Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές                                                       

Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Τμήμα Διεθνών-Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestosedu.gr info@ifestosedu.gr

Στρατηγική Θεωρία–Κρατική Θεωρία https://www.facebook.com/groups/StrategyStateTheory/

Άνθρωπος, Κράτος, Κόσμος–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/

Θολό βασίλειο της ΕΕ https://www.facebook.com/groups/TholoVasileioEU/

Θουκυδίδης–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/thucydides.politikos.stoxasmos/

Μέγας Αλέξανδρος–Ιδιοφυής Στρατηγός και Στρατηλάτης https://www.facebook.com/groups/M.Alexandros/

Προσωπική σελίδα https://www.facebook.com/p.ifestos

Πολιτισμός, Περιβάλλον, Φύση, Ψάρεμα https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB

«Κοσμοθεωρία των Εθνών» https://www.facebook.com/kosmothewria.ifestos

Προσωπικό προφίλ https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

Για περισσότερες σελίδες: http://www.ifestosedu.gr/75diadiktyoifestos.htm

 

ΤΟ «ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ» ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ»

 Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr - https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Το παρόν αποτελεί μια πρώτη συγγραφή επερχόμενων εκτενέστερων κειμένων για την σχέση του Παραδοσιακού Παραδείγματος (Θουκυδίδεια αξιώματα για τα τρία επίπεδα ανάλυσης, του Ανθρώπου, του Κράτους και της Διεθνούς Πολιτικής) της πολιτικής θεωρίας του διεθνούς συστήματος.

Το Παραδοσιακό παράδειγμα εξετάστηκε σε πολλά βιβλία και δοκίμια ή άρθρα του υπογράφοντος. Εδώ γίνεται μια αναδιατύπωση υπό το πρίσμα μιας θεώρησης που επιχειρείται να εξεταστεί και αναπτυχθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Συγκεκριμένα, αρχίζοντας από την θέση ότι η σύγχρονη περιγραφική και αξιολογικά ελεύθερη θεωρία διεθνών σχέσεων (εξαιρούνται από αυτή τα ιδεολογικά επηρεασμένα θεωρήματα και ιδεολογήματα που αποτελούν και την πλειονότητα των κειμένων της «κληρονομιάς» της ηγεμονικής σύγκρουσης του Ψυχρού Πολέμου) έχει φτάσει τα ανώτατα δυνατά όριά της με τις υψηλοτάτων βαθμίδων θεωρήσεις αναλυτών όπως οι Carr, Morgenthau, Waltz, Gilpin, Mearheimer et al.

Το κύριο κριτήριο αξιολόγησης των τελευταίων είναι το γεγονός ότι όντας μη ιδεολογικά σκεπτόμενοι και εδρασμένοι πάνω στο Παραδοσιακό Παράδειγμα εξετάζουν με πληρότητα το Βεστφαλιανό διεθνές σύστημα σύμφωνα με τε τις οντολογικές του προϋποθέσεις όπως αυτές συγκροτήθηκαν τους τελευταίους αιώνες. Δηλαδή, μεταξύ άλλων,

α) λόγω απουσίας παγκόσμιας κοινωνίας την απουσία διεθνούς ηθικής (η ηθική είναι προϊόν πολιτικής και κατά συνέπεια προσδιορίζεται κατά κράτος ενώ πλανητικά είναι διαφοροποιημένη σύμφωνα με τον κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό)

β) κατά συνέπεια η ισχύς και οι διανεμητικές της συνέπειες δεν θεσμίζονται

γ) «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη (ισορροπία δυνάμεων) και όταν αυτό δεν ισχύει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται»

δ) ο ρόλος της κατανομής ισχύος στην διεθνή πολιτική είναι το κυριότερο κριτήριο που προσδιορίζει τις απειλές, τις ευκαιρίες και τα περιθώρια συνεργασίας

ε) οι διεθνείς θεσμοί συχνά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διεθνή πολιτική αλλά είναι εξαρτημένες μεταβλητές των κρατών και κυρίως των μεγάλων δυνάμεων.

στ) η εκτίμηση της κρατικής ισχύος είναι δύσκολο εγχείρημα και διακρίνεται μεταξύ ποσοτικών υλικών δεδομένων και άλλων παραγόντων η εκτίμηση των οποίων είναι υψηλότερου ρίσκου

ζ) κύριο ζήτημα είναι τα αίτια πολέμου που παρεμβάλλονται μεταξύ των συμφωνιών των κρατών και των προσπαθειών για σταθερότητα και συνεργασία

η) η απουσία παγκόσμιας κοινωνίας σημαίνει απουσία παγκόσμιου κράτους ή παγκόσμιας κυβέρνησης των κυβερνήσεων και κατά συνέπεια έστω και εάν είναι εξαρτημένες μεταβλητές οι διακρατικοί θεσμοί αποτελούν τον τρόπο διαχείρισης των σχέσεων κάθε είδους μεταξύ των κρατών

θ) οι διεθνικοί δρώντες και οι διανεμητικές δραστηριότητές τους

                    1) στερούνται κοινωνικοπολιτικής αναφοράς,

                    2) όταν είναι ανεξάρτητες μεταβλητές εν δυνάμει βλάπτουν όλα τα κράτη (οι κοινωνικοπολιτικός έλεγχος των δρώντων διακρίνει την προπολιτική από την πολιτική εποχή και γι’ αυτό οι μη ελεγχόμενοι διεθνικοί δρώντες εξ ορισμού αποτελούν κίνηση προς την προ-πολιτική εποχή),

                    3)  όταν είναι εξαρτημένες μεταβλητές των κρατών αποτελούν εργαλείο της στρατηγικής τους (soft power)

ι) επειδή ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων είναι σημαντικός για την κατανομή ισχύος διεθνώς η θέση και ο ρόλος τους εξετάζεται κατά προτεραιότητα.

 Το κύριο πλεονέκτημα των πιο πάνω θεωρήσεων ή καλύτερα η αξιολόγησή τους στις κλίμακες των περιγραφικών και ερμηνευτικών βαθμίδων είναι το γεγονός ότι επειδή δεν προσεγγίζουν ιδεολογικά την διεθνή πολιτική δεν είναι μελλοντολογικού/πιθανολογικού χαρακτήρα, δεν προσδιορίζουν την ανθρώπινη κατάσταση αλλά περιγράφουν τον ρόλο και τις διανεμητικές συνέπειες της ισχύος και αποφεύγουν να προβλέψουν προσδιοριστικά τα αποτελέσματα της κίνησης των πραγμάτων.

            Τα επόμενα βήματα στην βάση του Παραδοσιακού Παραδείγματος –του μόνου που μπορεί να αναλύσει με πολιτικά ορθολογιστικό τρόπο ένα κόσμο όπου οι κοινωνίες είναι πολιτικά κυρίαρχες και όπου απουσιάζει μια παγκόσμια κυβέρνηση η δε σταθερότητα είναι εξαρτημένη μεταβλητή των αθέσμιστων σχέσεων ισχύος– μπορούν να είναι μόνο προσανατολιστικά.

            Με διαφορετικά λόγια, αποδεχόμενοι το κεκτημένο των θεωριών που είναι συμβατές με το Παραδοσιακό Παράδειγμα θεωρούμε ότι περαιτέρω επιστημονικά βήματα μπορούν να είναι μόνο προσανατολιστικά της ανθρώπινης κατάστασης και ποτέ προσδιοριστικά. Η πολιτική θεωρία (του διεθνούς συστήματος - δηλαδή και των τριών επιπέδων ανάλυσης) μπορεί να αναπτυχθεί περεταίρω σε πεδία που συμπεριλαμβάνουν και μη υλικά στοιχεία μόνο εάν επανέλθει στις πηγές που την γέννησαν και στις προσεγγίσεις που κυριάρχισαν μέχρι και την έλευση του υλισμού και των εσχατολογικών ιδεολογικών δογμάτων.

            Αυτό σημαίνει περιγραφή του προσανατολισμού των πραγμάτων και προσπάθεια να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις που διαθέτουν οντολογική αναφορά και αποτυπώματα οντολογικά θεμελιωμένα εντός αυτού του προσανατολισμού.

    Αυτή βασικά είναι η Ομηρική παράδοση ανάλυσης του Ανθρώπου, των Κρατών και του Κόσμου που διαιωνίστηκε πάνω στα πλείστα κείμενα πριν την Συνθήκη της Βεστφαλίας. Μετά τις ταλαντώσεις της μετά-Μεσαιωνικής Ευρώπης επί δύο περίπου αιώνες εισήλθαμε στην ιδεολογική φάση που συμβολικά τερματίστηκε το 1990 πλην ο απόηχός της συνεχίζεται ενώ μυριάδες αναλυτές που εκπαιδεύτηκαν ως επιστημονικά μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές των αντιμαχομένων συνεχίζουν να λένε τα ίδια ή μεταλλαγμένοι εμπλέκονται με άλλους ττρόπους στις πολιτικές διαμάχες. Μια τέτοια δραστηριότητα, βέβαια, δεν είναι επιστημονική καθότι η επιστήμη αντιβαίνει στην ιδεολογική προσέγγιση των πραγμάτων και πολύ περισσότερο την συνειδητή προπαγανδιστική.

            Σε πολλά κείμενα έχουμε ήδη υποστηρίξει ότι το άξιο να συγκρατηθεί επιστημονικό κεκτημένο αυτής της περιόδου είναι οι μη ιδεολογικές προσεγγίσεις εκείνων των θεωριών που είναι συμβατές με το Παραδοσιακό Παράδειγμα και τα πολιτικοανθρωπολογικά αναπόδραστα αξιώματά του.

            Σε προγενέστερα κείμενα αλλά κυρίως στο «Κοσμοθεωρία των Εθνών» με πολύ συστηματικό τρόπο, γίνεται προσπάθεια, αφού συγκρατηθεί αυτό το επιστημονικό κεκτημένο, να εισέλθουμε και συμπλέξουμε την θεωρία διεθνών σχέσεων με τον απέραντο αλλά άγνωστο στις μοντερνιστικές θεωρήσεις (κατά την εκτίμησή μου επιστημολογικά συνειδητά «άγνωστο» σε αναλυτές όπως οι Waltz/Mearsheimer) κόσμο των προσανατολιστικών γνωσιολογικών αναζητήσεων.

            Είναι εκείνες οι θεωρήσεις οι οποίες εξετάζουν –συχνά με αξιοθαύμαστο και επιστημολογικά αψεγάδιαστο τρόπο– την κίνηση των πραγμάτων. Χωρίς να επεκταθώ εδώ λέω ότι αναφέρομαι ενδεικτικά στην κοσμοσυστημική γνωσιολογία του Γιώργου Κοντογιώργη, στην περιγραφική θεωρία του Κονδύλη (χαρακτηριστικό παράδειγμα η «παρακμή του αστικού πολιτισμού») και τις μοναδικές θεωρήσεις του Θόδωρου Ζιάκα για τις διαμορφωτικές δυνάμεις της ιστορίας (και κυρίως των τάσεων των πολιτικών παραδόσεων όπως κινούνται και όπως συμπλέκονται) για την συγκρότηση της ετερότητας των κοινωνικών οντοτήτων και την υποστασιοποίησή τους σε κρατικές δομές.

            Αναφέρομαι σε επιστήμονες που ανήκουν στην Ελληνική πραγματεία πλην αυτοί οι ίδιοι και μερικοί άλλοι θεμελιώνουν το γεγονός της αξονικής σημασίας της πολιτικής θεωρίας για τον άνθρωπο, το κράτος και τον κόσμο όπως εκκινούν από τα Ομηρικά χρόνια και όπως εξελίσσονται έκτοτε μέχρι και σήμερα.

            Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή, λοιπόν, αναφέρω ότι επιχειρείται εφεξής μιας ενταντικοποίηση του θεωρητικού προβληματισμού υπό ένα νέο προσανατολιστικό πρίσμα που θα κτίζει επιστημολογικά και μεθοδολογικά πάνω στα επιτεύγματα της άξιας λόγου μη ιδεολογικής επιστημονικής μελέτης της διεθνούς πολιτικής. «Προσανατολιστικό», υπογραμμίζω ξανά, υπό ένα μη προσδιοριστικό, μη ιδεολογικό περιγραφικό και αξιολογικά ελεύθερο πρίσμα.

Εκτιμώ ότι ένας τέτοιος προσανατολισμός είναι πολύ γόνιμος για μια σειρά πολύ σημαντικών λόγων. Πρωτίστως, επειδή η λεγόμενη «σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία» (εντός εισαγωγικών γιατί αφορά την εξ ορισμού και προγραμματικά έωλη πλατωνίζουσα ιδεολογική πρόσληψη του κόσμου, μεθοδολογική δίνη που καταποντίζει ακόμη και πολύ λαμπρά μυαλά) εξ αντικειμένου παραβλέπει τα οντολογικά αποτυπώματα του πολιτικοανθρωπολογικού γίγνεσθαι των τελευταίων αιώνων. Κάθε ιδεολογία προσδιορίζει βάσει δόγματος έναν άλλο κόσμο (που μπορεί να βρίσκεται μέσα στην φαντασία του εκφέροντος και όχι στην πραγματικότητα) και όχι τον Υπαρκτό. Η προσανατολιστική προσέγγιση της πολιτικής θεωρίας του διεθνούς συστήματος, αντίθετα, αναφέρεται και μπορεί να αναφέρεται μόνο σε υπαρκτά ατομικά και συλλογικά όντα. Εξ ου και εκεί βρίσκεται το επιστημονικό της μέλλον.

 

ΠΕΡΊ ΠΑΡΑΔΕΊΓΜΑΤΟΣ Ή ΥΠΟΔΕΊΓΜΑΤΟΣ: Ένας επιστημονικός κλάδος θεμελιώνεται όταν είναι προικισμένος τόσο με ένα πλέγμα θεμελιωδών γενικών νόμων-αξιωμάτων (το επιστημονικό Παράδειγμα ή Υπόδειγμα) όσο και με αξιόπιστα θεωρητικά εποικοδομήματα συμβατά με το Παραδειγματικό υπόβαθρο (τις επιμέρους θεωρίες).

            Το Παράδειγμα στα πεδία της διεθνούς πολιτικής του σύγχρονου διεθνούς συστήματος που αφετηρία είχε την Συνθήκη της Βεστφαλίας και που σταθεροποιήθηκε με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ προσδιορίζεται από μια απολύτως σταθερή και οντολογικά, νομικά και ηθικά απόλυτη ιδιότητα: Το καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας που συμπεριλαμβάνει 200 πολιτικά κυρίαρχα και ανθρωπολογικά διαμορφωμένα κράτη (οι βαθμίδες πολιτικοανθρωπολογικής διαμόρφωσης διαφέρουν και αυτό είναι λογικό και αφορά το περιεχόμενο και όχι τις μορφικές ομοιότητες) εδαφικά οριοθετημένα μέσα στα οποία συγκροτούνται διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, ηθικές επιταγές που τα νομιμοποιούν και κανονιστικές δομές κρατικής διακυβέρνησης.

            Το επιστημονικό Παράδειγμα αυτού του διεθνούς συστήματος το περιγράφει και ερμηνεύει, όπως θα δούμε, η Θουκυδίδεια παράδοση γιατί στο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» περιγράφοντας και ερμηνεύοντας το κλασικό διακρατικό σύστημα ανάλυσε τόσο τα σταθερά χαρακτηριστικά όσο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό ενός συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας.

            Εάν αλλάξει το καθεστώς και δημιουργηθεί μια παγκόσμια κυβέρνηση που αντικαθιστά τα επί μέρους κράτη –και πολύ περισσότερο εάν ως εκ θαύματος παύσουν να υπάρχουν οι κοινωνικές οντότητες των συγχρόνων κρατών για να γεννηθεί μια νέα παγκόσμια κοινωνία, εάν δηλαδή έχουμε ένα παγκόσμιο οντολογικό-πολιτικοανθρωπολογικό γεγονός– τότε θα έχουμε τόσο πολιτική όσο και επιστημονική επανάσταση. Θα καταργηθούν οι σταθερές ιδιότητες και θα έχουμε ένα νέο Παράδειγμα που θα προσφέρει νόμους και αξιώματα για βάσιμη ανάλυση όχι των σχέσεων μεταξύ κυρίαρχων κρατών σχέσεις αλλά τις σχέσεις μεταξύ των μελών και των ομάδων του παγκόσμιου κράτους (βασικά ανάλογα και αντίστοιχα με την σύγχρονη ενδοκρατική τάξη).

            [Για την περίπτωση των Αυτοκρατορικών κοσμοσυστημάτων της μετά-κλασικής εποχής θα γίνει αναφορά πιο κάτω]   

            Εάν αφήσουμε τα αμετάβλητα μορφικά χαρακτηριστικά του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος και σταθούμε στα αξιώματα, υποδηλώνουν ότι η σχέση μεταξύ των μελών είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερή στην βάση κάποιων κριτηρίων και παραγόντων (που πρωτίστως αφορούν τον αθέσμιστο χαρακτήρα της ισχύος) αλλά όχι ολοκληρωτικά αμετάβλητη.  

            Η δύναμη των νόμων και αξιωμάτων που περιγράφουν τα σταθερά ή και ευμετάβλητα μορφικά χαρακτηριστικά συναρτάται τόσο με το κατά πόσο αυτά είναι συμβατά με τα σταθερά χαρακτηριστικά όσο και με το κατά πόσο τα ερμηνευτικά πορίσματα είναι ευμετάβλητα και σε ποιο βαθμό. Υπάρχουν εξαιρέσεις, πόσο συχνές είναι και πόσο διαφοροποιούν ή και αλλάζουν ουσιωδώς το Παράδειγμα; Πόσο, λόγου χάρη, ιεραποστολικά οικουμενικά εγχειρήματα ιδιωτών ή ομάδων ιδιωτών –«ιδιώτες» κατ’ αντιδιαστολή με τους κοινωνικοπολιτικά ενταγμένους– μπορούν να συγκροτήσουν οικουμενικά ηθικά κριτήρια που θα αλλάξουν τις σχέσεις των κρατών θεσμίζοντας τις μεταξύ τους σχέσεις ή και θα αλλάξουν ριζικά το Παράδειγμα δημιουργώντας ένας παγκόσμιο κράτος;

            Εάν έλθουμε τώρα στις θεωρίες, αποστολή έχουν να εξηγήσουν τους νόμους του Παραδείγματος. Εξ ου και η ανάγκη συμβατότητας με τα αξιώματα που αυτοί παράγουν. Εάν δεν αφορούν το Παράδειγμα τότε δεν έχουν σχέση με τον υπαρκτό κόσμο αλλά κάποιο φαντασιακά κατασκευασμένο και στερημένο οντολογικής αναφοράς.

            Η ανάγκη για θεωρίες αφορά ένα ευρύ φάσμα πραγμάτων που σχετίζονται με τις πολιτικές αποφάσεις, εξ ου και η ανάγκη ανάλυσης των ειδοποιών διαφορών και εξειδικευμένων ζητημάτων που αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση στα τρία επίπεδα, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Κύρια ζητήματα για τα κράτη είναι η εθνική ασφάλεια, η ανταγωνιστικότητα και η δυνατότητα κάποιου είδους πρόβλεψης εναλλακτικών τουλάχιστον γεγονότων με μεγαλύτερη ή μικρότερη δυνατότητα να λάβουν χώρα.

            Πριν προχωρήσουμε λοιπόν υπογραμμίζουμε ότι η συμβατότητα με τα σταθερά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος είναι απόλυτη αναγκαιότητα για τον θεωρητικό προβληματισμό, διαφορετικά η ανάλυση ανεξάρτητα του πόσο μεταμφιέζεται με σπουδαιοφανείς όρους και έννοιες, περιπίπτει σε άλλα πεδία όπως της μελλοντολογίας, της ιδεολογίας, της προπαγάνδας, των πολιτικά αδιάφορων γνωμών και στην καλύτερη περίπτωση της μεταφυσικά κινούμενης θρησκευτικής ή «ορθολογιστικής» πολιτικής θεολογίας. Στην διεθνή πολιτική τέτοια διολίσθηση σημαίνει έλλειμμα πολιτικού ορθολογισμού με συνέπειες βαθύτατων προεκτάσεων.

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα στα πεδία της διεθνούς πολιτικής προεξάρχει να αποσαφηνιστούν και διευκρινιστούν οι διαφορές μεταξύ, από την μια πλευρά των συμβατικών θεωρημάτων ή και ιδεολογημάτων για το τι είναι επιστήμη και τι είναι Παράδειγμα (που συνήθως αποφασίζουν αυθαίρετα κάποιοι που αυτό-ονομάζονται και αυτό-ορίζονται μέλη επιστημονικών κοινοτήτων») και από την άλλη πλευρά, των βάσιμων θεωρήσεων της πολιτικής σκέψης που ορίζουν το Παράδειγμα διεθνών σχέσεων με όρους οντολογικών και πολιτικοανθρωπολογικών γεγονότων (και που αξιολογούν τις θεωρίες στη κλίμακα των σημασιών με όρους συμβατότητας με τα οντολογικά γεγονότα).

Πάνω στην ιεραρχημένη κλίμακα των σημασιών μια οποιασδήποτε θέση στα πεδία του πολιτικού στοχασμού αξιολογείται με το κατά πόσο διαθέτει οντολογική αναφορά ή αντίθετα με το κατά πόσο αντίθετα δεν διαθέτει οντολογική αναφορά. Στην τελευταία περίπτωση υποχρεωτικά –και ανεξάρτητα σπουδαιοφανών εννοιολογικών ωραιοποιήσεων και ασυνάρτητων όρων– προκρίνει την μια ή την άλλη πολιτικοανθρωπολογική κατασκευή βάση δόγματος κατασκευής πολιτικής ανθρωπολογίας ή βάση ιδιωτικών γνωμών του φορέα της μιας ή άλλης επιστημονικής μεταμφίεσης.

Περιττό, στο σημείο αυτό, να εξηγήσουμε το πασίγνωστο γεγονός ότι η διαδρομή των κατασκευαστικών εξισωτικών/εξομοιωτικών δογμάτων επίδοξων δημιουργών πολιτικής ανθρωπολογίας στα πεδία της μεταφυσικά προσδιορισμένης θρησκευτικής ή «ορθολογιστικής» πολιτικής θεολογίας, είναι σπαρμένη με γιγαντιαία νεκροταφεία.

Σε αντίθεση με την πολιτική θεολογία, η περιγραφική και αξιολογικά ουδέτερη θεώρηση που διαθέτει Παράδειγμα με οντολογική αναφορά, μοναδικό θεωρητικό σκοπό μπορεί να έχει την αποσαφήνιση της πραγματικότητας για να καλλιεργήσει τον πολιτικό ορθολογισμό στην βάση του οποίου και μόνο οι άνθρωποι, στην Οδύσσεια αναζήτησης εύτακτου και ασφαλούς πολιτικού βίου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις κάθε κοινωνικής οντότητας, μπορούν να πάρουν ορθολογιστικές πολιτικές αποφάσεις (για την ενδό-Πολιτειακή τους ζωή και για τις σχέσεις τους με άλλες Πολιτείες).

 

Στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ανάπτυξη θεωρίας διεθνών σχέσεων συμβατών με θεμελιώδη αξιώματα που διαθέτουν οντολογική αναφορά πολλοί περιπίπτουν σε σφάλματα συγχέοντας αντίστοιχες απόψεις για το Παράδειγμα άλλων επιστημονικών πεδίων (οι γνωστές συζητήσεις για το πότε έχουμε ή δεν έχουμε «επιστημονική επανάσταση).

Στην διεθνή πολιτική της κλασικής εποχής και της μετά-Βεστφαλιανής σύγχρονης εποχής –εξαιρουμένων δηλαδή των κοσμοσυστημάτων της μετά-κλασικής εποχής– τα αξιώματα του επιστημονικού Παραδείγματος των διεθνών σχέσεων προσδιορίζονται από υπαρκτά κοινωνικοντολογικά και πολιτικοανθρωπολογικά γεγονότα όπως συγκροτήθηκαν ιστορικά.

 

Επιστημονική επανάσταση που θα προκαλέσει αλλαγή αυτού του Παραδείγματος θα έχουμε είτε εάν προκύψει ένα μετά-κρατοκεντρικό κοσμοσύστημα είτε εάν προκύψει μια παγκόσμια  κοινωνία που θα ορίσει και νομιμοποιήσει ένα παγκόσμιο κράτος.

Μια παγκόσμια κοινωνία, όμως, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κατασκευαστικών «επιστημονικών» (δηλαδή ιδεολογικών) απόψεων. Η επιστήμη έπεται της οντολογίας την οποία και παρατηρεί, περιγράφει και ερμηνεύει. Δεν προηγείται και την «κατασκευάζει».

Μια επιστημονική επανάσταση που θα ανατρέψει το Θυκυδίδειο κρατοκεντρικό Παράδειγμα μπορεί να οφείλεται μόνο σε «οντολογική επανάσταση». Δηλαδή να οφείλεται είτε σε ένα θαυματουργό οντολογικό μετασχηματισμό των ανθρώπων –μια μαγική δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας– είτε σε μια μεγάλη γενοκτονία που θα εξοντώσει όλες τις άλλες κοινωνικές οντότητες αφήνοντας μόνο μια κοινωνική οντότητα, την πιο ισχυρή.

Με επίγειους όρους, κατά συνέπεια, η επιστημονική μελέτη του διεθνούς συστήματος μπορεί να σημαίνει μόνο όποιες θεωρήσεις συνεκτιμούν δεόντως και επαρκώς το γεγονός ύπαρξης πολλών κοινωνικών οντοτήτων, διαφορετικής πολιτικής ανθρωπολογίας, διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων και διαφορετικής ισχύος.

Επίσης, τονίζεται ότι υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ενός μετά-κρατοκεντρικού κοσμοσυστήματος η συγκρότηση του οποίου σχετίζεται με πολιτικές προϋποθέσεις των κοινωνιών όπως εξελίσσονται και ωριμάζουν (σχετική κοσμοσυστημική γνωσιολογία του Γιώργου Κοντογιώργη) και ενός μετά-κρατικού κόσμου που στην σύγχρονη πολιτική συζήτηση αφορά κατασκευαστικές ιδεολογικές απόψεις για μια περιφερειακή ή πλανητική πολιτική συγκρότηση της οποίας οι ανθρωπολογικές ιδιότητες είναι πολιτικά αδιάφορες (βασικά αυτό λένε τα ποικιλόχρωμα μοντερνιστικά ιδεολογήματα για την δημιουργία περιφερειακών ή παγκόσμιων υπεκρατικών ενοτήτων στην βάση μιας οικονομικής και ή εξωπολιτικά προσδιορισμένης νομικής ανθρωπολογίας).

Τα ιστορικά μετά-κρατοκεντρικά κοσμοσυστήματα και πρωτίστως η Βυζαντινή Οικουμένη, υπογραμμίζεται, κατά βάση και σε ποικίλες βαθμίδες, διατηρούσαν την πολιτικοανθρωπολογική ετερότητα και την πολιτική αυτοδιάθεση των ενταγμένων σε αυτά κοινωνικών οντοτήτων συνδέοντάς τες με κεντρικά συστήματα ηγεμονικής διακυβέρνησης.

Τα μετά-κρατικά αφορούν τις προσδοκώμενες πέραν και υπεράνω του κράτους κοινωνικές και πολιτικές δομές που καλλιέργησαν τα ύστερα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα και που προϋποθέτουν μια πλανητική ανθρωπολογική εξομοίωση και μια πλανητική πολιτική εξίσωση.

 

Στην διεθνή πολιτική το επιστημονικό Παράδειγμα είναι το Θουκυδίδειο υπόβαθρο ισχυρών ερμηνευτικών προτάσεων, βασικά περιγραφικών/ερμηνευτικών αξιωμάτων, στη βάση των οποίων τις τελευταίες δεκαετίες μερικοί (όσοι δεν υιοθετούν ιδεολογικά δόγματα) επιχειρούν να οικοδομήσουν πραγματολογικά επαληθεύσιμες θεωρίες διεθνών σχέσεων.

Στο θεμελιώδες ιστορικό-διεθνολογικό έργο Πελοποννησιακός Πόλεμος, υπό το πρίσμα αξιολογικής ελευθερίας και σε αναφορά με το κλασικό σύστημα των Πόλεων-κρατών, ο Θουκυδίδης περιέγραψε με πληρότητα και οξυδέρκεια το σύνολο σχεδόν των διλημμάτων και των προβλημάτων ενός συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας.

Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της Jacqueline Romilly στις ιδιότητες αυτού του μοναδικού επιτεύγματος του Θουκυδίδη που καθιστούν το έργο του Παραδειγματικό και το σημαντικότερο κείμενο πολιτικής θεωρίας του διεθνούς συστήματος, των τριών δηλαδή επιπέδων ανάλυσης, του Ανθρώπου, του Κράτους και του Διεθνούς Συστήματος. Στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» κανείς διακρίνει τα εξής: 1) Αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, 2) λεπτομέρεια συνάρτηση με σύνολο, 3) πληροφορίες, γεγονότα: αφορούν σημαντικούς σκοπούς, 4) αναφορές συναρτώνται με καθολικό-διαχρονικό, 5) γνώμες, προθέσεις κτλ, μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, 6) Εστιάζεται στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, 7) παράγονται συμπεράσματα καθολικής, διαχρονικής και γενικότερης αξίας και σημασίας, 8) αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα αφήνοντας τον ενδιαφερόμενο να συναγάγει δικά του ηθικοπρακτικά συμπεράσματα.

Παρενθετικά, για όποιον ενδιαφέρεται να κατανοήσει περισσότερα την έννοια περιγραφική θεωρία και το ζήτημα της αξιολογικής ουδετερότητας ενός αναλυτή, αναφέρεται το «Ισχύς και Απόφαση» του Παναγιώτη Κονδύλη, καθώς επίσης και οι συνεντεύξεις του ιδίου στο «αόρατο χρονολόγιο της σκέψης». Στο Επίμετρο της Ελληνικής μετάφρασης της «Πολιτικής Θεολογίας» του Σμίτ, επιπλέον, αναλύει με πολύ χρήσιμο τρόπο τα σφάλματα του τελευταίου. Σε αμφότερα αλλά και σε άλλα έργα του, ο Κονδύλης αναπτύσσει το μεθοδολογικό και επιστημολογικό σκεπτικό που μας «αναλύει όχι αυτό που θα θέλαμε να ξέρουμε αλλά αυτό που χρειάζεται να ξέρουμε» για την ανθρώπινη κατάσταση στα τρία επίπεδα ανάλυσης. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει για το κύριο έργο του Μακιαβέλι. Η περιγραφική ερμηνευτική αξία του Υποδειγματικού Θουκυδίδη, βέβαια, είναι άφθαστη.

 

Οι βασικές θεωρήσεις στον πυρήνα του Θουκυδίδειου Παραδοσιακού Παραδείγματος δεν προτείνουν μια εξειδικευμένη ερμηνεία αναφορικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα διεθνούς πολιτικής, παρά μόνο προσδιορίζουν γενικούς νόμους και γενικούς ερμηνευτικούς προσανατολισμούς. Η προαναφερθείσα εκτίμηση της Romilly εξηγεί νομίζω άρτια την διαχρονικότητα των Θουκυδίδειων αξιωμάτων και τους λόγους για τους οποίους μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση αναζήτησης ειδοποιών διαφορών και θεωρητικών εξειδικεύσεων μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια της διεθνούς ζωής.

Προσφέρουν έτσι μια όσο το δυνατό διαυγέστερη αντίληψη και βαθύτερη κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος. «Ούτε πρέπει ούτε δεν πρέπει». Μόνο αυστηρή περιγραφή και αξιολογικά ελεύθερη ερμηνεία αυτού που ισχύει σε ένα κόσμο κυρίαρχων κρατών ο οποίος εξ ορισμού στερείται παγκόσμιας ρύθμισης αφήνοντας τους ανθρώπους να κάνουν ότι θέλουν (φράση του Κονδύλη σε ερώτηση γιατί δεν εξειδικεύει το Πολιτικό γεγονός παρά μόνο στέκεται σε (προσανατολιστικά) τυπολογικά χαρακτηριστικά εμπεδωμένα στην παρατήρηση των κοινωνικοοντολογικών και πολιτικοανθρωπολογικών γεγονότων όπως κινούνται και εξελίσσονται). Ο καθείς λοιπόν λειτουργεί σύμφωνα με την αυτοσυντήρησή του και τα συμφέροντά του με γνώμονα, για παράδειγμα, ότι «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» ή σκοτώνεται και εξαφανίζεται.

 

Η συνολική παράσταση που αποπνέουν οι αξιολογικά ελεύθερες περιγραφές του Παραδοσιακού Παραδείγματος για τη φύση και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος στα τρία επίπεδά του αναφέρονται σ’ ένα κόσμο κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων ετερογενών συλλογικών οντοτήτων που χαρακτηρίζονται από Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και από την ακατάπαυστα εκδηλωμένη αξίωση πολιτικής κυριαρχίας ως συνεπακόλουθό της.

Οι συνέπειες του γεγονότος ότι οι κοινωνικές οντότητες ήταν πάντα πολλές –και συνεχίζουν να είναι πολλές, ενώ παρατηρείται η κάθε μια εξ αυτών να σμιλεύει και βαθαίνει τη ετερότητά της ολοένα και περισσότερο– είναι βαθύτατων προεκτάσεων.

Όλες οι κοινωνικές οντότητες ή τουλάχιστον όσες διαθέτουν συλλογική ανθρωπολογική υπόσταση αξιώνουν ανεξάρτητη πολιτική κυριαρχία.

Έτσι, εφόσον η πολιτική κυριαρχία/Εθνική Ανεξαρτησία είναι η βασική αξίωση των συλλογικών οντοτήτων οι οποίες συγκροτούνται σε πολιτικές ομάδες, η αναρχία είναι σύμφυτη με το διεθνές σύστημα και τις αξιώσεις των κρατών για κυριαρχία-ανεξαρτησία.

Η Εθνική Ανεξαρτησία εξ αντικειμένου και καταμαρτυρούμενα καθημερινά είναι α) η υψηλή κοσμοθεωρητική αρχή όλων των εθνών, β) ο άξονας των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου όπως επικυρώθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και γ) η προσανατολιστική θεώρηση διερεύνησης των ειδοποιών διαφορών και εξειδικευμένων επιστημονικών αναζητήσεων που προσφέρουν πολιτικά ορθολογιστικούς συλλογισμούς σε όσους λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις. Η Εθνική Ανεξαρτησία, υποστηρίξαμε σε άλλη περίπτωση («Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση  των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου»), είναι ουσιαστικά η μόνη κοινή κοσμοθεωρία όλων των εθνών (όσων εθνών εκπλήρωσαν την αξίωση ελευθερίας αποκτώντας κράτος και όσων εθνών δεν κατόρθωσαν και συνεχίζουν, όπως ξέρουμε, να παλεύουν γι’ αυτό)

 

Οι όροι αναρχία (δηλαδή απουσία παγκόσμιας κυβέρνησης ή «κυβέρνησης των κυβερνήσεων») και πολιτική κυριαρχία-συλλογική ελευθερία (δηλαδή Εθνική Ανεξαρτησία) είναι δίδυμοι.

Εν τούτοις, μιας και αναρίθμητοι πίστεψαν ή και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ο πλανήτης μπορεί να εξομοιωθεί ανθρωπολογικά και να εξισωθεί πολιτικά (όλα βασικά τα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα), κάνουμε απολύτως σαφές το αυτονόητο και πασίδηλο πλην περιέργως αθέατο σε ουκ ολίγους: η κυριαρχία των μελών του συστήματος κρατών αυτομάτως προκαλεί διεθνή αναρχία την οποία τα κράτη και καθιέρωσαν ως βασική αρχή του διεθνούς συστήματος στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το 1945 (Κεφάλαιο Ι, άρθρο 2 παρα. 7).

Επομένως, οι κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες ή κριτήρια της επιστημονικής μελέτης της διεθνούς πολιτικής ή άλλως πως της «θεωρίας διεθνών σχέσεων» είναι, εξ αντικειμένου, προγραμματικά και εξ ορισμού, οι εξής:

i) H Υπαρκτική πολιτικοανθρωπολογική ετερότητα των κυρίαρχων κοινωνιών (Όσες για ιστορικούς λόγους δεν είναι έτσι προικισμένες αλλά είναι εσωτερικά διαφοροποιημένες κάποια στιγμή διαιρούνται για να αυξηθεί ο αριθμός των κρατών – ή αντίστροφα εάν είναι όμοιας ανθρωπολογικής ετερότητας ενώνονται για να μειωθεί ο αριθμός των κρατών).

ii) H εθνική ανεξαρτησία των πολιτικά κυρίαρχων μελών του διεθνούς συστήματος συμβολίζει το γεγονός πως η αξίωση συλλογικής ελευθερίας ευοδώθηκε (Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα αυτό δεν είναι μόνιμη και ανεπίστροφη κατάκτηση αλλά το αγαθό Ελευθερίας που τους επιτρέπει να απολαμβάνουν την ανθρωπολογική ετερότητά τους και για το οποίο τα μέλη μιας κοινωνίας είναι άγρυπνα – Η Ελευθερία, υπογραμμίζεται, ορίζεται ως η δυνατότητα μιας κοινωνίας να απολαμβάνει την ετερότητά της χωρίς εξωγενείς καταναγκασμούς – Η συλλογική Ελευθερία ή Εθνική Ανεξαρτησία διακρίνεται από την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία που είναι συνάρτηση των βαθμίδων Πολιτειακής δημοκρατίας. Η Εθνική Ανεξαρτησία είναι προϋπόθεση της πολιτειακής ελευθερίας).

iii) H διεθνής αναρχία, δηλαδή, το γεγονός ότι απουσιάζει μια παγκόσμια εξουσιαστική δομή (Αφού η αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας εκδηλώνεται για να είναι τα μέλη μιας κοινωνίας συλλογικά ελεύθερα, θα αποτελούσε μεγάλη αντίφαση να αποδέχονταν μια έξωθεν εξουσία).

iv) Εκ του γεγονότος ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και ανταγωνιστικό και η ισχύς μη θεσμισμένη, συχνά δε και συγκρουσιακό, η επιδίωξη ισχύος, διεύρυνσης της ισχύος και ασφάλειας, στο επίπεδο κάθε κυρίαρχου έθνους-κράτους, είναι κάτι το αναμενόμενο και λογικό.

v) «Η ηθική είναι προϊόν πολιτικής (Μακιαβέλι) εξ ου και η απουσία παγκόσμιας κοινωνίας και δυνατότητας παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος η πολιτικά συναφής ηθική στις διεθνείς σχέσεις είναι μηδενική ή πολιτικά μη άξια λόγου (μη επαρκής για να συγκροτήσει παγκόσμια πολιτική δομή). Η ισχύς στην διεθνή πολιτική ως εκ τούτου δεν είναι θεσμισμένη δικαιακά παγκόσμια ή διακρατικά, οι δε διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί διεθνούς τάξης όχι διεθνούς δικαιοσύνης (Καθότι απουσιάζει ένα παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης που θα ορίζει και διαρκώς αλλάζει τους κανόνες δικαιοσύνης όπως συμβαίνει στην ενδοκρατική τάξη).

[Εμβόλιμη επισήμανση: Εάν ένα θεώρημα ή ιδεολόγημα επιχειρεί να στηριχθεί πάνω σε ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης διεθνές ή παγκόσμιο το οποίο επιδιώκει να κατασκευάσει, εκτός του ότι μπορεί να είναι μόνο γελοία Δονκιχωτικό ή προπαγανδιστικό (κατά Carr μεταμφίεση ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος) καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με την επιστημονική μελέτη της διεθνούς πολιτικής που απαιτείται να είναι περιγραφικά σωστή και ερμηνευτικά συνεπής με μια αξιολογικά ελεύθερη περιγραφή κοινωνικοπρακτικά χρήσιμη διαχρονικά και σε όλους]

vi) Μέσα στο πλέγμα σχέσεων που συγκροτεί ο διακρατικός βίος λόγω της αναρχίας-κυριαρχίας και λόγω της απουσίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας οι συναλλαγές κάθε είδους στερούνται κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων. Ο «διεθνής δημόσιος χώρος» της «διεθνούς κοινότητας κρατών» (ή κατ’ άλλους πιο ρεαλιστικά του «συστήματος κρατών»), δεν αποτελεί κάτι αντίστοιχο του ενδοκρατικού δημόσιου χώρου (πολύ περισσότερο δεν αποτελεί κάτι αντίστοιχο της βαθύτερης έννοιας του Πολιτειακού τρόπου ζωής που κορύφωνε την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία με το να καθιστά τον πολίτη εντολέα της διακυβέρνησης και κάτοχο του κράτους). Κατά συνέπεια μια μη δεσποτική υπερεθνική δομή ή κάποιους είδους παγκόσμια ρυθμιστική εξουσία είναι ανέφικτη. Κοντολογίς, απουσιάζει ένα παγκόσμιο Κοινωνικό γεγονός και γι’ αυτό ένα παγκόσμιο Πολιτικό γεγονός είναι ανέφικτο.

Η ηθική και η δικαιοσύνη μπορούν να προσδιοριστούν μόνο ενδό-Πολιτειακά. Κατά συνέπεια στην διεθνή πολιτική μπορεί να προσδιοριστεί μόνο η διεθνής τάξη την οποία τα κράτη ναι μεν υπόσχονται να τηρούν πλην οι εκτιμήσεις περί αυτήν γίνονται υπό διαφορετικό ηθικό και δικαιακό πρίσμα. Άλλο η τάξη εξ ανάγκης και άλλο μια τάξη δίκαιη. Στην ενδοκρατική τάξη το δίκαιο αλλάζει όπως καθημερινά αλλάζουν τα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα κριτήρια δικαιοσύνης, ενώ στην διεθνή πολιτική η αλλαγή –της συμπεφωνημένης τάξης ή ρυθμίσεων πάνω σε θολά σύνορα όταν οι προϋποθέσεις αλλάζουν– όταν τα κράτη δεν συμφωνούν είναι ανέφικτη.

vii) Λόγω των πιο πάνω θεμελιωδών χαρακτηριστικών κάθε κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος οι κοινωνίες αγωνίζονται για αυτοσυντήρηση-επιβίωση των κυρίαρχων εθνών-κρατών στα οποία ανήκουν.

viii) Τέλος, τα κράτη-μέλη του διεθνούς συστήματος είναι ευαίσθητα στις ανακατανομές ισχύος που προκαλεί η άνιση ανάπτυξη σε όλες τις εκδοχές της. Αφενός επιδιώκουν να αυξήσουν εξισορροπητικά την δική τους ισχύ και αφετέρου να κατακτήσουν ανταγωνιστικό ρόλο και θέση στις διεθνείς ιεραρχίες. Έτσι λειτουργώντας τα κράτη είναι ευαίσθητα στο κόστος-όφελος, που προκαλούν οι εναλλακτικές στρατηγικές εκπλήρωσης του εθνικού συμφέροντος και η αλλαγή των προϋποθέσεων που ορίζουν την ισχύ του κάθε κράτους.

Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως υπό συνθήκες ανυπαρξίας ενός αποτελεσματικού συστήματος διεθνούς τάξης και ενός συστήματος διακρατικής δικαιοσύνης, όταν προκύπτουν διακρατικές διαφορές, ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, γεγονός που σημαίνει ότι η ικανότητα διατήρησης ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση εθνικής-κρατικής επιβίωσης και ευημερίας.

Η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή του Πολιτικού Ρεαλισμού –και όχι ένα οποιαδήποτε θεώρημα αυτό-ονομάζεται «ρεαλιστική θεωρία», ή όπως οι νεοφιλελεύθεροι στηρίζονται πάνω σε ρεαλιστικές θεωρίες για να εκπληρώσουν στρατηγικούς σκοπούς του κράτους τους–, είναι η μόνη δηλαδή αμιγής επιστημονική προσέγγιση που εμπεριέχεται και είναι συμβατή με τις ιδιότητες του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος και τα Παραδειγματικά αξιώματα που το περιγράφουν και ερμηνεύουν.

Το Παραδοσιακό Παράδειγμα που όπως είπαμε πιο πάνω διαθέτει οντολογικά αναφορά και το οποίο αποτελεί και το μέτρο στάθμισης και μέσο οριοθέτησης μιας θεωρίας διεθνών σχέσεων που αξίζει να ονομάζεται «Θεωρία» γιατί προσφέρει ισχυρά πορίσματα για την σχέση αιτίων και αποτελεσμάτων στην διεθνή πολιτική.

 

Συναφής με τα πιο πάνω είναι και η θεώρηση του Kenneth Waltz στο μοναδικό του έργο «Θεωρία διεθνούς πολιτικής» όπου και περιγράφει τα κεντρικά χαρακτηριστικά του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Ο Waltz, βασικά, χωρίς να είναι ρητός ως προς αυτό, προσδιορίζει προσανατολιστικά και όχι προσδιοριστικά τις οντολογικές και πολιτικοανθρωπολογικές προϋποθέσεις του συγχρόνου διεθνούς συστήματος υπό το πρίσμα του Θουκυδίδειου Παραδείγματος και σε αναφορά με τον ρόλο της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις.

Ο Waltz, ως πολιτικός στοχαστής πρώτης τάξης, απέφευγε να εισέλθει σε προσδιοριστικές αναφορές περί την ανθρωπολογία τις οποίες σωστά θεωρούσε –για τους σκοπούς της θεωρίας του– ως μη σταθμίσιμες.

            Σε προσωπική συνομιλία μαζί όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα, μαζί και με μερικά άλλα επιστημονικά ζητήματα που συζητήσαμε, τον προβλημάτισα αναφορικά με την προσέγγιση πολλών Ελλήνων  και ίσως άλλων Ανατολικών επιστημόνων οι οποίοι αναλύουν τα ανθρωπολογικά ζητήματα προσανατολιστικά και όχι προσδιοριστικά, αφήνοντας έτσι μεγάλα περιθώρια τόσο καλύτερης κατανόησης των τάσεων όσο και αποφάσεων που είναι συμβατές με την ανθρώπινη κατάσταση στα τρία επίπεδα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του ανέφερα το «Η παρακμή του Αστικού πολιτισμού» του Παναγιώτη Κονδύλη το οποίο όμως δεν γνώριζε.

            Θεμελιώνοντας και τεκμηριώνοντας την σημασία της κατανομής ισχύος στην διεθνή πολιτική και των συνεπειών των ανακατανομών ισχύος, ο Waltz σημειώνει τα κύρια χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής τα οποία και αποτελούν μια «εφαρμογή του Παραδείγματος» στα πεδία της καλής Θεωρίας. Συνοψίζουμε μερικές κύριες πτυχές των θεωρήσεων του Kenneth Waltz:

            Λόγω της κυριαρχίας-αναρχίας το συνεπαγόμενο γεγονός της απουσίας παγκόσμιας ρυθμιστικής εξουσίας επηρεάζει καθοριστικά τις αποφάσεις των κρατών που σχετίζονται με την σταθερότητα ή αστάθεια στην διεθνή πολιτική. Οι σχέσεις και κατά συνέπεια οι αποφάσεις στο διακρατικό επίπεδο, επίσης, είναι ανταγωνιστικές και συχνά συγκρουσιακές. 

            Σε ένα άναρχο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα εξ αντικειμένου ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Τα κράτη δηλαδή θα πρέπει να διασφαλίσουν επαρκή ισχύ για την ασφάλειά τους και για την επιβίωσή τους. Αυτό κάνοντας και επειδή το διεθνές σύστημα είναι ανταγωνιστικό μειώνουν την ασφάλεια των άλλων κρατών και προκαλούν φαύλο κύκλο επιδίωξης ισχύος (διλήμματα ασφαλείας και την συγκρουσιακή λογική που αυτή αναπτύσσει). Στην διεθνή πολιτική διαπιστώνεται, έτσι, ότι υπάρχουν εγγενείς αόρατοι και μη σταθμίσιμοι «μηχανισμοί» αυτοτροφοδότησης του ανταγωνισμού και της ανασφάλειας.

            Επειδή το διεθνές σύστημα είναι κρατοκεντρικό η βασική μονάδα είναι το κράτος και οι διεθνικοί ή άλλοι μη κρατικά ελεγχόμενοι δρώντες είναι είτε ανεξάρτητες μεταβλητές είτε μέσα κάποιων κρατικών δρώντων για την εκπλήρωση εθνικών στρατηγικών.

            Τα κράτη ως συλλογικές οντότητες όταν είναι βιώσιμες διαθέτουν ένστικτο αυτοσυντήρησης-επιβίωσης και γι’ αυτό λειτουργούν ορθολογιστικά. Δηλαδή, γνωρίζουν ότι πάνω στην πλάστιγγα των διακρατικών σχέσεων οι δύο δίσκοι κόστους και οφέλους εναλλακτικών στάσεων και συμπεριφορών δικών τους και των άλλων απαιτείται να είναι ισοζυγισμένοι. Αντίστοιχα και ανάλογα, επίσης, με στάσεις και συμπεριφορές επιχειρούν να αποτρέψουν άλλους να πάρουν αποφάσεις που εάν τις εκτελέσουν θα έχουν κόστος που θα είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο όφελος. Αυτά, σημειώνεται, είναι βασικές αρχές της στρατηγικής θεωρίας.

            Ασφάλεια, διατήρηση της κρατικής Επικράτειας και εθνική ανεξαρτησία είναι έσχατα εθνικά συμφέροντα («βασικά συμφέροντα»), τονίζει ο Waltz. Τα κράτη κατά συνέπεια επιδιώκουν να αποκτήσουν ισχύ η οποία «είναι το κύριο νόμισμα στην διεθνή πολιτική».

            Η απόκτηση ισχύος διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική (στρατηγική εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση ανάλογα και αντίστοιχα με την κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα και τις απειλές ή κινδύνους που δημιουργεί). Επιχειρώντας εσωτερική εξισορρόπηση (αύξηση των εσωτερικών συντελεστών ισχύος) και εξωτερική εξισορρόπηση (συγκλίσεις και συμμαχίες με άλλα κράτη) αυτό που προσπαθούν βασικά να κάνουν είναι να αυξήσουν την ασφάλειά τους και να επιβιώσουν.

            Οι στρατηγικές εξισορρόπησης είναι διαρκείς ανάλογα και αντίστοιχα με την κατανομή ισχύος και τις εκάστοτε ανακατανομές ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι το διεθνές σύστημα είναι αυτορυθμιζόμενο με αποτέλεσμα είτε να οδηγείταΙ στην ισορροπία ισχύος και στην σταθερότητα με βάση το status quo είτε στην εκπλήρωση των σκοπών με τρόπο που ανακατανέμονται στα συμφέροντα, τα σύνορα και τον έλεγχο ή την κατοχή πλουτοπαραγωγικών πόρων.

            Συνδέουμε το τελευταίο με την θεμελιώδη επισήμανση που έγινε πιο πάνω, ότι δηλαδή στην διεθνή πολιτική ενός κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, επειδή «η ηθική είναι προϊόν πολιτικής», οι διανεμητικές συνέπειες της κατοχής ισχύος δεν είναι θεσμισμένες και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες. Τα αποτελέσματα είναι καθημερινά και πολλά πλην και οι αιθεροβάμονες και οι εθελοτυφλούντες επίσης πολλοί και συχνά αδιόρθωτοι.