Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές                                                       

Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Τμήμα Διεθνών-Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestosedu.gr info@ifestosedu.gr

Στρατηγική Θεωρία–Κρατική Θεωρία https://www.facebook.com/groups/StrategyStateTheory/

Άνθρωπος, Κράτος, Κόσμος–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/

Θολό βασίλειο της ΕΕ https://www.facebook.com/groups/TholoVasileioEU/

Θουκυδίδης–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/thucydides.politikos.stoxasmos/

Μέγας Αλέξανδρος–Ιδιοφυής Στρατηγός και Στρατηλάτης https://www.facebook.com/groups/M.Alexandros/

Προσωπική σελίδα https://www.facebook.com/p.ifestos

Πολιτισμός, Περιβάλλον, Φύση, Ψάρεμα https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB

«Κοσμοθεωρία των Εθνών» https://www.facebook.com/kosmothewria.ifestos

Προσωπικό προφίλ https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

Για περισσότερες σελίδες: http://www.ifestosedu.gr/75diadiktyoifestos.htm

 

Ινστιτούτο Γεωπολιτικών Μελετών. Συνέδριο με θέμα η «Διεθνής ασφάλεια και η Ευρώπη: Μια νέα γεωπολιτική διάσταση»

Οι προοπτικές της Ευρώπης στους τομείς της άμυνας, της ασφάλειας και της στρατηγικής

Αναρτημένο στο facebook και σε ιστολόγια στο διαδίκτυο

(στο τέλος της σελίδας εκδοχή στην Αγγλική γλώσσα)

 

Π. Ήφαιστος, www.ifestosedu.gr - https://www.facebook.com/p.ifestos

Διεθνείς Σχέσεις – Στρατηγικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

 

Περίληψη: Μια κοινή ευρωπαϊκή προοπτική στα πεδία της άμυνας, της ασφάλειας και της στρατηγικής δεν είναι κάτι το δεδομένο. Αυτό του οποίου γινόμαστε μάρτυρες τις τελευταίες δεκαετίες είναι μια αντικατάσταση της ουσίας από διαδικασίες στο πλαίσιο μιας σπασμωδικής αναμονής για τον τρόπο πού θα μετακινηθεί το κέντρο βάρους της αμερικανικής στρατηγικής, καθώς επίσης και για το πώς θα εξελιχθεί η σχέση πλανητικών και περιφερειακών δυνάμεων. Κανείς θα πρέπει να λάβει υπόψη την στρατηγική δομή μετά το 1945 και την θέση της Ευρώπης μέσα σε αυτή. Επίσης, τις εξελίξεις κατά την μετάβαση από το Ψυχρό Πόλεμο στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Με τις αποφάσεις του 1991-92 διαιωνίσθηκε η σχέση με τις ΗΠΑ ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη δεν προχώρησαν στην διατύπωση συλλογικών στρατηγικών σκοπών, κατά συνέπεια δεν δέσμευσαν πόρους για την απόκτηση των αναγκαίων μέσων και δεν κατ’ επέκταση δεν διατύπωσαν ένα ενιαίο στρατηγικό δόγμα. Με όρους πλανητικών στρατηγικών εξελίξεων οι κυρίαρχοι δρώντες είναι οι ΗΠΑ και οι αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις. Επιπλέον, η ανάδυση της Γερμανίας ως του οικονομικά ισχυρότερου κράτους το οποίο όμως στερείται ανεξάρτητης στρατηγικής υπόστασης, δημιουργεί μια ιδιόμορφη μεταβατική κατάσταση μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων την οποία κανείς δεν μπορεί να μην συνεκτιμήσει δεόντως. Βασική θέση εδώ είναι ότι ισχύουν τα εξής: α) Το ζήτημα μετά το 1945 όπως και μετά το 1990 και σήμερα το ζητούμενο δεν ήταν μια εξισωτική και εξομοιωτική ολοκλήρωση αλλά η ύπαρξη στρατηγικών δομών που θα επέτρεπαν οικονομική συνεργασία και στρατηγική σταθερότητα μέσα από συγκλίσεις ή ισορροπία. Μια νέα στρατηγική δομή συμβατή με το ισχύον διεθνές σύστημα, δεν προέκυψε, παρά το γεγονός των δραστικών στρατηγικών αλλαγών των τριών τελευταίων δεκαετιών. β) Απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα στρατηγική δομή στην Ευρώπη που θα αποτρέπει μια περιφερειακή ηγεμονία οποιουδήποτε είναι η κατοχή επαρκών αποτρεπτικών δυνάμεων από τις τέσσερεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, δηλαδή, την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία, την Ρωσία και την Γερμανία. γ) Μια νέα ισορροπία δυνάμεων αυτού του είδους προϋποθέτει κατανόηση των λεπτών συνόρων μεταξύ ηγεσίας (που είναι ανεκτή για αντικειμενικούς λόγους) και ηγεμονίας (που οδηγεί σε αντί-ηγεμονικούς άξονες και αστάθεια). Οι τέσσερεις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις διαθέτουν διπλωματικές παραδόσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες ισορροπίας-σταθερότητας και καλύτερης θέσης και ρόλου για όλους στο επερχόμενο ρευστό πολυπολικό κόσμο το κέντρο στρατηγικού βάρους του οποίου μπορεί να μην βρίσκεται πλέον στην Ευρώπη.  δ) Μια στρατηγική λογική και στρατηγικές αποφάσεις συμβατές με το σύγχρονο διεθνές σύστημα απαιτεί μηδενικές υπερεθνικές παρακρούσεις, διακρατικούς θεσμούς αυστηρά διακυβερνητικούς, μηδενικές ανεξάρτητες αρμοδιότητες για τυχόν «υπερεθνικούς θεσμούς» και ε) συμπερίληψη της Ρωσίας σε κάθε οικονομική, πολιτική και στρατηγική απόφαση. Για απόθεμα σοφών ιδεών και στρατηγικών αναλύσεων ως προς αυτό κανείς μπορεί να αναζητήσει τα κείμενα του Προέδρου Ντε Γκολ. 

 

 

Κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής δεν έχουμε μια νέα γεωπολιτική δομή και κατιτί νεότερο στο πεδίο της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων. Οι τελευταίες, όπως επί αιώνες συμπεριφέρονταν ανταγωνίζονται για μια σειρά λόγων που αφορούν τις στρατηγικές των άλλων ηγεμονικών δυνάμεων, την τάσεις όσον αφορά τις ανακατανομές ισχύος και τον φόβο τους ότι θα ηττηθούν εάν μια οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δύναμη καταστεί περιφερειακή ηγεμονία[1].

Οι ηγεμονικές δυνάμεις παλεύοντας ασταμάτητα για την ύπαρξη μιας κατανομής ισχύος που τις ευνοεί και τη μεγιστοποίηση του μεριδίου του παγκόσμιου πλούτου που κατέχουν ή ελέγχουν, επιδίδονται σε ασταμάτητους εξεζητημένους έμμεσους παρεμβατισμούς ή ανάλογα με τις περιστάσεις σε πιο άμεσους.

Στα Βαλκάνια, στο Ιράκ, στην Λιβύη, στην Συρία και τώρα στην περιοχή όπου ζουν δεκάδες εκατομμύρια κούρδοι, η πλάστιγγα γέρνει αμφίπλευρα και απρόβλεπτα ανάλογα με τις προϋποθέσεις που θέτουν εναλλακτικά σενάρια δράσης.

«Ειρήνη» υπό την έννοια της συνήθους ψευδαίσθησης περί ενός αγγελικά πλασμένου –πλην «εκ παρεξηγήσεως» συγκρουόμενου– κόσμου, δεν υπάρχει. Θεωρώ επιπλέον ότι όπως με κάθε άλλη ανθρώπινη υπόθεση αποτελεί επικίνδυνη αφέλεια που οδηγεί σε μεγάλες ανακατανομές συμφερόντων και σε εκατόμβες. 

Σωστή κατανόηση του διεθνούς συστήματος και των εγγενών αιτιών πολέμου είναι προϋπόθεση πολιτικού ορθολογισμού, επιδίωξης ισορροπίας και σταθερότητας. Στην διεθνή πολιτική υπάρχουν μόνο περίοδοι «πιο ήπιου» ή καλύτερα υπόγειου ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια των οποίων γίνεται εξισορροπητικός αγώνας δρόμου μέχρι και την επόμενη αποκορύφωση της ηγεμονικής σύγκρουσης όταν οι συνθήκες «ωριμάσουν». Όταν δηλαδή η εξέλιξη των συσχετισμών οδηγεί σε σκληρότερες εξισορροπητικές αποφάσεις. Το γεγονός ότι ενδιαμέσως η φαντασία πολλών απογειώνεται ουτοπικά είναι και κύρια πηγή πολιτικού ανορθολογισμού.

 

Εδώ, λοιπόν, αυτό για το οποίο θα πρέπει να διερωτηθούμε είναι για τον ρόλο των Ευρωπαϊκών δυνάμεων –Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας, Ρωσίας– εάν όπως γίνεται πασίδηλο όπως άρχισε ήδη να συμβαίνει πυκνώσουν και ενταθούν οι ηγεμονικές διενέξεις στις περιφέρειές μας και ταυτόχρονα οι ΗΠΑ μετατοπίσουν το στρατηγικό τους ενδιαφέρον σε άλλες περιοχές. Ενώ από μόνες τους δύσκολα μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό λόγο στις εξελίξεις, ο οποιοσδήποτε επιθυμητός λόγος ακυρώνεται εάν κατατρίβονται σε άσκοπες και αδιέξοδες εξισορροπήσεις. Σε όλες συμφέρει σταθερότητα στις μεταξύ τους σχέσεις. Σταθερότητα η οποία βέβαια δεν σχετίζεται με αισθητικά κριτήρια ή συναισθηματισμούς αλλά με προϋποθέσεις ισορροπίας ισχύος και συμφερόντων. Ως προς τούτο οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις παρά το γεγονός ότι σε πλανητικό επίπεδο βρίσκονται σε χαμηλότερο σκαλί των ιεραρχιών ισχύος, διαθέτουν μεγάλη διπλωματική πείρα και διπλωματικές παραδόσεις σμιλευμένες τους πέντε τελευταίους αιώνες[2].

 

Ενώ η ηγεμονική ή άλλως πως πολιτικοανθρωπολογική ένωση του πλανήτη ήταν και θα συνεχίσει να είναι πάντα ουτοπική (και ακραία επικίνδυνη ακόμη και μια απλή αφελής σκέψη), η ισχύουσα πραγματικότητα είναι η εξής: Η κρατική κυριαρχία, δηλαδή η αξίωση των εθνών για ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία προκαλεί διεθνή αναρχία (απουσία παγκόσμιας εξουσίας). Επιπλέον, επειδή το διεθνές σύστημα αποτελείται από κρατικές οντότητες άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης, η πρόκληση διλημμάτων ασφαλείας προκαλεί εγγενή αίτια ανταγωνισμού και συγκρούσεων.

Λόγω απουσίας παγκόσμιας εξουσίας, επιπλέον, ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Οι αφελείς ή απρόσεκτοι βλάπτονται και συχνά αποθνήσκουν. Οι διεθνείς θεσμοί δεν σχετίζονται με κάποια διεθνή δικαιοσύνη αλλά με την διεθνή τάξη όπως ιστορικά οροθετήθηκε μετά από κάθε πόλεμο που χάρασσε τα εκάστοτε νέα σύνορα [Κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί περί διεθνούς δικαιοσύνης, για παράδειγμα να αποφανθεί που πρέπει να είναι τα σύνορα Ισραήλ και γειτόνων, Ελλάδας και Τουρκίας, κ.τ.λ. Οι συνθήκες περί εγκληματιών πολέμου κ.τ.λ. είναι μια κάπως διαφορετική υπόθεση]. Όταν τα αίτια πολέμου όπως καθημερινά συμβαίνει αποσταθεροποιούν αυτή την διεθνή τάξη χωρίς δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών η μόνη δυνατότητα ελαχιστοποίησης των προβλημάτων είναι αποφάσεις που θα εδράζονται πάνω σε πολιτικά ορθολογικό σκεπτικό, πάνω δηλαδή σε μια σωστή ανάλυση των δεδομένων της διεθνούς πολιτικής και του τρόπου που εξελίσσεται.

 

Για να γίνει κατανοητό το μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον ασφάλειας της Ευρώπης πρέπει να γίνει σωστά κατανοητός αφενός ο χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος και αφετέρου το γεγονός ότι ενώ η ίδια η ΕΕ ως συλλογική οντότητα δεν διαθέτει τις προϋποθέσεις να είναι συλλογικός στρατηγικός δρών τρία κράτη μέλη της είναι μεσαίες δυνάμεις στο πλανητικό επίπεδο και ταυτόχρονα μεγάλες δυνάμεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα πρέπει επίσης να γίνουν σωστά κατανοητά τα πάγια διαχρονικά χαρακτηριστικά της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων αλλά και το γεγονός ότι στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον η αντιμετώπιση της Ρωσίας με παρωχημένους φακούς αποτελεί πηγή πολιτικού ανορθολογισμού (οι δυτικοί ερασιτεχνισμοί ή ενδεχομένως οι κοντόφθαλμες αποφάσεις στην Ουκρανία είναι χαρακτηριστική περίπτωση μη λελογισμένων κινήσεων στο υπογάστριο μιας μεγάλης δύναμης[3]).

 

Σε έναν κόσμο κρατών άνισης ισχύος, άνισου μεγέθους και άνισα αναπτυσσόμενο, επιδιώκοντας ασφάλεια και ισχύ, τα κράτη εξισορροπούν όσους τους απειλούν και αυτό επιτείνει τον ανταγωνισμό οδηγώντας σε φαύλο κύκλο διλημμάτων ασφαλείας[4]. Τα κράτη που επιβιώνουν και είναι ασφαλή είναι εκείνα που γνωρίζουν ότι η Ένωση του πλανήτη ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν θα υπάρξει ως πιθανό ενδεχόμενο και ότι η εθνοκρατική τους οντότητα είναι η αρχή και το τέλος της ύπαρξής τους. Γι’ αυτό προτεραιότητα έχει η κρατική ισχύς, η κατοχύρωση της ασφάλειας και των προϋποθέσεων αυτοσυντήρησης και επιβίωσης.

Σε κάθε περίπτωση μιας και οι ηγεμονικές δυνάμεις διαθέτουν βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η συλλογική ασφάλεια δεν ισχύει για τις μεγάλες δυνάμεις. Βασική αρμοδιότητα των διεθνών θεσμών στον βαθμό που μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά είναι η διεθνής τάξη που συμφωνούν τα κράτη μετά από κάθε πόλεμο όταν χαράσσονται σύνορα.

Καθημερινά διαπιστώνουμε ότι α) εάν δεν υπάρχει συγκλίνον συμφέρον (ή καλύτερα παζάρια κάτω από το τραπέζι) των μεγάλων δυνάμεων δεν υπάρχει δράση του ΣΑ «όταν κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια», β) συχνά οι μεγάλες δυνάμεις επεμβαίνουν χωρίς απόφαση του ΣΑ όπως στο Ιράκ το 2003 ή στις μέρες μας στη Συρία (οι μεθοδεύσεις της Λιβύης δείχνουν ακριβώς την ίδια τάση), γ) όταν τα κράτη δεν επιλύουν τις διαφορές με συνομιλίες, επειδή δεν τα συμφέρει η σταθερότητα ή αστάθεια και τα οφέλη ή ζημιές μιας διένεξης, είναι συνάρτηση της ισορροπίας ή της ανισορροπίας μεταξύ των αντίπαλων κρατών (κάτι πρέπει να ξέρουμε εμείς από τα παθήματά μας στο Αιγαίο και στην Κύπρο) και γ) οι στάσεις και αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων είναι δύο μέτρων και δύο σταθμών[5].

 

Εάν σταθούμε στις μεγάλες δυνάμεις, η τυπολογία των στρατηγικών προσεγγίσεων και μεθοδεύσεων όλων των ηγεμονικών δυνάμεων είναι μορφικά πανομοιότυπη. Διαφέρει μόνο κατά περίπτωση και συγκυρία ως προς την ένταση, έκταση και το περιεχόμενο των επί μέρους αξιώσεων. Το κύριο κριτήριο είναι εκτιμήσεις για την κατανομή ισχύος και των συμφερόντων, δικών τους και των άλλων.

Κύρια διαρκής εισροή στον στρατηγικό σχεδιασμό είναι υπολογισμοί κόστους/οφέλους εναλλακτικών ενεργειών, οι κίνδυνοι για την επιβίωση –οι οποίοι όπως είπαμε για τις μεγάλες δυνάμεις προέρχονται από άλλες μεγάλες δυνάμεις εάν καταστούν περιφερειακές ηγεμονίες– και οι διαρκείς επιδιώξεις μεγιστοποίησης του παγκόσμιου πλούτου που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους.

Οι μεγάλες δυνάμεις διατηρούν και διαρκώς αναπτύσσουν επιθετικές δυνάμεις (ισχύ δηλαδή όχι μόνο για την άμυνά τους αλλά και για υπερπόντιες επεμβάσεις).

Για να εκπληρώσουν τους σκοπούς τέτοιων ψυχρά και υπολογιστικά συγκροτημένων στρατηγικών σχεδίων, οι στρατηγικές τους είναι σχεδόν μαθηματικά προκαθορισμένες. «Διαλέξτε και πάρτε» ή εάν είστε το θύμα προστατευθείτε. Συνοψίζω μερικές πτυχές όπως τις καταγράφει στη βάση της διεθνούς εμπειρίας το άψογα τεκμηριωμένο και πλήρες πληροφοριών κείμενο του John Mearsheimer:

Μεταφορά βαρών: Προσπάθεια ανάληψης αναχαίτισης από τρίτο όχι κατ’ ανάγκη «σύμμαχο», ενώ το ίδιο φαινομενικά παραμένει θεατής.

Εξισορρόπηση: Δέσμευση αναχαίτισης επιτιθέμενου αντιπάλου  κατόπιν διακρατικής συμμαχίας και εμπράκτων μέτρων και δεσμεύσεων.

Εκβιασμός: Απειλή χρήσης βίας (μπλόφα ή μέτρα για κόστος κατά μικρών και αδυνάμων).

Πρόκληση πολέμου για κατατριβή τρίτων: Εξασθένιση «εχθρών» και/ή «φίλων» με πρόκληση μακροχρόνιων συρράξεων και πολέμων ή τα εκλεκτικά χτυπήματα με ή χωρίς την κάλυψη του ΟΗΕ για να σμικρύνει κάποιους στο επιθυμητό επίπεδο. Μέριμνα ούτως ώστε η εμπλοκή κάποιου αντιπάλου ή «φίλιου» κράτους σε αντιπαράθεση ή πόλεμο με κάποιο άλλο θα οδηγήσει σε μακροχρόνια κατατριβή και αποδυνάμωση (ή και το αντίστροφο) με συγκεκριμένο και προσεκτικά υπολογισμένο τρόπο.  

Αποτροπή περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων με υπερπόντιες εξισορροπήσεις, όπως δεκάδες φορές γίναμε μάρτυρες τις τελευταίες δεκαετίες αλλά και στις μέρες μας.

Πολιτικοοικονομικές μεθοδεύσεις μεγιστοποίησης του ελεγχόμενου πλούτου και των αναπτυξιακών πόρων, καθότι όπως όλοι γνωρίζουμε η οικονομική δύναμη είναι η βάση της στρατιωτικής δύναμης.

Παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων από το να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους.

Απόκτηση ισχύος ευθέως με δικό τους παρεμβατικό πόλεμο εάν άλλες μέθοδοι καταστούν ατελέσφορες ή εξαιρετικά δύσκολες και αβέβαιες ως προς την εκπλήρωση των σκοπών.

Διευκόλυνση διείσδυσης με αποδυνάμωση του φρονήματος άλλων κοινωνιών και της πίστης των πολιτών στην εθνική ανεξαρτησία, στις εθνικές κοσμοθεωρίες και στους κρατικούς σκοπούς.

Προσωρινή παραχώρηση ισχύος σε αυριανούς εχθρούς για να ρυθμιστεί η κατανομή ισχύος.

Κατάκτηση και προσωρινός κατασταλτικός έλεγχος πόρων μέχρι να δημιουργηθούν και παγιωθούν πολιτικοοικονομικές δομές έμμεσου ελέγχου και προσπορισμού των πόρων άλλων κρατών και περιφερειών.

Προσπάθεια κατάκτησης θέσης τεχνολογικής υπεροχής και ίσως και πυρηνικής υπεροχής. Ως προς το τελευταίο, οι μεγάλες δυνάμεις γνωρίζουν –ή έτσι νομίζουν– ότι ένας τρόπος να αισθανθούν απόλυτα ασφαλείς είναι να αποκτήσουν απόλυτη πυρηνική υπεροχή. Ο σκοπός αυτός, θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι στρατηγικοί αναλυτές, είναι κάτι περισσότερο από ψευδαίσθηση, πολύ υψηλού μάλιστα κινδύνου.

 

Προχωρούμε τώρα σε μια σύντομη συγκριτική ανάλυση των στρατηγικών παραδόσεων της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Καλό είναι να συνδυαστούν τρεις διαστάσεις[6]: Η πολιτικοστρατηγική και η πολιτικοοικονομική ανάλυση και οι αναλύσεις για τον χώρο και τον χρόνο σε αναφορά με την πλανητική κατανομή ισχύος, τους ρόλους των δυνάμεων και την κατοχή πλουτοπαραγωγικών πόρων.

            Το κύριο ζητούμενο που αφορά ζωτικά το μέλλον της Ευρώπης είναι η δομή ισχύος στον τόπο και στον χρόνο, οι ικανότητες των δυνάμεων και οι ευκαιρίες κερδών ή οι κίνδυνοι ζημιών όπως αλλάζει η κατανομή ισχύος πλανητικά και τοπικά.

            Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις των δυνάμεων είναι τα θεμέλια των γεωστρατηγικών εκτιμήσεων από τις οποίες απορρέουν οι στρατηγικές τους σε μια αέναη σύνθεση μακροχρόνιων, μεσοπρόθεσμων, βραχυπρόθεσμων, τοπικών, περιφερειακών και πλανητικών συμφερόντων των εμπλεκομένων.

            Είναι γνωστή η ρήση του Ναπολέοντα ότι «η στρατηγική όλων των μεγάλων δυνάμεων συναρτάται με την γεωγραφία». Οι Mackinder και Spykeman, εξάλλου, δύο στοχαστές που επηρέασαν αποφασιστικά την Αγγλοσαξονική σκέψη μετά το 1945, υποστήριξαν εκτεταμένα ότι η ισχύς ορίζεται, εν πολλοίς, από την γεωγραφία και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.

 

 

 

Θα κάνουμε τώρα κάποιους βασικούς ορισμούς. Η γεωγραφία αναφέρεται στη γη και στο ζωικό της κόσμο ιδιαίτερα στην περιγραφή των γήινων χαρακτηριστικών των θαλάσσιων χαρακτηριστικών και την κατανομή της χλωρίδας και της πανίδας συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου και των οικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων του.

Η πολιτική γεωγραφία, περιγράφει τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου χώρου που σχετίζονται με ζητήματα οργάνωσης του χώρου, κυρίως τον κατατεμαχισμό του σε ξεχωριστά κρατικά συστήματα. Γεωγραφική θέση, η οικονομία, η δημογραφία, οι θρησκείες, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι κτλ.

Η γεωπολιτική αναλύει την σχέση της πολιτικής ισχύος με το γεωγραφικό περιβάλλον και συνεκτιμά «τα προβλήματα ασφαλείας του κράτους με γεωγραφικούς όρους και με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να συναχθούν συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι άμεσης χρησιμότητας στην πολιτική ηγεσία στην οποία διαμορφώνει εξωτερική πολιτική»

Διάταξη των σταθερών και μεταβλητών χαρακτηριστικών του γεωγραφικού χώρου χωρίς να προχωρεί στις αλληλοσυνδέσεις και στις δυναμικές που αναπτύσσονται.

·         οικονομία, τεχνολογία, πολιτισμός, θρησκείες, φυλετικά χαρακτηριστικά, ιστορικά χαρακτηριστικά, νομικά συστήματα, πολιτική οργάνωση, στρατηγική κουλτούρα, κτλ.

·         Εδαφική επικράτεια (η έκτασή της, η οργάνωσή της, η φυσική της δομή, κτλ), η θέση στον χώρο και η σημασία της σε σχέση με τα υπόλοιπα γεωγραφικά χαρακτηριστικά (πρόσβαση στις θάλασσες, συνοριακές γραμμές, εγγύτητα στους πλουτοπαραγωγικούς χώρους και τις αγορές, στενά, διώρυγες, ηπειρωτικά ή νησιώτικα χαρακτηριστικά κτλ).

·         Πληθυσμός (μόρφωση, κουλτούρα, πυκνότητα, μετανάστευση, κοινωνική συνοχή, εργατικό δυναμικό κτλ).

·         Ποσότητα και η ποιότητα των πλουτοπαραγωγικών πηγών, η πολιτική ισχύς, η εξάρτηση από τις εισαγωγές, οι καταναλωτικές συνήθεις, η διείσδυση σε ξένες αγορές, ο βαθμός εκβιομηχάνισης, η αγροτική οικονομία, η ενεργειακή κατάσταση, και γενικότερα οι πολιτικές και κοινωνικές δομές).

 

Η γεωστρατηγική, τώρα, συνδέει σταθερές και μεταβλητές παραμέτρους για να συναχθούν συμπεράσματα για τη δομή και κατανομή της ισχύος παγκόσμια και περιφερειακά τόσο στη στατική όσο και στην εξελικτική της διάσταση. Εστιάζουμε την προσοχή μας σε παράγοντες των οποίων η σημασία αντέχει στο χρόνο.

            Η Γεωπολιτική ανάλυση είναι λοιπόν το αναλυτικό εργαλείο για τη διάγνωση της δομής ισχύος και συμφερόντων του διεθνούς χώρου και θα μπορούσε να χρησιμεύσει στον πολιτικό ή στρατιωτικό ηγέτη στην χάραξη της εθνικής στρατηγικής. Με τη γεωπολιτική ανάλυση παρατηρoύvται, αλληλoσυσχετίζovται, αλληλoσυvδέovται και αλληλoσυγκρίvovται σταθερά και μεταβλητά χαρακτηριστικά τoυ πλανητικού χώρoυ, με σκoπό τόσo από στατική, όσo και από εξελικτική σκoπιά τη συvαγωγή συμπερασμάτωv για τη μoρφή και την κατανομή της ισχύoς στον διεθvή χώρο. Η γεωστρατηγική ανάλυση, αντίστοιχα, συσxετίζει τους γεωπoλιτικούς παράγovτες με τηv εθvική στρατηγική μιας χώρας ή μιας συμμαχίας κρατών και με συγκεκριμένους θεμελιακούς στόχους, εκλογές και ενέργειες. Η γεωστρατηγική ανάλυση προχωρεί στην εισαγωγή κριτηρίων στρατηγικής και τακτικής υφής προς το σκοπό εκπλήρωσης των εθνικών στόχων και επιδιώξεων.

            Ο Raymond Aron δίνει ένα ευρύτερο ορισμό όταν γράφει ότι η «η γεωπολιτική ανάλυση συνδυάζει τις γεωγραφικές σχηματοποιήσεις με τις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις μαζί και γεωγραφικές και οικονομικές αναλύσεις για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε προσφέρει ερμηνείες για τους διπλωματικούς χειρισμούς».

 

Ο Μάχαν και ο Μακίντερ στον οποίο ήδη αναφέρθηκα πιο πάνω, παρά το ότι ο πρώτος έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην θαλάσσια ισχύ, τα δόγματα αμφοτέρων προσδιορίζουν με μεγάλη ακρίβεια την υψηλή στρατηγική της Μεγάλης Βρετανίας πριν τον πόλεμος και των ΗΠΑ που την διαδέχθηκε ως η ναυτική δύναμη μέχρι σήμερα.

            Ο Μακίντερ με το να υπογραμμίσει την στρατηγική σημασία της ηπειρωτικής μάζας υπέδειξε αυτό που οι Βρετανοί έκαναν επί αιώνες, ότι δηλαδή με την ναυτική και ηπειρωτική τους στρατηγική (ναυτικοί αποκλεισμοί και διαίρει και βασίλευε στην ηπειρωτική Ευρώπη)  λειτουργούσαν ως εξισορροπητής του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Αυτή η Βρετανική στρατηγική παράδοση επηρέασε δραστικά την στάση του Ηνωμένου Βασιλείου τόσο απέναντι στην Γαλλία όσο και απέναντι στην Γερμανία και συνεχίζει να αποτελεί τον άξονα των Βρετανικών στρατηγικών υπολογισμών. Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετά το 1945, η δημιουργία της Ατλαντικής Συμμαχίας και οι ρυθμίσεις όσον αφορά την Γερμανία επηρεάστηκαν δραστικά από το Λονδίνο είτε μεμονωμένα είτε σε συνεργασία με τις ΗΠΑ.

Τι είναι ακριβώς η διατύπωση του Μακίντερ που μας ενδιαφέρει τον 21 αιώνα. Όπως το έθεσε,

 

«όποιος ελέγχει την Ανατολική Ευρώπη κυριαρχεί την καρδιά της γης. Όποιος ελέγχει την καρδιά της γης κυριαρχεί στην παγκόσμια νήσο. Και όποιος ελέγχει την παγκόσμια νήσο κυριαρχεί στον πλανήτη»

 

Με όρους πιο σύγχρονης στρατηγικής θεωρίας αυτό σημαίνει ότι όποιος κυριαρχεί στην κεντρική Ευρώπη καθίσταται περιφερειακός ηγεμόνας και κατ’ επέκταση κυριαρχεί στον πλανήτη.

Εάν σταθούμε στην συγκαιρινή συγκυρία λογικά μια στρατηγική έγνοια του Λονδίνου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

           

«Ποιος θα μπορούσε να κυριαρχήσει στην Κεντρική Ευρώπη και ποιες είναι οι ισορροπίες ή ανισορροπίες στο τρίγωνο Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία»

 

Εάν η Ρωσία και η Γερμανία συγκλίνουν ή συμμαχούν και εάν το αμερικανικό στρατηγικό συμφέρον στην Ευρώπη φθίνει μετατοπίζοντας το κέντρο βάρος της Αμερικανικής στρατηγικής λόγω άλλων πιο σημαντικών γεγονότων στον πλανήτη, μια αντί-Γερμανική συμμαχία στην Ευρώπη μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας είναι κάτι περισσότερο από πιθανή. Την είχαμε δει στο Σύμφωνο της Δουγκέρκης αμέσως μετά τον πόλεμο και πριν εξασφαλιστεί η Αμερικανική στρατηγική παρουσία με την Ατλαντική Συμμαχία[7].

            Στον παρελθόν η στρατηγική πυρηνικής αποτροπής προς «όλα τα αζιμούθια» της Γαλλίας κανένα δεν εξαιρούσε ενώ δεν πρέπει να λησμονείται πως η κύρια άρνηση συμμετοχής της ενωμένης Γερμανίας στο ΣΑ του ΟΗΕ προερχόταν από το Παρίσι και το Λονδίνο.

            Στο Παρίσι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκε μια παράδοση αφενός ανάπτυξης ανεξάρτητων στρατηγικών επιλογών αλλά και αφετέρου μια ευαισθησία όσον αφορά την Αμερικανική στρατηγική παρουσία στην Δυτική Ευρώπη. Συναφής είναι η υπόθεση των «ευρωπυραύλων» την δεκαετία του 1980 και η πίεση πάνω στην Γερμανία να δεχθεί τα αμερικανικά όπλα ως στρατηγική αντιστάθμιση, τότε, των αντίστοιχων σοβιετικών.

            Η Γερμανία, η επικράτεια της οποίας κατέχει το κέντρο της Ευρώπης, προκαλεί διλήμματα ασφαλείας στην Γαλλία όταν είτε τείνει προς ουδετερότητα είτε συγκλίνει με την Μόσχα. Συναφές είναι το λεγόμενο σχέδιο Στάλιν του 1955 για γερμανική ουδετερότητα και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τις δυτικές δυνάμεις.

 

Υπό το φως αυτών των στρατηγικών της μεταπολεμικής περιόδου υπάρχει ένα αδιάλειπτο Βρετανικό εν διαφέρον για την κατανομή ισχύος στην ηπειρωτική Ευρώπη και ευρύτερα στην Ευρασία. 

Η Βρετανία μεριμνά ούτως ώστε καμιά ηπειρωτική δύναμη ή συνδυασμός ηπειρωτικών δυνάμεων να μην μπορεί να κυριαρχήσει. Αυτό το στρατηγικό ενδιαφέρον απορρέει τόσο από την νησιώτικη φύση του Ηνωμένου Βασιλείου και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την επιβίωσή του όσο και την θέση και τον ρόλο του στην διεθνή πολιτική.

Συζητώντας την ένταξη του ΗΒ στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το 1958 ο Μακμίλαν με βιαιότητα είπε στον Γάλλο πρόεδρο ντε Γκολ ότι η αντίδραση του Λονδίνου θα είναι άνευ ορίων εάν υπήρχε εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και μάλιστα με τρόπο που θα υπονόμευε την συμμαχία του Λονδίνου με τις ΗΠΑ[8].

Ο Ατλαντικός προσανατολισμός της Βρετανίας που μετά τον πόλεμο αποθάρρυνε το Παρίσι να συνεχίσει να αναζητά μια Γαλλο-Βρετανική σύγκλιση περιγράφεται με μεγάλη ακρίβεια στο γνωστό άρθρο του Μακίντερ του 1943 όταν μίλησε για το «Ευρώ-Ατλαντικό βάθρο ισχύος» ως μια εξισορροπητική συμμαχία κατά της Γερμανίας (ή ως προς τούτο και της Ρωσίας όπως είδαμε στην συνέχεια όταν η Γερμανία παρέμεινε διχοτομημένη και ενταγμένη στους δυτικούς θεσμούς)[9].

Η Ατλαντική συμμαχία, βασικά, είναι προϊόν της Βρετανικής διπλωματίας από το 1945 μέχρι το 1949 παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις που τελικά ναυάγησαν για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα / Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα (EDC/EPC)[10].

            Ο συνεχιζόμενος Ατλαντικός προσανατολισμός της Βρετανίας είναι έχει βαθιές ρίζες στην στρατηγική σκέψη των Βρετανών διπλωματών και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανάπτυξη συγκλίσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης παρά μόνο εάν υπάρξει μια ριζική αλλαγή των στρατηγικών δεδομένων που θα αφήνει περιθώρια ελιγμών για περισσότερες δυνάμεις που θα εξισορροπούν όποιον επιχειρήσει να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας. 

 

Για να έλθουμε τώρα στην Γερμανία ο Ratzel, εκτός από πατέρας της πολιτικής γεωγραφίας επηρέασε βαθιά την γεωπολιτική σκέψη στην Γερμανία με την εισαγωγή εννοιών όπως ο «χώρος» υπογραμμίζοντας τα φυσικά του χαρακτηριστικά και την θέση του κράτους στον χώρο. Αναφέρθηκε επίσης και σε βιολογικούς παράγοντες και στην ρατσιστική θέση ότι «κάποιοι λαοί έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν τον χώρο περισσότερο από άλλους»[11]. Για να είμαστε ακριβείς, βέβαια, σε όλα τα ηγεμονικά γεωπολιτικά δόγματα της σύγχρονης κρατοκεντρικής εποχής αυτή είναι μια υποβόσκουσα θέση.

            Άλλοι γεωπολιτικοί όπως ο Haushofer, ανάπτυξε την λεγόμενη «γερμανική σχολή» που οδηγήθηκε σε συγκεκριμένες ατραπούς για μια φιλοσοφία της ιστορίας για την φύση του κράτους και σε δόγματα χώρου και εδαφικής επέκτασης.

            Ποτέ στην ιστορία η ανάπτυξη της ισχύος μιας μεγάλης δύναμης δεν αφήνει αδιάφορες τις άλλες μεγάλες δυνάμεις. Πριν και μετά το 1945, καθώς επίσης και μετά το 1992, οι συμπεριφορές και η ανάπτυξη της ισχύος της Γερμανίας αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν παράγοντες που αναπτύσσουν υποβόσκουσες τάσεις που θρέφουν αντί-Γερμανικές, συσπειρώσεις τόσο στα Ανατολικά όσο και στα Δυτικά.

            Αυτές οι υποβόσκουσες τάσεις ενισχύθηκαν λόγω της Γερμανικής επανένωσης, της δεσπόζουσας οικονομικής παρουσίας στην κεντρική Ευρώπη και τις ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν από την οικονομική υπεροχή της Γερμανίας μετά το 1992. Με κάθε κριτήριο, η Γερμανία είναι ήδη το ισχυρότερο κράτος στο κέντρο της Ευρώπης και με δύναμη η οποία πλην πυρηνικών τείνει να είναι αντίστοιχη της Ρωσικής.

 

Θα εστιάσουμε τώρα την προσοχή συνδυαστικά στην Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία και την Γερμανία σε σχέση με την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετά το 1945. Εξαρχής, πρέπει να τονιστεί, οι γεωπολιτικοί τους προσανατολισμοί, η θέση τους και οι στρατηγικές τους ευαισθησίες, απέκλιναν.

            Αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος της αποχής της Μεγάλης Βρετανίας που ευνοούσε συνεργασία αλλά ήθελε να παραμείνει εξωγενής εξισορροπητής των ηπειρωτικών στρατηγικών εξελίξεων (Churchill: “we are with you but not one of you”) και της αποτυχίας των σχεδίων για μια πολιτική και αμυντική κοινότητα την δεκαετία του 1940.

 

Το κύριο ζήτημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν μια ανέφικτη διεθνιστική ανθρωπολογική εξομοίωση και μια πολιτική εξίσωση βασισμένη στον εσχατολογικό οικονομικό ντετερμινισμό, αλλά ο επαναπροσανατολισμός των εθνικών συμφερόντων και των στρατηγικών επιλογών ούτως ώστε να υπάρξει μια νέα στρατηγική δομή.

Η εποχή αυτή, να θυμηθούμε, αφορούσε την μετάβαση από την αποικιακή στην μετά-αποικιακή εποχή, την συρρίκνωση της στρατηγικής ισχύος των ευρωπαϊκών δυνάμεων και την ανάδειξη δύο υπερδυνάμεων που δέσποζαν στο πλανητικό στρατηγικό στερέωμα. Μιλάμε για μια μεγάλη ανακατανομή ισχύος που απαιτούσε μια νέα οπτική των στρατηγικών σχέσεων εντός της Ευρώπης τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση.

Γνωρίζουμε ότι ιδέες υπήρξαν πολλές. Η εξουθένωση λόγω πολέμου και η ταχύρρυθμη άνοδος της ισχύος των δύο υπερδυνάμεων που οδήγησε σε μια στρατηγική αντιπαράθεση δεν άφησε πολλά περιθώρια για πολιτικές σκέψεις με στρατηγικό βάθος ανάλογο των περιστάσεων.

            Από την μια πλευρά τάχιστα η Δυτική Ευρώπη ιδιαίτερα μετά το 1949 εντάχθηκε στον πεδίο της Αμερικανικής στρατηγικής και αφετέρου η Ανατολική Ευρώπη τέθηκε υπό την επιρροή της ΕΣΣΔ.

            Ακόμη πιο σημαντικό, ενώ πρόσφατες μελέτες κατέδειξαν ότι το στρατηγικό συμφέρον και η ανάγκη οικονομικής συσπείρωσης υπέβοσκε στις αποφάσεις που οδήγησαν στην οικονομική ολοκλήρωση[12], η πολιτική σκέψη υπέστη βαρύτατα πλήγματα όταν εν μέσω ενός στρατηγικά πολωμένου κόσμου στην Δυτική Ευρώπη κυριάρχησε ο οικονομικός ντετερμινισμός για μια προσδοκώμενη εξίσωση και εξομοίωση της Ευρώπης συνάμα και μια υπερεθνική δόμησή της.

            Υπό αυτές τις συνθήκες όχι μόνο δεν υπήρξε μια μεγάλη διαπραγμάτευση για τον ρόλο των τριών δυνάμεων με τρόπο που θα άφηνε στην Ευρώπη περιθώρια στρατηγικής ανεξαρτησίας αλλά επιπλέον η κύρια μέριμνα ήταν ο θεσμικός και στρατηγικός έλεγχος της Γερμανίας και οι στρατηγικοί προσανατολισμοί της Γαλλίας και Βρετανίας κινήθηκαν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η στρατηγική διαφοροποίηση της Ευρώπης έκτοτε βαθαίνει ολοένα  και περισσότερο προσδιορίζοντας το σημερινό πλαίσιο. 

 

Συνοψίζουμε λοιπόν λέγοντας ότι κατά την διάρκεια του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων μετά το 1648 και μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σταθερότητα στην Ευρώπη ήταν συνάρτηση μιας κατανομής ισχύος και εναλλασσόμενων συμμαχιών που αποθάρρυναν τις αναθεωρητικές στάσεις. Η Βρετανία όπως είπαμε ήταν σταθερά ο εξωγενής εξισορροπητής.

            Ο ρόλος αυτός της Βρετανίας και οι εμπεδωμένες στρατηγικές αντιλήψεις των Βρετανών διπλωματών για το τι σημαίνει ισορροπία στην ηπειρωτική Ευρώπη σημαίνει ότι τότε και τώρα το Λονδίνο βλέπει όλα τα υπόλοιπα εργαλειακά.

            Η Γαλλία πριν και μετά τον Ναπολέοντα όπως και σήμερα είναι μια χώρα που αισθάνεται ευάλωτη στις Συμπληγάδες μεταξύ ηπειρωτικών και ναυτικών δυνάμεων και που νοιώθει ασφυξία όταν οι ναυτικές και ηπειρωτικές δυνάμεις συγκρούονται. Το δόγμα της εθνικής ανεξαρτησίας και η άλλη όψη του που είναι το πυρηνικό αποτρεπτικό είναι συναρτώνται με αυτή την αίσθηση γεωπολιτικής αδυναμίας.

            Όταν ο Μπίσμαρκ ήταν ο Γερμανικός Καγκελλάριος το αισθητήριο της ισορροπίας και οι σοφές του στρατηγικές κινήσεις αποθάρρυναν τις αντί-Γερμανικές συσπειρώσεις και συνέτειναν στην σταθερότητα μέσω ισορροπίας. Η αποχώρηση του Μπίσκαρκ οδήγησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εξάλλου, η πολιτική ουτοπία στην περίοδο μεταξύ των δύο πολέμων όπως την ανέλυσε αριστουργηματικά ο Edward H. Carr στο Twenty Year Crisis[13], κατέστησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπόδραστο. Ο κατευνασμός του 1938-39 ο οποίος είναι η άλλη όψη της ουτοπίας, επιπλέον, αντιβαίνει στην αρχή της ισορροπίας ως προϋπόθεση σταθερότητας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. 

            Την ύστερη εποχή παρατηρούμε τα εξής:

·                     Οι εξελίξεις κατά την διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα προκάλεσαν μια μείωση της σχετικής ισχύος και το ρόλου όλων των δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης.

·                     Σε επίπεδο Ευρασίας και πλανητικών στρατηγικών δομών η κυριαρχία των ΗΠΑ στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας και το δόγμα Κένναν για την ανάσχεση των ηπειρωτικών δυνάμεων ήταν και συνεχίζει να είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής.

·                     Η Βρετανία με τον ένα ή άλλο τρόπο εξασφάλισαν κάποια μικρά περιθώρια εθνικής ανεξαρτησίας στην χάραξη της στρατηγικής τους αλλά όχι η Γερμανία. Η Γερμανία κρατήθηκε διαιρεμένη επί δεκαετίες ενώ πλήθος συμμετοχών και μηχανισμών την ήλεγχαν ποικιλοτρόπως και όταν ενώθηκε επαναλήφθηκαν οι όροι της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου ενώ με την ΟΝΕ επιχειρήθηκε να ελεγχθεί η αυτονομία των νομισματικών και οικονομικών αποφάσεων του Βερολίνου.

 

Όταν μιλάμε για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό ότι εξαρχής είναι και θα συνεχίσει να είναι εξαρτημένη μεταβλητή της προαναφερθείσης στρατηγικής διαφοροποίησης της Ευρώπης.

Τα όρια των ταλαντώσεών της στα στρατηγικά πεδία είναι περιορισμένα, κάτι εξάλλου που καταμαρτυρείται εδώ και δεκαετίες, ενώ η οικονομική ολοκλήρωση ανεξάρτητα του πόσο προχώρησε θα βρίσκεται υπό την αίρεση της στρατηγικής σταθερότητας.

            Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωσε εκκολάφθηκε, βασικά, μέσα σε ένα Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο το οποίο παράλληλα με την πυρηνική στρατηγική κάλυψη κατά της πρώην ΕΣΣΔ  πάγωσε μέχρι το 1992 τα διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Όπως το είχε θέσει το Josef Joffe, οι ΗΠΑ «με την στρατηγική τους παρουσία στην Ευρώπη έσωσε τους Ευρωπαίους από τους εαυτούς τους»[14].

           

Μπορούμε να περιγράψουμε συντομογραφικά την κατάσταση έξη δεκαετίες μετά την δημιουργία της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

            Κατά πρώτον, έχουμε ένα μίγμα διακυβερνητικών και υπερεθνικών θεσμών που αναπτύσσονται και λειτουργούν πάνω από σε ένα κοινωνικά, πολιτικά, θεσμικά και οικονομικά διαφοροποιημένο περιβάλλον. Η κρίση των τελευταίων ετών βεβαίωσε ότι η πανευρωπαϊκή πολιτική ανθρωπολογία είναι μηδενική και ότι οι ωφελιμιστικές δομές αποδεικνύονται εξαιρετικά τρωτές.

Δεύτερον, έχουμε μια Ευρωπαϊκή υπερκρατική δομή η οποία υπό συνθήκες απουσίας Ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας ήταν και συνεχίζει να υπόκειται τις ταλαντώσεις του πλανητικού ανταγωνισμού άλλων δυνάμεων. Οι κρίσεις στην Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία απλά επιβεβαιώνουν αυτό το γεγονός.

Τρίτο, η ΟΝΕ όπως υιοθετήθηκε το 1992 αποτέλεσε ένα άλμα στο οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό κενό. Εν μέσω σπασμωδικών και αμήχανων στάσεων που υπογράμμισαν τον διαιωνιζόμενο χαρακτήρα των διλημμάτων ασφαλείας στην Ευρώπη, κατά την μετάβαση από τον Ψυχρό Πόλεμο στην μετά-Ψυχροπολεμική εποχή για μια ακόμη φορά μισό αιώνα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έγινε μια ριζική επανεξέταση των στρατηγικών σχέσεων και των στρατηγικών προσανατολισμών.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, κοντά επτά δεκαετίες από το τέλος του πολέμου οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις είτε λειτούργησαν εθνικά είτε στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας και σίγουρα δεν κατόρθωσαν να προσαρμόσουν νέους στρατηγικούς προσανατολισμούς που είναι συμβατοί με το διεθνές περιβάλλον μετά το 1990.

Ακόμη πιο σημαντικό η προκατάληψη των Ευρωπαϊκών δυνάμεων με τα καταναλωτικά ζητήματα η οποία διαιωνίστηκε μετά το 1992 με την ΟΝΕ που επιβλήθηκε στην Γερμανία ως μέσο ελέγχου της, συνοδεύεται από μετατόπιση των στρατηγικών ενδιαφερόντων των ΗΠΑ λόγω εξελίξεων εκτός της Ευρωπαϊκής περιφέρειας οι οποίες εκτιμάται ότι θα καθίστανται ολοένα και πιο σημαντικές για την Ουάσιγκτον.

Μια πολυπολική πλανητική δομή αναπτύσσεται εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών ανταγωνισμών στις περιφέρειες. Σε ένα τέτοιο στρατηγικό περιβάλλον απουσιάζει κάποια ένδειξη ότι οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις επανεξετάζουν τις στρατηγικές τους αλλά και την στρατηγική δομή της Ευρώπης αυτής καθαυτής[15]

 

Το 1991-2 όπως και σήμερα οι καταιγιστικές στρατηγικές εξελίξεις σε ένα πολυπολικό κόσμο όπου ήδη μερικές δυνάμεις επιδιώκουν να εντείνουν την ηγεμονική εποπτεία της περιφέρειάς τους, οι αποφάσεις του 1992 δύο δεκαετίες μετά καταμαρτυρείται ότι οδήγησαν στα εξής:

 

1.    Η θεσμική και οικονομική δομή με σκοπό να επιβάλει μια κοινή δημοσιονομική προσέγγιση πάνω στο κοινωνικοπολιτικά διαφοροποιημένο πεδίο της Ευρώπης ροκανίζει τα θεμέλια του ίδιου του εγχειρήματος εμπορικής και οικονομικής ολοκλήρωσης.

2.    Η Γαλλική προσδοκία του 1991 ότι θα ελέγξει τις νομισματικές αποφάσεις του Βερολίνου ως αντάλλαγμα της συναίνεσης για την επανένωση δεν εκπληρώθηκαν.

3.    Η Γερμανική επανένωση αναμενόμενα οδήγησε σε άνιση ανάπτυξη και στην γερμανική οικονομική ηγεμονία. Πολλά κράτη-μέλη οδηγήθηκαν σε κρίση.

4.    Ενώ οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις επιδεικνύουν στην  καλύτερη περίπτωση μια διπλωματική αμηχανία οι ΗΠΑ εκμεταλλευόμενη τον ρόλο της το 1991 επέκτεινε τις εκτός περιοχής δράσεις της Ατλαντικής Συμμαχίας με την Ευρώπη να συνεχίζει να είναι όχι ένας πρωτεύον δρών αλλά ένας ουραγός των αποφάσεων των ΗΠΑ.

5.     Δύο δεκαετίες μετά τις σπασμωδικές και πλέον παντελώς αποτυχημένες αποφάσεις του 1991-2 κανείς δεν μιλά για μια νέα στρατηγική δομή η οποία θα δημιουργήσει προϋποθέσεις ισορροπίας και σταθερότητας εντός της ΕΕ και με την Ανατολική Ευρώπη. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία καταμαρτυρούν το πολιτικό και στρατηγικό κενό.

6.    Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση η οποία όπως είπαμε μετά το 1945 αναπτύχθηκε μέσα σε ένα αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο εξ αντικειμένου κινείται, πλέον, μέσα σε ένα στρατηγικό κενό.

7.    Ακόμη πιο σημαντικό, εκτός της απουσίας στρατηγικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οι μακροοικονομικές αποφάσεις οι οποίες εξ αντικειμένου αποφάσεις υψηλής πολιτικής καθότι αφορούν την ανάπτυξη και τις κοινωνικές ισορροπίες των μελών, περιέπεσαν στην διαχειριστική αρμοδιότητα μιας τεχνόσφαιρας η οποία στερείται παντελώς ακόμη και της παραμικρής κοινωνικής νομιμοποίησης. Το δημοκρατικό έλλειμμα, πλέον, είναι γιγαντιαίο.

8.    Με την στρατηγική αντιπαράθεση στην Ανατολική Ευρώπη και σε άλλες περιφέρειες μεγάλης ενεργειακής σημασίας, η ΕΕ είναι απλά απούσα ή τα μέλη τους αγωνίζονται να δράσουν μεμονωμένα. Δύο μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα και η Κύπρος, δέχονται απειλές σε αναφορά με τους ενεργειακούς πόρους που τους προσφέρει η διεθνής νομιμότητα και η ΕΕ είτε κάνει ανούσιες και οριακής σημασίας δηλώσεις είτε τηρεί στάση επιτήδειου ουδέτερου. Εξ ανάγκης, νομίζουμε, γιατί η ΕΕ ως συλλογικός δρων ήταν και συνεχίζει να είναι ένας διπλωματικός και στρατηγικός νάνος.

9.    Για κάθε οξυδερκή αναλυτή της στρατηγικής το κύριο γεωπολιτικό ζήτημα των καιρών μας είναι το μέλλον των σχέσεων Ρωσίας και Γερμανίας. Θα είναι ανταγωνιστικές ή συγκλίνουσες ή και συμμαχικές; Και ποια από τις δύο θα εξελιχθεί σε πρωτεύοντα οικονομικό και στρατιωτικό δρών. Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι καίρια για την κατανόηση των στρατηγικών αποφάσεων των ΗΠΑ καθότι η κύρια μέριμνα της Ουάσιγκτον είναι καμιά περιφερειακή δύναμη να μην καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας.

10.  Εάν οι ΗΠΑ μετακινήσουν το στρατηγικό τους ενδιαφέρον και εάν η Ρωσία καταστεί ισχυρότερη από την Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία θα συμμαχήσουν για να την αντικρούσουν. Εάν η Γερμανία είναι ισχυρότερη από την Ρωσία και ενδεχομένως πυρηνική δύναμη που λειτουργεί ανεξάρτητα επιδιώκοντας περιφερειακή ηγεμονία, πολύ πιθανό η Γαλλία και η Βρετανία θα συμμαχήσουν με την Ρωσία.

 

 

Ολοκληρώνω με κάποιες επισημάνσεις για το πώς εξελίσσεται η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και κάποιες θέσεις για τις μεγάλες δυνάμεις που αντλούν ευθέως από την στρατηγική θεωρία. Η στρατηγική θεωρία, ακριβώς, τις τελευταίες δεκαετίες υποβαθμίστηκε στις πολιτικές και επιστημονικές συζητήσεις στην Ευρώπη. Εκτός του ότι όπως πάντα ισχύει η συμβατική σκέψη είναι ασύμβατη με την επιστημονική ανάλυση της διεθνούς πολιτικής και την στρατηγική θεωρία που αναλύει τις μεγάλες δυνάμεις (και ασφαλώς και όλων των υπολοίπων κρατών), η εξέλιξη των δομών ισχύος στην Ευρώπη και στον πλανήτη απαιτεί ρηξικέλευθες θεωρήσεις.

Θεωρήσεις δηλαδή που εδράζονται στον πραγματικό και όχι κάποιο φανταστικό κόσμο, στην στρατηγική θεωρία που εξετάζει τις κατανομές και ανακατανομές ισχύος και στις προϋποθέσεις της ύπαρξης σταθερότητας ή αστάθειας πλανητικά, περιφερειακά και τοπικά.

 

Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τόσο στον Ψυχρό Πόλεμο όσο και στην μεταψυχροπολεμική εποχή ήταν εξαρτημένη μεταβλητή των στρατηγικών εξελίξεων και καθίστατο εφικτή, όπως είπαμε, λόγω ύπαρξης ενός Αμερικανικού στρατηγικού θερμοκηπίου. Η ειδοποιός διαφορά, εν τούτοις, είναι ότι ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος χαρακτηριζόταν από μια σχετική σταθερότητα λόγω πυρηνικής ισοδυναμίας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, η μεταψυχροπολεμική εποχή όχι μόνο είναι ρευστή και ασταθής αλλά κινείται προς ένα ολοένα και πιο πολύπλοκο πολυπολικό διεθνές σύστημα όπου τίποτα συμβατικό δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

            Η επιβίωση της ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι δεδομένη. Παρά το ότι μετά το 1990 αυτό ήταν ολοφάνερο οι αποφάσεις στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χαρακτηρίζονται από πολιτικό και οικονομικό ανορθολογισμό που αγγίζει τα όρια της παράκρουσης. Τα αίτια είναι πολλά και δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν. Σίγουρα, η συρρίκνωση της πολιτικής σκέψης από την προαναφερθείσα λογική που ήθελε οικονομικίστικες πολιτικές να φέρνουν μια υπερεθνική ανθρωπολογία είναι σίγουρα ένα από τα αίτια. Εξ και η ανάγκη επανόδου σε πολιτικά ορθολογιστικούς συλλογισμούς που θα συνεκτιμούν δεόντως τα πολιτικά, κοινωνικά και στρατηγικά δεδομένα.

            Οι μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ λόγω του χάους που έφερε η ΟΝΕ –μια δηλαδή εφαρμογή ενιαίας μακροοικονομικής πολιτικής πάνω σε ένα βαθύτατα διαφοροποιημένο κοινωνικοπολιτικό πεδίο– κινούνται νευρικά και σπασμωδικά ενώ οι αντιλήψεις για την Γερμανία είναι τουλάχιστον παρωχημένες. Παρωχημένες με την έννοια ότι δύσκολα κανείς μπορεί να ξεχωρίσει τους κακούς από τους καλούς του 20 αιώνα εάν συμπεριλάβουμε την αποικιοκρατία και το σοβιετικό κομμουνιστικό εγχείρημα. Ούτως ή άλλως, η ιστορία διδάσκει –πλην των μέτρων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που όλοι συμφωνούν ότι οδήγησε στο δυνάμωμα των ναζιστικών κινημάτων που εν τούτοις σημειώνουμε δεν ήταν μόνο Γερμανικά[16]– η σταθερότητα μετά από ένα μεγάλο πόλεμο δεν συναρτάται με την καταστολή των ηττημένων από τους νικητές αλλά με νέες στρατηγικές δομές που διασφαλίζουν σχέσεις ισορροπίας. Ως προς τούτο, είναι πολιτικά και οπωσδήποτε στρατηγικά η Γερμανία να θεωρείται ως κάτι διαφορετικό από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης.

 

Όπως αναπτύσσονται οι τάσεις έχοντας ήδη διανύσει το ένα τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, οι στρατηγικοί υπολογισμοί των μεγάλων δυνάμεων περιστρέφονται γύρω από τα εξής κύρια ζητήματα.

1.    Ποιες είναι οι στρατηγικές της Ρωσίας και της Γερμανίας κυρίως ως προς δύο μορφικά πανομοιότυπα (για όλες τις μεγάλες δυνάμεις) ζητήματα: Αφενός το πώς βλέπουν την επιβίωσή τους ως κράτη αφετέρου το κατά πόσο θα κινηθούν προς την κατεύθυνση κατάκτησης θέσης και ρόλου περιφερειακού ηγεμόνα.

2.    Το κατά πόσο η εξέλιξη των ανακατανομών ισχύος θα οδηγήσει την Γερμανία προς την κατεύθυνση σύγκλισης με την Ρωσία ή το αντίθετο.

3.    Κατά πόσο η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, οι δύο δηλαδή δυνάμεις της Ευρώπης που κατέχουν πυρηνικά όπλα, θα κινηθούν ξεχωριστά ή κατά πόσο θα συμμαχήσουν (και κατά ποιου, της Ρωσίας ή της Γερμανίας;) για να αντιμετωπίσουν μια προσπάθεια περιφερειακής ηγεμονίας.

4.    Το κατά πόσο η μετατόπιση του στρατηγικού βάρους των ΗΠΑ προς την Άπω Ανατολή θα επιταχυνθεί αφήνοντας μόνες τους τις τέσσερεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης να εξισορροπούν αλλήλους.

5.    Κατά πόσο λόγω ευρύτερων στρατηγικών εξελίξεων η Ρωσία θα κινηθεί αποφασιστικά προς μια περιφερειακή ηγεμονία πολύ πέραν αυτών που συμβαίνουν στην Ουκρανία. Τα τελευταία γεγονότα θα φαντάζουν αμελητέα εάν δούμε δραστικότερες στρατηγικές αλλαγές.

6.    Εάν μια προσπάθεια της Ρωσίας να καταστεί περιφερειακή ηγεμονία κατά πόσο θα υπάρξουν καταστάσεις εκτός ελέγχου (ραγδαίες και ανορθολογικές εναλλαγές ανισορροπίας, εξισορροπήσεων και εναλλαγής συμμαχιών που θα οδηγούν σε αστάθεια) και κατά πόσο εάν οι ΗΠΑ θα έχουν ήδη μετατοπιστεί Ανατολικά εάν θα υπάρξει συμμαχία των πυρηνικών δυνάμεων με την Γερμανία να κινείται προς την κατεύθυνση απόκτησης πυρηνικών όπλων[17].

7.    Σε αναφορά με την Γερμανία και έχοντας τις πονηρές προτάσεις της πρώην Σοβιετικής Ένωσης την δεκαετία του 1950 περί Γερμανικής ουδετερότητας, κατά πόσο η Γερμανία θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

8.    Πάντοτε σε αναφορά με το οικονομικά και πληθυσμιακά ισχυρότερο κράτος της Δυτικής Ευρώπης, την Γερμανία, το κατά πόσο υπάρχουν προϋποθέσεις σταθερότητας εάν η Γερμανία συνεχίσει να είναι μια στρατηγικά συμπιεσμένη δύναμη την στιγμή που θα είναι η οικονομικά ισχυρότερη, η στρατιωτικά ισχυρότερη (στα συμβατικά όπλα αυτό ίσχυε πάντοτε παρά το γεγονός ότι το γερμανικό γενικό επιτελείο είναι ενταγμένο στους δυτικούς θεσμούς).

 

Το τελευταίο ζήτημα ίσως χρήζει περαιτέρω συζήτησης. Συντομογραφικά λέμε ότι εάν απομακρυνθούμε από συμβατικές απόψεις, συναισθηματικές ευαισθησίες, ιστορικές μνήμες και έλλειμμα γνώσης για τις δομές ισχύος στις πολλές εκδοχές τους, θα πρέπει να πούμε ότι η ενωμένη Γερμανία απαιτείται να γίνει κατανοητό ότι είναι μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. Υπό αυτό το πρίσμα και όπως οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δύναμη ο τρόπος που θα κινηθεί θα εξαρτηθεί από το πώς αντιλαμβάνεται τα συμφέροντά της και κυρίως το συμφέρον επιβίωσης από τυχόν απειλές άλλων μεγάλων δυνάμεων, το πώς εκτιμά ότι θα κινηθούν οι ανακατανομές ισχύος και του πως εκτιμά τις στρατηγικές επιλογές των άλλων μεγάλων δυνάμεων.

 

Η ισορροπία και η ανισορροπία της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα κινούνται αμφίπλευρα ανάλογα με την εξέλιξη γεγονότων εκτός της Ευρωπαϊκής περιφέρειας και σε γειτονικές περιφέρειες όπου βρίσκονται πλουτοπαραγωγικοί πόροι και κυρίως ενέργεια.

            Το κεντρικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσει η στρατηγική θεωρία είναι το ποιες είναι οι προϋποθέσεις σταθερότητας ανάλογα με την ισχύ των 4 μεγάλων δυνάμεων αλλά και την διχοτόμο μεταξύ συμβατικής και πυρηνικής ισχύος. Κυρίως το κατά πόσο οι πλανητικές και περιφερειακές εξελίξεις θα οδηγήσουν ή δεν θα οδηγήσουν την Γερμανία προς την κατεύθυνση απόκτησης πυρηνικών όπλων. Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο οι μεγάλες δυνάμεις θα την θεωρούσαν ισότιμη συνηγορώντας με παλαιότερη αξίωση για ένταξη στο ΣΑ του ΟΗΕ. 

            Εστιάζοντας ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον στην Γερμανία και υπό το πρίσμα μιας αυστηρά αξιολογικά ελεύθερης στρατηγικής θεώρησης, θα μπορούσαμε να πούμε και τα εξής:

1.    Η Γερμανία ως το μεγαλύτερο και ισχυρότερο (πλην πυρηνικών) ευρωπαϊκό κράτος είναι πηγή αστάθειας εάν λειτουργεί πολιτικά ανορθολογικά. Ο πολιτικός ανορθολογισμός μπορεί να απορρέει από διλήμματα ασφαλείας και κινήσεις άλλων δυνάμεων που θα τις θεωρούσε απειλητικές.

2.    Πως τίθεται το ζήτημα εάν η Γερμανία αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Κατ’ αρχάς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να πάρει δύο κατευθύνσεις. Να τα αποκτήσει ταχύρρυθμα πυροδοτώντας ακαριαίες αντί-Γερμανικές συσπειρώσεις ή αντίστροφα να εάν επιχειρήσει να τα αποκτήσει να ενταχθούν σε μια στρατηγική διαπραγμάτευση που θα συμπεριλαμβάνει, πρωτίστως, τις τέσσερεις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις.

3.    Σε μια τέτοια συζήτηση η δαιμονοποίηση των πυρηνικών όπλων δεν ωφελεί. Αντιθέτως βλάπτει και κυρίως παρακάμπτει δύο ερωτήματα: α) είναι εφικτός ένας πυρηνικός αφοπλισμός και β) ποια κράτη «έχουν δικαίωμα» να κατέχουν πυρηνική ισχύ. Η απάντηση είναι ακαριαία, με μια απλή ανάγνωση της Συνθήκης μη Διασποράς των πυρηνικών όπλων[18]. Υποδηλώνει μια ρευστότητα, το ανέφικτο να διακριθούν κυρίαρχα κράτη-μέλη του ΟΗΕ ως ακατάλληλα να ανήκουν στους «έχοντες» και μια διάσταση μεταξύ των συμβατικών δεσμεύσεων «εχόντων» και «μη εχόντων» με την διεθνή εμπειρία τα τελευταία πενήντα χρόνια. Κανείς εδώ θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ υποκειμενικών θέσεων και αντικειμενικής πραγματικότητας και επίσης μεταξύ συμβατικών πλαισίων και του στρατηγικού πεδίου το οποίο όταν εισέλθει σε ένα άγριο ανταγωνισμό εξισορροπήσεων αυτονομείται. Μια τέτοια αυτονόμηση δεν μπορεί κανείς να συγκρατήσει μια μεγάλη δύναμη από το να λειτουργήσει με όρους αυτοβοήθειας και σε αυτή την προκείμενη περίπτωση μια τέτοια «συγκράτηση» υποχρεωτικά θα συμπεριλαμβάνει πυρηνική αποτροπή (κατά της Γερμανίας) από όποιον θίγεται.

4.    Υπό το πιο πάνω πρίσμα και επειδή τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται σε επιστημονικά δοκίμια όπως το παρόν, το ζήτημα της απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Γερμανία και της συμμετοχής στο Συμβούλιο Ασφαλείας εμπίπτει αμιγώς σε μια συζήτηση που αφορά τον ρόλο των πυρηνικών όπλων στον σύγχρονο κόσμο και τις προϋποθέσεις σταθερότητας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, στην περίπτωσή μας μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ρωσίας.

5.    Απαλλαγμένοι κάθε ίχνους υποκειμενικών απόψεων ή θέσεων που υιοθετούν οι πολιτικοί παίχτες[19] κανείς από όσους έχουν ασχοληθεί σοβαρά με την πυρηνική ισχύ δεν θα αμφισβητήσουν δύο πράγματα: Πρώτον, ότι ο πυρηνικός αφοπλισμός δεν αναμένεται στο ορατό μέλλον. Δεύτερον, μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων  ο πόλεμος είναι ανέφικτος εκτός και εάν δύο ή περισσότερα κράτη αποφασίσουν να αυτοκτονήσουν. Βασικά, η στρατηγική θεωρία σταθεροποίησε ότι το πυρηνικό όπλο, στις αενάως ανταγωνιστικές σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων, συνέτεινε στην μεταξύ τους στρατηγική σταθερότητα. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τα άλλα πυρηνικά κράτη ο κατέχων πυρηνικά όπλα εξ ορισμού και για λόγους που αφορούν την επιβίωσή του αναπτύσσει αμυντικά αντανακλαστικά. Στις σχέσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων προγραμματικά και εξ ορισμού ο πόλεμος αποκλείεται εκτός και εάν υπάρξει ενδεχόμενο ένας εξ αυτών να αποκτήσει πυρηνική υπεροχή, κατιτί που μέχρι στιγμής τουλάχιστον, όλοι συμφωνούν ότι είναι ανέφικτο.

6.    Εάν κάνουμε την (υπό τις περιστάσεις υποχρεωτικά αλματώδη και αναγκαστικά αξιολογικά ελεύθερη) υπόθεση εργασίας ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο –δηλαδή ταχύρρυθμα και εξισορροπητικά ή συμπεφωνημένα και συντεταγμένα– η Γερμανία αποκτήσει πυρηνικά όπλα, το μόνο που μπορεί να πει η στρατηγική θεωρία που εξειδικεύεται στον ρόλο των πυρηνικών όπλων, είναι τα εξής: α) Μια πυρηνική Γερμανία λογικά οδηγεί στην απόκτηση αμυντικών αντανακλαστικών απέναντι στις άλλες πυρηνικές δυνάμεις, β) μια πυρηνική Γερμανία δεν θα κλίνει προς κατευνασμό της Ρωσίας και γ) οι στρατηγικές σχέσεις στο τετράγωνο Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία θα είναι σχέσεις στρατηγικής ισοτιμίας και αμοιβαίας αποτροπής πολέμου.

7.    Όσον αφορά αυτές τις τέσσερεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης ενώ κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια επιθυμία για περιφερειακή ηγεμονία, τα «κίνητρα» (φόβος κλιμάκωσης και πυρηνικού πολέμου) θα αποθαρρύνουν μια τέτοια κλίση. Κανείς θα πρέπει να αναμένει ευαισθησία σε τυχόν ανισορροπία και ρευστές κινήσεις εξισορρόπησης εάν η ισορροπία κινδυνεύει να ανατραπεί υπέρ ενός εκ των τεσσάρων.

8.    Όσον αφορά τουλάχιστον τα περιφερειακά ζητήματα ή τουλάχιστον αυτά τα οποία αγγίζουν ευθέως τις στρατηγικές σχέσεις των τεσσάρων δυνάμεων θα υπάρχουν και πάλι «κίνητρα» για προσεκτική και συνετή διπλωματία που θα αποθαρρύνει ανισορροπίες και που θα κατατείνει σε μια αμοιβαία επωφελή σταθερότητα.

9.    Σε ένα τέτοιο ιδεατά σταθεροποιημένο στρατηγικό περιβάλλον καθίστανται πιο βιώσιμες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις συμπεριλαμβανομένων των κεκτημένων της ΕΕ αλλά και μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται η ενέργεια αλλά και άλλες οικονομικές συναλλαγές.

10.  Στρατηγικός εξορθολογισμός προϋποθέτει και εξορθολογισμό των θεσμών και των οικονομικών ανταλλαγών στην Ευρώπη. Πολιτικός ορθολογισμός στην Δυτική Ευρώπη δεν μπορεί να αναπτυχθεί εάν δεν βρεθεί τρόπος να αποσυναρμολογηθούν συντεταγμένα εκείνες οι ρυθμίσεις που δεν είναι βιώσιμες. Ενώ στο πεδίο της εμπορικής ολοκλήρωσης οι αλλαγές είναι μάλλον εύκολες και συμπεριλαμβάνουν την δημιουργία αυστηρά διακυβερνητικών θεσμών (ομόφωνων/συναινετικών αποφάσεων) που θα λειτουργούν ως εντολείς των αυστηρά εντολοδόχων «υπερεθνικών θεσμών», η τερατώδης κατασκευή της ΟΝΕ[20] είναι λογικό να αποσυναρμολογηθεί συντεταγμένα για το καλό όλων. Αποτελεί παράκρουση, όπως ήδη υποστηρίχθηκε, η ιδέα μιας κοινής μακροοικονομικής πολιτικής πάνω σε ένα κοινωνικά και πολιτικά διαφοροποιημένο χώρο όπως είναι ο Ευρωπαϊκός.

 

Βασική θέση εδώ λοιπόν είναι ότι ισχύουν τα εξής:

α) Το ζήτημα μετά το 1945 όπως και μετά το 1990 και σήμερα το ζητούμενο δεν ήταν μια εξισωτική και εξομοιωτική ολοκλήρωση αλλά η ύπαρξη στρατηγικών δομών που θα επέτρεπαν οικονομική συνεργασία και στρατηγική σταθερότητα μέσα από συγκλίσεις ή ισορροπία. Μια νέα στρατηγική δομή συμβατή με το ισχύον διεθνές σύστημα, δεν προέκυψε, παρά το γεγονός των δραστικών στρατηγικών αλλαγών των τριών τελευταίων δεκαετιών.

β) Μια πιθανή προϋπόθεση για μια νέα στρατηγική δομή στην Ευρώπη που θα αποτρέπει μια περιφερειακή ηγεμονία οποιουδήποτε και που εξ αντικειμένου τίθεται ή θα τεθεί έντονα ανάλογα με τις στρατηγικές εξελίξεις, είναι η κατοχή επαρκών αποτρεπτικών δυνάμεων και από τις τέσσερεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, δηλαδή, την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία, την Ρωσία και την Γερμανία. Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα απαιτούν στέρεη στρατηγική θεωρία στο υπόβαθρο κάθε ανάλυσης που το εξετάζει.

γ) Μια νέα ισορροπία δυνάμεων αυτού του είδους προϋποθέτει κατανόηση των λεπτών συνόρων μεταξύ ηγεσίας (που είναι ανεκτή για αντικειμενικούς λόγους) και ηγεμονίας (που οδηγεί σε αντί-ηγεμονικούς άξονες και αστάθεια). Οι τέσσερεις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις διαθέτουν διπλωματικές παραδόσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες ισορροπίας-σταθερότητας και καλύτερης θέσης και ρόλου για όλους στο επερχόμενο ρευστό πολυπολικό κόσμο το κέντρο στρατηγικού βάρους του οποίου μπορεί να μην βρίσκεται πλέον στην Ευρώπη. 

δ) Μια στρατηγική λογική και στρατηγικές αποφάσεις συμβατές με το σύγχρονο διεθνές σύστημα απαιτεί μηδενικές υπερεθνικές παρακρούσεις, διακρατικούς θεσμούς αυστηρά διακυβερνητικούς, μηδενικές ανεξάρτητες αρμοδιότητες για τυχόν «υπερεθνικούς θεσμούς» και ε) συμπερίληψη της Ρωσίας σε κάθε οικονομική, πολιτική και στρατηγική απόφαση. Για απόθεμα σοφών ιδεών και στρατηγικών αναλύσεων ως προς αυτό κανείς μπορεί να αναζητήσει τα κείμενα του Προέδρου Ντε Γκολ[21]


 


[1] Πολλά επιχειρήματα που ακολουθούν στις επόμενες παραγράφους αντλούν από το εμβληματικό έργο του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα). Όπως μεταξύ άλλων παρατηρεί ο Mearsheimer (επειδή συγκυριακά τυγχάνει να μελετώ ξανά την αγγλική εκδοχή εδώ αντλώ τα εδάφια από το αγγλικό κείμενο): “Alas, the claim that security competition and war between the great powers have been purged from the international system is wrong. Indeed, there is much evidence that the promise of everlasting peace among the great powers was stillborn. Consider, for example, that even though the Soviet threat has disappeared, the United States still maintains about one hundred thousand troops in Europe and roughly the same number in Northeast Asia. It does so because it recognizes that dangerous rivalries would probably emerge among the major powers in these regions if U.S. troops were withdrawn. Moreover, almost every European state, including the United Kingdom and France, still harbors deep-seated, albeit muted, fears that a Germany unchecked by American power might behave aggressively; fear of Japan in Northeast Asia is probably even more profound, and it is certainly more frequently expressed. Finally, the possibility of a clash between China and the United States over Taiwan is hardly remote. This is not to say that such a war is likely, but the possibility reminds us that the threat of great-power war has not disappeared. The sad fact is that international politics has always been a ruthless and Dangerous”. σελ. 22

[2] Αμερικανοί πρόεδροι όπως ο Νίξον γνωρίζουμε ότι όταν επισκέπτονταν την Ευρώπη φρόντιζαν να παραμένουν μυστικά για μερικές μέρες για να συνομιλούν και να μαθαίνουν από ηγέτες της μεταπολεμικής Ευρώπης όπως ο Μακμίλλαν, ο Ντε Γκολ και ο Άντενάουερ.

[3] Η Ρωσία όπως και οι άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις θα έχουν καθοριστικό εάν όχι προσδιοριστικό ρόλο στο πως θα εξελιχθούν οι στρατηγικές σχέσεις στην Ευρώπη. Κανείς για παράδειγμα δεν πρέπει να παραγνωρίσει τους γεωπολιτικούς παράγοντες στους οποίους θα αναφερθούμε συντομογραφικά πιο κάτω. Το γεγονός για παράδειγμα ότι η κεντρική Ευρώπη θεωρείται από την Ρωσία –η οποία δέχθηκε δύο τουλάχιστον εισβολές, από την Γαλλία και την Γερμανία– ζωτική ζώνη ασφαλείας. Κάθε κίνηση στο πεδίο αυτό γίνεται μέσα σε ναρκοπέδιο γεωπολιτικών ευαισθησιών όλων των εμπλεκομένων. Οι ΗΠΑ δεν έχει τις ίδιες ευαισθησίες ενώ στο πλαίσιο πάγιων στάσεων θα μπορούσε και να λειτουργήσει με όρους κατατριβής και αποφάσεων ελέγχου της κατανομής ισχύος χωρίς να νοιάζεται για «φίλους και εχθρούς» αλλά για το πώς θα είναι η πλανητική και περιφερειακή κατανομή ισχύος τις επόμενες δεκαετίες. Ενώ ως προς πολλά άλλα ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιλογές μπορεί να συγκλίνουν δεν είναι σίγουρο ότι το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά τις ισορροπίες Ανατολικής-Δυτικής Ευρώπης.

[4] Η τελευταία εργασία του υποφαινόμενου για το ζήτημα αυτό είναι στο δοκίμιο Π. Ήφαιστος, «Στρατηγική αντιπαράθεση στην μεταψυχροπολεμική εποχή και αστάθμητοι ανθρωπολογικοί παράγοντες της μετά-αποικιακής εποχής», Ο ρόλος της κρατικής ισχύος στον μετά-Αποικιακό εθνοκρατοκεντρικό κόσμο του Εικοστού Πρώτου Αιώνα στο Μάζης Ι. (επιμ.) Εξεγέρσεις στον Αραβομουσουλμανικό Κόσμο: Ζητήματα Ειρήνης και Σταθερότητας στη Μεσόγειο (Εκδόσεις ΛΕΙΜΩΝ 2013). Αναρτημένο στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/130strategyandStatePower.htm.

 

[5] Τέλος Οκτωβρίου 2014 η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ρωτήθηκε από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Μιχάλη Ιγνατίου για το γεγονός ότι τον Αύγουστο, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κέρι ζήτησε από την Κίνα να παγώσει «όλες τις προκλητικές ενέργειες» στη θάλασσα της Νότιας Κίνας και «γιατί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν ανταποκρίνεται με τον ίδιο τρόπο στην πρόκληση της Τουρκίας στην Κύπρο;». Η απάντηση της κ. Ψάκι ήταν η ακόλουθη: «Κάθε περιφέρεια και κάθε σύγκρουση και κάθε χώρα είναι διαφορετική. Επομένως, δεν πρόκειται να έχω το ίδιο σημείο (αναφοράς) για διαφορετικές χώρες ή περιοχές». Βλ. Κυπριακό Πρακτορείο (www.cna.org.cy)

[6] Εκ του γεγονότος ότι ο υποφαινόμενος έχει πολλές δημοσιεύσεις που αντλούν για τα ζητήματα αυτά οι παραπομπές εδώ θα είναι ελάχιστες. Βλ. κυρίως τα κεφ. 7-9 στο P. Ifestos, Nuclear Strategy and European Security Dilemmas. Towards an autonomous European Defense System? (Gower, London, NY, 1988). Στα Ελληνικά χάρτες και στοιχειώδης γεωπολιτική ανάλυση βρίσκεται στο Π. Ήφαιστος / Κ. Αρβανιτόπουλος, Ευρωατλαντικές σχέσεις (εκδόσεις Ποιότητα), τα κεφάλαια 1 και 3 του υποφαινόμενου. Επίσης στο Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Γερμανίας, Βρετανίας (Εκδ. Ποιότητα). Ο εμβόλιμος χάρτης βρίσκεται στο προαναφερθέν αγγλικό μου βιβλίο αλλά και στο Ευρωατλαντικές σχέσεις. Πολλοί ορισμοί που ακολουθούν αντλούν από τον Raymond Aron, Paix et querre entre les nations (Callimard) και Pierre CElerier, Geopolitique et Geostrategie (Presses Universitaires de France).

[7] Ο Mearsheimer γράφει: “Alas, the claim that security competition and war between the great powers have been purged from the international system is wrong. Indeed, there is much evidence that the promise of everlasting peace among the great powers was stillborn. Consider, for example, that even though the Soviet threat has disappeared, the United States still maintains about one hundred thousand troops in Europe and roughly the same number in Northeast Asia. It does so because it recognizes that dangerous rivalries would probably emerge among the major powers in these regions if U.S. troops were withdrawn. Moreover, almost every European state, including the United Kingdom and France, still harbors deep-seated, albeit muted, fears that a Germany unchecked by American power might behave aggressively; fear of Japan in Northeast Asia is probably even more profound, and it is certainly more frequently expressed. Finally, the possibility of a clash between China and the United States over Taiwan is hardly remote. This is not to say that such a war is likely, but the possibility reminds us that the threat of great-power war has not disappeared. The sad fact is that international politics has always been a ruthless and Dangerous”. Mearsheimer, The Tragedy of Great Powers Politics (Norton), p. 22.

[8] Βλ. κεφ. 3 του Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ό.π.

[9] Ό.π. κεφ. 4

[10] Ευρωατλαντικές σχέσεις ό.π. κεφ. 1

[11] Aron ό.π.

[12] Βλ. Moravcsik A. 1998. The Choice of Europe, Social Purpose and State Power from Messina to Maastricht. Ithaca: Cornell University Press.

[13] Βλ στα ελληνικά Edward H. Carr, Η Εικοσαετής κρίση (Εκδόσεις Ποιότητα)

[14] Βλ. παραπομπές και ανάλυση στο Διπλωματία και Στρατηγική ό.π. κεφ. 6

[15] “System structure, we know, is a function of the number of great powers and how power is apportioned among them. The list of European great powers for the two centuries under discussion includes Austria, Great Britain, Germany, Italy, and Russia.14 Only Russia, which was known as the Soviet Union between 1917 and 1990, was a great power for the entire period. Austria, which became Austria-Hungary in 1867, was a great power from 1792 until its demise in 1918. Great Britain and Germany were great powers from 1792 until 1945, although Germany was actually Prussia before 1871. Italy is considered a great power from 1861 until its collapse in 1943”. Mearsheimer, o.p. 347

 [16] Το αντίστοιχο κόμμα της Βρετανίας ήταν είχε μεγαλύτερα ποσοστά απ’ ότι το ναζιστικό της Γερμανίας όταν ανήλθε στην εξουσία. Πρέπει επίσης να συνεκτιμήσουμε και το αποικιακό φαινόμενο.

[17] Μια εξαιρετική ανάλυση σε αναφορά με την Γερμανία και Ιαπωνία βρίσκεται στα άρθρα Waltz K. 1993. «The Emerging Structure of International Politics». International Security, vol. 18, no 2 και στο Waltz K. 2000. «Structural Realism after the Cold War», International Security, vol. 25, no 1.

[18] Διαβάζουμε στην Συνθήκη: «The States concluding this Treaty, hereinafter referred to as the “Parties to the Treaty”,

Considering the devastation that would be visited upon all mankind by a nuclear war and the

consequent need to make every effort to avert the danger of such a war and to take measures to

safeguard the security of peoples,

Believing that the proliferation of nuclear weapons would seriously enhance the danger of

nuclear war,

In conformity with resolutions of the United Nations General Assembly calling for the

conclusion of an agreement on the prevention of wider dis semination of nuclear weapons,

Undertaking to co-operate in facilitating the application of International Atomic Energy

Agency safeguards on peaceful nuclear activities,

Expressing their support for research, development and other efforts to further the

application, within the framework of the International Atomic Energy Agency safeguards

system, of the principle of safeguarding effectively the flow of source and special fissionable

materials by use of instruments and other techniques at certain strategic points,

Affirming the principle that the benefits of peaceful applications of nuclear technology,

including any technological by-products which may be derived by nuclear-weapon States from

the development of nuclear explosive devices, should be available for peaceful purposes to all

Parties to the Treaty, whether nuclear-weapon or non-nuclear-weapon States,

Convinced that, in furtherance of this principle, all Parties to the Treaty are entitled to

participate in the fullest possible exchange of scientific information for, and to contribute alone

or in co-operation with other States to, the further development of the applications of atomic

energy for peaceful purposes,

Declaring their intention to achieve at the earliest possible date the cessation of the

nuclear arms race and to undertake effective measures in the direction of nuclear

disarmament, Urging the co-operation of all States in the attainment of this

objective, (έμφαση δική μου)

Recalling the determination expressed by the Parties to the 1963 Treaty banning nuclear

weapon tests in the atmosphere, in outer space and under water in its Preamble to seek to

achieve the discontinuance of all test explosions of nuclear weapons for all time and to continue

negotiations to this end,

Desiring to further the easing of international tension and the strengthening of trust between

States in order to facilitate the cessation of the manufacture of nuclear weapons, the liquidation

of all their existing stockpiles, and the elimination from national arsenals of nuclear weapons

and the means of their delivery pursuant to a Treaty on general and complete disarmament

under strict and effective international control,

Recalling that, in accordance with the Charter of the United Nations, States must refrain in

their international relations from the threat or use of force against the territorial integrity or

political independence of any State, or in any other manner inconsistent with the Purposes of the

United Nations, and that the establishment and maintenance of international peace and security

are to be promoted with the least diversion for armaments of the world's human and economic

resources,

Have agreed as follows: […]

[19] Στην διεθνή βιβλιογραφία δεσπόζει επιβλητικά το έργο του Παναγιώτη Κονδύλη, Θεωρία του Πολέμου (Εκδόσεις Θεμέλιο). Στο Π. Ήφαιστος, Ο πόλεμος και τα αίτιά του (εκδόσεις Ποιότητα) στο κεφ. 34 αναλύεται το ζήτημα των πυρηνικών όπλων. Εκτενέστερη ανάλυση βρίσκεται στο P. Ifestos, Nuclear Strategy … ό.π. όπου και εξέταση του πυρηνικού όπλου υπό το πρίσμα των θεωρήσεων του Κλάουζεβιτσς.

[20] Εδώ δεν επεκτεινόμαστε για το γεγονός ότι η κατασκευή της ΟΝΕ έγινε σπασμωδικά και νευρικά στην μετάβαση από τον Ψυχρό Πόλεμο στην Μεταψυχροπολεμική εποχή και με σκοπό τον έλεγχο της Γερμανίας πάνω στην οποία βασικά επιβλήθηκαν οι νομισματικοί δεσμοί ως μέσο υπερεθνικής διαχείρισης των νομισματικών τους αποφάσεων (διαχρονικά σταθερή απαίτηση των Γάλλων μετά την δεκαετία του 1970). Για το ζήτημα αυτό υπάρχει εκτενής ανάλυση στο Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ό.π. κεφ. 6.

[21] Ο υπογράφων έχει μελετήσει την μεταπολεμική γαλλική εθνική στρατηγική σε πολλές δημοσιεύσεις. Για την πολιτική φιλοσοφία του προέδρου Ντε Γκολ βλ. Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία (Εκδόσεις Ποιότητα).

 

 

Draft – please contact the author if quoted

The institute of Geopolitical Studies “National Regeneration”

Conference Athens October 30-31 2014

The security of Europe: A new geopolitical dimension

Threats to the European security: A European perspective?

 

Panayiotis Ifestos,

Professor, international relations – strategic studies.

 

Summary: Coordination or process could not possibly substitute substance. Certain postures or actions in common, moreover, do not reveal trends of rise of a common European perspective in the areas of defense, security and strategy. One should consider appropriately the post-1945 strategic setting and the power structures as they evolved. Moreover, the decisions during the transition from 1989 to 1992 perpetuated the same Euro-Atlantic and intra-European strategic structure. Europeans themselves did not commit adequate resources for an autonomous defense structure, did not elaborate a converging strategic viewpoint on strategic and regional developments and they did not declare any European strategic doctrine. At issue is not good will or sentiments but power, interests and the strategic calculus of big powers including the big European countries. The principal strategic actor at the world level is USA and the rising powers in other regions. Moreover, the rise of Germany into economic prominence which however is strategically contained by its own allies create a peculiar intra-European transition. In such a context, the principal western actor regarding developments in Eastern Europe and the Middle East are the United States in an evolving multipolar world of many big powers. At the European level stability is analogous to balance relations among the four big European powers (Russia, Germany, France, Great Britain) and most notably with regard of Germany acquiring the status of a “normal European big power”.

 

There is no new Geopolitical dimension but a revisit of the traditional big power antagonism. If something is notably new is that the absence of a common European Geopolitical outcome since 1945 it is confirmed that we have similar if not accentuated European strategic divergences. 

            An analysis on trends in geopolitical thinking should take into account four phases. Before 1945, from 1945 to 1955, from 1949 to 1989 and from the period since the end of Cold War in 1990. We shall thus focus

Our brief comparative analysis shall thus focus on the geopolitical outlooks of Britain, France and Germany, that is, the main strategic actors at the European level. We should briefly examine trends and cultures of geopolitical thinking in both traditional and contemporary context.

Let us stress three principal aspects. Politico-strategic outlooks, politico-economic outlooks and related conceptions of space and time.

At issue is the constellation, in space and time, of power, abilities and chances to benefit or lose as redistribution of power, real or estimated and potential, evolves.

            As a matter of fact historical experience is telling: Geopolitical considerations is the foundation of geostrategic considerations of states and alliances. That is, a central input in strategic thinking, strategic planning and strategic action in short, medium and long term.

            Geographical considerations and correlations to power and power distribution is to be found at all times in history. Napoleon’s quote that “the strategy of all big powers is related to geography” is found in most modern texts of strategic theory and is deeply rooted in the mind of political leadership.

            Mackinder and Spykeman, two thinkers that influenced decisively Agglosaxon strategic thinking, supported that power is determined to a great extent by geography and natural recourses.

 

 

Let us shorty define principal terms. Geography describes the earth and its life, especially the distribution of land, sea, air, plant, animal life, including anthropology and man activities such as industry and agriculture and resources.

Political geography nowdays deals with those and other elements and factors in relation to the interstate setting, the position and strength of state actors, their communications and exchanges and the juxtaposition of factors such as geographical location, economic structures, demography, political traditions, cultural factors and certainly religion and in a broader sense metaphysic norms and structures in all its politically related spiritual consequences.

Geopolitical analysis is the next step whereby we enter into the dynamic correlation of those and many other related factors which if combined in one analytical framework provide clues for power, security, prosperity and role and position in an a priori antagonistic international system.

It should never escape our attention that in the interstate system, we do not have a world government or a “government of the governments” or at least international institutions gifted with socially legitimated jurisdictions to define morally founded prerogatives which could define changes of the international order, much more to define the prerogatives of a world distributive justice system.

In such circumstances all states and Alliances continuously construct national strategies which combine the national interests. Therefore, by focusing on our attention on “factors of enduring importance geopolitics refer to the relation of international political power, to the geographical setting (Cohen) and considers the security problems of a country in geographical terms in such a way that the conclusions can be a direct and immediate use to the statesmen whose duty is to set up the strategy which fulfils national interests (Spykman).

Raymond Aron gives a broader definition when he writes that “geopolitical analysis combines a geographical schematization of the political and diplomatic relations with geographical and economic analysis of the resources, in a way that also provides interpretations of diplomatic behavior in correlational-functional terms to the life and the environment”.

Geopolitics is thus some sort an analysis that explores the structure of policy problems without necessarily prescribing policy action (Gray). It is precisely when we analyze national interests and alternative strategic options that we come to geostrategy. Certainly, the two concepts, geopolitics and geostrategy are the two sides of the same coin.

Geostrategy does not just correlate geopolitical factors alone. In addition it introduces and combines planning, strategy, tactics, relating dynamically military power, diplomacy and political purposes.

 

I shall now refer to certain authors that influenced strategic decisions in ways that marked European politics after World War 2.

Mahan and Mackinder though the first more than the second stressed the important of sea power, the tenets of both define Britain’s strategy and substantially so the American high strategy from 1947 onwards until today. Spykman’ s periphery thesis emphasized the evolving post war power structures on the continent and provided the foundations of the subsequent containment strategy.

In fact, Mackinder is by and large the thinker that described Great Britain’s strategy during the balance of power phase and stressed the strategic importance of continental land masses, as opposed to seas.

Mackinder’s central area concept and the corollary tenets which stipulate that none should control the “core of the earth”, is identified with Britain’ s role as the balancer of the balance of power relations. It influenced and continues to influence British postures as regards Germany, Russia and the claim for a more unified continental Europe, an idea that after 1957 is incarnated in the process of European integration. Before the two world wars alone, after WW2 in alliance with the United States and currently as a free rider of by trying to influence Paris and Washington, London tries to regulate the distribution of power in accordance to its high strategic purposes.

What does precisely Mackinder says. He supported that

 

“who rules East Europe commands the Heartland. Who rules the Heartland commands the world island. And who rules the world island commands the World.”

 

  At issue today for Britain, in fact is the following:

 

“Who commands central Europe and what are the balances of the continental powers, namely Germany, France and Russia”.

 

If Russia and Germany converge or form an alliance and if USA’s interest for Europe diminishes owing to developments in Far East and a drastic shift of the center of gravity eastwards, an anti-German alliance in Western Europe is something more than probable[1].

            French leaders were sensitive to what happens Eastward (e.g. Hernu). The French post-war power calculus watch carefully the fluctuations of the American strategic commitment to Western Europe and to the strategies of the continental power when it attempts to establish a regional hegemony, previously the Soviet Union and nowdays Russia.

For Paris, Germany which is positioned in the middle of the continent is a cause of concern when Berlin either tends to act independently, be neutral or ally with Russia. Typical examples is the so called Stalin plan in the 1950s and the Euromissile crisis when in the mid of huge demonstrations president Mitterrand warned Germans for the grave consequences of not adhering to the 1979 two track decision of NATO.   

 

In the background of these issues we witness an uninterrupted interests of the British diplomacy with power formations on continental Europe and the Eurasian continent in General.

            British diplomacy always takes care to prevent any power or alliance of continental powers from dominating the continent, especially Germany, Russia, or an alliance between them.

This attitude emanates from British insular geopolitical position and by and large explains post-war British reluctance to favor integration on the continent.

Debating UK’ s accession into the Common Market in 1958, for example, Macmillan put this argument forcefully to de Gaulle in 1958. All along the period even since and more so as a member, London’s reluctance to deepen integration is consistent and continues.

            Britain’s Transatlantic orientation which is described in Mackinder’s revised thesis written in 1943 for the “Atlantic pivot of power” is incarnated in post-war special relationship with the United States and the Atlantic Alliance that was a child of British diplomacy which was worked out from 1946 until 1949 when it was established in parallel to similar efforts on the continent regarding a EDC/EPC.

The continuous hitherto pro-Atlantic posture that is compatible to this British strategic culture did not and does not leave much room for a European Alliance. We saw it when London have chosen America as its nuclear partner in the 1950s, during the MLF debates in the early 1960s, in the words of the British prime minister int the speech of Margaret Thatcher in Brugge in 1979 and the way it influence EPC and the Maastricht decisions in the early 1990s. In fact, in view of the British pro-Atlantic orientation the chances for a European Alliance are practically nil.

 

Ratzel, is often considered the father of political geography and the thinker that influence considerably German thinking by introducing the concept of “space” in geopolitical analysis in a way that stresses physical factors and the position of a state. He also stressed biological factors and the racial view that “some people have capacities to master the space” more than others.

Other German theorists especially Haushofer, gave rise to the so called German school that later on were used as a framework for a whole philosophy of history and the nature of the state that gave rise to the magic concept of space and to doctrines for territorial expansion.

 

French geopolitical thinking, is defined by its geographic position which as already mentioned is historically squeezed between Maritime and continental powers. For all practical purposes, modern geostrategic thinking flourished around de Gaulle’ s dominant role in post war French strategic thinking and incorporated successfully the twin element of national independence and the nuclear deterrent. 

 

Before and after 1945 as well as after 1992, the underlying potential anti-German alliances was and still is the dominant feature of strategic calculus of the other big powers. These trends tend to be strengthened whenever arise signs arise that the united German state, by all means the strongest power of Europe after 1990, could become a hegemon of central Europe, that is of the Heartland as Mackinder described it. It is only natural that the possibility of Germany the status of a regional hegemon is a principal input in the calculus of the other big powers.

 

I shall now focus more specifically on Great Britain, France and Germany. The thesis I suggest is that, at the outset of European integration, the geopolitical outlooks of the big European powers were diverging. Profoundly and fundamentally.

            At issue after WW2 was not some sort of unfeasible assimilating unity based on economic determinism but a re-orientation of national strategies so as to converge in order to face the strategic mutations and principally the gigantic re-distribution of power following decolonization and the rise into prominence of the two superpowers.

            Those fundamental structural factors were set aside or owing to utopian idealism and economic determinism the strategic reflexes in post-war Europe were diminished to such an extent that a rational strategic re-orientation became impossible.

Let us therefore sketch the background and indicate what we are really missing after the Cold War.

During the balance of power phase (1648 well until WW2) stability was a function of a distribution of power that discouraged the challengers of the status quo. Britain was the balancer all along. Balancing as regards continental Europe is a deeply rooted culture of Great Britain related to the London’s perception of security and the survival of the British islands. Experience is telling and diachronic: For Foreign Office everything else is secondary and or instrumental.

France, before and after Napoleon was and still is a power which is positioned in between continental and maritime powers. The sense of suffocation or squashed in power competition and the doctrine of national independence which after WW2 was accompanied by a nuclear deterrent was and still is an automatic reflection of France’s geopolitical position.

During Bismarck epoch the German Chancellor’s sense of balance and his wise strategy that discouraged anti-German alliances favored stability on the continent. Shortly stated, Bismarck’s departure was followed by an almost inescapable downfall that let to WW1.

Political utopia of the interwar period brilliantly analyzed by Edward H. Carr in his Twenty Year Crisis, made WW2 practically inevitable. Appeasement which is a corollary of utopia and runs contrary to the intrinsic need of all anarchical interstate systems for balance as a condition of stability, was the political input that generated the big conflict.

Even since we witness three parallel and connected developments.

·                     First, decolonization caused a decline of the relative position and role of the European powers.

·                     Second, in Eurasian and global strategic terms security the dominance of the United States in the context of the Atlantic Alliance and  Kennan’ s containment doctrine was and still is the principle feature of the European and world politics.

·                     Third, whilst France and Britain in the one or other way, safeguarded certain margins of independent diplomatic freedom –the former in the context of its special relationship with the United States and the latter in the context of its nuclear deterrent– Germany, the defeated power of WW2, was divided and kept under total control by belonging in the Western Alliance and to other institutions including WEU and EU.

o   In fact, the biggest and strongest European power, properly speaking, during the Cold War was lacking full political sovereignty and was for all practical purposes squashed on the borderline of the East – West confrontation.

o   A good question is how other powers see now this issue, that is the German independence and the margins of maneuverability.

 

How geostrategic considerations influenced European integration? There are two distinct periods. Before 1990 and after 1990.

European integration, was in fact made possible because the major strategic issues were frozen or lost their importance in the secured “strategic greenhouse” of USA’s postwar strategy of extended deterrence.

Still, as we witnessed during the transition from 1989 to 1992, when German unification took place, the underlying determinants of the big European states were geopolitical: America’s presence froze intra-European security dilemmas thus avoiding conflict.

As Josef Joffe put it, the United States by securing strategic stability and principally by accommodating issues regarding Germany saved the Europeans from theselves.

Before examining basic geopolitical issues, thus, we sum up by saying that the disturbance of the geopolitical set up of the Balance of Power relations from Westphalia onwards led to the First and Second World Wars.

The strategic outlooks of the big European states are and still are the underlying determinants.

The same issues which for centuries were at the core of European politics influenced the political thinking and the political decisions of the European project when it was launched immediately after WW2 and they shaped all aspects of the institutional and strategic structures thereafter.

However, in a different way than before 1945.

On the one hand as we already mentioned American strategic presence frozen intra-European security dilemmas.

On the other hand by creating economic and institutional inter-dependence which many expected could lead to Europe being one actor and the European states gradually being integrated in one regional social and political framework. This task would had been achieved by constructing a political anthropology sitting on an utilitarian politico-economic structure.   

However, what do we have after six decades?

First, in the best case a fragile mix of intergovernmental and supranational settings working over and above a socially, politically and economically differentiated environment. To put succinctly, the political anthropology is by all means national not supranational and the utilitarian links prove extremely fragile.

Second, a European superstructure which was and still is a dependent variable of global strategic interplay where USA is the dominant actor.

Third, EMU which was adopted in 1992 and which by all means executed a gigantic jump into a strategic vacuum and an assumption that monetary links would have caused a supranational political anthropology. It failed tragically and the consequences are felt just now. 

 

To put it differently, during the major strategic transition from 1989 to 1992 when the new European project was launched by deciding the monetary arrangements, geopolitical issues which were intrinsic and determinant were not dealt with in a rational and coordinated approach which would had led to a new political, institutional and strategic setting reflecting the post-Cold War situation in Europe and on the planet.

Much more importantly, the preoccupation of the European powers with Low Politics that was renewed when in 1992 the monetary arrangements were imposed on Germany, is accompanied by a gradual shift of the center of gravity of American strategy owing to the gradual shift towards a new multipolar constellation composed of many evolving big powers[2]

 

A permanent question after WW2 as well after the end of the Cold War is the calculus as regards the evolution of the distribution of power and the capabilities of the actors involved. The big European powers which became middle level powers at the world level face continuously, in fact, dilemmas as regards geostrategic decisions which should reconcile both different and often diverging geostrategic outlooks and the relations with the superpowers East and West.

It makes a big difference the fact that as we move into the 21st century the evolving international system is multipolar, an international structure in which the power calculus shall be very different. In fact, what we witness in Eastern Europe and the Middle East is just the beginning of attempts of regional powers to establish regional hegemony and other powers’ off shore balancing to prevent them. 

 

To put it shortly, in 1992 and today geopolitical considerations which are intrinsic to interstate relations in Europe were swept aside in order:

1.    To establish an economic institutional framework over socio-politically and socio-economically differentiated  European inter-state system

2.    The United States on the one hand continued its strategic presence and in way as a compensation transformed the Atlantic Alliance to facilitate “out of area” interventions.

3.    France’s purposes to control German monetary decisions proved abortive already by the end of the 1990s

4.    Germany’s reunification expectably led to uneven growth establishing an indisputable economic hegemony and led many other states to economic and political crisis.

5.    Careful study of attitudes and postures a quarter of a century after EMU was adopted reveals that nobody suggested a new strategic setting that could secure stability, balance relations with East and the United States and a reformation of the system at the level of low politics so as to stop uneven growth that as we all know is the main source of security dilemmas.

6.    Consequently European integration which since 1945 was evolving in the American strategic green house is for all practical purposes moving into a classical power vacuum which in history was always the source of instability and conflict.

7.    Even worse, in the absence of any signs of strategic negotiations among the Big European states, macroeconomic decisions which by all means are high politics are handled by technocrats that lack the slightest democratic legitimization at the European level.

8.    Given the intensification of strategic antagonism in Eastern Europe and the adjacent energy rich peripheries, EE is simply absent or its members act individually.

9.    At issue for all analyst of geopolitical issues is the future relations of Germany and Russia and whether it shall be antagonistic or allied and who is the strongest in economic and military terms. The answer of this question is vital in order to understand the strategic postures of the United State on Eurasia.

10.  If America is absent and Russia strongest than Germany, France and Britain are about to ally to deter her. If Germany is strongest than Russia and consequently acting independently possibly by attempting to acquire nuclear weapons then one should expect Russia, France and Britain in Alliance.

 

European integration seems to be absent at the level of strategic calculations and certainly a vulnerable dependent variable the survivability of which by all means none would guarantee.

            Since 1992 we are in a transition whose main features where clear and apparent immediately after the end of the Cold War but wide spread political irrationality overshadowed them.

The big European powers owing to the mess created by the abortive EMU behave spasmodically and basically follow a wait and see policy watching and waiting the next big American strategic move.

In fact, at the level of Europe we have a stalemate and a mess of political irrationality at both the national and supranational levels.

Certainly, because the river of history never stops flowing, the boat of small and big European states as well as of the European integration itself may soon come near a waterfall.

Definitely, the obsolete functional fallacies for a European supranational political anthropology on the base of the fallacy of an eschatological economic determinism, have no future whatsoever. 

At issue during the coming years is the way the strategic calculus of powers evolve and the related decisions. Mainly:

a) What are the strategies of Germany and Russia,

b) Whether Germany moves antagonistically to Russia and vice versa,

c) Whether London and Paris, the two western European powers possessing nuclear weapons, move alone or in alliance (and whom should they balance)  

d) Whether the center of gravity of American strategy shall shift Eastward depending from the distribution of power among China, India and Japan.

e) Whether Russia shall attempt a decisive step for regional hegemony.

f) In the latter case and depending from the related strategic calculus of Washington as to how the distribution of power changes at the level of the planet and at the regional level, whether we shall witness a strategic alliance in Western Europe, including the acquirement of nuclear weapons by Germany.

g) In this regard one should remember moments of the past as regards as regards the position and role of Germany, such as the Stalin plan for German neutrality.

Last but not least, to my view, in a world of many big and nuclear powers in actual or potential antagonism, German nuclear status shall not depend from conventional viewpoints which immediately after 1992 tended to feed political irrationality.

It depends from the distribution of power, the strategies of the other big powers, the threats and the projection of their interests in the 21st century. Big power’s principal concern, as it is firmly established, is survival.

 

The borderline of strategic balance and strategic imbalance is thin and fragile depending from instant redistributions of power and the fluctuating convergences and divergences among the big powers. In this context and with regard to Eurasian strategic structures as they evolve, let us here proceed with a set of ideas embedded in strategic theory regarding the prerequisites of stability and the causes of instability.

            If Germany becomes a “normal big power” may contribute to stability. Normal in this sense is to acquire the similar strategic status as other big states in Europe and on the planet. Most notably to become a member of the Security Council of the United Nations and proceed with the development of a moderate nuclear deterrent force and a doctrine similar to France’s proportional deterrence. The strategic rationale is the following:

1.    Germany, a big power by all means is a source of instability if is politically and strategically irrational and if both in Berlin and in the other European states security dilemmas foster. It is like an elephant imprisoned in a small box.

2.    Nuclear weapons are defensive weapons, especially if they correspond to other medium nuclear powers such as France and Great Britain. Past experience tell us that a defensive reflex is an intrinsic characteristic of proportional deterrence.

3.    A defensive nuclear German state logically leads to less uncertainties in its relation with both France and Russia and to a trend that a) reduces conventional security dilemmas and b) eliminates irrational appeasing syndromes towards both countries (appeasement is always a source of eventual instability for all involved).

4.    It weakens Great Britain’ s tendency to act as a balancer of continental Europe in alliance with the United States leaving space for intra-European strategic calculus that reflect the realities of intra-Eurasian power structures. In this case for all big European powers –Russia, Germany, France, Britain– shall be prudent and moderate alliances that prevent any one of them from acquiring regional hegemony.

5.    German regional hegemony would for all practical purposes would be virtually infeasible and any such trend shall rather easily be faced with an alliance of the other three European powers. Nuclear forces and the dangerous consequences of radical shifts of power, moreover, is a source of prudent diplomacy. Interdependence in the economic domain, including energy between Russia and Germany, shall not lead to security dilemmas among the other powers.

6.    If security dilemmas are either reduced or stabilized in the medium and long run European “integration” including all European states may become more feasible and viable. By this, of course, we do not mean any supranational fallacies founded on economic determinism and utopia. We mean drastic reforms, absolute control of intergovernmental bodies over the so called supranational institutions and unanimity (“consensual decisions”) in decision making. It goes without saying that a pre-condition of political, economic and strategic rationality means an agreed disassembling of the monstrous construction called “EMU”. States’ uneven growth is intrinsic and common macroeconomic decisions was and shall continue being a source of instability.

7.    Germany becoming a “normal big state” may be conducive for stability in many other respects. If may lead, for example, to a more inductive strategic environment that it could allow effective diplomatic stands of Europe’s big power. In such a context, Russia’s position is one of equal among equals. To put it differently, stability and strategic rationality on continental Europe depends much from the question whether Russia and Germany are “strategically normal states” in a strategic environment that tends towards balance and prerequisites that weaken security dilemmas.

8.    Last but not least, in a situation as sketched above, Europe shall not be very vulnerable to the constant shifts of the center of gravity of the strategy of the United States.

I end by saying that for those not familiar with epistemological controversies in the analysis of international politics let me stress that unless one is a leader or a high official of a state, strategic analysis to show some light on issues could only be descriptive and certainly not prescriptive.

Prescriptiveness at the academic level is mere propaganda and a source of political irrationality. Descriptiveness could contribute to balance and rational analysis useful to all.

Furthermore history is telling: Utopia, the corollary political irrationality and uncontrolled propaganda which could contaminate even those spelling it out leads to instability.

Stability, of course, was never guaranteed. Nonetheless, descriptive strategic analysis could contribute to rational decisions which moderate security dilemmas and reduces tendencies to conflict and war.  

 

Endnote on bibliography

 

The above is a draft paper is prepared for the conference mentioned in the first page. It includes only few notes and the bibliographical references shall be added upon completion. If quoted, please inform the author info@ifestosedu.gr

Regarding the broader Geopolitical and Geostrategic setting and Europe’s position before and after 1945 there is extensive analysis, theoretical positions and bibliography in ch. 7-9 of P. Ifestos, Nuclear Strategy and European Security Dilemmas. Towards an autonomous European Defense System? (Gower, London, NY, 1988). The follow up of this analysis is published in many Greek books, mainly in Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Γερμανίας, Βρετανίας (Εκδ. Ποιότητα). [Diplomacy and Strategy of Big European Powers, France, Germany and Great Britain]. Security dilemmas in Europe are scrutinized for the period 1945-1996 when in the Berlin meeting of the Atlantic Alliance a final decision, in substance, perpetuated the same strategic situation. It also focuses on the “German question” from the 16th century onwards until German reunification in the 1990s. Chapter 6 of this book goes into depth in analyzing the transition from 1989 onwards and concludes that the monetary settings decided two decades ago were a gigantic leap into an economic and strategic vacuum. In fact the current crisis could be found in the conclusive pages which projected an unavoidable crisis.

As regards the trends in the 21st century I consider the book of Mearsheimer quoted above as must reading. Similarly important is a book o Panayiotis Kondylis available in the German and Greek languages. The title of the latter is “From the 20 to the 21 century”. 

 

 


 


[1] As John Mearsheimer put it in his monumental text regarding Great Power competition: “Alas, the claim that security competition and war between the great powers have been purged from the international system is wrong. Indeed, there is much evidence that the promise of everlasting peace among the great powers was stillborn. Consider, for example, that even though the Soviet threat has disappeared, the United States still maintains about one hundred thousand troops in Europe and roughly the same number in Northeast Asia. It does so because it recognizes that dangerous rivalries would probably emerge among the major powers in these regions if U.S. troops were withdrawn. Moreover, almost every European state, including the United Kingdom and France, still harbors deep-seated, albeit muted, fears that a Germany unchecked by American power might behave aggressively; fear of Japan in Northeast Asia is probably even more profound, and it is certainly more frequently expressed. Finally, the possibility of a clash between China and the United States over Taiwan is hardly remote. This is not to say that such a war is likely, but the possibility reminds us that the threat of great-power war has not disappeared. The sad fact is that international politics has always been a ruthless and Dangerous”. Mearsheimer, The Tragedy of Great Powers Politics (Norton), p. 22.

 

[2] “System structure, we know, is a function of the number of great powers and how power is apportioned among them. The list of European great powers for the two centuries under discussion includes Austria, Great Britain, Germany, Italy, and Russia.14 Only Russia, which was known as the Soviet Union between 1917 and 1990, was a great power for the entire period. Austria, which became Austria-Hungary in 1867, was a great power from 1792 until its demise in 1918. Great Britain and Germany were great powers from 1792 until 1945, although Germany was actually Prussia before 1871. Italy is considered a great power from 1861 until its collapse in 1943”. Mearsheimer, o.p. 347