ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος

Τμήμα Διεθνών και  Ευρωπαϊκών Σπουδών

Ανδρούτσου 150 185 34  Πειραιάς 6ος όροφος    γρ. 601, τηλ. 30 210 414 2725

e-mail: info@ifestosedu.gr ifestos@unipi.gr , Web www.ifestosedu.gr ή www.ifestos.edu.gr

 

ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ- 8,9,10 Απριλίου 2011 Λευκωσία – Συνέδριο: «Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα, 1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο»

 

Π. Ήφαιστος, Διεθνείς Σχέσεις–Στρατηγικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο Πειραιώς www.ifestosedu.gr

«Το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα: Σταθερά και μεταβλητά κριτήρια του κυπριακού ζητήματος πριν και μετά το 1974 και τα αίτια του ελλείματος εθνικής στρατηγικής»

 

Με διαχρονικά κριτήρια και υπό το πρίσμα του κύματος εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων προς το τέλος του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου αι., ο αγώνας των κυπρίων κατά της Βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης την δεκαετία του 1950 αποτέλεσε μια γνήσια αξίωση ελευθερίας. Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει μια κοινωνία να αξιώσει αυτοδιάθεση όταν το σύνολο των κοινωνιών του πλανήτη ξεσηκώθηκε κατά των αποικιοκρατών αγωνιζόμενος για την ανεξαρτησία τους. Το αίτημα για αυτοδιάθεση και ένωση με τον υπόλοιπο ελληνικό κορμό, εξάλλου, δεν ήταν νέο. Όταν άρχισε η Επανάσταση για την Ελληνική Εθνική Ανεξαρτησία του 1821 οι κύπριοι δεν ήταν απόντες.

Βέβαια, η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1959-60 αποστέρησε στους κυπρίους το δικαίωμα αυτοδιάθεσης.  Επιπλέον, όπως και με σχεδόν όλα τα άλλα κράτη που προέκυψαν μέσα από την κατεδάφιση των αποικιακών δομών, η ανεξαρτησία της Κύπρου λόγω των στρατηγικών του διαίρει και βασίλευε[1]αποδείχθηκε η αφετηρία νέων δεινών. Με την ενθάρρυνση της Μεγάλης Βρετανίας οι τουρκικοί επεκτατικοί σκοποί έγιναν πιο συγκεκριμένοι και οι τουρκικές μεθοδεύσεις εις βάρος της Κύπρου πιο συστηματικές.

Σε κάθε περίπτωση, αυτά αφορούν τις ιδιαιτερότητες της κυπριακής περίπτωσης. Μιλώντας σε ένα γενικότερο πλαίσιο, καλό είναι να γνωρίζει κανείς ότι το διεθνές σύστημα δεν είναι και ποτέ δεν θα είναι ανθόσπαρτο. Η κατάκτηση της ανεξαρτησίας από μια οποιαδήποτε κοινωνία δεν είναι ένα τερματικό αλλά μια νέα αφετηρία διαφύλαξης αυτής της ανεξαρτησίας. Επειδή το διεθνές σύστημα είναι πλήρες αιτιών πολέμου και κυρίως πλήρες ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος[2], η ανεξαρτησία για κάθε κοινωνία ακόμη και όταν την κερδίσει απαιτεί άγρυπνη εγρήγορση διασφάλισής της.  

Βασική λοιπόν θέση που υιοθετούμε εδώ είναι ότι υπό τις συνθήκες των δύο πρώτων ρευστών δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου υπήρχαν οι προϋποθέσεις ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα οι σκοποί του οποίου αν υπήρχε μια ελληνική Υψηλή Στρατηγική θα μπορούσαν να είχαν εκπληρωθεί πλήρως. Παραμένει το γεγονός, εν τούτοις, ότι από το 1945 μέχρι σήμερα το νεοελληνικό κράτος, σ’ αντίθεση με την Βρετανία και Τουρκία, ποτέ δεν διέθετε μια υψηλή εθνική υψηλή στρατηγική όπως αυτή είναι κατανοητή στην στρατηγική ανάλυση[3].

 

Χάραξη και εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής απαιτεί ύπαρξη κάποιων προϋποθέσεων. Ας αναφέρουμε μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις:

Πρώτον, γρανιτένια και αδιατάραχτη προσκόλληση στο εθνικό συμφέρον, στις εθνικές μας κοσμοθεωρίες, στην ασυμβίβαστη υπεράσπιση της εθνικής επικράτειας όπως οριοθετείται από την διεθνή νομιμότητα, απόκτηση επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος και αυτοθυσία εκ μέρους των πολιτών εάν κινδυνεύσει η εθνική ανεξαρτησία[4].

Δεύτερον, σωστή γνώση της φυσιογνωμίας, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος, βαθειά γνώση του άμεσου στρατηγικού περιβάλλοντος και των άλλων στρατηγικών περιβαλλόντων ιδιαίτερα του πεδίου της ηγεμονικής διαπάλης. Το πεδίο αυτό έχει πολλά επίπεδα, πολλές διαστρωματώσεις και πολλά ρευστά στρατηγικά κριτήρια και παράγοντες που συνθέτουν την κινούμενη άμμο της διεθνούς πολιτικής[5].

Τρίτον, περίκλειστο σύστημα λήψης αποφάσεων που περιφρουρεί τους πολιτειακούς φορείς από έξωθεν διαβρώσεις και υπονομεύσεις, προσδιορισμό του εθνικού συμφέροντος και των ιεραρχήσεών τους, διαρκής σφυρηλάτηση κρίσιμης και δημοκρατικά νομιμοποιημένης πολιτικής συνοχής και συναίνεσης στα πεδία των έσχατων λογικών του εθνικού συμφέροντος και αταλάντευτο αγώνα εκπλήρωσής αυτού του κοινωνικοπολιτικά και ηθικά επικυρωμένου εθνικού συμφέροντος.

          Τέταρτον, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, μιλώντας λογικά, ορθολογιστικά και εξ ανάγκης ασυμβίβαστα, απαιτείται να υπογραμμιστεί ότι οι έννοιες «διεθνισμός» και «εθνοκράτος» είναι ασύμβατες έννοιες. Ο διεθνισμός κάθε απόχρωσης και κάθε εκδοχής αντιβαίνει στην ελεύθερη εθνική ύπαρξη, θρέφει την εξάρτηση, υπονομεύει το εθνικό συμφέρον και αντιβαίνει στα θέσφατα της υπέρτατης και έσχατης κοσμοθεωρίας της εθνικής ανεξαρτησίας[6].

Υπό το πρίσμα της παρούσης συζήτησης και της επισήμανσης ότι η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας αποτελεί αφετηρία μιας δύσκολης θαλασσοπορίας διαφύλαξής της, χρήζει να υπογραμμιστεί ότι τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα αποτελούν θανατηφόρο δηλητήριο κατά του κράτους και κατά της εθνικής ανεξαρτησίας, δηλαδή της ελευθερίας της κοινωνίας. Εξ ορισμού και εξ αντικειμένου λειτουργούν ανασταλτικά και αναιρετικά κατά κάθε αξίωσης συγκρότησης μιας εθνικής στρατηγικής. Αυτή η θέση ερμηνεύει εν πολλοίς, εκτιμούμε, τόσο το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής των νεοελλήνων όσο και πολλά δεινά του μεσοπολέμου και της μεταπολεμικής εποχής.

Αν λόγω συνήθειας και καθιερωμένων συμβατικών όρων κάποιοι νοιώθουν την ανάγκη να ταυτίζονται με κάποιο διεθνισμό, καλό είναι να διευκρινιστεί ότι αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο αγάπη προς την πατρίδα, την δημοκρατία, την ελευθερία και την ειρήνη με όρους διασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτό, ηθικά μιλώντας, συνεπάγεται και αποδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας των άλλων[7]: Η εθνική ανεξαρτησία αποτελεί, κατά βάση, την κοινή κοσμοθεωρία όλων των κοινωνιών. Έτσι ήταν πάντα ο κόσμος, έτσι είναι και έτσι πάντα θα είναι[8].

Πέμπτον, εξίσου σημαντική προϋπόθεση συγκρότησης μιας εθνικής στρατηγικής είναι η επίτευξη μιας ευρείας και βαθειάς συναίνεση για τους σκοπούς της εθνικής στρατηγικής και πρωτίστως για τον υπέρτατο σκοπό διαφύλαξης της εθνικής ανεξαρτησίας. Υπό το πρίσμα και των προαναφερθέντων, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία είναι έννοιες ταυτόσημες και ότι πιο πολύτιμο διαθέτει μια κοινωνία[9].

Τέλος, όσον αφορά τις βαθύτερες συναρτήσεις μεταξύ ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας, όποιος επιθυμεί μια βαθύτερη πνευματική διατύπωση, πολλά θα μάθει αν διαβάσει τα ποιήματα του 16χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη ή αν κατανοήσει τους βαθύτερους αιτιώδεις λόγους για τους οποίους ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος και η κυπριακή κοινωνία, το 2004 είπαν ένα ουρανομήκη ΟΧΙ στην υποδούλωσή τους. Κάποιοι βέβαια, δυστυχώς και φορείς επιστημονικών τίτλων, με πολύ αρνητικά πρόσημα θεώρησαν σωστό να χαρακτηρίσουν τον Τάσσο Παπαδόπουλο ως «απορριπτικό» γιατί απόρριπτε την κατάργηση της ελευθερίας των κυπρίων. Τιμητικός θα έλεγα τίτλος, εν τέλει[10].

 

Είναι αναγκαίο να επιμείνω λίγο ακόμη για την παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας. Και αυτό αντίθετα με την συμβατική σοφία, δεν αποτελεί κάποια αξιολογική ιδεολογική στάση.

Πρώτον, η κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας ή του «ιδεώδους της εθνικής ανεξαρτησίας» όπως ονομαζόταν στην κλασική εποχή, είναι πνευματικά σύμφυτη με την ύπαρξη μιας ανθρωπολογικά περιεκτικής και γι’ αυτό βιώσιμης κοινωνικής οντότητας.

Δεύτερον, η εθνική ανεξαρτησία αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό της εθνικής στρατηγικής. Επειδή όπως λέμε η στρατηγική είναι η συνάρτηση των μέσων με τους σκοπούς για να την εκπλήρωση του τελευταίου χωρίς υπέρτατο πνευματικό σκοπό μια εθνική στρατηγική προγραμματικά είναι κενή περιεχομένου, δηλαδή προγραμματικά ανύπαρκτη.

Εξ ου και το προηγηθέν επιχείρημα ότι ανεξαρτήτως χρώματος ή απόχρωσης επειδή ο διεθνισμός θεωρεί το έθνος και το εθνοκράτος αναλώσιμα και περιττά, περιττή είναι και η εθνική στρατηγική, γεγονός που οδηγεί τους διεθνιστές να συντάσσονται  και να συμπράττουν με τα εκάστοτε διεθνιστικά μεταμφιεσμένα δόγματα των καθ’ έκαστη συγκυρία ηγεμονικών αξιώσεων.   

 

Η εθνική στρατηγική συνδυάζει τους σκοπούς με τα μέσα που διαθέτει ένα κράτος. Σκοποί είναι πάντοτε τα εθνικά συμφέροντα και οι ιεραρχήσεις τους[11]. Μια ιεράρχησή τους σύμφωνα με μια κοινά αποδεκτή τυπολογία εμφαίνεται στον παρεμβαλλόμενο πίνακα.

Έννοια Εθνικού Συμφέροντος στις διακρατικές σχέσεις[12]

Συμφέρον επιβίωσης

Έσχατες λογικές

Ζωτικό συμφέρον

Μείζον συμφέρον

Δευτερογενή συμφέροντα

Άμυνα, Ασφάλεια,

ακεραιότητα της

εθνικής επικράτειας,

αντιμετώπιση

εξωτερικών απειλών

κατά της κυριαρχίας.

Στρατιωτική και

διπλωματική ισχύς

ανάλογη των

εξωτερικών απειλών ή προβλημάτων.

Αποτρεπτική φήμη.

Συνολικά: Διασφάλιση

της

συλλογικής-ελευθερίας

του λαού ενός κράτους.

Ισορροπία Ισχύος

με δυνητικούς αντιπάλους, ασφάλεια ομοεθνών εκτός συνόρων,

αντιμετώπιση

δραστηριοτήτων

εξωτερικών

παραγόντων που

διαβρώνουν ή

αποδυναμώνουν το

πολιτειακό καθεστώς,

οικονομική ανάπτυξη,

ισχυρές συμμαχίες,

συμμετοχή στο διεθνές

θεσμικό σύστημα.

Ισχυρές συμμαχίες. Διαπραγματευτικά

ερείσματα.

Διαφύλαξη

συλλογικών

πνευματικών

αγαθών,

διαφύλαξη

πολιτισμού,

ελευθερίας,

αξιοπρέπειας.

Δραστηριότητες

ιδιωτών,

εξωτερικές,

οικονομικές, δραστηριότητες εταιρειών.

 

Το συμφέρον επιβίωσης που αφορά την κυριαρχική ακεραιότητα του κράτους βρίσκεται στην κορυφή των ιεραρχήσεων της εθνικής στρατηγικής ενός οποιουσδήποτε εθνοκράτους. Είναι υπέρτατη νομική, πολιτική, πνευματική και κοσμοθεωρητική παραδοχή διαχρονικά πανηγυρικά οικουμενικά επικυρωμένη. Πάνω σ’ αυτή εξάλλου, όπως τονίσαμε, εδράζονται οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου.

Πνευματικές ή φιλοσοφικές ρωγμές λογικά δεν είναι επιτρεπτές και αν υπάρχουν αποδυναμώνουν τόσο την εθνική στρατηγική όσο και την εθνική ανεξαρτησία.  Όταν οι κοινωνίες δεν την έχουν παλεύουν να την αποκτήσουν και όταν την αποκτήσουν είναι προ το συμφέρον τους να την διαφυλάττουν με όλα τα μέσα και με όποια θυσία και αν χρειαστεί. Για την εθνική ανεξαρτησία έγινε και ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας.

Συμβουλή να αφήσεις το εθνοκράτος σου για να αγωνιστείς για την ενοποίηση του πλανήτη οποιουδήποτε είδους ή απόχρωσης, αποτελεί συνταγή κατακρημνίσματος της δικής σου κοινωνίας στο βάραθρο.

 

Ένα άλλο μεγάλο εμπόδιο χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής είναι οι κοντόφθαλμες και αποπροσανατολιστικές εκλογικεύσεις που σχετικοποιούν, ροκανίζουν και θολώνουν τους εθνικούς σκοπούς. Έτσι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτές οι εκλογικεύσεις περνούν τις κόκκινες γραμμές που παραβιάζουν την εθνική ανεξαρτησία, κάθε νέα υποχωρητική στάση συναρτάται με μια προγενέστερη υποχώρηση που προτάθηκε μεν δεν δεχθήκαμε δε. Από καιρό, αντί χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής άξιας των προσδοκιών μας και με τρόπο που εκπληρώνει τους εφικτούς εθνικούς σκοπούς κάθε συγκυρίας, ένα μεγάλο μέρος του παραταξιακού φάσματος της Ελλάδας και της Κύπρου κυριαρχείται από ένα ρευστό, αλλοπρόσαλλο και νεφελώδες φάσμα εκλογικεύσεων περί «χαμένων ευκαιριών». Είναι μια πολιτικοστοχαστική αρρώστια που υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας προκαλώντας σύγχυση και αποπροσανατολισμό.

Πολιτική και επιστημονική ύβρις και επωδός έπονται όταν κάθε φορά ο προτεινόμενος εθνικός θάνατος μεταμφιέζεται ως υποψήφια χαμένη ευκαιρία. Αντί να ερμηνεύσουμε σωστά τα αίτια των λαθών του παρελθόντος τα οποία εμπόδισαν την επίτευξη των εφικτών σκοπών έχουμε ποταμούς ανορθολογικής πολιτικής σκέψης που συνοδεύονται με κάλεσμα για ευθανασία[13].

          Σ’ αυτές τις αδιέξοδες συζητήσεις περί χαμένων δήθεν ευκαιριών κάθε διαδοχικής συγκυρίας το προγραμματικό ροκάνισμα των θέσεών μας αν και διαφορετικού περιεχομένου μορφικά είναι εν τούτοις πανομοιότυπο: Λανθασμένες εκτιμήσεις για το διεθνές σύστημα, λανθασμένες εκτιμήσεις για τα όρια των δυνατοτήτων των διεθνών θεσμών –οι οποίοι στην διεθνή πολιτική είναι νομοτελειακά εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος–, λανθασμένες εσχατολογικές διεθνιστικές ή κοσμοπολίτικες αφέλειες και ηγεμονικές εκλογικεύσεις για τον επικείμενο θάνατο του κράτους και την έλευση του ενός ή άλλου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου πλανητικού παραδείσου[14].

Τέτοιοι ανορθολογισμοί ήδη μας προκάλεσαν γιγαντιαίες ζημιές στην Ελλάδα και στην Κύπρο επειδή η διπλωματία μας σε διαδοχικές κομβικές στιγμές στηρίχθηκε πάνω στην ακραία λανθασμένη υπόθεση πως αντί ισορροπίας με κάθε φίλο ή αντίπαλο τα διακρατικά προβλήματα θα αντιμετωπιστούν, δήθεν, με αισθητικά κριτήρια και διαπροσωπικές σχέσεις[15]. Προσεγγίσεις μάλιστα που σε όλες τις φάσεις που εξετάζουμε, ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είναι εμπλουτισμένες με άφθονη προπαγάνδα και λαϊκίστικο κτίσιμο προσδοκιών, ψευτοδιλήμματα πόλεμος ή ειρήνη και καλλιέργεια ευσεβών πόθων και ψευδαισθήσεων.

 

Πολλοί συχνά αμφισβητούν την σκοπιμότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των κυπρίων. Σφάλλουν βαθύτατα. Μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι θα μπορούσε να γίνει καλύτερη πολιτική διαχείρισή του ή να είχαμε σχεδιάσει μια στρατηγική καλύτερης σύνδεσης εναλλακτικών βαθμίδων ένοπλου αγώνα  με τους διπλωματικούς χειρισμούς. Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα και άλλο να ειπωθεί η ανιστόρητη θέση ότι ο αγώνας ήταν περιττός ή αχρείαστος. 

Το κριτήριο της νομιμοποίησης μιας πολιτικής πράξης στην διεθνή πολιτική ενέχει μεγάλη σημασία και στην  ιστορική συγκυρία που έγινε ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας η νομιμοποίησή του ήταν άφθονη. Το ερώτημα όπως υπαινιχθήκαμε μόλις είναι εάν έτυχε σωστής διπλωματικής διαχείρισης και αν όχι γιατί;

Η αξίωση αυτοδιάθεσης των κυπρίων τον 20ό αιώνα ήταν υπαρξιακού χαρακτήρα, θεμελιώδης, αναπόφευκτη και για αντικειμενικούς ιστορικούς λόγους εντός εφικτών ορίων. Επιτυχία απαιτούσε μεγιστοποίηση των νομικών, πολιτικών, κοσμοθεωρητικών και διεθνοπολιτικών ερεισμάτων που διαθέταμε στην μεταπολεμική συγκυρία. Κάτι τέτοιο προϋπόθετε πολύ καλή γνώση των στρατηγικών των μεγάλων δυνάμεων και τον τρόπο που εξελισσόταν.

Το κύμα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων δεν είναι ο μόνος παράγων που νομιμοποιούσε ένα αγώνα ελευθερίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο 19ος αιώνας και οι αρχές του 20ού αιώνα ήταν επίσης η φάση εκπνοής της αποικιακής εποχής και η αφετηρία του σύγχρονου πλανητικού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Μπορεί αναρίθμητοι έλληνες και όχι μόνον να παρασύρθηκαν στην διεθνιστική και κοσμοπολίτικη ρητορεία του τεχνητού, επίπλαστου και κίβδηλου Ψυχρού Πολέμου, όταν οι εκατέρωθεν ηγεμονικές δυνάμεις μεταμφίεσαν τα συμφέροντά τους με ψεύτικα κοσμοϊστορικά σχέδια, πλην η ιστορική εξέλιξη αν και με σκαμπανευάσματα συνεχίστηκε. Απλά, αν και εντυπωσιακός και καταστροφικός, ο Ψυχρός Πόλεμος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του των διενιστικοϋλιστικών δογμάτων και των ηγεμονισμών που αφετηρία είχαν τον 17ο αιώνα και που συμβολικά εξέπνευσαν το 1990. Πολλοί βέβαια λόγω κεκτημένης ταχύτητας ακόμη βιώνουν την πολιτικοστοχαστική ατμόσφαιρα του Ψυχρού Πολέμου με αποτέλεσμα να θρέφουν τον πολιτικό ανορθολογισμό.

Ιστορικοπολιτικά, η καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας που άρχισε με την πτώση της Βυζαντινής Οικουμένης και στην συνέχεια την έλευση των υλιστικών δογμάτων οδήγησε εν μέσω αντιφάσεων και καταστροφών στην αποικιοκρατία, στον ηγεμονισμό και στην μεταβατική επίφαση του Ψυχρού Πολέμου που τερματίστηκε το 1990. Τον 20ο αιώνα και πολύ περισσότερο στις αρχές του 21ου αιώνα, η εθνική ανθρωπολογία εισέρευσε ξανά ορμητικά ως ο διαμορφωτικός παράγων του πολιτικού γίγνεσθαι[16].

Αυτή η αλλαγή παραδείγματος αφορά τα εννέα τουλάχιστον δέκατα των ανθρώπων του πλανήτη αν όχι το σύνολο, αν συμπεριλάβουμε τα έθνη της Δύσης, οι κοινωνίες των οποίων μάλλον κινούνται και αυτές ερήμην των ταρακουνημένων και αποτυχημένων πολιτικών και διανοητικών ελίτ[17]. Η τάση είναι πανίσχυρη. Αφήνοντας κάποια πολιτικά και πνευματικά ελίτ να αναμασούν δόγματα παρωχημένων φιλελεύθερων και μαρξιστικών υλισμών ή φασιστικών κολεκτιβισμών, οι άνθρωποι στο επίπεδο των κοινωνικών οντοτήτων διαρκώς συγκροτούνται πολιτικά σύμφωνα με την ιστορικά διαμορφωμένη εθνική ανθρωπολογική τους υπόσταση.

Οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες διαμόρφωσαν την πρώτη μεγάλη μετά-αποικιακή καταστατική δομή: Συνέτειναν στην νομικοθεσμική και κοσμοθεωρητική επικύρωση μιας οντολογικής πλέον πραγματικότητας που αναδείκνυε το εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα που εδράζεται πάνω στην κοινή για όλες τις κοινωνίες, υψηλή κοσμοθεωρητική αρχή της Εθνικής Ανεξαρτησίας ως μετά-Αποικιακού τρόπου ενδοκρατικής και διακρατικής ζωής. Νομικοπολιτικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτό ενσαρκώνουν και οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου.

          Συνοψίζοντας αυτή την καίρια πτυχή τονίζουμε ότι η πριν το 1974 φάση αποτελείτο από δύο μεταβατικές εποχές και η Κύπρος πάτησε μέσα σε αμφότερες: Η πρώτη μεταβατική εποχή ήταν η φάση των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων που προκάλεσε την γένεση δύο εκατοντάδων ανεξάρτητων κρατών. Η δεύτερη μεταβατική εποχή αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκλώβισε τα κράτη αυτά αλλά και όλο τον πλανήτη μέσα στον εξίσου μεταβατικό Ψυχρό Πόλεμο κατά την διάρκεια του οποίου διεξάχθηκε η επίπλαστη δήθεν ιδεολογική διαπάλη Ανατολής-Δύσης.

Οι έλληνες της Κύπρου με την σύμπνοια των ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδας –και ανεξαρτήτως αδυναμιών της τελευταίας στο επίπεδο της πολιτικής διακυβέρνησης– ήταν σωστό και ιστορικά αναπόδραστο να διεκδικήσουν αυτοδιάθεση πριν ή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως γνωρίζουμε αυτό έκαναν.

Κύριος ανασταλτικός παράγοντας που σχεδόν προγραμματικά προδίκασε την αποτυχία αυτής της αναπόδραστης αξίωσης ελευθερίας ήταν το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ήταν το πρώτο μεγάλο θύμα του Ψυχρού Πολέμου. Μετά τον άχαρο και αχρείαστο ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, η απορρέουσα εξάρτηση του νεοελληνικού κράτους έθρεψε τα εκατέρωθεν διεθνιστικά σύνδρομα, δίχασε την ελληνική κοινωνία και κατέστησε, βασικά μέχρι και σήμερα ανέφικτη την συγκρότηση μιας εθνικής στρατηγικής που θα δικαίωνε την Κύπρο και θα διασφάλιζε την ελληνική επικράτεια σύμφωνα με τις Συνθήκες και την διεθνή νομιμότητα[18].

          Στην συνέχεια, για αυτούς κυρίως τους λόγους αλλά και εκ του γεγονότος ότι ο Ψυχρός Πόλεμος βάθαινε ολοένα και περισσότερο η εξάρτηση της μητροπολιτικής Ελλάδας περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την πολιτική διαχείριση του αγώνα ελευθερίας. Δυνατότητες και ευκαιρίες εκμετάλλευσης των κυμάνσεων του Ψυχρού Πολέμου για να επιτύχει ο αγώνας υπήρχαν πολλές. Στις εισηγήσεις που προηγήθηκαν, για παράδειγμα, καταδείχθηκε ότι ένας εξεζητημένος δυτικός προσανατολισμός κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και 1960 θα μπορούσε να επιτύχει πολλά και ίσως την πλήρη αυτοδιάθεση[19].

Λόγω των πιο πάνω και πολλών άλλων παραγόντων που δρομολόγησαν και έθρεψαν τον Ψυχρό Πόλεμο, το κεκτημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το 1960 ήταν αρκετά εύθραυστο. Κυρίως λόγω ύπουλων διαιρετικών συνταγματικών στοιχείων που οδήγησαν στην αναπόδραστη –λόγω μη βιωσιμότητας που οφειλόταν στις εσωτερικές διαιρέσεις στην βάση εθνικότητας– κρίση του 1963. Βασικά, μετά το 1960 μέχρι και σήμερα περιπίπταμε από την μια αντίφαση στην άλλη και από το ένα λάθος στο άλλο λόγω θολής σκέψης για τον σκοπό μας[20] και λόγω κραυγαλέου ελλείμματος στρατηγικής διαχείρισης των υποθέσεών μας στην διεθνή πολιτική.

Εξωτερικές εξαρτήσεις, ιδεολογική διάβρωση, πνευματικό ροκάνισμα, λάθη οφειλόμενα σε πάγια ελλείμματα κατανόησης της διεθνούς πολιτικής, έξωθεν υποκινούμενες πολιτικά εγκληματικές στάσεις όπως το πραξικόπημα του 1974 ή η υποστήριξη του εγκληματικού σχεδίου Αναν μας φέρνουν στο σημερινό εξαιρετικά δύσκολο σταυροδρόμι. Εν τούτοις, επειδή Ιδιαίτερα όταν τα ζητήματα που τίθενται είναι ζωής και θανάτου, δημοκρατίας και ελευθερίας, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι στην διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν ανέφικτοι σκοποί παρά μόνο δύσκολοι στόχοι.

 

Στην διεθνή πολιτική όταν ένα κράτος χαράζει και εφαρμόζει την εθνική του στρατηγική αντιμετωπίσαμε ένα κατά τα άλλα γνωστό ζήτημα, την αντιθετική σχέση μεταξύ κατευνασμού και αποτροπής. Στην μια πλευρά είναι η πεπατημένη του κατευνασμού και στην άλλη είναι η επιδίωξη του μόνου εφικτού σκοπού, δηλαδή μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού με γρανιτένια προσκόλληση στις υψηλές αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας που τις ενσαρκώνει.

Το ζήτημα στην εξωτερική πολιτική δεν είναι το κατά πόσο σε κάθε ιστορική συγκυρία θα περιπίπτουμε σε μοιρολατρία για παρελθούσες δήθεν «χαμένες ευκαιρίες» αλλά το κατά πόσο στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία θα επιτυγχάνεται το βέλτιστο εφικτό με σωστή διαχείριση όλων των μέσων που διαθέτουμε χωρίς ποτέ να επιτρέπεται να δρασκελίσουμε κόκκινες γραμμές. Τα ιδεολογήματα και θεωρήματα περί χαμένων ευκαιριών, συνιστούν, βασικά, μομφή για το γεγονός ότι την μια ή άλλη ιστορική στιγμή δεν δρασκελίσαμε την κόκκινη γραμμή προκαλώντας στους εαυτούς μας πρόωρο θάνατο.

Σε κάθε ιστορική στιγμή το ζητούμενο είναι η εκπλήρωση του μέγιστου εφικτού εθνικού συμφέροντος χρησιμοποιώντας την βέλτιστη υψηλή στρατηγική. Όταν αυτό δεν συμβαίνει μεμφόμαστε την λανθασμένη στρατηγική και όχι τον μέγιστο εφικτό σκοπό που λόγω λαθών και παραλείψεών μας δεν εκπληρώθηκε. Υπό το πρίσμα κάθε περίπτωσης, επίσης, διατυπώνουμε πορίσματα για το πώς δεν θα επαναληφθούν τα λάθη και οι παραλήψεις που δεν εκπλήρωσαν τον σκοπό.

         

Συμπεραίνω λοιπόν λέγοντας ότι τα προβλήματα της εθνικής στρατηγικής που απαιτεί βέλτιστη χρήση των μέσων που διαθέτουμε με αταλάντευτη επιδίωξη να εκπληρώσουμε τον βέλτιστο εφικτό σκοπό της κάθε ιστορικής συγκυρίας, τις τέσσερεις τελευταίες δεκαετίες καταμαρτυρούμενα έχουν τρις κύριες διαστάσεις.

Πρώτον, την ευρεία διάδοση διεθνιστικών δογμάτων που διαποτίζουν την ελλαδική και κυπριακή κοινωνία αναιρώντας προγραμματικά κάθε αξίωση χάραξης Υψηλής εθνικής στρατηγικής.

Δεύτερον, την συνεπαγόμενη διαχρονικά ξένη εξάρτηση που περιορίζει τόσο την εθνική ανεξαρτησία όσο και την ανεξάρτητη πολιτειακή δράση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.

Τρίτον, ιδιαίτερα την ύστερη εποχή, την εκτεταμένη διείσδυση στο πολιτικό, επικοινωνιακό και πνευματικό πεδίο διεθνικών δρώντων οι οποίοι αν και επενεργούν διανεμητικά δεν υπόκεινται στον παραμικρό δημοκρατικό έλεγχο. Για να δει το τελευταίο ζήτημα καθαρά, κανείς δεν έχει παρά να ανατρέξει στο αποκαλυφθέν γεγονός έξωθεν χρηματοδοτήσεων υποστηριχτών του σχεδίου Αναν την περίοδο 2001-4 και τον ρόλο των διεθνικών οργανισμών ανεξιχνίαστων και ή άκρως προβληματικών εξωτερικών διασυνδέσεων.

Στο εσωτερικό του πιο σκληρού πυρήνα λήψης αποφάσεων στα Υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών, για παράδειγμα, δεν μπορούν να ακούονται τα πιο ανορθολογικά και παράλογα πράγματα και λόγω επιστημονικής μεταμφίεσης να γίνονται πιστευτά από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Αυτό εν τούτοις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών η οποία διαβρώθηκε όχι μόνο λόγω παρακμής της ακαδημαϊκής πολιτικής σκέψης περί τα διεθνή αλλά επιπλέον και λόγω της εκτεταμένης διείσδυσης, σε όλα τα επίπεδα του ελληνικού πολιτικού και πνευματικού φάσματος, i) ενός περίεργου μίγματος πολιτικά και κοινωνικά ανεξέλεγκτων φορέων επιστημονικών τίτλων, ii) ενός ακόμη πιο περίεργου μίγματος διεθνικών δρώντων και iii) πολλών χρηματοδοτών που εκτείνονται από πολυεθνικές επιχειρήσεις και διαβόητους χρηματοοικονομικούς κερδοσκόπους όπως ο Σόρος μέχρι και «πρώην» αξιωματούχους των κυβερνήσεων και των «υπηρεσιών» ξένων κρατών.

 

Ένας στοιχειώδης ιστορικοπολιτικός απολογισμός της περιόδου 1945 μέχρι 1974 αλλά πανομοιότυπα και από το 1974 μέχρι σήμερα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αίτια, αιτιώδεις σχέσεις και αιτιατά συμπλέκονται με ένα τρόπο που δεν είναι καθόλου τυχαίος:

·       Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι άβουλα, αμελέτητα, απονενοημένα και προς μεγάλη έκπληξη των Άγγλων, όπως έγραψε ο Μακμίλλαν προσήλθαμε στην τριμερή διάσκεψη το 1955.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι η κυπριακή αριστερά διαιρέθηκε στον αγώνα ελευθερίας των κυπρίων.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι ετοιμαζόμενοι για ένα μεγάλο αγώνα ελευθερίας δεν συνεκτιμήσαμε δεόντως τις παραμέτρους του Ψυχρού Πολέμου αλλά και των παραμέτρων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής της δεκαετίας του 1950 και 1960.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι αλλοπρόσαλλα την ίδια στιγμή που η Κύπρος ήταν κατειλημμένη από δυνάμεις του ΝΑΤΟ αρχές της δεκαετίας του 1960 στραφήκαμε προς την Σοβιετική Ένωση.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι εύκολα οι αμερικανικές υπηρεσίες διείσδυσαν σε όλο το πολιτικό φάσμα πριν και μετά την ξενόφερτη χούντα του 1967.

·       Δεν είναι τυχαίο το ότι στο πλαίσιο μιας αχρείαστα υπερβολικής ταύτισης με τους αδέσμευτους δόθηκε δυσανάλογη σημασία στην ΓΣ του ΟΗΕ και όχι στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί τάχθηκαν υπέρ των καταχρηστικών ηγεμονικών επεμβάσεων μετά το 1990 συμβάλλοντας στην αναστάτωση της περιφέρειάς μας και δημιουργώντας προϋποθέσεις διείσδυσης στις δικές μας υποθέσεις, συνάμα αναβαθμίζοντας στρατηγικά την Τουρκία.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι χάσαμε το τραίνο της ΕΕ επειδή την είδαμε διεθνιστικά και όχι όπως είναι συγκροτημένη, δηλαδή εθνοκρατοκεντρικά.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι ουκ ολίγοι ακούοντας την έννοια «έθνος» παθαίνουν πνευματική και πολιτική αλλεργία και με τρόπο που ακυρώνει τα πνευματικά, πολιτικά, πολιτισμικά και στρατηγικά μας ερείσματα.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι μη κυβερνητικές διεθνικές οργανώσεις καλλιέργησαν την εικόνα ενός ανθόσπαρτου πλανήτη προσανατολίζοντας την Ελλάδα προς τον κρημνό, καταπολεμώντας την πορεία της Κύπρου προς την ΕΕ, αντικρούοντας ή και καταπολεμώντας την πολιτική αξιόπιστης εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής στο Αιγαίο και στην Κύπρο.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι πείστηκαν οι κυβερνούσες πολιτικές ηγεσίες πως με κατευνασμό και δη στηριζόμενο σε αισθητικές και διαπροσωπικές φιλικές σχέσεις θα αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος επιβίωσης με μια υπεύθυνη αξιόπιστη εθνική στρατηγική συχνά εξυβρίστηκε ως δήθεν εθνικιστική θέση.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί τελικά θεωρήθηκε φυσιολογικό να μιλάνε για νομιμοποίηση των τετελεσμένων στην Κύπρο και απάρνηση άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων που προσφέρει η διεθνής νομιμότητα στο Αιγαίο και στην Λεβαντίνη. 

·       Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια γραμμή σκέψης υποστήριξε πως το 1955-59 οι άγγλοι αποικιοκράτες εφάρμοζαν πολιτική προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

·       Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα ουκ ολίγοι είναι έτοιμοι να κάνουν άλμα στο κενό με την κατάργηση της ΚΔ και την κατασκευή μιας πολιτειακής διαστροφής άνευ προηγουμένου που αναιρεί κεκτημένα πέντε χιλιάδων χρόνων διαδρομής του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων.

Επειδή όπως είπαν οι Ρωμαίοι scripta manent πολλοί εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα. Αντί όμως να δηλώσουν ένα τίμιο ουρανομήκη mea culpa επειδή για παράδειγμα συμπράττοντας με τους εχθρούς της ελευθερίας και της Ελλάδας εκθείασαν το παράνομο και καταχρηστικό σχέδιο Αναν, τώρα ζητούν και τα ρέστα.

 

Καταληκτικά, για το κυπριακό θα μπορούσε να τονιστεί η εξής κύρια πτυχή: Ο μόνος λογικός και σωστός σκοπός πριν και μετά το 1974 μέχρι και σήμερα ήταν και συνεχίζει να είναι η αυτοδιάθεση στην βάση της αρχής της πλειοψηφίας. Αυτό στις μέρες μια στο επερχόμενο μέλλον ισχύει πολύ περισσότερο: Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να επιβιώσει ως κράτος μόνο αν είναι δημοκρατικά δομημένο. Μόνο έτσι δεν θα καταστεί εστία συγκρούσεων και θανάτου λόγω εσωτερικών διαιρέσεων σε εθνική-ρατσιστική βάση που επεξεργάζονται όσοι επιβουλεύονται γεωπολιτικά τον κυπριακό πολιτικό χώρο[21].

Νομικοπολιτικά, εξάλλου, αν η αυτοδιάθεση στην βάση του «one man one vote» ήταν βασική αρχή της από-αποικιοποίησης, ισχύει πλήρως στο εσωτερικό ενός κράτους δικαίου και της αναγκαίας και μη εξαιρετέας δημοκρατικής νομιμότητας. Ποτέ δεν προσφερόταν ως βιώσιμη λύση και ποτέ δεν θα αποτελέσει βιώσιμη επιλογή η συγκρότηση ενός διεστραμμένου πολιτειακού γάμου που θα διαιρέσει την κοινωνία σε ρατσιστική και φυλετική βάση. Είναι άλμα στο κενό, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι ολοένα και πιο έντονες νέο-Οθωμανικές τάσεις των ισλαμιστών νεοτούρκων[22].

Στην Κύπρο ο σκοπός είναι και σήμερα και ο ίδιος θα συνεχίσει να είναι μελλοντικά: Η αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Οτιδήποτε πιο κάτω είναι αναπόδραστα καταστροφικό καθότι καταστέλλει τις ασυμβίβαστες έσχατες αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτό τον σκοπό επιδιώξαμε το 1955 και ο ίδιος σκοπός παραμένει και σήμερα. Όταν την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμεθα ας μην σφάλλουμε μετατρέποντάς την σε δήθεν αμάχητο επιχείρημα υπέρ αυτοχειριασμού

 

Ολοκληρώνοντας, θέλω να αναφερθώ στην χθεσινή παραδοχή μεγάλου σφάλματος στελέχους του ΕΛΙΑΜΕΠ επειδή, όπως μας είπε, σε συνομιλία του με τον Γιάννο Κρανιδιώτη δεν είχε πειστεί ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ήταν σημαντική και σωστή διπλωματική επιλογή. Πάγια θέση μου όπως είναι γνωστό είναι πως η παραδοχή λάθους στο επιστημονικό πεδίο τιμά, δεν προσβάλλει, τον δηλώνοντα και πως τέτοιες πρακτικές αποτελούν προϋπόθεση επιστημονικής προόδου. Πλην έλεος, ας μην υποβαθμίζουμε ένα ζήτημα γιγαντιαίων διαστάσεων σε κάποια συνομιλία με τον αείμνηστο Κρανιδιώτη. Από πολλά στελέχη του εν λόγω ιδρύματος απαιτείται ένα πολύ μεγάλο mea culpa. Αν και για το θέμα αυτό έγραψα αρκετά και θα γράψω πολύ περισσότερα, είναι εδώ αναγκαίο να ειπωθούν έστω και δύο λόγια[23].

Πρώτον, δεν είναι ένα και δύο ή καμιά κουβέντες σε διαδρόμους ή σε κανένα συνέδριο που ειπώθηκαν. Γράφτηκαν εκατοντάδες κείμενα σε βιβλία, άρθρα, επιφυλλίδες, για τα οποία, κάποιοι από εμάς από το 1989 μέχρι και σήμερα απελπισμένα αναγκαζόμαστε να αναλώσουμε χιλιάδες ώρες για να τα αντικρούσουμε. Εκατοντάδες κείμενα λοιπόν για τα οποία πριν λίγα χρόνια το ΕΛΙΑΜΕΠ πήρε μια επιστολή στην οποία τους πρότεινα να συγκροτηθεί επιστημονική ομάδα που θα χρηματοδοτήσει το ίδιο, μιας και τυγχάνει να είναι εύπορο καθότι χρηματοδοτείται πανταχόθεν από κυβερνήσεις, τράπεζες, χρηματοοικονομικούς δρώντες, τα ιδρύματα Σορος, κτλ, για να προχωρήσουμε σε μια ενδελεχή και αντικειμενική μελέτη ως προς το τι είπε ο καθείς και το πως το είπε όσον αφορά α) την υποβολή αίτησης ένταξης, β) την πορεία της των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, γ) την αμυντική ενίσχυση της Κύπρου, δ) την αποτρεπτική στρατηγική στο Αιγαίο, ε) τα προεόρτια του σχεδίου Αναν, στ) την επιστημονικά  και κοινωνικά ηρωική μάχη για να απορριφτεί αυτό το σχέδιο πολιτικής, διεθνοπολιτικής και επιστημονικής ντροπής, και ζ) τους απαράδεκτους χαρακτηρισμούς κατά του Τάσσου Παπαδόπουλου και την πολιτική του διαδρομή.

Αν το ζητούμε και επιμένουμε –και εγώ συντάσσω σχετικά εκτενές κείμενο– δεν οφείλεται σε κάποια μνησικακία ή εκδικητικότητα αλλά στην ανάγκη να μην ξαναβρεθούμε ως επιστήμονες και ως κοινωνίες μπροστά σε ένα κύμα εκατοντάδων αναλύσεων που περίπου υποστήριζαν ότι τα γαϊδούρια έχουν φτερά και πετούν ή ότι η ελευθερία και η δημοκρατία είναι περιττά μιας και εισερχόμαστε στην … μεταεθνική εποχή των προπαγανδιστικών φαντασιώσεών τους[24].

Ακόμη πιο σημαντικό στην Ελλάδα και στην Κύπρο βρισκόμαστε ενώπιον επερχόμενων μεγάλων προβλημάτων στην αντιμετώπιση των οποίων η ελληνική επιστημονική κοινότητα απαιτείται αυτή την φορά να φανεί άξια του μισθού τους επιτελώντας την επιστημονική της αποστολή. Να απέχει δηλαδή από κάθε προπαγανδιστική δραστηριότητα, να συγκροτήσει επιστημονικές εργασίες που στηρίζουν και δεν υπονομεύουν την διεθνή νομιμότητα και να τηρήσει πάγιους κώδικες δεοντολογίας της επιστήμης που αφορούν την ελευθερία και την δημοκρατία. Τους μήνες και χρόνια που έρχονται όλοι και όλα πάλι θα δοκιμαστούν. Αυτή την φορά κάποιοι ας μην παρασυρθούν με τρόπο που δεν τιμά μια επιστημονική κοινότητα. Όπως είπαμε, scripta manent, και κανείς δεν πρέπει να το ξεχνά, ιδιαίτερα οι ακαδημαϊκοί.

 

Π. Ήφαιστος, www.ifestosedu.gr

Σεπτέμβριος 2011

 

 


[1] Το Βρετανικό διαίρει και βασίλευε ως μέσο διαιώνισης της βρετανικής επιρροής αποτυπώνεται πολύ παραστατικά στο αρχικό Σύνταγμα το οποίο ως προς τούτο ποτέ, ουσιαστικά, δεν εφαρμόστηκε. Εσωτερικές διαιρέσεις ενός κράτους σε εθνική ή ρατσιστική βάση προδικάζουν διενέξεις και αυτό καταμαρτυρήθηκε. Η επανάληψη του ίδιου λάθους σε μελλοντικές διευθετήσεις με την τουρκοκυπριακή μειονότητα, καθώς και η διαιώνιση των εξίσου προβληματικών δήθεν «εγγυήσεων» αποτελεί συνταγή επανάληψης των εσωτερικών συγκρούσεων, με αναβαθμισμένο μάλιστα αυτή τη φορά ρόλο της Τουρκίας.

[2] Η κατανόηση του γεγονότος ότι η κατάκτηση της ανεξαρτησίας σημαίνει συνάμα και παντοτινή άγρυπνη εγρήγορση υπεράσπισής της δεν είναι πάντα πολιτικά αυτονόητα αποδεκτή. Το πιο σύνηθες αίτιο εφησυχασμού οφείλεται στις εσχατολογικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδεολογίες που ως τέτοιες αντιμάχονται την ιδέα του εθνοκράτους ως θεσμού συλλογικής ελευθερίας. Συνολικά, οφείλεται σε έλλειμμα γνώσης της φυσιογνωμίας, των λειτουργιών και των εγγενών αιτιών πολέμου του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Σωστή αντίληψη της διεθνούς πολιτικής απαιτεί πρωτίστως σωστή αντίληψη της δομής, της λειτουργίας και των βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων που συγκροτούν το διεθνές σύστημα και που επηρεάζουν την εξέλιξή του. Μια τέτοια κατανόηση συνεπάγεται αποφυγή αναρίθμητων και επιστημονικά μεταμφιεσμένων αναλύσεων διεθνών σχέσεων που κυκλοφορούν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Η ανάλυση των διεθνών σχέσεων όπως εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, πλην ελαχίστων υποδειγματικών περιπτώσεων, έχει διαφθαρεί επιστημονικά και στοχαστικά λόγω της στράτευσης εκατομμυρίων πανεπιστημιακών στις εκατέρωθεν αξιώσεις ισχύος της διεθνούς πολιτικής κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η σύγχυση επιτείνεται καθότι ενώ εξυπηρετούσαν τις εκατέρωθεν ηγεμονικές αξιώσεις τα εκατέρωθεν παραγόμενα θεωρήματα και ιδεολογήματα –παρά το γεγονός ότι ουδόλως επηρέαζαν τα στρατηγικά σχέδια των μεγάλων δυνάμεων– ενέσπειραν στις κοινωνίες των υπόλοιπων κοινωνιών μια διεθνιστική ρητορική που κανένα απολύτως νόημα δεν είχε. Για την κατανόηση των βασικών πτυχών της διεθνούς πολιτικής με τρόπο που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το κυπριακό ζήτημα –καθότι περιγράφει το τι ισχύει στην διεθνή πολιτική ενώ η πλειονότητα των ελλήνων άλλα φρονούσε–, ιεραρχικά προτείνω τα εξής λίγα. Θουκυδίδης, Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (συνιστώ την μετάφραση του Ελ. Βενιζέλου). K. Waltz K. Άνθρωπος, το κράτος και ο Πόλεμος (Ποιότητα 2011). Κ. Waltz, Θεωρία διεθνούς πολιτικής (Ποιότητα 2011). J. Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (Ποιότητα 2008). Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο αιώνα (Θεμέλιο 2000). Για την τελευταία δική μου παρέμβαση βλ. Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, Συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου (Εκδόσεις Ποιότητα 2009). Για μια ευρύτερη ανασκόπηση της καλής βιβλιογραφίας διεθνών σχέσεων βλ. http://www.ifestosedu.gr/82GoodBooks.htm.   

[3] Πέραν της συγκρότησης εθνικών σκοπών που αποτελούν έσχατη λογική για την πλειονότητα των μελών μιας κοινωνίας, εθνική στρατηγική σημαίνει βέλτιστη και αποτελεσματική συνάρτηση των μέσων με τους σκοπούς. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, σημαίνει σωστή ανάλυση τόσο του άμεσου περιφερειακού περιβάλλοντος και της στρατηγικής των άλλων κρατών όσο και τις συναρτημένες με αυτό πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων στην γειτνιάζουσα περιφέρεια αλλά και σε άλλες περιφέρειες. Η υψηλή στρατηγική συνδυάζει και συνδέει επιμέρους στρατηγικές απέναντι σε «εχθρούς» και «φίλους» συνεκτιμώντας τόσο τις μεταλλαγές ισχύος και συμφερόντων όσο και τις διαρκείς και ακατάπαυστες εναλλαγές «φίλων» και «εχθρών». Σημαίνει επίσης ικανότητα διαρκούς σχοινοβασίας στην διεθνή πολιτική, στρατηγική επηρεασμού της στρατηγικής των υπόλοιπων κρατών, διαρκείς πελατειακές σχέσεις με τις ισχυρότερες δυνάμεις και εναλλακτικές προσεγγίσεις μείωσης των κινδύνων και αύξησης των ερεισμάτων. Τίποτα από όλα αυτά και πολλά άλλα δεν είναι εφικτό αν η πλειονότητα των πολιτών δεν είναι ακλόνητα προσκολλημένη στην υψηλή κοσμοθεωρητική αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας.

[4] Για τις προϋποθέσεις μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής βλ. Π. Ήφαιστος, Α. Πλατιάς, Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική (Παπαζήσης 1991). Επίσης, Π. Ήφαιστος, «Ελληνική Εθνική Στρατηγική, έννοια, σκοποί προϋποθέσεις επιτυχούς εκπλήρωσης: η περίπτωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Κύπρου», στο Χρ. Αλεξάνδρου, Θ. Μαλκίδης (επιμ.), Προσκλήσεις Ασφάλειας για την Ελλάδα και την Κύπρο (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2008).

[5] Το J. Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων ό.π. είναι σήμερα αναμφίβολα το πλέον αξιόπιστο κείμενο της διεθνούς βιβλιογραφίας την περιγραφή και ερμηνεία των ηγεμονικών ανταγωνισμών.

[6] Ρητά, ή εμμέσως πλην σαφώς, το ιδεώδες της Ανεξαρτησίας αποτελεί αξίωση όλων των κυρίαρχων κρατών (και των κοινωνιών που αξιώνουν να αποχωριστούν από πολυεθνικά κράτη για να αποκτήσουν ανεξάρτητη Πολιτεία-κράτος). Ο Zagorin σημειώνει ότι «η απώλεια της ανεξαρτησίας μέσω έξωθεν κυριαρχίας ή κατάκτησης ήταν για κάθε πόλη η υπέρτατη καταστροφή και θεωρείτο από τους πολίτες ως υποδούλωση», σελ. 31. Πιο κάτω, επίσης, επισημαίνει ότι «ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο ενάντια της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και υποταγής σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για την διατήρηση της αυτοκρατορίας είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών πόλεων», Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006) σελ. 269-70. Η ανεξαρτησία ως αξίωση, ως αναλυτική έννοια, ως πολιτικό κριτήριο με νομικές προεκτάσεις και ως υπόβαθρο της διεθνούς θεσμικής οργάνωσης, στο σύγχρονο διεθνές σύστημα ενσαρκώνεται στο καθεστώς της κυριαρχίας. Το καθεστώς της κυριαρχίας πάνω στο οποίο εδράζεται η οργάνωση της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, είναι αναμφίβολα, από νομικής-θεσμικής άποψης, πολύ πιο αναπτυγμένο σε σύγκριση με τους θεσμούς της κλασικής εποχής. Εν τούτοις, είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι πολιτικά πιο εμπεδωμένο και πιο νομιμοποιημένο απ’ ότι οι αντίστοιχοι διεθνείς θεσμοί το συστήματος Πόλεων της κλασικής εποχής. Η παρατήρηση αυτή είναι καίριας σημασίας. Αυτό γιατί το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά την βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα ενός οποιουδήποτε θεσμικού συστήματος είναι ο βαθμός νομιμοποίησης μεταξύ των μελών του κοινωνικού σώματος στο οποίο ανήκει (δηλαδή, στο πλαίσιο της παρούσης συζήτησης, αφενός της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και αφετέρου της «διεθνούς κοινωνίας Πολιτειών» της κλασικής εποχής). Για την στενή σχέση και ομοιότητες ή διαφορές του κλασικού με το σύγχρονο διακρατικό σύστημα από την σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας βλ. Ernest Barker, Αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2007).

[7] Όσον αφορά τα εγγενή χαρακτηριστικά της εθνικής ανεξαρτησίας ως υψηλής κοσμοθεωρητικής αρχής των μελών μιας κοινωνίας και ως υψηλής παραδοχής ενός αναπτυγμένου διεθνούς συστήματος, ο Adam Watson σημειώνει: «Η δέσμευση των Ελλήνων έναντι της ανεξαρτησίας είναι θρυλική. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο ιδανικό ότι κάθε πόλη-κράτος, δηλαδή κάθε Πολιτεία, θα έπρεπε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της και απεχθάνονταν κάθε είδους επικυριαρχία ή ηγεμονία μιας άλλης πόλης ή μιας ξένης δύναμης. Δεν ανέκυπτε συχνά η ιδέα της ενοποίησης της Ελλάδας σε ένα μόνο κράτος, και όταν προέκυπτε, την αντιμετώπιζαν συνήθως με αποστροφή». Τονίζοντας το γεγονός των ατελειών στο κλασικό σύστημα, ο Watson επισημαίνει, επίσης, ότι «στην πράξη, πολλές ελληνικές πόλεις υποχρεώνονταν να αποδεχτούν κάποιο βαθμό ελέγχου από έναν επικυρίαρχο ή ηγεμονικό σύμμαχο, ιδιαίτερα στις εξωτερικές τους σχέσεις. Και αυτό θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί το μικρότερο από δύο δεινά. Οι ασιατικές ελληνικές πόλεις βρίσκονταν συνήθως σ’ αυτή την θέση όπως και πολλές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας για μεγάλες χρονικές περιόδους, ενώ οι δυτικές αποικίες σπανιότερα». Συνεχίζει για να υπογραμμίσει ότι παρά αυτές τις ατέλειες, «οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σίγουρα, όσον αφορά την ιδέα τους περί νομιμοποίησης, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην πράξη, προς το άκρο των πολλαπλών ανεξαρτησιών του φάσματός μας». Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005), σελ. 98. Ο Victor Ehrenberg, αντίστοιχα, αναφερόμενος στο σύστημα διεθνών θεσμών της κλασικής περιόδου, σημειώνει ότι «το πιο σημαντικό όσον αφορά τη Δελφική Αμφικτιονία ήταν το γεγονός πως δεν είχε πραγματική αρμοδιότητα να προσφύγει κατά ιδιωτών πολιτών στο εσωτερικό των Πόλεων και πως δεν είχε αρμοδιότητες που υπερφαλάγγιζαν τις τοπικές αρχές. (…) Η αυτονομία των κρατών-μελών, επομένως, δύσκολα επηρεαζόταν από την Αμφικτιονία» (The Greek State, Methuen, London, 1969), σελ. 111. Οι ελληνικές πολιτείες ανέπτυξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «διεθνείς θεσμούς», αντιλαμβάνονταν τον ρόλο αυτών των θεσμών ως «διακυβερνητικό», δηλαδή ως ένα θεσμικό και πολιτικό σύστημα διακρατικής επικοινωνίας και συνεννόησης που δεν παραβίαζε την κυριαρχία των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα την ενίσχυε και την υποβοηθούσε στις διεθνείς της συναλλαγές της εποχής.

[8] Κάτι τέτοιο και ανεξαρτήτως θεσμικών δομών προϋποθέτει δύο τουλάχιστον πράγματα. Πρώτον, κυριαρχία μιας αντίληψης περί εθνοκράτους και διεθνούς πολιτικής αποστερημένης κάθε διεθνιστικής και κοσμοπολίτικης άποψης. Δεύτερον, απόλυτη προσήλωση της πλειονότητας των πολιτειών στο οικείο εθνοκράτος που θεωρείται ως θεσμός ελευθερίας και κατά προέκταση ως προς τούτο του εθνικού συμφέροντος. Ουδείς θα πρέπει να αναμένει τους άλλους να εθνικά συμφέροντα μιας κοινωνίας όταν τα ίδια τα μέλη της θεωρούν το εθνοκράτος αναλώσιμο στον βωμό κάποιας ανύπαρκτης μεν κατά την φαντασία τους όμως επερχόμενης παγκόσμιας ενότητας. Τα ζητήματα αυτά, ιδιαίτερα σε αναφορά με τις προϋποθέσεις του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος στο κατώφλι του 21ου αιώνα, συζητήθηκαν εκτεταμένα στο Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π.

[9] Στο σημείο αυτό χρήζει να υπογραμμιστεί η σχέση της εθνικής ανεξαρτησίας με τις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου. Η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι μόνο υπέρτατη κοσμοθεωρητική παραδοχή για κάθε κοινωνία αλλά και κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή για τις κοινωνίες όλων των κρατών όπως συνομολογήθηκε πανηγυρικά στους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών θεσμών. Η εθνική ανεξαρτησία, βασικά, οριοθετείται και από τις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου περί διακρατικής ισοτιμίας, μη επέμβασης και εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας. Αμφιταλαντεύσεις ως προς αυτά τα ζητήματα δεν είναι μόνο παράλογες και ανορθολογικές αλλά επιπλέον αναπόδραστα οδηγούν σε ζημιές. 

[10] Τα διαμειφθέντα γύρω από το σχέδιο Αναν οριοθέτησαν, βασικά, τις εκατέρωθεν παραδοχές στην διαιρεμένη ελλαδική και κυπριακή κοινωνία: Αυτούς οι οποίοι ασυμβίβαστα ως είθισται στα βιώσιμα κράτη είναι προσκολλημένοι στην εθνική ανεξαρτησία ως το υπέρτατο αγαθό συνώνυμο της ελευθερίας και σε αυτούς οι οποίοι αμφιταλαντεύονται. Οι χαμηλές βαθμίδες προσκόλλησης στην εθνική ανεξαρτησία, βέβαια, αφενός ωραιοποιούνται ως «αναγκαιότητα» και αφετέρου στα εξαρτημένα κρατίδια επισκιάζονται από ελεγχόμενα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης. Υπέρ ελευθερίας ποιητικοί λόγοι όπως του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ή τα κείμενα μορφών όπως του Ρήγα Βελεστινλή συνοψίζουν με τον πλέον περιεκτικό τρόπο την κοινή έννοια της ελευθερίας για όλες τις κοινωνίες.

[11] Για αvάλυση της έννοιας εθνικό συμφέρον βλ. Ch. Beard, The idea of national interest: an analytical study in American foreign policy, Macmillan, 1934, NY). R. Osgood, Ideals and self - interest in America' s foreign relations Chicago Univ. Press, Chicago 1953). D. Nuechterlein, United States interest in a changing world, Kentusky Univ. Press, Kentusky, 1973. Τoυ ίδιoυ, «The concept of "National Interest": a time for new approaches», ORBIS, no 1, Spring 1979. Fr. Kratochwil, «On the notion of "interest" and international relations», International Organization, vol. 36, Winter 1982. P. Ifestos, European Political Cooperation, Towards a framework of supranational diplomacy?, Gower, England, 1987, ιδ. κεφ. 4. Επίσης, Z. Maoz, «Framing th national interest. The manipulation of foreign policy decisions in group settings», World Politics, July 1989. Για τηv ίδια έvνoια και σε αναφορά με τον Πολιτικό Ρεαλισμό βλ. H. Morgenthau, Politics Among Nations, the struggle for power and peace, A. Knopf, NY, 5th ed., 1978.

[12] Προσαρμοσμένο από το Nuechterlein, United States interest in a changing world, ό.π.

[13] Σε αυτό συνίσταται βασικά όλη η πολιτική παραφιλολογία –επιστημονικά μεταμφιεσμένη ή καθαρά προπαγανδιστική είναι αδιάφορο– όχι μόνο για το σχέδιο Αναν αλλά και για όλες τις φάσεις της κυπριακής ιστορίας των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ενδεικτικά αναφέρω, μεταξύ άλλων, προπαγανδιστικές αντικρούσεις α) της υποβολής αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, β) της αμυντικής ενίσχυσης της Κύπρου και της στρατηγικής σύζευξής της με την Ελλάδα, γ) τα λεχθέντα και γραμμένα πριν και μετά την εκδήλωση του σχεδίου Αναν, την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και την οριοθέτηση της ΑΟΖ από την Ελλάδα και ε) απίστευτα ρηχές θέσεις για την διεθνή πολιτική και την συναφή αποτρεπτική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, τον μακεδονικό αναθεωρητισμό των Σκοπίων και τις ηγεμονικά εκλογικευμένες θεωρήσεις περί διεθνών επεμβάσεων και περί τον ρόλο των διεθνών θεσμών. Αν και για λόγους αρχής και ιστορικοεπιστημονικής καταγραφής ο υποφαινόμενος ετοιμάζει σχετικό κείμενο με πλήθος παραπομπών, είναι περιττό να γίνουν περαιτέρω αναφορές εδώ. Σημειώνω μόνο ότι γράφοντας αυτές τις γραμμές το 2011, αν εκτιμηθούν σωστά αυτές οι στάσεις και συμπεριφορές δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί η πολύ αδύναμη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου σε αναφορά με κρίσιμα ζητήματα όπως η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης και η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του Αιγαίου. 

[14] Ως «κείμενο σταθμός», θεωρώ, πέραν σχετικού βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1990 το ΕΛΙΑΜΕΠ κατά της υποβολής αίτησης της Κύπρου στην ΕΕ, την κυκλοφορία από τους Θ. Κουλουμπή / Θ. Βερέμη του βιβλίου Ελληνική εξωτερική πολιτική (Σιδέρης 1994) στο οποίο γίνονται απίστευτα λανθασμένες εκτιμήσεις για το πλέον πιθανό σενάριο της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Το βιβλίο αυτό, εκτιμάται, γράφτηκε για να αντιμετωπιστούν τα κείμενα του γράφοντος και του Αθ. Πλατιά. Βλ. Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική όπ. και του Α. Πλατιά, Το νέο διεθνές σύστημα (Εκδόσεις Παπαζήση 1994). Δεδομένου ότι στελέχη του εν λόγω ινστιτούτου προτάσεων πολιτικής πρωταγωνιστούν ως σύμβουλοι διαδοχικών πολιτικών προσώπων της ελληνικής κυβέρνησης τις δύο τελευταίες δεκαετίες, εκτιμούμε –ζήτημα που όπως είπαμε θα επανέλθουμε– ότι αυτό είναι και το αίτιο του ευθύγραμμου τρόπου που κινήθηκε η ελληνική διπλωματία σε μια μεταψυχροπολεμική εποχή κατά τα άλλα γεμάτη καμπυλότητες. Η κακή διπλωματική συμβουλή, έγραψε ο Hans Morgenthau, Politics among nations (Chicago Un. Press 1948 – το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποιότητα το 2012) στην εισαγωγή, είναι ο κυριότερος λόγος μεγάλων προβλημάτων μιας χώρας στην διεθνή πολιτική.  

[15] Ως προς τούτο και με κλασικούς όρους στρατηγικής ανάλυσης η πολιτική της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία τις δεκαετίες του 1990 και 2000 ήταν ακραία κατευναστική και αναπόδραστα το αίτιο σοβαρών συρρικνώσεων στο διπλωματικό πεδίο και στα κυριαρχικά δικαιώματα όπως απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα.

[16] Το ιστορικό-κοινωνιολογικό πλαίσιο του 19 και 20 αιώνα υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων βλ. Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π., ιδ. κεφ. 4.

[17] Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, Σεπτέμβριο 2011, η οικονομική κρίση έβγαλε στη επιφάνεια τις υποβόσκουσες κοινωνικοπολιτικές δράσεις με τρόπο που καταμαρτυρεί την αλλαγή Παραδείγματος και που προσφέρεται για περαιτέρω μελέτη των τάσεων όπως προβάλλονται στον 21ο αιώνα. Ενδοκρατικά και διακρατικά αμφισβητείται το υλιστικό παράδειγμα του μοντερνισμού πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η έμμεση αντιπροσώπευση και το οποίο προϋπόθετε εκδίωξη των πνευματικών υποθέσεων από την δημόσια σφαίρα των κρατών.

[18] Για την διεθνή νομιμότητα, βλ. το κείμενο του διεθνούς πάνελ εμπειρογνωμόνων για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού σύμφωνα με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα, αναρτημένο σε πολλές γλώσσες στην σελίδα http://www.ifestosedu.gr/32RuleofLaw.htm.

[19] Αναφέρομαι στην εισήγηση του Χάρη Παπασωτηρίου στο ίδιο συνέδριο. Για το σχέδιο Άτσεσον και εκτιμήσεις για τις πολιτικοστρατηγικές πτυχές της δεκαετίας του 1960 βλ. επίσης το Γ. Χαραλαμπίδης, Διπλωματικές ίντριγκες (Εκδόσεις Ποιότητα 2011).

[20] Το εθνικό μας δηλαδή συμφέρον που δεν μπορούσε να είναι άλλο από την απρόσκοπτη αυτοδιάθεση που θα οδηγούσε είτε στην ένωση με την Ελλάδα είτε, τουλάχιστον, σε ένα εσωτερικά πραγματικά δημοκρατικό και γι’ αυτό βιώσιμο κράτος.

[21] Δεν θα επεκταθώ καθότι η στρατηγική διαίρει και βασίλευε των Βρετανών και οι στρατηγικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας ήδη από την δεκαετία του 1950 είναι γνωστοί. Το σημαντικότερο όμως κείμενο, συνάμα και εγχειρίδιο των ισλμαμιστών νέο-Οθωμανών που κυβερνούν την Τουρκία μετά το 2002, είναι το βιβλίο του νυν υπουργού εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος (Εκδόσεις Ποιότητα 2010). Στο βιβλίο αυτό οι στρατηγικοί σκοποί της Τουρκίας περιγράφονται με μαθηματική ακρίβεια.

[22] Επίσης, κανείς μπορεί να μελετήσει το βαθύτερο ιδεολογικό υπόβαθρο της κυρίαρχης ισλαμικής αντίληψης στην Τουρκία στο βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου, Εναλλακτικές κοσμοθεωρίες (Εκδόσεις Ποιότητα 2011). Μελετώντας την κοσμοθεώρηση του Τούρκου πολιτικού και ακαδημαϊκού και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι πιστοί μουσουλμάνοι την πολιτειακή συγκρότηση, κανείς ευλόγως καταλήγει στο συμπέρασμα πως μόνο σύνδρομα αυτοκτονίας μπορούν να οδηγήσουν στην αποδοχή μιας συγκυριαρχίας με το ισλαμικό στοιχείο του νησιού. Υπό το καθεστώς μιας συνομοσπονδίας που μυστηριωδώς πολλοί αποδέχονται, υπενθυμίζω ότι θα συμπεριλαμβάνονται οι έποικοι και μέσω αυτών η Άγκυρα. Καμιά απολύτως σκοπιμότητα ή σκοπός δεν εξυπηρετούνται με μια τέτοια απονενοημένη απόφαση η οποία, ασφαλώς, με όρους απλής λογικής δεν αποτελεί «λύση» αλλά βεβαία καταστροφή και αίτιο συγκρούσεων.

[23] Αναφέρω ενδεικτικά τα εξής: Π. Ήφαιστος, «Κυπριακό: Ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου και οι δυνατότητες μιας συνολικής διευθέτησης», στο Περράκης Στέλιος (Επιμ.) Μνήμη Γιάννου Κρανιδιώτη (Εκδόσεις Σάκκουλα - Πάντειον Πανεπιστήμιο 2005). Π. Ήφαιστος, «Κυπριακό πρόβλημα και η ευρωπαϊκή προοπτική της Κυπριακής Δημοκρατίας: διαδρομή, σκοποί και αποτελέσματα», στο Η Κύπρος σήμερα μετά το σχέδιο Ανναν, Απόψεις, προοπτικές και συναφή ζητήματα, Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών Καθηγητή Ηλία Κρίσπη (Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2007). Π. Ήφαιστος, «In Memoriam Γιάννου Κρανιδιώτη, Ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και ο Γιάννος Κρανιδιώτης», στο Στ. Περράκης (Επιμ.), In Memoriam Γιάννου Κρανιδιώτη (Εκδ. Σιδέρη, Αθήνα 2010).  

[24] Αυτή ήταν η θέση πολλών όταν επιχειρηματολογούσαν υπέρ της αποδοχής του σχεδίου Αναν.