Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

 

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

Φιλοξενία σημαντικών και επίκαιρων κειμένων

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ - ΠΟΙΚΙΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΚΥΡΙΩΣ ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ Έκθεσης του Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού (κλικ στην διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm)

 

Σημείωση Σεπτέμβριος 2005: Τα κείμενα και τα σχόλια αυτής της σελίδας αναρτήθηκαν πριν την δημοσιοποίηση του κειμένου. Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε δημόσια την 1η Σεπτεμβρίου 2005 στην Λευκωσία. Δημοσιεύτηκε επίσης ως ένθετο στην "Καθημερινή" το Σάββατο 28.8.2005. Για τα πλήρη κείμενα και σχόλια στην Αγγλική και ελληνική γλώσσα παρακαλώ μεταβείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση.  http://www.ifestos.edu.gr/32.htm. Κείμενα και συνεντεύξεις μετά την δημοσιοποίηση του πορίσματος των εμπειρογνωμόνων θα συνεχίσουν να αναρτώνται στην παρούσα σελίδα. [Πρόσθετες πληροφορίες. Τα κείμενα της παρούσης σελίδας αποτελούν βασικά, προκαταρτικές ανακοινώσεων του επιστημονικού πάνελ επιστημόνων από όλη τη Ευρώπη που προετοιμάζει μελέτη "Για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού". Η πρωτοβουλία είναι ιδιωτική και ανήκει στην "Πανελλήνια Επιτροπή για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού" στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκε "Επιστημονική Επιτροπή" που συνεργάζεται με "Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού". Το τελικό πόρισμα παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Για περαιτέρω αναλύσεις ο ενδιαφερόμενος μπορεί να διατρέξει τα περιεχόμενα στην αρχική σελίδα. Συνιστώ όλως ιδιαιτέρως αναλύσεις στις σχετικές σελίδες όπου παρατίθενται δημοσιεύματα και σχόλια για τις αιτήσεις και χρηματοδοτήσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Ακόμη και με αυτά που γνωρίζουμε μέχρις στιγμής είναι αρκετά για να κατανοήσουμε τα αίτια της αποτυχίας της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων 6.5.2005]

"Για μια ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού":

αναλύσεις που διασώζουν την τιμή της κοινότητας των συνταγματολόγων και των ειδικών του διεθνούς δικαίου.

Περιεχόμενα (κλικ στον τίτλο για μετάβαση):

Γενικά

Γ.ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ: Για μια ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού, Ελευθεροτυπία, 17.12.2004.

Γ. Κασιμάτης: Η Ευρωπαϊκή λύση για το κυπριακό, Ελευθεροτυπία 11.9.2005

-----------------------------------------------------------

Έποικοι - Εγκλήματα πολέμου - Καταστατικός Χάρτης ΟΗΕ, Διεθνές Δίκαιο

Alfred de Zayas, THE ANNAN PLAN AND THE IMPLANTATION OF TURKISH SETTLERS IN NORTHERN CYPRUS

-----------------------------------------------------------

Συνταγματικά-Νομικά-ανθρώπινα δικαιώματα

Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ: Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και κυπριακό Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005.

 Malcolm SHAW*: Το κυπριακό και η λύση του κυπριακού προβλήματος, Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005.

 Λουκής ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ: Η επιδίωξη ευρωπαϊκής λύσης για το κυπριακό. Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005.

---------------------------------------------------------

ιστορικοπολιτικά

Ν. ΚΟΝΟΜΗΣ: : Οι τροβαδούροι της εθνικής μειοδοσίας

----------------------------------------------------------

Ευρωπαϊκή Ένωση

Dietrich Oberndorfer: Ο ΓΓ του ΟΗΕ και η ΕΕ

--------------------------------------------------------

Π. Ήφαιστος: Ο Τάσσος έπρεπε να κεφαλοποιήσει το ΟΧΙ και ν' αλλάξει το σύστημα, Σημερινή 11.9.2005

-------------------------

Επίμετρο (Π.Ήφαιστος)

===========================================================

Γενικά

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ από τις συζητήσεις ενός διεθνούς συνεδρίου

Γιώργος Κασιμάτης

* Ομ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Συνταγματολόγος

Για μια ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού.

Ελευθεροτυπία 17/12/2004, http://www.enet.gr/online/online_hprint.jsp?q=%C1%ED%DC%ED&a=&id=39027564

 Γενικό συμπέρασμα από το διεθνές συνέδριο για το Κυπριακό ήταν ότι το πραγματικό περιεχόμενο του Σχεδίου Ανάν και οι τραγικές συνέπειες που θα προκαλούσε η εφαρμογή του δεν είναι γνωστά στην κοινή γνώμη της Ευρώπης.

 Επίσης, δεν έχει αναπτυχθεί επιμελής προσπάθεια ενημέρωσης. Αντίθετα, παρατηρείται επιμελής αποφυγή της. Ωστόσο, αποτελεί επιτακτική εθνική υποχρέωση να αρχίσει έστω και τώρα, τόσο από θέσεις δημόσιες όσο και από θέσεις των ΜΜΕ, συστηματική ενημέρωση για το τι περιελάμβανε το Σχέδιο Ανάν, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί συνταγματικό τερατούργημα, μοναδικό στην πραγκόσμια συνταγματική ιστορία. Αν γνώριζαν οι Ευρωπαίοι, ηγέτες και μη, τις συνέπειες που θα είχε το Σχέδιο Ανάν για την Ευρώπη, ασφαλώς θα είχαν άλλη στάση απέναντί του. Στη βάση αυτής της υποχρέωσης και ανάγκης ενημέρωσης, θεωρώ χρήσιμο να κάνω γνωστές λίγες από τις διαπιστώσεις που προέκυψαν από τη δημόσια συζήτηση στο συνέδριο και από όσα διατύπωσαν, με γνώση και πάθος, οι ξένοι ειδικοί επιστήμονες.

1. Μία από τις διαπιστώσεις ήταν ότι το Σχέδιο Ανάν, ως σύλληψη και κατασκεύασμα «κράτους», δεν είναι συμβατό με τις θεμελιώδεις αρχές των διακηρύξεων του ΟΗΕ, του Διεθνούς Δικαίου γενικότερα, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με τις οποίες συγκροτείται και λειτουργεί ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος. Αν εφαρμοζόταν, θα παραβιάζονταν καθημερινώς και πολλαπλώς η δημοκρατική αρχή, οι πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου, αφού βασικές εξουσίες θα ασκούνταν χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, που ασκούνται σήμερα στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα καταλύονταν ή θα ήσαν υπό διαρκή παραβίαση. Τα πολιτικά, τα δικαστικά και τα διοικητικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα είχαν καθημερινή απασχόληση, χωρίς δυνατότητα εξεύρεσης λύσεων.

2. Δεύτερη διαπίστωση: το Σχέδιο Ανάν αναφέρει (άρθρο 2 της Ιδρυτικής Συμφωνίας) ότι έχει ως πρότυπο το καθεστώς της Ελβετίας. Αυτό δεν είναι αληθές. Από τις έγκυρες αναλύσεις του Ελβετού και του Βέλγου συνέδρου, προέκυψε σαφώς ότι δεν έχει καμία σχέση ούτε με το βελγικό ούτε με το ελβετικό σύστημα. Θα πρόσθετα ότι δεν έχει σχέση με κανένα γνωστό σύστημα. Και τούτο γιατί, ίσως, προοριζόταν για νέο πρότυπο και άλλων λύσεων.

3. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η πρόταση του Σχεδίου Ανάν προσέβαλλε καθολικώς την κυριαρχία της (σημερινής) Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση εντάχθηκε ως ένα, κυρίαρχο και δημοκρατικό κράτος. Η προσβολή της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας συνίστατο στο ότι το Σχέδιο Ανάν πρότεινε την ολοκληρωτική κατάλυσή της και την υποκατάστασή της με ένα κατασκεύασμα κρατικής οντότητας, το οποίο δεν είναι ούτε ένα ούτε δημοκρατικό ούτε κυρίαρχο ούτε καν κράτος, όπως θα δούμε και πιο κάτω.

Γι' αυτό, όπως επισημάνθηκε και στο συνέδριο, η άρνηση, σήμερα, της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και η, παρά την άρνησή της αυτή, τυχόν παραχώρηση ημερομηνίας έναρξης διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα αποτελέσουν σοβαρό πλήγμα όχι μόνο της ίδιας της Ενωσης, αλλά και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη μεταξύ των κριτηρίων για την προβολή βέτο ή όχι στις 17 Δεκεμβρίου.

4. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι το Σχέδιο Ανάν καθιστούσε τις δύο εθνότητες, παρά τη μεγάλη διαφορά πληθυσμού της μιας από την άλλη -τουλάχιστον 8
με 2- απολύτως ισότιμες στις βασικές λειτουργίες του προτεινόμενου «κράτους», τόσο στη νομοθετική όσο και στην εκτελεστική εξουσία. Γι' αυτό ακριβώς, το πρωτοφανές αυτό Σχέδιο κατέλυε, στην ουσία της, την αρχή της πλειοψηφίας σε όλα τα κρίσιμα συλλογικά όργανα του «κράτους». Ετσι, αντί να προβλέπει πλήρη δικαστική προστασία των πολιτών της μικρότερης εθνότητας απέναντι στη μεγαλύτερη, όπως θεσπίζεται σε όλα τα δημοκρατικά κράτη με πολλές εθνότητες, εδώ η μικρότερη θα συναποφάσιζε ισότιμα σε όλα με τη μεγαλύτερη. Αυτό θα σήμαινε πλήρη κατάλυση της θεμελιώδους αρχής της αναλογικής ισότητας και της δημοκρατικής αρχής, αφού η θέληση των ολιγοτέρων θα δέσμευε τη θέληση των περισσοτέρων.

5. Είναι χρήσιμο να δει κανείς δύο βασικά στοιχεία του Σχεδίου Ανάν, για να αντιληφθεί αμέσως ότι όχι μόνο δημοκρατικό κράτος δεν προτεινόταν, αλλά ούτε καν κράτος.

Το πρώτο στοιχείο του κρατικού κατασκεύασματος του Σχεδίου Ανάν είναι η έλλειψη πολιτικής διακυβέρνησης. Ολοι ξέρουμε ότι βασικό στοιχείο κάθε κυβέρνησης είναι η εξουσία να παίρνει πολιτικές αποφάσεις δικής της επιλογής, χωρίς δεσμεύσεις. Ακόμη και στα παλαιά προτεκτοράτα, ακόμη και σε χώρες υπό εχθρική κατοχή, οι υποτελείς κυβερνήσεις μπορούσαν να αποφασίζουν μόνες τους για κάποια ζητήματα, για τα οποία δεν ενδιαφέρονταν τα επικυρίαρχα κράτη. Στο «κράτος» που πρότεινε το Σχέδιο Ανάν, η «κυβέρνηση» δεν μπορούσε τίποτα να αποφασίσει ελεύθερα - ούτε καν για ζητήματα της καθημερινότητας. Ας δούμε γιατί. Η διακυβέρνηση της χώρας προβλεπόταν να ανατεθεί στο λεγόμενο Προεδρικό Συμβούλιο, που, με τα σημερινά δεδομένα πληθυσμού, θα απαρτιζόταν από 4 Ελληνοκυπρίους και 2 Τουρκοκυπρίους. Δεν θα μπορούσε, όμως, να πάρει ποτέ καμία απόφαση, αν τουλάχιστον ένας Τουρκοκύπριος δεν ήταν σύμφωνος με τις θέσεις της ελληνοκυπριακής εκπροσώπησης. Το ίδιο προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν και για τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας: όταν θα μετέβαινε ένας υπουργός ως εκπρόσωπος της χώρας σε μια άλλη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό, έπρεπε να συνοδεύεται από έναν εκπρόσωπο της άλλης εθνότητας! Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο πρόεδρος του Προεδρικού Συμβουλίου, όταν θα μετέβαινε στο Συμβούλιο της Ευρώπης, έπρεπε να συνοδεύεται και από τον αναπληρωτή πρόεδρο, που θα προερχόταν από την άλλη εθνότητα! (Ποιος φοβάται τον Οργανισμό Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;) Η «διοσκούρειος» αυτή ρύθμιση (δύο - δύο) της διεθνούς εκπροσώπησης της χώρας φθάνει, ασφαλώς, τα όρια του φαιδρού, αν τη φανταστεί κανείς στην πράξη. Φαιδρή και πρωτοφανής ήταν και η θέσπιση πολυπρόσωπου αρχηγού κράτους: ως αρχηγός του κράτους προβλεπόταν ολόκληρο το Προεδρικό Συμβούλιο συλλογικά (!) - και όχι μόνο ο πρόεδρός του, όπως π.χ. στην Ελβετία. Και τούτο γιατί, ως μόνος εκπρόσωπος του κράτους, θα ανήκε μοιραία σε μία εθνότητα! Με αυτά τα δεδομένα, οι πολιτικής σημασίας διεθνείς εκπροσωπήσεις θα ήταν... διπρόσωπες (με την ετυμολογική σημασία της λέξης) και όλες οι αποφάσεις θα έπρεπε να είναι προϊόν συμφωνίας και των δύο πλευρών - αλλιώς, τίποτα. Μπορεί, όμως, να νοηθεί διακυβέρνηση χώρας με πραγματικό βέτο σε όλους τους τομείς; Αυτό ήταν, πράγματι, διεθνής πρωτοτυπία.

Για την περίπτωση που η μη σύμπραξη της μιας πλευράς θα μπλόκαρε τη λήψη της απόφασης -και αυτό θα ήταν καθημερινό- το Σχέδιο Ανάν έδινε μια ακόμη χειρότερη λύση: θα αποφάσιζε το Ανώτατο Δικαστήριο! Και διευκρινίζω: το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα λειτουργούσε ως δικαστήριο, δεν θα έλυνε, δηλαδή, τη διαφορά των δύο μερών με βάση το νόμο και το Σύνταγμα, αλλά θα αποφάσιζε ως κυβέρνηση, πολιτικά. Ετσι, η διακυβέρνηση της χώρας θα έφευγε όχι μόνο από τη βάση της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αλλά γενικά από τη λειτουργία του δημοκρατικού πνεύματος, αφού δεν θα ήταν στα χέρια κυβέρνησης που προερχόταν από το Κοινοβούλιο και από το λαό, αλλά στα χέρια διοριζόμενου δικαστηρίου. Αυτό ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία!

Αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν -και ερχόμαστε στο δεύτερο στοιχείο του κατασκευάσματος- ότι προβλεπόταν, για τις περιπτώσεις αυτές, μια σύνθεση του Ανώτατου Δικατηρίου με βάση την οποία κυβερνητική απόφαση δεν θα την έπαιρναν ούτε οι Ελληνοκύπριοι ούτε οι Τουρκοκύπριοι, αλλά κάποιοι ξένοι: σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν, το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτιζόταν από 3 Ελληνοκύπριους, από τρεις Τουρκοκύπριους και από τρεις μη Κυπρίους! Συνεπώς, αν διαφωνούσαν οι Τουρκοκύπριοι με τους Ελληνοκύπριους, θα αποφάσιζε τελικώς ο ξένος. Αρα, η διακυβέρνηση της Κύπρου περνούσε, στην τελική της φάση, σε κάποιο ξένο κέντρο λήψης αποφάσεων. Πώς θα μπορούσε να ονομαστεί η νέα «αρχή» διακυβέρνησης του Σχεδίου Ανάν; Μήπως αρχή του Big Brother;

Ο ξένος παράγοντας δεν θα αποφάσιζε μόνο ως κυβέρνηση, αλλά και για όλα τα κρίσιμα για την εδραίωση του νέου κυπριακού «κράτους» ζητήματα. Το Σχέδιο Ανάν πρόσθετε στη σύνθεση μεγάλης σημασίας συλλογικών οργάνων μη Κυπρίους, ώστε η απόφαση να περιέρχεται τελικά στον ξένο παράγοντα. Για παράδειγμα, δείτε τις συνθέσεις των εξής οργάνων: α) για την εφαρμογή του Χάρτη των δύο εθνοτήτων, αρμόδιο θα ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο, με τη σύνθεση που είδαμε, β) η Επιτροπή Εδαφικών Διευθετήσεων: 3 Τουρκοκύπριοι, 3 Ελληνοκύπριοι και 1
μη Κύπριος, γ) η Επιτροπή Συμφιλίωσης: 3 Τουρκοκύπριοι, 3 Ελληνοκύπριοι και 1 μη Κύπριος, δ) το Δικαστήριο Περιουσίας: περιττός αριθμός Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων και 3 μη Κύπριοι, ε) το Συμβούλιο Περιουσίας: 2 Τουρκοκύπριοι, 2 Ελληνοκύπριοι και 3 μη Κύπριοι, στ) το Γραφείο Απαιτήσεων: 2 Τουρκοκύπριοι, 2 Ελληνοκύπριοι και 3 μη Κύπριοι, και ζ) η Επιτροπή Ελέγχου Εφαρμογής της Συνθήκης: 4 Κύπριοι (2+2) και 3 μη Κύπριοι.

Διερωτάται κανείς: αυτό που μαθαίνουν όλοι οι πρωτοετείς φοιτητές Νομικής, ότι βασικό στοιχείο της έννοιας του κράτους είναι η αυτοδύναμη εξουσία - αλλιώς δεν υπάρχει κράτος, ισχύει; Αυτοί που το έφτιαξαν, πέρα από την αδιαφορία τους για τη δημοκρατική αρχή και τις πολιτικές ελευθερίες, ήταν επιστήμονες και ιδίως επιστήμονες του δικαίου; Αλλά και οι νομικοί που το αποδέχονται σήμερα είναι επιστήμονες του δικαίου; Η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να δεχτεί στους κόλπους της ένα τέτοιο τερατώδες κατασκεύασμα;

----------------

http://www.enet.gr/online/online_text?c=110&id=71122728

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 11.9.2005

Η ευρωπαϊκή λύση για το Κυπριακό

 

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ*

 

Πριν από λίγες μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση οκτώ εμπειρογνωμόνων καθηγητών από 7 χώρες (ένας από την Ελλάδα) και από τους επιστημονικούς κλάδους του Διεθνούς και του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτικής Επιστήμης (1).

 


Η έκθεση αυτή, με τίτλο «Πλαίσιο αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», συντάχθηκε στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Επιτροπής για Ευρωπαϊκή Λύση στην Κύπρο και εγχειρίσθηκε στις κυβερνήσεις και στους αρχηγούς των κομμάτων της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και στον ηγέτη της Κοινότητας των Τουρκοκυπρίων.

Η έκθεση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων θα παρουσιασθεί στις Βρυξέλλες στις 12 Οκτωβρίου, σε αίθουσα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η παρουσίαση θα συνοδευτεί με συνέντευξη τύπου και σειρά επαφών των εμπειρογνωμόνων και της Επιτροπής. Οι εμπειρογνώμονες συμφώνησαν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στην επεξεργασία εναλλακτικών προτάσεων για λύσεις σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής των αρχών της έκθεσης.

Η όλη εργασία έχει ως πολιτική αφετηρία και βάση δύο πολιτικά γεγονότα, που άλλαξαν τον ρουν του Κυπριακού:

Α την ακαταλληλότητα -σε πρωτοφανή, μάλιστα, βαθμό- του Σχεδίου Ανάν για την επίλυσή του και τη -σωτήρια για την Κύπρο- απόρριψή του από την συντριπτική πλειοψηφία (76%!) του ελληνοκυπριακού λαού,

Β την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., ως ισότιμου προς τα άλλα κράτη-μέλη κυρίαρχου κράτους, η οποία δημιούργησε εντελώς νέα νομική και πολιτική βάση για την επίλυση του προβλήματος της Κύπρου.

Το πρωτοφανές στην παγκόσμια ιστορία πολιτειακό τερατούργημα που περιείχε το Σχέδιο Ανάν, το οποίο θα συνεπαγόταν την κατάλυση της κυριαρχίας της Κύπρου και όλων των αρχών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και τη διαρκή και ανεξέλεγκτη κηδεμονία της Κύπρου από την Αγγλία και την Τουρκία, είναι πια ευρύτατα γνωστό και δεν θα επανέλθουμε σ' αυτό2. Η απορία, βέβαια, θα παραμείνει εσαεί, πώς ο ύπατος φρουρός της διεθνούς νομιμότητας στον κόσμο υπέγραψε αυτό το κατασκεύασμα, παραπλανώντας με το κύρος του λειτουργήματός του την υφήλιο - αλλά και δείχνοντας, δυστυχώς, πού έχει φτάσει η πραγματική ισχύς του ΟΗΕ. Παρά το ότι το Σχέδιο Ανάν είναι νομικά, πολιτικά και ηθικά νεκρό, είναι χρήσιμο να μην το ξεχνούμε, γιατί η συζήτηση για ένα «βελτιωμένο» Σχέδιο Ανάν συνεχίζει να γίνεται δεκτή από τους πολιτικούς μας, ενώ είναι σαφές ότι δεν μπορεί να βελτιωθεί.

Μόνο νέο σχέδιο μπορεί να συνταχθεί με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου και της ευρωπαϊκής νομιμότητας. Αυτό ακριβώς επιδιώκει να καταδείξει η έκθεση των εμπειρογνωμόνων, αντιπαραθέτοντας συχνά τις θέσεις της με ρυθμίσεις του Σχεδίου Ανάν.

Συχνά οι πολιτικοί, για να «περάσουν» κάτι που επιδιώκουν, έστω και αθέμιτο ή επιβλαβές στο κοινωνικό συμφέρον, αντιστρέφουν τις έννοιες και του ρεαλιστικού και του θεμιτού, ανατρέποντας, έτσι, κάθε βάση της ουσιαστικής νομιμότητας. Λένε λ.χ., ότι η άλφα πρόταση είναι μεν σωστή και θεμιτή, αλλά είναι «θεωρητική» και όχι «ρεαλιστική» - ως εάν μπορούσαμε να επιλέγουμε αθέμιτες λύσεις με το επιχείρημα ότι είναι ρεαλιστικές!

Λένε, επίσης -ακόμη και σε περιπτώσεις παραβίασης θεμελιωδών αρχών του δικαίου- ότι αυτά είναι «νομικίστικα» (μπερδεύοντας την έννοια του «νομικισμού») και όχι πολιτικά! Στην περίπτωσή μας, ακούστηκαν και οι δύο αντιστροφές: και ότι η έκθεση των εμπειρογνωμόνων είναι μεν σωστή, αλλά μη ρεαλιστική, και ότι τα επιχειρήματά της είναι νομικά σωστά, αλλά η πολιτική προσέγγιση είναι άλλη...

Βέβαια, πρέπει να παραδεχθούμε ότι το Σχέδιο Ανάν ήταν ρεαλιστικό για την επιδίωξη... άλλων συμφερόντων - όχι, όμως, για τη λύση του Κυπριακού.

Πράγματι, δεν μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη ουτοπία για την επίλυση του Κυπριακού από το κατασκεύασμα αυτό, αφού θα διαιώνιζε τη μη λύση και θα επεξέτεινε την ξένη κηδεμόνευση σε ολόκληρο το νησί.

Η έκθεση των εμπειρογνωμόνων δεν προέρχεται από αιθεροβάμονες ιδεολόγους ή νεαρούς και άπειρους στην πράξη επιστήμονες, αλλά από έμπειρους γνώστες της πολιτικής πρακτικής του διεθνούς και του συνταγματικού δικαίου, καθώς και της πολιτικής και γενικά της πρακτικής σημασίας των θέσεών τους. Στις θέσεις αυτές κατέληξαν έπειτα από πολλές συναντήσεις, διαβουλεύσεις και ανταλλαγές απόψεων.

Το πλαίσιο αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού δεν αποτελεί απλώς μια επιστημονική μελέτη. Είναι πολιτικό κείμενο επιστημονικά θεμελιωμένο και επιδώκει πολιτικούς σκοπούς. Αποτελεί τη ρεαλιστική βάση βιώσιμης λύσης - και όχι μη λύσης. Με αυτό το δεδομένο, επισημαίνω ορισμένα σημεία της πολιτικής σημασίας της επιστημονικής αυτής έκθεσης:

1 Πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους ότι η έκθεση στοχεύει μεν στην Ε.Ε., στα μέλη της και στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, απευθύνεται, όμως, κυρίως στους πολιτικούς μας, τους πολιτικούς της Κύπρου και της Ελλάδας. Αυτοί είναι εκείνοι που οφείλουν να αξιοποιήσουν πολιτικά τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στην έκθεση. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει, από καμιά και προς καμιά κατεύθυνση, προβολή αυτών των επιχειρημάτων.

2 Η διεθνής πολιτική κινείται και «παίζεται» παντού και πάντοτε με επιχειρήματα διεθνούς δικαίου. Δηλαδή, με νομικάς επιχειρήματα. Στο παρασκήνιο της διεθνούς πολιτικής «παίζουν», βεβαίως, οι πολιτικές ηγεσίες με τα καθαρώς πολιτικά «ατού». Και εκεί, όμως, μάχονται για τη στήριξη των κανόνων του διεθνούς δικαίου, για τη στήριξη των σωστών νομικών λύσεων. Σήμερα, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οπλοστάσιο των επιχειρημάτων για μια σωστή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού έχει εμπλουτισθεί σε μεγάλο βαθμό με τα νομικά και πολιτικά όπλα που παρέχει η Ενωση.

3 Στόχος της έκθεσης είναι η πολιτική αξιοποίηση του στέρεου εδάφους της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το στέρεο αυτό έδαφος δεν το έχουν πατήσει μέχρι σήμερα οι πολιτικές μας ηγεσίες. Το σημαντικότερο γεγονός της ιστορίας του Κυπριακού, που θα λαμπρύνει εσαεί τη μνήμη του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη, θάφτηκε από την πρώτη στιγμή σε πλήρη λησμονιά, λόγω της πολιτικής αβελτηρίας.

Υποστηρίζουν οι πολιτικοί ότι η Ευρώπη δεν είναι εύκολο έδαφος.

-Πόσο αγωνίστηκαν όμως;

-Πότε έθεσαν στα όργανα και στα μέλη της Ευρ. Ενωσης τη νέα νομική και πολιτική βάση που δημιούργησε, μετά το Σχέδιο Ανάν, η ένταξη;

-Πότε επεσήμαναν ευθέως ή στο παρασκήνιο τις συνέπειες που θα είχε ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, ανάλογο με το Σχέδιο Ανάν, για τη σχέση της Κύπρου ως κράτους-μέλους με την Ε.Ε. και για την ίδια την Ενωση;

-Εθεσαν προκαταρκτικά το απλό ερώτημα: Τι θα γίνει αν εφαρμοστεί σχέδιο που θα προκαλεί συνεχείς παραβάσεις των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής νομιμότητας, για τις οποίες τόση ευαισθησία δείχνει καθημερινά η Ενωση; Θα βάζει καθημερινά πρόστιμα ή θα παγώσει -αν δεν ακυρώσει- την ένταξη, κάτι που θα είναι εξευτελιστικό για την ίδια και καταστροφικό για την Κύπρο;

Είναι σαφές ότι ο μέγιστος κίνδυνος από την εφαρμογή ενός σχεδίου τύπου Σχεδίου Ανάν, που θα παραβιάζει αυτομάτως την ευρωπαϊκή νομιμότητα, το δε νέο κρατικό μόρφωμα δεν θα μπορεί να λειτουργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της, αποτελεί μέγα κίνδυνο για την ίδια την ένταξη - η οποιαδήποτε μορφής ακύρωση της οποίας επιδιώκεται, αναμφίβολα, από τις ΗΠΑ και την Τουρκία, ενώ θα αποτελέσει εξευτελισμό της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θανάσιμο πλήγμα για την Κύπρο.

Οι συνέπειες αυτές δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιηθεί πολιτικά.

4 Η έκθεση δεν περιορίζεται στα στενά όρια του όρου «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Επεκτείνεται στο ευρύτερο και στο νομικά αδιαμφισβήτητο και πολιτικά στερεότερο πεδίο των θεμελιωδών αρχών, στις οποίες στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης: στις αρχές της κυριαρχίας του κράτους, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ως ακρογωνιαίο λίθο για το σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού θέτει η έκθεση των εμπειρογνωμόνων το σεβασμό της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους ολοκλήρου του εδάφους της Μεγαλονήσου.

Αυτή τη σημασία έχει αντιληφθεί πολύ καλά η Τουρκία. Η άρνησή της να αναγνωρίσει την ενταγμένη κυρίαρχη Κύπρο στοχεύει, αναμφίβολα, στην ακύρωση ή στη μείωση της θεμελιώδους αυτής συνέπειας της ένταξης. Αυτό το ζωτικής σημασίας διεθνές και ευρωπαϊκό ζήτημα που δημιουργεί η Τουρκία, πώς αντιμετωπίζεται με τόση ανοχή;

5 Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν, με βάση πάντοτε την έκθεση των εμπειρογνωμόνων, για αυτή την ανοχή όχι μόνο των πολιτικών, αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που διεκδικούν στο σύγχρονο κράτος τη μερίδα του λέοντος στο σχηματισμό της εξουσίας. Δυστυχώς, και αυτά στην Ελλάδα βρίσκονται, ως προς το Κυπριακό, σε κατάσταση πλήρους αφασίας.

Περιοριζόμαστε σε μια παρατήρηση: Ο παράνομος εποικισμός της Β. Κύπρου -που έχει εκδιώξει το μεγαλύτερο μέρος των Τουρκοκυπρίων- αποτελεί έγκλημα του διεθνούς ποινικού δικαίου και έχει δημιουργήσει την ακυρότητα του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν. Ακουσε κανείς κάποια διαμαρτυρία ή καταγγελία; Ετσι δεν δημιουργούνται τα τετελεσμένα του διεθνούς δικαίου;

*Σημείωση: Πριν από το κλείσιμο αυτού του άρθρου, πρέπει να διευκρινιστεί ξεκάθαρα -γιατί ασφαλώς θα ακουστεί μεταξύ άλλων, αν δεν έχει ακουστεί, και το ερώτημα «Πόσα πήρανε;»- ότι η έκθεση αυτή των εμπειρογνωμόνων δεν αποτελεί γνωμοδότηση έναντι αμοιβής όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενα στην εποχή μας. Είναι μια προσφορά των οκτώ επιστημόνων για την τραγική υπόθεση του Κυπριακού, που διαδραματίζεται από χρόνια στην καρδιά της Ευρώπης -μια προσφορά της επιστήμης προς την πολιτική, που απευθύνεται στις πολιτικές ηγεσίες της Κύπρου, της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και στον γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι ένας από τους οκτώ που υπογράφουν την έκθεση των εμπειρογνωμόνων.

1. Βλ. «Ελευθεροτυπία», 1 Σεπτεμβρίου 2005.

2. Βλ. άρθρο μου στην «Ελευθεροτυπία», 17 Δεκεμβρίου 2004.


 

===================================================

Έποικοι - Εγκλήματα πολέμου - Καταστατικός Χάρτης ΟΗΕ, Διεθνές Δίκαιο

Το κείμενο του Alfred de Zayas δημοσιεύτηκε υπό μορφή επιφυλλίδας σε δύο συνεχείς εκδόσεις της "Καθημερινής". Τις επιφυλλίδες αυτές μπορεί κάποιος να τις βρει στις εξής ηλεκτρονικές διευθύνσεις: "Το Σχέδιο Ανάν και το Διεθνές Δίκαιο", Η Καθημερινή 24.7.2005, http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_110304_24/07/2005_151446 και "Oι Τούρκοι έποικοι στη Βόρεια Κύπρο", Η Καθημερινή 31.7.2005, http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_446477_31/07/2005_152056.

 by Alfred de Zayas, Geneva

THE ANNAN PLAN AND THE IMPLANTATION OF TURKISH SETTLERS IN NORTHERN CYPRUS

by Alfred de Zayas, University of Alcala de Henares

I.     The Annan Plan and International Law

On 24 April 2004 a “Comprehensive Settlement of the Cyprus Problem” (the Annan Plan) was put to a referendum in Cyprus. While a majority of the Turkish population in occupied Northern Cyprus, including some 100,000 illegal settlers, voted in favour of the plan, the democratic vote in the Republic of Cyprus resulted in 75.8% of the Cypriot population rejecting the proposed plan[1].

 

The vote was followed by apparent disappointed in the United Nations and a surprising level of critical comment from politicians and the media. One year after the vote, upon a calmer rereading of the Annan plan, the non-committed observer may wonder whether anyone could have reasonably expected the Cypriot population in non-occupied Cyprus to vote in favour of a plan that entailed abandoning positions held by the Security Council and the General Assembly since July 1974, and which seriously undermined fundamental principles of international law contained in numerous universal and regional documents, including:

 

1)        article 2, paragraph 4, of the United Nations Charter, which stipulates the prohibition of the threat and of the use of force;

2)        The Nuremberg Judgment, which condemned inter alia the crime of aggression, and Nazi policies of forced population transfer and implantation of settlers;

3)        Principle VI of the Nuremberg Principles, which includes the “crime against peace” among “crimes under international law”;

4)        General Assembly Resolution 2650 of 24 October 1970 on “Friendly Relations”;

5)        General Assembly Resolution 3314 of 14 December 1974, on the Definition of Aggression;

6)        articles 18 and 20 of the 1996 International Law Commission “Draft Code on Crimes against the Peace and Security of Mankind”, which lists forcible population transfers among war crimes and crimes against humanity;[2]

7)         articles 7 and 8 of the Rome Statute of the International Criminal Court, which list the forced deportation or transfer of populations as war crimes and as crimes against humanity;

8)         the indictments and emerging jurisprudence of the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia;

9)         Article 49 of the Fourth Geneva Convention of 12 August 1949;

10)      numerous articles of the International Covenant on Civil and Political Rights (notably articles 1, 6, 12, 14, 16, 17, 23, 25, 26, 27)[3]; of the International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights, of the International Convention on the Elimination of all Forms of Racial Discrimination;

11)      numerous articles of the European Convention on Human Rights (notably articles 2, 5, 8, 14, Protocol 1, Protocol 4) and the established jurisprudence of the European Commission of Human Rights and the European Court of Human Rights; and

12)      numerous principles of the legal order established by the European Union.

 

More specifically, important aspects of the Annan plan were inconsistent with much of what United Nations organs had hitherto discussed and elaborated over the years concerning the Turkish invasion of Cyprus. The Annan plan was inconsistent with the general condemnation of aggression, military occupation, demographic manipulation policies and the denial of the right of return of refugees. It was inconsistent with numerous resolutions of the United Nations Commission on Human Rights since 1975, inconsistent with the initial report, progress report and final report of the Sub-Commission on Promotion and Protection of Human Rights on “The Human Rights Dimensions of Population Transfers and the Implantation of Settlers” (Al Khasawneh (final) Report, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/1997/23), and with the principles laid down by the Secretary General’s Special Representative on Internally Displaced Persons (Francis Deng, Guiding Principles on Internal Displacement, UN Doc. E/CN.4/1998/53/Add.2).[4]

 

Although the Annan Plan did not go as far as specifically to legalize the Turkish aggression on Cyprus of July 1974, it did throw a mantel of legitimacy over it by virtue of its acceptance of many of the faits accomplis that followed the Turkish invasion and occupation of Northern Cyprus, expulsion of part of the Cypriot population, confiscation of their private property, settlement of the occupied Cypriot territory by over 100,000 Turkish colonizers from Anatolia, etc.

 

Can such grave violations of international law be retroactively legalized? International law experts hold the view that such violations cannot be legalized. Alas, the situation of violation of international law norms by States -- in total impunity -- is not rare. However, this does not mean that international law has ceased to exist or that these particular norms have ceased to be applicable. It only means that the enforcement mechanism remains imperfect.

 

Article 7 of the Draft Declaration appended to the 1997 Al Khasawneh Final Report stipulates:

 

“Population transfers and exchanges of population cannot be legalized by international agreement when they violate fundamental human rights norms or peremptory norms of international law.”

 

Thus, a hypothetical agreement among States such as The United Kingdom, Greece and Turkey that would approve the 1974 Turkish invasion, the expulsion of the native Cypriot population, the demographic manipulation in Northern Cyprus, would be invalid as contrary to international law and international ordre public. Indeed, article 53 of the Vienna Convention on the Law of Treaties stipulates that “A treaty is void if, at the time of its conclusion, it conflicts with a peremptory norm of general international law.”

 

Only the people of Cyprus can decide to waive certain rights and to abandon certain claims in exchange for economic or other concessions negotiated freely and set down in a compromise agreement. However, the people of Cyprus declined to abandon its rights, because the Annan Plan did not provide a satisfactory solution to their fundamental concerns, particularly the question of the right to return of the internally displaced Cypriots and the question of the continued presence of Turkish settlers in occupied Northern Cyprus. The Annan Plan also failed to remove the neo-colonial anachronism posed by the intervention rights of the “guarantor powers”. This remains an important issue, frequently overlooked, and a situation incompatible with the right of self-determination of the people of Cyprus.

 

Which fundamental human rights norms or peremptory norms of international law are at issue here? First and foremost the right to self-determination, which is considered by most experts in international law as jus cogens. This right is central to the United Nations Charter and was specifically codified as article 1 common to the International Covenant on Civil and Political Rights and to the International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights.

 

Prior to and essential to the enjoyment of the right of self-determination is the right to one’s homeland, since the right of self-determination cannot be exercised if a population is subject to forcible displacement. Indeed, as the First High Commissioner for Human Rights stated at the opening of an expert meeting on the human rights dimensions of population transfers, held in Geneva in February 1997, the right to one’s homeland is one of the most fundamental collective rights, which in turn enables the exercise of many individual human rights.[5]

 

The Nuremberg indictment (articles 6(b) and (c)) was unambiguous in identifying the Nazi policies of population transfers as war crimes and crimes against humanity[6].

 

Count 3, section J of the indictment charged the Nazis as follows:

 

“In certain occupied territories purportedly annexed to Germany, the defendants methodically and pursuant to plan endeavoured to assimilate these territories politically, culturally, socially, and economically into the German Reich. The defendants endeavoured to obliterate the former national character of these territories. In pursuance of these plans and endeavours, the defendants forcibly deported inhabitants who were predominantly non-German and introduced thousands of German colonists.”[7]

 

The Nuremberg judgment held the Nazi officials guilty of the offence of forcibly transferring populations and implanting settlers, particularly of 105,000 Alsatians expelled from Alsace to Vichy-France and of one million Poles expelled from the occupied Warthegau into inner Poland.[8]

 

By virtue of General Assembly Resolution 95(1) of December 1946, the Nuremberg judgment was unanimously affirmed.

 

Precisely the horror of Nazi crimes led the international community and the International Committee of the Red Cross to adopt the Fourth Geneva Convention of 12 August 1949 relative to the Protection of Civilian Persons in Time of War. Article 49 of this Convention stipulates:

 

“Individual or mass forcible transfers, as well as deportations of protected persons from occupied territory… are prohibited, regardless of their motive. … The Occupying Power shall not deport or transfer parts of its own civilian population into the territory it occupies.”

 

Article 147 stipulates that a violation of article 49 of the Convention constitutes a grave breach, which, pursuant to article 146, requires penal sanctions.

 

Consistent with the above, the Security Council in its Resolution No. 353 of 20 July 1974[9] urged all States to respect the territorial sovereignty of Cyprus, the cessation of military intervention and the departure of foreign (Turkish) troops from Cyprus. This resolution was reaffirmed by the General Assembly in its Resolution 3212 (XXIX) of 1 November 1974, which also stipulates that “all the refugees should return to their homes in safety”. This was followed by Security Council Resolution 365 (1974) of 13 December 1974. In the absence of progress, the GA returned to the issue and adopted Resolution 3395 (XXX) on 20 November 1975, again calling upon “the parties concerned to undertake urgent measures to facilitate the voluntary return of all refugees to their homes in safety and to settle all other aspects of the refugee problem” Once again, GA Resolution 253 (1983) called for “the institution of urgent measures for the voluntary return of the refugees to their homes in safety”. Over a period of three decades the Security Council, the General Assembly and the Commission on Human Rights have adopted many similar resolutions.

 

Notwithstanding the above, Turkey continues to occupy Northern Cyprus, the expelled Cypriots have been prevented from returning to their homes, and a policy of demographic manipulation in Northern Cyprus by way of importing settlers from Turkey continues.

 

The failure of the United Nations to impose sanctions on Turkey to ensure the implementation of United Nations resolutions impacts negatively on the credibility of the Organization and on the practical importance of international law. This negative impact on the standing of the Organization is heightened when one considers that the United Nations visibly failed to enforce the principles and values it was created to uphold and even ignored its own previous resolutions regarding Cyprus.

 

In the context of Turkey’s invasion and occupation of Cyprus, crimes against peace, war crimes and crimes against humanity were committed. Notwithstanding the United Nations Convention on the Non-Applicability of Statutory Limitations to War Crimes and Crimes against Humanity (26 November 1968, in force 11 November 1970), Turkish authorities have enjoyed and continue to enjoy impunity.  The Annan Plan was tantamount to international acquiescence to this illegal situation[10].

 

This Annan Plan is all the more distressing, because it manifests the application of double-standards at the highest level of the United Nations. Ethnic cleansing was condemned at Nuremberg. It is condemned today at The Hague by the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia. And yet Turkey is allowed to occupy militarily one third of the territory of another European country and to keep the fruits of the crime. Why this double-standard?

 

In the context of the policy of ethnic cleansing conducted by Serbia against certain non-Serbian populations in Croatia, Bosnia and Herzegovina and in Kossovo, the Security Council responded by the creation of the International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia. It is revealing to read from the indictment of Ratko Mladic, Radovan Karadzic and Slobodan Milosevic.

 

Paragraph 25 of the indictment of 25 July 1995 against Karadzig and Mladic reads in part:

 

“Thousands of Bosnian Muslims and Bosnian Corats ….were systematically arrested … and thereafter unlawfully deported or transferred to locations inside and outside of the Republic of Bosnia and Herzegovina. In addition, Bosnian Muslim and Bosnian Corat civilians, including women, children and elderly persons, were taken directly from their homes and eventually used in prisoner exchanges. These deportations and others were not conducted as evacuations for safety, military necessity or for any other lawful purpose and have, in conjunction with other actions directed against Bosnian Muslim and Bosnian Croat civilians, resulted in a significant reduction or elimination of Bosnian Muslims and Bosnian Croats in certain occupied regions.”[11]

 

Paragraph 35 of the indictment of Slobodan Molosevic of 24 May 1999 is even more pertinent:

 

The unlawful deportation and forcible transfer of thousands of Kosovo Albanians from their homes in Kosovo involved well-planned and co-ordinated efforts by the leaders of the FRY and Serbia, and forces of the FRY and Serbia, all acting in concert. Actions similar in nature took place during the wars in Croatia and Bosnia and Herzegovina between 1991 and 1995. During those wars, Serbian military, paramilitary and police forces forcibly expelled and deported non-Serbs in Croatia and Bosnia and Herzegovina from areas under Serbian control utilising the same method of operations as have been used in Kosovo in 1999: heavy shelling and armed attacks on villages; widespread killings; destruction of non-Serbian residential areas and cultural and religious sites; and forced transfer and deportation of non-Serbian populations.[12]

 

Turkey in Northern Cyprus not unlike those commits the crimes for which they Karadzic, Mladic and Milosevic have been indicted.

 

 

II. The Issue of the implantation of settlers: general considerations

International law is clear on the issue of settlers in occupied territory: They are deemed to be illegal settlers and should be repatriated. The receiving State has no obligation in international law to grant residence or nationality to the settlers. However, humanitarian considerations must guide the process of repatriation, so as to ensure a just and equitable solution for all concerned, especially bearing in mind the imperative of respecting the human dignity of all members of the human family.

 

Articles 42 to 56 of the Hague Regulations appended to the 4th Hague Convention of 1907 significantly limit the rights of an occupying power. Article 43 states the general principle that the occupying power must respect the laws of the occupied country: Article 55 further stipulates that “the Occupying State shall be regarded only as administrator and usufructuary of public buildings, real estate, forests, and agricultural estates…” Bearing in mind that Article 46 prohibits the confiscation of private property, and that Article 47 prohibits pillage, it is clear that Turkey cannot dispose of Greek-Turkish private or public property, and that it cannot legally transfer this property to the new Turkish settlers. The limited right of military requisition envisaged in article 52 of the Hague Regulations is of no relevance in the context of the Turkish occupation of Northern Cyprus, in particular in the context of its policy of demographic manipulation. Thus, by confiscating and reassigning the properties of the displaced Cypriot citizens of Greek ethnic origin, Turkey committed internationally wrongful acts giving rise to State responsibility, and its officials committed war crimes giving rise to personal criminal liability.

 

Article 49, paragraph 6, of the Fourth Geneva Convention if 1949 is clear in prohibiting the implantation of settlers in occupied territory. In numerous Resolutions, the United Nations General Assembly has repeatedly deplored “all unilateral actions that change the demographic structure of Cyprus”.[13]

 

The violation of Article 49, of the Geneva Convention entails a war crime. This is strengthened in Article 85 of the 1977 Protocol I to the Fourth Geneva Convention, which stipulates that:

 

“…(4) In addition to the grave breaches defined in the preceding paragraphs and in the Conventions, the following shall be regarded as grave breaches of the Protocol, when committed wilfully and in violation of the Conventions or the Protocol:

 

(a)    the transfer by the Occupying Power of parts of its own civilian population into the territory it occupies”

 

Article 86 (1) of Protocol I also imposes an obligation on the High Contracting Parties to “repress grave breaches and take measures necessary to suppress all other breaches of the Conventions or of this Protocol which result from a failure to act when under a duty to do so.”

 

The International Law Commission in its Draft Code of Crimes against the Peace and Security of Mankind similarly includes the implantation of settlers in occupied territory in the category of war crimes. Article 20 c) prohibits: “(i) the transfer by the Occupying Power of parts of its own civilian population into the territory it occupies”.[14]

 

Article 8 (b) (viii) of the Rome Statute of the International Criminal Court similarly includes the implantation of settlers among the war crimes subject to prosecution: “The transfer, directly or indirectly, by the Occupying Power of parts of its own civilian population into the territory it occupies, or the deportation or transfer of all or parts of the population of the occupied territory within or outside this territory.”[15]

 

The Al Khasawneh Report, adopted by the UN Sub-Commission on Promotion and Protection of Human Rights in 1997, by the Commission for Human Rights and by the Economic and Social Council in 1998, focuses attention on the issue of the implantation of settlers. The report first makes certain general observations:

 

“Collective expulsions or population transfers usually target national, ethnic, religious or linguistic minorities and thus, prima facie, violate individual as well as collective rights contained in several important international human rights instruments” (para. 14)

 

“The range of human rights violated by population transfer and the implantation of settlers place this phenomenon in the category of systematic or mass violations of human rights” (para 16)

 

The report then focuses on the issue of settlers:

 

“Another problem related to prolonged military occupation involves the continuation of the policy of implanting settlers in the aftermath of a peace agreement underlying a territorial settlement which brings military occupation to an end. Such agreements cannot, by their nature, deal with this complex issue adequately or explicitly because they are often concluded in a political and military atmosphere in which the balance of power weighs heavily against the inhabitants or an occupied territory. The appropriate way of dealing with the problem is to look again at the Fourth Geneva Convention with a view to extending the prohibition on the implantation of settlers even after the general close of military or civilian operations in an occupied area.  Indeed, it is not unreasonable to suggest that to the extent that agreements breach jus cogens rules, this might constitute grounds for invalidation.” (para 45)

 

Article V of the Draft Declaration on Population Transfer and the Implantation of Settlers, appended to the Final Report of Al Khasawneh, stipulates

 

“The settlement, by transfer or inducement, by the Occupying Power of parts of its own civilian population into the territory it occupies or by the Power exercising de facto control over a disputed territory is unlawful.”

 

Article VI stipulates:

 

«Practices and policies having the purpose or effect of changing the demographic composition of the region in which a national, ethnic, linguistic, or other minority or an indigenous population is residing, whether by deportation, displacement, and/or the implantation of settlers, or a combination thereof, are unlawful.”

 

Particularly significant are the erga omnes obligations of the international community toward the reestablishment of the legal order. All States are obliged to refrain from recognizing the illegal situation arising from a transfer of populations and from the implantation of settlers in occupied territory.

 

Article X stipulates:

 

«Where acts or omissions prohibited in the present Declaration are committed, the international community as a whole and individual States, are under an obligation: (a) not to recognize as legal the situation created by such acts; (b) in ongoing situations, to ensure the immediate cessation of the act, and the reversal of the harmful consequences; (c) not to render aid, assistance or support, financial or otherwise, to the State which has committed or is committing such act in the maintaining or strengthening of the situation crated by such act.”

 

 

III. The Turkish settlers in Northern Cyprus

It is estimated that between 80,000 and 100,000 Turkish settlers have been implanted in Northern Cyprus since July 1974[16].

 

No distinction should be made between those settlers who were directly transferred or implanted by decision of the Turkish government, or those who moved there voluntarily after 1974. Both settlements are prohibited. The Commentary on article 49, paragraph 6, of the Fourth Geneva Convention, clarifies that what the provision is intended to prohibit is the demographic manipulation by an occupying power that either actively transfers its own population into the occupied territory, or allows them to settle there voluntarily. “This clause is intended to prevent a practice adopted during the Second World War by certain Powers which transferred portions of their own population to occupied territory for political and racial reasons or in order, as they claimed, to colonize those territories.”   [17] 

 

In its Resolution 1987/50 of 11 March 1987, the United Nations Commission on Human Rights expressed concern over “the fact that changes in the demographic structure of Cyprus are continuing with the influx of great numbers of settlers.”

 

In its Resolution No. 1987/19 of 2 September 1987, the Sub-Commission on Promotion and Protection of Human Rights expressed: “its concern also at the policy and practice of the implantation of settlers in the occupied territories of Cyprus which constitute a form of colonialism and attempt to change illegally the demographic structure of Cyprus.” (para. 3).

 

This Resolution was born in mind by Special Rapporteur Al Kahasawneh in preparing his three reports on the Human Rights Dimensions of Population Transfers and the Implantation of Settlers. Alas, the crucial issue of the settlers is practically ignored in the Annan Plan. Nor was it taken into account by Secretary General Javier Perez de Cuellar in the Cuellar Ideas of 1989, nor in the Boutros Boutros Ghali Set of Ideas of 1992.

 

Bearing in mind that the presence of Turkish settlers in Northern Cyprus goes back to an act of aggression in contravention of article 2, paragraph 4, of the United Nations Charter, and to a policy of demographic manipulation in contravention of article 49 of the Fourth Geneva Convention of 1949, it is clear that the Turkish post-1974 settlers have no legitimate expectation that they would be able to stay in Cyprus.

 

Following reunification of the Island of Cyprus, the government in Nicosia would have the right to require their departure. It is for Cyprus to decide whether and how many of the settlers may be allowed to stay in Cyprus. In this context, humanitarian considerations, to be judged on a case-by-case basis, could lead to a significant number of settlers being granted residence permits and eventually the opportunity of obtaining Cypriot citizenship.

 

The State that suffered the illegal occupation would have a prima facie right to expel the illegal settlers. They would be returned to their homeland, Turkey, where they would not suffer any particular hardships, bearing in mind that they have genuine cultural and language links to Turkey and most of them have families in Turkey. Admittedly, every repatriation entails a degree of inconvenience, but this can be mitigated, especially if the international community shows solidarity and cooperates in the repatriation schemes.

 

Another reason for repatriation of the illegal settlers is the implementation of the right to return of the Cypriots displaced from Northern Cyprus in 1974. The right to return is affirmed in Resolutions Nos. 1994/24, 1998/26, 1999/47, 2000/53, 2001/54, and 2002/30 (of 15 August 2002) of the United Nations Sub-Commission on Promotion and Protection of Human Rights. Indeed, the presence of illegal settlers in Northern Cyprus significantly alters the character of the territory and thus violates the right to the homeland of the native Cypriot population

 

What rights do the Turkish settlers have? They enjoy all the rights guaranteed by the Cypriot Constitution and the rights to which Cyprus is bound pursuant to international treaties, including the International Covenant on Civil and Political Rights, the International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights, the International Convention on the Elimination of all Forms of Racial Discrimination, and the European Convention on Human Rights and Fundamental Freedoms. While Cyprus may grant the Turkish settlers special rights, Cyprus is under no obligation to grant them citizenship or even the right to continued residence in the territory. Length of residence and marriage with the native Turkish population are considerations that the Cyprus government would have to take into account on a case-by-case basis.

 

Article 3 of Protocol 4 to the European Convention on Human Rights stipulates, “Collective expulsion of aliens is prohibited.” In due course the Cyprus government would have to devise status determination mechanisms and repatriation schemes with appropriate incentives. As a victim of aggression, the Cyprus government has a right to expect the solidarity of the world community in resolving the problems of illegal settlements in the most humane manner.

 

The United Nations could use its experience in organizing the repatriation of the settlers to Turkey. The United Nations High Commissioner for Refugees has vast experience in a variety of successful repatriation schemes involving millions of refugees[18], numbers much greater than the estimated 100,000 to 120,000 Turkish settlers in Northern Cyprus. The United Nations could also create a voluntary fund to assist in the repatriation and integration of the Turkish settlers in Turkey. The experiences of the International Organization on Migration in repatriation schemes could also prove helpful in the context of the repatriation of the Turkish settlers.

 

 

IV. Where does the Cyprus Question stand?

The Republic of Cyprus has entered the European Union. As a member of the European Union it will be able to argue its case within the Union and remind members of an erga omnes obligation under international law: that the European Union must refrain from recognizing the illegal situation arising from the invasion of Northern Cyprus by Turkey and from the implantation of Turkish settlers in Cyprus. Therefore, Turkey cannot entertain any hope of entering the Union for as long as it does not correct the illegal situation arising from its 1974 invasion, and satisfy all the Copenhagen criteria on human rights. This would entail

 

1)    implementation of all relevant judgments of the European Court of Human Rights, recommendations in the reports of the European Commission of Human Rights, and resolutions of the Committee of Ministers of the Council of Europe;

2)    withdrawal of all military forces from Northern Cyprus;

3)    withdrawal of settlers brought to Northern Cyprus in contravention to article 49 of the fourth Geneva Convention of 1949;

4)    recognition of the right of return of all displaced Cypriots[19]; and

5)    restitution and/or compensation to the displaced Cypriots for their confiscated or destroyed properties.[20]

 

With regard to point 5, reference should be made to the Al Khasawneh report, which observed:

 

“The European Court of Human Rights has found Turkey to be responsible for the violation of the right to the peaceful possession or enjoyment of property by virtue of its occupation of northern Cyprus and required it to compensate the victims of such violations. (para 62)

 

Although Turkey, on 2 December 2003, made payment pursuant to the 1998 judgment on the Loizidou v. Turkey judgment, there are several other judgments that have not been implemented. Moreover, there remain the issues of the missing persons and of the right of some 200,000 expelled Cypriots and their descendants to return in safety and dignity to their homes in Northern Cyprus.

 

Because the European Union is obliged to respect the judgments and decisions of the European Court of Human Rights, it must insist on their full implementation as a conditio sine qua non to further negotiations to with Turkey concerning a possible entry into the European Union.

 

 

V. A new United Nations Initiative?

In proposing the Annan Plan, the United Nations sacrificed a degree of its credibility. It is particularly distressing that the World Organization whose vocation it is to ban war and to condemn aggression indirectly condoned such acts of aggression by allowing the impunity of the perpetrators and by acquiescing to the effects of the illegal occupation.

 

The United Nations, however, continues to have a role to play and can be potentially helpful in negotiating a compromise. Part of that compromise would be the waiver of prosecution and punishment of the perpetrators of crimes against peace, war crimes and crimes against humanity. Such waiver, however, should not encompass granting to the perpetrator the right to keep the fruits of the illegal war and occupation of Northern Cyprus.

 

Secretary-General Annan, or a future Secretary-General, may again be called upon to exercise his good offices to reach a compromise, which must be soundly based on international law, and consistent with prior United Nations decisions, resolutions, and studies (especially the 1997 Al Khasawneh reports of the Sub-Commission on Promotion and Protection of Human Rights).

 

In order to prepare the ground for a negotiated settlement, the UN Security Council or the General Assembly could ask the International Court of Justice, pursuant to article 96 of the United Nations Charter, to issue an advisory opinion on the “Legal Consequences of the Continued Occupation of Northern Cyprus by Turkey”, in which the issue of the repatriation of settlers could also be dealt with. This advisory opinion would build upon the 1971 advisory opinion on South-West Africa/Namibia[21] and on the 2004 advisory opinion on the Wall being built by Israel on Palestine occupied territory[22].

 

Any new plan for Cyprus would have to be based on the following Basic Principles:

 

1)        the self-determination of the people of Cyprus

2)        state responsibility for aggression and military occupation

3)        the right to return of internally displaced persons and refugees

4)        the orderly repatriation of illegal settlers

5)        the right to restitution and/or compensation

 

Let us look forward to a reasonable peace settlement based on the over-arching principle of equality and the imperatives of human rights.

 

 

©  Draft/Alfred de Zayas/22 March 2005

 

 

 

Selected Bibliography

 

UN Documents:

 

UN Sub-Commission on Promotion and Protection of Human Rights, Final Report of the Special Rapporteur Awn Shawkat Al Khasawneh on the Human Rights Dimensions of Population Transfers and the Implantation of Settlers, E/CN.4/Sub.2/1997/23, especially annexes I and II.

 

Resolution on the right to return. UN Sub-Commission on Promotion and Protection of Human Rights, Doc. E/CN.4/Sub.2/Res/2002/30.

 

Report of the International Law Commission on the work of its forty-eighth session (6 May- 26 July 1996) General Assembly, Official Records, Fifty-first Session, Supplement No. 10 (A/51/10)

 

Cherif Bassiouni, The Statute of the International Criminal Court. A Documentary History. Transnational Publishers, Inc., New York 1998.

 

Kypros Chrysostomides, The Republic of Cyprus. A Study in International Law. Martinus Nijhoff Publishers, The Hague, 2000.

 

Jean Marie Henckaerts, Mass Expulsion in Modern International Law and Practice, Martinus Nijhoff, The Hague, 1995.

 

C.P. Ioannides, In Turkey’s Image, The Transformation of Occupied Cyprus into a Turkish Province, Caratzas, New Rochelle, New York, 1991.

 

Andreas Jacovides, “Cyprus_ the International Law Dimension”, 10 Amican Univesity Journal of International Law and Policy, pp. 1221 et seq.

 

Louikis G. Loucaides, Essays on the Developing Law of Human Rights, Martinus Nijhoff, Dordrecht, 1995.

 

Benjamin M. Meier, “Reunification of Cyprus: The Possibility of Peace in the Wake of Past Failure”, in 34 Cornell International Law Journal (2001), pp. 455 et seq.

 

Christa Meindersma, “Legal issues surrounding population transfers in conflict situations” Netherlands International Law Review, XLI, (1994) pp. 31-83.

 

Daniel Milne, “One State or Two? Political Realism on the Cyprus Question” in The Round Table. The Commonwelath Journal of International Affairs, January 2003, pp. 145-162.

 

Claire Palley, “Population Transfers” in Essays in Honour of Asbjord Eide.  Broadening the Frontiers of Human Rights, Donna Gomien (ed.), Scandinavian University Press, Oslo 1993.

 

Alfred de Zayas, “Repatriation” in Rudolf Bernhardt (ed.) Encyclopaedia of Public International Law, North Holland Publishers, Vol. IV (2000), pp. 185-§9§, “Population, Expulsion and Transfer”, Vol. III (1997), pp. 1062-1067, “Forced Resettlement”, Vol. II, (1995), pp. 422-425,

 

Alfred de Zayas, Heimatrecht ist Menschenrecht, Universitas Verlag, München 2001.

 

Alfred de Zayas, „ Ethnic Cleansing, Applicable norms, emerging jurisprudence, implementable remedies“ in John Carey (ed.) International Humanitarian Law: Origins Transnational, New York 2003, pp. 283-307.

 

Alfred de Zayas, „The Right to One’s Homeland, Ethnic Cleansing and the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia“, Criminal Law Forum, No. 6, 1995, pp. 257-314.

 

Marjoleine Zieck, UNHCR and Vaoluntary Repatriation of Refugees. A Legal Analysis. Martinus Nijhoff, The Hague, 1997.

 


 

[1] http://194.154.157.106/Comprehensive_Settlement_of_the_Cyprus_Problem.pdf. SC/8074 of 29 April 2004.  See also Press Release SG/SM/9269 of 26 April 2004 “Unique and Historic chance to resolve Cyprus Problem Missed”. Report of the Secretary-General on his Mission of Good Offices in Cyprus, 28 May 2004, S/2004/437.  See also Report of 16 April 2004 S/2004/302.

[2] The ILC commentary observes:  „that a crime of this nature could be committed not only in time of armed conflict but also in time of peace … [Deportation] implies expulsion from the national territory, whereas the forcible transfer of populations could occur wholly within the frontiers of one and the same State … Transfers of population under the draft article meant transfers intended, for instance, to alter a territory’s demographic composition for political, racial, religious or other reasons, or transfer made in an attempt to uproot a people from their ancient lands.  One member of the Commission was of the view that this crime could also come under the heading of genocide.”  UN GAOR, 46th Sess. Supp. No. 10 (A/46/10) at 268.

[3] Alfred de Zayas, “The Right to One’s Homeland, Ethnic Cleansing, and the International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia”, Criminal Law Forum, Vol. 6, No. 2 (1995), pp. 257-314.

[4] See analysis of these reports in Alfred de Zayas, „ Ethnic Cleansing, Applicable norms, emerging jurisprudence, implementable remedies“ in John Carey (ed.) International Humanitarian Law: Origins Transnational, New York 2003, pp. 283-307.

[5] Alfred de Zayas, Heimatrecht ist Menschenrecht, Universitas, München 2001.  See also the Statement by the first United Nations High Commissioner for Human Rights, Jose Ayala Lasso, to the “Expert Meeting on Human Rights Dimensions of Population Transfers including the implantation of settlers and settlements”, 17-21 February 1997. 

[6] A. de Zayas, Ethnic Cleansing, op. cit., pp. 285-6.

[7] International Military Tribunal, Nuremberg, Trial of the Major War Criminals, Vol. 1, p. 51.

[8] International Military Tribunal, Nuremberg, Trial of the Major War Criminals, Vol. 22 p. 480.

[9] SC Res. 355(1974) demanding “the withdrawal without further delay of all foreign armed forces and foreign military persons and personnel from the Republic of Cyprus”, Res. 355 (1974), see also Res. 360 (1974), Res. 3212 (XXIX) 3395 (XXX), 33/15 (1978) etc.

[10] Cf  Report of the Secretary-General on Cyprus, S/2004/302.  Report of the Secretary-General on his mission of good offices to Cyprus, S/2004/437.  Report of the Secretary-General on the United Nations operation in Cyprus, S/2004/427.

[11] Prosecutor v. Karadzic, Case No. I_95-5-1 (ICTY July 25, 1995).

[12] Prosecutor v. Milosevic, Case No. IT-99-37 (24 March 1999) http://www.un.org/icty/indictment/english/mil-ii990524e.htm.  See also A. de Zayas, in Carey a.a.O., p. 293 (supra footnote 4).

[13] Res. 33/15 (9 November 1978), 24/30 (20 November 1979), 37/253 (13 May 1983) etc.

[14] Report of the International Law Commission on the work of its forty-eighth session (6 May- 26 July 1996) General Assembly, Official Records, Fifty-first Session, Supplement No. 10 (A/51/10) p. 111.  In the prior draft of the Draft Code, article 18 was article 22.2(b).  In the 1991 report, the International Law Commission commented:  “…it is a crime to establish settlers in an occupied territory and to change the demographic composition of an occupied territory.  a number of reasons induced the Commission to include these acts in the draft article.  Establishing settler in an occupied territory constitutes a particularly serious misuse of power, especially since such act could involve the disguised intent to annex the occupied territory.  Changes to the demographic composition of an occupied territory seemed to the Commission to be a serious act that it could echo the seriousness of genocide.”  Report of the International Law commission on the work of its forty-third session, 29 August-19 July 1991, Official Records of the General Assembly, 46th Session, Supplement No. 10 (A/46/10), p. 271.

[15] Cherif Bassiouni, The Statute of the International Criminal Court, Transnational Publishers, Inc., New York 1998, p. 43.

[16] Kypros Chrysostomides, The Republic of Cyprus. A Study in International Law.  Martinus Nijhoff Publishers, The Hague, 2000, pp.202 et seq.  See also Loukis G. Loucaides, Essays on the Developing Law of Human Rights, Martinus Nijhoff Publishers, Dordrecht, 1995, p. 112.  It is estimated that by the year 2005 the number of illegal Turkish settlers may be as high as 120,000.

[17] Jean Pictet (ed.) Commentary to the Fourth Geneva Convention, Geneva, 1958, p. 283.  See also the legal opinion of the United States Legal Adviser to the Department of State:  “Paragraph 6 appears to apply by its terms to any transfer by an occupying power of parts of its civilian population whatever the objective and whether involuntary or voluntary.  It seems clearly to reach such involvement of the occupying power as determining the location of settlement, making land available and financing of settlements, as well as other kinds of assistance and participation in their creation.” Digest of United States Practice in International Law, 1978, pp. 1575 ff. at p. 1577.

[18] Marjoleine Zieck, UNHCR and Vaoluntary Repatriation of Refugees.  A Legal Analysis.   Martinus Nijhoff, The Hague, 1997.

[19] See relevant Resolutions of the UN General Assembly, including Resolutions 51/126 and 35/124 (1890), Security Council Resolutions 1287 (2000), 1244 (1999), 1199 (1998), 1036 (1996), 971 (1995), 876 (1993). Additionally UN Security Council Resolution 820 (19093) reaffirms that internally displaced persons and refugees have the right to return to their previous homes and places of residence and that they should be aided so as to achieve their return in safety and dignity.

[20] In this connection see “Housing and Property restitution in the context of the return of refugees and internally displaced persons”. Report of special Rapporteur Paulo Sergio Pinheiro submitted in accordance with Sub-Commission resolution 2002/7.  UN Doc:  E/CN.4/Sub.2/2004/22 (2 June 2004)  See also commentary in E/CN.4/Sub.2/2004/22/Add.1 (8 June 2004).  See also Resoluti0on 2004/34 of the UN Commission of Human Rights on the subject of restitution, compensation and rehabilitation for victims of grave violations of human rights and fundamental freedoms.  Also Commission on Human Rights Resolutions 1993/70, 1993/77, 1993/95 and 2004/28, which characterize forced evictions and internal displacement as gross violations of human rights.  Of relevance also:  Report of the High Commissioner for Human Rights on Human Rights and Mass Exoduses, UN Doc:  E/CN4/2005/80/Add.1

[21] Legal Consequences for States of the Continued Presence of South Africa in Namibia (South West Africa) notwithstanding Security Council Resolution 276 (1970), Advisory Opinion.  ICJ Reports (1971) pp. 16-345.

[22] International Court of Justice, Advisory Opinion 9 July 2004, www.icj-cij.org/icjwww/ipresscom/ ipress2004/ipresscom2004-28_mwp_20040709.htm - 34k -

======================================================

Συνταγματικά-Νομικά-ανθρώπινα δικαιώματα

------------------------------------------------------------------------------------

Ευρωπαϊκό σύνταγμα και κυπριακό, Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005.

Του Γιωργου Κασιματη

Ομ. Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Δύο είναι τα μεγάλα γεγονότα που αποτέλεσαν τη νέα καμπή πορείας του Κυπριακού: α) η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και β) η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τον ελληνοκυπριακό λαό. Και τα δύο αυτά γεγονότα κατέστησαν το Κυπριακό, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, όχι μόνο de facto αλλά και de jure πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Σχέδιο Ανάν, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία και από άλλες θέσεις να εξηγήσω, ήταν ένα μοναδικό τερατούργημα της παγκόσμιας συνταγματικής ιστορίας, γιατί αποτελούσε ένα κατασκεύασμα γραφείου όχι για τη σύνταξη, αλλά για την εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού για την κατάλυση ενός κυρίαρχου κράτους. Τα βασικά στοιχεία αυτού του μηχανισμού ήταν: α) Η ουσιαστική κατάλυση της αρχής της πλειοψηφίας, μέσω του δικαιώματος του βέτο, σε όλα τα συνταγματικά συλλογικά όργανα, με συνέπεια ότι οι κύριες κρατικές εξουσίες δεν θα πήγαζαν από τον λαό, όπως απαιτεί η δημοκρατική αρχή και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά από την πολιτική βούληση των αντιπροσώπων του 20% του λαού. β) Η κατεξοχήν πολιτική εξουσία, η διακυβέρνηση της χώρας, δεν θα ήταν πολιτική, αφού θα αποφάσιζε τελικώς -και εδώ με τη δύναμη του βέτο του 20%- διοριζόμενο συλλογικό όργανο από Ελληνοκυπρίους, Τουρκοκυπρίους και ξένους, με προκαθορισμένη τη ρυθμιστική εξουσία (μπαλλαντέρ) των ξένων. γ) Η αρχή της πολιτικής ισότητας θα ήταν πλήρως καταργημένη, αφού οι δύο εθνότητες, του 80% η μία και του 20% η άλλη (με τον επιεικέστερο υπολογισμό, αφού οι γνήσιοι Τουρκοκύπριοι έχουν πέσει σε πολύ χαμηλότερο ποσοστό), θα ήταν πλήρως ισότιμες και ισοδύναμες σε όλα τα βασικά πολιτικά όργανα. δ) Η λύση όλων των μεγάλων κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων για την ίδρυση του νέου κράτους θα ήταν στα χέρια άγνωστων ξένων, που, ως μπαλλαντέρ κάποιου άγνωστου παίκτη, θα έδιναν με τη δική τους ψήφο τελικώς τη «λύση». ε) Η διασφάλιση της κυρίαρχης και χωρίς περιορισμούς δυνατότητας επέμβασης της Τουρκίας σε κάθε βήμα του νέου «κράτους», με την ανέλεγκτη πρόφαση της παραβίασης των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων και των ιδικών της. στ) Για ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες δεν μπορεί κανείς να μιλήσει σε ένα τέτοιο καθεστώς. Αντίθετα, οι ρυθμίσεις του Σχεδίου παραβίαζαν στον πυρήνα τους τα πολιτικά δικαιώματα και βασικές προσωπικές ελευθερίες του κυπριακού λαού. ζ) Το χειρότερο δε είναι ότι αποτελούσε ένα δαιδαλώδες σύστημα ευρύτατων δυνατοτήτων παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και κάθε αρχής νομιμότητας  σε  όλα  τα  επίπεδα,  που   θα  καθιστούσε  παράνομη, αμφισβητούμενη ή επίδικη κάθε πράξη και κίνηση των οργάνων του εν λόγω «κρατικού» μορφώματος. Με μια φράση μπορεί να πει κανείς ότι το μόρφωμα αυτό δεν εγκαθίδρυε όχι μόνο δημοκρατικό κράτος, αλλά ούτε καν κράτος.

Το Σχέδιο Ανάν, με τη συντριπτική απόρριψή του από τον ελληνοκυπριακό λαό, ακυρώθηκε, ευτυχώς, απολύτως και έγκαιρα, με συνέπεια να μην μπορεί να αναβιώσει ούτε το ίδιο, ούτε η ίδια προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα, παρά μόνο με τη θέληση όλων των ενδιαφερομένων μελών, πρωτίστως δε με τη θέληση της Κύπρου.

Εάν είχε εγκριθεί -εδώ αναφέρεται το «ευτυχώς»- πιστεύω ότι η κυριαρχία της Κύπρου θα είχε περάσει ουσιαστικά σε ξένα χέρια άγνωστων προθέσεων και οι λειτουργίες του «κράτους» θα αποτελούσαν ένα χάος. Φοβούμαι δε ότι και η ίδια η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν δεν είχε καταργηθεί, θα είχε, πάντως, καταστεί ανενεργός για την Κύπρο, αφού όλα τα κρίσιμα ζητήματα θα ήσαν σε χέρια εκτός αυτής και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστησε το Κυπριακό πρόβλημα de facto και de jure πρόβλημα της Ένωσης, ακόμη και αν η επίλυση του ανατεθεί σε εκτός αυτής όργανο ή επιβληθεί από εκτός αυτής δύναμη. Αυτό ενισχύεται νομικώς ακόμη περισσότερο σήμερα, με το υπό κύρωση Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Και τούτο γιατί οι θεμελιώδεις αρχές πού διέπουν την Ένωση και τα κράτη-μέλη της περιλαμβάνονται ρητά στο Σύνταγμα της Ευρώπης και αποκτούν έτσι πλήρη καταστατική δύναμη, αποκτούν δηλαδή την ανώτατη τυπική ισχύ δικαίου. Αυτό ισχύει και σήμερα, χωρίς το Σύνταγμα. Η ρητή, όμως, αναφορά τους στον Καταστατικό Χάρτη της Ευρώπης τις καθιστά σαφείς, αναμφισβήτητες και αδιαφιλονίκητες, με ελάχιστα περιθώρια αποκλίσεων. Αναφέρομαι ενδεικτικά ορισμένες από αυτές: α) Το απαραβίαστο και αναφαίρετο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας (Προοίμιο του Συντάγματος, άρθρο Ι 2, Ι 9, ΙΙ 61, Προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και πολλές άλλες διατάξεις του Συντάγματος). β) «Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας, και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα και εσωτερική αγορά όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος» (άρθρο Ι 3 παρ. 2. γ) «Η Ένωση καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία...» (άρθρο Ι 3 παρ. 3). δ) «Η Ένωση εγγυάται στο εσωτερικό της την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και κεφαλαίων, καθώς και την ελευθερία εγκατάστασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα» (άρθρο Ι 4 παρ. 2). ε) «Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον του Συντάγματος...» (άρθρο Ι 5 παρ. 1).  στ) «Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης» (άρθρο Ι 9). ζ) Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Σύνταγμα. Έχουν: α) «το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών» (άρθρο Ι 10). η) «Οι πολίτες της Ένωσης έχουν» (...) το δικαίωμα να αναφέρονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το δικαίωμα να προσφεύγουν στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και το δικαίωμα να απευθύνονται στα θεσμικά και στα συμβουλευτικά όργανα της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες του Συντάγματος και να λαμβάνουν απάντηση στην ίδια γλώσσα» (άρθρα Ι 10 παρ. 2 δ, ΙΙ 101 επ.). «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου» (άρθρο ΙΙ 80). θ) Διασφαλίζεται το δικαίωμα ατομικής προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα Ι 29, ΙΙ 107).

Οι παραπάνω αρχές του Ευρωπαϊκού Συντάγματος -που αποτελούν και μέχρι σήμερα αρχές του «ευρωπαϊκού κεκτημένου»- είναι αρκετά εύγλωττες για τα όρια που θα πρέπει να τηρεί ένα νέο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού. Πρέπει, νομίζω, να συνειδητοποιήσομε ότι εάν τα πολιτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήθελαν να απεκδυθούν τις καταστατικές ευθύνες τους και αποφάσιζαν να δεχθούν ένα σχέδιο που θα παραβίαζε στον πυρήνα τους τις θεμελιώδεις αυτές αρχές -ή μερικές από αυτές- της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, δεν θα μπορούσαν να απαλλάξουν την Ένωση από την de jure εμπλοκή της στο Κυπριακό. Ακόμη και αν το σχέδιο επιβαλλόταν από τον ΟΗΕ και περιείχε απαγόρευση δικαστικής προσφυγής ή άλλης προσφυγής ή αναφοράς στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Οι πολίτες της Κύπρου και κάθε πρόσωπο που θα είχε έννομο συμφέρον θα κατέκλυζαν κυριολεκτικά το Δικαστήριο και τα άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για διαρκείς παραβιάσεις θεμελιωδών αρχών και δικαιωμάτων, με πολύ πιθανό το φαινόμενα να έχει η Ένωση διαρκή νομική και πολιτική απασχόληση με το Κυπριακό.

Η προσφυγή σε οποιοδήποτε όργανο δεν μπορεί πρακτικά να παρεμποδιστεί με απαγορεύσεις προσφυγών, τα δε δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης θα είχαν τον τελικό λόγο συμβατότητας των απαγορεύσεων αυτών και όλων των διατάξεων της όποιας συνθήκης επίλυσης του Κυπριακού.

Με άλλες λέξεις: Θα ετίθετο το βασικό ζήτημα, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ή κράτη μέλη της μπορούν να συνάψουν έγκυρη συνθήκη για ειδικό καθεστώς έννομης τάξης του εσωτερικού της Ένωσης που θα παραβίαζε στον πυρήνα τους θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Συντάγματος ή, μέχρι την κύρωση του, της έννομης τάξης της Ένωσης. Το ζήτημα αυτό είναι  και νομικά  και πολιτικά  θεμελιώδες για  την  Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτό, νομίζω, που θα μπορούσε να δεχτεί, ακόμη και να επιβάλει, θα ήταν: περιοσμοί ορισμένων δικαιωμάτων και ορισμένων αρχών για πράγματι εύλογο μεταβατικό χρονικό διάστημα και, αντίστοιχα, ουσιαστικές και αποτελεσματικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής μειονότητας, όμοιες με εκείνες που έχουν όλες οι μειονότητες των κρατών μελών της Ένωσης.

Το ζήτημα, λοιπόν, ενός νέου σχεδίου επίλυσης του Κυπριακού καθίσταται, μετά την απόκτηση της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας -που σημαίνει: της Κύπρου- ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα συμβατότητας με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα -πρακτικά ακόμη και πριν από την κύρωσή του.

=====================================================

Malcolm Shaw*:

* Καθηγητής διεθνούς δικαίου του Πανεπιστημίου του Λέστερ, Μεγ. Βρετανία.

Το κυπριακό και η λύση του κυπριακού προβλήματος,

Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005.

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ενασχολούμαι με το Κυπριακό. Θεωρώ τιμή μου και καλή μου τύχη το γεγονός ότι αναμείχθηκα ορισμένες φορές στο Κυπριακό ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα στην υπόθεση της Λοϊζίδου κατά της Τουρκίας και στην υπόθεση Τζιαβίτ κατά της Τουρκίας.

Η ανάμειξή μου αυτή μού δίδαξε πολλά πράγματα για τα θέματα που διακυβεύονται σήμερα. Είμαι ο μόνος διεθνολόγος, νομικός του διεθνούς δικαίου, σε αυτήν την επιστημονική συνάντηση. Αυτό επομένως που θα ακούσετε από μένα δεν είναι συνταγματικές εκτιμήσεις σε σχέση με ορισμένα θέματα που αφορούν την Κύπρο. Θα ακούσετε μια άποψη από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου για θέματα που έρχονται στον νου όταν εξετάζει κανείς την προοπτική μιας ελπιδοφόρας λύσεως του Κυπριακού.

 Η αρχή της ειρηνικής διευθετήσεως

Υπάρχει στο διεθνές δίκαιο μια σαφής υποχρέωση των κρατών όταν βρίσκονται σε διαμάχη. Η υποχρέωση αυτή είναι να διευθετούν τις διαμάχες τους ειρηνικά. Ο Χάρτης όμως του ΟΗΕ δεν σταματά μόνον εκεί. Γιατί η υποχρέωση της ειρηνικής διευθετήσεως των διαφορών πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη.

Η Διακήρυξη Αρχών του 1970, που διαφωτίζει τις αρχές του Χάρτη, κάνει πάλι λόγο για τη σημασία της δικαιοσύνης στην ειρηνική και όσο το δυνατόν ταχύτερη διευθέτηση των διαφορών. Έτσι, για το διεθνές δίκαιο η έννοια της δικαιοσύνης συμπορεύεται με το ιδεώδες της ειρηνικής διευθετήσεως.

Όταν τα κράτη εξετάζουν τις υποχρεώσεις τους για ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους, έχουν ένα ευρύ φάσμα μηχανισμών και πλαισίων αναφοράς για να επιλέξουν. Το θέμα-κλειδί είναι ασφαλώς το πώς θα βρουν έναν τρόπο για την επίλυση της διαμάχης και όχι πώς να επιλύσουν τη διαφορά σύμφωνα με μια πολύ στενή βάση αρχών. Αυτά όμως τα μέσα που είναι διαθέσιμα για την επίλυση των διαφορών δεν είναι κάποιο πεδίο χωρίς όρια. Υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί. Τα κράτη μπορούν να κάνουν προκαταρκτικές συμφωνίες πριν κάνουν οτιδήποτε για την επίλυση της διαφοράς ή να φτάσουν σε συμφωνία. Υπάρχουν όμως ορισμένες υψηλές αρχές διεθνούς δικαίου, τις οποίες δεν μπορούν να παραβούν. Αυτές είναι για κάθε διεθνολόγο σύμφυτες με το διεθνές δίκαιο και υποχρεωτικές. Για κάθε διεθνολόγο είναι σαφές ότι οποιαδήποτε συμφωνία έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές και τα πλαίσια αυτά είναι άκυρη. Κατά τον ίδιο τρόπο, οποιοδήποτε κράτος παραβιάζει τις παραπάνω αρχές και πλαίσια αναφοράς, θα εξακολουθήσει να υπέχει ευθύνη και να είναι υπόλογο. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.

Στον χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε ορισμένες από τις αρχές αυτές και στο πώς έχουν σχέση και αφορούν την περίπτωση της Κύπρου.

 Η αρχή της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας

Πρώτα απ' όλα έχουμε τη βασική αρχή της κρατικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Γιατί; Διότι έτσι οι άνθρωποι απεφάσισαν να οργανώσουν τον κόσμο. Δεν έχουμε παγκόσμια αυτοκρατορία. Έχουμε σειρά διακοσίων κυρίαρχων και ανεξάρτητων κρατών. Είναι ισότιμα μεταξύ τους από τυπική νομική άποψη. Όχι, βεβαίως, από πρακτική άποψη. Ένα από τα βασικά κριτήρια, με βάση τα οποία είναι ισότιμα, είναι η κρατική κυριαρχία και ανεξαρτησία. Πώς συνδέεται αυτό με ορισμένες πρόσφατες προσεγγίσεις του κυπριακού προβλήματος; Γνωρίζουμε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εκδόθηκε δύο χρόνια πριν, μετά την εκδίκαση της προσφυγής της Κύπρου κατά της Τουρκίας, ότι η κυβέρνηση της Κύπρου είναι η νόμιμη κυβέρνηση για το σύνολο του νησιού. Δεν υπάρχει άλλη νόμιμη κυβέρνηση στην Κύπρο. Ένιωσα γι' αυτό κατάπληξη όταν διάβασα το περίφημο Σχέδιο Ανάν. Παρατήρησα ήδη από την ιδρυτική πράξη, άλλα προτεινόμενα όργανα και συνοδευτικά πρωτόκολλα στις διεθνείς συνθήκες, ότι γινόταν αναφορά στην αναγνώριση μιας «νέας τάξεως πραγμάτων».

Μου ήρθε αμέσως στον νου το ερώτημα ποια ήταν η επιδιωκόμενη σχέση με τη διατύπωση αυτή, μεταξύ της νόμιμης κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και αυτής που θα ονομαζόταν «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία». Τα έγγραφα δεν κάνουν λόγο για Νέα Κύπρο. Δεν λένε ότι θα υπάρξει μια εντελώς νέα κυβέρνηση στην Κύπρο. Αυτό δεν διατυπώνεται κατά έκδηλο τρόπο στο κείμενο. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Η προτεινόμενη Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι απλώς η νόμιμη Δημοκρατία της Κύπρου με ένα νέο όνομα. Θεωρώ τη σχέση μεταξύ των δύο ως ένα πολύ κρίσιμο θέμα. Για το Σχέδιο Ανάν και για οποιοδήποτε άλλο μελλοντικό σχέδιο. Δεν είναι όμως μόνο το θέμα της σχέσεως μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι επίσης η σχέση μεταξύ της τουρκοκυπριακής «Δημοκρατίας» της Βόρειας Κύπρου και του προτεινόμενου τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους. Δεν είναι σαφές από το κείμενο αν η τουρκοκυπριακή «Δημοκρατία» παραπέμπεται στην ιστορία ή απλώς αναδιαμορφώνεται στο νέο συνιστών κράτος, όπως προτείνει το Σχέδιο Ανάν. Αυτό είναι επίσης ένα πολύ κρίσιμο θέμα, γιατί το Σχέδιο Ανάν περιλαμβάνει μια πρόνοια που λέει: «Οποιαδήποτε πράξη, οποιασδήποτε αρχής στο νησί της Κύπρου, εκτός των κυρίαρχων βρετανικών βάσεων θα εξακολουθήσει να είναι έγκυρη στη νέα Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, εκτός και η πράξη αυτή είναι αντίθετη με το διεθνές δίκαιο». Αυτό σημαίνει ότι οι νόμοι, τα διατάγματα και οι αποφάσεις της τουρκοκυπριακής «Δημοκρατίας» θα συνεχίσουν να είναι έγκυρα, εκτός εάν κάποια ιδιαίτερη πράξη αποδειχθεί ότι είναι παράνομη. Με άλλα λόγια δεν θα ήταν αρκετό να πει κανείς ότι η τουρκοκυπριακή «Δημοκρατία» είναι παράνομη οντότητα και επομένως και ό,τι προέρχεται από αυτήν είναι αναγκαστικά παράνομο. Αυτό είναι ένα άλλο σημαντικό θέμα του Σχεδίου Ανάν. Περνά όμως απαρατήρητο, γιατί, όπως και πολλοί άλλοι,  όταν διάβασα και εγώ για το Σχέδιο Ανάν στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, σκέφθηκα ότι επιτέλους θα δώσει μια λύση στο πρόβλημα της Κύπρου. Επιτέλους οι περιστάσεις είναι κατάλληλες, τώρα που η Κύπρος μπαίνει στην ΕΕ, το όλο θέμα να διευθετηθεί και ότι η Κύπρος θα είναι ευτυχής μ' αυτό. Αυτή η ιδέα διαπερνά ολόκληρο το Σχέδιο Ανάν.

 Αποστρατικοποίηση

Ένα από τα θέματα-κλειδιά, αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως ανέφερα, είναι η ανεξαρτησία των κρατών με την τυπική νομική έννοια. Όταν όμως διάβασα το Σχέδιο Ανάν, άρχισα να αναρωτιέμαι τι είδους ανεξαρτησία θα έχει στην πραγματικότητα αυτή η προτεινόμενη Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία και πώς αυτό μπορεί να είναι δυνατό. Γιατί αν εξετάσει κανείς το σχέδιο θα δει π.χ. ότι η νήσος θα αποστρατικοποιηθεί. Ο αριθμός των τούρκων και ελλαδιτών στρατιωτών θα περιορισθεί δραστικά με μειωμένο το ελληνικό απόσπασμα. Μετά διαπιστώνει κανείς ότι προτείνεται από το σχέδιο να επιβληθεί στην Κύπρο, κάτω από την αιγίδα του ΟΗΕ, ένα υποχρεωτικό εμπάργκο όπλων. Αυτό φαίνεται αρκετά παράδοξο. Πώς είναι δυνατόν να έχεις ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο να υπόκειται σε μια δεσμευτική απόφαση του ΟΗΕ, που θα ισχύει για πάντα, για όσο καιρό επιδιώκεται και ισχύσει το Σχέδιο Ανάν, πρακτικά για πάντα. Το δικαίωμα της αυτοάμυνας είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους. Εάν ένα κράτος αισθάνεται ότι απειλείται έχει κάθε δικαίωμα να πάρει μέτρα για την άμυνά του. Είναι δύσκολο να αμυνθείς χωρίς όπλα, με ράβδους και πέτρες. Πρόκειται για θέμα-κλειδί. Το θέμα, όμως, προεκτείνεται και πέρα απ' αυτό. Οι συνθήκες που αποτελούν μέρος της διευθετήσεως του 1960, η Συνθήκη δηλαδή Εγκαθιδρύσεως, η Συνθήκη Εγγυήσεως κ.λπ., που εμπλέκουν τη Μ. Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, επιβεβαιώνονται με το Σχέδιο Ανάν. Δεν επιβεβαιώνονται, όμως, μόνο. Τα στοιχεία των συνθηκών που αφορούν δικαίωμα επεμβάσεως στην Κύπρο φαίνονται σε μένα να ενισχύονται στην πραγματικότητα, γιατί τα μέρη (οι εγγυήτριες δυνάμεις) δεν θα έχουν μόνο το δικαίωμα να επεμβαίνουν για την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας, ασφάλειας και συνταγματικής τάξεως της κυβερνήσεως της Κύπρου, της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Το δικαίωμα επεμβάσεως κατά το Σχέδιο Ανάν θα ισχύει και για την εδαφική ακεραιότητα και τη συνταγματική τάξη των δύο συνιστώντων κρατών. Αυτό πάει πολύ πιο πέρα από τις σχετικές πρόνοιες της διευθετήσεως του 1960.

Με τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά αναρωτήθηκα τι είδους ανεξαρτησία έχει αυτό το νέο κυπριακό κράτος. Πρέπει να ενθυμούμαστε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια οντότητα, αποικιακή ή όχι, που φτάνει στην ανεξαρτησία κάτω από συνθήκες αλληλομαχόμενων φατριών, οπότε χρειάζεται να εγκαθιδρυθεί μια διεθνής διευθέτηση. Είμαστε στον 21ο αιώνα και έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος, που υπάρχει και είναι αναγνωρισμένο εδώ και 40 χρόνια. Το Σχέδιο Ανάν προτείνει ότι μπορούμε να αφαιρέσουμε ορισμένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία της κυριαρχίας από ένα υπάρχον κράτος. Εξέτασα όλα αυτά από τη σκοπιά ενός που θέλει πάρα πολύ να δει μια λύση του κυπριακού προβλήματος. Είναι μια ανοιχτή εστία κρίσεως στην περιοχή, που απορροφά ενέργεια από όλους όσοι είναι αναμεμειγμένοι σ' αυτό. Δεν έχω αντίρρηση να εμπλακεί σ' αυτό βαθιά ο ΟΗΕ, προσπαθώντας να επιτύχει μια διευθέτηση πάνω στη βάση διεθνώς συμπεφωνημέων αρχών. Αυτό όμως που προσπαθώ να κάνω είναι να καταδείξω ορισμένες βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου και πως το Σχέδιο Ανάν, που παρ' ολίγο να γίνει αποδεκτό, φαίνεται να αντιφάσκει με αυτές.

 Η αρχή της μη επεμβάσεως

Αν περάσουμε από την αρχή της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας στην αρχή της μη επεμβάσεως, δεν πάει πολύς καιρός που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο επαναβεβαίωσε τη σημασία της αρχής της μη επεμβάσεως και καταδίκασε τη χρήση βίας από κυρίαρχα κράτη εκτός των περιπτώσεων που υπάγονται στους συνηθισμένους λόγους αυτοάμυνας και αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μη επέμβαση δεν σημαίνει ότι καταδικάζεις την επέμβαση και αυτό είναι όλο. Η αρχή της μη επεμβάσεως σημαίνει ότι καταδικάζεις την επέμβαση για όσο χρόνο εξακολουθούν να υπάρχουν οι συνέπειές της. Στο πνεύμα αυτό όποιος θέλει να προωθήσει μια διευθέτηση στην Κύπρο, πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της επιθέσεως. Αυτό είναι αρκετά σαφές σε έγγραφα και αποφάσεις του ΟΗΕ, που δεν χρειάζεται να τις διεξέλθω τώρα. Η δράση του 1974 συνιστούσε επίθεση εναντίον ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου κράτους.

Προχωρώντας παραπέρα θα ήθελα να αναφέρω ένα άλλο στοιχείο που συνδέει τη μη επέμβαση με την κυριαρχία που ανέφερα προηγουμένως. Στο πλαίσιο της προτεινόμενης συνθήκης μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας και Μ. Βρετανίας προβλέπεται η δημιουργία μιας εποπτικής επιτροπής, η οποία θα έχει ως αποστολή να εποπτεύει και να διασφαλίζει την εφαρμογή του σχεδίου. Η επιτροπή αυτή θα αποτελείται από τρεις εκπρόσωπους των τριών εγγυητριών δυνάμεων, δύο της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας και, αν θυμάμαι καλά, έναν από κάθε συνιστών κράτος. Σ' αυτούς θα προστεθεί και ένας εκπρόσωπος του ΟΗΕ. Με άλλα λόγια, δύσκολα μπορεί να δει κανείς με το σχήμα αυτό πλειοψηφία της πλειοψηφίας. Έτσι η Εποπτική Επιτροπή του Σχεδίου Ανάν, συνδυαζόμενη με την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ, της οποίας προβλέπεται να είναι μέρος, συνδυαζόμενη με την αποστρατικοποίηση, συνδυαζόμενη με το εμπάργκο όπλων κατά της Κύπρου, όχι μόνο έχει συνέπειες στην αρχή της μη επεμβάσεως, αλλά επίσης είναι περίεργη σε σχέση με την κυριαρχία του κράτους. Εφόσον όμως μιλάμε για την κυριαρχία των κρατών, την αρχή της μη επεμβάσεως, και την εξακολούθηση του διεθνούς ενδιαφέροντος για τις συνέπειες της επιθέσεως, επιβάλλεται να δούμε και τις ευθύνες των κρατών. Υπάρχει εδώ ο κανόνας που εγκαθιδρύθηκε από πολύ καιρό τώρα στο διεθνές δίκαιο και επαναβεβαιώθηκε μεταξύ άλλων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Προβλέπει ότι τα κράτη φέρουν διεθνή ευθύνη για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου για την οποία είναι υπεύθυνα. Υπέχουν δηλαδή ευθύνη για παραβιάσεις που γίνονται όχι μόνο στο δικό τους έδαφος αλλά και αλλού όπου ασκούν πραγματικό έλεγχο. Αυτή είναι η περίπτωση της βόρειας Κύπρου και της Τουρκίας. Η ευθύνη του κράτους συνεχίζεται για όσο χρόνο εξακολουθούν να υφίστανται οι συνέπειες των παραβιάσεων. Δεν μπορείς να παρακάμψεις τις ευθύνες του κράτους μέσω διεθνών συμφωνιών.

 Εποικισμός

Συνδεδεμένο της μη επεμβάσεως και της ευθύνης του κράτους είναι το θέμα των βασικών χαρακτηριστικών του κράτους, στα οποία ερχόμαστε τώρα. Ο κάθε σπουδαστής του διεθνούς δικαίου γνωρίζει ότι ένα στοιχείο-κλειδί της κρατικής υποστάσεως είναι ο εγκατεστημένος πληθυσμός. Τι συμβαίνει όμως όταν οι εισβολείς και οι κατακτητές θέτουν ως στόχο την αλλαγή του πληθυσμού, που είναι βασικό στοιχείο του κράτους;  Γνωρίζετε καλύτερα από μένα ποια είναι η κατάσταση στη βόρεια Κύπρο. Ανακύπτει επομένως το ερώτημα πώς θα αντιμετωπίσει αυτό το θέμα μια διευθέτηση του Κυπριακού. Δεν είναι θέμα να πει κανείς απλώς ότι εκεί είναι τώρα και εκεί θα μείνουν. Ο κανόνας του διεθνούς δικαίου δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Εάν είναι βασική αρχή του διεθνούς δικαίου ότι ένας παράνομος κατακτητής δεν μπορεί να αλλάξει τη δημογραφία του κατεχομένου εδάφους και ότι η αρχή αυτή συνιστά πολύ σοβαρή παραβίαση, πώς είναι δυνατόν να έχεις μια διεθνή συμφωνία που να εξαιρεί την παραβίαση αυτή ή ακόμη να τη νομιμοποιεί; Πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά σε αυτό το θέμα.

 Ανθρώπινα δικαιώματα

Άλλα θέματα που αποτελούν μέρος των αρχών και βασικών διατάξεων του διεθνούς δικαίου είναι τα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Παράδειγμα η μη διάκριση. Η μη διάκριση είναι βασική αρχή του διεθνούς δικαίου. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι αποτελεί μέρος των υψηλότερων αρχών του διεθνούς δικαίου, στις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα για καμία εξαίρεση. Οποιαδήποτε συνθήκη συγκρούεται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι άκυρη. Έχουμε βεβαίως στην Κύπρο μια κατάσταση στην οποία υπάρχουν δυο κοινότητες με διαφορετική ταυτότητα και έντονη αίσθηση της διαφορετικότητάς τους.

Αυτό δεν μπορεί να παραγνωρισθεί και δεν μπορεί ένα κράτος με δύο εθνικές ομάδες να μετατραπεί σε μονοεθνικό. Πολλά κράτη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό. Από την Ελβετία ως το Βέλγιο και τον Καναδά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όταν προσπαθείς να καταπαύσεις εντάσεις που ανακύπτουν από τέτοιες εθνικά μεικτές κοινωνίες, απαιτείται προσοχή και μεγάλη ευαισθησία. Είναι στη φύση των πραγμάτων να απαιτείται μεγαλύτερη ευαισθησία από την πλειοψηφία απέναντι στη μειοψηφία γιατί η πρώτη βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε ισχυρότερη θέση μέσα στο κράτος.

Αυτό είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό. Ενώ όμως η πλειοψηφία δεν πρέπει να υπονομεύει και να κάνει διάτρητη τη θέση της μειονότητας, το αντίστροφο δεν μπορεί επίσης να γίνει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οποιαδήποτε λύση του προβλήματος της Κύπρου πρέπει να λάβει υπ' όψιν αυτό που ονομάζουν οι Καναδοί δύο λαούς συνιδρυτές του κράτους. Πώς θα επιτευχθεί όμως αυτό στο επίπεδο της εθνικής ομάδας, χωρίς να συνιστά παραβίαση της αρχής της μη διακρίσεως σε ατομικό επίπεδο; Δεν είναι εύκολο. Μοιάζει με τετραγωνισμό του κύκλου. Δεν είμαι πεπεισμένος ότι το Σχέδιο Ανάν αντιμετώπισε με επιτυχία αυτό το θέμα με αυτά που αποκαλεί κατ' ευφημισμόν «Μέτρα εγγυήσεως και προστασίας», με βάση τα οποία είναι δυνατό στο ένα από τα συνιστώντα κράτη να μην επιτρέπει την εγκατάσταση πολιτών του άλλου συνιστώντος κράτους. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να υπάρξει σε αυτό το θέμα πιο λεπτή και επεξεργασμένη προσέγγιση.

 Περιουσιακά δικαιώματα

Ας δούμε τώρα το θέμα των περιουσιακών δικαιωμάτων. Είναι δύσκολο να πει κανείς ότι τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου. Είναι όμως πολύ κρίσιμα. Αντικαθρεφτίζουν την αυτονομία του ατόμου και δεν μπορούν να καταπατηθούν. Έτσι ενώ ευαισθησία και συμβιβασμός πρέπει να πρυτανεύουν σε οποιαδήποτε λύση του κυπριακού προβλήματος, δεν μπορεί κανείς απλώς να καταπατήσει τα περιουσιακά δικαιώματα σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Βάσει επίσης του διεθνούς δικαίου ένας κατακτητής δεν μπορεί να καταπατήσει και να ιδιοποιηθεί ιδιωτική περιουσία των κατεχομένων, εκτός και αυτό απαιτείται από στρατιωτική αναγκαιότητα. Να κτίσει π.χ. μια στρατιωτική βάση ή κάτι ανάλογο. Δεν είμαι πεπεισμένος ότι όλες οι ιδιοποιήσεις περιουσιών στη βόρεια Κύπρο απαιτούνταν από στρατιωτική αναγκαιότητα.

Δεν μπορούν να παραγνωρισθούν και να καταπατηθούν ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα. Πρέπει να ασχοληθεί κανείς με αυτά με προσοχή και ευαισθησία. Δεν μπορεί απλώς να τα παραγράψει. Ένα από τα θέματα που με εξέπληξαν είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα δικαιώματα αυτά το Σχέδιο Ανάν. Χωρίς να μπω σε πολλές λεπτομέρειες, για τις οποίες δεν υπάρχει χρόνος, θα ήθελα να υπογραμμίσω την πρόταση του Σχεδίου Ανάν να επιλύσει τα θέματα αυτά ένα Συμβούλιο Περιουσιών, στο οποίο θα έχει την κρίσιμη ψήφο ένας μη Κύπριος. Κατά τον ίδιο τρόπο, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου, που λειτούργησε μέχρι τώρα μάλλον επιτυχώς, προβλέπεται βάσει του Σχεδίου Ανάν να περιέλθει ουσιαστικά υπό τον έλεγχο τριών ξένων δικαστών. Τι είδους ανεξαρτησία θα ήταν αυτή;

Επιστρέφουμε όμως στο θέμα των περιουσιών, στο Συμβούλιο Περιουσιών. Αυτό θα έχει αρμοδιότητα να εξετάζει και να επιλύει περιουσιακές διαφορές. Αυτό όμως που με αφήνει πραγματικά άναυδο είναι η πρόνοια του Σχεδίου Ανάν για αποκλεισμό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απεδείχθη πράγματι αρκετά ενοχλητικό. Ας το βγάλουμε λοιπόν από τη μέση. Έτσι, το Σχέδιο Ανάν λέει ότι πρέπει να σταλεί επιστολή στον πρόεδρο του Δικαστηρίου και να του λέει «μείνε μακριά». Δεν λέει, βεβαίως, ακριβώς «μείνε μακριά». Λέει ότι το Δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίσει πως όλα αυτά τα θέματα περιουσιών θα αντιμετωπισθούν σε τοπικό επίπεδο στη νέα Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Παρακαλεί γι' αυτό να απορρίψει κάθε αίτηση που ζητά την εφαρμογή των προνοιών της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτό είναι αρκετά παράξενο. Πρώτ' απ' όλα γιατί μάλλον δεν μπορεί να είναι δεσμευτικό για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Δεν υπάρχει καμία πρόνοια στο καταστατικό του Δικαστηρίου ή στη μέχρι τώρα νομολογία του που να λέει ότι το Δικαστήριο πρέπει να ακούσει την πολιτική φωνή ενός ή περισσοτέρων κρατών-μελών και να υπακούσει. Οποιαδήποτε λοιπόν τέτοια πρόνοια δεν θα μπορούσε να είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο. Εξετάζοντας όμως το θέμα ρεαλιστικά, είναι βέβαιο ότι θα ασκούσε πίεση πάνω στο Δικαστήριο. Και θα ήταν, δυστυχώς, πολύ άτοπη πίεση, γιατί ένας από τους σκοπούς που ενσαρκώνεται στα διεθνή όργανα ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι να σεβασθεί και να κάνει συγκεκριμένη πραγματικότητα τα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα στα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη δεδομένη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Αυτό έρχεται κατευθείαν σε αντίθεση με οποιαδήποτε έννοια του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εφόσον μέσα από πολιτικές διευθετήσεις θα οδηγούσε σε οπισθοδρόμηση, σε σχέση με τα ατομικά δικαιώματα που αναγνωρίσθηκαν και για τον σεβασμό των οποίων εγκαθιδρύθηκε ένας μηχανισμός. Πιστεύω πως ανακύπτουν με τέτοιου είδους πρόνοιες και διαδικασίες πολύ δύσκολα προβλήματα για τους ειδικούς του διεθνούς δικαίου.

Πιστεύω επίσης πως ρυθμίσεις του είδους αυτού είναι από νομική άποψη εξαιρετικά αμφιλεγόμενες στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Έχοντας πει αυτά, αναγνωρίζω ότι πρέπει κατά κάποιον τρόπο να γίνει ενός είδους συμφωνία μεταξύ των δύο κοινοτήτων που θα εξισορροπεί τα ατομικά δικαιώματα και μια νόμιμη συνταγματική ρύθμιση μεταξύ τους. Αυτό δεν θα είναι εύκολο έργο. Φαίνεται όμως σε μένα ότι το Σχέδιο Ανάν είναι ακόμη εκεί. Είναι εύκολο να πει κανείς ότι δεν το θέλουμε και ότι δεν υπάρχει.

Πολιτικά όμως είναι ακόμη εκεί. Είμαι βέβαιος ότι όταν θα κατακαθίσει ο κουρνιακτός από το δημοψήφισμα των Ελληνοκυπρίων το σχέδιο αυτό θα επανεμφανισθεί. Θα υπάρξει μια πολιτική μάχη για την επαναδιατύπωση ορισμένων πολύ βασικών θεμάτων ώστε να γίνει πιο συμβατό με αυτό που οι πολλοί θα μπορούσαν να αισθανθούν ως μια δίκαιη και νόμιμη διευθέτηση.

Αυτά είναι μερικά από τα θέματα του γενικού διεθνούς δικαίου που για μένα είναι σημαντικό να τύχουν σεβασμού στο πλαίσιο μιας λύσεως του Κυπριακού, όχι μόνο για τη λύση ειδικά του Κυπριακού, αλλά για το ίδιο το διεθνές δίκαιο.

 

* Εισήγηση στην Ευρωπαϊκή Επιστημονική Συνάντηση για Ευρωπαϊκή Λύση στην Κύπρο

===========================================================

Λουκής Λουκαίδης*:

Η επιδίωξη ευρωπαϊκής Λύσης για την Κύπρο, Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005

* Δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τα στοιχεία της λύσης

Με τον κυπριακό λαό αδέσμευτο από σχέδια τύπου Ανάν και την Κύπρο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η επιδίωξη του Ελληνισμού θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση μιας λύσης του Κυπριακού που να συνάδει με τις αρχές και τις αξίες που επικρατούν στην ΕΕ ως θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν την κρατική λειτουργία των μελών της. Οι κανόνες αυτοί βρίσκονται στις πρόνοιες της Συνθήκης της ΕΕ όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και στο κοινοτικό κεκτημένο και αναφέρονται στους εξής τομείς:  α) Ελευθερία, β) Δημοκρατία, γ) Ανθρώπινα Δικαιώματα και δ) Κράτος Δικαίου (Rule of Law).

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν χρειάζεται λεπτομερής ανάλυση όλων των  στοιχείων που συνθέτουν τους τομείς αυτούς. Αρκεί πιστεύω μια αναφορά στις βασικές αρχές που έχουν ιδιαίτερη σχέση με το κυπριακό πρόβλημα.

Η Ελευθερία αποκλείει στρατούς κατοχής, καταπιέσεις από άλλες χώρες και επιβάλλει ελεύθερη επιλογή της λύσης από τον κυπριακό λαό.

Η Δημοκρατία συνεπάγεται ως γνωστόν την αρχή της πλειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία του κράτους προέρχεται από την ψήφο της πλειοψηφίας των νομίμων πολιτών της χώρας, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή. Άλλωστε οι φυλετικές διακρίσεις απαγορεύονται σε ένα ευρωπαϊκό κράτος και λόγω των αρχών του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έννοια λοιπόν της δημοκρατίας εφαρμοζόμενη στα κυπριακά δεδομένα σημαίνει ότι δεν μπορούν να υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ή άλλων εθνικών κοινοτήτων και ότι όλοι οι νόμιμοι πολίτες του κυπριακού κράτους ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή ανήκουν σε ένα και το αυτό εκλογικό σώμα, το οποίο εκλέγει τους αντιπροσώπους του στις πιο πάνω κρατικές εξουσίες. Οι  αντιπρόσωποι αυτοί πρέπει να προέρχονται από το ίδιο εκλογικό σώμα. Οι νόμιμοι δε πολίτες δεν μπορούν να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε έποικους, η παρουσία των οποίων στην Κύπρο είναι αποτέλεσμα εγκλήματος πολέμου που απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο, το οποίο αποτελεί μέρος των αναγκαστικών κανόνων που ισχύουν στα ευρωπαϊκά κράτη (και διεθνώς), διότι αυτό επιβάλλουν οι αρχές του κράτους δικαίου.

Όσο αφορά τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αυτά αποτελούν τον απαραίτητο κώδικα συμπεριφοράς των κρατών-μελών της ΕΕ σε σημείο που η ΕΕ, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, δικαιούται να προβεί σε κυρώσεις εις βάρος των μελών της αν διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρών παραβιάσεων. Πέραν των οικονομικών δικαιωμάτων, όπως είναι π.χ. το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης αγαθών και εργασίας και ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων που προέρχονται από το κοινοτικό κεκτημένο αποτελεί καθιερωμένη αρχή της ΕΕ ότι τα κράτη-μέλη της πρέπει να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έτσι και αλλιώς δεσμεύει τα κράτη αυτά ως συμβαλλόμενα μέρη. Η σύμβαση αυτή δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις, εκτός εν καιρώ πολέμου ή άλλης έκτακτης κατάστασης που απειλεί τη ζωή του έθνους και μόνο όσο είναι απαραίτητο για τις ανάγκες των καταστάσεων αυτών. Για παραβιάσεις της σύμβασης το κράτος είναι υπόλογο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στη σύμβαση περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης, ιδιοκτησίας, κατοικίας, θρησκευτικής ελευθερίας και εκδήλωσης αυτής, ίσης μεταχείρισης άσχετα από εθνική προέλευση,  απαγόρευση φυλετικών διακρίσεων κ.ά. Είναι γι' αυτό που στο Σχέδιο Ανάν περιέχεται πρόνοια (Άρθρο 48) σύμφωνα με την οποία στα πρώτα δύο χρόνια εφαρμογής του σχεδίου, οποιοδήποτε από τα «συνιστώντα» κράτη (ελληνοκυπριακό ή τουρκοκυπριακό) θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει την καταγγελία της σύμβασης αυτής και άλλων  που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα λόγω αντίθεσης του σχεδίου με αυτές. Έτσι η τουρκική πλευρά θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την εφαρμογή των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προβλέπει το σχέδιο.

Στα ανθρώπινα δικαιώματα που προβλέπει η εν λόγω σύμβαση θα πρέπει να προστεθούν και τα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το διεθνές δίκαιο του οποίου όπως ανάφερα προηγουμένως ο σεβασμός επιβάλλεται ως μέρος της έννοιας του κράτους δικαίου.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα εφαρμοζόμενα στα δεδομένα του κυπριακού προβλήματος συνεπάγονται α) την επιστροφή όλων των προσφύγων στις κατοικίες τους, β) την απόδοση στους Κυπρίους των περιουσιών που τους στέρησε η τουρκική κατοχή και την αποζημίωσή τους για τη στέρηση αυτή, γ) το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης όλων των Κυπρίων σε οποιοδήποτε μέρος της κυπριακής επικράτειας, δ) το δικαίωμα κάθε κύπριου πολίτη να εκλέγει και να εκλέγεται στα εκλέξιμα πολιτικά αξιώματα και να έχει πρόσβαση με ίσους όρους στη δημόσια υπηρεσία της χώρας του, ε) την απαγόρευση οποιωνδήποτε δυσμενών διακρίσεων με οποιαδήποτε μορφή με βάση την κοινότητα στην οποία ανήκει ο οποιοσδήποτε Κύπριος.

Η έννοια του κράτους δικαίου έχει ερμηνευθεί και επεκταθεί έτσι που να καλύπτει όχι μόνο την υποχρέωση όπως κάθε κρατική εξουσία ασκείται βάσει νόμου και μέσα στα πλαίσια αυτού, αλλά γενικότερα την υποχρέωση εφαρμογής της ευρύτερης έννοιας της δικαιοσύνης  και της χρηστής διοίκησης σε μια δημοκρατική κοινωνία, της απαγόρευσης κάθε είδους αυθαιρεσίας και της ανάγκης συμμόρφωσης προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτά εφαρμοζόμενα πάλι στα δεδομένα της Κύπρου σημαίνουν κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του κυπριακού κράτους, απαγόρευση επέμβασης στις εσωτερικές του υποθέσεις από άλλα κράτη είτε με τη μορφή της δυνατότητας στρατιωτικής επέμβασης ή αλλιώς, απαγόρευση άδικων ή αδικαιολογήτων διακρίσεων ή προνομίων και επικράτηση της αρχής της ισονομίας και ισοπολιτείας για όλους τους πολίτες αδιακρίτως.

 Αποκλεισμός οποιουδήποτε διαχωρισμού

Τα πιο πάνω αποτελούν τον πυρήνα των κανόνων δικαίου που διέπουν τη λειτουργία των κρατών της ΕΕ και γι' αυτό πρέπει να θεωρούνται ως ο βασικός αδιαπραγμάτευτος κώδικας αρχών που θα διέπει τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Έτσι αποκλείεται ο διαχωρισμός της Κύπρου σε επιμέρους αυτόνομες περιφέρειες με βάση φυλετικά κριτήρια και η διακυβέρνηση της Κύπρου με διαμοιρασμό των πολιτικών αξιωμάτων με τα ίδια κριτήρια. Άρα αποκλείεται η διζωνική και η δικοινοτική γεωγραφική ή άλλη διευθέτηση που έχει δυστυχώς εμπεδωθεί στην πολιτική αντιμετώπιση του κυπριακού προβλήματος. Παράλληλα επιβάλλεται το δημοκρατικό πολίτευμα, που αποκλείει ματαίωση των αποφάσεων της πλειοψηφίας με βάση αντιδημοκρατικά προνόμια οποιασδήποτε κοινότητας. Στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη δεν επιτρέπεται ο διαχωρισμός της δομής, της διοίκησης ή των εξουσιών του κράτους και της άσκησής τους με βάση φυλετικά κριτήρια.

Η προτεινόμενη λύση ικανοποιεί οπωσδήποτε και τα συμφέροντα του τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Όχι βέβαια εκείνα τα οποία δημιουργεί η διαμελιστική πολιτική της Τουρκίας, αλλά τα πραγματικά συμφέροντα ισονομίας και ισοπολιτείας που θα διασφαλίζονται και από τα δικαστικά όργανα της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι από έναν αυθαίρετο τουρκικό στρατό κατοχής που στερεί την ελευθερία των Τουρκοκυπρίων τα τελευταία τριάντα χρόνια.

 Η ευρωπαϊκή λύση είναι εφικτή;

Βέβαια γεννάται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια τέτοια λύση, η οποία είναι μεν η πιο δίκαιη και ιδανική, αλλά προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια, όπως είναι η τουρκική κατοχή και γενικά η δύναμη της Τουρκίας και των χωρών εκείνων που υποστηρίζουν τις τουρκικές επιδιώξεις; Μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι και αυτός ο οργανισμός του ΟΗΕ και η ΕΕ πρότειναν και ενθάρρυναν λύσεις σαν εκείνη του Σχεδίου Ανάν, που είναι εντελώς ασυμβίβαστες με την προτεινόμενη «ευρωπαϊκή λύση». Θα υπάρξει βεβαίως και το επιχείρημα ότι η λύση αυτή είναι ασυμβίβαστη και με τη λύση της Ζυρίχης που ισχύει σήμερα σύμφωνα με το κυπριακό σύνταγμα και που πολλοί θα υιοθετούσαν με ιδιαίτερη ανακούφιση.

Τα ερωτήματα αυτά είναι βέβαια λογικά, έχοντας μάλιστα υπόψη την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία περίπου πενήντα χρόνια. Δηλαδή από τότε που πρόβαλε και επεδίωξε τον διαμελισμό της Κύπρου η αγγλική κυβέρνηση και στη συνέχεια η Τουρκία.

Ο στόχος αυτός επετεύχθη de facto και η Κύπρος συνεχίζει να βρίσκεται σε κατάσταση ημικατοχής.

Η πολιτική ηγεσία των Ελληνοκυπρίων αισθάνεται δεσμευμένη από τις πολιτικές παραχωρήσεις στις οποίες προέβη στο παρελθόν. Συγχρόνως, λόγω της πίεσης της Τουρκίας και των άλλων συνεργούντων με αυτήν κρατών, αλλά και της αντίστοιχης έλλειψης δυνατότητας τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου να αντισταθούν, η πολιτική ηγεσία αισθάνεται αδύναμη να επιδιώξει αναθεώρηση των θέσεών μας για λύση του κυπριακού προβλήματος. Όμως υπήρξαν στο μεταξύ σοβαρές εξελίξεις που μπορούν να αξιοποιηθούν για την προώθηση μιας «ευρωπαϊκής λύσης». Πρώτη και καλύτερη βέβαια είναι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία μάλιστα οδεύει στην υιοθέτηση ενός συντάγματος που ευνοεί τη λύση αυτή.

Υπάρχει η διαδικασία του ΕΔΑΔ, το οποίο έχει στο μεταξύ εξελιχθεί σε δικαστήριο με υποχρεωτική δικαιοδοσία για όλες τις χώρες-μέλη περιλαμβανομένης και της Τουρκίας. Υπενθυμίζω και την απόφαση του ΕΔΑΔ στη διακρατική προσφυγή η οποία είναι νομικά δεσμευτική για την Τουρκία και η οποία επιβάλλει μια λύση ευρωπαϊκή σε ένα ουσιαστικό μέρος του κυπριακού προβλήματος.

 Προϋποθέσεις επιτυχίας

Οι εξελίξεις αυτές δικαιολογούν και επιβάλλουν αναθεώρηση της πολιτικής μας με στόχο τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος με βάση τους πιο πάνω κανόνες. Η επιτυχία αυτής της πορείας προϋποθέτει βέβαια μια νέα νοοτροπία και έναν ανένδοτο αγώνα διαφώτισης της Ευρώπης για το κυπριακό πρόβλημα. Μάλιστα θα πρέπει να προβάλουμε και ένα σχέδιο διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος με βάση τις αρχές και τις αξίες της Ευρώπης, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, προκαλώντας την αντίδραση των ευρωπαϊκών χωρών, διότι είναι δύσκολο να φανταστεί ένας την απόρριψη από τις χώρες αυτές μιας προτεινόμενης λύσης που θα στηρίζεται στα θεμέλια της ΕΕ. Για να επιτευχθεί η «ευρωπαϊκή λύση» χρειάζονται και τα εξής: Η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των κυπριακών και ελλαδικών πολιτικών δυνάμεων ως προς τον στόχο και η στήριξη από τον κυπριακό λαό. Τη στήριξη αυτή η πλειοψηφία του κυπριακού λαού την έδωσε σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν το οποίο απέρριψε ως σύνολο. Για να υπάρξει όμως η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων χρειάζεται ακόμα πολύς και κοπιώδης δρόμος. Πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια να πεισθούν οι πολιτικές ηγεσίες να μη βλέπουν πίσω σε αναχρονιστικές λύσεις και εφιαλτικά σχέδια. Σε μια εποχή που η Ευρώπη προχωρεί μπροστά, ανασυντάσσεται και επιδιώκει να υπαχθεί σε ένα σύνταγμα που να κατοχυρώνει με κάθε λεπτομέρεια όλες τις προοδευτικές αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας, είναι αδιανόητο σε ένα κράτος-μέλος όπως η Κύπρος να επιβάλλεται ένα καθεστώς ρατσισμού, σφετερισμού και λεηλασίας για να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες ενός κατάλοιπου της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αντί να υλοποιούνται οι στόχοι της ΕΕ στην οποία επιδιώκει να ενταχθεί και η Τουρκία.

=========================================================

Draft –   ========================================================

Ιστορικοπολιτικά

------------------------------------------------------------------

Οι τροβαδούροι της εθνικής μειοδοσίας

Του Ν. ΚΟΝΟΜΗ

τ. προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών

 

Στην Ελλάδα πρόσωπα που επαγγέλλονται τους πολιτικούς, αλλά είναι αποξενωμένα από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, περιφέρονται σε τηλεοπτικούς σταθμούς και απαντούν σε ερωτήσεις τηλεπαρουσιαστών ή, συχνά απρόσκλητοι, εκφράζουν στα μέσα ενημέρωσης γνώμες επί παντός πολιτικού προβλήματος. Τελευταία, μάλιστα, έγινε της μόδας -ακολουθώντας την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί σε μερίδα του Τύπου- τα πρόσωπα αυτά να εκφράζονται υποτιμητικά για τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντάς τον «ακραίο», υποστηρίζοντας ότι «απομόνωσε» την Κύπρο, ότι φέρνει σε δύσκολη θέση την Ελλάδα και άλλα παρόμοια. Και αυτά γιατί δεν έστερξε ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος να αποδεχθεί το Σχέδιο Ανάν, που -όπως είναι γνωστό- εκπονήθηκε και με τη συγκατάθεση των δύο ενδοτικών κυβερνήσεων, της Κύπρου και της Ελλάδος. Όμως το διαβόητο αυτό σχέδιο έχει απορριφθεί -οριστικά ελπίζω- από τον ελληνοκυπριακό λαό με ένα συντριπτικό ΟΧΙ, σχετικά με το οποίο ο γάλλος ακαδημαϊκός Maurice Druon («Le Figaro» 31-05-04) έχει τη γνώμη ότι, παρ' όλο που «οι Ελληνοκύπριοι απέσπασαν το κρυφό όνειδος του Συμβουλίου των Βρυξελλών, εντούτοις μάλλον έσωσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση». Το βέβαιο είναι ότι οι Ελληνοκύπριοι με το ΟΧΙ τους έσωσαν την αξιοπρέπεια των όπου γης Ελλήνων.

Οι άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα, που με τόση ευκολία μιλούν απαξιωτικά για την κυπριακή ηγεσία, είναι φανερό ότι δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο για την Κύπρο και τον λαό της πέρα από την ύπαρξη του πολιτικού της προβλήματος. Ξέρουν ό,τι και ο ανιστόρητος Ανάν και οι ανυποψίαστοι συνεργάτες του. Όμως, η Κύπρος, από την αρχαιότητα ως την Αναγέννηση, είχε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους πολιτισμένους λαούς. Ο Στράβων το διετύπωσε επιγραμματικά: Η νήσος κατ' αρετήν oυδεμίαν των νήσων λείπεται. Τι απέδωσαν, αλήθεια, στην Κύπρο τα τριακόσια χρόνια της οθωμανικής κατοχής; Τίποτα απολύτως εκτός από εξισλαμισμούς και τη διασπορά των καλύτερων παιδιών της στο εξωτερικό. Κατάπτωση, καταπίεση, δάκρυα και απελπισία. Με την αγγλική κατοχή η Κύπρος δεν έχει να επιδείξει τίποτε άλλο εκτός από τη στρατηγική της σημασία λόγω της θέσης της μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Όμως οι Κύπριοι έδωσαν και στους δύο παγκοσμίους πολέμους εθελοντικά ένα δυνατό παρών, ελπίζοντας στην ανεξαρτησία της πατρίδας τους. Στη συνέχεια, λόγω της αδιαλλαξίας των Άγγλων, αναγκάσθηκαν να αγωνιστούν σκληρά για τέσσερα χρόνια προκειμένου να κερδίσουν την ελευθερία τους. Ατυχώς, επρόκειτο για κουτσουρεμένη ελευθερία, που κράτησε μόνο δεκατρία χρόνια. Στα χρόνια αυτά, αν εξαιρέσει κανείς τις εντάσεις που δημιουργούνταν από το υστερόβουλο σύνταγμα των Άγγλων, η Κύπρος ήταν μια χώρα ευτυχισμένη. Η τουρκική μειονότητα διαβίωνε χωρίς σοβαρά προβλήματα με την ελληνική πλειοψηφία. Οι θρησκευτικές αντιθέσεις ήταν ανύπαρκτες. Όμως οι Άγγλοι είχαν άλλα σχέδια για να εκδικηθούν τους Ελληνοκυπρίους. Υποδαύλισαν την Τουρκία να εντείνει το ενδιαφέρον της για την Κύπρο, όπως και πριν, κατά τη δεκαετία του πενήντα, ξυπνώντας την οθωμανική κατακτητική της βουλιμία. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία η Τουρκία εξώθησε τους Τουρκοκυπρίους στη διάλυση του συνεταιρισμού που είχαν με τους Ελληνοκυπρίους, στο πλαίσιο των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου.

Όταν το 1974 η ελληνική κυβέρνηση των συνταγματαρχών ανέτρεψε τον Πρόεδρο Μακάριο, η εγγυήτρια Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και κατέλαβε το 36,7% του κυπριακού εδάφους, το οποίο κατέχει τριάντα ολόκληρα χρόνια τώρα. Η Αγγλία, ως δεύτερη εγγυήτρια δύναμη, όχι μόνο δεν έκανε απολύτως τίποτε για να εμποδίσει την εισβολή, αλλά απεναντίας την υποβοήθησε με ποικίλους τρόπους, φανερούς και αφανείς. Νομικά και προπαντός ηθικά, αφού 220 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι ξαφνικά βρέθηκαν πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα -η συμπεριφορά της ήταν τεράστιο σκάνδαλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Στο διάστημα της κατοχής, οι Τούρκοι με συστηματική καταστροφή όλων των πολιτιστικών μνημείων και αλλαγή της ελληνικής ονομασίας του κατεχόμενου τμήματος προχώρησαν στην εκτουρκοποίησή του. Μεταξύ άλλων, 540 ναοί καταστράφηκαν, συλήθηκαν, βεβηλώθηκαν και μεταβλήθηκαν σε τζαμιά και περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες έποικοι από την Ανατολία εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο για να αλλοιωθεί ο δημογραφικός χάρτης του νησιού.

Μέσα σε όλη αυτή τη συμφορά, οι Ελληνοκύπριοι βρήκαν το κουράγιο να εργαστούν σκληρά και να σημειώσουν σημαντική οικονομική πρόοδο. Οι Τουρκοκύπριοι, καταπιεσμένοι από τους υποτιθέμενους σωτήρες τους, αρκέστηκαν να φάνε μαζί με τους εισβολείς την πλούσια λεία που βρήκαν από τους Ελληνοκυπρίους και να χαίρονται τα εισοδήματα από τα πλούσια κτήματά τους. Σήμερα, το αγγλοσαξονικό λόμπι, που εργάζεται παγκόσμια, αλλά από τριακονταετίας και στο Στρασβούργο, για λογαριασμό της Τουρκίας, προσπαθεί να παρουσιάσει τους Τουρκοκυπρίους ως αδικημένους. Υποφέρουν, λέει, από το εμπάργκο των Ελληνοκυπρίων και αγωνίζεται για να τους αναγνωρίσουν διεθνώς ως νόμιμο ανεξάρτητο κράτος. Το 17,6% του πληθυσμού της νήσου με την ωμή βία απέσπασε περισσότερο του ενός τρίτου του κυπριακού εδάφους, που το 1974 αντιπροσώπευε το 70% των πόρων του κράτους. Οι δε ξένοι καλοθελητές αναφέρονται τώρα σε «φτωχούς Τούρκους» και σε «πλούσιους Έλληνες», προκειμένου να συγκαλύψουν τα άνομα σχέδιά τους.

Και γιατί άραγε ο Παπαδόπουλος είναι «ακραίος»; Μήπως γιατί διακηρύσσει ότι επιδιώκει τη λύση του Κυπριακού μέσω διζωνικής ομοσπονδίας, έχοντας μάλιστα κοινοποιήσει στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις αλλαγές που επιθυμεί η ελληνοκυπριακή πλευρά ώστε να υπάρχει μια λειτουργική τουλάχιστον λύση; Μήπως γιατί, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, τον προέτρεψε με επιστολή του να συνεχίσει την εκπόνηση σχεδίου λύσης του Κυπριακού; Μήπως επειδή, παρ' όλο που έβλεπε ότι οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες όπως διεξήγοντο ήταν καθαρή κοροϊδία, εντούτοις απεδέχθη την επαίσχυντη, όπως αποδείχθηκε, επιδιαιτησία Ανάν; Μήπως γιατί δεν υπέγραψε τη δήθεν Συμφωνία της Λουκέρνης για να καταργήσει σε μια νύκτα την Κυπριακή Δημοκρατία, μετατρέποντας ουσιαστικά το νησί σε τουρκική σατραπεία; Μήπως γιατί προτείνει στους Τουρκοκυπρίους να χρησιμοποιήσουν το λιμάνι της Λάρνακας, χωρίς την ανάμειξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την εξαγωγή των προϊόντων που στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από τα κτήματά μας και η πρόταση απορρίφθηκε; Μήπως γιατί πρότεινε στην Τουρκία να συμφωνήσουν προκειμένου να βρεθεί τρόπος να αποτραπεί η χρήση βέτο στις 17 Δεκεμβρίου;

Αλλά τι είναι το Σχέδιο Ανάν που αποδέχονται οι επικριτές του Προέδρου Παπαδόπουλου; Κατ' αρχάς το σχέδιο αυτό κάθε άλλο παρά Σχέδιο Ανάν ήταν στην πραγματικότητα. Αρχιτέκτονάς του είναι γνωστός επιφανής άγγλος αποικιοκράτης, που το εκπόνησε σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και την Τουρκία και παρουσιάστηκε από τον Ανάν για λύση δήθεν του Κυπριακού. Το σχέδιο αυτό δεν αποκαθιστούσε τη νομιμότητα βάσει των αποφάσεων του ΟΗΕ, αλλά απεναντίας παγίωνε τα τετελεσμένα της ωμής βίας, διέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και αποενοχοποιούσε την Τουρκία, αγνοώντας παντελώς την εισβολή, την κατοχή, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. (Ο Μιχάλης Κακογιάννης έχει τη ζωντανή αναίσχυντη ομολογία του ιδίου του Ντενκτάς ότι οι 1.600 και πλέον αγνοούμενοι της εισβολής εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τους Τουρκοκυπρίους).

Το σχέδιο, αυθαίρετα και παράνομα, περιόριζε τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων στη διακίνηση, στην εγκατάσταση, στην περιουσία κ.λπ.

Διατηρούσε σε ισχύ τη Συμφωνία Εγγύησης της Ζυρίχης, που αναγνώριζε παρανόμως -γιατί σύμφωνα με γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του ΟΗΕ που εκδόθηκε το 1961 έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 103 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ- το μονομερές δικαίωμα της Τουρκίας να επεμβαίνει στα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου.

Αναδείκνυε την τουρκική μειονότητα του 17,6% σε αυτόνομο κράτος, κατά παράβαση παντός νομικού, ηθικού, και δημοκρατικού κανόνα, και παρανόμως τροποποιούσε την πράξη εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την προσθήκη στο παράρτημά της νέου άρθρου, που αποσκοπούσε στο να διασφαλίσει κυριαρχικά δικαιώματα υπέρ της Αγγλίας στα χωρικά ύδατα της Κύπρου και στην ανοιχτή θάλασσα, προκειμένου να σφετεριστεί μέρος των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που λέγεται ότι εντοπίσθηκαν.

Τέλος, επιβάρυνε την υπό ίδρυση ομοσπονδία με 69 συμφωνίες που συνήψε η Τουρκία με τη λεγόμενη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, που η ίδια δημιούργησε, και αφορούν μεταξύ άλλων τον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου. Η δικαιοσύνη του κυρίου Ανάν, ο οποίος νόμιζε ότι έχει να κάνει με αφρικανικό λαό που μόλις αναδύθηκε από τη ζούγκλα, είναι ανατριχιαστική στις λεπτομέρειές της. Το σχέδιο, π.χ., προνοούσε για τρεις ξένους δικαστές που θα αποφάσιζαν για σοβαρές διαφωνίες των δύο εθνοτήτων.

Δόθηκε και στις δύο πλευρές κατάλογος δικαστών για να υποδειχθούν τρεις από κάθε πλευρά. Η πλευρά μας υπέδειξε τρία ονόματα, αλλά ο κύριος Ανάν λέγεται ότι υιοθέτησε και τα τρία ονόματα που υπέδειξε η τουρκική πλευρά.

Ένα άλλο δείγμα της δικαιοσύνης του κυρίου Ανάν είναι η αποδοχή και των έντεκα πολύ ουσιαστικών τροποποιήσεων που πρότεινε στο προηγούμενο σχέδιό του η τουρκική πλευρά, ενώ δεν έδωσε καμία προσοχή και ουσιαστικά δεν συζήτησε τις ενστάσεις και στις προτάσεις της ελληνικής πλευράς. Και αφού από το σχέδιο αυτό απουσίαζε κάθε στοιχειώδης δικαιοσύνη, είναι να απορεί κανείς γιατί ο ελληνοκυπριακός λαός το απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη;

Αν οι διεθνείς συνωμότες δεν γνώριζαν τίποτα από την ιστορία της Κύπρου, ο ίδιος ο λαός της πολύπαθης νήσου δεν έχει λησμονήσει την ιστορία του. Απέρριψε το κατάπτυστο αυτό σχέδιο με το βροντερό ΟΧΙ του 76%, αψηφώντας τις απειλές των ισχυρών της γης και τις φωνασκίες των ενδοτικών, μερικοί από τους οποίους αποκαλύφθηκε ότι εξαγοράστηκαν για να μηδίσουν.

Ας σταματήσουν επομένως το έργο της υπόσκαψης του κύρους της κυπριακής ηγεσίας και οι εδώ τροβαδούροι της εθνικής μειοδοσίας υποστηρίζοντας ένα απαράδεχτο για τον Ελληνισμό σχέδιο…

Ευρωπαϊκή Ένωση

«Ντροπή που το θέμα της διαιρεμένης Κύπρου το διαχειρίσθηκε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ και όχι η ΕΕ»*

Του DIETRICH OBERNDORFER

καθηγητή Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ, Γερμανία

 

 

Στην εισήγησή μου θα επικεντρωθώ σε δύο θέματα. Είμαι πολιτικός επιστήμων και ενδιαφέρομαι για τα πολιτικά θέματα που θέτει το Σχέδιο Ανάν, όπως αυτά που είδε η κοινή γνώμη αλλά και αυτά που είναι πίσω από το Σχέδιο Ανάν.

Κατά δεύτερο λόγο, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω αυτό που θα γίνει προσεχώς στις Βρυξέλλες, ποια πρέπει να είναι η αντίδραση των Ελλήνων, της κυπριακής κυβερνήσεως απέναντι στις διαπραγματεύσεις για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. Είμαι Γερμανός αλλά ως γερμανός πολιτικός επιστήμων μπορώ να έχω απόψεις για το πώς πρέπει να διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις αυτές και ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι.

Ας έρθω τώρα κατά πρώτον λόγο στο Σχέδιο Ανάν. Το Σχέδιο Ανάν, στο οποίο ασκήσατε πολύ καλή κριτική, κύριε Σόου (άγγλος διεθνολόγος, καθηγητής του πανεπιστημίου του Λέστερ). Συμφωνώ με όσα είπατε. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω σε ό,τι αφορά τις νομικές και άλλες πτυχές που αναφέρατε. Πράγματι, το κράτος που δημιουργεί το Σχέδιο Ανάν δεν θα ήταν ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος. Θα ήταν κάτω από την κηδεμονία ξένων δυνάμεων. Θα ήταν μια συνέχεια αποικισμού διαφόρων δυνάμεων. Δεν ήταν μια επίδοξη προοπτική. Ας απαντήσω όμως το ερώτημα. Γιατί το ενδιαφέρον για το Σχέδιο Ανάν; Στη Γερμανία διαπιστώσαμε ότι όλοι ήταν υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Στις γαλλικές, στις αγγλικές εφημερίδες η εικόνα ήταν λίγο διαφορετική, αλλά αρκετά παρόμοια. Καμία κριτική του Σχεδίου Ανάν. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι και πίστευαν ότι αυτό είναι η λύση. Κανένας δεν θυμόταν τις αποφάσεις του ΟΗΕ που καταδικάζουν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Αυτή βεβαίως είχε ξεχασθεί. Είχαμε τον Ψυχρό Πόλεμο και λόγω του ρόλου της Τουρκίας κανένας δεν ήθελε να μιλά γι' αυτήν. Στις συζητήσεις για το Σχέδιο Ανάν, στα μαζικά μέσα επικοινωνίας, κανένας δεν μιλούσε για τις ιστορικές καταβολές του θέματος. Το Σχέδιο Ανάν εθεωρείτο ως πολύ καλό.

Κρίνοντας από τη Γερμανία, το ενδιαφέρον της γερμανικής κυβερνήσεως ήταν να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει εμπλοκή στην είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. Αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος για την υποστήριξη του Σχεδίου Ανάν από τη γερμανική κυβέρνηση. Ο Γκίντερ Φερχόιγκεν ενήργησε κατά τη γνώμη μου ως όργανο της γερμανικής κυβερνήσεως. Έχει πολύ στενές σχέσεις με τον καγκελάριό μας. Θεωρώ προσωπικά ως ντροπή που το θέμα της διαιρεμένης Κύπρου το διαχειρίσθηκε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ και όχι η ΕΕ. Αντί η ΕΕ να κάνει αυτό που έπρεπε να είναι δική της δουλειά, έκανε λόμπι για το Σχέδιο Ανάν. Στο Σχέδιο Ανάν έχουμε το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. Ο Ανάν ο ίδιος έχει τόσα προβλήματα με τους Αμερικανούς, που βρήκε στην περίπτωση της Κύπρου, ενός μικρού νησιού, την ευκαιρία να συμπλεύσει με τους Αμερικανούς. Το όλο στυλ των διαπραγματεύσεων υπελάμβανε ότι η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα και από την άλλη είναι ένα μικρό νησί, η Κύπρος. Θα έπρεπε επομένως, στο πνεύμα αυτό, να επιδειχθεί σεβασμός προς τον μεγάλο και να ασκηθούν πιέσεις προς τον μικρό για να συμπλεύσει.

Διαβάζοντας κανείς τις γερμανικές εφημερίδες, έβλεπε να αναδύεται αυτή ακριβώς η εικόνα. Όλοι ένιωσαν έκπληξη όταν, στο δεύτερο στάδιο των διαπραγματεύσεων, η Κύπρος τόλμησε να μη συμφωνήσει με τον Ανάν και το σχέδιό του. Αυτό ήταν κάτι που κανείς δεν το είχε σκεφθεί. Όλοι σκέφτονταν την Τουρκία. Βεβαίως, υπάρχει εμπορικό ενδιαφέρον για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. Και εγώ ο ίδιος μπορώ να το διαβεβαιώσω. Είμαι υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά υπό τον όρο ότι το πρόβλημα της Κύπρου θα αντιμετωπισθεί ως ένα πρόβλημα κλειδί, γιατί σ' αυτό βρισκόμαστε αντιμέτωποι με θέματα αρχών, με θέματα βασικών κανόνων του διεθνούς δικαίου και της δημοκρατίας, οι οποίοι πρέπει να είναι σεβαστοί και να υπερασπίζονται μέσα στην

ΕΕ. Ένα ιστορικό βήμα της ΕΕ προς τη λήθη αυτών των αρχών, είναι κακός οιωνός για το μέλλον.

Έρχομαι τώρα στο δεύτερο θέμα. Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση της κυπριακής κυβερνήσεως στις διαπραγματεύσεις που είναι τώρα σε εξέλιξη. Λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι γράφω σε πολλές γερμανικές εφημερίδες και ότι μπορώ να γράψω σε οποιανδήποτε γερμανική εφημερίδα θέλω, παρ' όλα αυτά είχα με την Κύπρο πάρα πολλές δυσκολίες. Κατόρθωσα να γράψω μόνο ένα άρθρο στην Suddeutsche Zeitung. Ο Φερχόιγκεν εξαγριώθηκε γι' αυτό και μου επετέθη γιατί το έκανα. Ήμουν η μόνη φωνή. Νομίζω ότι η Κύπρος πρέπει να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στις δημόσιες σχέσεις και την ενημέρωση. Η Κύπρος στον τομέα αυτό ήταν απλώς απούσα. Δεν είδα ποτέ ένα άρθρο σε γερμανική εφημερίδα το οποίο να παρουσίαζε τις θέσεις της κυβερνήσεως της Κύπρου. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Κανένας δεν μιλούσε εκ μέρους της Κύπρου. Ακόμη και τώρα στον γερμανικό Τύπο είναι η ίδια ιστορία και η ίδια επωδός. «Να είστε καλοί. Να μην ασκήσετε το βέτο σας. Περιμένετε να δούμε. Η Τουρκία πρέπει να μπει στην ΕΕ. Μη δημιουργείτε προβλήματα. Είστε ένα μικρό νησί». Ακόμη και τώρα δεν είδα στις γερμανικές εφημερίδες ούτε ένα άρθρο για τις ιστορικές καταβολές της διαμάχης και επίσης για τις αδυναμίες του Σχεδίου Ανάν.

Αν ρίξετε μια ματιά στο Σχέδιο Ανάν, είναι αμέσως προφανές ότι το διακυβερνητικό αυτό σύστημα απλώς δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Η κεντρική εξουσία θα βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν θα μπορούσε να δράσει. Στο θέμα της κυριαρχίας, το Σχέδιο Ανάν περιλαμβάνει πρόνοιες για την παράταση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας. Οι πρόνοιες αυτές όχι μόνο παρατείνουν τις παραπάνω συνθήκες, αλλά επιπλέον τις επεκτείνουν, τις διευρύνουν, με πρόσθετα πρωτόκολλα για να εγγυηθούν την εδαφική ακεραιότητα, ασφάλεια και τη συνταγματικότητα των δύο προτεινόμενων από το Σχέδιο Ανάν συνιστώντων κρατών. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει στασιμότητα. Δεν μπορείς ν' αλλάξεις οτιδήποτε. Δεν μπορείς να έχεις συνταγματική εξέλιξη που θα παρακολουθήσει τις πραγματικές ανάγκες και τις διαφορετικές καταστάσεις. Βεβαίως, οι συνθήκες επιβεβαιώνουν και συνεχίζουν το εξωεδαφικό καθεστώς των βρετανικών βάσεων και το δικαίωμα της Τουρκίας να έχει λόγο στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτές, η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ θα παρέμεναν στο νησί.

Όσον αφορά τα ελληνικά εμπορικά συμφέροντα σε μελλοντικές τουρκικές αγορές, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι πιθανόν να είναι ακόμη σε πιο ευαίσθητη θέση από οποιαδήποτε επικίνδυνη επιχειρηματική πρωτοβουλία που ανελήφθη από την ελληνική Κύπρο στο παρελθόν.

Τολμώ να το πω. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση διαμάχης μεταξύ των δύο συνιστώντων μερών, που προτείνει το Σχέδιο Ανάν, το δυναμικό για τουρκική επέμβαση θα είναι πάντοτε παρόν και θα είναι ορατό στην εσωτερική πολιτική ζωή. Αυτό σημαίνει ότι αν είχε εφαρμοσθεί το Σχέδιο Ανάν, η τουρκική επιρροή στην Κύπρο θα ήταν πολύ ισχυρότερη από την ελληνική επιρροή. Και το δυναμικό μιας διαμάχης θα ήταν εκεί. Σκέφτομαι το θέμα των περιουσιών στην Ανατολική Γερμανία. Αν κοιτάξει κανείς την Κύπρο, την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στο νησί και την εγγύτητα της Τουρκίας, διερωτώμαι αν οι διαμάχες για τις περιουσίες δεν θα κατέληγαν σε μεγαλύτερη διαμάχη.

Το Σχέδιο Ανάν απερρίφθη, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική Κύπρος στον ευρωπαϊκό Τύπο, τουλάχιστον στον γερμανικό, να αντιμετωπισθεί σαν το «κακό παιδί». Δεν ειδώθηκε ως ένας λαός που τόλμησε ν' ακολουθήσει το δικό του συμφέρον, που είναι νόμιμο, αλλά σαν το κακό παιδί που υποδαυλίζει διαμάχες, που ενοχλεί την ειρήνη, που απορρίπτει έναν λογικό συμβιβασμό. Σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν τώρα, η κυβέρνηση της Κύπρου δεν θα φανεί σιδηρόκαρδη αν χρησιμοποιήσει τη δύναμη που της παρέχει το δικαίωμα του βέτο. Θα εισπράξει πολλές φιλοφρονήσεις για το ότι είναι καλή και μαλακή. Από τη στιγμή όμως που θα καταθέσει το βέτο, δεν θα πάρει πολλά πράγματα. Η ίδια ιστορία που έγινε πριν θα συνεχίσει. Το μήνυμά μου είναι ότι αν δεν παίξεις σκληρά, δεν θα πάρεις πολλά πράγματα. Το να το παίξεις όμως σκληρά δεν είναι αρκετό. Πρέπει επίσης να κάνεις εισηγήσεις που θα κερδίσουν για την πλευρά σου συμπάθεια στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Που θα δείχνουν ότι δεν ήσαν ένας σιδηρόκαρδος λαός που θέλει να πάρει τα πάντα. Πρέπει να κάνεις συμβιβασμούς. Πρέπει να προτείνεις συμβιβασμούς. Ένας συμβιβασμός τον οποίο θα μπορούσε να προτείνει, αν και αυτό δεν είναι δικό μου θέμα, αλλά των Ελληνοκυπρίων, είναι να πει ότι όσοι έχουν γεννηθεί στην Κύπρο μπορούν να μείνουν. Αυτό προτείνεται από το Σχέδιο Ανάν. Όσοι έχουν γεννηθεί στην Κύπρο να μείνουν. Όσοι μετανάστευσαν και δεν γεννήθηκαν εκεί πρέπει να φύγουν.

Μια άλλη εισήγηση θα ήταν η ελληνική πλευρά να είναι γενναιόδωρη στον αριθμό των εδρών που θα προταθούν στους Τουρκοκύπριους. Οι Τουρκοκύπριοι είναι 17% περίπου του πληθυσμού. Μπορεί να προταθεί σ' αυτούς το 25% των εδρών, όχι μόνο στη Βουλή, αλλά και στη Γερουσία. Το Σχέδιο Ανάν πρότεινε 50% στη Γερουσία. Αυτό είναι απαράδεκτο με βάση τις δημοκρατικές αρχές. Η μειονότητα του 17% του πληθυσμού να πάρει το 50% των εδρών στη Γερουσία. Θα μπορούσε όμως με γενναιοδωρία να του δοθεί το 25%. Ο συμβιβασμός αυτός μπορεί να γίνει αντικείμενο προβληματισμού και είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν και άλλοι τέτοιοι συμβιβασμοί που μπορεί να κάνει η ελληνική πλευρά. Το μήνυμά μου είναι ότι να είσθε σκληροί στη διαπραγμάτευση, αλλά πρέπει να προσφέρετε παραλλήλως και κάτι. Το απλό όχι δεν είναι αρκετό. Πρέπει να προσφέρετε κάτι που θα δείχνει την προθυμία σας να δώσετε στους Τούρκους της Κύπρου μειονοτικά δικαιώματα που ν' αποτελούν για αυτούς εγγύηση ότι μπορούν να ζήσουν ως κοινότητα. Δεν θα μπω στη συζήτηση με ποιο ακριβώς τρόπο μπορεί να γίνει αυτό και αν θα επιλέξουν το ελβετικό πρότυπο των καντονιών. Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορεί αυτό να επιτύχει. Η Κύπρος δεν έχει την πολιτική παράδοση της Ελβετίας. Σε ό,τι αφορά το βελγικό μοντέλο, προβληματίζομαι πολύ κατά πόσο θα μπορούσε να επιτύχει. Μου αναφέρθηκε, πάντως, ότι το έχετε ήδη συζητήσει. Αυτά όμως τα θέματα θα εξαρτηθούν τώρα από διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυπριακής και της τουρκικής κυβερνήσεως. Η υπ' αριθμόν ένα προϋπόθεση είναι η νομική αναγνώριση από την Τουρκία της κυπριακής κυβερνήσεως. Εάν δεν επιτύχετε να το πάρετε αυτό, τότε το παλιό παιχνίδι θα συνεχισθεί. Είναι ακόμη εκεί οι Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας. Τα θέματα αυτά πρέπει να διευκρινισθούν σε απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβερνήσεως της Κύπρου και της Τουρκίας. Αυτό πρέπει να είναι σαφές. Αφετηρία όμως είναι η αναγνώριση. Από τη στιγμή που θα αναγνωρισθεί η κυβέρνηση της Κύπρου από την τουρκική κυβέρνηση, θ' ακολουθήσουν φυσιολογικά ορισμένα πράγματα. Θα είναι πολύ δύσκολο να συνεχισθεί η παρουσία 30.000 και πλέον τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο. Η αρχή όμως είναι η αναγνώριση.

 

* Εισήγηση στην Ευρωπαϊκή Επιστημονική Συνάντηση για Ευρωπαϊκή Λύση στην Κύπρο

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Π. Ήφαιστος, ο Τάσσος έπρεπε να κεφαλοποιήσει το ΟΧΙ και ν' αλλάξει το σύστημα, Σημερινή 11.9.2005

http://www.simerini.com.cy/nqcontent.cfm?a_id=215931

 

«Ο Τάσσος έπρεπε να κεφαλαιοποιήσει το ΟΧΙ και ν’ αλλάξει το σύστημα»


Ο Κύπριος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειον Πανεπιστήμιο, Παναγιώτης Ήφαιστος, ανατέμνει το Κυπριακό υπό το φως και του Πλαισίου Αρχών των οκτώ ξένων εμπειρογνωμόνων

 

 

«Ένα μεγάλο κακό που προκάλεσε το σχέδιο Ανάν είναι ότι δελέασε τους Τ/κύπριους με την ιδέα ότι θα είναι “μειονοτικοί δικτατορίσκοι’’ σ’ ένα μη δημοκρατικό κράτος, ελεγχόμενο από την Τουρκία και συντηρούμενο από τους Έλληνες».
«Η λύση του Kυπριακού δεν είναι ζήτημα αλλαγής συνειδήσεων, αλλά ζήτημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου».
«Η ελληνική διπλωματία συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από έλλειμμα στρατηγικών στόχων, αμηχανία και σπασμωδικές κινήσεις. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόμος που προκάλεσαν οι δηλώσεις Σιράκ και ο φόβος ότι “η Τουρκία θα ξεσπάσει πάνω μας’’».

TOY ΣΑΒΒΑ ΙΑΚΩΒΙΔΗ

Το σχέδιο Ανάν έπρεπε να ήταν νεκρό. Το λένε ξένοι ειδικοί συνταγματολόγοι, εμπειρογνώμονες και καθηγητές Πανεπιστημίων, αλλ’ οι Τάσσος και Χριστόφιας το θεωρούν ως βάση για λύση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όφειλε να κεφαλαιοποιήσει το ΟΧΙ της 24ης Απριλίου 2004, να αλλάξει το πολιτικό σύστημα της Κύπρου και να προκαλέσει κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις.

Αυτά υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο γνωστός Κύπριος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειον Πανεπιστήμιο, Παναγιώτης Ήφαιστος. Ρωτήθηκε με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη στην Κύπρο κλιμακίου οκτώ ξένων καθηγητών, ειδικών σε συνταγματικά, νομικά και πολιτικά ζητήματα. Αυτοί συνέταξαν το γνωστό Πλαίσιο Αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση και αυτοί κονιορτοποίησαν κυριολεκτικά, με επιστημονική εμβρίθεια, το σχέδιο Ανάν. Ιδού πώς απαντά ο Π. Ήφαιστος:

-Το σχέδιο Ανάν είναι νεκρό ή ζωντανό, μετά το δημοψήφισμα της
24ης Απριλίου 2004;

Έπρεπε να είναι νεκρό και θα ήταν ξεπερασμένο εάν το λέγαμε εμείς οι ίδιοι. Το είπαμε; Όχι. Τότε γιατί να περιμένουμε από τους τρίτους να το πούνε; Όχι μόνο αυτό, αλλά ενώ το ίδιο το σχέδιο Ανάν στην ακροτελεύτια παράγραφο πρόβλεπε το θάνατο, εμείς αποφεύγουμε ακόμη και να το υπενθυμίσουμε. Το πόρισμα του Διεθνούς Συμβουλίου εμπειρογνωμόνων προχωρεί σε μια εμπεριστατωμένη και θεμελιωμένη κριτική και θεωρεί παραλογισμό την υποβολή, πολύ περισσότερο δε την αναβίωσή του. Στις συναντήσεις μας με την πολιτική ηγεσία στην Κύπρο, ήταν απολαυστικό το γεγονός να βλέπεις τους ξένους εμπειρογνώμονες να λένε αυτό που εμείς έπρεπε να δηλώνουμε μετά τις 24 Απριλίου 2004, ότι δηλαδή το σχέδιο Ανάν όχι μόνο είναι νεκρό αλλά θα πρέπει να εξαλειφθεί από τη μνήμη μας, επειδή δημιουργεί μια επικίνδυνη κατάσταση για όλους τους εμπλεκόμενους.

Συλλογική ελευθερία

-Αν είναι νεκρό, τι έπρεπε ο πρόεδρος Παπαδόπουλος να κάνει ευθύς μετά την αναγγελία του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος;

Να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το ΟΧΙ για ν’ αλλάξει το κυπριακό πολιτικό σύστημα προς κατευθύνσεις, που θα ενίσχυαν τις πιθανότητες επιβίωσης της κυπριακής κοινωνίας ενόψει των θανάσιμων κινδύνων που αντιμετωπίζει, όπως καταγράφηκαν στο σχέδιο Ανάν. Το συμφέρον επιβίωσης μιας κοινωνίας, δηλαδή η επιβίωση της ανεξάρτητης κρατικής της κυριαρχίας είναι έσχατη λογική και υπέρτατη αρχή, ως προς την οποία δεν χωρεί διαφωνία. Αυτό, επειδή η ανεξαρτησία-κυριαρχία είναι το ισοδύναμο της ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις. Το κράτος κάθε ανεξάρτητης κοινωνίας είναι θεσμός συλλογικής ελευθερίας. Το γεγονός ότι μερικοί πολιτικοί ηγέτες προσχώρησαν στην ιδέα κατάργησης της Kυπριακής Δημοκρατίας και στη δημιουργία ενός κρατιδίου-φυλακής, που θα καθιστούσε όλους τους Κύπριους υποτελείς των νεοαποικιακών δυνάμεων, αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για το πολιτικό σύστημα της Κύπρου.

Επειδή είμαστε δημοκρατία, ο Πρόεδρος, που προικίζεται από το λαό με αυξημένες ευθύνες (που το ΟΧΙ επιβεβαίωσε επί του συγκεκριμένου ζητήματος), ο Τάσσος Παπαδόπουλος, έπρεπε, εκτιμώ, να είναι πιο αποφασιστικός ώστε να προκαλέσει κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, που στηρίζουν το συμφέρον επιβίωσης. Βασικά, έπρεπε όλες οι πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν το συμφέρον επιβίωσης είτε να ενωθούν είτε να βρεθούν κάτω από τον ίδιο πολιτικό συνασπισμό «εθνικής επιβίωσης». Η επιβίωση του κράτους μιας ανεξάρτητης κοινωνίας, τονίζω, είναι έσχατη συλλογική λογική που, κανονικά, συνασπίζει καθολικά και αταλάντευτα.

Κράτος δικαίου

-Γιατί ένα νεκρό σχέδιο αποτελεί και πάλι τη βάση για λύση του Κυπριακού; Πώς εξηγείτε την εμμονή Τάσσου - Χριστόφια σε αυτήν τη θέση, που ασεβεί και προσβάλλει βάναυσα την εκπεφρασμένη δημοκρατική βούληση του κυπριακού Ελληνισμού;

Ίσως επειδή ζω στο εξωτερικό, ορισμένα πράγματα φαντάζουν πολύ περίεργα. Νομίζω ότι ο κ. Χριστόφιας, αν και αναμφίβολα αγαθών προθέσεων, ενδεχομένως όπως και άλλοι της παράταξής του είναι εγκλωβισμένοι στη διεθνιστική και κοσμοπολίτικη λογική, που οδηγεί σε μιαν απονευρωμένη και συνειδησιακά αποδυναμωμένη κυπριακή κοινωνία, ως τρόπο, δήθεν, επίλυσης του Kυπριακού. Μια τέτοια σκέψη δεν είναι μόνο αβάσιμη αλλά και επικίνδυνη. Η λύση του Kυπριακού δεν είναι ζήτημα αλλαγής συνειδήσεων, που αλλάζουν την ιστορική τους διαμόρφωση, αλλά ζήτημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου.

Στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων γίνεται σαφές ότι «η διαδικασία του σχεδίου Ανάν, σύμφωνα με την οποία -συμφωνίες, συντάγματα και νόμοι- επιζητείται να επιβληθούν σε ένα ανεξάρτητο κράτος χωρίς να είναι το αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής νομοθετικής διαδικασίας ή διαλόγου, δεν μπορεί να είναι σύμφωνη με την αρχή της δημοκρατίας. Όπως σύμφωνη με την αρχή αυτή δεν μπορεί να είναι ούτε η αριθμητική εξίσωση μεταξύ δύο δημογραφικά άνισων κοινοτήτων».

Επιπλέον, η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων των ταυτοτήτων τους και του πολιτισμού τους, εξαρτάται από την ύπαρξη κράτους δικαίου και από επιμέρους ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να συμφωνηθούν μεταξύ των Kυπρίων και όχι στην επιβολή μιας «τυραννίας της μειοψηφίας» που είναι αδιανόητη σε κάθε δημοκρατικό κράτος. Το γεγονός ότι στο παρελθόν δεχθήκαμε να συζητούμε τέτοιες πολιτικά εγκληματικές ρυθμίσεις εξηγεί και το γεγονός ότι οι ξένοι ενθαρρύνθηκαν να προτείνουν τον πολιτικό μας θάνατο. Τα αίτια της κυπριακής διένεξης βρίσκονται στα νεοαποικιακά συμφέροντα και ο κ. Χριστόφιας έπρεπε, νομίζω, να είναι ο πρώτος που θα μπορούσε να το διακηρύξει.

Η ευρωπαϊκή λύση

-Γίνεται πολύς λόγος για ευρωπαϊκή λύση στο Κυπριακό. Τι εννοούμε και ποιο είναι το περιεχόμενό της;

Με πολύ απλά λόγια εννοούμε την εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών για τα εγκλήματα πολέμου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το μεγάλο ιστορικό λάθος έγκειται στο γεγονός ότι, δυστυχώς, ευθύνονται οι ίδιοι άνθρωποι που την περίοδο
1988-1992 καταπολέμησαν λυσσαλέα την υποβολή αίτησης ένταξης στην τότε ΕΟΚ, όταν η ένταξη ήταν πλέον γεγονός και για κάποιους περίεργους και ανερμήνευτους λόγους δεν λειτουργήσαμε ορθολογιστικά. Δηλαδή, να ζητήσουμε από τον Γ.Γ. του ΟΗΕ και κάθε άλλον ενδιαφερόμενο να οριοθετήσει τη λύση του Kυπριακού από την ευρωπαϊκή και διεθνή νομιμότητα. Η Ε.Ε. δεν είναι δρων πολιτικός για να μας λύσει το Κυπριακό. Είναι, όμως, ένα ισχυρό νομικό κατασκεύασμα και η συμμετοχή ή οι σχέσεις με αυτό απαιτούν συμμόρφωση με αυτό το νομικό κεκτημένο.

-Πώς μπορεί να προωθηθεί μια ευρωπαϊκή λύση όταν συναντά ειρωνικά εμπόδια μεταξύ Ε/κ πολιτικών ηγετών και δεν λαμβάνεται υπόψη από την Τουρκία;

Αυτοί που προτείναμε τη διάνοιξη της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου, ταυτόχρονα υποστηρίξαμε και αμυντική ενίσχυση με αμυντική σύζευξη με την Ελλάδα. Περάσαμε ή δεν περάσαμε στάδιο εκβιασμών και εκβιαστικής διπλωματίας πριν ενταχθούμε; Το ξεπεράσαμε ή δεν το ξεπεράσαμε όπως κάποιοι προβλέπαμε, παρά τις έντρομες φωνές των γνωστών κατευναστικών κύκλων; Στις διεθνείς σχέσεις μπορεί να χαμογελάς, αλλά θα πρέπει να δείχνεις σιδερένια δόντια όταν το κάνεις. Και πάλιν, το μεγάλο ιστορικό λάθος ήταν την περίοδο 2000-2003. Αντί να αναπτυχθεί μια ορθολογιστική στρατηγική διαπραγμάτευση -κυρίως εκ μέρους της Ελλάδας και προς την κατεύθυνση της Ευρώπης και των ΗΠΑ- κάποιοι επιδόθηκαν στα ζεϊμπέκικα και στις οργανωμένες κοινωνικές συναντήσεις που εκκένωσαν κάθε διπλωματικό ορθολογισμό.

Η επικράτηση των κραχτών των ξένων συμφερόντων στις εφημερίδες, στις τηλεοράσεις και στα πανεπιστήμια, τελικά δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Η Ευρώπη, όπως υποστηρίζαμε και το
1988-1992, δεν είναι χώρος αλτρουϊστών και αγαθοεργών πολιτικών. Είναι πολιτική και διπλωματική αρένα, όπου γίνεται μια συνεχής διαπραγμάτευση συμφερόντων. Αυτό δεν το κατάλαβαν όσοι -μάλλον είναι οι ίδιοι που σήμερα μειδιούν ηλίθια- το 1990 γέμιζαν τη Λευκωσία με τεράστιες αφίσες με παράσταση ενός μεγάλου φιδιού, στο κεφάλι του οποίου έγραφε «ΕΟΚ».

Λυπάμαι να πω ότι πολλοί δεν έχουν ορθολογιστική αντίληψη της μορφής, του πολιτικού χαρακτήρα και των στρατηγικών δεδομένων της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ως ακαδημαϊκός, τους συνιστώ να διαβάζουν και να μην εντυπωσιάζονται από εφήμερα γεγονότα ή δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε κοινωνία υπάρχει μια πλάστιγγα με δύο δίσκους, στους οποίους εισρέουν ταυτόχρονα πολιτικός ανορθολογισμός και πολιτικός ορθολογισμός.

Κύπρος – Τουρκία

-Υποστηρίζεται ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας πρέπει να διασυνδεθεί με την επίλυση του Κυπριακού.

Η σύνδεση της υπόθεσης της Κύπρου με τις τουρκικές υποθέσεις είναι διαφορετικών επιπέδων και αποχρώσεων. Στο νομικό επίπεδο είναι ευθύγραμμη και σημαίνει άμεση συμμόρφωση με τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα όπως περιγράφεται στο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων. Στο διπλωματικό επίπεδο είναι υπόθεση στρατηγικών συνεννοήσεων, κυρίως μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας και των ατλαντικών δυνάμεων. Αφορά κυρίως στη διαπραγμάτευση -όχι με ανορθολογικά ζεϊμπέκικα- σ’ ορθολογιστική βάση, που αφορά στα εθνικά συμφέροντα των εμπλεκομένων. Σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, να «πειστεί» η Τουρκία ότι το εθνικό της συμφέρον σημαίνει ανεξάρτητη, κυρίαρχη Κύπρο και σταθερό-βιώσιμο κυπριακό κράτος. Αναμφίβολα, η διαδικασία πειθούς δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το διπλωματικό οπλοστάσιο κάθε κράτους, εν τούτοις, διαθέτει πολλά μέσα που δύναται να συνδυάζει κατά περίπτωση και συγκυρία.

Η ένταξη της Κύπρου και η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αυξάνει τα μέσα στο διπλωματικό οπλοστάσιο της Κύπρου και της Ελλάδας, χωρίς αυτό να είναι κατ’ ανάγκην εις βάρος των εθνικών συμφερόντων της Τουρκίας, αν πειστεί ότι συμφέρει ένα βιώσιμο και σταθερό κυπριακό κράτος. Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση των πολιτικών και των διπλωματών. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η επιθυμία της Τουρκίας να πορευτεί προς την Ευρώπη δημιούργησε μια σύνθετη και ρευστή διπλωματική πρόκληση, που δεν εκμεταλλευτήκαμε το
2001, αλλά που ποτέ δεν είναι αργά αν Ελλάδα και Κύπρος αλλάξουν στάση για να γίνουν δραστήριοι και διεκδικητικοί παίχτες. Αναμφίβολα, η ισχύς παίζει ρόλο. Ισχύς στρατιωτική, διπλωματική και συνειδησιακή. Σ’ αυτό, ίσως, πλέον να πάσχουμε ανίατα. Αν αυτό ισχύει, ίσως επίκειται ο πολιτικός θάνατος των Κυπρίων.

-Αν η Κυπριακή Δημοκρατία έπρεπε να προτάξει βέτο, τον περ. Δεκέμβριο στην έναρξη ενταξιακών της Ε.Ε. με την Τουρκία, και τελικά δεν το έπραξε, τι πρέπει να κάμει τώρα προ της
3ης Οκτωβρίου;

Το προαναφερθέν διπλωματικό οπλοστάσιο, κάθε ζήτημα που ανέκυψε, θα ανακύπτει σήμερα και θα ανακύψει στο μέλλον, ιεραρχείται ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις. Δική μου εκτίμηση, που ίσως είναι λάθος, είναι ότι αν η Ελλάδα ήταν πιο δραστήρια και αναμεμιγμένη στο Κυπριακό θα μπορούσε να αναγνωριστεί σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία και αυτό να αποτελέσει την αρχή του τέλους μιας βιώσιμης λύσης του Kυπριακού.

Το πλαίσιο των «οκτώ»

-Οκτώ ξένοι ειδικοί προτείνουν ένα πλαίσιο αρχών για δίκαιη και βιώσιμη λύση. Καταρρίπτουν και κονιορτοποιούν το σχέδιο Ανάν. Μπορεί να αποτελέσει το ισχυρό θεμελίωμα στην αναζήτηση λύσης;

Ασφαλώς! Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, ακόμη και η παραμικρή παρέκκλιση από τις νομικές οριοθετήσεις του κειμένου των εμπειρογνωμόνων είναι βέβαιη καταστροφή. Σ’ όλες τις συζητήσεις -και με τον Ταλάτ- οι ξένοι, χωρίς την παραμικρή αμφιταλάντευση, άρχιζαν λέγοντας ότι το σχέδιο Ανάν είναι επικίνδυνο και ο προορισμός του είναι τα σκουπίδια.

-Ποια ήταν η αντίδραση και τα μηνύματα του κατοχικού Ταλάτ;

Δεν ήμουν παρών (για ένα μεγάλο αριθμό λόγων δεν έχω ακόμη επισκεφτεί τα κατεχόμενα), αλλά γνωρίζω επακριβώς τι έγινε. Συνοψίζω ότι ήταν μόνος, εκδήλωσε μιαν αμηχανία, που ενδεχομένως οφείλεται στην εξάρτησή του από την Άγκυρα, επιδίωξε εξυπνάδες περί πολιτικής ισότητας, που δεν βρήκαν αντίκρισμα, και φάνηκε να αποδέχεται αφενός την ιδέα μιας Συντακτικής Συνέλευσης στο πλαίσιο της οποίας οι Κύπριοι θα προσδιορίσουν το καθεστώς τους μόνοι τους και, αφετέρου, να δέχεται ότι οι εγγυήσεις είναι λάθος και πρέπει να καταργηθούν. Μπορεί, όμως, να πει αυτά τα πράγματα δημόσια; Νομίζω ότι ένα μεγάλο κακό που προκάλεσε το σχέδιο Αναν είναι ότι δελέασε τους Τουρκοκύπριους με την ιδέα ότι θα είναι «μειονοτικοί δικτατορίσκοι» σ’ ένα μη δημοκρατικό κράτος, ελεγχόμενο από την Τουρκία και συντηρούμενο από τους Έλληνες. Η λύση του Kυπριακού, μεταξύ άλλων, αρχίζει από τη μετάδοση ισχυρών μηνυμάτων ότι τέτοιοι παραλογισμοί απορρίπτονται κάθετα και εξαρχής.

Η περίπτωση Αναστασιάδη

-Πώς το αντιμετώπισαν οι άλλοι Κύπριοι πολιτικοί αρχηγοί;

Δεν παρευρισκόμουν σε όλους, επειδή η ομάδα χωρίστηκε για να προλάβει τα ραντεβού. Θα σταθώ μόνο στον κ. Αναστασιάδη. Χωρίς να αναφέρω οτιδήποτε μιας κατ’ ιδίαν συνάντησης, ως Κύπριος ψηφοφόρος και ως αναλυτής θα πω τα εξής:

1 Στις δημόσιες εκδηλώσεις του συμπεριφέρεται ως να είναι πνιγμένος στα λάθη του και αυτό δεν συμφέρει μια μεγάλη παράταξη και τον ίδιο ως πολιτικό.

2Υπάρχει ακόμη σωτηρία γι’ αυτόν, που ενδεχομένως να αποτελέσει και σωτηρία της Κύπρου: Είτε να αποχωρήσει από την πολιτική παραδεχόμενος γενναία τα λάθη, που παρ’ ολίγον να ενταφιάσουν την κυπριακή κοινωνία είτε να προσφέρει ύψιστη υπηρεσία (που θα εκτιμηθεί από πολλούς, συμπεριλαμβανομένου του υπογράφοντος) με το να διαβάσει προσεκτικά την έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων που του δώσαμε.

Στη συνέχεια, ως πολιτικό πρόσωπο, μπορεί να δώσει μια πολιτική ερμηνεία των στάσεών του την περίοδο
2003-2004 και να ταχθεί ολοκληρωτικά υπέρ της απόσυρσης του σχεδίου Ανάν και της τήρησης της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.

Αν ο κ. Αναστασιάδης το πράξει, κανείς πλέον δεν θα αναφέρει το σχέδιο Ανάν ως πλαίσιο λύσης του Κυπριακού και ίσως εισέλθουμε σε ορθολογιστική πορεία επανένωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργίας ενός βιώσιμου και δημοκρατικού κράτους. Υπάρχουν ακόμη περιθώρια για κάτι τέτοιο, αν και διαρκώς εξαντλούνται.

Η Συντακτική Συνέλευση

-Ποιες προοπτικές επιτυχίας συγκεντρώνει μια Συντακτική Συνέλευση για ένα νέο Σύνταγμα, αφού αταλάντευτοι στόχοι της Τουρκίας είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η διά της υπογραφής μας ενσωμάτωση των κατεχομένων και ο έλεγχος των ελεύθερων περιοχών;

Αν επιτραπεί στην Τουρκία να καθορίζει την τύχη της Κύπρου, καμιά προσπάθεια δεν μπορεί να επιτύχει. Σημειώνεται εν τούτοις -και νομίζω ότι εδώ οι Τουρκοκύπριοι ίσως είναι επιδεκτικοί, ο κ. Ταλάτ φάνηκε να είναι-, ότι ενδέχεται να βρει μεγάλη απήχηση στα κατεχόμενα, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει και έντιμη διέξοδο για την Τουρκία. Ποιος, όμως, θα την πείσει για κάτι τέτοιο, αν η Ελλάδα αδρανεί και οι Έλληνες πολιτικοί τα τελευταία πέντε χρόνια επιδίδονται σε πολιτικά ανορθολογικούς κοινωνικούς κατευνασμούς, παραμερίζοντας τις κλασικές διπλωματικές προσεγγίσεις;

-Γιατί η Τουρκία θα αποδεχόταν ένα τέτοιο ευρωπαϊκό πλαίσιο λύσης, όταν η μεν Αθήνα δεν θέτει ουσιαστικά όρους και ανέλαβε ατζέντης της Άγκυρας, η δε Λευκωσία αισιοδοξεί (!) για την έναρξη των ενταξιακών Ε.Ε. - Τουρκίας;

Έχετε δίκαιο! Η Αθήνα, τελικά, βρίσκεται σε κατήφορο και συνολικά η ελληνική διπλωματία συνεχίζει, παρά την αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα, να χαρακτηρίζεται από έλλειμμα στρατηγικών στόχων, αμηχανία και σπασμωδικές κινήσεις. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόμος που προκάλεσαν οι δηλώσεις Σιράκ και ο φόβος ότι «η Τουρκία θα ξεσπάσει πάνω μας». Εκεί καταντήσαμε με τους παραλογισμούς των τελευταίων δέκα ετών που απέρρεαν από ένα συγκεκριμένο «ίδρυμα αμυντικών αναλύσεων», το οποίο, τόσο επί προηγούμενης κυβερνήσεως όσο και επί της παρούσης, έχει μετατρέψει την ελληνική διπλωματία σε περίπου παράρτημά του.

-Ποια είναι η δύναμη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη διεκδίκηση ευρωπαϊκής λύσης;

Ίσως η πιο ισχυρή, για τον απλό λόγο ότι αναφέρεται σε υποχρεωτικές νομικές διατάξεις, οι οποίες είναι ενσωματωμένες στην ενδοκρατική δικαιοταξία όλων των εμπλεκόμενων κρατών. Ταυτόχρονα είναι καταλυτικής σημασίας ως προς πολλές πτυχές του κυπριακού ζητήματος.

Η ομαλοποίηση

-Από την καταδίκη της τουρκικής εισβολής-κατοχής και του διεθνούς εγκλήματος του εποικισμού, φτάσαμε στην «ομαλοποίηση» σχέσεων με τον Τούρκο κατακτητή. Τι σημαίνει αυτή η κατολίσθηση;

Σημαίνει ότι η συρροή λαθών οδηγεί μαθηματικά τόσο στην εκμηδένιση των δυνατοτήτων λύσης όσο και στον πιθανό συλλογικό πολιτικό θάνατο των Κυπρίων. Την ελευθερία δεν σου τη δίνουν, την κατακτάς. Η ελευθερία-ανεξαρτησία μιας κυρίαρχης κοινωνίας, εξάλλου, είναι διαρκές άθλημα και γι’ αυτό, όταν πολλά μέλη της λυγίσουν, τη χάνει.

-Ποιες δυνατότητες έχει η ευρωπαϊκή, πλέον, Κύπρος να πείσει και να διεκδικήσει στα ευρωπαϊκά όργανα και να πετύχει λύση συμβατή με το διεθνές και κοινοτικό δίκαιο; Τι πρέπει να γίνει;

Πίστη στην ελευθερία και ετοιμότητα αταλάντευτης αξίωσης για ελευθερία. Ισχύς ψυχική, ισχύς φρονήματος, ισχύς διπλωματική και ισχύς στρατιωτική. Η Ε.Ε. είναι ένα μόνο μέσο, ασφαλώς υπό τις περιστάσεις πολύ σημαντικό, στον αγώνα των Κυπρίων για ελευθερία και δημοκρατία. Υπάρχει λόγος να το αποποιηθούμε; Ασφαλώς όχι. Εάν δεν το επιτύχουμε, εάν δηλαδή δεν επιτύχουμε να ενώσουμε το νησί μας, τότε θα παραμείνουμε στο δίλημμα διαιώνισης της διαίρεσης ή και διχοτόμησης και του πολιτικού μας θανάτου. Αυτό ήταν το πρόβλημα αμέσως μετά το
1974 και, προτείνοντας τη διάνοιξη της ευρωπαϊκής προοπτικής, ελπίζαμε ότι θα βρούμε διέξοδο. Το ζήτημα είναι κατά πόσον το παραθυράκι, που άνοιξε η ένταξη και που δεν εκμεταλλευτήκαμε πριν από πέντε χρόνια, θα το εκμεταλλευτούμε μετά το ορθολογιστικό ΟΧΙ του Απριλίου 2004. Η έκθεση των εμπειρογνωμόνων αυτό, ουσιαστικά, προτείνει.

 

Επίμετρο (Π. Ήφαιστος)

 

Πριν και μετά την εκδήλωση του σχεδίου Αναν το 2002 η ελληνική επιστημονική κοινότητα διένυσε την χειρότερη ίσως φάση πνευματικής και στοχαστικής παρακμής με την οποία μόνο η φάση της επταετίας 1967-1974 θα μπορούσε να συγκριθεί. Πολλοί, σίγουρα θα ήθελαν να ξεχαστεί τι έγραψαν, τι δήλωσαν και τι υπονόησαν. Όμως, δυστυχώς γι’ αυτούς, scripta manent. Κάποιοι θα ενσκήψουν στα κείμενά τους και θα ελεγχθούν για τις αντιφάσεις και για τα επιστημονικά και λογικά σφάλματα θέσεων που εξέφρασαν δημόσια. Αν και οι αναδιανεμητικές συνέπειες των θέσεών τους όσον αφορά την ανθρώπινη ελευθερία, την δημοκρατία και τα ανθρώπινα ελευθερία στην Κύπρο είναι ίσως ανεπίστροφες, πρέπει να γνωρίζουν ότι "ο επιστημονικός έλεγχος σερβίρεται κρύος". Ένα σύνηθες φαινόμενο στον ελληνικό δημόσιο χώρο είναι φορείς ακαδημαϊκών τίτλων να αξιοποιούν την ακαδημαϊκή τους ιδιότητα ενισχύοντάς την με μεγάλες δόσεις επικοινωνιακών τεχνασμάτων για να καταλάβουν δημόσια αξιώματα. Ενώ λοιπόν ως δημόσια πρόσωπα επικαλούνται την παρελθούσα ακαδημαϊκή ιδιότητά τους ως τεκμήριο αξιοπιστίας για οτιδήποτε γράψουν ή δηλώσουν δημόσια, όλως περιέργως λησμονούν τι έγραφαν και τι έλεγαν για ζητήματα όπως το κυπριακό ή το μακεδονικό όταν ακόμη παροικούσαν μονίμως στον πανεπιστημιακό χώρο. Αναμφίβολα, τέτοια φαινόμενα συμβολίζουν στοχαστική παρακμή και την πνευματική σήψη. Ουκ ολίγοι, θεώρησαν τις πολιτικές εκλογικεύσεις που στήριζαν το σχέδιο Αναν ως ισχυρή ένδειξη του γεγονότος ότι ο ελληνικός δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα και στην Κύπρο διολίσθησε στο χαμηλότερο σκαλοπάτι στοχαστικής και πολιτικής παρακμής. Αυτό επειδή το θέμα που τίθεται στην Κύπρο πλέον δεν αφορά ζητήματα που επιλύονται με επίκληση κάποιας λαϊκής εντολής και την κατοχή αξιωμάτων όπως Βουλευτής, Υπουργός, Πρωθυπουργός η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η λαϊκή ψήφος νομιμοποιεί την λήψη δημοκρατικών αποφάσεων επί ζητημάτων του καθημερινού βίου των ανθρώπων, των νόμων που διέπουν τις σχέσεις τους, τα συντάγματά τους ή ακόμη και την εγκατάλειψη εδαφικής κυριαρχίας στο όνομα ανωτέρας βίας. Καμία ψήφος και καμία πλειοψηφία, όμως, δεν νομιμοποιεί την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καθολική και παντοτινή καταστολή της ανεξαρτησίας ενός λαού με την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος παντοτινής υποτέλειας. Το σχέδιο Αναν αυτό ακριβώς πρότεινε να γίνει και ο κυπριακός ή ελληνικός ποτέ δεν νομιμοποίησε, ούτε σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να το κάνει, οποιονδήποτε να πάρει αποφάσεις κατά της ανθρώπινης ελευθερίας επικαλούμενος την λαϊκή ψήφο ή ακόμη και δημοψήφισμα. Ακόμη και πρωτοετείς φοιτητές των πανεπιστημίων γνωρίζουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν δικαιακό κεκτημένο ενσωματωμένο στο δικαιακό σύστημα όλων των κρατών, της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Κύπρου συμπεριλαμβανομένων. Οι κοινωνίες τους και οι κυβερνήσεις τους είναι δεσμευμένες από τις σχετικές συμβάσεις που τα κατοχυρώνουν οι διατάξεις των οποίων υπερισχύουν των Συνταγμάτων και των πολιτικών αποφάσεων.

Το σχέδιο Αναν αντιβαίνει σ' όλα τα κεκτημένα του νομικού, δικαιακού και πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις: Εν τούτοις, όλως περιέργως, ουκ ολίγοι διανοούμενοι και δημόσια πρόσωπα πήραν μέρος σε διαφανείς και αδιαφανείς εκστρατείες επιβολής του. Οργανώθηκαν ακόμη συνέδρια-παρασυναγωγές σε ελληνικά «παραθεριστικά κέντρα» για την σύνταξή του και την εκκόλαψη μεθόδων επιβολής του επί της κυπριακής κοινωνίας. Όλως περιέργως τα ίδια άτομα πρωταγωνίστησαν στην δημόσια στήριξή του στα τηλεοπτικά πάνελ, σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε επιφυλλίδες εφημερίδων. Τα ίδια πρόσωπα, επίσης, φιγουράρουν σε συνέδρια που οργανώνουν θεσμοί «προτάσεων πολιτικής» των υπηρεσιών της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακόμη, στον περίγυρο των ίδιων ομάδων κυρίαρχη φιγούρα ήταν επί έτη ο τούρκος εθνικιστής Αλι Μπιράντ ο οποίος εξελίχθηκε σε σημαντικό διαμορφωτή της κοινής γνώμης (Για τις εθνικιστικές του θέσεις βλ. www.turkishdailynews.com και 22 January 2004, Copyright © Turkish Daily News και στη Καθημερινή ημ. 24.4.2004 όπου επιχαίρει επειδή οι μεθοδεύσεις των βρετανών νομιμοποίησαν την παράνομη, βάρβαρη και επεκτατική εισβολή του 1974). Ακόμη χειρότερο, μερικοί πήραν λεφτά για την προώθησή του φασιστοειδούς σχεδίου του Κόφι Αναν (βλ. και τον πολιτικό σάλο στην Κύπρο μετά από σχετικές δηλώσεις του Κύπριου Προέδρου και τις φωτοτυπίες επιταγών που δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβριο και Νοέμβριο 2004 στις κυπριακές εφημερίδες). Περιώνυμα ιδρύματα της Ελλάδας  δραστηριοποιήθηκαν σε τομείς "εκπαίδευσης-συμμόρφωσης" των κυπρίων στα αποκρουστικά ιδεολογήματα που εξέφραζε το σχέδιο Αναν. Κινδυνολογούσαν, απειλούσαν και ασελγούσαν στην διυποκειμενική ιστορική μνήμη προσπαθώντας να μας πείσουν ότι φταίμε και γι’ αυτό πρέπει να δεχθούμε παντοτινή καταστολή της ελευθερίας μας. Για να στηρίξουν τέτοια ασύστολα ιστορικά ψεύδη, κάποιοι έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι η αποικιακή πολιτική στην Κύπρο την περίοδο 1955-59 ήταν πολιτική «προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ενώ άλλοι κατηγορούσαν τους αγωνιστές της ελευθερίας αυτής της εποχής ως «συντηρητικούς» και «εθνικιστές». Στο πλαίσιο τέτοιων ή παρόμοιων πολιτικά διαβολικών μεθοδεύσεων, σε συνεργασία με αντίστοιχα τουρκικά ιδρύματα και επιστρατεύοντας ακόμη και αξιωματούχους της ΕΕ που θα μιλούσαν για την "ευρωπαϊκή ταυτότητα", διοργάνωσαν σεμινάρια επεξεργασίας της έννοιας του πολίτη σε μια "δημοκρατική χώρα". Η κατάχρηση όρων όπως η "δημοκρατία", η "ελευθερία" και η "ειρήνη" δεν είναι ασφαλώς κάτι το νέο στην ανθρώπινη ιστορία. Φασιστές, δικτάτορες, ηγεμόνες και οι νεροκουβαλητές συχνά επιστρατεύουν αυτούς τους ιερούς όρους για να ντύσουν ανίερες δραστηριότητες καθυπόταξης και συμμόρφωσης αδύναμων κοινωνιών στα εκάστοτε ηγεμονικά συμφέροντα. Η επιστράτευσή τους στην περίπτωση της Κύπρου είναι ασφαλώς ακόμη πιο παράδοξη και εξωφρενική αν λάβει κανείς υπόψη το υψηλό δημοκρατικό ήθος της κυπριακής κοινωνίας, την προσήλωση των κυπρίων στην ελευθερία και την παραδειγματική τήρηση των σχετικών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι επίσης διαβολικό να καλούνται αξιωματούχοι της ΕΕ για να μιλήσουν για "εκπαίδευση" των κυπρίων στην ιδιότητα του πολίτη ενός δημοκρατικού κράτους υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όταν πυλώνες της ΕΕ είναι η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα που το σχέδια Αναν κατάφωρα και απερίφραστα παραβιάζει. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι με παραπλανητικές διακηρύξεις, με εργαλείο το σχέδιο Αναν, με μέσο τους νεροκουβαλητές του ηγεμονισμού και με απερίφραστες απειλές που εξέπεμψαν ακόμη και αξιωματούχοι της ΕΕ που καταχράστηκαν τους όρους εντολής (που περιέχονται στην Πράξη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ), επιχειρήθηκε να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και να αντικατασταθεί από μια ανελεύθερη πολιτειακή φυλακή όπου θα υποδουλώνονταν παντοτινά όλοι οι κύπριοι. Είναι φανερό ότι τα ντόπια και ξένα τρωκτικά που ανέμεναν να επωφεληθούν από την εγκαθίδρυση της προαναφερθείσης πολιτείας-φυλακής δεν έχουν πατρίδα… Πολιτικά και επιστημονικά, τα πιο πάνω δημιουργούν σύνορα: Από την μια πλευρά είναι αυτοί που συμπαρατάχθηκαν με φασιστοειδείς ηγεμονικές επιλογές που αντιβαίνουν στο διεθνές δίκαιο, στην δημοκρατία, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στις πολιτικές ελευθερίες και στον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά είναι όσοι αντιστάθηκαν σ’ αυτά τα φαινόμενα. Αμφότεροι ευτυχώς είναι καταγραμμένοι επαρκώς. Οι πρώτοι έχουν εκτεθεί ανεπανόρθωτα και να είναι σίγουροι ότι πολλοί θεμιτά και νομιμοποιημένα θα ελέγξουν μελλοντικά τα λογικά, επιστημονικά και στοχαστικά τους λάθη. Η αναλυτική και πολιτική μνήμη είναι στοιχείο πολιτισμού, επιστημονικής προόδου και κοινωνικοπολιτικού ορθολογισμού. Τα κείμενα που παραθέτω στην παρούσα σελίδα, είναι κυρίως κείμενα ειδικών νομικών και συνταγματολόγων οι οποίοι κατά την εκτίμησή μου, με τις παρεμβάσεις τους διέσωσαν την τιμή των ελλήνων και ξένων νομικών διεθνολόγων και των ειδικών του συνταγματικού δικαίου. 

==========================================================