα. Υπο το πρίσμα αυτό καθίσταται εξηγήσιμη και η θεμελιώδης αντίφαση στην οποία περιπίπτει ο κατα τα άλλα αναντίρρητης ακαδημαϊκής επάρκειας Νταβούτογλου όταν ουσιαστικά προτείνει τη διατήρηση του έστω ψευδοΒεστφαλιανής (ακριβέστερα: τυπικά βρετανικής) σύλληψης ιρακινού κράτους, ή ειδάλλως την αναβίωση ομοσπονδιακών προτύπων στην περιοχή -όχι όμως σύμφωνα με τα αμερικανικά αλλά, εύλογα, εναρμονισμένα με τα τουρκικά κριτήρια ασφάλειας. Αν δεν γίνεται να παραμείνουν απογυμνωμένοι από ανεξάρτητη κρατική υπόσταση οι Κούρδοι του Ιράκ, ας τεθούν υπο την τουρκική «προστασία». Σε αντίθετη περίπτωση η ανάλογη ανεξαρτητοποίηση των αδελφών τους της Τουρκίας θα αποκτήσει αυξημένες πιθανότητες ικανοποίησης -αυτό δείχνει είναι και το ουσιαστικό περιεχόμενο ενός κατα βάθος αγώνα επιβιώσεως που διεξάγει το τουρκικό κράτος, ενδεδυμένον με αυτοκρατορική φρασεολογία8.
Στο ευρωπαϊκό «μέτωπο», δύσκολα κρύβεται η γενικώτερη τουρκική πικρία για την απόρριψη μιας συμβατικής εισόδου της στην Ε.Ε., που έμμεσα αποδίδεται σε ελάχιστα φιλικές προς την προοπτική αυτή γαλλογερμανικές κυβερνήσεις, ενώ απουσιάζει κάθε απόπειρα να θιγεί το ζήτημα της πολλαπλής, δυσλειτουργικής ταυτότητας των τουρκικών μεταναστευτικών κοινοτήτων στις ευρωπαϊκές χώρες και η προβληματική, ημιτελής ένταξή τους σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κοινωνικό περιβάλλον, κυρίως ένεκα της πολιτισμικής ασυμβατότητας που ο Α. Νταβούτογλου προτιμά να παραβλέπει εντελώς, όποτε είναι αδύνατο να την υπερκεράσει με την επίκληση της προσφιλούς του (και πράγματι ιδεατής, αλλά συχνά αδύνατης) συνύπαρξης πολιτισμικών ετεροτήτων. Η πικρία του αντίθετα, μεταστοιχειώνεται σε συγκεκαλυμμένες απειλές προς τις ευρωπαϊκές χώρες αναφορικά με την γεωγραφική υπεροχή της χώρας του, νοούμενης ως αξεπέραστου γεωγραφικά ενεργειακού κόμβου που για τη Γηραιά Ήπειρο θα αποτελεί τμήμα (κατ’ευχήν: όχι θρόμβο) μακροχρόνιας αρτηρίας. Απευθυνόμενος ειδικά προς τη γαλλική πλευρά, φροντίζει επιπλέον να τονίσει ότι εάν το συγκεκριμένο κράτος επιδιώκει την ενεργό τουρκική συνδρομή στις μεσανατολικές του χειρονομίες προσέγγισης, είναι απαράδεκτη η αντιφατική γαλλική μεταχείριση της Τουρκίας ως επιθυμητού συμμάχου στις διπλωματικές του πρωτοβουλίες, ενώ την ίδια στιγμή το Παρίσι συμμετέχει πλήρως στην μόνιμη έκφραση ενός μεγαλόφωνου σκεπτικισμού αναφορικά με την έγκριση της τουρκικής ένταξης στην Ε.Ε., σκεπτικισμού που εκπορεύεται κυρίως από το Βερολίνο, το οποίο και καλείται να διαχειριστεί το υπαρκτό ζήτημα μίας ήδη ευμεγέθους τουρκικής κοινότητας με τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν9.
Το πνεύμα που διέπει την πρόσφατη σκέψη του τούρκου Υπουργού Εξωτερικών συνοψίζεται στις εναρκτήριες και τις καταληκτικές παραγράφους του δεύτερου αυτού κειμένου που σχολιάσθηκε: ο διαμετακομιστικός του ενεργειακός ρόλος και η το ειρηνοποιό οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας οφείλουν να αναγνωρισθούν από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας ως σημαίνοντα παγκοσμίως αγαθά. Αποτελεί λογικοφανή προέκταση της ανωτέρω παραδοχής, η διεθνής συναίνεση στο τουρκικό δικαίωμα να αναβαθμιστεί σε παραγωγό ασφάλειας για την ΑφροΕυρασιατική γεωγραφική ενότητα που αποτελεί το νοητό της επίκεντρο -με την αίρεση να παροράται η ιστορική «λεπτομέρεια» ότι η οθωμανική περίοδος που επικαλείται και που στη διάρκειά της είχε υλοποιηθεί παρόμοια ειρηνική συνύπαρξη λαών-θρησκειών-πολιτισμών, αυτή είχε επιβληθεί ως φυσιολογικό επακόλουθο επιβολής της δημόσιας τάξης εντός ενός αυτοκρατορικού μορφώματος που είχε διαμορφωθεί στη βάση της στέρησης εξωτερικής ασφάλειας (για την ακρίβεια: της ίδιας της αυτόνομης πολιτικής ύπαρξης και ελευθερίας) των λαών εκείνων επι των οποίων εφάρμοζε την ανεκτικότητα και την «κοινωνική ειρήνη» δια της στρατιωτικής κατοχής10.

Ορισμένες τάσεις πρόσληψης της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τους αναλυτές αυτής.
Δεδομένου ότι ειδικά στο δεύτερο κείμενο που παρατέθηκε μόλις, ο Α. Νταβούτογλου εκδίπλωνε τις σκέψεις του για τη πορεία των σχέσεων της χώρας του με κρίσιμους εταίρους της αναλυτικά και ξεχωριστά, εν γνώσει της αυξημένης συμμετοχής του στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, κρίθηκε σκόπιμο να αντιπαραβληθούν δίκην «αποκρίσεων» ενδεικτικά απόψεις δυτικών αλλά και μεσανατολιτών αναλυτών που στοχάζονται ατομικά ή συλλογικά περι την ηγεμονία νέων πολιτικών δυνάμεων εντός της Τουρκίας και την επίδρασή τους στην εξωτερική πολιτική της.
_Ευρωπαϊκές προσεγγίσεις: στο επίκεντρο αυτών υφίσταται μία άνευ περιστροφών εύνοια προς τις μεσανατολικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας. Σε γερμανικές και ισπανικές μελέτες ή στις πρωτοβουλίες Σαρκοζί διαπιστώνεται πως αν κάπου συμπίπτουν οι σκοποθεσίες Τουρκίας- ΕΕ, αυτές αφορούν το ρόλο τους στην ειρηνευτική μεσανατολική διαδικασία. Εύλογα, εφόσον για τη μεν Τουρκία το συμφέρον είναι ζωτικό λόγω Κουρδικού, ενώ η πολιτική της ΕΕ αναγιγνώσκεται ως απόπειρα μετα-αποικιακής επανεισόδου στα μεσανατολικά πράγματα, οικονομικά κατά προτεραιότητα (στο σημείο αυτό ανιχνεύεται και κάποια σκιώδης ανταγωνιστική σχέση, κατ’ αρχάς με ΗΠΑ). Με λίγα λόγια, η Ευρώπη υποδέχεται ευνοϊκά μόνο αυξημένο μεσανατολικό ρόλο για Τουρκία11 (διόλου συμπτωματικά, μέχρι πρόσφατα οι αραβικές επιφυλάξεις προς αυτήν, εμβαπτισμένες σε αρνητικές μνήμες και αφηγήσεις της οθωμανικής κατοχής, ενισχύονταν περαιτέρω από τη θέαση της συγκεκριμένης χώρας ως «δούρειου κομιστή» των απώτερων δυτικών προθέσεων στην περιοχή –όπως ακριβώς δηλαδή προσλαμβάνουν αρκετοί εταίροι της Ε.Ε. τις υπερατλαντικές πιέσεις για εισδοχή της Τουρκίας στην Ένωση).
Σε ευρωπαϊκές ενστάσεις όμως, προσκρούουν τουρκικές πρωτοβουλίες που αφορούν στη βόρειο εγγύς εξωτερικό της χώρας, και συμπίπτουν με τα πιο πρόσφατα σύνορα της Ε.Ε.-μοιραία δε, εμπλέκουν έμμεσα και αυτή καθ’αυτή την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας12: είναι γεγονός ότι από το 2007 κι έπειτα, μετά την ένταξη Ρουμανίας-Βουλγαρίας στην ΕΕ, η τελευταία είναι φυσιολογικά ενδιαφερόμενη για την επικράτηση διαρκούς ειρήνης και ασφάλειας στη Μ. Θάλασσα -επιπλέον της εξίσου φυσιολογικής της τάσης να περιβάλλεται γενικά από ένα «δακτύλιο» φιλικών χωρών. Υπ’αυτό το πρίσμα, η πρόταση ενεργοποίησης ενός συνεγγυητικού ασφαλείας για Αρμενία-Αζερμπαϊτζάν-Γεωργία από πλευράς Ρωσίας-Τουρκίας, με σκοπό την απρόσκοπτη λειτουργία των ενεργειακών αγωγών (αυτή, η CSCP είναι μία τουρκική πρωτοβουλία, που σχολιάζεται αρνητικά και στο άρθρο του πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Τουρκία13 ) κινείται ανταγωνιστικά προς το ευρωπαϊκό αντίστοιχο σχέδιο (την EaP ). Σαν απόρροια της άποψης των Βρυξελλών ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι θέσεις των γειτονικών βαλκανικών χωρών-μελών της ΕΕ, προτείνεται να συλλειτουργήσουν οι 2 πρωτοβουλίες, με συμπληρωματική (δευτερεύουσα) την τουρκική. Η ευρωπαϊκή πλευρά προτείνει μία 3η πλατφόρμα – συγκερασμό των 2, με την επωνυμία Black Sea Synergy (BSS) που περιλαμβάνει εκτός των χωρών του Νοτίου Καυκάσου, τόσο την Ε.Ε. δια των τοπικών της εκπροσώπων όσο και τις Ρωσία-Τουρκία, επισημαίνοντας πάντως πως από τη στιγμή που αμφότερες οι 2 χώρες εμπλέκονται σε όψεις των περιφερειακών κρίσεων στο Ν. Καύκασο, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν μέρος της λύσης (υπο την έννοια ότι λειτουργούν παράλληλα και ως μέρος του προβλήματος).
Σε γενικές γραμμές, παρόλο που γενικά αρκετοί ευρωπαίοι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η σημερινή πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έρχεται περισσότερο ως αποτέλεσμα γεωπολιτικής αναγκαιότητας, επισημαίνεται παράλληλα ότι λόγω των «προσωπικών» της ιεραρχήσεων σε ό, τι αφορά τα Βαλκάνια, το Ν. Καύκασο, και τη Μεσόγειο, οι ΕυρωΤουρκικές σχέσεις παραπέμπουν στις ιδιαιτερότητες των ΕυρωΡωσικών αντίστοιχων.
Καλό είναι τέλος να υπογραμμισθεί εκ νέου ότι ενώ κατά το παρελθόν το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας ήταν έντονα χρωματισμένο από την οικονομική της όψη, η ενταξιακή προοπτική αξιοποιείται σήμερα (όπως απερίφραστα παραδέχεται ο ίδιος ο Νταβούτογλου) από το κυβερνόν κόμμα κυρίως ως μοχλός πίεσης και επιταχυντής των διαρθρωτικών αλλαγών που συντελούνται στο τουρκικό πολιτικό σύστημα14.
_Αμερικανικές απόψεις: εκείνο που μπορεί να διατυπωθεί ως γενική παρατήρηση είναι πως στην αμερικανική στάση ανιχνεύονται αμφίθυμα μηνύματα –κατά πάσα βεβαιότητα εκροές αντίστοιχων αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων στους κόλπους των κέντρων παραγωγής σκέψης γύρω από την πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας.
Ενώ, όπως σημειώθηκε παρατηρείται μία γενική τάση ανάδειξής της σε στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ, και μία πρόθεση απομάκρυνσης από το τραυματικό παρελθόν της πρόσφατης ρήξης τους στο ζήτημα του Ιράκ, δύο διαφορετικές προσεγγίσεις αναδύονται από τις κατά καιρούς αμερικανικές δηλώσεις:
απ’την πρόσφατη του προέδρου Ομπάμα στο κοινοβούλιό τους λχ, συγκρατούμε την έκταση που έδωσε στο κεμαλικό (ως κοσμικό – δημοκρατικό) περιεχόμενο του τουρκικού συντάγματος και κράτους και στη συνεχή και συνεπή υποστήριξη που οι ΗΠΑ παρέχουν στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Αλλά και πέραν αυτού, ο αμερικανός πρόεδρος εμφανίστηκε να εγκρίνει έμμεσα τις νυν προτεραιότητες στις σχέσεις Τουρκίας με την Αρμενία, τους Κούρδους της Τουρκίας, το Μεσανατολικό, παραλλήλισε μάλιστα το τουρκικό άνοιγμα αυτό στην πολυπολιτισμικότητα με το αμερικανικό μοντέλο πολυφυλετικής-πολυθρησκευτικής -πολυπολιτισμικής συνύπαρξης. Επιπλέον, καταφέρθηκε εναντίον του ΡΚΚ, ενώ δήλωσε υπέρ του διαλόγου «Ιρακινής Κυβέρνησης -ηγετών Ιρακινού Κουρδιστάν-Τουρκίας» και γενικά ταυτίστηκε πλήρως με την ειρηνοποιό – πολυπολιτισμική ρητορεία ΑΚΡ-Νταβούτογλου15.
Αφετέρου, δεν απουσιάζουν συμβουλευτικοί τόνοι ειδικά σε κείμενα συντηρητικών αναλυτών, όπως στο τελευταίο άρθρο των R. Abramowitz (πρώην πρεσβευτή των HΠΑ στην Τουρκία κατά την κρίσιμη διετία κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, 1989-1991) και H. Barkey, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Lehigh, που βρίθει αυταρχικών παραινέσεων (“do’s and don’t’s”) κατά τα πρότυπα της εποχής της αμερικανικής μονοκρατορίας. Σε αναλύσεις σαν αυτή, εγκρίνεται σε αδρές γραμμές η κουρδική πολιτική της Τουρκίας (κυρίως προς τους Κούρδους του Ιράκ), γενικόλογα οι απόπειρες εκδημοκρατισμού και μερικής αποστρατιωτικοποίησης τουλάχιστον υψηλών οργάνων όπως του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, κατακεραυνώνονται όμως οι μεσανατολικές της πρωτοβουλίες (βλ και υποσημείωση αρ 13 του παρόντος), η αναβάθμιση των σχέσεών της με τη Ρωσία, όπως και κάθε διατυμπανιζόμενη επίδειξη ισλαμικής ευσέβειας. Σε κάθε περίπτωση, η αμερικανική ιεράρχηση των επιθυμητών τουρκικών ενεργειών προβάλει ανάγλυφα σε άρθρα πολιτικών αρεσκόμενων σε άκομψες και ωμές, σαφείς πάντως παρεμβάσεις, όπως το συγκεκριμένο: η Τουρκία θα έχει την αμέριστη αμερικανική συμπαράσταση στα μεγαλεπίβολα σχέδια περι διεθνώς αναγνωρισμένου αυξημένου κύρους της, εφόσον α)δεν αντιτεθεί στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ αναφορικά με συγκεκριμένες περιοχές άμεσου ενδιαφέροντός τους στη Μ.Ανατολή και τη Δυτική Ασία και β)παραμείνει μία μεικτή δημοκρατία του μουσουλμανικού κόσμου –μικτή με την έννοια της συνύπαρξης δημοκρατικών δομών λειτουργίας, φιλελεύθερης οικονομίας, και ευσεβούς έστω, πάντως ρητά απαγορευμένης θεοκρατικής απόκλισης, μουσουλμανικής κοινωνίας. Η εσωτερική αναδιανομή εξουσίας ελάχιστα απασχολεί τους συντάκτες του άρθρου ‘ φροντίζουν όμως να δηλώσουν εμφατικά την εκτίμησή τους ότι το κυβερνόν κόμμα θα επιβιώσει ή θα καταρρεύσει αναλόγως της κουρδικής του πολιτικής (σ121: “The AKP will live or die by its policies towards the Kurds”) –και για τους αμερικανούς αναλυτές το διακύβευμα είναι οι Κούρδοι του Ιράκ. Παρόλη την έναρξη λειτουργίας του αγωγού Κιρκούκ – Γιουμουρταλίκ τον Ιούνιο του 2009, τα ζητήματα που τυχόν ανακύψουν γύρω από το μελλοντικό έλεγχο της πόλης του Κιρκούκ (και των θρυλικής ποιότητας πετρελαιοπηγών που το περιβάλλουν) θα δώσουν αποφασιστικά τον ανάλογο τόνο στις επερχόμενες αμερικανοτουρκικές σχέσεις16.
_Μεσανατολικές αναγνώσεις17: εξέλιξη αδιανόητη μέχρι πριν λίγα χρόνια, όλο και συχνότερα κάνουν την εμφάνισή τους διθυραμβικά δημοσιεύματα του που προσαγορεύουν την Τουρκία ως τη μόνη πραγματική (σοβαρή) χώρα στην ευρύτερη Μ. Ανατολή, αν και μάλλον συγκεκαλυμμένα ευχολόγια συνιστούν, κινούμενα στις κλασσικές γραμμές της αραβικής πολιτικής δημοσιογραφίας (που παραδοσιακά αρέσκεται στην επίκληση εξιδανικευμένων έστω παραδειγμάτων), με σκοπό την παρακίνηση και άλλων μεσανατολικών κυβερνήσεων να μιμηθούν τη νέα κυβερνητική τάξη της Τουρκίας. Παράλληλα νουθετούν έμμεσα την ίδια την τουρκική κυβέρνηση-πρότυπο προεξοφλώντας κι επιβραβεύοντας τάσεις που προς το παρόν μόνον σε προθεσιακό στάδιο υφίστανται. Εκείνο που αξίζει να συγκρατηθεί είναι ο διαρκής χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως χώρας αναφοράς στη διπλή βάση των ενεργών δημοκρατικών θεσμών της και παράλληλα της δυναμικής εξωτερικής της πολιτικής, σε αυτό το σημείο μάλιστα διαπιστώνονται τα αδιέξοδα του Ισραήλ και η συγκριτική ανάδειξη του τουρκικού παραδείγματος ως του δεσπόζοντος πλέον επιτυχημένου μοντέλου συγκερασμού σκοπών και μέσων εντεταγμένων αρμονικά στη μεσανατολική πραγματικότητα18.
Σε τέτοια υμνητικά κείμενα η έμφαση δίνεται στη δισκελή προσπάθεια του τουρκικού ancient regime να αμυνθεί (αναστείλει/ακυρώσει τις μεταρρυθμίσεις) χρησιμοποιώντας τις συνταγματικές πρόνοιες και παράλληλα μηχανορραφώντας με την επεξεργασία πραξικοπηματικών σχεδίων. Το σύμπλεγμα στρατιωτικών-υπηρεσιών ασφαλείας-αστυνομιών που ασκεί την πολιτική εξουσία σε πλειάδα αραβικών κρατών κατονομάζεται, και το «τουρκικό πείραμα» χαρακτηρίζεται ως η μείζων εξέλιξη, με ιστορικές προεκτάσεις, που λαμβάνει χώρα στην περιοχή19.
Οι Τουρκοϊσραηλινές σχέσεις ειδικά, αξίζουν χωριστής μνείας όχι τόσο λόγω του αδιαμφισβήτητου στρατιωτικού στρατηγικού ενδιαφέροντός τους, όσο διότι κατά την τρέχουσα ειδικά περίοδο αποτελούν ένα ασφαλέστατο θερμόμετρο «δεκαδικής ακριβείας» αναφορικά με το μεσανατολικό πλαίσιο της τουρκικής πολιτικής, που όπως έχει ήδη αναφερθεί φέρει στον πυρήνα του το σοβαρώτερο υπαρξιακό ζήτημα της χώρας, το Κουρδικό. Από την όλη σχετική φιλολογία που διευρύνεται καθημερινά, θεωρείται ότι σε τα κεντρικά σημεία των προβληματισμών συνοψίζονται εύστοχα σε σχετικό κείμενο ισραηλινής ερευνήτριας που αναρτήθηκε πρόσφατα στο διμηνιαίο ηλεκτρονικό δελτίο του κυπριακού Κέντρου για τις Ευρωπαϊκές και τις Διεθνείς Υποθέσεις του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας και αποτέλεσε κείμενο ομιλίας σε συζήτηση στρογγυλής τράπεζας η οποία φιλοξενήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας στις 15 Ιουνίου του περασμένου έτους20. Η ακριβής χρονολόγηση των παρακάτω σημειώνεται διότι είναι πρόσθετη ένδειξη καταγραφής πλέον των «νέων ανέμων» που πνέουν στις διμερείς αυτές σχέσεις (τη συσσώρευση ενδείξεων αρκετοί ως τώρα υποβάθμιζαν ως μεμονωμένες επικοινωνιακές χειρονομίες, που όμως σπάνια υπονομεύουν ένα καλό κλίμα σχέσεων χωρίς σοβαρού
Τα Ισραηλινά κίνητρα για την εμβάθυνση των σχέσεων με την Τουρκία περιστρέφονται γύρω από το γνωστό και μη εξαιρετέο χρόνιο έλλειμμα ασφάλειας που ταλανίζει τη συγκεκριμένη χώρα ‘ κάθε μετριοπαθής μουσουλμανική και δη μη-αραβική χώρα προσφέρεται ως σανίδα σωτηρίας για τις πολιτικοστρατιωτικές ελίτ του Ισραήλ που αποδύονται σε μια πολυετή απόπειρα αναζήτησης συμμάχων στην περιοχή (η προσφορά εξάλλου στρατιωτικού στρατηγικού βάθους είτε για αεροναυτικές ασκήσεις είτε, και κυρίως, ως ψυχολογική αίσθηση ασφαλών νώτων βρίσκεται στον πυρήνα των κινήτρων του κράτους αυτού σε όλο το φάσμα των σχέσεων του τόσο με την Τουρκία όσο και με την Κύπρο).
Εκτός αυτού, η συνεργασία στο πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας αντιμετωπίστηκε και από τις δύο χώρες ως ελκυστική προοπτική αμοιβαίου ενδιαφέροντος, τόσο για την ανεπτυγμένη ισραηλινή όσο και για την αναδυώμενη τουρκική αντίστοιχη υποδομή. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στο απόγειο των διμερών σχέσεων την εξαετία 1996-2002, μέχρι δηλαδή τη στιγμή που το τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο καθόριζε κατα προτεραιότητα -αν όχι αποκλειστικότητα- την ιεράρχηση των εξωτερικών σχέσεων της χώρας21.
Ως εσχάτως είθισται, η πηγή των δεινών εντοπίζεται στην ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από το AKP, κυρίως όμως η στασιμότητα, ψύχρανση και σύντομα επιδείνωση των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων αποδίδεται στην ανάληψη στρατηγικού ρόλου σχετικά με τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του από τον Α. Νταβούτογλου (μία ακόμη καταγραφή αμηχανίας από τη συνήθως άμεσων αντανακλαστικών ισραηλινή διπλωματία και νομιμόφρονα ακαδημαϊκή κοινότητα: ούτε ο ίδιος ο Ερντογάν, ούτε και άλλα μέλη της τουρκικής συμπολίτευσης φανήκαν φειδωλά σε αντι-ισραηλινή ρητορεία, μέχρι στιγμής όμως για εξιλασμό στοχοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ο υπουργός εξωτερικών).
Προς το παρόν, η ισραηλινή πλευρά περιορίζεται να καταγράφει τη μεταστροφή της τουρκικής πλευράς και να αναζητά πολιτικές ερμηνείες γι’αυτήν.
Φυσιολογικά, ο ρόλος της Τουρκίας ως διαπολιτισμικού διαμεσολαβητή μεταξύ Παλαιστινίων – Ισραήλ δεν θεωρείται καλοδεχούμενος από το τελευταίο, ούτε όμως και η ισραηλινή ανάμειξη στα θέματα εκπαίδευσης του προσωπικού των σωμάτων ασφαλείας του σκιώδους κουρδικού κράτους στο Ιράκ (και μάλιστα με κατά πάσα βεβαιότητα αμερικανική έγκριση του παραπάνω εγχειρήματος), ευνόητο είναι ότι μπορεί να τύχει της παραμικρής ανάλογης τουρκικής επιδοκιμασίας. Μόνο που η τουρκική σειρά αιτιάσεων είναι πιο μακροσκελής: περιλαμβάνει την ισραηλινή προσυπογραφή της ταύτισης της μουσουλμανικής θρησκείας με τους απανταχού φορείς της «διεθνούς τρομοκρατίας», καθώς και έναν ευρύτερο ανταγωνισμό με το Ισραήλ για αναγνώριση περιφερειακού ρόλου από τα Δυτικά κέντρα ισχύος.
Η Τουρκία εμφανίζεται να αποζητά τον χαρακτηρισμό της ως χώρας-εκπροσώπου των σύγχρονων μουσουλμανικών δικαίων στις 3 περιοχές δεδηλωμένου ενδιαφέροντός της (Βαλκάνια-Καύκασος-Μ.Ανατολή) άμεσα, κι αργότερα ευρύτερα. Στο κατηγορητήριο της προς το Τελ Αβίβ εγγράφονται αυτά τα παράπονα άρνησης του διεκδικούμενου νέου τουρκικού status. Η αμοιβαία καχυποψία η οποία εμφανίζει σημεία παγίωσης φαίνεται λοιπόν να οικοδομείται επι μιας «ανταλλαγής δυσφημιστικών γενικεύσεων» που η μέχρι τώρα αποφυγή τους ιδεολογικοποιούσε τις συγκλίσεις των δύο χωρών: η Τουρκία κατηγορεί στο πρόσωπο του Ισραήλ όλα όσα θεωρεί ότι η Δύση και οι τοπικοί δυναμικοί της εκπρόσωποι έχουν επισυσσωρεύσει εις βάρος συλλήβδην των μουσουλμανικών πληθυσμών, και από την άλλη πλευρά το Ισραήλ προσάπτει κακές εναντίον του προθέσεις κάθε φορά που ένας πολιτικός σχηματισμός με συχνές αναφορές στο Ισλάμ αναλαμβάνει τα κυβερνητικά ηνία σε μία χώρα.

Συγκεφαλαιώσεις
Η απόπειρα νομιμοποίησης των δομικών μετασχηματισμών τους οποίους επιχειρεί το κυβερνόν κόμμα και οι κοινωνικοοικονομικές ομάδες που αυτό εκφράζει πολιτικά, διέρχονται αναπόφευκτα από την προβολή ενός νέου οράματος που θα συσπειρώνει -δεδομένου ότι σεβαστό τμήμα της μεταρρυθμιστικής ατζέντας του ΑΚΡ φαντάζει σε κυμαινόμενο βαθμό διχαστικό22. Η ευφυής δέσμη των ιδεωδών που προβάλει ο νυν υπουργός εξωτερικών της γείτονος διαθέτουν ευκαμψία και ρώμη κατα το ότι διεμβολίζουν (με μία ορισμένη αυθαιρεσία στην τελική τους σύνθεση) εκείνους τους αποδέκτες που η μέχρι τώρα εκάστοτε υψηλή σκοποθεσία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αδυνατούσε να ικανοποιήσει όλους μαζί ταυτόχρονα. Για την ακρίβεια, οι σχετικά αυτοσυγκρατούμενες προθέσεις των καταρρεουσών κεμαλικών ελίτ, παρόλον υπήρξαν μάλλον προϊόν μίας αμυντικογενούς θέασης της γεωγραφικής θέσης της χώρας ( «το επισφαλές για τον κάτοχό του σταυροδρόμι που πολλοί επιβουλεύονται / ορέγονται»23), παρά υλοποίηση συνειδητής επιλογής του αριστοτελικού κελεύσματος περι εξοικονόμησης ενός τμήματος των δυνάμει προοπτικών και αποφυγής κατασπατάλησής τους δια της μετατροπής τους σε εν ενεργεία καταστάσεις, απέδωσαν έως τώρα τη ζητούμενη ισορροπία στις σχέσεις της Τουρκίας με τον κόσμο, δίχως βέβαια να αποφευχθούν οι κατα καιρούς τραμπουκισμοί ενάντια στο σύνολο σχεδόν των όμορων με αυτή χωρών -και με τη θλιβερή εξαίρεση της πάγιας επιθετικότητάς της προς τις Ελλάδα-Κύπρο (επικαλούμενη με την πρώτη ανοικτούς λογαριασμούς και με τη δεύτερη ζητήματα ασφαλείας της) . Εκείνο που παρατηρείται να μεταβάλλεται δομικά σχετίζεται με την ίδια την τουρκική αυτοσυνειδησία, και τις νέες παγκόσμιες ισορροπίες, όπως τις έχει συλλάβει ο Α. Νταβούτογλου. Παρόμοιες καμπές στην εξωτερική πολιτική της χώρας αυτής έχουν να παρατηρηθούν από το τέλος της δεκαετίας του 1940, όταν απρόθυμα οι τότε κυβερνόντες έκριναν ότι η σοβιετική ζωηρή επιθυμία επαναδιαπραγμάτευσης των κοινών συνόρων τους και του καθεστώτος των Στενών δεν τούς άφηνε περιθώριο εναλλακτικής επιλογής πέραν της μονοδιάστατης συμμαχίας με έναν από τους 2 αναδυόμενους πόλους ισχύος του παγκόσμιου συστήματος. Η επαναφορά σε πιο πλουραλιστικές προσεγγίσεις των τουρκικών διεθνών σχέσεων επήλθε, ως δεύτερη χρονικά ορατή αλλαγή πλεύσης, σε μία περίοδο σύμπτωσης μεταβολής συνθηκών που προσομοιάζει αρκετά την τωρινή συγκυρία.
Συντελέσθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν εξωτερικές εξελίξεις24 συνδυάστηκαν με την ανάδυση πολιτικών δυνάμεων που, όπως και σήμερα, επιθυμούσαν επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής θέσης της Τουρκίας παράλληλα με την άρση των σιωπηρών διώξεων της ενεργούς θρησκευτικής έκφρασης25. Μόνο που τότε, το περιθώριο ελιγμών στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων (κάποια οξεία στροφή ακόμη και σε ενεργό ουδετερότητα της χώρας), κρίθηκε ως σχεδόν αδύνατη εξαιτίας της υφιστάμενης στρατιωτικής ισχύος της ΕΣΣΔ, ενώ ο ευμετάβλητος μεταψυχροπολεμικός κόσμος, ειδικά μετά τη σχετικά βραχεία περίοδο της αμερικανικής μονοκρατορίας, παρουσιάζει επιτέλους ευκαιρίες για πολυδιάστατη διπλωματία και αποδυναμώνει την επιχειρηματολογία των επιφυλακτικών φωνών στο εσωτερικό της Τουρκίας που φοβούνται κινδύνους διαμελισμού της σε συνδυασμό με την απώλεια «συνδικαλιστικών» προνομίων26. Έτσι, οι αναδυώμενες κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις της χώρας, διεκδικούν εκείνη την αναδιανομή ισχύος στο εσωτερικό της χώρας που θα αντανακλά το ρόλο τους στην αύξηση του «υπαρξιακού αποθεματικού» της χώρας, ενώ οι εξωτερικές συνθήκες, απαλλαγμένες από τη μανιχαϊστική ευκολία ενός σταθερού δυϊσμού, επιτρέπουν την διατύπωση μίας τολμηρής και υψηλόφρονος σκοποθεσίας που οι πολιτικές δυνάμεις του κεμαλισμού δυσκολεύονται να αμφισβητήσουν. Οι λόγοι διατήρησης σε ζωή ενός ήδη παρατεταμένου καθεστώτος κράτους εκτάκτου ανάγκης, επιβεβλημένου από μία καθαρά συγκυριακή αλληλουχία (ελληνοτουρκικός, αμυντικός πέρα από ένα σημείο και εξαιτίας αυτού τροφοδότης του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού, στρατιωτικός αγώνας μέχρι το 1922, «φυσιολογική» επακόλουθη δια βίου διακυβέρνηση από τον εθνοσωτήρα Ατατούρκ, 2ος Παγκόσμιος και ακολούθως Ψυχρός Πόλεμοι) φαίνονται να έχουν εκλείψει για το προσεχές προβλέψιμο μέλλον, γι’αυτό και δεν αναβάλλονται πλέον «λόγω κρίσιμων στιγμών για την πατρίδα» οι δραματικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό που καθυστερούσαν με την επίκληση των ανωτέρω κινδύνων μέχρι πρόσφατα27. Η ευστοχία των ιδεολογημάτων Νταβούτογλου θα ήταν αδύνατη πρακτικά, χωρίς αυτήν την αναγκαία συνθήκη μεταβολής του παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας, εφόσον όπως ήδη αναφέρθηκε, οι ιδέες του δεν αποτελούν καινοφανείς συλλήψεις. Η βιωσιμότητά τους αντιθέτως, ενισχύεται από τη σκοπιμότητα ύπαρξής τους στο εσωτερικό αυτή τη φορά, και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που ανιχνεύεται η επιτυχία τους στο επίπεδο των πολλαπλών αποδεκτών: στους μεν στρατιωτικούς δίνει λόγο (δεν τον αμφισβητεί) ύπαρξης, εφόσον προβλέπει τη μεγέθυνση της ισχύος της χώρας σε μία με χαρακτηριστικά παγκόσμιας δύναμης, ενώ για τον ίδιο λόγο αφοπλίζει συνολικά το κεμαλικό ιδεολογικό εποικοδόμημα (ποίος θα μπορούσε να κατηγορήσει εύκολα κάποιον που θέτει σαν συλλογική σκοποθεσία το «εθνικό μεγαλείο» χωρίς να αποφύγει τον κίνδυνο μομφής ως εθνικού μειοδότη; -ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που όπως αναφέρθηκε, το πρόταγμα προβολής της «ήπιας» πολιτισμικής ισχύος σε συνδυασμό με την έλλειψη εμφανούς εξωτερικής απειλής αποδυναμώνουν εκείνες τις φωνές που θα μπορούσαν να διατυπώσουν το μόνο εχέφρονα αντίλογο ότι ελλοχεύει κίνδυνος έκθεσης σε επιζήμιους τυχοδιωκτισμούς). Στον πυρήνα όμως της αναγκαιότητας αξιοποίησης μιας νέας διεθνοπολιτικής ιδεολογίας για την Τουρκία, βρίσκεται, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 196028, ένα σύνθετο εσωτερικό πρόβλημα με εθνοτικό, και ως εκ τούτου δυνητικά διεθνές περιεχόμενο. Εκτιμάται ότι και αν ακόμη καταρρεύσει η μαξιμαλιστική σκοποθεσία της υπερεθνικής, πολυσυλλεκτικής, ανεκτικής και δημοκρατικής οθωμανικής εκδοχής του Ισλάμ ως εμπορεύσιμου ιδεολογήματος -υπάρχει το αλησμόνητο προηγούμενο της Οζαλικής «πορείας προς Ανατολάς», που όμως συνέβη υπο άλλες συνθήκες και με κύριο αποδέκτη τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, ενώ η παρούσα απόπειρα διαθέτει ευδιάκριτο μεσανατολικό κέντρο βάρους-, ακόμη και αν κατορθωθεί να κερδηθούν μόνο οι κουρδικοί πληθυσμοί, αυτό θα θεωρηθεί και δικαίως υπερεπαρκής επιτυχία. Εάν, άλλοις λόγοις, επιτευχθεί η ανανέωση της πολιτικής κυριαρχίας της ’γκυρας επι των νοτιοανατολικών επαρχιών της χώρας με χρήση μίας ‘ιδεολογίας του πολιτισμού’ αντί του ως τώρα στρατιωτικού χειρισμού του ζητήματος29, η νέα πολιτική εξουσία της ’γκυρας και το κοινωνικοοικονομικό της ακροατήριο θα έχουν επιτύχει μία διπλή νίκη ολκής, αφενός της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, και αφετέρου της επιβολής επι των Κεμαλικών που θα έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς θεματοφύλακες αυτής30.
Η ’γκυρα έτσι, θα έχει επιβληθεί «δια της Κωνσταντινουπόλεως» (με την έννοια της επιτυχούς επίκλησης του πολυεθνικού οθωμανικού προηγούμενου) στη νοτιοανατολική Τουρκία, και ταυτόχρονα θα έχει επιτύχει την αναγνώριση των πρωτείων «στην ’γκυρα έναντι της Κωνσταντινούπολης» (από την άποψη της επικράτησης των «εύρωστων οικονομικά, ευσεβών, μεσαίων στρωμάτων μίας νέας εμποροβιομηχανικής τάξης με χώρο προέλευσης την επαρχιακή Κεντρική Τουρκία»31 επι των κοσμικών, εξευρωπαϊσμένων Τούρκων της Πόλης, κι όχι με πεδίο αναφοράς την ανεπιθύμητη προφανώς, ιστορικού χαρακτήρα, αντιδιαστολή του λίκνου του Κεμαλισμού προς την πρωτεύουσα του Χαλιφάτου).
Παράλληλα όμως, θα έχει υπερπηδηθεί και μία παθολογική αστάθεια που ταλανίζει το σύγχρονο τουρκικό κράτος εκ γενετής, και που μοιραία επανήλθε στην επιφάνεια της συλλογικής συνείδησης της χώρας, απ’τη στιγμή που οι μεν λόγοι που τη δημιούργησαν εξακολουθούν υφιστάμενοι, οι δε αφορμές καταστολής της εκλείπουν σταδιακά, και μάλιστα δίχως να έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν «εκτονωτικές βαλβίδες» στο μεσοδιάστημα: η καταπίεση Κούρδων και Ισλαμιστών (αντιΚεμαλικών) έλαβε με το πέρασμα των δεκαετιών έντονα χαρακτηριστικά οικονομικού, εκτός του κοινωνικού, προοδευτικά μάλιστα σχεδόν ταξικού αποκλεισμού, και οδήγησε εν τέλει στη σύμπηξη μίας σκιώδους συμμαχίας αυτών των δύο. Μολοντούτο, αρκετοί από τους δεύτερους δεν απώλεσαν τον τουρκικό τους αυτοπροσδιορισμό και την πατριωτική αυτού εκφορά (με μικρή τη συνεισφορά της βιαστικής ιδεολογικής λεηλασίας του Χαλιφάτου από τον Ατατούρκ, νωρίς μετά την επικράτησή του). Έτσι, εκτυλίχθηκε ένας μετεωρισμός ημιτελούς εθνικής ταυτότητας που όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε σε πλήρως αντιδιαμετρικό διαχωρισμό και αποκρυστάλλωση ορατών συγκρουσιακών μετώπων του τύπου «ή πιστός μουσουλμάνος ή τούρκος πατριώτης» στα πλατύτερα στρώματα της τουρκικής επαρχίας32. Στη νέα τουρκική ηγεσία πιστώνεται η κρίσιμη αυτή επαναδιαπραγμάτευση και συμφιλιωτική αποδοχή του οθωμανικού παρελθόντος των σύγχρονων Τούρκων33.
Η αναζήτηση λοιπόν εδάφους νομιμοποίησης των εσωτερικών αλλαγών στο σύστημα κατανομής πολιτικής ισχύος εντός της Τουρκίας αποτελεί το ζητούμενο που επιχειρείται με προβολή του νεοοθωμανικού οράματος ως οχήματος αναβάθμισης στις διεθνείς σχέσεις της χώρας αλλά και ταυτόχρονα πεδίο δοκιμασίας του ως «σωτήριου κλειδιού» το κύριο εσωτερικό πρόβλημα της. Η απόπειρα αυτή στρεφόμενη στην εύρεση εξωτερικών συμμάχων, ανατροφοδοτεί τον απώτερο εσωτερικό σκοπό ταυτόχρονα όμως φωτίζει και τα όρια σύνθεσης θεμελιωδώς αντίρροπων εννοιών. Δεν γίνεται επι παραδείγματι να προβάλλεται στο μεν εσωτερικό η ευρωπαϊκή προοπτική ως ζήτημα με προεκτάσεις α)πολιτικού γοήτρου για τη διεθνή φυσιογνωμία της χώρας, β)κατοχύρωσης της ελεύθερης μετακίνησης αγαθών και ανθρώπων σε μια νομικοοικονομική ένωση αδιαμφισβήτητης παροντικής αίγλης και ισχύος (αν και αμφίβολων μακροπρόθεσμων προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης ή έστω ανάκαμψης), γ) συμμετοχής σε ένα ανεκτικό νομοθετικό πλαίσιο με την ένταξη στο ευρύτερο «ευρωπαϊκό κεκτημένο»34, και παράλληλα απόρροια των ευεργετημάτων από τη διαδικασία αυτή να είναι η αναγνώριση του δικαιώματος δυναμικής προβολής μίας θρησκευτικότητας που στην Ευρώπη αντιμετωπίζεται ως τμήμα ενός ανεπιθύμητου μισαλλόδοξου παρελθόντος και κυριαρχίας μίας μεταφυσικής με πανίσχυρα ιερατεία που η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός έθεσαν τέρμα στη ζοφερή τροχοπέδη τους35. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η μεν σημερινή τουρκική ηγεσία αποπειράται να αυτοπροβληθεί ως φορέας ενός «κρατικού Ισλάμ με ανθρώπινο πρόσωπο» που θα δελεάσει τη Δύση ως εξαγώγιμο μοντέλο προς τρίτες μουσουλμανικές χώρες, η δε Δύση (και κατεξοχήν οι ΗΠΑ) παρουσιάζονται πρόθυμες να ενισχύσουν το όραμα μεγέθυνσης της τουρκικής θέσης στον κόσμο, με την προϋπόθεση όμως του περιορισμού του πολιτικού ρόλου του Ισλάμ ως πολύτιμου συστατικού στοιχείου της σύγχρονης τουρκικής ταυτότητας (περιττό κρίνεται να προστεθεί σε αυτό το σημείο η πασίγνωστη αντίφαση του αιτήματος ένταξης σε μία οικογένεια κρατών, σε ένα εκ των οποίων έχει εισβάλει και κατέχει παράνομα, ενώ άλλο το απειλεί ευθέως με πόλεμο).
Ίσως πάντως η μείζων αδυναμία της απόπειρας συγκερασμού σχεδόν αλληλοαποκλειόμενων σκοπών να αποτυπώνεται χαρακτηριστικότερα στην ιδεολογική αντίφαση που προκύπτει όποτε επιχειρείται η αναγωγή των νέων προσεγγίσεων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε θεμελιώδη θεωρητικά σχήματα της δυτικής πολιτικής φιλοσοφίας –σκέψη που προήλθε από προσωπική επανερμηνεία κάποιων θέσεων του γνωστού τούρκου ευρωπαϊστή πανεπιστημιακού Kemal Kirisci. Αυτός, σε σημαντικό κείμενό του το 200636, και επιχειρηματολογώντας υπέρ της τουρκικής αποδοχής στην Ε.Ε. ως πλήρους μέλους, δίνει την εντύπωση πως προσυπογράφει την οπτική Νταβούτογλου, την οποία εμμέσως παραλληλίζει με το όραμα του μέγιστου γερμανού φιλοσόφου Ι. Καντ, υποπίπτοντας σε αυτό το σημείο σε μία (συχνά απαντώμενη) σύγχυση της έννοιας «ειρηνική συνύπαρξη δια της οικονομικής-πολιτισμικής αλληλεξάρτησης δημοκρατικά οργανωμένων κοινωνιών» και του περιεχομένου του όρου «ήπια ισχύς».
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της «διαρκούς ομοσπονδίας λαών με σκοπό την παγκόσμια ειρήνη», ο Καντ σαφώς μιλά για μία ελεύθερη ένωση, στην οποία τα κράτη μπορούν να προσχωρούν όπως και να αποχωρούν ατιμωρητί, και δεν φαίνεται καθόλου διατεθειμένος να νοθεύσει την προαίρεση αυτή, όσα λειτουργικά προβλήματα κι αν συνεπάγεται, αφού απορρίπτει κατηγορηματικά μία παγκόσμια δεσποτική μοναρχία ως πραγματιστικό, πλην αθέμιτο όχημα εφαρμογής των προτάσεών του εφόσον τυχόν υιοθέτησή του θα συνεπαγόταν μονολιθική επιβολή αντί της επιθυμητής διαιώνισης της ελεύθερης πολύμορφης ποικιλίας στα κοινωνικά ανθρώπινα πράγματα37. Μένει να αποδειχθεί κατά πόσον οι τουρκικές ηγεσίες και κοινωνία θα παρουσιαστούν στην πράξη διατεθειμένες να προσφέρουν στους σύγχρονους Κούρδους το παραπάνω Καντιανό περιεχόμενο συνύπαρξης εντός μίας διευρυμένης ομοσπονδίας38, όπως επίσης να αποδείξουν ότι κάτι ουσιαστικά αντίστοιχο προσέφερε ιστορικά η Οθωμανική αυτοκρατορία στις υπήκοες συλλογικότητες που την συνάρθρωναν.
Ο J. Habermas αφετέρου, υποστηρίζει στο κριτικό του υπόμνημα γύρω από το συγκεκριμένο Καντιανό κείμενο αναφοράς ότι η «αποεθνικοποίηση» μίας οικονομίας (νοούμενη ως η ένταξή της σε μία πλανητική δικτυοκεντρική χρηματιστηριακή αγορά) συνεπάγεται τη συρρίκνωση της εκάστοτε κρατικής κυριαρχίας σαν άσκησης επιρροής με πολιτικά μέσα39, ενώ παράλληλα απαιτείται η γενικότερη άμβλυνση των ορίων μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής – στοιχείου που για τα κυρίαρχα κράτη έχει καταστατική σημασία. Ο J. Habermas συνεχίζει στην ίδια παράγραφο: «Συχνά η άσκηση επιρροής στους τεθέντες από το πλαίσιο όρους υπο τους οποίους παίρνουν τις αποφάσεις τους άλλα δρώντα υποκείμενα είναι σημαντικώτερη απ’ό,τι η άμεση επίτευξη των στόχων, η άσκηση διοικητικής εξουσίας ή η απειλή βίας. Η καλούμενη soft power εκτοπίζει τη hard power και αφαιρεί από εκείνα τα υποκείμενα, στα μέτρα των οποίων ήταν κομμένος και ραμμένος ο συνασπισμός ελεύθερων κρατών του Κάντ, τη βάση της ανεξαρτησίας τους»40. Το εδάφιο αυτό φέρει την πορεία της επεξεργασίας των τουρκικών ιδεών στον επόμενο σταθμό κεντρικής έννοιας, αυτής της «ήπιας ισχύος» στην οποία αρέσκεται να στηρίζει μέγα τμήμα το θεωρητικού του εποικοδομήματος ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών (και στην οποία ούτε ο K. Kirisci παραλείπει να παραπέμψει, στο παραπάνω κείμενό του). Εικάζεται σε τούτο το σημείο πως ρόλο εγκολπίου για τη σύλληψη της κατά Νταβούτογλου ανάγνωσης του όρου διαδραμάτισε ένα άλλο άρθρο που δημοσιεύθηκε καθώς εξέπνεε η ψυχροπολεμική περίοδος. Σε αυτό, ο υψηλού κύρους συντάκτης του διατύπωνε με ρωμαϊκής υφολογίας κυνικό ρεαλισμό το περιεχόμενο της «ήπιας ισχύος» στη σύγχρονη εποχή41.
Διευθύνοντας τότε το «Κέντρο Διεθνών Υποθέσεων» του Harvard, J. S. Nye ξεκινούσε την ανάλυση του θέτοντας σαν αναγκαία και ικανή συνθήκη για την εφαρμογή «ήπιας ισχύος» τη διέλευση προηγουμένως ενός κράτους από το στάδιο της συσσώρευσης και άσκησης ωμής δύναμης η οποία συνδέεται άμεσα με την κατοχή και χρήση φυσικών πόρων. Αυτή πάντως, η προνομιακή ή/και αποκλειστική πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, δεν έχει απωλέσει τη σημαίνουσα αξία για έναν δρώντα στην τρέχουσα περίοδο –εκείνο που διαπιστώθηκε ότι επιβάλλεται να μεταβληθεί είναι η μέθοδος προσάρτησης, ή έστω χρησικτησίας τους. Από αυτήν την άποψη, η προσφυγή σε μη-βίαια μέσα επιβολής κρίνεται από το Nye ως οικονομικώτερη, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και σχετικά, λόγω του ότι δεν εγείρει φοβικές αντιδράσεις γειτονικών ή μεγαλύτερων δυνάμεων, εκτός της μηδαμινής απαίτησης αρχικής επένδυσης (συγκριτικά πάντοτε με την ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος). Στην περίπτωση αυτή, η συρρίκνωση κλασικών κρατικών δικαιωμάτων (συνοριακής κυριότητας, κεντρικού πολιτικού ελέγχου επι εθνοτικών, κοινωνικών ή οικονομικών παραγόντων) φαντάζει λιγώτερο επαχθής. Η αλληλεξάρτηση θεωρείται θεμελιώδης συνθήκη για την άσκηση της ήπιας δύναμης, από τη λεπτομερή της ανάλυση όμως προκύπτει ότι συνήθως βασίζεται σε ανισοκατανομή των επιμέρους δεικτών ισχύος των εμπλεκομένων, στην ασφάλεια ή την οικονομία πχ, ούτως ώστε να καταλήγει σε λειτουργικούς πειθαναγκασμούς μεταξύ των αλληλεξαρτημένων μερών. Ούτε η έννοια της αλληλεξάρτησης είναι λοιπόν απαλλαγμένη από πρόσημα ισχύος, η ωφέλειά της επομένως κυμαίνεται για το κάθε μέρος και δεν είναι εξορισμού ίσης ποσότητας και ποιότητας. Ο J. Nye παρατηρεί τέλος ότι η αμοιβαίας αποδοχής άσκηση ήπιας ισχύος συμβαίνει ευκολώτερα ανάμεσα σε πλευρές με πολιτισμική και ιδεολογική συμβατότητα –γι’αυτό εξάλλου και πιστεύεται ότι κατά βάθος ασκεί τέτοια ιδεοληπτική γοητεία στον Α. Νταβούτογλου: εξ ορισμού εμπλέκει ευχερέστερα τόσο τους Κουρδικούς, όσο και ευρύτερα μεσανατολικούς πληθυσμούς. Από αυτήν την άποψη, η άρση των γλωσσικών απαγορεύσεων στους Κούρδους, όπως και οι στενές επαφές του (ούτως ή άλλως αραβομαθούς) Νταβούτογλου με ηγεσίες χωρών της περιοχής, εντάσσονται στο πλαίσιο άσκησης μίας συνεπούς προς τα αναφερθέντα εξωτερικής πολιτικής «ήπιας ισχύος». Γενικά, μια σύνθεση του τύπου «μικρώτερος πολιτικός έλεγχος επι των κουρδικών πληθυσμών εντός και εκτός τουρκικών συνόρων με αντάλλαγμα τη συνδιαχείριση πετρελαϊκών κερδών από το ευρύτερο Κιρκούκ» ηχεί ο ιδανικός συνδυασμός παραλογισμού και αναθέματος για κάθε εχέφρονα Κεμαλικό δημόσιο λειτουργό –ίσως και όχι μόνο. Συχνά βεβαίως, οι συνθήκες επιβάλλουν κάθε λογής «εξωτικούς» ad hoc χειρισμούς.

Η μετεγγραφή της ήπιας ισχύος στα ελληνοτουρκικά πράγματα
Με λίγα λόγια, οι τουρκικές αναφορές προσβλέπουν στην ήπια ισχύ ως μέσου επιβολής , όμως η χρήση αυτής δεν συνεπάγεται απαραίτητα συναλλαγή με έκβαση κέρδους για ένα αποκλειστικά από τα συμβαλλόμενα μέρη ‘ αυτή, θα μπορούσε να οδηγηθεί σε αμοιβαίου συμφέροντος συμβιβασμούς μόνον αφότου τα 2 μέρη έχουν απομακρυνθεί επίσης και από την επιθυμία απόλυτης κυριαρχίας, πέραν του εξοβελισμού των ρηξιακών μεθόδων υπερκέρασης των διαφορών τους (“zero-sum game as against the win-win process”). Τότε και μόνον τότε τα μέσα του διαλόγου (τα ειρηνικά) έχουν νόημα ύπαρξης: αφού πρώτα έχει γίνει αποδεκτό από την κάθε πλευρά ότι θα έχει παραιτηθεί από την προσδοκία του μέγιστου κέρδους. Παραμένει προς απόδειξη κατά πόσον αυτή η προσέγγιση μπορεί να γνωρίσει εφαρμογή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφ’ης στιγμής η επαναδιαπραγμάτευση του Αιγαιακού καθεστώτος ειδικά, αλλά και του συνόλου των ζητημάτων των ελληνοτουρκικών διαφορών προϋποθέτει αποκλειστικά ελληνικές απώλειες, με άλλα λόγια διαφαίνεται πως απαιτεί εκ προοιμίου από την ελληνική πλευρά κατευνασμό με σκοπό την ειρήνευση –ένα είδος αυτοκαταστροφικής εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων έναντι της αποφυγής ολοκληρωτικής πολεμικής εμπλοκής. Ιστορικά, πρόκειται για το είδος διακανονισμού που επιλέγουν ορθολογικά συναλλασσόμενες πλευρές με δραματικές ανισότητες στο μεταξύ τους ισοζύγιο δυνάμεων και δυνατοτήτων, πρόκειται δηλαδή για τη μοναδική προοπτική που απομένει –δίκην αυτοεκπληρούμενης προφητείας- αν έχει προηγηθεί συσσώρευση υποχωρητικότητας σε βαθμό ανατροπής της ισορροπίας ισχύος ενδοσυστημικά.
Με την εξαίρεση της πιθανότητας ύπαρξης κάποιας «μυστικής συμφωνίας» μεταξύ της ελληνικής πλευράς και της τωρινής τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να οδηγηθούν οι διμερείς σχέσεις σε μία δομική επαναδιαπραγμάτευση του ψυχροπολεμικού καθεστώτος τους δια της σταδιακής αποκλιμάκωσης και του σιωπηρού παραγκωνισμού των τουρκικών στρατιωτικών πρακτικών (για τον οποίο «διακριτικό διακανονισμό» δεν διατίθενται αδιαβάθμητες ασφαλείς ενδείξεις), – και αν εξαιρεθεί ως εξτρεμιστική και μακροπρόθεσμα ασταθέστερου αποτελέσματος η Κονδύλειος προτροπή για εξαπόλυση ενός συμβατικού προληπτικού πολέμου από ελληνικής πλευράς-, ως πλέον βιώσιμη προοπτική χειρισμού των ελληνοτουρκικών σχέσεων φαντάζει, από ελληνικής τουλάχιστον πλευράς, μία «δυναμική» εμμονή στο διάλογο με σκοπό της εύρεση των ισορροπιών εκείνων στη συνύπαρξη των δύο λαών που θα εδράζεται στην έννοια του αμοιβαίου συμφέροντος. Η «δυναμική εμμονή» πείθει για την ειλικρίνεια των προθέσεών της εάν εκφέρεται με αποτελεσματικούς τρόπους. Κατά πάσα πιθανότητα οι τρόποι αυτοί θα περιλαμβάνουν στις ενδεδειγμένες τους μορφές όχι τον ολοκληρωτικό πόλεμο, μήτε και την παρατεταμένη και αντιοικονομική αυτοσυγκράτηση στο επίπεδο των ελληνικών στρατιωτικών αντιδράσεων, αφού αυτές δεν επιτυγχάνουν καν το ελάχιστο ζητούμενο της αποφυγής ανατροπής του τωρινού συνοριακού status. Η συντήρηση της υπάρχουσας χαμηλής έντασης στην (αεροναυτική ως επι το πλείστο) αντιπαράθεση θα όφειλε ίσως να αποκτήσει ένα εύληπτο επικοινωνιακό περιεχόμενο, και συγκεκριμένα να αξιοποιηθεί ως επιχείρημα από την πλευρά της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας στον εσωτερικό διάλογο που εξελίσσεται μεταξύ των «φιλειρηνικών» και των «φιλοπόλεμων» στοιχείων της. Μόνον αφότου το σύνολο των ελληνικών στρατιωτικών αποκρίσεων στις τουρκικές αμφισβητήσεις συναρθρωθεί σε σαφή και κατανοητή στάση σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητης ακρίβειας απόδοση της οποίας «θα απαιτείτο κηρυγμένη πολεμική σύρραξη προκειμένου να επιτευχθεί η όποια τουρκική σκοποθεσία», θα
γινόταν δυνατό να προσαχθεί η ελληνική αυτή στάση ως δεδομένο στην εντός Τουρκίας συζήτηση για το μέλλον των σχέσεων των 2 χωρών, αυξάνοντας μ’αυτόν τον τρόπο το σύνολο των λογικών πιθανοτήτων ότι θα απορριφθεί η λύση του πολέμου ως επιθυμητή για την τουρκική πλευρά. «Παραδόξως», η ενίσχυση των φωνών εντός Τουρκίας που προκρίνουν τον εξοβελισμό του πολέμου ως μίας από τις οδούς που δύναται η τουρκική πλευρά να επιλέξει, όμως και διερευνητικά σε ό,τι αφορά το βαθμό ειλικρίνειας των διακηρυγμένων νέων τουρκικών προθέσεων (για την ακρίβεια: η ελληνική απόπειρα να καταστεί σαφής ο τουρκικός ορισμός των εννοιών «ήπια ισχύς», και «μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» που έχουν εισαχθεί με κάθε σοβαρότητα ως επαναλαμβανόμενη φρασεολογία), απαιτούν από την ελληνική πλευρά να εξετάσει το ενδεχόμενο ανανοηματοδότησης της στρατιωτικής της στάσης απέναντι στα ελληνοτουρκικά πράγματα που θα εκφρασθεί με κάποια ελαφρά, και εμφανώς ρασιοναλιστικής αφετηρίας σκλήρυνση διαρκείας. Μία σταθερότητα και συνέπεια στο επίπεδο των στρατιωτικών χειρισμών από ελληνικής πλευράς θα μπορούσε να αποτελέσει την «αρμόζουσα και συμβατή» απόκριση στις τουρκικές αντιπολεμικές εξαγγελίες και να αποφέρει αμοιβαία επιθυμητά οφέλη, αν σε αυτά περιλαμβάνεται η μακροπρόθεσμη αποκλιμάκωση των εντάσεων και η επανεξέταση των διμερών σχέσεων με απώτερο σκοπό την οικοδόμηση αμοιβαία επωφελούς ειρήνης με πλήρη συνυπολογισμό των στρατηγικών οικονομικών συμφερόντων των δύο χωρών, ειδικά με την έννοια ότι το απρόσκοπτο των προς δυσμάς και νότο τουρκικών θαλασσίων οδών διέλευσης θα διασφαλίζεται απόλυτα με ελληνικές στρατιωτικές εγγυήσεις και δη με τη διάσταση της ελληνικής ναυτικής ισχύος ως επαρκούς παραγωγού περιφερειακής σταθερότητας42. Η μέχρι σήμερα πρακτικά «πολλαπλή αστυνόμευση» της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου από αλληλοϋποβλεπόμενα γειτονικά κράτη υπο την υψηλή εποπτεία εξωμεσογειακών παραγόντων ελάχιστα συνεισέφερε στην κατεύθυνση της απομάκρυνσης από αναθεωρητικούς πειρασμούς τοπικών δρώντων (ούτε και υπήρξαν αυτοί μόνιμα «απαγορευμένος καρπός») . Η σταδιακή εμφάνιση εξάλλου νέων παγκόσμιων ισορροπιών, η μετατόπιση ορισμένων από τα δεσπόζοντα σημεία ( ή και περιοχές ολόκληρες) του παγκόσμιου στρατηγικού ενδιαφέροντος αναφορικά με τις κύριες αγορές ή/και τα διακινούμενα αγαθά, σε συνδυασμό με την αβέβαιη προοπτική είτε πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. είτε «ειδικής προνομιακής σύνδεσής της» που να διαθέτει σαν απαράβατο όρο την παραίτηση από πολεμικές απειλές προς τους εταίρους της, καθιστούν ελκυστική την εισήγηση ενός πλαισίου βιώσιμων τοπικών ισορροπιών το οποίο θα τυχαίνει της μέγιστης δυνατής συναίνεσης στο κρίσιμο περιφερειακό επίπεδο. Η υπαγόρευση των θεμελιωδών όρων μίας τέτοιας συμφωνίας κανονιστικού τύπου (εκδοχή σμίκρυνσης ανάλογων συμφωνημένων, ποτέ όμως άκαμπτων όρων της θαλάσσιας συνύπαρξης των δύο Υπερδυνάμεων κατα τη δεκαετία του 1970) συμπίπτει ευνοϊκά με την ανάδυση των νέων κοινωνικοοικονομικών ισορροπιών στην Τουρκία, που όπως σημειώθηκε δεν αποτελούν «παρθενογένεση» ανεξάρτητη από την πλανητική συγκυρία εισόδου σε περίοδο μακράς διαδικασίας ανακατανομής ρόλων, σύμπηξης νέων υποδειγμάτων οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης (ή ανασημασιοδοτημένων παλιότερων αντίστοιχων). Αποτελεί ενδεχομένως ευκαιρία για την ελληνική πλευρά η σαφής διατύπωση ενός τέτοιου πλαισίου, πριν οι νέοι τούρκοι συνομιλητές της εξοικειωθούν με τις ιεραρχήσεις, τις έννοιες και τις μεθόδους των προκατόχων τους, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που οιαδήποτε ελληνική αμηχανία / αναβλητικότητα στην κατάθεση κάποιου καινοφανούς συνόλου προτάσεων εύλογα θα ισοδυναμούσε με ουσιαστική αποδοχή του μέχρι τώρα πλαισίου που διέπει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και είναι θέμα χρόνου να μην περάσει απαρατήρητη ούτε από καινούρια στελέχη αλλά και διαμορφωτές της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (φορείς του «μετακεμαλικού» πνεύματος που βρίσκεται ακόμη σε ημι-μαγματώδες στάδιο, όπως και η αμφίβολη «αλλαγή φρουράς» καθαυτή), κάποια παρόμοια «συνέπεια και συνέχεια» στην ελληνική στάση43.
Δύσκολα, τέλος, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως υπερβολικές, διαισθητικές, ή μελλοντολογικές οι επισημάνσεις αναλυτών που κάνουν λόγο για ευχερείς χρήσεις λιμένων ένθεν κακείθεν του πλεύσιμου σύντομα αρκτικού κύκλου, μεταβατική περίοδο «σινοαμερικανικού διευθυντηρίου» με υποχρεωτική ρωσική επικυρωτική συμμετοχή, και πιθανές μετακινήσεις πληθυσμών ως αποτέλεσμα της «τοπικής επικράτησης μαλθουσιανών συνθηκών» (η ανεξέλεγκτη δημογραφική αύξηση στην ινδική υποήπειρο, πριν –και εάν- τιθασευτεί, συνδυαζόμενη με κλιματολογικές θεομηνίες, που θα σήμαιναν υποχρεωτικές μαζικές μεταναστεύσεις προς την εύκρατη πλέον και αραιοκατοικημένη ασιατική Ρωσία). Καθώς η στρατηγική εκμετάλλευση της στρατιωτικά ελκυστικής μεσογειακής γεωγραφίας και υδρογραφίας της ψυχροπολεμικής περιόδου δίνει σταδιακά την πρωτοκαθεδρία της στην οικονομική της αξιοποίηση ως ενωτικής εμπορικής λεωφόρου, και μάλιστα με φορά αντίθετη από τη συνήθη κατά τους τελευταίους 2 τουλάχιστον αιώνες (πλέον, η μεν ροή πρώτων υλών συνδέεται όχι με μόνο με τη αιμοδοσία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αλλά και με την άμεση κατανάλωση υδρογονανθράκων για οικιακές και άλλες μαζικές χρήσεις, η δε μεταφορά και εμπορία βιομηχανικών προϊόντων συμβαίνει πλέον και από Ανατολάς προς Δυσμάς), το ζήτημα της επανόδου αυξημένου ποσοστού ελέγχου της Μεσογείου στις χώρες που βρέχονται από αυτήν αποκτά εκ νέου τη σημασία που είχε απωλέσει απ’όταν οι οθωμανοβενετικοί ανταγωνισμοί για τον έλεγχό της παρήκμασαν μαζί με τις εμπλεκόμενες σε αυτές δυνάμεις και αντικαταστάθηκαν από τον βρετανικό παράγοντα. «Αιρετικές» αναγνώσεις της τρέχουσας ιστορικής συγκυρίας αναμένεται να συνδιαμορφώσουν σε ορισμένο βαθμό το νέο περιβάλλον μεσογειακής ασφάλειας, ειδικά εφόσον κατορθώσουν να συμπλέξουν πειστικά τη διάχυση της ασφάλειας αυτής σε όλους τους οικονομικούς χρήστες της (και τους πιο πρόσφατους44) με την προβολή ενός προτύπου συσσωμάτωσης σε καλοπροαίρετες-βιώσιμες και κατά το δυνατόν ισότιμης συμμετοχής συνομοσπονδίες («Ενώσεις») αντί της επίκλησης χρεοκοπημένων ιστορικώς παραδειγμάτων «πεφωτισμένης δεσποτείας» (αυτοκρατορικής μορφής και ουσίας, με μία κυριαρχική εθνότητα περιβεβλημένη από αστερισμούς υποταγμένων ή εθελοϋπόδουλων μικρότερων αντίστοιχων).
Ας μην υποτιμάται τέλος το μάταιο των προβλέψεων περι τέλους της Ιστορίας, και άλλων εσχατολογικών ακροβασιών, αισιόδοξου αναμφισβήτητα και ορθολογικού περιεχομένου, ειδικά εκείνων που υπαινίσσονται τη μέγιστη ευρωπαϊκή κατάκτηση της τελευταίας πεντηκονταετίας: το «τέλος των ευρωπαϊκών πολέμων» είναι μία εύθραυστη εξαγγελία που εξαρτάται από ανεξέλεγκτες αλληλεπιδράσεις παραγόντων, σύμφωνα με την θλιβερή υπόμνηση των πολυαίμακτων συρράξεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Υπο δεδομένες συνθήκες όπως η προϊούσα αμερικανική συρρίκνωση ισχύος, η παράταση της ανολοκλήρωτης μετάβασης της Ε.Ε. σε συνομοσπονδία με ρητά δεσμευτικό καταστατικό συλλογικής άμυνας και ασφάλειας, η χαμηλή προς τα παρόν ιεράρχηση της μεσανατολικής-μεσογειακής πολιτικής της Λ.Δ.Κίνας και η εμμένουσα δομική αστάθεια της Μ. Ανατολής σε συνδυασμό με σημαντικές κρίσεις στην ευρύτερη βορειοανατολική Αφρική, είναι δυνατό να στοιχειοθετήσουν το περιβάλλον εκείνο που με θρυαλλίδα μία περιβαλλοντική / επισιτιστική ή άλλη έκτακτη κρίση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπές κυβερνήσεων ή κατάρρευση του κρατικού ελέγχου περιοχών. Σε ένα τέτοιο ακραίο στιγμιαία έστω καθεστώς κενού ισορροπιών, η προσφυγή σε συμβατικές συρράξεις γίνεται να φαντάζει ανεπιθύμητη μεν, πάντως μη «παντελώς αποκλείσιμη» επιλογή για ομάδες λήψης αποφάσεων υπο πίεση.
------------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
1 Από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, ο γνωστός μας Ισμαήλ Τζέμ, που δεν βρίσκεται στη ζωή πια, είχε διατυπώσει σε πρωτόλεια μορφή τις νέες τάσεις που συσσωμάτωσαν στο δόγμα τους οι τωρινές τουρκικές διπλωματικές ηγεσίες βλ την πανεπιστημιακών προδιαγραφών εργασία του ESI
(: “European Stability Initiative”, μη κερδοσκοπικού ινστιτούτου έρευνας και πολιτικής με έδρες στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη, που ιδρύθηκε το 1999) paper (“picture story”) Turkish Foreign Policy: from status quo to soft power, April 2009, σσ 6-8. http://www.esiweb.org/index.php?lang=en&id=281&story_ID=25 . Ακόμη, στο Qantara (γερμανικό διαδικτυακό portal, συνδυασμένη κίνηση των : 1)Ομοσπονδιακού Κέντρου Πολιτικής Επιμόρφωσης,, 2) Deutsche Welle, 3)Ινστιτούτου Γκαίτε και 4) Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτιστικών Σχέσεων με σκοπό την προώθηση του διαλόγου με τον κόσμο του Ισλάμ. Το όλο πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών), δημοσίευμα του Nimet Seker με ημερομηνία ανάρτησης 7-8-2009 και τίτλο «στροφή στην τουρκική εξωτερική πολιτική /το Στρατηγικό βάθος της Τουρκίας» για τις τάσεις αναθεωρητισμού της παθητικότητας που χαρακτήριζε την ως τότε εξωτερική πολιτική, και υφίσταντο ήδη από την επομένη της λήξης του Ψυχρού Πολέμου. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο την εξέφρασαν τούρκοι πολιτικοί επιστήμονες όπως οι Duygu Sezer, Ali Karaosmanoglou, Huseyin Bagci. Βλ.
http://en.qantara.de/webcom/show_article.php/_c-476/_nr-1201/i.html
2 Ο Κεμάλ Ατατούρκ αντίστοιχα, είχε προβεί πολλές δεκαετίες νωρίτερα στην ανάδειξη της πολιτιστικής ενότητας με βάση μάλιστα το γλωσσικό παράγοντα ως υποβάθρου για την πολιτική ενοποίηση των απανταχού Τούρκων, όπως φροντίζει να υπενθυμίσει ο Ι. Σ. Τσαγλαγιαγκίλ, σημαίνουσα πολιτική φυσιογνωμία των κομματικών προγόνων του ΑΚΡ, με 3 θητείες στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας και ενεργός πολιτικά από το 1960 ως το 1980, στις «Αναμνήσεις» του, σε μία κλασική κίνηση αναζήτησης επιχειρημάτων υπερ της Ισλαμικής σκοποθεσίας με δεξαμενή άντλησης την Κεμαλική φιλολογία -Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλάγιαγκιλ, Οι αναμνήσεις μου, εκδ. Ποταμός, Αθήνα, 2001, σ 34
3 Εντύπωση ακόμη προκαλεί η επιλογή του πανεπιστημιακού Νταβούτογλου να υπομνηματίσει καυστικά όχι την ουσία των δοξασιών Fukuyama (αυτός, κατά βάση υποστήριζε ότι το φιλελεύθερου οικονομικού προσανατολισμού και αιρετής κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης σύστημα πολιτικής οργάνωσης είναι το καλύτερο δυνατό που έχει να παρουσιάσει ως υπαρκτό η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών) -αλλ’αντιθέτως την υπεραπλουστευτική ανάγνωση που επικράτησε όταν ανέλαβαν να την παρουσιάσουν στο ευρύ κοινό τα κατά «λαμπρή» τους παράδοση διαστρεβλωτικά ΜΜΕ, και δη οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως έγκυροι δημοσιογράφοι των έντυπων μέσων. Για μία σοβαρή κριτική των θέσεων Fukuyama, μάλλον ενδείκνυται η αναζήτηση και μελέτη του πρόσφατου άρθρου του σημαντικού διανοητή Slavoj Zizek με τίτλο “Post Wall” που δημοσιεύθηκε στην αγγλική επιθεώρηση the London Review of books, Vol 31 No 22, της 19ης Νοεμβρίου 2009.
4 Ορθά ο καθηγητής Στ. Πεσμαζόγλου επισημαίνει στο κείμενό του «Ισλάμ, οδηγίες χρήσης» που δημοσιεύθηκε στο συλλογικό τόμο Ισλάμ και Ευρώπη, εκδ. Ο Πολίτης, Αθήνα 2002, σ 181, ότι η προσέγγιση αύτη όπως και η ίδια η πατρότητα του όρου (“clash of civilizations”) ανάγονται σε κείμενο του επιφανούς τουρκολόγου-ισλαμολόγου Bernard Lewis, ,με τίτλο Islamic revival in Turkey που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση του βρετανικού Royal Institute of Inernational Affairs International Affairs, vol 28 no 1, January 1952, σσ 38-48. Βεβαίως, η εισαγωγή και χρήση του όρου γίνεται από τον B. Lewis τοποθετώντας τον ως αναπόφευκτο στάδιο σε μία ευρύτερη εξέλιξη επώδυνης αλλά όχι άγνωστης διαδικασίας πολιτισμικών ανασυνθέσεων –σε αντίθεση με το πολεμικό πνεύμα που διακρίνει τον S. Huntington.
5 Ahmet Davutoglu, the clash of interests: an explanation of the world (dis) order, Journal of International Affairs vol II no 4, November 1997- February 1998
6 Ο Ι. Καντ ολοκληρώνει το σαρκαστικό «μυστικό άρθρο για την αιώνια ειρήνη» (υπο τύπον δεύτερου επιμέτρου στο βασικό κείμενο) με την παραίνεση όπως «οι φιλόσοφοι απέχουν της άσκησης βασιλικής εξουσίας, ειδάλλως η ελεύθερη κρίση του Λόγου τους μοιραία θα διαφθαρεί», πειρασμός στον οποίο τελικώς ενέδωσε ο Α.Νταβούτογλου! Δυστυχώς πάντως δεν αποδείχθηκε ιστορικά ακριβής η παρατήρηση του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου στην ίδια καταληκτική παράγραφο ότι «η τάξη των φιλοσόφων δεν πρέπει να φιμώνεται στις δημόσιες παρεμβάσεις της, διότι είναι από την φύση της ανίκανη να συστήσει συμμορίες και κλίκες, κατ’επέκταση είναι υπεράνω υποψίας για τη διάδοση προπαγάνδας» -με την έννοια της οποιασδήποτε απόκλισης «στρατευμένης πολιτικά» επιστημονικής άποψης. Immanuel Kant, Προς την αιώνια ειρήνη μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Κ. Σαργέντης– Juergen Habermas, Η ιδέα του Κάντ περι της αιώνιας ειρήνης, μετάφραση Αννίτα Συριοπούλου, επιστημονική θεώρηση Γ. Ξηροπαΐδης, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2006, σ.105
7 Ο καθηγητής Ι.Μάζης και ο αναλυτής Σ. Καλεντερίδης ανήκουν στη διορατική και ευρέως πληροφορημένη μειοψηφία, σε ό,τι αφορά τον ελληνικό χώρο.
8 A. Davutoglou, Turkish Foreign Policy vision: an assesssment of 2007, Insight Turkey vol 10 no 1, 2008, σσ 81-87, 89
9 A. Davutoglou (2008).
π., σσ 91-94. Οι εξελίξεις δικαίωσαν τις απόψεις Νταβούτογλου σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο: στη διεθνή έκθεση πετρελαϊκών προϊόντων που διοργανώθηκε στη Βαγδάτη το Νοέμβριο του 2009, τα επιβλητικώτερα περίπτερα ανήκαν στις Γαλλία και Τουρκία, ως επιβράβευση των 2 χωρών για τη στάση τους κατα την τελευταία αμερικανική εισβολή στο Ιράκ -Σ. Παγαρτάνη-Χοϊδά, Ιράκ: τώρα big business, Ελευθεροτυπία, 5-12-2009. Η αναγνώριση πάντως της διαφοροποίησής τους από την αμερικανική πολεμική επιλογή δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα κεφαλαιοποιηθεί σε καλοδεχούμενη εκ μέρους των Ιρακινών υποκατάσταση της αμερικανικής ηγεμονίας από άλλον, τοπικό επικυρίαρχο ίσως όμως και αυτό να είναι υπερβολικά τολμηρό «όνειρο» για τη συνήθως πραγματιστική Τουρκία που μάλλον θα αρκείτο σε απομάκρυνση του κινδύνου διαμελισμού της -εκτός αν παρουσιαζόταν επαρκή εχέγγυα μακροημέρευσης μιας επανάληψης περιπετειών Κυπριακής (του 1974) τυπολογίας.
10 Επιστημονική δεοντολογία επιβάλει να αναφερθεί ότι κατά την «ύστερη-προεθνική» περίοδο στη διάρκεια της οποίας η οθωμανική κυριαρχία γνώρισε αυτοκρατορικής κλίμακος επέκταση, η μόνη υπαρκτή μορφή πολιτικής ενοποίησης που απαντάτο ιστορικά λάμβανε ακόμη αποκλειστικά σχεδόν την φυσιογνωμία ενός imperium.
11 Την αίσθηση αυτή αποπνέει το κείμενο του Nimet Seker στο έγκυρο γερμανικό portal “Qantara” με τίτλο “Turkey’s strategic depth” , ο.π. Βλ επίσης, στην ιστοσελίδα του ισπανικού Real Instituto Elcano (Elcano Royal Institute: πρόκειται για ιδιωτικώς χρηματοδοτούμενη, ισπανική «δεξαμενή σκέψης» που ιδρύθηκε από τον Πρίγκηπα της Αστουρίας το 2001 και εδρεύει στη Μαδρίτη), το κείμενο («paper») με αριθμό ARI 108/2009 και ημερομηνία ανάρτησης στην ιστοσελίδα του: 30-6-2009, των Deniz Devrim και Evelina Schulz με τίτλο «η ανάδυση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης και ο ρόλος της στην ευρωπαϊκή γειτονιά». (http://www.realinstitutoelcano.org/wps/portal/rielcano_eng/Content?WCM_GLOBAL_CONTEXT=/elcano/elcano_in/zonas_in/europe/ari108-2009) Οι συντάκτες του, ατυχώς παραβλέπουν εντυπωσιακά την τουρκική εμπλοκή ως μέρους του προβλήματος στην Μεσογειακή-Μεσανατολική διάσταση των διενέξεων όπου η ειρηνευτική συνεισφορά της είναι για την Ευρώπη πολύ πιο καλοδεχούμενη απ’ό,τι στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ: απουσιάζει εντελώς η παραμικρή νύξη γύρω από το Κυπριακό.
12 Υπενθυμίζεται το πολυετές παρελθόν της ανολοκλήρωτης σχέσης: συμφωνία σύνδεσης με τότε ΕΟΚ (Συμφωνία ’γκυρας):1963, αίτηση ένταξης: 1986, έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων: Οκτ.2005. Μεγάλο βάθος απέκτησε πάντως η οικονομική σύνδεση με την Τελωνειακή Ένωση του 1995. Η Τουρκία εμφανίζεται παραδοσιακά διστακτική να συμμετάσχει σε προγράμματα περιφερειακής πολιτικής (όπως εκείνο που αφορούσε στις σχέσεις Ε.Ε. με τους νοτιοανατολικούς της γείτονες, ή το Μεσογειακό ανάλογο): η επιφύλαξη εδράζεται στο φόβο ότι συμμετοχή της σε κάτι τέτοιο ίσως της προταθεί ως υποκατάστατο του καθεστώτος πλήρους και ισότιμου μέλους.
13 M. Abramowitz and H.J. Barkey, Turkey’s transformers / the AKP sees big, Foreign Affairs vol 28 no 6, November-December 2009, σ 125
14 N. Seker, Turkey’s strategic depth ο.π. Αποτελεί εκ πρώτης όψεως «ειρωνική συγκυρία» -κατά βάση μία καθόλου σπάνια στα ιστορικά πράγματα μεταστροφή καταστάσεων και ρόλων- η υπενθύμιση ότι η ένταξη στην Ε.Ε. υπήρξε παραδοσιακός αντικειμενικός σκοπός σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής για το τουρκικό εκσυγχρονιστικό κατεστημένο(που αφού μετέπεσε στο θεμελιωδώς αντιφατικό του αυτό δισυπόστατο, απώλεσε και την ιδεολογική ηγεμονία, εκτός από την κοινωνικοοικονομική, στην εκπροσώπηση του μεταρρυθμιστικού πνεύματος). Το θεσμικό ανήκειν στην ευρύτερη ευρωπαϊκή οικογένεια ήταν πάντοτε εν πάση περιπτώσει μία κατάσταση sine qua non της «προπατορικής τελείωσης» του Κεμαλισμού, που περιστασιακά μόνον αμφισβητείται από τους «σκληρούς» εθνικιστές οι οποίοι πρόκριναν μάλλον την «ειδική σχέση» παρα την πλήρη ένταξη στην Ε.Ε., διαβλέποντας κινδύνους από την απεμπόληση παραδοσιακών δικαιωμάτων πλήρους κρατικής κυριαρχίας –όπως την κήρυξη πολέμου πχ. Ενδεικτική παραπομπή
, σταχυολογημένη από την πλούσια σχετική αρθρογραφία – βιβλιογραφία, στο πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Kemal Kirisci, “Turkey’s foreign policy in turbulent times”, European Union Institute for Security Studies (EUISS) Chaillot Paper no92, September 2006, σσ 35-36, accessible via: http://www.iss.europa.eu/publications/chaillot-papers/
15 Remarks of President Barack Obama - As Prepared for Delivery Address to Turkish Parliament, Ankara, Turkey, April 6, 2009 http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/7984762.stm .
Βλ ακόμη ενδεικτικά, F.S.Larrabee, Turkey rediscovers the Middle East, Foreign Affairs,July-Aug 2007, pp 103-114:σύμφωνα με το γνωστό αναλυτή, ενδεχομένως είναι αμοιβαίου συμφέροντος, για τις ΗΠΑ – Τουρκία, το μεσανατολικό άνοιγμα της τελευταίας (το 2007 ανήκε πάντως στη μειοψηφία που υποστήριζε τη θέση αυτή για ευνόητους λόγους που σχετίζονται με τις ενδοαμερικανικές πολιτικές ισορροπίες!).
Αφετέρου, η τολμηρή αυτή προσέγγιση ίσως αφυπνίσει τις αραβικές ευαισθησίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που, αρεσκόμενη στα βραχυπρόθεσμα οφέλη, εμφανίζεται προτιμούσα συνήθως να σύρεται σε αντιπαραγωγικές αντανακλαστικές απόπειρες πλήρωσης των τυχόν κενών που αφήνουν οι εκάστοτε τουρκικές πρωτοβουλίες. Η αμφίβολης ανταποδοτικότητας ελληνική εύνοια προς το Ισραήλ μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα (δικαιώνοντας όσους παρατηρούν ότι για να εκριζωθεί ο μεταφυσικός αντισιωνισμός από τη νεοελληνική λαϊκή κουλτούρα, η ελληνική πολιτεία θα όφειλε να κινηθεί στην κατεύθυνση της αναίρεσης των δομικών της αιτίων, του οικονομικού δηλαδή ανταγωνισμού ανάμεσα στα δυο παραδοσιακά αυτά εμπορικά έθνη της Μεσογείου, και ο κοινής λογικής ενδεδειγμένος τρόπος γι’αυτό θα ήταν να παρουσιαστεί η ελληνική πλευρά ικανός, επίμονος και αποτελεσματικός διαπραγματευτής στις διακρατικές σχέσεις με το Ισραήλ). Απαριθμώντας επεισόδια στη στρατιωτική φερ’ειπείν ελληνοϊσραηλινή συνεργασία, δύσκολα ανευρίσκονται δεδομένα που να μην υπογραμμίζουν την μονομερή ωφέλεια που προκύπτει από αυτά. Η ισραηλινή πλευρά εύλογα αναζητά συνεργασίες σε εκείνα τα επίπεδα που υστερεί συγκριτικά με τον εκάστοτε εταίρο της και συνεπώς έχει να αντλήσει πολυδιάστατα κέρδη –στο κατά θάλασσα λχ-, αναρωτιέται πάντως κανείς αν θα ήταν διατεθειμένη κάποια ελληνική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία να τολμήσει την εκμαίευση ανάλογα προσοδοφόρων συμφωνιών για λογαριασμό της χώρας που αντιπροσωπεύει. Ιστορικές αναδιφήσεις των αιτίων που οδήγησαν πχ τη μεσανατολική αυτή χώρα στην ανάπτυξη των –άνευ δοκιμαστικής πιστοποίησης βέβαια- πυρηνικών της δυνατοτήτων, οδηγούν στην διαπίστωση ότι αυτές υλοποιήθηκαν λόγω απροθυμίας των ΗΠΑ να παράσχουν πυρηνικές εγγυήσεις αμυντικής ασφάλειας στο ισραηλινό κράτος προ πεντηκονταετίας (βλ σχετικά: J. Pressman, Warring Friends / Alliance Restraint in International Politics, Cornell university Press, Ithaca and London, 2008, σσ 87-91). Οι τρέχουσες ισορροπίες στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο δεν απαγορεύουν, ίσως αντιθέτως υπαγορεύουν την αναζήτηση εγγυήσεων του είδους αυτού σε τοπικό, διμερές επίπεδο –εκεί ακριβώς που οι ατροφικές πολυμερείς συμμαχικές υποχρεώσεις απουσιάζουν παντελώς, ενώ τα περιφερειακά σύμφωνα περιέχουν άμεσα κίνητρα, εξοικονόμηση πόρων και σκοπών των εμπλεκομένων πλευρών, ειδικά εφόσον αυτές θεωρήσουν μετά από εξονυχιστικές διαπραγματεύσεις αμοιβαία επωφελείς τέτοιες διαβαθμισμένες συνδέσεις «ζωής ή θανάτου».
16 Και εξαρτάται από το ποιος είναι ο κάτοχος της ηχηρώτερων κρουστών οργάνων, ώστε να μετέλθουμε την Νταβουτόγλειο jargon περι ρυθμικής διπλωματίας. Σχετικά με το άρθρο αναφοράς, πρόκειται για το M. Abramowitz and H.J. Barkey, Turkey’s transformers / the AKP sees big, Foreign Affairs vol 28 no 6, November-December 2009, σσ 118-128
17 Προτιμήθηκε η ενδεικτική παράθεση απόψεων 2 αναγνωρίσιμων φωνών στις χώρες τους, του Rami Khuri, Ιορδανο-Παλαιστινίου με αμερικανική υπηκοότητα, εκδότη της Daily Star Βηρυττού και διδάσκοντος στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο της πόλης, φίλου της Δύσης, τα κείμενά του οποίου αναρτώνται και σε αμερικανικά e-fora όπως το Agence Global (αμερικανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ειδικού τύπου που αυτοσυστήνεται ως «εναλλακτικό» με την έννοια ότι στο χώρο του φιλοξενούνται μετριοπαθείς αναλύσεις ιστορικών εντύπων που δοκίμασαν σχετική περιθωριοποίηση κατά τη δεκαετία που εκπνέει, όπως το παλαιό πολιτικό περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας “the Nation” ή η αγγλική έκδοση της επιθεώρησης Le Monde Diplomatique.. Ο διάσημος ανεξάρτητος ακαδημαϊκός και ερευνητής του Yale Immanuel Wallerstein περιλαμβάνεται σ’όσους αναρτούν συχνά κείμενά του στις σελίδες του) , και της ισραηλινής A. Lapidot - Firilla, πανεπιστημιακού τουρκολόγου, ως δειγμάτων αρκετών ακόμη παρεμφερών αναλύσεων που βρίσκουν απήχηση σε ετερόκλιτα ακροατήρια (τοπικές ελίτ αλλά και μεσαία στρώματα πληθυσμών, πολιτικούς και στελέχη κυβερνήσεων άλλων κρατών)
18Rami Khouri, Is Turkey the only real country in the Middle East?, The Palestine Note, 7 December 2009 http://www.agenceglobal.com/article.asp?id=2208
19 Rami Khouri, Three cheers for Turkey, 1-July-2009, Beirut Daily Star. http://www.agenceglobal.com/article.asp?id=2047
20 Dr Anat Lapidt-Firilla, Turkish foreign policy and Israel: an end to the strategic partnership?, in depth, vol 6 issue 4, August 2009 http://www.rcenter.intercol.edu/Newsletter/In%20Depth/volume%206%20issue%204/article07.htm
http://www.rieas.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1048:turkish-foreign-policy-and-israel-&catid=23&Itemid=70
21 Και το οικονομικό πλέον βάρος των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας εξελίχθηκε σε σημαντικό (το ύψος των συνολικών συναλλαγών κατά την πενταετία 1995-2004 εκτινάχθηκε στα 2 δις $, ξεπερνώντας κατά τι το αντίστοιχης μετεωρικής ανόδου ύψος των ελληνοτουρκικών εισαγωγών – εξαγωγών κατά την ίδια δεκαετία, παρόλο που στα αφετηριακά ποσά του 1995 οι δεύτερες υπερείχαν ελαφρώς: 411 εκ. $ έναντι 356 εκ. $) –σ 21 , σσ 62- 63, και πίνακας παραρτήματος ΙΙΙ, σ 107 στο K. Kirisci (2006) ο.π.
22 Σκληρά, σχεδόν παραληρηματικά σχόλια σχετικά με φόβους απομάκρυνσης από τη συμμαχία με Δύση –ΗΠΑ και από το κοσμικό χαρακτήρα του κράτους συναντά κανείς στα δημοσιεύματα των «συντηρητικών νομιμοφρόνων» του Ψυχροπολεμικού Κεμαλισμού Soner Cagatapay και Zenyo Baran, με πρόσβαση και δημοσιεύσεις σε αμερικανικά έντυπα επιρροής του επιπέδου Nesweek, Washington Post, Journal of International Security Affairs. Βλ σχετικά σσ 26-28 του ESI April 2009 ο.π. Σχετικά με τον εσωτερικό αντίλογο, βλ την κριτική που ασκείται από τον Semih Idiz, επιδραστικό αρθρογράφο στα 2 εμβληματικώτερα δημοσιογραφικά προπύργια του Κεμαλισμού, τις Hurriyet και Milliyet και σύμφωνα με τον οποίο η τρέχουσα εξωτερική πολιτική της χώρας μάλλον σύγχυση αποπνέει παρά στρατηγικό βάθος, ενώ εκφράζει και τις ανησυχίες του ότι πίσω απ’το ουτοπικό ευχολόγιο των εξίσου καλών σχέσεων με το σύνολο των γειτόνων της, η Τουρκία κινδυνεύει να «αυτοευνουχιστεί» στο επίπεδο της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Παρατίθεται στο κείμενο του N. Seker, Turkey’s strategic depth, ο.π.
23 Τη δομική παράμετρο της ψυχολογικής αυτής «καθήλωσης» πραγματεύεται με ενάργεια ο Philip Robins στο κλασικό του έργο Suits and Uniforms του 2003 (ελληνική έκδοση: «Στρατός και Διπλωματία, Η τουρκική εξωτερική πολιτική από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου», Σύγχρονοι Ορίζοντες, Αθήνα, 2004)
24 Η διαφαινόμενη αποστρατιωτικοποίηση του αμερικανοσοβιετικού ανταγωνισμού που διαφημίστηκε ως «΄Υφεση / τήξη των πάγων / ειρηνική συνύπαρξη» απομάκρυνε το φάσμα της σοβιετικής απειλής από τις πρωτεύουσες φοβίες της τουρκικής κοινής γνώμης, ενώ οι ταυτόχρονες αμερικανοσοβιετικές αποτρεπτικές προειδοποιήσεις αναφορικά με ενδεχόμενη τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1964, εκτός από ταπεινωτικές υπήρξαν και αποκαλυπτικές στις τουρκικές ελίτ και το λαό για τον περιορισμό των τουρκικών εθνικών σκοπών από τις συμμαχικές αμυντικές υποχρεώσεις της χώρας
25 Οι «κρυπτοϊσλαμικές» ανησυχίες της τότε τουρκικής ηγεσίας, κινούμενες ακόμη σε ψυχροπολεμικές αναγνώσεις της αίσθησης «ενός αναδέλφου τουρκικού έθνους» που χαρακτήριζε τις φοβίες της περι απομόνωσης εν μέσω πλήθους εχθρικών γειτόνων, οδηγούσαν σε αναζήτηση αλληλεγγύης παραδοσιακά κατα προτεραιότητα από τις άλλες 2 μεγάλες μουσουλμανικές-μη αραβικές δυνάμεις: το Ιράν και το Πακιστάν. Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλάγιαγκίλ, Οι αναμνήσεις μου, Ποταμός, Αθήνα 2001, σσ112-114, 125
26 Μετριοπαθείς απολογητές του Κεμαλισμού τείνουν να αναγνωρίζουν τα παραπάνω στις αφηγήσεις τους –ενδεικτική παραπομπή στο εναρκτήριο σκέλος (ιστορική αναδρομή) του ανάλυσης του γνωστού πανεπιστημιακού Bahri Yilmaz όπως αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του ισπανικού ινστιτούτου RIE πρόσφατα -14/12/2009-με τίτλο «οι προσδοκίες για το ρόλο της Τουρκίας στα διεθνή πράγματα κατά την αυγή του 21ου αιώνα» (WP 63/2009) http://www.realinstitutoelcano.org/wps/portal/rielcano_eng/Content?WCM_GLOBAL_CONTEXT=/elcano/elcano_in/zonas_in/europe/dt63-2009
27 Την αμφίβολη συγκολλητική δράση αυτής της αίσθησης μόνιμης εξωτερικής απειλής εντοπίζει από νωρίς ο μεγάλος τουρκολόγος-ισλαμολόγος B. Lewis στο άρθρο του του 1951με τίτλο «η αναβίωση του Ισλάμ στην Τουρκία», ο.π. Ο Lewis στέκει ιδιαίτερα σκεπτικός στο σενάριο του πλήρους και οριστικού εκδυτικισμού του τουρκικού λαού, παρόλο τον πρόσφατο, βίαιο «εκ των άνω εκσυγχρονισμό» που υπέστη, και περιορίζεται να εκφράσει ελπίδες σύνθεσης του «Ισλαμικού απώτερου τουρκικού παρελθόντος» και του «Δυτικοδημοκρατικού πρόσφατου αντίστοιχου» -σσ 47-48.
28 Τότε, όπως παρατηρεί ο πολύπειρος έλληνας διπλωμάτης Β. Θεοδωρόπουλος στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης των «Αναμνήσεων» του Ι. Σ. Τσαγλάγιαγκίλ ( ο.π., σσ 9-10), το τουρκικό ναυάγιο στη Γ. Συνέλευση του ΟΗΕ, όταν το Δεκέμβριο του 1965 το φιλοκυπριακό Σχέδιο Απόφασης απέσπασε τη συντριπτική πλειοψηφία στη σχετική ψηφοφορία, και μάλιστα το σύνολο σχεδόν των ψήφων των αδεσμεύτων και νέων χωρών (πάμπολλων μουσουλμανικών μεταξύ τους), στάθηκε αφορμή επαναπροσανατολισμού επι το πλουραλιστικώτερον της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Το τότε κυβερνόν κόμμα της Δικαιοσύνης κινείτο πιο συγκεκαλυμμένα είναι αλήθεια στις γραμμές του σημερινού ΑΚΡ
29 A. Davutoglou, Turkish Foreign Policy vision: an assessment of 2007, Insight Turkey vol 10 no 1, 2008, σ 87
30 Η βαθύτερη αυτή ουσία των τουρκικών κινήτρων στις μεσανατολικές της πολιτικές των τελευταίων χρόνων παρουσιάζεται δια στόματος του τούρκου Υπουργού Εξωτερικών σε συνέντευξη που ο τελευταίος παραχώρησε στους Owen Matthews, Yenal Belgici, & Semin Gumusel, και δημοσιεύθηκε στο Newsweek της 28ης Νοεμβρίου 2009. Σε αυτήν, αφού επιδίδεται δε ένα ρεσιτάλ μάλλον αποπροσανατολιστικής έπαρσης (αποτολμά πχ έναν παραλληλισμό της παροντικής τουρκικής με την τότε Δυτικογερμανική εξωτερική πολιτική της δεκαετίας του 1960, δηλώνει πως αναφορικά με το ζητούμενο της συλλογικής ασφάλειας, ό,τι επιδιώκει η Τουρκία για την δική της περιφέρεια προσομοιάζει ευθέως στις αντίστοιχες σκοποθεσίες της Ε.Ε., ενώ διαπιστώνει πως οι ιεραρχημένες προτεραιότητες της όλης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατα το μάλλον ή ήττον συμπίπτουν με τις τουρκικές), υπενθυμίζει ότι είναι ο πολυφυλετικός χαρακτήρας της Τουρκίας εκείνος που υπαγορεύει το αυξημένο ενδιαφέρον της για τις εθνότητες που ζουν είτε εντός της είτε σε άλλα κράτη (μετατροπή μειονεκτήματος σε πλεονέκτημα και ταυτόχρονη νύξη προς τις ΗΠΑ πως όσες φορές εκείνες αξιοποιούν τους κουρδικούς τους υπαινιγμούς στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις -με φόντο το Ιρακινό Κουρδιστάν, αλλά και εντός της ίδιας της Τουρκίας-, άλλο τόσο η τελευταία θα εγείρει τα ανάλογα μειονοτικά ζητήματα προς ίδιο όφελος. Βέβαια, κάποια τέτοια απόπειρα εκμετάλλευσης τουρκμενικών κοινοτήτων στο Ιρακινό Κουρδιστάν μάλλον είχε άδοξη κατάληξη ).
Αυτονόητο είναι ότι αποφεύγει να ονοματίσει άμεσα τις τουρκικές αυτές προσεγγίσεις με εθνοφυλετικούς όρους -αντίθετα, προκρίνει τον τίτλο «πολυδιάστατη πολιτική που υπαγορεύεται από την γεωγραφική πολλαπλότητα μίας χώρας της οποίας τα κρατικά αρχεία αρκούν για τη συγγραφή της ιστορίας πάνω από 20 Βαλκανικές και Μεσανατολικές χώρες». Το κατά μία άποψη κρυφό κέντρο βάρους της συνέντευξης εντοπίζεται ίσως στην επιδέξια υπόμνηση από πλευράς Νταβούτογλου των προβλημάτων που ο τελευταίος Ιρακινός πόλεμος δημιούργησε (στην κουρδική διάστασή του) για την Τουρκία, απαντώντας σε αυθαίρετη διαπίστωση-πρόκληση του δημοσιογράφου O. Matthews ότι η Τουρκία σπεύδει να καλύψει το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε στην περιοχή. Σημειώνεται επαναλαμβανόμενα με κίνδυνο να καταστεί βαρετό, πάντως μόνο ιδιοφυή μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το διανοητικό ελιγμό του επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας: την «ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος» χρίζει τη χώρα του οιονεί αυτοκρατορία υπο αναβίωση (φιλοδοξία που εδράζεται και σε πραγματικές ενδείξεις πολλαπλής πάντως ανάγνωσης, όπως η πληθυσμιακή της αύξηση ή ο ρυθμός ετήσιας οικονομικής ανάπτυξης), ειδάλλως θα πρέπει να αποδεχθεί την κατηγοριοποίησή της ως κρατικής οντότητας υπο διάσπαση.
31 M. Abramowitz and H.J. Barkey, ο.π. , σ 120
32 Το περίπλοκο όσο και ενδιαφέρον ζήτημα πραγματεύθηκαν με αναλυτική ρώμη και ακαδημαϊκή νηφαλιότητα στις εισηγήσεις τους οι ομιλητές του διημέρου «Ισλάμ και Ευρώπη» που διοργάνωσε η Εταιρία Πολιτικού Προβληματισμού ‘Νίκος Πουλαντζάς’ (Αθήνα, 23-24/11/2001) και δημοσιεύθηκαν στο ομώνυμο συλλογικό τόμο (Ισλάμ και Ευρώπη , εκδόσεις Ο Πολίτης, Αθήνα, 2002). Χαρακτηριστικές παραπομπές για το ζήτημα, ειδικά στα κείμενα των: Σ. Αναγνωστοπούλου, Κοινότητα, έθνος, λαός του Ισλάμ, σσ 9-10, 17, Κ. Γαβρόγλου, Όψεις του Ισλάμ στην Τουρκία, σσ 48-52, και Τ. Κωστόπουλου, Δύση και πολιτικό Ισλάμ, σ 109.
33 Η A.Lapidot (γνωστή ισραηλινή τουρκολόγος και νέα τότε πανεπιστημιακός σε ανώτατα ιδρύματα της χώρας της) αναλύει μάλιστα τη σωτήρια –για τους ίδιους, όσο και για το τουρκικό καθεστώς- δυνατότητα ένταξης σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων της τουρκικής Αριστεράς στα Ισλαμικά πολιτικά μορφώματα, από τη δεκαετία του 1970 και μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εναλλακτική που δεν θα μπορούσε να εκκινήσει από το μηδέν εάν δεν είχε προηγηθεί μακρόχρονη ζύμωση συνύπαρξης Αριστεράς και Ισλάμ με επίκεντρο σειρά ζητημάτων αμοιβαίου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Η συνεργασία αυτή ενθαρρύνθηκε σιωπηρά από το ίδιο το τουρκικό «βαθύ κράτος» τότε, στα πλαίσια μιας συστηματικής εκστρατείας απίσχνανσης της επιρροής της Αριστεράς στην τουρκική κοινωνία. Σύντομα βέβαια, η αρχική αυτή ιδέα απέκτησε αυτάρκη δυναμική, εξαιτίας του γεγονότος ότι το «αποκλεισμένο Ισλάμ» στην Τουρκία είχε στην πραγματικότητα αναπτύξει ένα παράλληλο κοινωνικοοικονομικό σύμπαν, αναπόφευκτά δε και πολιτική φυσιογνωμία, στους κόλπους της οποίας φιλοξενούνταν κατά καιρούς οργανωμένοι ακτιβιστές.
A. Lapidot, Islamic activism in Turkey since the 1980 military takeover, Terrorism and Political Violence vol 8 issue 2, 1996, σσ 62-74.
Όπως και στην περίπτωση της αρχικής υπόθαλψης της Χαμάς από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες ως αντίβαρο της επιρροής της Φατάχ στην Παλαιστινιακή κοινωνία, από ένα σημείο κι έπειτα είναι δυσδιάκριτα τα όρια κατευθυνόμενης («προβοκατορικής») και ανεξέλεγκτης δράσης πυρήνων ένοπλης δράσης που λειτουργούν στις παρυφές ή ως «πτέρυγες» πολιτικών κινήσεων.
34 Από το οποίο μάλιστα η τουρκική πραγματικότητα αποκλίνει σε ένα μεγάλο φάσμα που εκτείνεται από τα κοινωνικοπολιτικά ήθη μέχρι το ποινικό δίκαιο, όπως επισημαίνει ο Β. Μαρκεζίνης στο γνωστό περσινό του άρθρο – παρουσίαση του Α. Νταβούτογλου στο ευρύτερο ελληνικό κοινό, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο του αθηναϊκού «Έθνους» της 25/7/2009. Στο ίδιο κείμενο αναλύονται εκλαϊκευμένα όχι όμως υπεραπλουστευτικά μεταξύ άλλων: ο ορισμός του κατά Νταβούτογλου «Στρατηγικού βάθους» ως συνισταμένης Ιστορίας-Γεωγραφίας, καθώς και η βαθειά του φιλυποψία απέναντι στη γραφειοκρατία του ΥΠΕΞ του, που, σαν εξωγενής προϊστάμενός της, τη θεωρεί πιστή στη διαπολιτισμική και διαχρονική παράδοση των διπλωματικών υπηρεσιών να τείνουν προς μία ευγενή αδράνεια (με την έννοια της διακριτικής αποχής από ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες). http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=15426&subid=2&pubid=4890842
35 Πολύ περισσότερο που η ευρωπαϊκή αντιθρησκευτική αλλεργία χρωματίζεται έντονα από τα υπαρκτά προβλήματα ένταξης στο ευρωπαϊκό κοινωνικό παλίμψηστο μειονοτικών απογόνων μεταναστών οι οποίοι-ες είτε ουδέποτε διέκοψαν είτε στράφηκαν, για πληθώρα εξηγήσιμων λόγων, στην ένταξη / επαναδραστηριοποίηση της ιδιότητάς των ως πιστών, εντός μουσουλμανικών κατά κύριο λόγο θρησκευτικών θεσμών. Βλ. σχετικά την εμπεριστατωμένη παράθεση στατιστικών στοιχείων καθώς και την ποιοτική τους ανάλυση, όχι πάντα απογοητευτική αναφορικά με το αδύνατο μίας υβριδικής ταυτότητας για ένα ποσοστό τουλάχιστον των ατόμων αυτών στη μελέτη του ESI
(: “European Stability Initiative”, μη κερδοσκοπικού ινστιτούτου έρευνας και πολιτικής με έδρες στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη), Picture Story: Germans and Turks – striking facts, November 2008.
Ευνόητο είναι ότι η αμερικανική πλευρά συμμεριζόταν μέχρι πρόσφατα την εν λόγω ευρωπαϊκή αλλεργία εκθετικά, δεδομένης της εμπλοκής της σε συγκρούσεις με δύσκολα υποκρυπτόμενη την αντι-μουσουλμανική διάσταση. Αντιλαμβανόμενη το αντιπαραγωγικό του πράγματος στις σχέσεις της με το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου, την ελάχιστα κολακευτική εικόνα της ακόμη και στην ίδια τη «συμμαχική» της πλευρά των αντιμισαλλόδοξων, φιλελεύθερων πολιτικά ελίτ και κοινών ψηφοφόρων ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, αλλά και δεσμευόμενη από τη δική της ιδεολογική τοποθέτηση, η τωρινή αμερικανική ηγεσία καταβάλει συντονισμένες προσπάθειες να αντιστρέψει το παραπάνω κλίμα – προϊόν άλογης όσο και ασύμφορης γενίκευσης που τής κληροδότησαν οι προκάτοχοί της. Χαρακτηριστικώτερες πρόσφατες αποτυπώσεις της στροφής απαντώνται στην ομιλία του Προέδρου Ομπάμα προς την τουρκική Εθνοσυνέλευση κατά την επίσημη επίσκεψή του στην χώρα, τον Απρίλιο του 2009, αλλά και στο εναρκτήριο λογύδριο της αμερικανίδας ΥΠΕΞ Χίλαρυ Κλίντον με το οποίο «άνοιξε» την κοινή συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τις συνομιλίες της με τον Α.Νταβούτογλου στην Washington, στις 5 Ιουνίου 2009 http://www.state.gov/secretary/rm/2009a/06/124409.htm.
36 Kemal Kirisci, Turkey’s foreign policy in turbulent times” European Union Institute for Security Studies (EUISS) Chaillot Paper no92, September 2006, σσ 99-100. http://www.iss.europa.eu/publications/chaillot-papers/
37 Tο εντοπίζει ο μεταφραστής – επιμελητής Κ. Σαργέντης στην εισαγωγή του σσ 23-24, του Kant – Habermas, ο.π., ενώ στο ίδιο το Καντιανό κείμενο αναλύεται στα εδάφια 354 και 367, σσ 73-74 και 99-101 αντίστοιχα.
38 Ο Kemal Kirisci το υπονοεί στο κείμενό του, σ34 ο.π., όταν επισημαίνει ότι η χαλάρωση των βουλγαρικών μέτρων σε βάρος της ευμεγέθους τουρκικής κοινότητας της χώρας που οδήγησε σε θεαματική βελτίωση των τουρκοβουλγαρικών σχέσεων υπήρξε παράλληλα και ένα εύγλωττο πρελούδιο ανάλογης συμμόρφωσης στη μεταχείριση της κουρδικής μειονότητας στην οποία θα υποχρεωθεί η Τουρκία, ενόψει της κλιμάκωσης των προενταξιακών της διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε.
39 Kant – Habermas, ο.π.,σ 180. Αυτό όμως, αφορά συζητήσιμα μία συγκεκριμένη δραστηριότητα: εκείνη της αμυντικής βιομηχανίας, η οποία στην τουρκική περίπτωση χαρακτηρίζεται από μία αυξημένη σχεδιαστική-παραγωγική-εξαγωγική αυτονομία που ουδόλως περιορίζεται από οιασδήποτε μορφής δεσμευτική πρόνοια σαν αυτές που διέπουν τις λειτουργίες αντίστοιχων βιομηχανικών κλαδών των επιμέρους χωρών-μελών της Ε.Ε.
40 Kant – Habermas, ο.π., σ 181.
41 J. S. Nye, Soft Power, Foreign Policy 80, 1990, σσ 153-171, ειδικά σσ 154, 156-158, 162-163, 166-167, 170.
42 Θεωρείται απόλυτα θεμιτό να μην αποστερηθεί η Τουρκία τις προοπτικές αύξησης των συνολικών δεικτών κοινωνικής συνοχής και ειρήνης που θα βασίζονται σε ανάλογη οικονομική πρόοδο και ευμάρεια. Εξίσου νόμιμο πάντως, γίνεται να υποστηρίζεται ότι αυτή της η περιφερειακή αναβάθμιση μπορεί να μακροημερεύσει μόνον με την ενεργό ενθάρρυνση, την έγκριση από τις γειτονικές χώρες που κινούνται από ελατήρια ανάλογου αυτοσεβασμού. Προεκτείνοντας τις σκέψεις αυτές, θα μπορούσε να επαναξιολογηθεί ρηξικέλευθα ακόμη και μία παρατεταμένη περίοδος υψηλής σχετικά έντασης στρατιωτικών ανταγωνισμών, ακόμη και αντιπαραθέσεων, εφόσον η υψηλή στρατηγική μίας τέτοιας προσέγγισης θα αποσκοπούσε στο να ρυμουλκήσει την πολυάνθρωπη και δυναμική αυτή χώρα στην εγκαθίδρυση μίας μακράς ειρηνικής συνύπαρξης, ακόμη και στενής συνεργασίας σε σειρά θεμάτων αμοιβαίου περιφερειακού ενδιαφέροντος. Ιστορικά, φιλικές διακρατικές σχέσεις έχουν όχι σπάνια προκύψει ακόμη και μετά από σειρά μεμονωμένων στρατιωτικών εμπλοκών, ακόμη και συρράξεων. Μία συμβατική αεροναναυμαχία σχετικά μεγάλης κλίμακας λχ, μπορεί να σταθεί ένα επεισόδιο σε μία μακροπερίοδη εχθρική συνύπαρξη που θα γεννήσει μνησικακία, και κίνητρα «απόκρυψης / απόπλυσης της ταπείνωσης» για τον ηττημένο, ή η έναρξη μίας ουσιωδώς συμμαχικής γειτονίας οικοδομημένης με μέτρα γεγονοτολογικά κατοχυρωμένης εμπιστοσύνης. Η κατ’επανάληψη αυτοσυγκράτηση της ελληνικής πλευράς μετά από ‘ατυχείς’ εκβάσεις συγκρούσεων μπορεί να προσαχθεί ως προηγούμενο προς μίμηση για τους στρατιωτικούς οργανισμούς και των 2 χωρών. Όσο δεν πρόκειται για total krieg (ολοκληρωτικό πόλεμο) αλληλοεξόντωσης, οι σχέσεις είναι «καταδικασμένες» σε επόμενη μέρα επαναγεφύρωσης.
43 Στο μεσοδιάστημα, απόστολοι αγαθών διπλωματικών προθέσεων με προέλευση από την ανατολική ηπειρωτική ακτογραμμή του Αιγαίου, μπορούν να προβούν σε σχετικώς αδάπανες επιδείξεις του πνεύματος «μηδενικών προβλημάτων μεταξύ γειτόνων» κομίζοντας για παράδειγμα εξισωτικές προτάσεις αναγνώρισης αμοιβαίων ευαισθησιών γύρω από τις ονομασίες νέων ή αναδυόμενων κρατών («πγδΜ» – «Νότιο Κουρδιστάν») πιστές στα πρότυπα του προσφιλούς στον H. Kissinger ‘linkage’, του οποίου ο Νταβούτογλου έχει αποκληθεί «τουρκική εκδοχή».
44 Πρόχειρη αναδίφηση του τρέχοντος ναυτικού προγράμματος της Ινδίας, ή η καταγεγραμμένη προβολή αμερικανικών βεβαιοτήτων για το βίαιο χαρακτήρα που μπορεί να λάβει κατά περιόδους και τόπους η διαδοχή των ΗΠΑ (βλ το πρόσφατο άρθρο του J. Kraska στην ιστορική τριμηνιαία επιθεώρηση orbis του υπερσυντηρητικού αμερικανικού Ινστιτούτου Ερευνών Εξωτερικής Πολιτικής (FPRI),
http://www.fpri.org/orbis/5401/kraska.navalwar2015.pdf
επιτρέπουν διάφορα σχόλια. Η στρατιωτική στρατηγική έμπνευση πολλών διεθνών δρώντων μοιάζει καθηλωμένη στη «δημιουργική κλοπή» ψυχροπολεμικών δογμάτων (είναι αλήθεια ότι η περίοδος 1945-1990 προσεγγίζεται συχνά ως ο τελευταίος σπασμός της νεωτερικότητας, με κριτήριο την ευρύτατης έκτασης παραγωγή πρωτότυπης τεχνολογικής ή θεωρητικής σκέψης). Εάν αυτό ισχύει σε κάποιο βαθμό, θα επέτρεπε τουλάχιστον τη χρήση μίας “conceptual lingua franca” μεταξύ διεθνών τεχνοκρατών. Δίκην παραδείγματος: παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις με δυναμικό εξαγωγικό εμπόριο, θα αντιμετώπιζαν ίσως ευνοϊκά τη λειτουργία προς όφελός τους ήδη εγκαθιδρυμένων συστημάτων περιφερειακής ασφάλειας ναυσιπλοΐας. Για την ύπαρξη των τελευταίων, δακτύλιοι σταθερότητας υλοποιούμενοι επι εθνικών συστημάτων θαλάσσιας και υποθαλάσσιας επιτήρησης υποστηριζόμενων από οπλοσυστήματα με εθνικά συστήματα ναυτιλίας όπως ήταν ή παραμένουν τα αδρανειακά, θα αποτελούσαν ενδεχομένως το βραχίονα συνεργασίας τόσο σε τοπικό επίπεδο (ανάμεσα στη ναυτική δύναμη που υπέχει τη θέση μήτρας της ασφάλειας, και τους άμεσους ηπειρωτικούς της γείτονες) όσο και στο ευρύτερο που αναφέρθηκε. Από την άποψη αυτή, και εφόσον η αμερικανορωσική παρουσία συρρικνωθεί κάποτε στην ανατολική Μεσόγειο, ένα παρόμοιο ελληνικό ναυτικό πρόγραμμα με καλοδεχούμενη την ευρωπαϊκή συγκατάθεση ή/και συμμετοχή θα εκτελείτο –και θα καταναλωνόταν-για λογαριασμό όλων της των γειτόνων εφόσον αυτοί αναγνώριζαν τη συλλογική του αξία, όπως και των δυνάμεων προέλευσης / προορισμού της θαλάσσιας εμπορικής κίνησης.



Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/06/blog-post_7072.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#ixzz0rH8vjVxp

 

------------------------

Παναγιώτης Ήφαιστος, Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος και η πνευματική αμηχανία αν όχι ανημποριά των νεοελλήνων Το Παρόν 20.06.2010

http://www.paron.gr/v3/new.php?id=55589&colid=&catid=42&dt=2010-06-20 και στο http://www.antibaro.gr/node/1668

 

Η νέο-Οθωμανική  πολιτική της Τουρκίας που εκκολάπτεται εδώ και καιρό αλλά αποκρυσταλλώθηκε στο βιβλίο Στρατηγικό βάθος του Αχμέτ Νταβούτογλου, νυν Υπουργού Εξωτερικών, σχοινοβατώντας εισέρχεται δυναμικά μέσα στην θυελλώδη δίνη της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς πολιτικής.

Συγκρούεται με τους Εβραίους, συντηρεί σχέσεις με τα ισλαμικά καθεστώτα και συνάπτει μαζί τους συμφωνίες, αλλά, επικοινωνιακά πρωτίστως, απευθύνεται στις ισλαμικές κοινωνίες. Συμπεριφέρεται ισότιμα στις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις μη διστάζοντας όπως φαίνεται στο Ιράν να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες των ηγεμονικών συγκρούσεων. Σταδιακά αλλά σχεδιασμένα και μεθοδικά κτίζει μουσουλμανικά τόξα στα Βαλκάνια, ιδρύει χιλιάδες ισλαμικά σχολεία σε όλο τον κόσμο και καλλιεργεί ερείσματα μέσα στις ισλαμικές κοινότητες στα δυτικά κράτη. Ακόμη, με «απορία» είδαμε όλοι τον αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα να κάνει το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό στην ’γκυρα, για να τον ακολουθήσει σε δύο χρόνια ο Ρώσος ομόλογός του Μεντέγιεφ ο οποίος και προχώρησε στην σύναψη πλήθους συμφωνιών με την Τουρκία. Είχαμε «νταβουτογλειανές συμφωνίες», επίσης, με την  Συρία και την Αρμενία, ενώ άλλες αντίστοιχες εκκολάπτονται. Ακόμη πιο σημαντικό και όχι λόγο επιπολαιότητας ή αθυροστομίας, ο ΓΓ του ΟΗΕ επισκεπτόμενος την Κωνσταντινούπολη υιοθέτησε την περιφερειακή στρατηγική του Νταβούτογλου. Εκατομμύρια μουσουλμάνοι, επιπλέον, διαδηλώνουν με την τουρκική σημαία και η ’γκυρα σχεδιασμένα και σταθερά επιτυγχάνει να γίνει ο σημαντικότερος ενεργειακός κόμβος. Ακόμη, ο Γάλλος υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων δηλώνει ότι: «αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην Ανατολή όπως είχε κάνει επί έτη και στη Δύση, η Τουρκία του 21ου αιώνα ανακαλύπτει εκ νέου τον εαυτό της και τον αναγκαίο ρόλο της ως γέφυρας μεταξύ των δύο κόσμων, η αξιοσημείωτα ενεργή διπλωματία της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αντανακλά τη θέση της ως αναδυόμενης δύναμης».  

Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας όχι μόνο αναπτύσσονται αλλά και στοχεύουν σε μεγαλύτερη αυτοδυναμία παραγωγής όπλων ενώ οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί της Τουρκίας πριν οι τελευταίοι κάνουν το Σουλτανικό τους ταξίδι στην Αθήνα φρόντισαν να κυριαρχήσουν στρατιωτικά στο Αιγαίο φθάνοντας μέχρι το Σούνιο όπου μπροστά στους «στρατηγικά ψύχραιμους» έλληνες έκαναν επανειλημμένα «αβλαβείς διελεύσεις» κοντά στην Τζια και στο Σούνιο. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, το τουρκικό λόμπι στις ΗΠΑ κατόρθωσε να συγκροτήσει υποστηρικτικές θέσεις για τον αναδυόμενο ρόλο της Τουρκίας και να στοχεύσει τα ελληνικά συμφέροντα πιέζοντας Αθήνα και Λευκωσία να διασχίσουν γραμμές που στο παρελθόν θεωρούνταν κόκκινες και απαραβίαστες.

            Όλα αυτά αναμφίβολα δεν προδικάζουν πως η Τουρκία θα ανέλθει τελικά στα πιο ψηλά σκαλιά των διεθνών ιεραρχιών ισχύος όπως ξεκάθαρα διακηρύττει ή ότι δεν θα πέσει στο κενό και θα συντριβεί. Ούτε προδικάζεται ότι θα αντεπεξέλθει επιτυχώς στους εσωτερικούς καθεστωτικούς διχασμούς και στα εγγενή μειονοτικά προβλήματα μέγιστο των οποίων είναι το κουρδικό. Ακόμη πιο σημαντικό εισερχόμενη στις συμπληγάδες της ηγεμονικής διαπάλης κινδυνεύει να συνθλιβεί ανά πάσα λόγω μεταλλαγών των ηγεμονικών στρατηγικών σύμφωνα με αστάθμητες ανακατανομές.

Ο πιο σημαντικός και συνάμα πιο αστάθμητος παράγων της Νταβουτόγλειας κοσμοθεωρίας και στρατηγικής, όμως, είναι ο ’νθρωπος». Για τον οξυδερκή παρατηρητή και μελετητή της ιστορίας των διεθνών σχέσεων είναι σαφές πως αυτό που συμβαίνει είναι τόσο ιστορικά σημαντικό όσο είναι και ριψοκίνδυνο: Ένας κρατικά ισχυρός πολιτικών δρών, η Τουρκία, επιχειρεί για πρώτη φορά μετά την Βυζαντινή Οικουμένη να συγκροτήσει πολιτικά και συμπολιτειακά τον πανάρχαιο και ποικιλόμορφα ιστορικά διαμορφωμένο –και σήμερα πρωτίστως ισλαμικών προδιαγραφών– κόσμο της Ανατολής. Πνευματικός και πολιτικός τροφοδότης αυτού του περιφερισμού επιχειρείται να είναι το σήμερα διαφοροποιημένο ισλαμικό κίνημα.

Το πεδίο αυτό είναι μεν δύσβατο αλλά λόγω εσωτερικής διαφοροποίησης και πολιτικής αστάθειας είναι δυνητικά προσιτό σ’ ένα κράτος όπως η Τουρκία η οποία διαθέτει οργανωτικές δεξιότητες που δεν διαθέτουν άλλα ισλαμικά κράτη. Η ριψοκίνδυνη γιγαντιαία επικοινωνιακή επιχείρηση της Τουρκίας με το να στραφεί κατά του Ισραήλ το καταμαρτυρεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως αποτέλεσμα των αποικιοκρατικών και ηγεμονικών στρατηγικών του παρελθόντος ο κόσμος της Ανατολής αν και ανθρωπολογικά περιεκτικός είναι πολιτειακά ασταθής και κοσμοθεωρητικά συγκεχυμένος.

Ο Νταβούτογλου, σ’ αντίθεση με πολλούς δυτικούς ιστορικούς έχοντας βαθιά ιστορική θέαση της Ανατολής, συνεχώς κάνει μνεία στην αποικιοκρατία και με περισσή πονηριά παρακάμπτει τον Οθωμανικό δεσποτισμό εμμέσως πλην σαφώς εμφανίζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ένα περίπου αγαθοεργό συμπολιτειακό κοσμοσύστημα (η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήταν έτσι). Επίσης, αν και ο Νταβούτογλου ειρωνεύεται τον μοντερνισμό έξυπνα αν όχι αδίστακτα χρησιμοποιεί, εν τούτοις, τα ιστοριογραφικά εργαλεία που ο ίδιος ο μοντερνισμός καθιέρωσε: Από τις απαρχές των Νέων Χρόνων μέχρι τους συγκαιρινούς αποδομηστές ιστοριογράφους, «ιστορία» σημαίνει αλματώδεις ιστορικές ερμηνείες, φανταστικά ή μυθικά στοιχεία και πολιτικές εκλογικεύσεις που υπηρετούν τις αποικιοκρατικές, ηγεμονικές και κρατικές πολιτικές. Οι μοντερνιστές, δηλαδή οι φιλελεύθεροι, οι φασιστές και οι κομμουνιστές, είναι οι τελευταίοι που μπορούν να εκπλαγούν από τις ιστορικές πονηριές του Νταβούτογλου. Οι έχοντες απορίες ας ενσκήψουν στον δεύτερο τόμο του Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός του Παναγιώτη Κονδύλη για να δουν ότι η παραποίηση της ιστορίας είναι θλιβερό προνόμιο των μοντερνιστών ιστοριογράφων. Το ότι ο Νταβούτογλου ακολουθεί την ίδια πεπατημένη, είναι μια επιστημονική πονηριά που λειτουργεί αμφίπλευρα. Έργο των ελλήνων επιστημόνων είναι να τον ελέγξουν επιστημονικά και όχι να φωνασκούν σπασμωδικά και νευρικά.

Αυτοί οι συλλογισμοί απαιτείται να ειδωθούν διασταλτικά και συγκριτικά. Πνιγμένοι μέσα στον γιγαντιαίο πνευματικό σκουπιδότοπο του μοντερνισμού που στήριξε την νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος και την αφαίρεση των πνευματικών από την δημόσια σφαίρα των ανθρώπων, οι δυτικοί αναλυτές αλλά και μεγάλα τμήματα των δυτικών κοινωνιών αδυνατούν να δουν την ουσιαστική ειδοποιό διαφορά της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Το γεγονός δηλαδή ότι η εποχή του μοντερνισμού όπου πρυτάνευσαν τα κάθε είδους ιδεολογικής έμπνευσης κοσμοϊστορικά σχέδια του διεθνιστικού φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Κατά την διάρκεια αυτής της μακραίωνης και θυελλώδους εποχής παρέκαμψαν τον παράγοντα ’νθρωπος, πρόταξαν ιδεολογικά δόγματα με σκοπό να διαμορφώσουν την κρατική ανθρωπολογία (αντί το αντίστροφο που είναι το Πολιτικά φυσιολογικό) και επέφεραν ανθρώπινες καταστροφές που δεν έχουν ακόμη υπολογιστεί με ακρίβεια.

Ομογενοποίησαν βίαια και σε ρατσιστική βάση την Ευρώπη των δουλοπαροίκων και εκτέλεσαν μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες όλων των εποχών. Συνάμα εκτέλεσαν την μεγαλύτερη εδαφική επέκταση στην Βόρειο Αμερική. Το ποικίλων δεσποτικών βαθμίδων δεσποτικό σύστημα της έμμεσης αντιπροσώπευσης, εξάλλου, αποτέλεσε δημοκρατική μεταμφίεση απείρου κάλλους ρατσιστικών εκλογικεύσεων οι οποίες οδήγησαν στην αποικιοκρατία, στην καταλήστευση του πλανήτη, στο ύστερο ηγεμονικό πλιάτσικο των πλουτοπαραγωγικών πόρων και στην άνευ ιστορικού προηγουμένου παρατεταμένη αποσταθεροποίηση ολόκληρου του πλανήτη. Η εικόνα του μοντερνισμού συμπληρώνεται αν αναφέρουμε το γεγονός ότι η Δύση άλλοτε συγκρουόμενη και άλλοτε συμμαχώντας με τα άλλα δύο τεκνά της τρίδυμης τεκνοποίησης του υλιστικού μοντερνισμού, δηλαδή τον ναζισμό και τον κομμουνισμό, επιδόθηκαν επί ένα αιώνα σε μια πρωτοφανή και άνευ πολιτικού σκοπού ηγεμονομαχία η εκπνοή της οποίας συμβολίζεται με την πτώση του τείχους του Βερολίνου.

Βέβαια, λόγω προπαγανδιστικών δομών που ακόμη υπάρχουν και λόγω κεκτημένης ταχύτητας των ιδεολογικοπολιτικών εκπαιδευτηρίων που υπηρετούν άλλοτε την μια και άλλοτε την άλλη ηγεμονική αξίωση ισχύος, η σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων προβλέπεται να συνεχιστεί τις επερχόμενες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Η τουρκική πολιτική ηγεσία φαίνεται ότι έχει ξεκάθαρα καταλάβει αυτό το γεγονός. Έτσι, απροσχημάτιστα αντί να αναλωθεί σε κενού περιεχομένου αναλύσεις περί μιας επερχόμενης δήθεν πολιτικά ενοποιητικής παγκοσμιοποίησης, αποφάσισε να επιδιώξει την εκπλήρωση των σκοπών της με μαχητικό τρόπο και με τις προϋποθέσεις που θέτουν οι υπόλοιποι στον ηγεμονικό ανταγωνισμό που συνεχίζεται και προβάλλεται στον ορίζοντα του 21ου αιώνα. Αντικρούοντας προγραμματικά γνωστές κακόπιστες αντιδράσεις, τονίζω ότι αυτή η παρατήρηση όπως και άλλες ανάλογες εδώ, δεν συνιστούν δική μου αξιολογική θέση αλλά μια περιγραφική αποτίμηση και ερμηνεία της νταβουτόγλειας στρατηγικής.

Θεωρώ ως κύριο στοιχείο των πολιτικών στοχασμών του Νταβούτογλου το γεγονός ότι διέγνωσε επακριβώς αμφότερα τα πολιτικά χαρακτηριστικά του επερχόμενου διεθνούς γίγνεσθαι: Από την μια πλευρά είναι η ηγεμονική διαπάλη η οποία όπως τονίσαμε συνεχίζεται. Από την άλλη είναι το δυσδιάκριτο στους δυτικούς αλλά πασίδηλο τους παρατηρητικούς αναλυτές γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά τον 15ο αιώνα ο ’νθρωπος επανακάμπτει στην Πολιτική επιχειρώντας να την διαμορφώσει σύμφωνα με την κατά κράτος και κατά περιφέρεια υποκείμενη ανθρωπολογία. Ο Νταβούτογλου, μάλιστα, φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι ενώ αυτό είναι το σημαντικότερο φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό του κόσμου σήμερα υπάρχουν νέες ανθρωπολογικές συνθήκες και κυρίως ένα γιγαντιαίας σημασίας ιστορικό γεγονός: Ο Αρχαίος κόσμος τον οποίο διαδέχθηκαν οι Ρωμαίοι και στην συνέχεια ο κόσμος την Βυζαντινής Οικουμένης έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό εξισλαμιστεί. Ελάχιστοι στην Δύση έχουν επίγνωση, με πολιτικά άξιο τρόπο, της σημασίας αυτού του νέου ιστορικού στοιχείου. Του Νταβούτογλου πάντως όχι μόνο δεν του διαφεύγει αλλά διαποτίζοντας έτσι την ανάλυσή του και συχνά παρατηρώντας ειρωνικά ότι και στον δυτικό κόσμο οι ισλαμικοί πυρήνες δεν είναι πολιτικά αμελητέοι, τονίζει σαρκαστικά το πόσο αξιοποιήσιμοι είναι στην προτεινόμενη από αυτόν νέο-Οθωμανική στρατηγική.

Όσον αφορά την Ελλάδα, όχι μόνο λειτουργεί μυωπικά παραβλέποντας τις συντελούμενες ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων, αλλά επιπλέον κατευνάζει την Τουρκία αφήνοντάς την απερίσπαστη να ανέρχεται τα ηγεμονικά σκαλιά. Οι συνέπειες δεν μπορεί παρά να είναι βαθύτατων προεκτάσεων και ήδη διαφαίνονται στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Προσφυώς ειπώθηκε πρόσφατα ότι η Θράκη κυπροποιείται και η Ελλάδα Θρακοποιείται. Προσθέτω ότι η Κύπρος ήδη ιμβροποιείται και η συνέχιση των ιμβροποιήσεων είναι ζήτημα χρόνου. Αντιδράσεις στον Νταβούτογλου ελλήνων αριστερών που λένε ότι η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από τον Νταβούτογλου αλλά από αυτούς που έφεραν το ΙΜF και από τον καπιταλισμό, επιβεβαιώνουν το πόσο συγκεχυμένοι είναι οι φορείς τέτοιων αναλύσεων. 

 Αφήνοντας κατά μέρους συναισθηματισμούς και ιδεολογικές εμμονές, είναι ζήτημα στοιχειώδους ορθολογισμού να τονιστεί η ειδοποιός διαφορά και οι πολιτικές προεκτάσεις της επανάκαμψης του Ανθρώπου στην Πολιτική. Είναι το νέο δυναμικό στοιχείο των ενδοκρατικών και διακρατικών σχέσεων και καμιά πολιτικά άξια λόγου ανάλυση του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος δεν μπορεί να το αγνοήσει. Οι μουσουλμάνοι επιζητούν ολοένα και μεγαλύτερο πολιτικό ρόλο τόσο ως άτομα όσο και ως κράτη. Δεν μιλάμε, ασφαλώς, για μαγικές αλλαγές ή για ευθύγραμμες πολιτικές εξελίξεις που αλλάζουν τον κόσμο από την μια μέρα στην άλλη. Μιλάμε για τα μεγάλα κύματα της ιστορίας που συμπλέκονται με τα μικρά δημιουργώντας ρεύματα που εκδιώκουν τον υλιστικό κόσμο και που φέρνουν πίσω έναν άλλο ανθρωπολογικά μεστό κόσμο. Ρεύμα, πρέπει να ειπωθεί, το οποίο δεν αναφέρεται μόνο στην θρησκεία και δεν αφορά μόνο τους μουσουλμάνους. Σε Βορρά, Νότο, Ανατολή και Δύση οι άνθρωποι αντιστρέφοντας την τάση που άρχισε μετά τον 15ο αιώνα ζητούν το σύνολο των στοιχείων που συνθέτει τον πνευματικό τους κόσμο να εισρέει μέσα στην δημόσια σφαίρα και να την διαμορφώνει. Η σύγκρουση των δύο κόσμων, του υλιστικού που φεύγει και του ανθρωπολογικά μεστού που έρχεται, θα είναι αναπόδραστα θυελλώδης. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Νταβούτογλου, σε αυτό τον κόσμο που έρχεται κάποιοι θα γράψουν ιστορία και κάποιοι άλλοι απλά θα την διαβάζουν.

Η Τουρκία επέλεξε να εισέλθει μέσα στην δίνη που δημιουργείται. Κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει πλέον –και αν θίγεται θα είναι γι’ αυτόν εξοντωτικό– την επικοινωνιακή απήχηση των κινήσεων της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας μέσα στον απέραντο και αστάθμητο μουσουλμανικό κόσμο. Ούτε βέβαια και μπορεί να υποτιμήσει το τι μπορεί να σκέφτεται και να σχεδιάζει ως αντίδραση το πανίσχυρο ισραηλινό λόμπι και ευρύτερα το πανίσχυρο εβραϊκό κίνημα. Η διεθνής πολιτική, όμως, αμφίπλευρα, επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις και κανείς απαιτείται να μην προδικάζει το παραμικρό. Η διεθνής πολιτική θα κινηθεί δυναμικά όσο ποτέ άλλοτε και με νέα δεδομένα. Οι ακαδημαϊκοί περιγράφουν και ερμηνεύουν. Οι κοινωνίες και οι πολιτικοί επιλέγουν, αποφασίζουν και εφαρμόζουν. Ο Νταβούτογλου στην Τουρκία, πλέον, παίζει αμφότερους τους ρόλους. Στην Ελλάδα, απουσιάζουν παίχτες αμφότερων των ρόλων και οι λόγοι γι’ αυτή την φτώχια δεν είναι του παρόντος να εξηγηθούν.

Ο Νταβούτογλου, πιο πρακτικά, αιτιολογεί την κοσμοϊστορική του θέαση και την στρατηγική που εισηγείται ως αναγκαιότητα που επιτάσσεται τόσο από την κοινωνική διαφοροποίηση του τουρκικού εθνοκράτους το οποίο θέλει να εντάξει σ’ ένα ευρύτερο πολιτικό κοσμοσύστημα για να το συγκρατήσει. Την αιτιολογεί επίσης και ως αναγκαιότητα συγκρότησης ενός ισλαμικού περιφερισμού αντίστοιχου με άλλα αναδυόμενα στην Ευρώπη, στην ’πω Ανατολή και στην Αμερική. Ο Νταβούτογλου φαίνεται να είναι αποφασισμένος να λειτουργήσει με όρους ηγεμονικής διαπάλης. Για να το πούμε διαφορετικά, ηγεμονικό κράτος πάει να γίνει και έχει πλήρη επίγνωση του τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι συμπεριφέρεται ως ηγεμονικό κράτος και δεν διστάζει να το πει και ως υπουργός εξωτερικών τώρα να το εφαρμόσει στην πράξη. Απερίφραστα και αδίστακτα δηλώνει ότι εφαρμόζοντας την νέο-Οθωμανική στρατηγική, «όποιος σταθεί μπροστά στους ηγεμονικούς υπολογισμούς της Τουρκίας πρέπει να δεχθεί σκληρό κτύπημα».

Για να ανέβει τα σκαλοπάτια ισχύος, επίσης, λειτουργεί ως μοντερνιστής μιλώντας για σφαίρες επιρροής, ζωτικό στρατηγικό χώρο, κτλ, και επιδέξια εντάσσει όλα αυτά και πολλά άλλα στην εκπλήρωση του νέο-Οθωμανικού «οράματος» το οποίο επιχειρεί να το καταστήσει περιεκτικό με ένα αντίστοιχο πανισλαμικό «όραμα». Διαπράττουν φρικτό λάθος εκτίμησης που φανερώνει άγνοια όσοι ταυτίσουν αυτή την κοσμοθεωρία και αυτό το στρατηγικό σχέδιο με τα ιδεολογικά κοσμοϊστορικά σχέδια της μοντερνιστικής περιόδου, δηλαδή των διεθνιστών φιλελευθέρων, των ναζιστών και των κομμουνιστών. Αυτό γιατί με ιδιοφυή δεξιοτεχνία ο Νταβούτογλου προτάσσει αυτόν τον ανθρωπολογικά μεστό κόσμο του ενάμιση σχεδόν δισεκατομμυρίου ανθρώπων και παίζει κυριολεκτικά με την φωτιά όταν τον καλεί να συγκροτηθεί πολιτικά και να διευρυνθεί συμπολιτειακά ενάντια στους πρώην αποικιοκράτες. Κανείς εδώ απαιτείται να σκεφτεί ψύχραιμα για να κατανοήσει την Νταβουτόγλεια σχοινοβασία, την διαλεκτική της σχέση με το υπόλοιπο διεθνές σύστημα και το γεγονός ότι όπως έχει καταγραφεί να λέει ο Βενιζέλος αναφερόμενος στο 1922 «κάθε εγχείρημα που δεν στέφεται με επιτυχία  θεωρείται λάθος» και το αντίστροφο.  

Ακόμη πιο επιδέξια (και επίπλαστα) ανατιμά το τουρκικό εθνοκράτος και την ισχύ που διαθέτει και πρόθυμα το προσφέρει στον μουσουλμανικό κόσμο ως ένα δήθεν περίπου ανιδιοτελή άξονα ενός νέου περιφερισμού. Περιφερισμός ο οποίος, ισχυρίζεται, θα είναι επωφελής για όλους. Η πειστικότητά του μερικώς τουλάχιστον καταδεικνύεται από τα προαναφερθέντα γεγονότα στις μουσουλμανικές κοινωνίες μετά τις αντιπαραθέσεις με το Ισραήλ τα οποία αν και στην αφετηρία του νέο-Οθωμανικού εγχειρήματος δεν πρέπει να υποτιμούνται. Κυρίως, δεν πρέπει να υποτιμάται η δυναμική που θα μπορούσαν να αναπτύξουν και η δεξιοτεχνία της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να τα διαχειριστεί.

 Το πνευματικό αδιέξοδο όσων προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο Νταβούτογλου γίνεται νομίζω σαφές: Το ερμηνεύουν με ιδεολογικούς όρους που προτάσσει την ισχύ και το ιδεολογικό δόγμα στον ’νθρωπο ενώ ο Νταβούτογλου όντας προ-νεοτερικός πράττει το ακριβώς αντίθετο, έχοντας δηλαδή κατά νου όχι τα καθεστώτα αλλά τις κοινωνίες και τα ανθρωπολογικά τους υπόβαθρα. Ταυτόχρονα, όπως είπαμε, επιδέξια και αδίστακτα λειτουργεί με τους κυρίαρχους ηγεμονικούς όρους της διεθνούς διαπάλης. Συναφώς, δεν είναι διόλου τυχαία η συστηματική οικειοποίηση, είναι αλήθεια απύθμενα εκλογικευτική και αλματώδης, όλης της ιστορικής διαδρομής των Ανατολικών κοινωνιών. Η πιο πονηρή βέβαια αναλυτική προσέγγιση έγκειται στην αφενός παράκαμψη του δεσποτικού ρόλου των Οθωμανών και αφετέρου στην αυθαίρετη οικειοποίηση όλου του ιστορικού γίγνεσθαι του οποίου όπως ρητά λέει, οι Οθωμανοί με τον ένα ή άλλο τρόπο είναι, δήθεν, οι μοναδικοί και αδιαμφισβήτητοι κληρονόμοι. Κληρονομιά που τώρα, μάλιστα, απλόχερα την προσφέρει σε όλο τον ισλαμικό κόσμο αν όχι σε όλη την ανθρωπότητα.

Με τον ένα ή άλλο τρόπο η Ελλάδα βρίσκεται στις συμπληγάδες που δημιουργεί η  τουρκική στρατηγική. Απειλείται και κινδυνεύει και ο καθείς εύκολα το βλέπει διαβάζοντας τα σχετικά κεφάλαια περί Ελλάδας, Βαλκανίων και Κύπρου του βιβλίου Στρατηγικό βάθος. Οι έλληνες κινδυνεύουν πολλαπλά: Ακόμη και αν οι Ερτογάν και Νταβούτογλου φύγουν από την εξουσία και έλθουν κάποιοι άλλοι, οι ιδέες που διατυπώνονται στο Στρατηγικό βάθος, είναι γνωστό ότι από καιρό κερδίζουν διαρκώς έδαφος στην Τουρκία.

Ο Νταβούτογλου απλά τις αποκρυστάλλωσε στην ύστερη ολιστική εκδοχή τους. Αφήνοντας κατά μέρος την πασίδηλη οικονομική συντριβή του νεοελληνικού κράτους που επιτέλεσαν τα ελληνικά τρωκτικά της έμμεσης αντιπροσώπευσης τις τελευταίες δεκαετίες, το πρόβλημα είναι κυρίως πνευματικό. Ήδη τα πρώτα σχόλια για το βιβλίο του Νταβούτογλου το καταμαρτυρούν. Αριστεροί πατριώτες, αριστεροί διεθνιστές, δεξιοί κατευναστές, δεξιοί εθνικιστές και οι αναρίθμητες ενδιάμεσες αποχρώσεις τους δημιουργούν ένα πανικόβλητο κυκεώνα ασυνάρτητων και αντιθετικών ερμηνειών.

Η πνευματική ισοπέδωση της Ελλάδας που από καιρό προκάλεσε η ιδεολογική ερμηνεία των πραγμάτων είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει τους έλληνες δυνατότητες να ερμηνεύσουν τον κόσμο με κλασικούς όρους με το να αντλήσουν από την δική τους παράδοση που αρχίζει πριν τα κλασικά χρόνια και φθάνει, βασικά, μέχρι το 1922. Πολιτική κληρονομιά που ποτέ δεν εξέλειπε γιατί είναι οικουμενική και ανά πάσα στιγμή είναι αξιοποιήσιμη.

Έτσι στις πρώτες αντιδράσεις μετά την δημοσίευση του Στρατηγικού βάθους, οι προτροπές των λίγων να μελετήσουμε ψύχραιμα και ορθολογιστικά την πορεία της Τουρκίας, επισκιάστηκαν από άναρθρες ιδεολογικές κραυγές μυωπικών αναλύσεων όσων στο παρελθόν πνίγηκαν πνευματικά στους φιλελευθερισμούς, στους κομμουνισμούς και στους φασισμούς. Ας μην ξεχνούμε και κάποιους κατεργάρηδες που σιωπούν ακόμη αλλά λογικά σύντομα θα εκδηλωθούν τυχοδιωχτικά υπερΝταβουτόγλεια υιοθετώντας για την Ελλάδα ένα ρόλο υποτέλειας ή τυχοδιωκτικά αντί-Νταβουτόγλεια εξυμνώντας το στρατοκρατικό καθεστώς.

Είναι εκείνοι οι ειδικοί της αποδομητικής ιστορικής ανεκδοτολογίας οι οποίοι προηγήθηκαν κατά πολύ του Νταβούτογλου στην δικαιολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως περίπου αγαθοεργού, δήθεν, συμπολιτείας. Είναι επίσης εκείνοι οι διεθνικοί πλιατσικολόγοι οι οποίοι επί μια δεκαετία δούλευαν εντατικά για να σπρώξουν την Ελλάδα στον κατευνασμό παραπληροφορώντας την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτική ηγεσία για το τι ακριβώς είναι και το τι ακριβώς κάνει η ομάδα Ερτογάν / Νταβούτογλου.

Μόλις τώρα, νομίζω, αρχίζουν τα δύσκολα και το Στρατηγικό βάθος του Νταβούτογλου είναι μια ευκαιρία για μια νέα συζήτηση. Διεθνολογικά μεστές αναλύσεις ελλήνων την περασμένη δεκαετία προκάλεσαν χιλιάδες πυρά και επιστημονική δολοφονία των συγγραφέων. Είμαι πραγματικά περίεργος, έτσι μάλλον από γούστο όπως θα έλεγε και ο Κονδύλης, τι θα προκαλέσει ο Νταβούτογλου με την αμφιλεγόμενη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυσή του.   

 

-----------------------------------------------------------

Σάββα Καλεντερίδη, Τετάρτη, 16 Ιουνίου 2010, Στρατηγικό βάθος ή στρατηγικό αδιέξοδο

Στρατηγικό βάθος και νεοοθωμανικό όραμα
Από τη στιγμή που ο καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου ανέλαβε σύμβουλος της τουρκικής κυβέρνησης και στη συνέχεια υπουργός εξωτερικών, άρχισε να συζητείται έντονα στην Ελλάδα το δόγμα του «στρατηγικού βάθους» και το «νεοοθωμανικό όραμα» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Οι συζητήσεις και ο θόρυβος γύρω από το θέμα, που από ένα σημείο και μετά πήρε το χαρακτήρα άσκησης ψυχολογικής πίεσης επί της ελληνικής κοινής γνώμης, κορυφώθηκαν το διάστημα αυτό, μετά την έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του Τούρκου υπουργού εξωτερικών «Το Στρατηγικό Βάθος. Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», από τις εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, που αξίζει να διαβαστεί, αφού σ’ αυτό παρουσιάζει (εκθέτει) τις βασικές αρχές της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και προσπαθεί να εξηγήσει στους γραφειοκράτες αλλά και στον τουρκικό λαό τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία θα πρέπει να αναδείξει το ιστορικό βάθος της Οθωμανικής παρουσίας στις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανάλογα να διεκδικήσει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, στα πλαίσια αυτού του νεοοθωμανικού οράματος.
Το θέμα είναι μεγάλο και είναι αδύνατο να αναλυθεί στα πλαίσια ενός άρθρου. Εμείς θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ορισμένες σκέψεις, να σταχυολογήσουμε ορισμένες απόπειρες εφαρμογής αυτού του δόγματος και να εκθέσουμε τα συμπεράσματά μας.

Τα συστατικά στοιχεία του στρατηγικού βάθους
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ιστορική και γεωπολιτική προσέγγιση που επιχειρεί ο Νταβούτογλου σε σχέση με την Οθωμανική παρουσία στην περιοχή είναι ανεστραμμένη, αφού, για παράδειγμα, παραβλέπεται η στρατιωτική κατοχή και η σκλαβιά δεκάδων εθνών και εθνοτήτων επί τέσσερις και πέντε αιώνες, ενώ η στρατιωτική ήττα των Οθωμανών κατά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες που ξεκίνησαν με την Ελληνική Επανάσταση, το 1821, και οδήγησαν στη διάλυση της Αυτοκρατορίας, ονομάζονται από τον ίδιο «αποχώρηση».
Ένα άλλο σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του Νταβούτογλου να παρουσιάσει το ιστορικό και πολιτισμικό μεγαλείο και (τουρκογενές) στρατηγικό βάθος της περιοχής, με επίκεντρο τη σύγχρονη Τουρκία και σημείο αναφοράς την Οθωμανική κατοχή, το Ισλάμ και τον Τουρκισμό. Η παραδοχή αυτή, που αποτελεί το θεμέλιο λίθο του δόγματος του στρατηγικού βάθους, παραβλέπει το γεγονός ότι η ιστορία και ο πολιτισμός προϋπήρχαν και πριν την εμφάνιση των Τούρκων στην περιοχή και σίγουρα δεν έχουν ως αφετηρία το 1071 ή το 1453. Εάν δεχτούμε δε ότι οι Τούρκοι μάλλον κατέστρεψαν παρά δημιούργησαν πολιτισμό, η έννοια του στρατηγικού βάθους αντί για πλεονέκτημα μπορεί να αποδειχτεί στρατηγικό μειονέκτημα του νταβουτόγλειου ιδεολογήματος αλλά και της ίδιας της Τουρκίας. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς τον κ. Νταβούτογλου: Πώς μπορείτε να μιλάτε για (τουρκικό) στρατηγικό βάθος, τη στιγμή που οι κυριότεροι αρχαιολογικοί χώροι της Τουρκίας προϋπήρχαν της εμφάνισης των Τούρκων στην περιοχή, ενώ η ίδια η πρωτεύουσα και οι δεκαπέντε μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας έχουν μέχρι και σήμερα ελληνικά ονόματα;

Οι τομείς διαφοροποίησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Όσον αφορά τη διαφοροποίηση της παραδοσιακής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τότε που άρχισε να εφαρμόζεται το νέο δόγμα, μπορούμε να την εντοπίσουμε σε τρεις τομείς.
Ο πρώτος, και αυτός που κατά την άποψή μας θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, είναι ο τομέας της οικονομικής διπλωματίας, στον οποίο το τουρκικό κράτος και η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει δώσει τεράστια βαρύτητα, με ανοίγματα στη Ρωσία, την Αφρική, τη Νότιο Αμερική, τον Αραβικό Κόσμο, την Ασία, την ’πω Ανατολή, ανοίγματα που εκτόξευσαν τις τουρκικές εξαγωγές στα 150 δισεκατομμύρια δολάρια, με στόχο αυτές να ξεπεράσουν τα 300 δις τα επόμενα δέκα χρόνια, καθιστώντας την Τουρκία μια από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Ο δεύτερος είναι η (σχετιζόμενη και με την οικονομική διπλωματία) εξωστρέφεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και η προσπάθεια χειραφέτησής της από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, εξωστρέφεια που θα πρέπει να μεταφραστεί ως προσπάθεια ανάπτυξης αυτόνομων σχέσεων με μεγάλες ή νέες περιφερειακές δυνάμεις στον κόσμο, όπως η Ρωσία, η Βραζιλία, η Ινδία κλπ, με στόχο να πλασαριστεί και η ίδια στις νέες περιφερειακές δυνάμεις του πλανήτη και να ορίζει αντί να είναι αναγκασμένη να αποδέχεται τις παγκόσμιες πολιτικές.
Και ο τρίτος είναι η στυγνή πολιτική εκμετάλλευση της θρησκευτικής ταυτότητας της Τουρκίας αποκλειστικά για δικούς της γεωστρατηγικούς και γεωπολιτικούς στόχους, είτε μέσα από την καλλιέργεια της λεγόμενης τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης και την ανάλογη οργάνωση των μουσουλμανικών πληθυσμών που κατοικούν στην ευρύτατη περιοχή των Βαλκανίων, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, είτε μέσα από την ενίσχυση του ρόλου της και τον σταδιακό πολιτικό ‘εκτουρκισμό’ της Ισλαμικής Διάσκεψης.

Δυναμισμός και εξωστρέφεια της τουρκικής οικονομίας
Όσον αφορά τον πρώτο τομέα, θεωρούμε ότι ο δυναμισμός και η εξωστρέφεια της τουρκικής οικονομίας είναι το στοιχείο εκείνο που θα πρέπει να αναλυθεί και να προσεχθεί ιδιαίτερα, αφού αυτό το στοιχείο από μόνο του θα μπορούσε να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη και παγκόσμιο παίκτη, άσχετα με τον αν έχει υιοθετήσει ή όχι το δόγμα Νταβούτογλου.

Η εξωστρέφεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Όσον αφορά τον δεύτερο τομέα, πρέπει να σημειώσουμε ότι η εξωστρέφεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία δεκαετία πράγματι είναι κάτι πρωτόγνωρο, αφού η παραδοσιακή τουρκική εξωτερική πολιτική από το 1923 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα είχε ως απαράλλακτο παρονομαστή την εσωστρέφεια. Ποιο ήταν, όμως, το στοιχείο εκείνο που ώθησε την Τουρκία σε αυτή τη θεαματική αλλαγή; Ήταν όντως η εφαρμογή του δόγματος Νταβούτογλου ή κάτι άλλο;
Κατά την άποψή μας το στοιχείο εκείνο που ώθησε την Τουρκία σε αυτή την απότομη στροφή στην εξωτερική της πολιτική, εκτός από την υποστήριξη της οικονομικής διπλωματίας, ήταν το στρατηγικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η Τουρκία σε σχέση με την ένταξή της σε έναν παγκόσμιο πολιτικό πόλο ο οποίος θα ήταν αποφασισμένος να ανεχθεί και να στηρίξει την πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία στο Κουρδικό.
Τι εννοούμε.

Το στρατηγικό αδιέξοδο της Τουρκίας
Η Τουρκία είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει στο Κουρδικό τη γνωστή πολιτική που ακολούθησε μέχρι τώρα απέναντι στις θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες. Δηλαδή, θρησκευτική και εθνική αφομοίωση ή γενοκτονία. Η πολιτική αυτή είναι προφανές ότι δεν γίνεται αποδεκτή από το ΝΑΤΟ-ΗΠΑ ούτε από την Ε.Ε., γεγονός που συνιστά για την Τουρκία ένα τεράστιο στρατηγικό αδιέξοδο και την αναγκάζει να στραφεί αλλού για να βρει υποστηρικτές ή συνενόχους στις πολιτικές της.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα το στρατηγικό αδιέξοδο της Τουρκίας, θα πρέπει να εξετάσουμε την πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ στο Κουρδικό και το Ιράν.

Κουρδικό
Όσον αφορά το Κουρδικό, είναι γνωστό σε όλους ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ εδώ και δεκαετίες προετοιμάζουν ένα Κουρδικό κράτος στην περιοχή, το οποίο, μάλιστα, είναι αδύνατον να επιβιώσει χωρίς την υποστήριξη της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ και χωρίς διέξοδο στη θάλασσα και μάλιστα μέσω εδαφών της τουρκικής επικράτειας.
Οι ΗΠΑ με τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους στο Ιράκ το 1991 και το 2003 έχουν δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες κατ’ αρχάς για τη δημιουργία και εν συνεχεία τη σταδιακή διεθνή νομιμοποίηση του αυτόνομου κουρδικού κράτους του Νοτίου Κουρδιστάν ή Βορείου Ιράκ. Πίεσαν μάλιστα ασφυκτικά την Τουρκία να συμβάλλει και να συνδράμει σ’ αυτό, είτε μέσω της PROVIDE COMFORT, που επιχειρούσε επί εικοσαετία από το τουρκικό έδαφος (Βάση Ιντζιρλίκ), είτε μέσω παροχής διευκολύνσεων, όπως για παράδειγμα η εξαγωγή κουρδικού πετρελαίου από τον αγωγό Κιρκούκ-Τζεϋχάν και η χρήση από τους Κούρδους για εμπορικούς λόγους των λιμανιών της Μερσίνας και της Αλεξανδρέττας. Η επιχειρούμενη περιθωριοποίηση, μάλιστα, του στρατού και της ΕΡΓΕΝΕΚΟΝ και η υποστήριξη των ΗΠΑ και του εβραϊκού παράγοντα προς τον Ερντογάν, θα πρέπει να θεωρηθούν ως ποινή για τους πρώτους για την άρνηση και ως επιβράβευση του δεύτερου για την, κατ’ αρχάς, αποδοχή του σχεδιασμού αυτού.

Η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων και το Κουρδικό
Ενώ προχωρεί ο ανωτέρω σχεδιασμός και εξασφαλίζεται, κατ’ αρχάς, η συναίνεση και συνεργασία του Ερντογάν στην παροχή διευκολύνσεων, στην ενδυνάμωση και εν τέλει αναγνώριση του αυτόνομου κράτους του Νοτίου Κουρδιστάν από την ’γκυρα, το κουρδικό κίνημα στην Τουρκία, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα από τους ‘ελληνικούς’ κύκλους της προδοσίας και της παράδοσης του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν στους Τούρκους, γιγαντώνεται και η πολιτική πτέρυγα του ΡΚΚ γίνεται η κυρίαρχη δύναμη στο τουρκικό ή Βόρειο Κουρδιστάν, δημιουργώντας στην Τουρκία του ‘στρατηγικού βάθους’ έναν μεγάλο στρατηγικό εφιάλτη.
Ακριβώς τη στιγμή αυτή, η Τουρκία, πιεζόμενη από μέσα και από έξω από τις εξελίξεις στο κουρδικό, αναγκάζεται να υιοθετήσει την πολιτική των μηδενικών προβλημάτων, κάνοντας ‘ανοίγματα’ χωρίς κανέναν πολιτικό αντίκρισμα προς τις γειτονικές χώρες (Αρμενία, Ιράν, Συρία, Ελλάδα κλπ). Η υιοθέτηση της πολιτικής αυτής δεν αποτελεί συστατικό της νεοοθωμανικής πολιτικής αλλά γίνεται εξ ανάγκης, δηλαδή, για να αποδυναμωθεί πολιτικά το κουρδικό κίνημα και να περιοριστεί ο ρόλος του στρατού, ο οποίος παραμένει ο βασικός πολιτικός αντίπαλος του Ερντογάν και του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Και το λέμε αυτό γιατί οι χώρες που δέχονται το ‘άνοιγμα’ της Τουρκίας δεν μπορούν να συνεχίζουν να στηρίζουν τους Κούρδους της Τουρκίας (όσες το κάνουν), ενώ όταν βρίσκεται σε εξέλιξη η πολιτική των ‘ανοιγμάτων’ και των μηδενικών προβλημάτων, υποχωρούν από την ατζέντα τα θέματα ασφάλειας με τις γειτονικές χώρες και αυτομάτως περιορίζεται ο ρόλος του στρατού στη διαχείρισή τους.

Το ζήτημα του Ιράν
Όσον αφορά το Ιράν, οι ΗΠΑ, που με τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους το 1991 και το 2003 έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον δυναμικής αστάθειας στο Ιράκ, κατάσταση που θεωρείται ως μείζων απειλή από την ’γκυρα, προετοιμάζονται, αυτή τη φορά με τη φανερή εμπλοκή του Ισραήλ, να επέμβουν στο Ιράν. Η επέμβαση αυτή θεωρείται ότι θα δημιουργήσει ένα νέο πεδίο δυναμικής αστάθειας στα ανατολικά της Τουρκίας, εξέλιξη που θα συμπεριλάβει αυτόματα και την Τουρκία, τουλάχιστον το ΝΑ της τμήμα, σε ένα ευρύτερο πεδίο δυναμικής αστάθειας, κατάσταση την οποία η ’γκυρα θα είναι αδύνατον να διαχειριστεί.
Μάλιστα, πίσω από τα ανοίγματα της Τουρκίας και τη συμπόρευσή της με το Ιράν στο θέμα του απεμπλουτισμένου ουρανίου, στη στρατιωτική συνεργασία ’γκυρας-Τεχεράνης για την αντιμετώπιση του ΡΚΚ-PJAK και στη Γάζα (επιχείρηση Μαβί Μαρμαρά), μπορούμε να διακρίνουμε τον γεωπολιτικό τρόμο της Τουρκίας απέναντι στο ενδεχόμενο μιας επιχείρησης εναντίον του Ιράν, αποτέλεσμα του οποίου είναι οι προσπάθειες που καταβάλλει η ’γκυρα για εκτροπή των δρομολογημένων εξελίξεων στο θέμα του Ιράν και στο Κουρδικό.
Δεν θα ήταν δε καθόλου υπερβολικό να αναζητήσουμε πίσω από τα σοβαρά προβλήματα που παρουσιάζονται στις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ τον τρόμο της ’γκυρας για τις συνθήκες που θα προκύψουν από μια ενδεχόμενη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Ιράν.

Συμπεράσματα
Η αλλαγή στον τρόπο άσκησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με την εμφάνιση στο προσκήνιο του Αχμέτ Νταβούτογλου είναι γεγονός και η αλλαγή αυτή συνίσταται στην επίδειξη μιας έντονης εξωστρέφειας και εναγώνιας αναζήτησης/δημιουργίας νέων γεωπολιτικών συσχετισμών για την ’γκυρα, πολιτική που, σημειωτέον, δεν βρίσκει αντίθετο το στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο της ’γκυρας.
Η άσκηση δραστήριας οικονομικής διπλωματίας, ως στοιχείο της εξωστρέφειας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, και η ενίσχυση της παραγωγικής βάση της Τουρκίας μέσα από το άνοιγμα νέων αγορών και την αύξηση των εξαγωγών, αποτελεί στοιχείο που απαιτεί βαθιά ανάλυση/αξιολόγηση και συνεχή παρακολούθηση από όλους τους ενδιαφερομένους.
Κατά τ’ άλλα, η παρατηρούμενη έντονη εξωστρέφεια στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπορεύεται από την υιοθέτηση του δόγματος του στρατηγικού βάθους και του ιδεολογήματος του νεοοθωμανισμού του Αχμέτ Νταβούτογλου. Παράλληλα όμως θα πρέπει να αναζητήσουμε σ’ αυτήν -καθώς και στην πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες- το στρατηγικό αδιέξοδο και τον γεωπολιτικό τρόμο της ’γκυρας, μπροστά στις εξελίξεις που σχετίζονται με το Κουρδικό και το ενδεχόμενο στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον του Ιράν, ενδεχόμενο που αν γίνει πραγματικότητα θα καταστήσει αυτομάτως την Τουρκία μέρος ενός ευρύτερου πεδίου δυναμικής αστάθειας.
Με άλλα λόγια, σε αυτό το φαινόμενο της παρατηρούμενης υπερδιέγερσης και υπερκινητικότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα πρέπει να αποτελεί μόνιμο ζητούμενο η εύρεση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο νεοοθωμανικό όραμα και στην αγωνιώδη προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός, για να ξεπεραστούν τα τεράστια προβλήματα που δημιουργούν στην ’γκυρα οι εξελίξεις στο Κουρδικό και το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράν.
 

-------------------------------

Κυριακή, 13 Ιουνίου 2010, ΣΗΜΕΡΙΝΗ, Του Σάββα Ιακωβίδη Το όραμα Νταβούτογλου ως ελληνικός εφιάλτης

Όσον αφορά ειδικά τον διπλωματικό-πολιτικό τομείς, η μόνη κίνηση που έγινε από πλευράς Λευκωσίας, σε συνεργασία με την Ελλάδα, είναι η πρωτοβουλία για διοχέτευση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα, μέσω Κύπρου. Υπό την αίρεση, φυσικά, ότι θα συμφωνήσουν οι πολλές και ποικίλες οργανώσεις ακτιβιστών και το Ισραήλ. Πέραν αυτής της κίνησης δεν φαίνεται να έχει αναληφθεί οποιαδήποτε ενέργεια ή δράση προς την πλευρά του Ισραήλ.

Το αραβικό σύνδρομο κατατρύχει, προφανώς, και εμποδίζει οποιεσδήποτε κινήσεις προς υπεράσπιση, επιτέλους, των συμφερόντων της Κύπρου, άνευ βλάβης των παραδοσιακών σχέσεών της με τους ’ραβες.

Είναι γνωστό ότι το Ισραήλ επιθυμεί διακαώς συνεργασία σε όλους τους τομείς με την Κύπρο και την Ελλάδα, επειδή τις θεωρεί ως τις μόνες δημοκρατικές και μη μουσουλμανικές χώρες. Αυτή η συνεργασία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε όλους τους τομείς και ειδικά στον πολιτικό, οικονομικό, στον τουριστικό, στον πολιτιστικό και στον στρατιωτικό. Παρατηρείται, όμως, ένα πρωτοφανές μούδιασμα και μια ανεξήγητη αναποφασιστικότητα, η οποία οφείλεται στο φόβο, περισσότερο, μήπως και χάσουμε τους όποιους φίλους στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η Τουρκία δρα εντυπωσιακά στον ισλαμικό κόσμο. Ένα κράτος, όμως, που νοιάζεται για τα συμφέροντά του, φροντίζει να εξηγεί πειστικά στους φίλους του, τις επιλογές του.

Οι σχέσεις με τους ’ραβες
Η Κύπρος διατηρεί καλές σχέσεις με το Ισραήλ, χωρίς να ενοχλούνται οι ’ραβες φίλοι της. Η ενδυνάμωση αυτών των σχέσεων δεν αποβλέπει στον αποκλεισμό ή στην αποδυνάμωση των σχέσεών μας με τους ’ραβες. Αντίθετα, με μια ευφάνταστη πολιτική είναι δυνατόν να διατηρηθούν ισορροπίες, που δεν θα προκαλούν ούτε τους Ισραηλινούς ούτε τους ’ραβες. Φαίνεται πως δεν υπάρχει τέτοια διμέτωπη ισόρροπη πολιτική αλλά μια παθητική στάση, που δίνει την εντύπωση ότι η Λευκωσία προσπαθεί είτε να αποστασιοποιηθεί από τα συμβαίνοντα στην περιοχή είτε να… κρυφτεί, για να μην εμπλακεί και να μην υποστεί τις όποιες συνέπειες της αντιπαράθεσης δύο μεγάλων παιχτών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Και πότε όλα αυτά; Όταν, πρώτον, έγιναν μαζικές ακυρώσεις ταξιδίων Ισραηλινών στην Τουρκία. Δεύτερον, το Εμπορικό Επιμελητήριο του Ισραήλ εισηγήθηκε μποϊκοτάζ τουρκικών προϊόντων. Τρίτον, το εβραϊκό λόμπι τερματίζει την από δεκαετιών υποστήριξή του στην Τουρκία και στις τουρκικές θέσεις. Τέταρτον, παρατηρείται έξαρση αντιτουρκικού ρεύματος στο Ισραήλ σε όλα τα επίπεδα. Πρόσφατη δημοσκόπηση στο Ισραήλ αποκαλύπτει ότι 78% των Ισραηλινών θεωρούν την Τουρκία ως εχθρικό κράτος.

Αυτές οι εξελίξεις θα οδηγήσουν σε πλήρη ρήξη; Είναι αμφίβολο, για το προβλεπτό μέλλον. Όμως οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις δεν αναμένεται να επανέλθουν στις παλιές, καλές εποχές της πολύπλευρης συνεργασίας. Είναι εμφανές ότι η σύγκρουση με το Ισραήλ αποτελεί στρατηγική επιλογή της Τουρκίας, που μεθοδεύτηκε από τον νυν υπουργό Εξωτερικών της χώρας, Αχμέτ Νταβούτογλου, ήδη από το 2002.

Η Τουρκία στο πλαίσιο της διεθνούς ισορροπίας δυνάμεων
Πού αποβλέπει η Τουρκία; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί πολιτικούς αναλυτές και ακαδημαϊκούς. Ας ανοίξουνε το βιβλίο του Νταβούτογλου: «Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας» (αθηναϊκές εκδόσεις «Ποιότητα»), για να αναλύσουμε τη συμπεριφορά της τουρκικής ηγεσίας, που οσημέραι οξύνεται και εντείνει τις επιθέσεις της κατά του Ισραήλ, του οποίου ζητά την παραδειγματική τιμωρία ως «κράτους-τρομοκράτη». Δεν θα επισημάνουμε ξανά ότι οι δολοφόνοι και γενοκτόνοι Τούρκοι είναι οι τελευταίοι, που δικαιούνται να κατηγορούν άλλους για τρομοκρατία και πειρατεία.

Ποια είναι τα δυναμικά στοιχεία μιας χώρας, όπως τα περιγράφει ο Νταβούτογλου; Είναι τα στοιχεία εκείνα «που έχουν την ιδιότητα να μεταβάλλονται βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα και αντικατοπτρίζουν την ικανότητα της χώρας να χρησιμοποιεί τις δυνατότητές της. Στην εξίσωση ισχύος μίας χώρας, οι οικονομικές πηγές, η τεχνολογική υποδομή και η στρατιωτική εμπειρία συνιστούν τα μεταβλητά στοιχεία. Η συντονισμένη και αποδοτική ενεργοποίηση αυτών των μεταβλητών στοιχείων στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής εξασφαλίζει την αύξηση της βαρύτητας, που έχει μία χώρα στο πλαίσιο της διεθνούς ισορροπίας δυνάμεων. Αντιθέτως, στις χώρες που τα στοιχεία αυτά δεν αναδιαρθρώνονται σχεδιασμένα και με αρκετά δραστήριο τρόπο, αρχίζουν να παρουσιάζονται σοβαρά μειονεκτήματα στην αντανάκλαση της ισχύος τους στις διεθνείς σχέσεις».

Το μήνυμα είναι σαφές: Η Τουρκία οφείλει να χρησιμοποιήσει αυτά και άλλα στοιχεία, ώστε να εξασφαλίσει αύξηση της βαρύτητάς της στις διεθνείς σχέσεις. Ο Νταβούτογλου επισημαίνει πως τα αποτελέσματα του τεχνολογικού πολέμου είναι πολύ πιο καθοριστικά από εκείνα του πραγματικού πολέμου, επειδή πιστεύει ότι «οι στρατιωτικές συμμαχίες είναι παροδικές, ενώ η τεχνολογική υπεροχή είναι μόνιμη». Όμως, ο Τούρκος υπουργός επιμένει στο συνδυασμό τακτικής και στρατηγικής και παρατηρεί:

«Δεν αρκούν οι επιτυχίες τακτικής αν δεν υπάρχει μία στρατηγική πολιτικής βούλησης, που να θέσει όλες τις κινήσεις τακτικής υπό τον έλεγχό της καθώς και τις στρατιωτικές και διπλωματικές μονάδες με την κατάλληλη μαεστρία σε αρμονική λειτουργία. Η αυτοπεποίθηση μίας χώρας και το όραμά της για το μέλλον μετριέται με το συγχρονισμό στις διεθνείς σχέσεις, την ψυχολογική της ανωτερότητα κατά τη διαπραγματευτική διαδικασία και την ικανότητα λήψεως πρωτοβουλιών. Οι πολιτικοί ηγέτες των χωρών που διαθέτουν βάθος στο όραμά τους για το μέλλον δεν γίνονται δέσμιοι της προκαθορισμένης επικαιρότητας».

Οι εκδιπλώσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής τους τελευταίους μήνες και μόλις πρόσφατα, μαρτυρούν σε ποια εργώδη ψυχολογική και πολιτικοδιπλωματική ζύμωση βρίσκεται η Τουρκία, στην προσπάθειά της να αναδειχθεί και να επιβληθεί ως ισχυρός δρων στις διεθνείς σχέσεις και ειδικά ως υπολογίσιμος περιφερειακός παίχτης στη Μέση Ανατολή.

Βαθύ κράτος, βαθύ έθνος
Ο Νταβούτογλου, αναφερόμενος στις χώρες της Μέσης Ανατολής, υποστηρίζει ότι η βασική αιτία της αδυναμίας τους να μετατρέψουν τη μεγάλη οικονομική δυνατότητα, που προκύπτει από την κατοχή πρώτων υλών, σε στρατιωτική ισχύ, «έγκειται είτε στην ελλιπή κατάρτιση του ανθρώπινου στοιχείου είτε στο ότι δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη μιας υγιούς σχέσης μεταξύ του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και των στρατηγικών επιλογών του πολιτικού συστήματος. Το σοβαρότερο ζήτημα στον στρατηγικό προσανατολισμό της Τουρκίας», παρατηρεί ο Νταβούτογλου, «έχει να κάνει με το ανθρώπινο δυναμικό.

Είναι αδύνατο να αποκτήσει κανείς μια κινητική ενέργεια χωρίς την ύπαρξη ενός καταρτισμένου και φιλοπρόοδου ανθρώπινου δυναμικού με ευρύ ορίζοντα, το οποίο θα μπορέσει να ερμηνεύσει με ρηξικέλευθο τρόπο όλα τα στοιχεία που αποτελούν τη στρατηγική ισχύ, να τα εναρμονίσει με τις εξελισσόμενες διεθνείς συγκυρίες, να εξασφαλίσει το συντονισμό μεταξύ διαφορετικών στοιχείων ισχύος και να αναπτύξει αναβαθμισμένες στρατηγικές ισχύος.

»Το σημαντικότερο και το πιο ευαίσθητο στοιχείο στο στρατηγικό άνοιγμα μίας χώρας είναι η σχέση νομιμότητας μεταξύ της πολιτικής βούλησης, που αποτελεί το κέντρο του συστήματος και του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού της κοινωνίας. Πρόκειται», επισημαίνει ο Νταβούτογλου, «για να εκφραστούμε με τις εκφράσεις του συρμού, για το σημείο που ανταμώνει το βαθύ κράτος με το βαθύ έθνος. Το βάθος του κράτους εκείνου που δεν μπόρεσε να πετύχει την εμβάθυνση του έθνους του και απέτυχε να δημιουργήσει μία εθνική ομοψυχία, η οποία να πηγάζει από το σύστημα κοινών αξιών, δεν μπορεί παρά να μετατραπεί σε ακατέργαστη ισχύ».

Αναδιανομή ισχύος

Ο Νταβούτογλου οραματίζεται μια συγκροτημένη τουρκική ισχύ, που θα ανασυστήσει την πάλαι ποτέ Οθωμανική αυτοκρατορία στη Μέση Ανατολή. Έτσι, ο Πρωθυπουργός Ερντογάν φαίνεται να στρέφεται περισσότερο προς Ανατολάς, επικεφαλής ενός ισλαμισμού δήθεν «λάιτ», αλλά στην πράξη έτοιμου να αμφισβητήσει τη Δύση (ΗΠΑ και ΕΕ) και να συγκροτήσει μια οιονεί κοινοπραξία ισλαμικών, αραβικών, μουσουλμανικών χωρών, λαών και κοινοτήτων. Η Τουρκία επιδιώκει να αναδειχθεί ως ο νέος ηγεμόνας στην περιοχή, με απονομιμοποίηση και στρατηγική υπομείωση του Ισραήλ. Η στρατηγική επιλογή της είναι η αναδιανομή ισχύος στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, με σημαντικό μερίδιο να το διεκδικεί η ίδια, αν την αφήσουν, φυσικά το Ισραήλ και οι άλλες μεγάλες δυνάμεις.

Σε αυτόν τον καταιγισμό εξελίξεων και εντυπωσιοθηρικών πρωτοβουλιών της Τουρκίας, ο ευρύτερος Ελληνισμός είτε παρακολουθεί απαθώς είτε δεν συνειδητοποιεί τις μακροπρόθεσμες, ίσως ολέθριες εκτυλίξεις της τουρκικής πολιτικής στοχοθεσίας. Μια συγκλονιστική πλαδαρότητα και αδιαφορία χαρακτηρίζουν την Ελλάδα και την Κύπρο. Και όπως ειρωνικά παρατηρεί ο Νταβούτογλου, «οι χώρες που η εξωτερική πολιτική τους αφέθηκε, εξαιτίας της έλλειψης πολιτικής βούλησης, στη ροή συγκυριακών διακυμάνσεων και έχασαν την ικανότητα εκσυγχρονισμού, γίνονται δέσμιες μίας πολύπλοκης και αντιφατικής εικόνας, που σχηματίζεται από στιγμιαίες αντιδράσεις στην προσδιοριζόμενη από τρίτους επικαιρότητα». Όπως ακριβώς συνέβη και με την υπόθεση της Γάζας.

--------------------------------------------

Tου Χρηστου Γιανναρα, Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας

 

H KAΘHMEPINH 13.6.2010

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_13/06/2010_404393

Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, μεταφρασμένο στα ελληνικά, το βιβλίο του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ - Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ (εκδόσεις «Ποιότητα», μτφρ. Νικ. Ραπτόπουλου, σελίδες 845). Θα ήθελα να το συστήσω σε όποιον ενδιαφέρεται σοβαρά (όχι συναισθηματικά-επιδερμικά) για το ενδεχόμενο να επιβιώσει ιστορικά το ελλαδικό κράτος στις σημερινές διεθνείς συνθήκες. Οχι βέβαια για να πάρει άμεση απάντηση. Αλλά για να αντιληφθεί ποιο επίπεδο κατάρτισης και ευφυΐας, ποιο ειδικό χάρισμα στρατηγικής σκέψης απαιτεί η σοβαρή αναμέτρηση με ένα τέτοιο ερώτημα.

Δεν διανοούμαι να «παρουσιάσω» στους αναγνώστες της επιφυλλίδας αυτό το βιβλίο. Ο,τι και αν παραθέσω θα είναι κατώτερο του επιπέδου και της γοητείας του. Κάθε χαρακτηρισμός που θα εκφέρω δεν επαρκεί για να συνιστά κρίση, τον καταθέτω μόνο ως πρόκληση-πρόταση να διαβαστεί το βιβλίο. Αν ήταν δυνατό, να διαβαστεί από κάθε Ελληνα. Είναι σαφώς το βιβλίο ενός αντιπάλου: ο Αχμέτ Νταβούτογλου διεκδικεί για την πατρίδα του μεγάλο κομμάτι της δικής μας πατρίδας, του Αιγαίου, την Κύπρο. Αλλά εγώ, τουλάχιστον, δεν έχω διαβάσει ποτέ σε ελληνικό βιβλίο συναρπαστικότερη και αποκαλυπτικότερη ανάλυση της γεωστρατηγικής σπουδαιότητας του Αιγαίου και της Κύπρου. Ο Ντ. ξέρει καλά τι διεκδικεί. Εγώ ο Ελληνας υπερασπίζω συναισθηματική θολούρα. Παιδιαρίζω.

Μόνο με ένα ελληνικό μελέτημα θα μπορούσα, προσωπικά, να συγκρίνω το βιβλίο του Ντ.: Με το «επίμετρο», στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1997), που έχει τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατιωτικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου».

Αλλά η ιδιοφυΐα του Κονδύλη και οι προβληματισμοί του οριοθετούνται καταφανώς από τον μηδενισμό του: Τον ενδιαφέρει η στρατηγική λογική (λογική του μπριτζ ή του σκακιού) για την άμυνα της αξιοπρέπειας και της εθνικής κυριαρχίας του ελλαδικού κρατιδίου – δεν έχει άλλο όραμα, δεν πιστεύει σε κάτι περισσότερο, σε πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας που να κομίζει στην Ιστορία ο Ελληνισμός.

Ο Ντ. αντλεί τη στρατηγική του ανάλυση από το όραμά του για την Τουρκία. Και το όραμα είναι, να διασώσει η χώρα του τον «πολιτισμικό της άξονα», τη διαφορά της από τη Δύση – τη διαφορά όχι ως αντίθεση, αλλά ως ιδιαιτερότητα, ως «ιδιαίτερη θέση στο διεθνές σύστημα». Είναι σαφέστατη (σχεδόν επιθετική) η περηφάνια του γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, δεν φιλοδοξεί ούτε την αντιπαλότητα ούτε τη μίμηση, δεν είναι ο μειονεκτικός απέναντι στη Δύση Ανατολίτης, ο ξιπασμένος από τα «φώτα» της μεταπράτης. Εχει ραχοκοκαλιά, διεκδικεί να επιβάλει, από θέσεως ισχύος, την τουρκική ιδιαιτερότητα στη σημερινή διεθνή συνύπαρξη.

Γι’ αυτό και αρνείται να παγιδευτεί στην άμυνα, στη «διαφύλαξη συνόρων». Λέει: «Οι φιλόδοξες χώρες ορίζουν το τι θεωρούν για τις ίδιες απειλή βασιζόμενες στις στρατηγικές τους επιδιώξεις, όχι στους φόβους τους. Αντίθετα, οι παθητικές, χωρίς φιλοδοξίες χώρες διαμορφώνουν στρατηγικές υποταγμένες στις απειλές που υφίστανται» (ακόμα και από τεχνητά, ασήμαντα γειτονικά τους κρατίδια, θα πρόσθετα). «Δεν υπάρχει πιο θλιβερή κατάσταση για μια χώρα από το να προβάλλει τις εσωτερικές της αδυναμίες σαν βασικές αρχές που καθορίζουν τη στρατηγική της», συμπληρώνει ο Ντ. Παραβλέπει ότι υπάρχει και θλιβερότερη κατάσταση: Χώρες που απλώς υποτάσσουν πειθήνια τη στρατηγική τους στα θελήματα-βίτσια του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ ή σε παραγγελίες προμήθειας εξοπλισμών από Ευρωπαίους «προστάτες» τους. Και το κάνουν μόνο για να εξαγοράσουν εύνοια (με χειροπιαστά ανταλλάγματα) κάποιοι σπιθαμιαίοι επαγγελματίες της εξουσίας.

«Το βασικότερο έρεισμα στρατηγικής ισχύος μιας χώρας είναι ο ανθρώπινος παράγων», διδάσκει ο Ντ. «Είναι αδύνατο να αλλάξει κανείς τη γεωγραφική θέση και την ιστορική παράδοση, σταθερά δεδομένα της στρατηγικής. Ομως, ο παράγων της ανθρώπινης καλλιέργειας μπορεί να δημιουργήσει κανούργια δεδομένα στρατηγικής λογικής, νέες οπτικές για την αξιολόγηση της γεωγραφίας και της ιστορίας». Αν συνειδητοποιούσαμε οι Ελληνες τη βαρύτητα αυτής της απόφανσης του Ντ. θα είχαμε παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο πρωθυπουργούς όχι για την εγκληματική οικονομική τους πολιτική, αλλά για την πολιτική τους στο υπουργείο Παιδείας.

Η θεμελιωδέστερη προϋπόθεση για τον σχεδιασμό αποτελεσματικής στρατηγικής είναι, κατά τον Ντ., «η λογική που στηρίζεται σε υπαρξιακά αιτήματα: Στα στοιχεία που υφαίνουν τη σημερινή συλλογική μας προσωπικότητα, στους παράγοντες κοινωνικής συνοχής, στην πολιτική κουλτούρα, (τελικά) στην εθνική συνείδηση... Κοινωνίες με ριζικά αποδυναμωμένη και φθαρμένη εθνική συνείδηση δεν έχουν πεδίο στρατηγικής λογικής, θέτουν σε κίνδυνο την ιστορική τους ύπαρξη, περιθωριοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα».

Πρέπει να ξέρει, φαντάζομαι, ο σημερινός Τούρκος υπ. Εξ. ότι, με μια τέτοια εκφραστική σαν τη δική του, το σύνολο του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα (οι εξαιρέσεις ελάχιστες και μη σοβαρές) καγχάζει ειρωνικά. Τρέμοντας μήπως και χαρακτηριστούν «μη-προοδευτικοί» από μια κυρίαρχη στη δημοσιότητα (με δυσεξήγητες μεθοδεύσεις) διανόηση, χλευάζουν κάθε αναφορά σε κοινωνική συνοχή, ιστορική συνέχεια, ιδιαιτερότητα πολιτισμού. Διαστρέφουν την Ιστορία στα σχολικά εγχειρίδια, αφελληνίζουν τη γλώσσα, εξηλιθιώνουν τις μάζες με τον τζόγο και το ποδόσφαιρο. Ισως να μην είναι συνειδητοί αρνησιπάτριδες, αλλά μόνο χαμηλότατου νοητικού βεληνεκούς. Γι’ αυτό και ψευτοθρηνούν επί χρόνια για το πόσο μειονεκτική είναι η Ελλάδα σε σχέση με τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας.

Ο Αχμέτ Νταβούτογλου λέει: «Το Αιγαίο αποτελεί τον σημαντικότερο θαλάσσιο κόμβο της ευρασιατικής ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά - Νότου... Αυτή η θάλασσα - πέρασμα κατέχει μια προσδιοριστική θέση μοναδική στη γεωπολιτική, γεωστρατηγική, γεωοικονομική, γεωπολιτισμική (διεθνή) αλληλεπίδραση... Εχει μια πρώτης τάξεως στρατηγική σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και για τις παράκτιες χώρες του Εύξεινου Πόντου και για όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις που έχουν ανάγκη ενός μεταφορικού και εμπορικού κόμβου... Η Κύπρος, που κατέχει παγκοσμίως κεντρική (γεωστρατηγική) θέση, βρίσκεται, μαζί με την Κρήτη, πάνω σε άξονα όπου τέμνονται (τεράστιας γεωοικονομικής και στρατηγικής σημασίας) θαλάσσιες οδοί... Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατό να έχει αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές, δεν μπορεί να δραστηριοποιηθεί στο διεθνές πεδίο... Ακόμα και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ανοιχτό ένα Κυπριακό Ζήτημα».

Αυτά τα εκπληκτικά γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα του Αιγαίου, της Κύπρου, της Κρήτης, σκέψου, αναγνώστη, ποια ελληνικά πολιτικά «αναστήματα» τα διαχειρίζονται.

----------------------------------

11 Ιουνίου 2010, Νεοκλής Σαρρής: Μόνο ο Χίτλερ θα συμφωνούσε με τις απόψεις Νταβούτογλου

 

Ο γνωστός καθηγητής ο οποίος έχει κάνει τον επανέλεγχο για την σωστή διατύπωση των απόψεων Νταβούτογλου στα ελληνικά, κρίνει τις αναφορές που κάνει για τα ελληνοτουρκικά ο μέντορας του Ερντογάν

Οι μειονότητες στην Θράκη είναι τα κατάλοιπα της οσμανικής κυριαρχίας, της οθωμανικής κυριαρχίας όπως είναι οι Αλβανοί, οι Κοσσοβάροι που είναι Αλβανοί, βέβαια και οι Βόσνιοι και στην Βουλγαρία οι μειονότητες οι τουρκομουσουλμανικές και αυτές είναι το εφαλτήριο της προώθησης της ισλαμικής πολιτικής στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, αναφέρει σ΄ ένα σημείο του βιβλίου του

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΔΗΜΟΣ ΜΠΑΚΙΡΤΖΑΚΗΣ-XΡΟΝΟΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Ο Νταβούτογλου, σήμερα υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, ήταν εξαρχής ο πνευματικός μέντορας του Ερντογάν και ο αρχιτέκτονας, κατά κάποιο τρόπο, της νέο-οθωμανικής κοσμοθεωρίας. Και όμως οι συζητήσεις στην Ελλάδα για την πολιτική των ισλαμιστών κυμαίνονταν από ασάφεια και ανεύθυνες μέχρι φρικτές ανακρίβειες. Κυριολεκτικά κυριάρχησε η ιδέα ότι οι άνευ προϋποθέσεων αισθητικές σχέσεις και η «αγάπη του ’λλου» θα φέρουν την πολυπόθητη, για όλους, ελληνοτουρκική ειρήνη.

Η κυκλοφορία αυτές τις μέρες του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου «Το Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας» (εκδόσεις Ποιότητα), ανεξαρτήτως των συγκυριακών προβλημάτων της Ελλάδας, αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για αυτοκριτική, στρατηγικό επαναπροσανατολισμό, διπλωματική ανασύνταξη και κυρίως πνευματική αφύπνιση. Τέλος οι εικασίες: Έχουμε πλέον την αυθεντική τουρκική σκέψη, τους αυθεντικούς κοσμοθεωρητικούς προσανατολισμούς του νέο-Οθωμανισμού, τους δεδηλωμένους σκοπούς και την ακολουθητέα στρατηγική εκπλήρωσής τους.

Αφορμή για την επικοινωνία μας με τον καθηγητή Νεοκλή Σαρρή είναι το προφητικό αυτό βιβλίο «μπούσουλας» στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας.

Κύριε Σαρρή την έκδοση στα ελληνικά την επιμεληθήκατε εσείς ο ίδιος;
-Την μετάφραση την έχει κάνει ο φέρελπις λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Μακεδονίας Νίκος Ραφτόπουλος και εγώ έχω κάνει ακριβώς λέξη προς λέξη τον επανέλεγχο και την διατύπωση των όσων διαλαμβάνει στο βιβλίο του ο κ. Νταβούτογλου.

Είναι προφητικό το βιβλίο αυτό ή μήπως ο «μπούσουλας» της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας;
-Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει διότι οι Τούρκοι το καλό που έχουν είναι ότι τα λένε όλα από την πρώτη στιγμή, δηλαδή οι ανοιχτές πηγές είναι οι πιο σίγουρες πηγές. Εγώ δε απορώ πως είναι δυνατόν η ελληνική πλευρά να αντιδρά νηφάλια, εφόσον υπάρχουν αυτά τα κείμενα. Να πω το εξής, ήμουν πριν μερικές ημέρες στην Κύπρο, ακριβώς για να παρουσιαστεί το βιβλίο στο Κυπριακό κοινό και εκεί ο κ. Ιακώβου από το Κέντρο Κυπριακών Μελετών ο οποίος είναι ένας καλός τουρκολόγος πλέον, υπολογίσιμος και σοβαρός, ανέφερε ότι υπάρχουν 3-4 κείμενα εκ των οποίων το ένα είναι οι απόρρητες εκθέσεις που είχε συντάξει ο μακαρίτης Νιχάτ Ρίμ καθηγητής και πολιτικός, όταν τον κάλεσε από τις τάξεις της αντιπολίτευσης ο Μεντερές τότε να γίνει σύμβουλος πάνω στο κυπριακό και αυτές οι εκθέσεις, δύο τρομερές εκθέσεις του 1956. Τα λένε όλα, δηλαδή ότι έχει κάνει η Τουρκία. Η συνεκτίμηση ότι, το είχα περιλάβει εγώ σε ένα βιβλίο μου που λέγεται «’λλη Πλευρά» από το 1981 και λέω ότι αυτές οι πηγές που είναι ανοιχτές και είναι ατέρμονες οι πληροφορίες, οι οποίες μπορεί κανείς να συλλέξει από τις ανοιχτές πηγές, πως δεν έχουν φρονηματίσει την ελληνική πλευρά. Εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά.

Μήπως το βλέπουν σαν ένα απλό βιβλίο;
-Όχι. Προχθές υπήρχε μια συγκέντρωση και αναφέρθηκε το βιβλίο και υπήρχαν καθηγητές και πολιτικοί που είναι μέσα στα πράγματα, όπως ο κ. Βερέμης, ο οποίος είπε «αυτά που λέει ο Νταβούτογλου δεν λέει κάτι νέο, είναι όλα γνωστά και τα έλεγε και ο Οζάλ και ο ένας και ο άλλος» και αυτό αποτελεί δύο φορές αν θέλετε μομφή δια αυτούς οι οποίοι νέμονται τα αγαθά της εξουσίας, κολυμπάνε στα νερά της εξουσίας, ότι εφόσον τα γνωρίζουν αυτά δεν παίρνουν τα ανάλογα μέτρα, δηλαδή για παράδειγμα ο Νταβούτογλου αναφέρει το γνωστό, ότι οι μειονότητες στην Θράκη είναι τα κατάλοιπα της οσμανικής κυριαρχίας, της οθωμανικής κυριαρχίας όπως είναι οι Αλβανοί, οι Κοσσοβάροι που είναι Αλβανοί βέβαια και οι Βόσνιοι και στην Βουλγαρία οι μειονότητες οι Τουρκομουσουλμανικές και αυτές είναι το εφαλτήριο της προώθησης της ισλαμικής πολιτικής στα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Λέγεται αυτό το πράγμα; Αυτό το έλεγε μόνο ένας Χίτλερ με τους Σουδήτες και βλέπουμε και τις κινήσεις στην Θράκη. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα, μόνο ένας ηλίθιος δεν θα μπορούσε να το αντιληφθεί ή αν είναι πληρωμένος πράκτορας ή πωρωμένος ηλίθιος, ένα από τα δύο, ας επιλέξουν να μας πουν που ανήκουν. Αν δεν ανήκουν στις δύο αυτές κατηγορίες ας μας πουν που ανήκουν, διότι δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλο τους, είναι τόσο χοντρές πλέον οι κινήσεις που δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλο τους.

Θυμίζει τον «Αγώνα» του Χίτλερ.
-Μα είναι. Εμένα μου λέει ένας φίλος, γιατί θα πρέπει να σας πω τα σύκα-σύκα και την σκάφη-σκάφη, ότι ενώ υπάρχει αυτή η επίσημη και μη επίσημη η οποία είναι εξίσου επίσημη και πιο επίσημη από την επίσημη Τουρκία την οποία έχουμε απέναντι μας, είτε ανήκει στο κεμαλικό κατεστημένο είτε στο ισλαμοτουρανικό κατεστημένο, υπάρχει και μια άλλη μερίδα ανθρώπων που βέβαια δεν είναι τόσοι πολλοί όσο οι άλλοι, είναι μια μειονότητα και αυτό είναι το δυσάρεστο, οι οποίοι είναι σαν και εμάς. Εδώ μου λέει φίλος μου πανεπιστημιακός ο οποίος βέβαια τον χειμώνα μένει στον Καναδά και το καλοκαίρι για δύο μήνες στην Τουρκία, μου λέει «χαρά στο κουράγιο σου να κάτσεις και να ασχοληθείς με αυτό το βιβλίο, εδώ ούτε καν το έχουμε διαβάσει εμείς», λέει για την κατηγορία του, «αλλά αυτός είναι γνωστός ως Ναζί της Τουρκίας», «ως Χίτλερ της Τουρκίας», μου τον παρουσιάζουν οι ίδιοι οι Τούρκοι και χαράς το κουράγιο σου μου λέει και γελούσε. Ποιος σοβαρός άνθρωπος θα ασχοληθεί με αυτά που λέει ο Νταβούτογλου. Εδώ η Αμερική είναι στο άρμα της Τουρκίας και όχι η Τουρκία στο άρμα της Αμερικής πλέον.


Ο κ. Νταβούτογλου όμως είναι υπουργός Εξωτερικών, δεν είναι ένας καθηγητής που συνέγραψε ένα βιβλίο χωρίς σπουδαιότητα και βλέπουμε την Τουρκία να βαδίζει πάνω στα βήματα του βιβλίου αυτού, το στρατηγικό βάθος.


-Ο κ. Νταβούτογλου πηγαίνει για πρωθυπουργός, στην περίπτωση κατά την οποία θα γίνει ο Ερντογάν πρόεδρος στο επόμενο βήμα δηλαδή, θα γίνει αυτός πρωθυπουργός και θα πραγματώσει το μεγάλο άλμα προς την μεγάλη Τουρκία, Τουρκία η οποία θα ελέγχει τρείς ηπείρους.Ο κ. Νταβούτογλου είναι περισσότερο άνθρωπος του Φετχουλά Γκιουλέν και λιγότερο του Ερντογάν. ’λλωστε όταν μελετήσεις το βιβλίο του Νταβούτογλου και ταυτοχρόνως δεις τους λόγους του Γκιουλέν, ακόμη και τις πρόσφατες δηλώσεις του στο Wall Street Channel που έκανε προχθές ο Γκιουλέν, που είναι ο πνευματικός μέντορας της παρούσας κατάστασης στην Τουρκία, αλλά δεν πρέπει να ταυτίζονται απολύτως, διότι ναι μεν του έχει χορηγηθεί μια ειδική αμνηστία και μπορεί να ζει στην Τουρκία αλλά δεν έρχεται στην Τουρκία, παραμένει στην Αμερική, προστατευόμενος της CIA. Έχει οργανώσει όπως ανακοίνωσε προχθές και στο άρθρο του αυτό και σε άλλες συνεντεύξεις που έχει δώσει, ένα λόμπι στο Αμερικανικό Κογκρέσο με 60 κοινοβουλευτικούς, 60 Γερουσιαστές και βουλευτές των απόψεων του, η Τουρκία ποτέ δεν είχε 60 βουλευτές δικούς της, ποτέ, θα δείτε ότι εκεί είναι ο πραγματικός υποκινητής του Νταβούτογλου, είναι ο Γκιουλέν και αυτά που γίνονται στην Τουρκία σήμερα, ότι συλλαμβάνονται κάποιοι μέσα στα πλαίσια της περίφημης συνωμοσίας Εργκενεκόν, δεν το κάνει η κυβέρνηση, δεν το κάνει ο Ερντογάν, ο Ερντογάν είναι δειλός σε αυτά δεν έχει τόσο θάρρος, αλλά είναι τα όργανα του κράτους. Κυρίως στην αστυνομία, στα σώματα ασφαλείας και στους κατώτερους δικαστικούς που έχει προωθήσει ανθρώπους δικούς του το κίνημα του Γκιουλέν, αυτοί κινούν τα νήματα. Συμβαίνουν πολλά πράγματα στην Τουρκία που δεν τα έχουμε υπόψη μας αλλά ο Γκιουλέν ταυτοχρόνως κινητοποιεί και τις μειονότητες στην Θράκη και όχι μόνο, έχει ανοίξει 1000 σχολεία και στην Αφρική και στις τέως δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης και στην ίδια την Αμερική.

’ρα βαδίζουμε ένα προδιαγεγραμμένο σχέδιο. Μπόρεσε η Τουρκία, παρότι φαίνεται ότι είναι σε κόντρα με τις ΗΠΑ, εν τούτοις δεν παύει να είναι το χαϊδεμένο της παιδί, αλλά το γεγονός είναι ότι έχει καταστεί μια περιφερειακή δύναμη με πάρα πολλές παρεμβάσεις όχι μόνο στα Βαλκανικά κράτη αλλά και πέριξ των γύρω περιοχών και το καταφέρνει καλά από ότι φαίνεται, παρά τις παλινωδίες και τις απόψεις των δικών μας πολιτικών που δεν εξετάζουν με σοβαρό πρίσμα αυτές τις περιπτώσεις.

-Ακριβώς και στην ουσία δεν κάνει τίποτα άλλο από το αναπαράγει το οθωμανικό σχήμα εξουσίας το οποίο για εμάς που δεν είμαστε Τούρκοι είναι φρικαλέο, αν και ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα και με μια βλακώδη ξετσιπωσιά εμφανίζεται ως το ιδανικό πολιτειακό σχήμα κάτω από το οποίο ζούσαν αγαπημένες όλες οι εθνότητες. Και ήρθαν αυτοί οι Έλληνες, αχ οι Έλληνες, αυτοί οι αγνώμονες, οι οποίοι παρασύρθηκαν από την Γαλλική επανάσταση, αχ αυτή η γαλλική επανάσταση η οποία έδωσε και στους Εβραίους το δικαίωμα, γιατί ξέρετε διακατέχεται ο Νταβούτογλου από ένα αντισημιτικό πνεύμα, αν διαβάσεις τις σελίδες σου σηκώνεται η τρίχα, μόνο ο Χίτλερ θα μπορούσε να τα γράψει αυτά, όπως το λένε και στην Τουρκία, ότι είναι ο Χίτλερ της Τουρκίας, εθνικοσοσιαλιστής δηλαδή και βλέπουμε ότι ήρθαν οι Έλληνες παρασυρόμενοι από τα αθεϊστικά συνθήματα της γαλλικής επανάστασης και έκαναν το ελληνικό έθνος και έσφαξαν τους καημένους τους μουσουλμάνους και τότε το κακό διαδόθηκε σε όλα τα Βαλκάνια και γι’ αυτό από τότε τα Βαλκάνια δεν έχουν ησυχάσει. Αλλά όταν επανέλθει η οθωμανική τάξη, με την συμβολή όλων των μειονοτήτων, τότε θα αποκατασταθεί η τάξη στον μισό πληθυσμό της γης.

Σας ευχαριστώ πολύ για την ενδελεχή προσέγγιση κ. καθηγητά.

Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/06/blog-post_344.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#ixzz0qbxy0Ds3

-----------------------------

Νίκος Λυγερός, στρατηγικό βάθος και το Τουρκικό δόγμα περί ζωτικού χώρου

Το πλαίσιο του τουρκικού δόγματος . Από την κατανομή του χώρου στον ζωτικό χώρο

Τετάρτη, 09 Ιούνιος 2010 16:56

http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Λυγερός/Αρθρογραφία/2178-Το-πλαίσιο-του-τουρκικού-δόγματος-Από-την-κατανομή-του-χώρου-στον-ζωτικό-χώρο.html

Νίκος Λυγερός

Ήδη στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο: οι παράμετροι της ισχύος και ο στρατηγικός σχεδιασμός του βιβλίου: Το στρατηγικό βάθος, ο Νταβούτογλου επιχειρεί να θέσει το πλαίσιο του τουρκικού δόγματος. Η αρχική αναφορά στους Θουκυδίδη, Clausewitz και Μόργκενθαου, επιδιώκει ένα αντάξιο πλαίσιο για τον Ιμπν Χαλντούν. Δεν προσπαθεί μόνο να ενταχθεί σε ένα χώρο γνωστό στους γεωστρατηγιστές και στους γεωπολιτικούς, αλλά ουσιαστικά να εισβάλλει μέσω των Ιμπν Χαλντούν και Φαραμπί σ’ ένα νέο πεδίο δράσης για την Τουρκία, η οποία με αυτόν τον τρόπο απελευθερώνεται από την επίσημη επιρροή του Κεμάλ και επανέρχεται σε ένα οθωμανικό δόγμα δίχως να έχει δικαιολογηθεί για αυτήν την επιλογή, αφού παρουσιάζει τον εαυτό της ως διάδοχο αυτής της παράδοσης.

Ακόμα κι η αναφορά στον διάλογο περί δικαιοσύνης – ισχύος μεταξύ του Πλάτωνα και του Θρασύμαχου χρησιμοποιείται για να ανοίξει ένα νέο μέτωπο σ’ ένα χώρο, όπου αποφεύγουμε το διαχωρισμό. Η συνέχεια της διαμόρφωσης του πλαισίου του τουρκικού δόγματος γίνεται με την σύγκριση μεταξύ Μακιαβέλι και Κιναλιζαντέ, όσον αφορά στο αξιολογικό επίπεδο αυτή τη φορά. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας προωθεί έμμεσα την ιδέα ότι η Τουρκία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει, αφού υπάρχει σύγκριση  με μεγέθη και σε αυτό το επίπεδο, με διανοούμενους παγκόσμιας εμβέλειας. Αν μείνουμε σε αυτό το συμπέρασμα, τότε θα είμαστε οριστικά θύματα του τεχνάσματος. Στην πραγματικότητα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το ναζιστικό και το φασιστικό καθεστώς λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο, για να εξισωθούν έννοιες διαφορετικού επιπέδου σε πρώτη φάση και σε δεύτερη για να συγκριθούν ασύγκριτα μεγέθη. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε στο πλαίσιο της γνήσιας προπαγάνδας. Με πιο απλά λόγια, τι θα λέγαμε για τους ναζιστές και τους φασίστες, αν διαβάζαμε, όπως έγραφαν, ότι είναι οι διάδοχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι ο Χίτλερ κι ο Μουσολίνι ήταν μεγάλοι διανοούμενοι της θεωρία της ισχύος, ότι ένα βιβλίο σαν το Mein Kampf είναι αξιόλογο, διότι είναι ανάλογο με τον Πρίγκιπα του Μακιαβέλι; Καθώς έχουν καταδικαστεί από την ανθρωπότητα, η επιλογή μας είναι εύκολη. Όταν όμως κάνει το ίδιο ο Υπουργός Εξωτερικών ενός κράτους που δεν έχει αναγνωρίσει καμιά από τις γενοκτονίες που διέπραξε για να καθιερωθεί, αναρωτιόμαστε ακόμα σε πανεπιστημιακό επίπεδο.

 Από την κατανομή του χώρου στον ζωτικό χώρο

Στην παράγραφο 1.1.1, ο Νταβούτογλου γράφει:
« Η κατανομή του γεωγραφικού χώρου ως στοιχείο κυριαρχίας μεταξύ των κρατών κι η εξέλιξη τους σε κανόνα διεθνούς δικαίου αποτέλεσε το θεμέλιο της  έννοιας του σύγχρονου συνόρου.»
Ενώ αυτή η φράση είναι φαινομενικά ουδέτερη, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η προετοιμασία ενός υποβάθρου για την ύπαρξη ενός μετασχηματισμού όσον αφορά την έννοια των συνόρων.
«Τα πεδία των διεθνούς και περιφερειακού χαρακτήρα γεωπολιτικών συγκρούσεων, είναι η αντανάκλαση της διαφορετικότητας μεταξύ, αφενός των πεδίων κυριαρχίας που προβλέπουν οι συνοριακοί προσδιορισμοί και, αφετέρου, των πεδίων εσωτερικής εξάρτησης, που είναι αποτέλεσμα της φυσικής, οικονομικής και πολιτισμικής γεωγραφίας.»

Σε αυτή την φράση το πλαίσιο έχει μετατραπεί σε πεδίο.
«Στο πλαίσιο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία η διάκριση μεταξύ των συνόρων και των γεωπολιτικών ζωνών και γραμμών.»
Σιγά – σιγά μπαίνουμε στο χώρο των φυσικών συνόρων, όπου ο συγγραφέας θα μπορέσει να προωθήσει τα συμφέροντα της Τουρκίας ξεχνώντας, βέβαια, ότι η σημερινή της ύπαρξη οφείλεται στις γενοκτονίες του εικοστού αιώνα.
«Ο αμοιβαίος προσδιορισμός των ορίων των γεωπολιτικών ζωνών τα οποία αποτελούν πεδία, όπου αλληλοσυμπληρώνονται από την άποψη της φυσικής και οικονομικής γεωγραφίας και η μετατροπή τους σε μονάδες αποκομμένες μεταξύ τους φέρουν μαζί τους τον κίνδυνο της αποκορύφωσης ανά πάσα στιγμή των συγκρούσεων κυριαρχίας  κατά μήκους των ζωνών αυτών.»

Εδώ η εφαρμογή της σκέψης του πάνω στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ξεκάθαρη. Ξεχνά βέβαια ότι η έννοια της Αυτοκρατορίας εμπεριέχει διαφορετικές οντότητες που πιέζονται ή και καταπιέζονται, για να ζήσουν «ειρηνικά» μαζί υπό την αιγίδα του ηγέτη.

«Στην πλειονότητα των συνοριακών συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ εθνών – κρατών, τα οποία προέκυψαν κυρίως από το διαμελισμό των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν οι ασυμβατότητες που παρουσιάζονται μεταξύ των «νομικών» συνόρων και των γεωπολιτικών ζωνών.»

Το έδαφος για την έννοια του ζωτικού χώρου είναι πλέον έτοιμο. Δίνει περισσότερο σημασία στην ισχύ παρά στη δικαιοσύνη. Κι όσο αφορά την ιστορία, επιλέγει αυτή που του δίνει το μεγαλύτερο έδαφος παραμερίζοντας συνειδητά διαχρονικά στοιχεία.

------------------------

Συζήτηση στην ΕΤ3 στην εκπομπή Ανιχνεύσεις με Γιανναρά, Σαρρή, Ήφαιστο, Καλεντερίδη

Αναπαρωγή από το "Αντίφωνο"

Ανιχνεύσεις: Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας

Για το βιβλίο του τούρκου υπουργού εξωτερικών: “Το στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας” μιλήσαμε την Τετάρτη 2 Ιουνίου. Το βιβλίο εκδόθηκε στα ελληνικά απο τις εκδόσεις ”Ποιότητα” και οι βασικοί συνετελεστές της έκδοσης  αποτέλεσαν το πάνελ της εκπομπής. Παναγιώτης Ήφαιστος, Χρήστος Γιανναράς, Νεοκλής Σαρρής και Σάββας Καλεντερίδης ήταν οι συνομιλητές μας. Η βασική σύλληψη του βιβλίου αποτελεί το νέο τουρκικό γεωπολιτικό δόγμα του νεοοθωμανισμού για το οποίο γράφηκαν ήδη αρκετά. Θα εξετάσουμε, μεταξύ άλλων, το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο προβάλλει τη σκέψη του ο κ. Νταβούτογλου.

Παναγιώτης Ήφαιστος, Χρήστος Γιανναράς, Νεοκλής Σαρρής και Σάββας Καλεντερίδης είναι οι συνομιλητές μας.

Η βασική σύλληψη του βιβλίου αποτελεί το νέο τουρκικό γεωπολιτικό δόγμα του νεοοθωμανισμού για το οποίο γράφηκαν ήδη αρκετά. Θα εξετάσουμε, μεταξύ άλλων, το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο προβάλλει τη σκέψη του ο κ. Νταβούτογλου.

"κατεβάστε" εδώ το αρχείο ΗΧΟΥ της συζήτησης με δεξί "κλίκ" & save target/link as

Βλ. επίσης

στο Λόμακ http://lomak.blogspot.com/2010/06/2-10.html .

 

Βλ. επίσης

Η εκπομπή στην ΕΤ3, Ανιχνεύσεις : Το Στρατηγικό Βάθος - Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας

Πέμπτη, 03 Ιουνίου 2010

 http://www.enkripto.com/2010/06/blog-post_03.html

Ο Παντελής Σαββίδης, στα πλαίσια της εκπομπής Ανιχνεύσεις της 2.6.10 με θέμα "Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας", αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο του Τούρκου υπουργού εξωτερικών κ. Αχμέτ Νταβούτογλου και συζητά με τους:

Παναγιώτη Ήφαιστο, Χρήστο Γιανναρά, Nεοκλή Σαρρή και Σάββα Καλεντερίδη για το νέο τουρκικό γεωπολιτικό δόγμα του νεοοθωμανισμού.
 

Βλ. επίσης στο http://www.antibaro.gr/node/1641#comments

και βεβαίως στις Ανιχνεύσεις http://www.anixneuseis.gr  στην διεύθυνση http://www.anixneuseis.gr/?p=6354

------------------------------------------------------------------------------------------

6.6.2010. Νταβουτόγλεια Αφυπνιστικά ερεθίσματα

Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος*,
 

Πριν τρία χρόνια πρότεινα για μετάφραση το έργο του Μεχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος. Ο Νταβούτογλου, σήμερα υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, ήταν εξαρχής ο πνευματικός μέντορας του Ερντογάν και ο αρχιτέκτονας, κατά κάποιο τρόπο, της νέο-οθωμανικής κοσμοθεωρίας. Και όμως οι συζητήσεις στην Ελλάδα για την πολιτική των ισλαμιστών κυμαίνονταν από ασάφεια και ανεύθυνες μέχρι φρικτές ανακρίβειες. Κυριολεκτικά κυριάρχησε η ιδέα ότι οι άνευ προϋποθέσεων αισθητικές σχέσεις και η “αγάπη του ’λλου” θα φέρουν την πολυπόθητη, για όλους, ελληνοτουρκική ειρήνη.

Η κυκλοφορία αυτές τις μέρες του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου Το Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας (εκδόσεις Ποιότητα), ανεξαρτήτως των συγκυριακών προβλημάτων της Ελλάδας, αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για αυτοκριτική, στρατηγικό επαναπροσανατολισμό, διπλωματική ανασύνταξη και κυρίως πνευματική αφύπνιση. Τέλος οι εικασίες: Έχουμε πλέον την αυθεντική τουρκική σκέψη, τους αυθεντικούς κοσμοθεωρητικούς προσανατολισμούς του νέο-Οθωμανισμού, τους δεδηλωμένους σκοπούς και την ακολουθητέα στρατηγική εκπλήρωσής τους.

Ας μη φανταστεί κανείς ότι ένας διεθνολόγος, που θέλει να λέει στοιχειωδώς λογικές σκέψεις, θα αρχίσει αφορισμούς κατά του Νταβούτογλου. Ανεξαρτήτως επιφυλάξεων για επιμέρους πραγματολογικές πτυχές, που εμπίπτουν στην σφαίρα των επιστημονικών ελέγχων, ή αξιολογικού χαρακτήρα απόψεις του τούρκου συναδέλφου μου και σήμερα υπουργού Εξωτερικών, κανείς δεν μπορεί παρά να βγάλει το καπέλο μπροστά σε ένα ευρυμαθή στοχαστή υψηλών βαθμίδων. Προσφέρει μια αψεγάδιαστη ανάλυση των διεθνοπολιτικών τάσεων της μεταψυχροπολεμικής εποχής, που μερικοί από εμάς κάναμε αρχές της δεκαετίας του 1990. Προχωρεί επίσης σε μια εξεζητημένη και επεξεργασμένη σύζευξη κοσμοθεωρητικών προσανατολισμών και εφαρμοσμένης στρατηγικής, οι σκοποί της οποίας, αν εκπληρωθούν, θα καταστήσουν την Τουρκία ένα πανίσχυρο εθνοκράτος.

Αποτελεί θέσφατο στη στρατηγική ανάλυση ότι τον αντίπαλο δεν τον εχθρεύεσαι. Αντίθετα βασικοί στόχοι της δικής σου στρατηγικής είναι: α) να τον μάθεις πολύ καλά, μέσα και έξω και σε όλο το βάθος και πλάτος, β) να καλλιεργήσεις τον ορθολογισμό του στην πλάστιγγα κόστους και οφέλους εναλλακτικών του στάσεων και συμπεριφορών, γ) να αποτρέψεις αποτελεσματικά τις απειλές, δ) να διαπραγματευτείς από θέση ισορροπίας και ε) να θέτεις αξιόπιστα απαραβίαστες κόκκινες γραμμές. Ένα φιλειρηνικό κράτος, ακριβώς, είναι πάντοτε έτοιμο για ειρηνική επίλυση των διαφορών με άλλα κράτη σύμφωνα όμως με τις κόκκινες γραμμές που θέτει η διεθνής νομιμότητα.

Αυτά και πολλά άλλα δεν αποτελούν μεγάλη σοφία. Αποτελούν α) στοιχεία της καθημερινής διακρατικής πρακτικής, β) πασίγνωστες και πασίδηλες σωστές εκτιμήσεις για το διεθνές σύστημα και γ) λογικές σκέψεις κάθε ατόμου που δεν εθελοτυφλεί και που σκέφτεται ορθολογιστικά. Στην ημέτερη χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αφού καλλιεργήθηκαν λανθασμένες αντιλήψεις για το διεθνές σύστημα, αφού καλλιεργήθηκε η αλλόκοτη άποψη πως οι βομβαρδισμοί του Κλίντον και του Μπους θα εφάρμοζαν τα… ανθρώπινα δικαιώματα και θα ενοποιούσαν τον πλανήτη και αφού όλα αυτά εμποτίστηκαν με ένα αυτιστικό και ανεδαφικό ακταρμά διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων, η Ελλάδα σπρώχθηκε στον ανορθολογισμό. Πνευματικός ανορθολογισμός, πολιτικός ανορθολογισμός και στρατηγικός ορθολογισμός. Έτσι περίπου ερμηνεύεται το γεγονός ότι επί μια ολόκληρη δεκαετία, ενώ οι κοσμοθεωρητικοί και στρατηγικοί προσανατολισμοί της ομάδας Ερντογάν ήταν σε όλους πασίγνωστοι, εδώ εμείς άλλα ακούαμε.

Και η μεν Τουρκία ανεβαίνει τα σκαλιά της διεθνούς ιεραρχίας ισχύος, η δε Ελλάδα κατηφορίζει προς το τέλμα: “οι κοινωνίες που έχοντας χάσει την αυτοπεποίθησή τους αποδέχθηκαν να γίνουν τα περιφερειακά στοιχεία άλλων κοινωνιών, μετά από μια ψυχολογική κατάρρευση θα μείνουν αντιμέτωπες και με τον κίνδυνο της στρατηγικής τους διάλυσης” (Νταβούτογλου σελ. 832).

Τελειώνω λέγοντας ότι η Ελλάδα μπήκε σε ένα ανορθολογικό κατήφορο διάλυσής της επειδή α) ροκανίστηκε πνευματικά με κάθε τρόπο από ξεπεσμένα θεωρήματα και ιδεολογήματα που εισέρευσαν στη δημόσια ζωή και επειδή β) “δολοφονήθηκε ο χαρακτήρας” της καλής γνώσης του διεθνούς συστήματος. Αφού οι Έλληνες στερήθηκαν ορθολογιστικής ανάλυσης διεθνών σχέσεων ας την μάθουν, τουλάχιστον, από ένα άριστο τούρκο διεθνολόγο. “Είναι και αυτό μια λύση”. Το βιβλίο είναι, τέλος, το εγχειρίδιο της σημερινής τουρκικής διπλωματίας.

* καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς
www.ifestosedu.gr

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-Makthes.gr

Αναδημοσιευμένο:http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/06/blog-post_4016.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#ixzz0qQdmy8g1

 

-----------------------------

                `                                                                                                                                                                             

Ήφαιστος Π. Φιλελεύθερος 30/5/2010 ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ ΚΑΛΕΙ ΧΡΙΣΤΟΦΙΑ: ΑΛΛΑΞΕ ΠΟΡΕΙΑ 180Ο

http://www.philenews.com/digital/

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

Η ανάγνωση του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγικό βάθος» (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα), που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες, καλεί για αλλαγή πορείας 180ο. Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι είτε δεν γνωρίζαμε τι πρεσβεύει η τουρκική πολιτική ηγεσία, κάτι που είναι παντελώς απαράδεκτο, είτε θέλουμε να αυτοκτονήσουμε συλλογικά με το να ενταχθούμε πολιτικά σε έναν κόσμο ισλαμικό που θα μας αφομοιώσει και εξαφανίσει.
Έλληνες και Τούρκοι, επιπλέον, έχουν ένα τουλάχιστον κοινό συμφέρον: Να μη βρεθούν μπερδεμένοι σε έναν ιστορικό γόρδιο δεσμό λόγω παρανοήσεων ως προς το ποιοι είναι οι εκατέρωθεν σκοποί και στόχοι. Πώς λοιπόν έχουν τα πράγματα;
Συνοψίζοντας την ελληνική θέση, θα έλεγα πως κυμαίνεται ως εξής: «Εξ ανάγκης θα συμφωνήσουμε σε ένα κράτος διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας (το προπαγάνδισε εξάλλου και ο Έλληνας πρωθυπουργός ενώπιον του Ερντογάν στην Αθήνα), το οποίο ναι μεν δεν θα στηρίζεται σε οικουμενικές δημοκρατικές αρχές, αλλά οι κοινοί νόμοι θα προκαλέσουν «πατριωτισμό του συντάγματος», φιλίες, συγγένειες και ενδεχομένως κάποιου είδους κοινό έθνος. Εκτός του ότι τα περί «πατριωτισμού του συντάγματος» ποτέ δεν επαληθεύτηκαν στο ιστορικό γίγνεσθαι, οι θεσμοί δεν προηγούνται του έθνους αλλά απορρέουν από αυτό. Το δε έθνος όχι μόνο δεν παράγεται σε δοκιμαστικούς νομικούς σωλήνες ιμπεριαλιστικά κατασκευασμένους, αλλά επιπλέον εδράζεται πάνω σε ανθρωπολογικές προϋποθέσεις μακραίωνα σμιλευμένες. Στην περίπτωση των Ελλήνων πολλές χιλιετίες και στην περίπτωση των Τούρκων πολλούς αιώνες (κατά τον Νταβούτογλου πολλές χιλιάδες χρόνια).
Η επίπλαστη και επισφαλής «κρατική δομή ανάγκης», που επεξεργάζονται τα θηρία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, μας τα παίρνει όλα και δεν μας προσφέρει οτιδήποτε. Αποτελεί, επιπλέον, κακόγουστο αστείο αν ειπωθεί πως θα επιστρέψουμε στις πατρογονικές μας εστίες όταν οι ίδιοι οι ηγέτες μας υποθήκευσαν αυτό το δικαίωμα ποικιλοτρόπως. Το ανανικό κρατίδιο, εξάλλου, θα στερείται εξωτερικής κυριαρχίας, αφού, όπως βλέπουμε, η πολιτική ηγεσία δεν απορρίπτει τις «εγγυήσεις» προγραμματικά.
Αυτή η παρατήρηση μας φέρνει στον Νταβούτογλου. Δεν κρίνω εδώ αν το νέο-οθωμανικό σχέδιο είναι καλό για τους Τούρκους ή τα άλλα κράτη με μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ούτε εκφράζω εκτιμήσεις για τις πιθανότητες επιτυχίας του. Εγώ βλέπω ότι ακόμη και 10% να επιτύχει είναι μεγάλη υπόθεση, ενώ στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στη Θράκη, λόγω δικής μας αδυναμίας, τα τουρκικά σχέδια ήδη φαίνεται πως εκπληρώνουν πολύ περισσότερους σκοπούς απ’ ό,τι οι ίδιοι οι Τούρκοι αρχικά πίστευαν. Η μεγάλη αξία της μελέτης της ακριβούς κοσμοθεωρίας των νεο-οθωμανών και της στρατηγικής τους, όμως, είναι άλλη. Η ανάγνωση του βιβλίου «Στρατηγικό βάθος» θα κάνει και τους βλάκες να καταλάβουν ότι αν οι Κύπριοι στερηθούν της συλλογικής τους ελευθερίας θα βρεθούν μόνοι και εγκαταλελειμμένοι μέσα σε έναν ισλαμικό κόσμο στον οποίο δεν ανήκουν. Θα αντιλαμβανόμουν τους λόγους για τους οποίους ένας Κύπριος Έλληνας χριστιανικών και ορθόδοξων καταβολών θα αποφασίσει να αλλαξοπιστήσει. Τουλάχιστον σε ένα με δύο γενεές οι αλλαξοπιστήσαντες ενδέχεται να έχουν μέλλον μέσα σε ένα σφικτό μουσουλμανικό κόσμο. Δεν κατανοώ όμως γιατί όλοι οι άλλοι θέλουν να αυτοκτονήσουν πολιτικά και πολιτισμικά. Μήπως δεν ξέρουν τι σημαίνει να μην είσαι ελεύθερος; Δεν γνωρίζουν ότι η ελευθερία ενός οποιουδήποτε ανθρώπου στις διεθνείς σχέσεις διασφαλίζεται από την εθνική ανεξαρτησία του κράτους του;
Δεν προσποιούμαι ότι ξέρω τη λύση του κυπριακού ζητήματος. Λέω απλώς αυτό που θεωρώ ότι είναι παντελώς παράλογο. Παντελώς παράλογο είναι να προσφέρεις στο πιάτο την εθνική σου ανεξαρτησία χωρίς να πάρεις οτιδήποτε. Παράλογο είναι επίσης να ζεις μέσα σε ένα κράτος που είναι δημοκρατικό και λειτουργεί και να δεχθείς να το καταργήσεις για να εισέλθεις σε μια τροχιά αβεβαιότητας, υποτέλειας και αναξιοπρέπειας. Οτιδήποτε υπάρχει στο τραπέζι δεν μας δίνει οτιδήποτε, ενώ μας σκλαβώνει τελεσίδικα και παντοτινά. Λογικό είναι να διασωθούν τα στοιχειώδη και ουσιώδη, να διαφυλάξουμε ό,τι έχουμε, να προτάξουμε τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα και να διατηρήσουμε στον ορίζοντα λίγες έστω ελπίδες για ένα βιώσιμο κράτος μελλοντικά.
Τα λέω όλα αυτά γιατί νομίζω πως φτάσαμε στο χείλος του κρημνού. Διάβασα τη δήλωση του κ. Αναστασιάδη όταν είπε ότι «πρέπει να διασκεδαστούν οι υπαρκτές ανησυχίες του κόσμου. Ένα λιγότερο συγκεντρωτικό κεντρικό κράτος μπορεί να ικανοποιήσει και αυτούς που δεν θέλουν ή φοβούνται ένα κοινό κράτος με τους Τουρκοκύπριους. Και σκέφτηκα: Κάποιοι πλέον δεν μπαίνουν καν στον κόπο να στηρίξουν ένα προσχηματικό ανανικά «ενωμένο κράτος». Δέχονται τα τετελεσμένα της εισβολής, της κατοχής και του εποικισμού, ενώ μας σπρώχνουν σε ένα παρά φύση γάμο με την Τουρκία χωρίς δυνατότητα καν διαζυγίου.
Ας διαβάσουν όλοι το «Στρατηγικό βάθος» του Νταβούτογλου για να καταλάβουν τι λέει για την Κύπρο και σε ποιο πλαίσιο το εντάσσει. Ας το διαβάσει προσεκτικά και ο κ. Χριστόφιας και όσοι άλλοι απελπισμένοι και ανυπόμονοι φαίνεται να έχουν αποφασίσει να κάνουν ένα μεγάλο άλμα στο κενό, συμπαρασύροντας μαζί τους την κυπριακή κοινωνία.
*Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών

---------------------------------------------

Χρήστος Ιακώβου, Πολίτης 30/5/2010 Νεοοθωμανικός ηγεμονισμός με στρατηγικό βάθος

 

http://www.politis.com.cy/cgibin/hweb?-A=948923&-V=columns
 

 

Χρήστος Ιακώβου

Την ερχόμενη Πέμπτη, 3 Ιουνίου, το Κυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥΚΕΜ) παρουσιάζει στη Λευκωσία την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Τούρκου πανεπιστημιακού και νυν υπουργού εξωτερικών, Αχμέντ Νταβούντογλου: «Στρατηγικό Βάθος: Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας» (Stratejik Derinlik: Turkiye΄nin Uluslararas Konumu. Η ελληνική έκδοση προσφέρεται για προβληματισμό και επιστημονικό διάλογο σχετικά με τους προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας υπό τους ισλαμιστές.
Με το διορισμό του καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου, πριν από ένα χρόνο, στη θέση του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας αναπτύχθηκε μία εκτεταμένη αρθρογραφία, τόσο στον αθηναϊκό όσο και στον κυπριακό Τύπο γύρω από την πάγια γεωπολιτική του θεώρηση για τη θέση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή. Κάποιοι αγκιστρώθηκαν στην άποψή του για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» απολυτοποιώντας τη γενικότερη προσέγγισή του για τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Όπως αποδεικνύεται μέσα από το βιβλίο πρόκειται για αποσπασματική και παραπλανητική ερμηνεία των απόψεων Νταβούτογλου.
Ως επιστήμονας, ο Νταβούτογλου είναι πολύ καλός γνώστης και χειριστής του θεωρητικού μοντέλου γεωπολιτικής ανάλυσης του Χάλφορντ Μάκιντερ (1861-1947) δηλαδή της αγγλοσαξωνικής γεωπολιτικής σχολής, προσαρμόζοντάς την στον μείζονα στρατηγικό στόχο της τουρκικής υψηλής στρατηγικής που είναι η επιδίωξη του καλύτερου δυνατού γεωπολιτικού ρόλου για την Τουρκία στον 21ο αιώνα. Ο Νταβούτογλου επιχειρεί να κάνει την κλασική γεωπολιτική σύζευξη. Από τη μία περιγράφει το γεωγραφικό πλεονέκτημα του «στρατηγικού βάθους» της τουρκικής θέσης στο διεθνές σύστημα και από την άλλη προσπαθεί να εξηγήσει ποιοι θα πρέπει να είναι οι πολιτικοί στόχοι της Τουρκίας που υπαγορεύονται από τη γεωγραφία, δηλαδή η εξισορρόπηση της ένταξης της χώρας στους δυτικούς θεσμούς με την άσκηση κεντρικού και ηγετικού ρόλου στον μουσουλμανικό κόσμο.
Ο Νταβούτογλου τεκμηριώνει την άποψή του ως εξής: Η Τουρκία δεν είναι περιφέρεια αλλά γεωπολιτικό κέντρο. Κατέχει κεντρική θέση μεταξύ Ευρώπης - Ασίας - Αφρικής με αστείρευτο γεωγραφικό βάθος το οποίο εκτείνεται σε τρεις επάλληλες γεωγραφικές ζώνες: την εγγύς χερσαία λεκάνη (Βαλκάνια, Καύκασος, Μέση Ανατολή), την εγγύς θαλάσσια λεκάνη (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειο, Κασπία, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος) και την εγγύς ηπειρωτική λεκάνη (Ευρώπη, Β. Αφρική, Κεντρική και Ανατολική Ασία. Επίσης, κατά τον Νταβούτογλου, το οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας τής παρέχει πρόσθετο ιστορικό βάθος.
Αυτό που ουσιαστικά εισηγείται ο Νταβούτογλου είναι ότι η Τουρκία έχει το γεωπολιτικό πλεονέκτημα να μετατραπεί σε πανίσχυρο ενδοσυστημικό πόλο ισχύος του ευρω-ασιατικού συστήματος ασφαλείας. Αυτό θα της επιτρέψει να αναδυθεί, με πλανητικούς όρους, σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας.
Ιστορικά οι χώρες που διεκδίκησαν στρατηγικό βάθος πολύ πέραν των συνόρων τους, χωρίς να διαθέτουν και το ανάλογο πολιτικοδιπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό εκτόπισμα διολίσθησαν στο σφάλμα της στρατηγικής υπερεξάπλωσης και τα οράματά τους για «νέους ρόλους» συνετρίβησαν στα ερείπια των υπερβολικών φιλοδοξιών τους. Γι΄ αυτό και τους ευσεβείς πόθους, έστω και αν είναι στρατηγικοί στόχοι, δεν πρέπει στη στρατηγική ανάλυση να τους εκλαμβάνει κανείς ως τετελεσμένο γεγονός.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, όταν ο Νταβούτογλου μιλά για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» δεν αναφέρεται στην Κύπρο γιατί σύμφωνα με την ανάλυσή του, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει ενσωματωμένη στο σύστημα ασφαλείας που επέβαλε η Τουρκία από το 1974. Αυτό υπηρετεί πλήρως τον κεντρικό ρόλο που οραματίζεται για τη χώρα του στην ευρασιατική σκακιέρα ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών. Πιο συγκεκριμένα, στο υποκεφάλαιο «Ο στρατηγικός γόρδιος δεσμός της Τουρκίας: Η Κύπρος», ο Νταβούτογλου αναλύει τη γεωπολιτική θέση του νησιού ως εξής: «Η Κύπρος διαθέτει κεντρική θέση μέσα στην παγκόσμια ήπειρο αφού βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Μαζί με την Κρήτη ευρίσκεται σε μία γραμμή πάνω στην οποία διασταυρώνονται οι θαλάσσιες οδοί. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν Ευρώπη και Ασία, και της Διώρυγας του Σουέζ, που χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ ταυτοχρόνως έχει τη θέση μίας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του 'Αντεν και του Χορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας-Αφρικής». Καταλήγοντας ο Νταβούτογλου υποστηρίζει: «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».
Ολοκληρώνοντας τη γεωπολιτική ανάλυσή του για την Κύπρο, ο Νταβούτογλου συμπυκνώνει την τουρκική στρατηγική ως ακολούθως: «Την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μ. Ανατολή, την Α. Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ΄ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις επηρεάζει όλες άμεσα. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής κυπριακής πολιτικής με στόχο τη διαφύλαξη του σημερινού στάτους κβο, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μίας επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρακτήρα».

www.geopolitics-gr.blogspot.com

 

---------------------------------------------------------------

 30/05/2010 | Με τον Παναγιώτη Ηφαιστο Η «Νταβουτόγλεια» διεθνολογία

http://www.sigmalive.com/simerini/analiseis/other/270730

Πριν από δύο χρόνια πρότεινα να μεταφραστεί στα ελληνικά το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγικό βάθος» (Εκδόσεις Ποιότητα, www.piotita.gr ). Πολλοί άλλοι διεθνολόγοι ενθάρρυναν αυτήν την πρωτοβουλία. Στη στρατηγική ανάλυση αποτελεί θέσφατο και κοινό τόπο ότι η ακριβής γνώση αντιπάλων και συμμάχων είναι αναγκαία προϋπόθεση ανάπτυξης μιας ορθολογιστικής διπλωματίας και μιας ορθολογιστικής υψηλής εθνικής στρατηγικής. Κρίθηκε αναγκαίο, εξάλλου, να εξορθολογιστεί ο ελληνικός επιστημονικός και δημόσιος διάλογος με τη δημοσίευση των αυθεντικών θέσεων και του κοσμοθεωρητικού υπόβαθρου της τουρκικής εθνικής στρατηγικής της τελευταίας δεκαετίας.

Μετά το Μάιο του 2009, ο Αχμέτ Νταβούτογλου τοποθετήθηκε επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας. Ακολούθησαν χιλιάδες σχόλια, που συχνά στηρίζονταν σε αποσπασματικές αναφορές στο «Στρατηγικό βάθος». Έχοντας ήδη μελετήσει το βιβλίο, με έκπληξη διαπίστωσα ότι το «Στρατηγικό βάθος» δεν προσφέρει μόνο την κοσμοθεωρία του νεο-Οθωμανισμού, αλλά ότι αποτελεί, επίσης, είδος εγχειριδίου των σημερινών τουρκικών τακτικών και διπλωματικών αποφάσεων της ’γκυρας.

Ιδιοφυής και ριψοκίνδυνη

Πέραν πάσης αμφιβολίας, η πολιτικοστοχαστική σύλληψη του Νταβούτογλου είναι τόσο ιδιοφυής όσο είναι και ριψοκίνδυνη. Μέσα σ’ έναν απέραντο γεωπολιτικό χώρο ετερογενών και ανομοιογενών κοινωνικών οντοτήτων, που εκτείνεται από την ’πω Ανατολή μέχρι την Ευρώπη, οι Τούρκοι αναζητούν τα νήματα κοσμοσυστημικών συγκλίσεων μεταξύ των ισλαμικών κοινωνιών, των οποίων το κομβικό σημείο και ο ηγετικός δρων μπορεί να είναι, υποστηρίζει ο Νταβούτογλου, το τουρκικό εθνοκράτος. Κανείς πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι ισλαμικές κοινωνίες δεν έχουν άγνωστες καταβολές. Ανατολικά του Αιγαίου βρίσκονται έθνη μακραίωνης διαδρομής, που αποτέλεσαν τη Βυζαντινή Οικουμένη και που στη συνέχεια τέθηκαν υπό την ηγεμονία των Οθωμανών, και πολλά εξ αυτών εξισλαμίστηκαν. Πολιτικά, ανθρωπολογικά, θρησκευτικά και οικονομικά ο απέραντος αυτός χώρος δεν είναι επίπεδος και ευθύγραμμος. Αντίθετα, ίσως είναι ο πλέον πολύπλοκος και δυναμικός χώρος του πλανήτη.

Αυτό δεν φαίνεται να διαφεύγει του Νταβούτογλου, ο οποίος δείχνει να είναι ένας βαθύς γνώστης των μακροϊστορικών τάσεων και συμπεριφορών. Εντούτοις, επειδή το «Στρατηγικό βάθος» δεν είναι μόνο ένα επιστημονικό βιβλίο αλλά και ένα βιβλίο εφαρμοσμένης στρατηγικής, ο Νταβούτογλου χρησιμοποιεί όλη του την τέχνη για να επισκιάσει τα στοχαστικά άλματα που εκλογικεύουν τις ιστορικές πολιτικές και θρησκευτικές διαφορές. Αντιπαραθέτει, εξάλλου, τον κόσμο του Ισλάμ με τους αποικιοκράτες -κάτι που κατά τα άλλα είναι σωστό-, τη στιγμή που έξυπνα υποβαθμίζει ή αποσιωπά τον εξίσου δεσποτικό χαρακτήρα των Οθωμανών. Αυτό τον βοηθά στο να αναδείξει το τουρκικό εθνοκράτος ως την αιχμή του δόρατος ενός περίπου αγαθοεργού νεο-Οθωμανικού κοσμοσυστήματος.

Οικειοποιείται τους πάντες και τα πάντα

Πάντως, τίποτα δεν πετάει από τη διαδρομή του κόσμου από τα αρχαία χρόνια μέχρι και την μεταψυχροπολεμική εποχή. Αντίθετα, οικειοποιείται τους πάντες και τα πάντα. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, άλλοτε μιλώντας αληθινά, άλλοτε εκλογικεύοντας με ριψοκίνδυνα πολιτικοστοχαστικά άλματα και άλλοτε προσδιορίζοντας το στίγμα των επερχόμενων μεγάλων μετασχηματισμών μέσα στον απέραντο μετα-αποικιακό κόσμο που εκτείνεται από τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια μέχρι την Κίνα, επιχειρεί να ενώσει όσα νήματα μπορεί για να καταστήσει το τουρκικό εθνοκράτος τον άξονα των εξελίξεων στο ιστορικό βάθος του 21ου αιώνα. Πόσο και πώς αυτά αφορούν τους νεοέλληνες; Δεν μπορώ να εξαντλήσω σε μερικές γραμμές ένα πυκνό και περιεκτικό κείμενο. Συντομογραφικά παρατηρώ ότι επειδή οι νεοέλληνες δεν είναι ισλαμιστές υπό το πρίσμα της Νταβουτόγλειας κοσμοθεωρίας, η θέση τους είναι προδιαγεγραμμένη. Όπως το θέτει, «η Τουρκία πλέον είναι υποχρεωμένη να ανα­βαθμιστεί, ώστε, ανερχόμενη σε υψηλότερη κλίμακα, να θεωρήσει τις σχέσεις της με αυτές τις χώρες (στην περίμετρο της Τουρκίας) ως υποδεέστερα στοιχεία με την άσκηση έναντι αυτών πολιτικών αφ’ υψηλού».

Η τελευταία ευκαιρία αφύπνισης

ΕΞΑΛΛΟΥ, στον αντίποδα των κυρίαρχων νομικίστικων ελληνικών αντιλήψεων, η Νταβουτόγλεια διεθνολογία κατανοεί τη διαλεκτική σχέση ισχύος και υπερίσχυσης του ισχυρότερου στις νομικές συζητήσεις. Έχει, τονίζω, ακριβέστατη αντίληψη των πολιτικών όψεων του διεθνούς δικαίου και της διαφοράς μεταξύ πολιτικής κυριαρχίας και ρευστών ιστορικών υποθέσεων που σχετίζονται με το ιστορικά ρευστό ανθρωπολογικό περιβάλλον της περιφέρειάς μας. Υπό το πρίσμα μιας καθαρά γεωπολιτικής αντίληψης των πραγμάτων αναζητά ερείσματα στα Βαλκάνια, το Αιγαίο και την Κύπρο, όπου υπάρχουν «ισλαμικά κατάλοιπα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», με το να εντάσσει τα «Οθωμανικά κατάλοιπα» σε μια περιφερειακή και κοσμοσυστημική στρατηγική δομή, που θα αποτελεί το όχημα της Τουρκίας ν' ανέβει ταχύρρυθμα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας ισχύος.

Καλά κάνουν όσοι ενδιαφέρονται να σκέφτονται σοβαρά για τα ελληνοτουρκικά, να μελετήσουν κάθε γραμμή του «Στρατηγικού βάθους». Θα καταλάβουν ότι αν εκπληρωθούν οι κοσμοθεωρίες και τα στρατηγικά σχέδια της Τουρκίας, ενώ εμείς πνευματικά, οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά θα συνεχίσουμε να κατηφορίζουμε προς το τέλμα, το νεοελληνικό κράτος και η ήδη παραπαίουσα Κυπριακή Δημοκρατία εκπνέουν διά παντός. Το εκδοτικό αυτό γεγονός προσφέρει ίσως την τελευταία ευκαιρία αφύπνισης, πνευματικής ανόρθωσης και στρατηγικής ανασύνταξης.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ

Καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών,

Πανεπιστήμιο Πειραιώς
www.ifestosedu.gr

 

-------------------------------------

Το Νταβουτόγλειο αίνιγμα περί στρατηγικού βάθους. "Έθνος" 16.5.2919

 

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11378&subid=2&pubid=12108957

 

Οι τουρκικές προκλήσεις διά χειρός Αχμέτ Νταβούτογλου

Το... στρατηγικό βάθος της γείτονος όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ, Καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

 

Η κυκλοφορία του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος (Εκδόσεις Ποιότητα 2010) είναι ένα μοναδικό πολιτικοστοχαστικό γεγονός. Αν λάβουμε υπόψη και τα συντρέχοντα οικονομικά προβλήματα, προσφέρεται για μια αφύπνιση και ριζοσπαστική ανασύνταξη των πνευματικών, πολιτικών και διπλωματικών επιλογών των Eλλήνων.

 

 Η ελληνική πολιτική σκέψη των δύο τελευταίων δεκαετιών έχει υποστεί πολλές στρεβλώσεις. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κυριάρχησαν απίστευτα λανθασμένες αντιλήψεις για την πολιτική Ερντογάν, του οποίου διπλωματικός μέντορας εξ αρχής ήταν ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Τα πάντα ισοπεδώθηκαν και όλα υποβιβάστηκαν σε απλουστευτικές και ευθύγραμμες υποθέσεις για το μέλλον των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας. Το μέσον ήταν παρωχημένες φιλελεύθερες προπαγανδιστικές θέσεις που υποβλήθηκαν μέσα από χιλιάδες κείμενα στην ελληνική κοινωνία: «δημοκρατίες που δήθεν δεν πολεμούν», «εξευρωπαϊσμούς που δήθεν θα εξημέρωναν τους Τούρκους», «φιλίες και οικονομική αλληλεξάρτηση που δήθεν θα φέρουν την ειρήνη» και «λαοί που δήθεν τίποτα δεν τους χωρίζει». Κλασικές συνταγές όλα αυτά που μεθοδευμένα οδηγούν τον αδύναμο-αμυνόμενο είτε σε πόλεμο είτε σε εθελούσια συρρίκνωση.

 

Όποιος διαβάσει το Στρατηγικό βάθος, θα καταλάβει δύο κύριες πτυχές της συγκαιρινής τουρκικής στρατηγικής. Πρώτον, ότι η κοσμοθεωρία και ο στρατηγικός σχεδιασμός των Τούρκων ηγετών όχι μόνο δεν είναι αβάσιμος, αλλά επιπλέον έχει πιάσει τον σφυγμό των διεθνών εξελίξεων.

Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο παλιός μοντερνιστικός κόσμος παρακμάζει και ότι ο κόσμος των εθνών γεννιέται. Δεύτερον, ότι η εκπλήρωση των σκοπών της νεο-οθωμανικής στρατηγικής και κοσμοθεωρίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για λόγους που αφορούν την εσωτερική πολιτική ζωή, το κουρδικό και αστάθμητους διεθνοπολιτικούς παράγοντες, είναι μια ριψοκίνδυνη σχοινοβασία.

Δύσβατος, λοιπόν, ο δρόμος των Νεο-οθωμανών, αλλά ο τροχός των ιστορικών εξελίξεων έχει πολλά γυρίσματα, πολλά απρόσμενα και απρόβλεπτα.

Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική Νταβούτογλου είναι ένα μεγάλο τουρκικό στοίχημα. Επιχειρεί να αντλήσει δυνάμεις, ενώνοντας πολλά ταυτόχρονα νήματα.

Η θεμελιώδης προσέγγιση αφορά την πνευματική ανασύνταξη που θα προσαρμόσει την τουρκική πολιτεία στον κυρίαρχο ισλαμικό χαρακτήρα του κοινωνικού της υπόβαθρου.

 

Το πλεονέκτημα του '74
Το ανθρωπολογικό ζήτημα, στη συνέχεια, επιχειρεί να το αναγάγει σε κοσμοσυστημικό έρεισμα με το να ενώσει τα νήματα όλων των συγγενειών σε όλο το ιστορικό και γεωγραφικό βάθος. Ανατολικά και δυτικά της Τουρκίας. Ανατολικά επιχειρεί, βασικά, να σταθεροποιήσει ένα πλέγμα συμμαχιών με το πλέγμα κοινωνιών και κρατών που μέχρι πρότινος βρίσκονταν κάτω από τον δυτικό αποικιοκρατικό ζυγό και που σήμερα αναζητούν κοσμοθεωρητικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς.

Στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο απερίφραστα περιγράφει τον τρόπο που τα «κατάλοιπα των Οθωμανών» στις διάφορες χώρες θα αποτελέσουν την αφορμή για ριζικές ανακατατάξεις που τίποτα δεν αποκλείουν. Ενώ φιλοσοφικά «κλαίει και οδύρεται» για τα λάθη του παρελθόντος που περιόρισαν την Τουρκία στο Αιγαίο, προσδιορίζει συγκεκριμένες μεθοδεύσεις επικυριαρχίας και εκτοπισμού της Ελλάδας. Σε αυτές συμπεριλαμβάνει και τον οικονομικό τομέα.

Στην Κύπρο, βασικά, λέει ότι με όχημα το πλεονέκτημα του 1974 πρέπει να την ελέγξει πλήρως. Είναι ρητός και σαφής: Οπως το θέτει ο Τούρκος ΥΠΕΞ, η Κύπρος «είναι μια σταθερή βάση και αεροπλανοφόρο που είναι σε θέση να ελέγχει τις περιοχές του Περσικού κόλπου και της Κασπίας και τις υδάτινες αρτηρίες του Αντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν Ευρασία και Αφρική». Γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά, προσθέτει, «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.

Τώρα τι λέει να κάνουν οι Τούρκοι κατά όποιου επιχειρεί να ανατρέψει τη στρατηγική ανάδειξης της Τουρκίας σε υπερδύναμη; Ελεος, δεν υπάρχει: «Η Τουρκία πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς».

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ, Καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

 

 Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το στρατηγικό βάθος»

 

Για το Αιγαίο
Φτάσαμε στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων!

Ο ζωτικός χώρος και το Αιγαίο. Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου.

Οι τουρκικές προκλήσεις διά χειρός Αχμέτ Νταβούτογλου  (...) Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει επικυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και ο εξοπλισμός των νησιών. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας.

...Στην περίπτωση που ισχύσει η εφαρμογή των 12 ν.μ., η Τουρκία στην πράξη δεν θα έχει πρόσβαση στο Αιγαίο χωρίς την άδεια της Ελλάδας. Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το ποσοστό της ανοικτής θάλασσας θα υποχωρήσει στο 26% του Αιγαίου, η κυριαρχία της Ελλάδας θα ανέλθει στο 63,9%, το Αιγαίο θα γίνει μία κλειστή θάλασσα της Ελλάδας και το ποσοστό της Τουρκίας θα κυμαίνεται γύρω στο 10%.

 

Ο ρόλος της οικονομίας
Στην περίπτωση που η ελληνική θέση αποκτήσει ισχύ, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία στρατηγική πολιορκία, αλλά θα επηρεαστεί απευθείας και στις οικονομικές της δραστηριότητες.

...Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μία επεκτατική πολιτική. Και το σημαντικότερο μέσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι η απόκτηση από μέρους της Τουρκίας ενός ισχυρού εμπορικού στόλου που θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί με πιο δραστήριο τρόπο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. Η υπεροχή της Ελλάδας σε αυτό το θέμα πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές.

...Η προσέγγιση του ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται ωσάν να πρόκειται για μία οποιαδήποτε τυχαία βραχονησίδα. Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλείψεων, έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο.

Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες που ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος.

 

Για την Κύπρο
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης δεν θα μέναμε ποτέ αδιάφοροι

Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μια χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, που κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς και αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Η πολιτική επί του Κυπριακού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, σύμφωνο προς το ήδη διαμορφωμένο νέο (διεθνές) στρατηγικό πλαίσιο.

Η σημασία του Κυπριακού από την οπτική της Τουρκίας μπορεί να μελετηθεί κατά βάση σε δύο κύριους άξονες.

Ο πρώτος προκύπτει από την ιστορική ευθύνη της Τουρκίας για την εμπέδωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας της νήσου και είναι ένας άξονας που έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Με τη μείωση των εδαφών του Οθωμανικού κράτους, πάντα μία από τις βασικές παραμέτρους της οθωμανοτουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε η ασφάλεια και η συνέχεια των μουσουλμανικών στοιχείων που παρέμειναν στα εγκαταλειφθέντα εδάφη.

Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κύματος που θα ξεκινήσει από μία περιοχή λόγω ανικανότητας ή αδυναμίας της Τουρκίας και θα επεκταθεί σε άλλες καθιστά αναγκαία μια κατάσταση γενικότερης επιφυλακής και επαγρύπνησης.

Μια ενδεχόμενη αδυναμία, που θα μπορούσε να ανακύψει αναφορικά προς την ασφάλεια και την προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, εμπεριέχει τον κίνδυνο να εξαπλωθεί κατά κΣτην Τουρκία την τελευταία δεκαετία λαμβάνει χώρα μια ριζοσπαστική πνευματική και πολιτική ανασύνταξη, σχεδιασμένη να εκτοξεύσει το τουρκικό εθνοκράτος στο υψηλότερο σκαλί των ιεραρχιών ισχύος. Και τούματα στη Δυτική Θράκη και στη Βουλγαρία - και ακόμη και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Βοσνία.

 

Ο ζωτικός χώρος
Γι’ αυτόν τον λόγο η προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητας αλλά και από την άποψη του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων, οι οποίες συνιστούν οθωμανικά κατάλοιπα.

Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθαυτός είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.

Οπως τα Δωδεκάνησα, όπου δεν υπάρχει πλέον ένας επαρκής τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ, παρόλο που δεν έχουν καμία πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής, ενδιαφέρονται άμεσα γι’ αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα.

 

Για τα Δωδεκάνησα
Σφάλαμε και τα χάσαμε

Το 1944 οι Γερμανοί, που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα, πρότειναν στην τουρκική κυβέρνηση την κατάληψή τους.

Το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση της εποχής, προτιμώντας να λάβει τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας, τήρησε στο θέμα των νησιών εξαιτίας της αγγλικής άρνησης μία αδιάφορη στάση συνιστά τον σημαντικότερο κρίκο στην αλυσίδα παραλείψεων που στέρησε από την Τουρκία την έξοδό της στο Αιγαίο.

Αργότερα, στις συνομιλίες μεταξύ των Ιταλών και των συμμάχων που διεξήχθησαν στο Παρίσι το 1946, η κυβέρνηση, αποφασίζοντας ότι η χώρα δεν είχε δικαίωμα να λάβει μερίδιο από τη λεία του πολέμου (sic), διότι έμεινε εκτός από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέδραμε ολοφάνερα στην παράδοση των νησιών αυτών στην Ελλάδα.

... Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου, που στενεύουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο της (sic), και ο λόγος είναι τα ασυγχώρητα λάθη που έγιναν ως συνέπεια της ανυπαρξίας μίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής.

Η κρίση των Ιμίων, που έφερε στο προσκήνιο το θέμα της ελληνικής κυριαρχίας ακόμη και επί των βραχονησίδων που βρίσκονται μπροστά στα παράλιά μας, είναι το πικρό τιμολόγιο των συσσωρευμένων σφαλμάτων που έχουν διαπραχθεί.

 

Εκμετάλλευση μειονοτήτων
Δημιουργία άξονα Αλβανίας με Βοσνία

Η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες. Σήμερα φαίνεται με ξεκάθαρο τρόπο το λάθος της πολιτικής εκκένωσης των Βαλκανίων με τη μετανάστευση αυτών των κοινοτήτων (στην Τουρκία), που κατά το παρελθόν θεωρήθηκαν ως άχθος της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαίνεται να διαθέτει σημαντικές δυνατότητες που της παρέχει η ιστορική συσσώρευση εμπειρίας, βασιζόμενη στην οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια. Πρωτίστως, στις δύο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μία συμμαχία. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας.

Οι δύο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η απόκτηση από την Τουρκία ενός τέτοιου δικαιώματος στα Βαλκάνια μπορεί να γίνει εφικτή, μόνο αν η χώρα υιοθετήσει μία δραστήρια και δυναμική βαλκανική πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη συνεχώς τους πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Στην αντίθετη περίπτωση η Τουρκία όχι μόνο θα χάσει την επιρροή που ασκεί στα Βαλκάνια έναντι της Ελλάδας, η οποία μέσω του Πατριαρχείου του Φαναρίου (sic) που με τη μικρή ρωμαίικη (sic) μειονότητα επιδιώκει να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα, και της Ρωσίας, η οποία επιχειρεί να ασκήσει επιρροή στους ορθόδοξους Σλάβους στην περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου, αλλά θα μείνει και δίχως στήριγμα εν όψει ελληνικών και ρωσικών διεκδικήσεων στα Στενά.

---------------------------------------

Ο τύπος των ήλων,  ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ, http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=17/05/2010&id=163070, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Η επέλαση της γείτονος

Δεν κατέστη γνωστό αν ο ευφυής Αχμέτ Νταβούτογλου χάρισε στον ομόλογο του κ. Δρούτσα, καθώς και στον Ελληνα πρωθυπουργό, το βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος». Θα ήταν μια εκδήλωση αβρού χιούμορ εκ μέρους του... Ομως το σημαντικό αυτό βιβλίο κυκλοφορεί εντός των ημερών και στα ελληνικά. Ετσι, ο κ. Παπανδρέου και οι συν αυτώ θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν το περιεχόμενό του.

Φέρ' ειπείν, η ελληνική πλευρά θα μάθαινε ότι «το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου (...) Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μια επεκτατική πολιτική. (...) Κάθε συμβιβασμός που θα γίνει, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες οι οποίες ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ' επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος»... Λέει κι άλλα ο κ. Νταβούτογλου. Για την Κύπρο: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα»... Αναφερόμενος στα Βαλκάνια και στις μειονότητες σημειώνει: «Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαίνεται να διαθέτει σημαντικές δυνατότητες που της παρέχει η ιστορική συσσώρευση εμπειρίας, βασιζόμενη στην οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια. (...) Οι δύο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας, και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής» (Τα παραθέματα, από το «Εθνος») *** Λίγες ώρες πριν φτάσει στην Αθήνα η αντιπροσωπεία της γείτονος, η Τουρκία υπέγραψε με τη Ρωσία μια σημαντική συμφωνία, βάσει της οποίας θα κατασκευαστεί πυρηνικός σταθμός στο Ακούγιου! Η εξαιρετικά επίφοβη αυτή εξέλιξη ουδόλως απασχόλησε τον ευαίσθητο για το περιβάλλον Ελληνα πρωθυπουργό. Παραδόξως, ούτε οι «Πράσινοι» ενδιαφέρθηκαν ούτε ο «ΣΥΡΙΖΑ», χώροι γνωστοί για την οικολογική ευαισθησία τους.

 

---------------------------------------

Τετάρτη, 19 Μαΐου 2010 http://geopolitics-gr.blogspot.com/2010/05/blog-post_185.html

Ασφάλεια και Γεωπολιτική

http://3.bp.blogspot.com/_xibsVk41wg0/S_V-sqV5qZI/AAAAAAAACwk/BrB2tYuZBA0/s320/stratejik-derinlik-ahmet-davuto%C4%9Flu.jpg


Τουρκικοί στρατηγικοί στόχοι στην Κύπρο
από τον Νιχάτ Ερίμ στον Αχμέντ Νταβούντογλου
Χρήστος Ιακώβου Πανεπιστημιακός
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)


Τα κράτη μέλη του διεθνούς συστήματος έχουν ορισμένους στρατηγικούς στόχους, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι μακροχρόνιοι ή βραχυπρόθεσμοι, έχουν συνοχή ή είναι αντιφατικοί. Με αυτό τον τρόπο, το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον μίας χώρας δημιουργεί διάφορες απαιτήσεις και είναι η πηγή προκλήσεων και ευκαιριών για την πραγματοποίηση των στόχων και των επιδιώξεων του κράτους. Η στρατηγική της προσαρμογής, που επιλέγει ένα κράτος, αποτελεί την απόδειξη για το πως οι εθνικές δομές εξουσίας προσαρμόζονται στην αλληλεξάρτηση του εθνικού και διεθνούς συστήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη λειτουργούν ως προσαρμοζόμενες οντότητες που προσπαθούν με την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και με την πολιτική ασφάλειας που διαμορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δομές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεμπτουσία για την διαμόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονομάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy). Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχημένους στόχους λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυμητή θέση μίας χώρας με σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναμικό και τους πόρους του κράτους προκειμένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους, α) σταθερότητα, β) ευημερία και γ) ασφάλεια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.

Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την διαμόρφωση της υψηλής στρατηγικής είναι η γεωπολιτική, δηλαδή η ερμηνεία και ανάλυση της αλληλεξάρτησης μεταξύ του γεωγραφικού χώρου και των πολιτικών επιλογών που κάνει ένα κράτος προκειμένου να αξιοποιήσει και να αυξήσει την στρατιωτική, την οικονομική και τη διπλωματική του ισχύ. Επομένως, η γεωπολιτική ανάλυση λαμβάνει υπόψιν την ύπαρξη διεθνών ανταγωνισμών σε σχέση με τον στρατηγικό σχεδιασμό σε διάφορους τομείς όπως της στρατιωτικής ισχύος (γεωστρατηγική), της οικονομίας (γεωοικονομίας), του φυσικού περιβάλλοντος, των δημογραφικών τάσεων, κτλ.

Ακολούθως θα αναλύσουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ γεωπολιτικής και επιλογών της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι σήμερα.

 

Οι εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ*
Το 1956, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ατνάν Μεντερές αποφάσισε να αναθέσει στον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, Νιχάτ Ερίμ, τη σύνταξη ενός στρατηγικού σχεδίου επί του οποίου θα στηριχθούν οι μακροχρόνιες επιδιώξεις της Τουρκίας στο θέμα της Κύπρου.
Ο Νιχάτ Ερίμ παρέδωσε στα τέλη του 1956 δύο εκθέσεις στην τότε κυβέρνηση του Ατνάν Μεντερές. Εκείνες οι εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ απετέλεσαν το βασικό στρατηγικό σχέδιο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επί του κυπριακού.
Το σχέδιο εκείνο έγινε αποδεκτό από όλες ανεξάρτητα τις τουρκικές κυβερνήσεις οι οποίες το ακολούθησαν με σταθερή και συστηματική συνέπεια.
Τα βασικά σημεία των εκθέσεων ήταν:
1. Οι διεκδικήσεις της Κύπρου από την Τουρκία θα πρέπει να στηρίζονται σε πολιτικούς λόγους. Όμως, προκειμένου να μην δηλητηριάζονται οι σχέσεις Βρετανίας – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση στο νησί, η καλύτερη λύση είναι η μέση λύση διχοτόμησης.
2. Στο νησί υπάρχουν δυο διαφορετικές κοινότητες, η κάθε μια από τις οποίες έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Το μέλλον των δύο κοινοτήτων, των δύο λαών, ανεξαρτησία, ένωση με την μητέρα-πατρίδα, συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας θα αποφασισθεί κατόπιν δημοψηφίσματος ξεχωριστά σε κάθε μια.
3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρμοσθεί με την μετακίνηση Ελληνικών πληθυσμών έτσι ώστε να υπάγονται στη διοίκηση της αρεσκείας τους. Τέτοια μετακίνηση δεν συνιστά άσκοπη ταλαιπωρία αλλά θα βοηθήσει να μην καταπατηθούν τα δικαιώματα της Τουρκικής κοινότητας που σήμερα είναι μειοψηφική, θα ικανοποιηθεί η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφευχθεί μια μελλοντική κρίση.
4. Η Τουρκία θα πρέπει να καθορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν μορφή διχοτόμησης λαμβάνοντας υπ’ όψη τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της Κύπρου θα πρέπει να συμμετέχει και η Τουρκία γιατί το θέμα σχετίζεται με την ασφάλεια της καθώς και της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα δεν δύναται να ζητήσει το ίδιο δικαίωμα για την Τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.μ ενώ από την Ελλάδα 600 ν.μ.
5. Πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουμε τα μέτρα μας το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε δεν θα ανησυχούμε για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης.
Η έκθεση που συντάχθηκε το 1956 και καθόρισε ευδιάκριτους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους από τους οποίους δεν απέκλινε η Τουρκικοί εξωτερικής πολιτική επί του Κυπριακού. Σε αυτό συνετέλεσαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις των τελευταίων 55 ετών που δεν παρεξέκλιναν από τις βασικές αρχές , όπως επίσης και οι αντίστοιχες στρατιωτικές ηγεσίες που όποτε κλήθηκαν έδωσαν λύσεις χωρίς την όποια πολιτική παρέμβαση.
Ως συμπέρασμα, οι εκθέσεις αυτές παρότι συντάχθηκαν το 1956, εντούτοις 55 χρόνια μετά παραμένουν επίκαιρες αλλά και μείζονος στρατηγικής σημασίας έγγραφα, λόγω της συνέπειας και της σταθερότητας με την οποία οι Τουρκικές κυβερνήσεις της ακολούθησαν.

Η κατάσταση μετά την Τουρκική εισβολή του 1974

Στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, όπως αυτό διεμορφώθει μετά το 1974, η αλληλεξάρτηση μεταξύ υψηλής στρατηγικής, γεωπολιτικής και του παράγοντα ασφάλεια σε σχέση με τον στρατηγικό στόχο επίλυσης του προβλήματος επηρεάστηκε καθοριστικά από τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόστηκαν αμφότερες, Τουρκία και Ελλάδα, σε σχέση προς τα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η σύγκρουση του 1974.

Έκτοτε, η Ελλάδα και η Τουρκία ακολούθησαν δύο διαφορετικά πρότυπα προσαρμογής του συστήματος εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό. Η διαφορά αυτή αντανακλά σε ένα μεγάλο βαθμό τόσο τα νέα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η εισβολή του 1974, όσο και τις στρατηγικές προτεραιότητες που έδιδαν αμφότερα τα κράτη στο ζήτημα της Κύπρου. Η μεν Ελλάδα ακολούθησε το πρότυπο της συναινετικής προσαρμογής, η δε Τουρκία το πρότυπο της αδιάλλακτης προσαρμογής.

Ελλάδα – Συναινετική Προσαρμογή
Οι εσωτερικές αλλαγές που επέφερε η πτώση της Χούντας το 1974 στην Ελλάδα έθεσε ως προτεραιότητα όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων τη συνέχιση του εκδημοκρατισμού της χώρας, τη διατήρηση των δομών του κοινωνικού συστήματος και την οικονομική ανάπτυξη. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με την αποδοχή και συναίνεση των ορίων που έθεταν στην Ελλάδα οι απαιτήσεις τόσο του διεθνούς όσο και του περιφερειακού περιβάλλοντος. Όσον αφορά το διεθνές περιβάλλον, οι απαιτήσεις επέβαλαν συνέχιση των καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ και αργότερα ενσωμάτωση στην υπό διαμόρφωση Ευρώπη. Αυτοί οι στόχοι τέθηκαν από την αρχή σε υψηλότερη προτεραιότητα από οποιουσδήποτε άλλους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική εξωτερική πολιτική να υποβιβάσει στις προτεραιότητές της τις περιφερειακές προκλήσεις και κατά συνέπεια να θεωρήσει το Κυπριακό δευτερεύον ζήτημα. Οι διαμορφωτές αποφάσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδραίωσαν την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να επαναφέρει τα στρατηγικά δεδομένα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο στην προ του 1974 κατάσταση, αφού θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν τις απαιτήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό μετά το 1974 διέπεται από τη λογική ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής των στρατηγικών επιπτώσεων σε βάρος της Κύπρου ήταν ουσιαστικά ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος από το οποίο η Ελλάδα θα έβγαινε ηττημένη. Έτσι, η λύση θα έπρεπε να βρεθεί στη βάση ενός επώδυνου συμβιβασμού. Αυτό κατέστησε την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό ιδιαίτερα επιρρεπή στην ξένη επιρροή με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται ευνοϊκά στις υποδείξεις του διεθνούς περιβάλλοντος.

Αυτή η εκτίμηση στο επίπεδο της πολιτικής ελίτ της Ελλάδας για τη μορφή και το χαρακτήρα του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος προσάρμοσε συναινετικά την ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό και αναπόφευκτα οδήγησε σε χειρισμούς, που έθεσαν τη λύση του στη βάση της αποδοχής των στρατηγικών κεκτημένων της Τουρκίας. Η θετική ανταπόκριση της ελληνικής κυβέρνησης, το 2002 έναντι του σχεδίου Ανάν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το αρνητικό ψυχολογικό κλίμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους Έλληνες της Κύπρου μετά τη δημοσιοποίηση του σχεδίου, αποτελεί εξόφθαλμη συνέχεια της λογικής της δογματικής συναίνεσης που χαρακτηρίζει τις επιλογές της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό.

Τουρκία – Αδιάλλακτη προσαρμογή

Η Τουρκική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά το 1974, ακολούθησε το μοντέλο της αδιάλλακτης προσαρμογής. Η στρατηγική νίκη της Τουρκίας, που συνετελέσθη με την εισβολή καθώς επίσης και η εμφανής στρατηγική αδυναμία στην οποία ευρέθη η ελληνική πλευρά μετά το 1974 ευνόησαν σημαντικά την Τουρκία να εφαρμόσει αυτό το πρότυπο προσαρμογής.

Μετά το 1974, η Τουρκία προσπάθησε να μετατρέψει το στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, και πιο ειδικά εκεί όπου υπήρχε σύγκρουση ελληνοτουρκικών συμφερόντων, έτσι ώστε να είναι σύμφωνο με τις ανάγκες του πολιτικού της συστήματος. Δηλαδή, το τουρκικό κράτος δεν έδειξε ότι θα μετέβαλλε την εξωτερική του πολιτική και το πολιτικό του σύστημα εξαιτίας των αιτημάτων που προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον. Αυτό ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, ως η συμμαχική υπερδύναμη της Τουρκίας, θεωρούσαν και θεωρούν ότι το στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο της ’γκυρας αποτελεί την πιο σημαντική εγγύηση για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και, ως εκ τούτου, θα πρέπει και αυτές να υποστηρίζουν τον ηγεμονικό του ρόλο στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυξημένης αυτοπεποίθησης που δίδει η υποστήριξη των ΗΠΑ καθώς επίσης και η γεωπολιτική νίκη του 1974, οι διαμορφωτές των αποφάσεων της τουρκικής εξωτερικής στο Κυπριακό πιστεύουν ότι συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος όπου σίγουρα θα είναι νικητές.

Η εφαρμογή δύο εντελώς αντιθέτων μοντέλων συμπεριφοράς εξωτερικής πολιτικής ήταν αναπόφευκτο να έχει αντανακλάσεις σε ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, όπως το σχέδιο Ανάν, όπου εσωτερικεύει το μεγαλύτερο μέρος των στρατηγικών στόχων της Τουρκίας στην Κύπρο με την ταυτόχρονη απαίτηση από την ελληνική πλευρά να συναινέσει σε ένα πλαίσιο στρατηγικού συμβιβασμού.

Το γεωπολιτικό περιβάλλον της Κύπρου έχει μεγάλο έλλειμμα ασφαλείας για τρεις λόγους: α) η τουρκική στοχοθεσία ηγεμονικών αξιώσεων παραμένει αμείωτη, β) η αστάθεια στην Μέση Ανατολή συνεχίζεται (συγκρούσεις και ασύμμετρες απειλές) και γ) η όποια εγγύηση ασφαλείας εκ μέρους της ΕΕ βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προσδοκίας. Ως εκ τούτου, ο παράγων ασφάλεια συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα που θα πρέπει να υλοποιείται σε ένα σχέδιο λύσης προκειμένου να εξασφαλισθεί η σταθερότητα και η ευημερία του μορφώματος που θα προκύψει μέσα από τη λύση.

Η στρατηγική της Τουρκίας

Αναλύοντας την στρατηγική της Τουρκίας στο Κυπριακό, μετά το 1974, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι βασίζεται στην εκμετάλλευση τόσο των γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων που απεκόμισε η ’γκυρα μετά την εισβολή όσο και στην υπό εξέλιξη υπεροπλία της χώρας, με σκοπό την επίτευξη των γεωπολιτικών της επιδιώξεων που εκτείνονται στον άμεσο στρατηγικό της χώρο που βρίσκεται η Κύπρος, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο.

Συγκεκριμένα η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974:
α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η ’γκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας), γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας), και δ) το κόστος από ένα ενδεχόμενο πόλεμο αναμένεται να είναι μικρό για την Τουρκία όταν συντρέχουν δύο λόγοι:
- Όταν ο αμυνόμενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν μετά το 1974 να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δόγμα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας) και
- Όταν οι συγκυρίες δημιουργούν ένα πλαίσιο σύγκλισης των Τουρκικών συμφερόντων με αυτά των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, όπως ακριβώς το ψυχροπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο των Τουρκοαμερικανικών σχέσεων.

Η συστηματική απειλή χρήσης βίας από την Τουρκία, που έγινε ιδιαίτερα πυκνή, κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου έχει σαν στόχο να δημιουργήσει μία δυναμική που να επιφέρει τα μέγιστα πολιτικά αποτελέσματα. Παράλληλα, η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να καλλιεργήσει για τον εαυτό της, την εικόνα ενός αποφασιστικού αντιπάλου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που απεκόμισε από το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή της. Το γεγονός αυτό ενισχύει την προσπάθεια της να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη και τοποτηρητής των Αμερικανικών συμφερόντων στις ευαίσθητες στρατηγικά περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η τακτική αυτή, του στρατηγικού καταναγκασμού που ακολουθεί η Τουρκία κατά τα τελευταία χρόνια αποτελεί το πιο ουσιαστικό κεφάλαιο στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ανεξαρτήτως των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το Τουρκικό κράτος και της υπερεξάπλωσης που χαρακτηρίζει την Τουρκική εξωτερική πολιτική, η Τουρκία φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος.

Η αναποτελεσματική Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό από το 1955 μέχρι το 1974, λόγω της εξάρτησης από τον Αμερικανικό παράγοντα, είχε σαν συνέπεια τόσο την αποξένωση της Ελλάδας από τα ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα των Ελλήνων της Κύπρου όσο και την αποκοπή της από τις σημαντικές εξελίξεις που διαδραματίζονται έκτοτε στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ουσιαστική αποκοπή της Ελλάδας από το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου συντελείται το 1974 όπου με την Τουρκική εισβολή στο νησί, η Τουρκία απεκόμισε τέσσερα βασικά πλεονεκτήματα έναντι της Ελλάδας: α) εξασφάλιση της στρατηγικής ομηρίας του νησιού, β) δορυφοροποίηση του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, γ) αποκοπή της γεωπολιτικής παρουσίας της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο (η αποτυχία του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου αποτελεί την πιο κατηγορηματική επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος), και δ) μονοπώληση του στρατηγικού ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου που της επιτρέπει σύγκλιση συμφερόντων σε γεωστρατηγικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την αναβάθμισή της σε περιφερειακή δύναμη.

Τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που επέφερε στην Τουρκία η νίκη της το 1974 προστατεύθησαν από την ’γκυρα μέσω του στρατηγικού καταναγκασμού που εφάρμοσε συστηματικά έναντι της Κύπρου τα τελευταία εικοσιοκτώ χρόνια. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα που επέφερε το 1974. Αυτό για τους διεθνείς μεσολαβητές είναι μία πραγματικότητα που υπαγορεύει υποβολή ευνοϊκών σχεδίων προς την Τουρκία και περισσότερη άσκηση πιέσεων προς την Ελληνική πλευρά να αποδεχθεί μία λύση που να νομιμοποιεί τόσο τον διοικητικό όσο και τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στη βάση των πραγματικοτήτων που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός. Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού, έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή την μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε σαν συνέπεια η Ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά στις τουρκικές θέσεις. Το σχέδιο Ανάν δεν αποτελεί έκπληξη. Αποτελεί το προϊόν του τουρκικού στρατηγικού καταναγκασμού και της αδυναμίας της Ελληνικής πλευράς να επιφέρει στρατηγικές αλλαγές στο κυπριακό μετά το 1974.

Οι γεωπολιτική άποψη Νταβούτογλου για το Κυπριακό

Με το διορισμό του καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου τον Μάιο του 2009 στη θέση του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας αναπτύχθηκε μία εκτεταμένη αρθρογραφία, τόσο στον Αθηναϊκό όσο και στον Κυπριακό Τύπο γύρω από την πάγια γεωπολιτική του θεώρηση για τη θέση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή. Κάποιοι αγκιστρώθηκαν στην άποψή του για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» απολυτοποιώντας τη γενικώτερη προσέγγισή του για τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Πρόκειται για αποσπασματική και παραπλανητική ερμηνεία των απόψεων Νταβούτογλου.

Ως επιστήμονας, ο Νταβούτογλου είναι πολύ καλός γνώστης και χειριστής του θεωρητικού μοντέλου γεωπολιτικής ανάλυσης του Χάλφορντ Μάκιντερ (1861–1947) δηλαδή της αγγλοσαξωνικής γεωπολιτικής σχολής, προσαρμόζοντάς την στον μείζονα στρατηγικό στόχο της Τουρκικής υψηλής στρατηγικής που είναι η επιδίωξη του καλύτερου δυνατού γεωπολιτικού ρόλου για την Τουρκία στον 21ο αιώνα. Οι απόψεις του κωδικοποιήθηκαν στο βιβλίο του Stratejik Derinlik: Türkiye'nin Uluslararası Konumu, (Στρατηγικό Βάθος: Η θέση της Τουρκίας στη Διεθνή Σκηνή) που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2001. Ο Νταβούτογλου επιχειρεί να κάνει τη κλασική γεωπολιτική σύζευξη. Από τη μία περιγράφει το γεωγραφικό πλεονέκτημα του «στρατηγικού βάθους» της Τουρκικής θέσης στο διεθνές σύστημα και από την άλλη προσπαθεί να εξηγήσει ποιοί θα πρέπει να είναι οι πολιτικοί στόχοι της Τουρκίας που υπαγορεύονται από τη γεωγραφία, δηλαδή η εξισορρόπηση της ένταξης της χώρας στους δυτικούς θεσμούς με την άσκηση κεντρικού και ηγετικού ρόλου στο μουσουλμανικό κόσμο.

Ο Νταβούτογλου τεκμηριώνει την άποψή του ως εξής: Η Τουρκία δεν είναι περιφέρεια αλλά γεωπολιτικό κέντρο. Κατέχει κεντρική θέση μεταξύ Ευρώπης – Ασίας – Αφρικής με αστείρευτο γεωγραφικό βάθος το οποίο εκτείνεται σε τρεις επάλληλες γεωγραφικές ζώνες: την εγγύς χερσαία λεκάνη (Βαλκάνια, Καύκασος, Μέση Ανατολή), την εγγύς θαλασσία λεκάνη (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειο, Κασπία, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος) και την εγγύς ηπειρωτική λεκάνη (Ευρώπη, Β. Αφρική, Κεντρική και Ανατολική Ασία. Επίσης, κατά τον Νταβούτογλου, το Οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας της παρέχει πρόσθετο Ιστορικό βάθος.

Αυτό που ουσιαστικά εισηγείται ο Νταβούτογλου είναι ότι η Τουρκία έχει το γεωπολιτικό πλεονέκτημα να μετατραπεί σε πανίσχυρο ενδοσυστημικό πόλο ισχύος του ευρω–ασιατικού συστήματος ασφαλείας. Αυτό θα της επιτρέψει να αναδυθεί, με πλανητικούς όρους, σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας.

Ιστορικά οι χώρες που διεκδίκησαν στρατηγικό βάθος πολύ πέραν των συνόρων τους, χωρίς να διαθέτουν και το ανάλογο πολιτικοδιπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό εκτόπισμα διολίσθησαν στο σφάλμα της στρατηγικής υπερεξάπλωσης και τα οράματά τους για «νέους ρόλους» συνετρίβησαν στα ερείπια των υπερβολικών φιλοδοξιών τους. Γι’ αυτό και τους ευσεβείς πόθους, έστω και αν είναι στρατηγικοί στόχοι, δεν πρέπει στην στρατηγική ανάλυση να τους εκλαμβάνει κανείς ως τετελεσμένο γεγονός.

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, όταν ο Νταβούτογλου μιλά για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» δεν αναφέρεται στην Κύπρο γιατί σύμφωνα με την ανάλυσή του, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει ενσωματωμένη στο σύστημα ασφαλείας που επέβαλε η Τουρκία από το 1974. Αυτό υπηρετεί πλήρως τον κεντρικό ρόλο που οραματίζεται για τη χώρα του στην Ευρασιατική σκακιέρα ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών. Πιο συγκεκριμένα στη σελίδα 175 του βιβλίου του, στο υποκεφάλαιο «Ο στρατηγικός γόρδιος δεσμός της Τουρκίας: Η Κύπρος», ο Νταβούτογλου αναλύει τη γεωπολιτική θέση του νησιού ως εξής: «Η Κύπρος διαθέτει κεντρική θέση μέσα στην παγκόσμια ήπειρο αφού βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Μαζί με την Κρήτη ευρίσκεται σε μία γραμμή πάνω στην οποία διασταυρώνονται οι θαλάσσιες οδοί. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν Ευρώπη και Ασία, και της Διώρυγας του Σουέζ, που χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ ταυτοχρόνως έχει τη θέση μίας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του ’ντεν και του Χορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας-Αφρικής». Καταλήγοντας ο Νταβούτογλου υποστηρίζει: «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».

Στη σελίδα 180, ο Νταβούτογλου συμπυκνώνει τη στρατηγική του για την Κύπρο: «Την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μ. Ανατολή, την Α. Μεσόγειο το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις επηρεάζει όλες άμεσα. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής Κυπριακής πολιτικής με στόχο την διαφύλαξη του σημερινού στάτους κβο, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μίας επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρακτήρα».

http://www.geopolitics-gr.blogspot.com/

-----------------------------

"Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ" Πέμπτη, 20 Μαΐου 2010  http://www.philenews.com/digital/PrintForm.aspx?nid=2028367

Θαυμάζοντας τον Νταβούτογλου

 

Του ’ριστου Μιχαηλίδη

 

OTANο ίδιος ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, αυτός που εκθειάζουν συχνά οι Ελληνοκύπριοι θαυμαστές του, αναλύει με σαφήνεια τη θέση της ’γκυρας για την Κύπρο, εμείς πρέπει να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Γιατί αν καταλαβαίναμε δεν θα έμενε τίποτε όρθιο από την πολυεπίπεδη πολιτική μας και από τους ευσεβοποθισμούς μας για την κυπριακή λύση. Και ούτε θα μπορούσαν οι πανέξυπνοι αναλυτές μας να εκφράζουν τόσο απλόχερα το θαυμασμό τους για τον Ταγίπ Ερντογάν και τον Νταβούτογλου.
«Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα», γράφει στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος». Κι αυτό γιατί η Κύπρος «είναι μια σταθερή βάση και αεροπλανοφόρο που είναι σε θέση να ελέγχει τις περιοχές του Περσικού κόλπου και της Κασπίας και τις υδάτινες αρτηρίες του Αντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις [ σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν Ευρασία και Αφρική». Το ενδιαφέρον για τις αναλύσεις του Νταβούτογλου επανέρχεται, γιατί το βιβλίο κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά, αλλά και γιατί η επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα, οι 21 συμφωνίες και γενικά η επίθεση φιλίας προς την Ελλάδα, άφησε ξανά την Κύπρο μακριά από τις «ειρηνικές διευθετήσεις», για να επιβεβαιωθεί η ανάλυση Νταβούτογλου ότι: Το Κυπριακό είναι «έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων».
Αυτές οι πεντακάθαρες προσεγγίσεις του πανίσχυρου Τούρκου υπουργού με το πλατύ χαμόγελο, μαζί με το μήνυμα του (και προς τους Τουρκοκύπριους): «Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα», θα έπρεπε να κάνει την ηγεσία μας να αρχίσει να ξανασκέφτεται την πολιτική της. Φτάνει να είναι σε θέση να αντιληφθεί τι συμβαίνει γύρω μας. Αλλά, ιδού τι αντιλαμβάνεται:
Ένας από τους αναλυτές μας, από αυτούς που εκφράζουν τη λεγόμενη «ενδοτική γραμμή», ανέλυε προχτές την πολιτική Ερντογάν για την Κύπρο και τον εκθείαζε διότι, έλεγε, υποστήριξε το Ανάν και τώρα θέλει λύση μέχρι το τέλος του 2010. Κατηγορεί μάλιστα τους υπόλοιπους ότι έχουν «αμετακίνητα μυαλά» και γι΄ αυτό δεν πανηγυρίζουν με αυτή την εξαιρετική πολιτική του Ερντογάν. Αυτό είναι το βεληνεκές της πολιτικής μας. Να γνωρίζουμε ότι η Τουρκία υποστήριξε το Ανάν επειδή εξυπηρετούσε τους «στρατηγικούς της υπολογισμούς», αλλά να συνεχίζουμε να την εκθειάζουμε γι’ αυτό και να κατηγορούμε τους Ελληνοκύπριους που δεν ήθελαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά της. Να γνωρίζουμε ότι δηλώνει πως θέλει λύση, για να στήνει εντυπώσεις που τον απαλλάσσουν από το πρόβλημα, αλλά δεν μας προβληματίζει. Όμως, ούτε και η προσέγγιση του Νταβούτογλου μας προβληματίζει; Μας διαμηνύουν ξεκάθαρα, ο Νταβούτογλου κατά λέξη, ότι «η Τουρκία πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς» και εμείς συνεχίζουμε να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας και να νομίζουμε ότι φταίνε τα «αμετακίνητα μυαλά» μας για τη συνέχιση της τραγωδίας μας… aristosm@phileleftheros.com

 

 

 

----------------------------

Η ΝΕΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ, ΟΠΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ

«Ζωτικό χώρο» αναζητεί στο Αιγαίο η Τουρκία

Ελευθεροτυπία, Σάββατο 22 Μαΐου 2010 http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=22/05/2010&id=165098

ΚΕΑ

Το γνωστό βιβλίο του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το στρατηγικό βάθος. Η Διεθνής θέση της Τουρκίας», κυκλοφορεί, επιτέλους, στα ελληνικά τις επόμενες ημέρες. Στο πολυσέλιδο βιβλίο, που κυκλοφορεί (από τις εκδόσεις Ποιότητα), υπάρχουν ειδικά κεφάλαια για την Ελλάδα και την Κύπρο, οι οποίες εντάσσονται ως στοιχεία στην περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας, στη Μεσόγειο. Ας συγκρατήσουμε τις θέσεις του κ. Νταβούτογλου για τη νέα «θαλάσσια στρατηγική στο Αιγαίο» της Τουρκίας, που ευθέως αναζητεί μεγαλύτερο «ζωτικό χώρο» στο Αιγαίο.

«Αντίφαση μεταξύ γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος» στο Αιγαίο, διαπιστώνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου και μάλιστα θεωρεί ότι αυτή είναι «η βασική πηγή του προβλήματος»«Αντίφαση μεταξύ γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος» στο Αιγαίο, διαπιστώνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου και μάλιστα θεωρεί ότι αυτή είναι «η βασική πηγή του προβλήματος» «Τα Στενά αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή στρατηγικού πλεονεκτήματος της Τουρκίας. Η χρήση αυτής της πηγής στρατηγικού πλεονάσματος βάσει μιας συνεπούς στρατηγικής, μίας ορθολογικής διπλωματίας και ενός καλού συγχρονισμού κρίνεται σημαντική όχι μόνον εξαιτίας της προσαρμογής της Τουρκίας στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και από την άποψη του μακροπρόθεσμου στρατηγικού της πεπρωμένου».

***

«Το Αιγαίο και η Κύπρος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αποτέλεσαν δύο σημαντικά σημεία της επικαιρότητας, που ενδιαφέρουν άμεσα τη θαλάσσια περιοχή εγγύς της Τουρκίας, χωρίς να έχει μειωθεί ποτέ η σημασία τους. Η παγκόσμια και περιφερειακή συγκυρία που άλλαξε κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο προσέθεσε νέα στοιχεία στη σημασία που έχουν αυτά τα δύο σημαντικά σημεία της επικαιρότητας από την πλευρά της Τουρκίας. Στην κορυφή αυτών των νέων στοιχείων διακρίνονται το νέο πεδίο αλληλεπίδρασης και η στρατηγική διάρθρωση, που αναφέραμε παραπάνω».

«Η αλληλεπίδραση αυτή αύξησε τη σημασία κυρίως της ανατολικής Μεσογείου ως νέας περιοχής θαλάσσιας αλληλεπίδρασης. Τα ζητήματα, όπως του Αιγαίου και της Κύπρου, που περιλαμβάνονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πέραν από τη σημασία που έχουν τα ίδια ενέχουν και μία ιδιαίτερη σημασία που πηγάζει από τη διαπεριφερειακή αλληλεπίδραση. Γι' αυτό τον λόγο είτε στα ζητήματα που σχετίζονται με τα πεδία διαπεριφερειακής αλληλεπίδρασης είτε στα δευτερεύοντα ζητήματα, όπως της Κύπρου και του Αιγαίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι μόνο μία χώρα του Αιγαίου αλλά και μία χώρα της ανατολικής Μεσογείου, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε μία περιοχή που ξεκινάει από την Αδριατική και εκτείνεται ώς τον κόλπο της Αλεξανδρέττας και τη διώρυγα του Σουέζ. Χωρίς τον προσδιορισμό της στρατηγικής γενικότερα της Μεσογείου και ειδικότερα της ανατολικής Μεσογείου και χωρίς να υπάρχει ο συντονισμός της με τις πολιτικές που αφορούν τις εγγύς χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές, δεν μπορούν να αξιολογηθούν στο πλαίσιο ενός στρατηγικού συνόλου ούτε το ζήτημα του Αιγαίου ούτε και εκείνο της Κύπρου. Οι πολιτικές της Τουρκίας για την Κύπρο και το Αιγαίο πρέπει να επανεξεταστούν ακόμη στο πλαίσιο της συγκυρίας του Ψυχρού Πολέμου. Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο και έχει περικυκλωθεί στα νότια από την "Ρωμαίικη διοίκηση της νότιας Κύπρου"* (sic) σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά.

Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ερυθράς Θάλασσας και του Περσικού Κόλπου, που κατέχουν παρόμοιες θέσεις, το Αιγαίο, που βρίσκεται σε μία κοντινή απόσταση και από τις τρεις ηπείρους και παρέχει τη δυνατότητα του ανοίγματος και στις τρεις χωρίς κάποιο χερσαίο εμπόδιο, έχει από αυτή την άποψη μία πρώτης τάξης στρατηγική σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, που διαθέτουν ακτές σε αυτή τη θάλασσα, αλλά κατ' αρχάς για τις παράκτιες χώρες του Ευξείνου Πόντου και έπειτα για όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις που έχουν ανάγκη ενός μεταφορικού και εμπορικού κόμβου».

«Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας. Αντίθετα, η Ελλάδα ακολουθεί μια στρατηγική χρησιμοποίησης του πλεονεκτήματος που της παρέχεται από την κατοχή των νησιών, για να το εφαρμόσει στο σύνολο του Αιγαίου και της υδάτινης περιοχής. Το γεγονός ότι οι δίαυλοι (ανατολικά και δυτικά της Κρήτης) αφενός της Καρπάθου και της Κάσου και αφετέρου των Κυθήρων και του ακρωτηρίου της Σπάθης αλλά και της Καρπάθου και της Μαρμαρίδας, έχουν περικυκλωθεί από αυτά τα νησιά, επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη σύνδεση με Εύξεινο Πόντο - Προποντίδα - Μεσόγειο της Τουρκίας».

«Στην περίπτωση που η ελληνική θέση αποκτήσει ισχύ, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία στρατηγική πολιορκία, αλλά θα επηρεαστεί απευθείας και στις οικονομικές της δραστηριότητες. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Το 88% του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας πραγματοποιείται μέσω θαλάσσιων μεταφορών και πέραν εκείνου που προορίζεται απευθείας για τα παράλια της Μεσογείου. Το υπόλοιπο (περίπου το 65%) διασχίζει το Αιγαίο. Από μία άλλη σκοπιά, 15.200 πλοία των 49 εκατ. καθαρής χωρητικότητας (Κ.Κ.Χ.) καταπλέουν / αποπλέουν διασχίζοντας το Αιγαίο σε λιμάνια του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, ενώ 4.687 πλοία περίπου 15 εκατ. καθαρής χωρητικότητας (Κ.Κ.Χ.) καταπλέουν / αποπλέουν σε λιμάνια της Μεσογείου. Το τελευταίο έτος, περίπου το 85% των 20.500 τόνων αργού πετρελαίου, που γίνεται η επεξεργασία του στην Τουρκία, φτάνει στα διυλιστήρια των Νέμρουτ, Αλίαγα, Tupras,, Atas,, Botas,, διασχίζοντας τη Μεσόγειο και το Αιγαίο. Η διασπορά σε λιμάνια της Τουρκίας ικανότητας φόρτο-εκφόρτωσης 120 εκατ. τόνων αποδεικνύει την αδιαμφισβήτητη θέση του Αιγαίου στις εμπορικές δομές της Τουρκίας. Περίπου το 25% αυτής της ικανότητας βρίσκεται στη Μεσόγειο, το 21% στο Αιγαίο, το 41% στην Προποντίδα και το 13% στον Εύξεινο Πόντο. Αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι το Αιγαίο αποτελεί την περιοχή-διάπλου της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου, η γεωοικονομική σημασία αυτής της θάλασσας - διάπλου μπορεί να γίνει αντιληπτή κατά τον πιο ευδιάκριτο τρόπο.

Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μίας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μία επεκτατική πολιτική. Και το σημαντικότερο μέσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι η απόκτηση από μέρους της Τουρκίας ενός ισχυρού εμπορικού στόλου που θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί με πιο δραστήριο τρόπο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. Η υπεροχή της Ελλάδας σε αυτό το θέμα πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές.

Μια πιο αποτελεσματική χρήση του Αιγαίου, που αποτελεί θάλασσα-σύνδεσμο, μπορεί να γίνει εφικτή μόνο με τη σύνδεση αυτής της θάλασσας με τις άλλες θαλάσσιες περιοχές. Η Τουρκία, για να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη, είναι υποχρεωμένη να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της επιρροή στις θαλάσσιες αρτηρίες που εκτείνονται από το Αιγαίο ώς την Αδριατική και από το Σουέζ ώς την Ερυθρά Θάλασσα. Είναι αναπόφευκτο η Τουρκία να ακολουθήσει μία δραστήρια πολιτική σε κάθε σημείο που οδηγεί τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο στις ανοικτές θάλασσες». *

 ---------------------------------

Του Σάββα Ιακωβίδη,  ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ Ο Μεγάλος Βεζύρης της τουρκικής πολιτικής, 23/05/2010 http://www.sigmalive.com/simerini/politics/reportaz/268442

Οι φοιτητές Διεθνών Σχέσεων διδάσκονται, μεταξύ άλλων ωραίων θεωριών, ότι οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους, επειδή διαπνέονται από τα ίδια δημοκρατικά, φιλελεύθερα ιδεώδη. Ο διάλογος, η συναίνεση και ο συμβιβασμός είναι τα εργαλεία της συνεννόησης και συνεργασίας. Τρανό παράδειγμα, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για πάνω από 50 χρόνια δεν πολέμησαν μεταξύ τους. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, από πλευράς Ελλάδας και κατ’ επέκτασιν και της Κύπρου, αναπτύχθηκε ένας βολικός μύθος, που καλλιεργήθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη-Παπανδρέου.

Ότι, δηλαδή, μια ευρωπαϊκά προσανατολισμένη και αγκυροβολημένη Τουρκία είναι προς το συμφέρον του Ελληνισμού.
Με άλλα λόγια, ο ίδιος βολικός μύθος υπέβαλλε ότι, αν η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ, θα παύσει να έχει επιθετικές ή κατακτητικές βλέψεις, θα στομώσει τις διεκδικήσεις της και θα καταστεί ένα ειρηνόφιλο κράτος, με δημοκρατικές δομές και εξευρωπαϊσμένες κοινωνικές υποστρώσεις. Αυτός ο μύθος, όμως, καταρρίπτεται και διαλύεται από την τουρκική εξωτερική πολιτική των τελευταίων οκτώ χρόνων, δηλαδή από της εμφάνισης στο πολιτικο-διπλωματικό προσκήνιο του Αχμέτ Νταβούτογλου, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και μέντορα του Τούρκου Πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν και νυν υπουργού Εξωτερικών. Είναι ο Μεγάλος Βεζύρης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Καλά κάνουν οι ηγέτες του Ελληνισμού να μελετήσουν προσεκτικά το όραμά του. Θα τρομάξουν!

«Κεντρικός παίχτης»

Σε ομιλία του, που έγινε στην πόλη Μάρτιν, της νοτιοανατολικής Τουρκίας, σε συνέδριο Τούρκων πρέσβεων (4-10.1.2010), ο Νταβούτογλου ανέλυσε το όραμά του για την τουρκική εξωτερική πολιτική και «γιατί η Τουρκία θα γίνει κεντρικός παίχτης στην παγκόσμια τάξη, που τώρα μορφοποιείται στον κόσμο». Εννοεί, προφανώς, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, την παντοκρατορία των ΗΠΑ και την αμφισβήτησή της από άλλες, αναδυόμενες μεσαίες δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Βραζιλία, η Γερμανία, η Γαλλία.

Ο καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς Παν. Ήφαιστος, σε άρθρο του στο αθηναϊκό «Έθνος» (15.5.2010), σημειώνει χαρακτηριστικά: «Όποιος διαβάσει το στρατηγικό βάθος, θα καταλάβει δύο κύριες πτυχές της συγκαιρινής τουρκικής στρατηγικής.
Πρώτον, ότι η κοσμοθεωρία και ο στρατηγικός σχεδιασμός των Τούρκων ηγετών όχι μόνο δεν είναι αβάσιμος, αλλά επιπλέον έχει πιάσει το σφυγμό των διεθνών εξελίξεων. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο παλιός μοντερνιστικός κόσμος παρακμάζει και ότι ο κόσμος των εθνών γεννιέται.
Δεύτερον, ότι η εκπλήρωση των σκοπών της νεο-οθωμανικής στρατηγικής και κοσμοθεωρίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για λόγους που αφορούν την εσωτερική πολιτική ζωή, το Κουρδικό και αστάθμητους διεθνοπολιτικούς παράγοντες, είναι μια ριψοκίνδυνη σχοινοβασία».
Ποιος είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος της Τουρκίας, όπως τον διαζωγράφισε ήδη ο Νταβούτογλου σε άρθρα, αναλύσεις και στο βιβλίο του; Η Τουρκία, από περιφερειακή δύναμη, που ήδη αναγνωρίζεται, να καταστεί μέχρι το 2023 και παγκόσμια υπερδύναμη.

Θέλει να έχει λόγο στην παγκόσμια τάξη και ποιους εκπροσωπεί

Ο Νταβούτογλου, στην ομιλία του στους Τούρκους πρέσβεις, αναφέρθηκε στην έννοια του «συμπατριωτισμού», δηλαδή σε όλους εκείνους τους λαούς, τουρκογενείς και άλλους, που ήταν παλιά υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και που σήμερα έχουν έναν σημαντικό εκπρόσωπο: Την Τουρκία! «Εμείς τους εκπροσωπούμε», κομπάζει ο Νταβούτογλου επειδή, λέγει, «ο αρχαίος πλούτος (!!) που έχουμε μας κάνει να συναντιόμαστε με όλους τους πολιτισμούς της Ανατολής». Αφού αναφέρει ότι στρατηγικός στόχος της Τουρκίας είναι να ενταχθεί στην ΕΕ, διαβεβαιώνει: «Αλλά ποτέ δεν θα παραμελήσουμε τους δεσμούς μας με την Ασία, τις επαφές μας στη Μέση Ανατολή, τις ρίζες μας στα Βαλκάνια, ούτε στον Καύκασο και την Αφρική. Γιατί όσο πιο συμμετοχικά μπορέσουμε να τους εκπροσωπήσουμε (όλους αυτούς τους λαούς), στον ίδιο βαθμό θα μπορέσουμε να έχουμε λόγο στην παγκόσμια τάξη».

Όπως ο Παν. Ήφαιστος σημειώνει, «η στρατηγική Νταβούτογλου είναι ένα μεγάλο τουρκικό στοίχημα. Επιχειρεί να αντλήσει δυνάμεις, ενώνοντας πολλά ταυτόχρονα νήματα συγγενικών λαών σε όλο το ιστορικό και γεωγραφικό βάθος. Ανατολικά επιχειρεί να σταθεροποιήσει ένα πλέγμα συμμαχιών με το πλέγμα κοινωνιών και κρατών που μέχρι πρότινος βρίσκονταν κάτω από τον δυτικό αποικιοκρατικό ζυγό, και που σήμερα αναζητούν κοσμοθεωρητικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς. Στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο απερίφραστα περιγράφει τον τρόπο που τα ''κατάλοιπα των Οθωμανών'' στις διάφορες χώρες θα αποτελέσουν την αφορμή για ριζικές ανακατατάξεις, που τίποτα δεν αποκλείουν».
Ο Τούρκος πολιτικός επιστήμονας Χουσεϊν Μπακσί είναι ωμός και κυνικός στις επισημάνσεις του:

«Αντί να χάνει χρόνο μακριά από τη δράση, η Τουρκία οφείλει», λέγει, «να γίνει πιο επιθετική - με τη θετική έννοια: Οφείλει να κάνει την παρουσία της αισθητή παντού και να συμβάλει στις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι οι 51 συμφωνίες, που η Τουρκία υπέγραψε με τη Συρία, οι 48 συμφωνίες με το Ιράκ, το ανεπιτυχές άνοιγμα προς την Αρμενία, το άνοιγμα προς τους Κούρδους του Β. Ιράκ, η διαμεσολάβηση μεταξύ Συρίας-Ισραήλ, η παρεμβολή υπέρ της Χαμάς και το «νέο όραμα που θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε στη Μέση Ανατολή», λέγει ο Νταβούτογλου και που «βρίσκει απήχηση σε κάθε γωνιά του κόσμου». Πόση απήχηση βρίσκει αυτό το όραμα; Στους ’ραβες εμφανώς είναι αποδεκτό, αφού τώρα μιλούν για το «τουρκικό μοντέλο». Η μόλις πρόσφατη παρεμβολή της Τουρκίας προς το Ιράν, με τη Βραζιλία, για το θέμα των πυρηνικών της σχεδίων, εντάσσεται στην πολυδιάστατη τουρκική εξωτερική πολιτική.

Όπως σημειώσαμε σε παλαιότερες αναλύσεις μας, κύριος άξονας της πολιτικής του στρατηγικού βάθους, που διασαλπίζει ο Νταβούτογλου, είναι εκείνη περί «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες της Τουρκίας.

«…Ύστατες υποχωρήσεις»

Ποια είναι η πολιτική της Τουρκίας, όπως την καταγράφει ο Νταβούτογλου, έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου; Αφού παραδέχεται ότι η Τουρκία έκανε στρατηγικά λάθη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν μπόρεσε να ανακτήσει τα Δωδεκάνησα και να διαμορφώσει την κατάσταση στο Αιγαίο, γράφει: «Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας. ...Στην περίπτωση που ισχύσει η εφαρμογή των 12 ν.μ., η Τουρκία στην πράξη δεν θα έχει πρόσβαση στο Αιγαίο χωρίς την άδεια της Ελλάδας».

»...Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου, στο πλαίσιο μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει το ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μία επεκτατική πολιτική. Και το σημαντικότερο μέσο για να επιτευχθεί αυτό, είναι η απόκτηση από μέρους της Τουρκίας ενός ισχυρού εμπορικού στόλου, που θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί με πιο δραστήριο τρόπο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. ...Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλείψεων, έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο. Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, που ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ώς την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ επέκτασιν του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος».

Η Κύπρος, ζωτική για την Τουρκία

Ο Νταβούτογλου είναι αποκαλυπτικός για τους τουρκικούς σχεδιασμούς για την Κύπρο. Γράφει: «Το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μια χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, που κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς και αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Η πολιτική επί του Κυπριακού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, σύμφωνο προς το ήδη διαμορφωμένο νέο (διεθνές) στρατηγικό πλαίσιο(…).

»Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου». Και τι κάνουν οι Τούρκοι, διερωτάται ο Παν. Ήφαιστος, εναντίον όποιου επιχειρεί να ανατρέψει τη στρατηγική ανάδειξη της Τουρκίας σε υπερδύναμη; «Η Τουρκία», υπογραμμίζει ο Νταβούτογλου, «πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς». Και με την αλαζονεία και υπεροψία που της δίνει η ανάδειξή της σε σημαντικό στρατηγικό, ενεργειακό, οικονομικό και γεωπολιτικό εταίρο των ισχυρών, περιλαμβανομένης και της ΕΕ.