Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

 

Στην παρούσα σελίδα υπάρχουν δύο κείμενα. Το ένα είναι ανάλυση των αποφάσεων στην Νέα Υόρκη στις 13.2.2004 και το δεύτερο, ανοικτή επιστολή στους έλληνες βουλευτές που στάλθηκε λίγες μέρες πριν από τις εξελίξεις στην Νέα Υόρκη.

 

Κλίκ στους τίτλους για μετάβαση στο κείμενο και στα περιεχόμενα της σελίδας

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 

1. Κυπριακό, ένταξη, Αναν, "λύση", Τουρκία 22.2.2004

2. Η συμφωνία της Νέας Υόρκης για το Κυπριακό

3.Ανοικτή επιστολή στους έλληνες βουλευτές: Τα ολέθρια λάθη της ελληνικής διπλωματίας Ιανουάριος 2004

 

Κυπριακό-Ένταξη, Αναν, «λύση», Τουρκία

Π. Ήφαιστος, www.ifestos.edu.gr, info@ifestos.edu.gr

 

Σημερινή 22.2.2004

 

1ον) Τον φθινόπωρο του 2002 αν και η Κοινότητα υιοθέτησε την θέση «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης» περιέργως δεν εκμεταλλευτήκαμε αυτή την δέσμευση:

            -Δεν δράσαμε έγκαιρα για να πειστεί ο ΟΗΕ και τα μέλη το Συμβουλίου Ασφαλείας ότι οι προτάσεις λύσης του κυπριακού θα έπρεπε να βρίσκονται σε συμβατότητα με την ιδιότητα της Κύπρου ως πλήρους μέλους της ΕΕ και παραλείψαμε να ζητήσουμε –όπως είχαμε κάθε δικαίωμα– να μην υποβληθεί σχέδιο που δεν θα πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.

           

2ον) Το σχέδιο Αναν όχι μόνο συμβίβαζε πάγιες ελληνικές θέσεις όσον αφορά την αναίρεση των τετελεσμένων του 1974 αλλά επιπλέον πρότεινε ζητήματα που βρίσκονται σε αντίθεση με την κοινοτική έννομη τάξη. Γι’ αυτό:

            - Το κυπριακό Εθνικό Συμβούλιο θεωρούσε εξαρχής το σχέδιο Αναν ως βάση διαπραγματεύσεων και όχι ως την τελική λύση (ακόμη και μετά τον καταναγκασμό μας στην Νέα Υόρκη να δεχθούμε τις συνομιλίες με επιδιαιτησία του ΓΓ αυτό λέγεται κατά κόρον)

            - Ανώτατα στελέχη της κυβέρνησης αν και διέπραξαν ακόμη ένα ολέθριο λάθος το 2002-3 όταν δήλωναν ότι το σχέδιο Αναν αποτελεί «ιστορική ευκαιρία», αντιφατικά –και με καθυστέρηση δύο ετών (σε σχέση με την κυπριακή πολιτική ηγεσία που δήλωνε ότι το σχέδιο Αναν αποτελεί βάση διαπραγματεύσεων και όχι τελικής λύσης)– δήλωναν το 2004 (Γ. Παπανδρέου στις 6.2.2002 βλ. και Κυβερνητικό πρόγραμμα ΠΑΣΟΚ) ότι το σχέδιο Αναν θα πρέπει να αλλάξει: «…συνομιλίες στη βάση του σχεδίου Αναν που θα είναι σύμφωνη με τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και συμβατή με τις ευρωπαϊκές αρχές και το κοινοτικό κεκτημένο». ΑΥΤΗ Η ΘΕΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΛΑΘΟΥΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΈΛΕΓΑΝ (ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ) ΤΟ 2002-3

 

3ον) Το σχέδιο Αναν όπως τελικά διαμορφώνεται στις συνομιλίες της Λευκωσίας τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 2004 (τουρκική αδιαλλαξία και οριστικοποίησή του στην βάση των αρχικών και απαράδεκτων για την ελληνική πλευρά αρχικών του προτάσεων) οδηγεί σε αποφάσεις που θα παγιδεύσουν τους ελληνοκύπριους, τους έλληνες και τους ευρωπαίους:

-          Παγιώνει-νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της βίας του 2004.

-          Εγκαθιδρύει ένα μη βιώσιμο-μη λειτουργικό κρατίδιο. Ενδεικτικά, οι συζητήσεις αυτή τη στιγμή εστιάζονται στο κατά πόσο οι ξένοι δικαστές που θα αποφασίζουν όταν οι κοινότητες διαφωνούν –δηλαδή πάντα αφού το ανανικό κράτος θα διχάζει τους θεσμούς σ’ εθνική βάση απαιτώντας ομοφωνία σ’ όλα σχεδόν τα ζητήματα– θα είναι … Ευρωπαίοι ή … ισλαμιστές όπως ζητά ο Ντεκτάς.

-          Καθιστά την Τουρκία παντοτινό επιδιαιτητή της εσωτερικής συνταγματικής τάξης και παντοτινό επόπτη της εξωτερικής πολιτικής (δηλαδή, τόσο με συνταγματικές ρήτρες όσο και με «εγγυητικές» ρυθμίσεις καταργεί παντοτινά την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία).

-          Συνδέει την οριστικοποίηση πολλών λειτουργιών του κυπριακού κράτους με την τουρκική ένταξη. Για παράδειγμα, 1) η Κύπρος είναι συνταγματικά δεσμευμένη να υποστηρίξει την τουρκική ένταξη στην ΕΕ, 2) οι τούρκοι απαιτούν να μην αποχωρήσουν τα στρατεύματά τους από το νησί πριν ενταχθεί η Τουρκία στην ΕΕ και 3) ζητούν να εξαιρεθούν οι βασικές αρχές του κοινοτικού κεκτημένου (περιουσίας, εγκατάστασης, διακίνησης κτλ) και να ενσωματωθούν αυτές οι εξαιρέσεις στην κοινοτική έννομη τάξη.

-          Δηλαδή, αντί η ένταξη να διαμορφώσει την λύση καταντήσαμε να επιβάλλεται η διχοτόμηση και να ενσωματώνεται η διχοτόμηση ως εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη. Εν ολίγοις, επιβάλλεται «ευρωδιχοτόμηση» ενώ ανενδοίαστα και ψηφοθηρικά κάποιοι μιλούν για επιτυχία που θα φέρει την ειρήνη …

 

3ον) Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ενώ στον ελληνικό δημόσιο διάλογο επικρατεί ο ανορθολογισμός, η άγνοια και η πολιτική πλάνη, η Άγκυρα, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΜΙΑΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ, την επομένη της «λύσης»-διχοτόμησης που θα νομιμοποιεί την εισβολή του 1974, η Τουρκία αποδεσμεύεται όσον αφορά τις σχέσεις της με την ΕΕ:

            -Η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ευρώπη χωρίς όρους και προϋποθέσεις θα εγκλωβίσει όχι μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και την ΕΕ σε αδιέξοδα μακρόχρονα ανατολίτικα παζάρια στο πλαίσιο των οποίων Λονδίνο και Ουάσινγκτον σε συμμαχία με την Άγκυρα θα προσαρμόζουν την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα πάγια ευρωατλαντικά πρότυπα και θα αποδυναμώνουν διαρκώς τον πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ.

            -Η Ελλάδα θα καταντήσει έτσι χειροκροτητής όχι μόνο της ματαίωσης των στόχων επίλυσης του κυπριακού αλλά και αμέτοχος παρατηρητής της βρετανικής στρατηγικής που σκοπό έχει να αλλάξει τον μεταπολεμικό πολιτικό χάρτη της Ευρώπης.

            -Η Τουρκία θα έχει πλέον την δυνατότητα χρησιμοποιεί τα ζητήματα της Κύπρου (τριβές, κωλυσιεργίες στην λειτουργία του κράτους, συγκρούσεις) για να κάνει διπλωματικούς και στρατιωτικούς καταναγκασμούς. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών στις 17.2.2004 ο οποίος από τώρα δίνει το στίγμα της τουρκικής στρατηγικής: «πολλά σημεία του σχεδίου Ανάν θα είναι αδύνατο να λειτουργήσουν μέχρι να ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση».   

 

Καταληκτικά: Αντί να δοθεί διπλωματική μάχη για να εκμεταλλευτούμε την απόφαση της ΕΕ να εντάξει την Κύπρο «ανεξαρτήτως λύσης» και να επιτύχουμε την διαμόρφωση βιώσιμης-λειτουργικής και συμβατής με την κοινοτική έννομη τάξη λύσης, αδρανήσαμε, αφήσαμε ξένες δυνάμεις (και κυρίως την βρετανική διπλωματία) να διαμορφώσουν το πλαίσιο μιας μη βιώσιμης λύσης και αφήσαμε τον ΟΗΕ να καταγράφει ή και να προτείνει μη βιώσιμες λύσεις που τώρα ακάθεκτα οδηγούν στην αποδοχή των τετελεσμένων, στην διχοτόμηση και στην υποθήκευση των μελλοντικών επιλογών. Ακόμη πιο σημαντικό, χωρίς την παραμικρή υποχώρηση αποδεσμεύουν την Τουρκία από κάθε υποχρέωση και παγιδεύουν την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη στο διπλωματικό παιχνίδι ένταξής της στην ΕΕ με σκοπό την πολιτική αποδυνάμωση της ΕΕ ή και την διάλυσή της για να προσαρμοστεί, με εργαλείο τις τουρκικές αξιώσεις, η ευρωπαϊκή πολιτική στον ατλαντικό στρατηγικό σχεδιασμό. Στην διαδικασία αυτή η Ελλάδα παγιδεύεται, η Κύπρος καταστέλλεται και η Ευρώπη εν δυνάμει αποδυναμώνεται. Το γεγονός ότι εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας αυτές οι καταστροφικές εξελίξεις αφήνονται να εμφανίζονται ως «επιτυχίες» είναι και ο δείκτης της παρακμής του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα.

 

Σχετικά για κατανόηση του κυπριακού στην παρούσα φάση:

-Δηλώσεις Τούρκων ηγετών για κοινοτικό κεκτημένο, λύση, ένταξή τους κτλ.

-Κείμενο ομογένειας για την λύση του κυπριακού και την  μη λειτουργικότητα του σχεδίου Αναν όπως διαμορφώνεται.

-Θέσεις-επιφυλάξεις και φόβοι κυπρίων ηγετών τις τελευταίες ημέρες.

-Δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν τον κυπριακό λαό ως αρνητικό στο σχέδιο Αναν σε ποσοστά πέραν του 60/%.

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής διεθνών-στρατηγικών σπουδών, www.ifestos.edu.gr

 

Η συμφωνία της Νέας Υόρκης για το Κυπριακό

(«Στην ιστορία των λαών δικαιώνονται οι Προμηθείς και ποτέ οι Επιμηθείς»).

 

Φιλελεύθερος 19.2.2004

 

Οι αποφάσεις της Νέας Υόρκης στις 13.2.2004 και οι διαπραγματεύσεις που άρχισαν στην Λευκωσία στη συνέχεια οδηγούν σε μια ακάθεκτη πορεία καταστροφικής διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταστολής της κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας, υποταγής των κυπρίων σε παντοτινή τουρκοβρετανική επικυριαρχία και πυροδότησης τριβών και συγκρούσεων που δυνατό να επεκταθούν στο επίπεδο Ελλάδας – Τουρκίας και Τουρκίας - Ευρώπης. Εν ολίγοις, η Κύπρος, η Ελλάδα και η Ευρώπη εισέρχονται σε μια μακρόχρονη τροχιά αποδυνάμωσης και προβλημάτων. Αναμφίβολα, οι κύπριοι και οι ελλαδίτες πολιτικοί αναμενόμενα υπεραμύνονται των αποφάσεών τους. Όσο ποτέ άλλοτε, όμως, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τα πραγματικά γεγονότα και τις βαθύτατες προεκτάσεις των εξελίξεων που δρομολογήθηκαν με τις αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου στην Νέα Υόρκη.

            Πρώτο, εκτός απροόπτου η «διαδικαστική απόφαση» της Νέας Υόρκης οδηγεί στην εφαρμογή του σχεδίου Αναν ως έχει: Ήδη η τουρκική πλευρά ζητεί «αποδοχή των πραγματικοτήτων στην Κύπρο» και κατά συνέπεια το πιθανότερο ενδεχόμενο θα είναι το αδιέξοδο. Όμως, έχει ήδη προβλεφτεί ότι εάν οι δύο πλευρές δεν συμφωνούν ο Κόφι Αναν θα προσδιορίσει μόνος του και αυθαίρετα τις πρόνοιες του σχεδίου στα σημεία όπου υπάρχει διαφωνία. Τελικά, όταν στη συνέχεια το σχέδιο θα τεθεί σε δημοψήφισμα οι κύπριοι θα γίνουν αντικείμενο εκβιασμών υπέρ της υπερψήφισης του διχοτομικού αυτού σχεδίου. Ασφαλώς, αν και το πολιτικές συνέπειες θα είναι ενδεχομένως μεγάλες, ύστατη ελπίδα διάσωσης του μη κατεχόμενου κομματιού της Κύπρου θα είναι η ανεξαρτήτως κόστους καταψήφιση κάθε πρότασης που θα καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία και θα δημιουργεί ένα κρατίδιο έρμαιο ξένων δυνάμεων.

            Πάντως, αν τον Απρίλιο φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο, οι πιέσεις θα είναι μεγάλες. Χαρακτηριστικά, δεν είναι τυχαίο ότι απευθυνόμενος σε όλους τους εμπλεκόμενους ως αυτός να είναι κάποιος ουδέτερος παρατηρητής, ο απερχόμενος ελλαδίτης πρωθυπουργός δήλωσε καυστικά στις 13.3.2004 ότι «δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια κωλυσιεργίας». Εμμέσως πλην σαφώς, δηλαδή, προειδοποιεί και την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι η μοίρα της είναι να καταστεί έρμαιο των διακριτικών εξουσιών που δόθηκαν στον ΓΓ Αναν. Το σχέδιο Αναν, υπενθυμίζω, τους τελευταίους μήνες θεωρήθηκε ευρέως ότι δεν είναι συμβατό με την κοινοτική έννομη τάξη, ότι είναι μη λειτουργικό και ότι γι’ αυτό δεν δημιουργεί ένα βιώσιμο κράτος. Σ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα ο έλληνας υπουργός εξωτερικών δήλωσε στις 6.2.2004 στο συνέδριο του κόμματός του –ο ίδιος υπουργός που το Φθινόπωρο του 2002 το θεωρούσε «ιστορική ευκαιρία»– ότι «στόχος μας είναι οι διαπραγματεύσεις να οδηγήσουν σε μια λύση που θα είναι σύμφωνη με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και συμβατή με την κοινοτική έννομη τάξη». Πότε είχε δίκαιο, τότε ή σήμερα;

            Δεύτερο, το νέο πολιτειακό καθεστώς της Κύπρου όπως προτείνεται στο σχέδιο Αναν δεν θα είναι συμβατό με την κοινοτική έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, ελάχιστοι πρόσεξαν την ακριβή δήλωση του ΓΓ του ΟΗΕ. Μετά την λήξη των διαπραγματεύσεων στην Νέα Υόρκη ο Κόφι Αναν δήλωσε ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δώσει διαβεβαιώσεις ότι θα ενσωματώσει την συμφωνία στο κοινοτικό κεκτημένο» (Δηλώσεις στις 13.2.2004). Την ίδια στιγμή ο Ραούφ Ντεκτάς δήλωσε ότι όλα θα γίνουν με την προϋπόθεση της συμπερίληψης αυτών των αλλαγών στην πράξη προσχώρησης και κατά συνέπεια στο Σύνταγμα της ΕΕ «διαφορετικά δεν θα γίνει τίποτα». Δηλαδή: 1ον) Η συμμετοχή της ΕΕ θα είναι «τεχνικού» χαρακτήρα και όχι –όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε– ουσιαστική-πολιτική. 2ον) Η εφαρμογή του διχοτομικού σχεδίου Αναν εγκαθιδρύει ένα υβριδικό κρατίδιο χωρίς εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία και εκ προοιμίου εξαιρεί τη εφαρμογή των βασικών αρχών της κοινοτικής έννομης τάξης. Βασικά, θα έχουμε όχι προσαρμογή της λύσης του κυπριακού στο κοινοτικό κεκτημένο αλλά το αντίστροφο, δηλαδή καθιέρωση της μη εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο ως εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη. Με άλλα λόγια, αντίθετα με πάγιες επιδιώξεις δέκα ετών, η ένταξη προσαρμόζεται στην διχοτόμηση που προβλέπει το σχέδιο Αναν αντί η ένταξη να αποκλείσει την διχοτόμηση και να οδηγήσει σε μια ενιαία, βιώσιμη και λειτουργική Πολιτεία. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι απλό: Γιατί περιμέναμε τρις δεκαετίες να δεχθούμε την διχοτόμηση για να συνοδευτεί τελικά με συγκυριαρχία της Τουρκίας και Βρετανίας σε ολόκληρο το νησί!

            Τρίτο, πέραν των λαϊκίστικων θριαμβολογιών προς άγρα ψήφων και του μουρμουρητού των ηγετών που φέρουν την μεγάλη ιστορική πολιτική ευθύνη ότι παραδίδουν την Κύπρο χειροπόδαρα δεμένη στην Βρετανία και στην Τουρκία, πρέπει να αναμένουμε μεγάλα προβλήματα: 1ον) Κατάλυση της κραταιής Κυπριακής Δημοκρατίας που μέχρι σήμερα πρόσφερε ασφάλεια και ευημερία σε εκατοντάδες χιλιάδες κύπριους (και που απάλλασσε το ελλαδικό κράτος από πολλές «σκοτούρες»). 2ον) Τριβές και συγκρούσεις στην Κύπρο μόλις γίνει προσπάθεια να τεθούν σε εφαρμογή οι πρωτοφανείς ρυθμίσεις που πρότεινε ο πολιτικά ανεύθυνος ΓΓ του ΟΗΕ. Ουσιαστικά, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, η «συμμετοχική διακυβέρνηση» θα γίνει προσπάθεια να εφαρμοστεί στο πλαίσιο ενός πολιτειακού συστήματος διαιρεμένου σε εθνική βάση. Πότε αλήθεια θα έχουμε ανάλογες και αντίστοιχες ρυθμίσεις στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη;  3ον) Αποδέσμευση της Τουρκίας από όρους και δεσμεύσεις στις σχέσεις της με την και εντατική προώθηση από τους αγγλοαμερικανούς των τουρκικών αξιώσεων όσον αφορά τα ευρωπαϊκά και ευρωατλαντικά ζητήματα. 4ον) Όξυνση των τουρκικών ηγεμονικών συμπεριφορών με δυνατότητα μάλιστα πλέον η Άγκυρα να χρησιμοποιεί προβλήματα στην Κύπρο για να προβαίνει σε στρατιωτικούς και διπλωματικούς εκβιασμούς. 5ον) Περιθωριοποίηση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην περιφέρεια στην οποία ανήκει. 6ον) Δυνατότητες πλήρους εκπλήρωσης πάγιων αγγλοαμερικανικών στόχων για αποδυνάμωση του πολιτικού χαρακτήρα της Ευρώπης και ενδεχομένως για ριζοσπαστική αλλαγή του ευρωπαϊκού και ευρασιατικού πολιτικού σκηνικού.

 

Για να το θέσω διαφορετικά, αντί προσαρμογής της Τουρκίας στην Ευρώπη στο πλαίσιο μιας ορθολογιστικής ελληνικής και ευρωπαϊκής στρατηγικής που θα έθετε όρους και προϋποθέσεις σταδιακής ομαλοποίησης των σχέσεων Τουρκίας–ΕΕ θα έχουμε το αντίστροφο: Θα έχουμε εμπλοκή όλης της Ευρώπης σε ανατολίτικα παζάρια που θα προσαρμόζουν την ΕΕ στις αστείρευτες τουρκικές αξιώσεις και στους πάγιους στρατηγικούς σκοπούς των αγγλοαμερικανών. Όσο για τους κύπριους, είναι για μια ακόμη φορά τα μεγάλα θύματα επειδή θα χάσουν το πιο πολύτιμο αγαθό που διαθέτει μια συλλογική ανθρώπινη οντότητα, δηλαδή την πολιτική κυριαρχία της χώρας τους. Τις συνέπειες μιας τέτοιας καταστροφής οι κύπριοι θα τις αισθανθούν πλήρως εάν δεν κατορθώσουν να ανατρέψουν τα «διαδικαστικά τετελεσμένα» της Νέας Υόρκης μέχρι τον Μάιο του 2004. Θα τις αισθανθούν επίσης και οι ελλαδίτες όταν λίγο αργότερα τους αγγίξουν οι συνέπειες του γεγονότος ότι οι κύπριοι χάνουν το κράτος τους. Το κράτος το οποίο με τόσο κόπο έκτιζαν επί δεκαετίες και που η κατάλυσή του σημαίνει ότι εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες γίνονται πλέον έρμαια της τουρκικής στρατηγικής και των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων τις δεκαετίες που έρχονται. Οι συνέπειες για τους ελλαδίτες θα είναι μελλοντικά ακόμη μεγαλύτερες αν οι μαθητευόμενοι μάγοι της ελλαδικής διπλωματίας που ευθύνονται για την δεινή θέση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα στην Κύπρο προσπαθήσουν μελλοντικά να εφαρμόσουν τις ίδιες ιδέες στην Θράκη και στο Αιγαίο.

            Ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι ο «ιστορικός του μέλλοντος» θα καταμερίσει ευθύνες για τις ολέθριες αποφάσεις του σήμερα. Σημασία έχει ότι η συλλογική ελευθερία των κυπρίων θυσιάστηκε στο βωμό ποικίλων συμφερόντων τα οποία όλοι γνωρίζουμε. Σημασία έχει επίσης ότι «στην ιστορία των λαών δικαιώνονται οι Προμηθείς και ποτέ οι Επιμηθείς» και ότι η σημερινή επιμήθειά μας προδιαγράφει ζοφερό για ολόκληρη την Ελλάδα. 

 

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής

Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση,  

ifestos@panteion.gr, info@ifestos.edu.gr, www.ifestos.edu.gr

 

Αξιότιμοι κ Βουλευτές,

 

Το κυπριακό βρίσκεται στο μεταίχμιο και η ελευθερία εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων κινδυνεύει να κατασταλεί παντοτινά. Γι’ αυτό η επικείμενη συζήτηση είναι κρίσιμη για το μέλλον της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

                Το κύρος του ναού της Ελληνικής Δημοκρατίας θα μειωθεί αν η συζήτηση για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ που αφορά εκατοντάδες χιλιάδες κύπριους δεν αντιμετωπιστεί στην βάση πολιτικών κριτηρίων που αρμόζουν στην κρισιμότητα της παρούσης συγκυρίας. Αυτό θα συμβεί αν αντί σοβαρής-ουσιαστικής συζήτησης του κυπριακού προβλήματος ο πολιτικός διάλογος διολισθήσει σε αβάσιμους πανηγυρισμούς περί δήθεν επιτυχίας που επιβάλλουν εφήμερες επικοινωνιακές συγκυρίες. Καμία εφήμερη πολιτική σκοπιμότητα, υποστηρίζω πιο κάτω, δεν είναι υπέρτερη του δικαιώματος για κυρίαρχη-ελεύθερη ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων.

                Αντί ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και επίλυσης του κυπριακού προβλήματος όπως αφετηριακά σκοπεύαμε, διολισθαίνουμε στην διχοτόμηση του νησιού και στην παντοτινή καθυπόταξη της κυπριακής εξωτερικής και εσωτερικής κυριαρχίας. Πολιτικός ορθολογισμός στο πλαίσιο ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος σημαίνει ορθές αναλύσεις και ορθές εκτιμήσεις. Στην παρούσα συγκυρία πολιτικός ορθολογισμός σημαίνει να κατανοήσουμε τα αίτια των ολέθριων διπλωματικών χειρισμών που έφεραν την Κύπρο όχι στα πρόθυρα μιας επιτυχούς ένταξης και επίλυσης του προβλήματος, αλλά στα πρόθυρα επιβολής ενός τυραννικού-ανελεύθερου καθεστώτος και ουσιαστικής αναίρεσης της ένταξής της στην ΕΕ. Γι’ αυτό, η παρούσα συγκυρία δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς αλλά για εγρήγορση και στρατηγική που α) θα επιτρέψει την ένταξη την 1η Μαϊου, β) θα οδηγήσει σε διεθνείς διαπραγματεύσεις ένταξης της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Κυπριακή Δημοκρατία και γ) θα επιτύχει υιοθέτηση βιώσιμων πολιτειακών ρυθμίσεων συμβατών με την κοινοτική έννομη τάξη και τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό. Αν και πάλιν αποτύχουμε όχι μόνο θα κατασταλεί παντοτινά η ελευθερία όλων των κυπρίων στο πλαίσιο του πολιτειακού –και ασύμβατου με την ιδιότητα του πλήρους μέλους της ΕΕ– τερατουργήματος που εκκολάφθηκε από τους άγγλους το 2002 και εκδηλώθηκε δια στόματος του ΓΓ του ΟΗΕ, αλλά επιπλέον, θα αποτελέσει εκρηκτική εστία μελλοντικών ελληνοτουρκικών τριβών και συγκρούσεων.

                Η παρούσα παρέμβαση δεν είναι «πολιτική» με την κομματική-παραταξιακή έννοια του όρου. Έστω και αν ελέγχει κριτικά πολιτικές επιλογές της ελληνικής διπλωματίας των τελευταίων χρόνων, ο σκοπός δεν είναι να θίξει οποιοδήποτε πρόσωπο αλλά να αντικρούσει την ορμητική εισροή ανορθολογισμού στον δημόσιο διάλογο γύρω από το κυπριακό ζήτημα. Αυτός ο ανορθολογισμός, επαναλαμβάνω, οδηγεί σε αποφάσεις που καταστέλλουν παντοτινά την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία-ελευθερία και υποτάσσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε λογικές σύγκρουσης και πολέμου. Υπό το πιο πάνω πρίσμα κρίνω σκόπιμο και απολύτως αναγκαίο να δημοσιοποιήσω ευρέως την ανάλυση που ακολουθεί. Τέλος, ίσως είναι χρήσιμο να αναφέρω ότι πέραν της ακαδημαϊκής μου ιδιότητας, τις δύο τελευταίες δεκαετίες υπήρξα, μαζί με μερικούς άλλους, πρωτεργάτης –τόσο στον διπλωματικό όσο και στον στοχαστικό στίβο–, των προσπαθειών ειρηνικής και βιώσιμης λύσης του κυπριακού στη βάση της ευρωπαϊκής προοπτικής του νησιού.

 

Με εκτίμηση

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

1.2.2004  

 

ΟΛΕΘΡΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΚΑΙ Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

 

Παναγιώτης Ήφαιστος, www.ifestos.edu.gr

 

Περιεχόμενα: (για το κείμενο σε ηλεκτρονική μορφή κλίκ για μετάβαση στον τίτλο ή στα περιεχόμενα)

                1) Εισαγωγή: πολιτικός ανορθολογισμός και ο περί το κυπριακό δημόσιος διάλογος.

              2) Η σημασία της κατανόησης των ολέθριων λαθών της ελληνικής διπλωματίας πριν και μετά την υποβολή του σχεδίου Αναν.

              3) Η συγκυρία της άνοιξης 2004 και οι δυνατότητες βιώσιμης λύσης και ταυτόχρονης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.

 

1. Εισαγωγή: πολιτικός ορθολογισμός και ο περί το κυπριακό δημόσιος διάλογος

 

Συντομογραφικά, στις γραμμές που ακολουθούν θα εξηγήσουμε τα αίτια του ελλείμματος σχεδίων για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού, τους κινδύνους που ελλοχεύουν μέχρι τον Μάιο και τις δυνατότητες επίλυσης του κυπριακού μετά τον Μάιο του 2004.

            Η ανάλυση που ακολουθεί είναι αξιολογικά ελεύθερη, με την έννοια ότι ανεξαρτήτως ιδεολογικής πεποιθήσεως του καθενός η επιχειρηματολογία είναι πραγματολογικά αδιαμφισβήτητη και εδράζεται σε εκτιμήσεις αντικειμενικού κύρους. Αντικειμενικού κύρους, υπό τις περιστάσεις, είναι εκείνες οι εκτιμήσεις οι οποίες εδράζονται στο αμάχητο κριτήριο της ελευθερίας και οι οποίες επαληθευμένα αποτελούν θεμέλιο βιώσιμων ενδοκρατικών και διακρατικών σχέσεων. Κατά συνέπεια αν και η ανάλυση που ακολουθεί δεν είναι ενδεχομένως αρεστή σε κάποια πολιτικά πρόσωπα, εξ αντικειμένου δεν υποκινείται από εφήμερες παραταξιακές ή κομματικές σκοπιμότητες.

            Η θέση που υποστηρίζεται εδώ είναι η εξής: Ενόσω πλησιάζει η οριστικοποίηση της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ οι διπλωματικές μεθοδεύσεις των άγγλων-αμερικανών και τούρκων δημιουργούν κίνδυνο ακύρωσης της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και την οριστικοποίηση της διχοτόμησης. Τα αίτια αυτής της ολέθριας πορείας των τελευταίων δεκαπέντε μηνών που δυναμίτισαν την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου είναι πολλά:

            α) Η σχεδόν συνωμοτική δραστηριοποίηση της αγγλικής διπλωματίας το φθινόπωρο του 2002 που οδήγησε σε διχοτομικές προτάσεις.

            β) Τα χοντροειδή λάθη της ελλαδικής διπλωματίας,

            γ) Η δυσμενής συγκυρία της κρίσης του Ιράκ.

 

Ο τουρκικός τακτικός ελιγμός μη αποδοχής του σχέδιο Αναν το 2002-3 και σύνδεσης της λύσης του κυπριακού με την δική της ένταξη στην ΕΕ ανέβαλε προσωρινά την επιβολή του διχοτομικού ανανικού πολιτειακού τερατουργήματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κύπρος θα ενταχθεί απρόσκοπτα στην ΕΕ ή αν αυτό γίνει η λύση του Κυπριακού είναι εύκολη και προ των θυρών.

            Κατά την διάρκεια των εβδομάδων που έπονται μέχρι και τον Μάιο 2004, εκτιμάται ότι η Τουρκία έχει ως μέγιστο στόχο την ακύρωση της ένταξης και ως ελάχιστο την επιβολή όρων που θα συνδέουν την ένταξη της Κύπρου με την δική της μεταγενέστερη ένταξη. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι: Η Τουρκία το 2002 απέρριψε το σχέδιο Αναν όχι επειδή δεν την συμφέρει ως πολιτειακή και διεθνοπολιτική ρύθμιση αλλά επειδή δεν συνέδεε την ένταξη της Κύπρου με την τουρκική ένταξη στην ΕΕ. 

 

2. Η σημασία της κατανόησης των ολέθριων λαθών της ελληνικής διπλωματίας πριν και μετά το φθινόπωρο του 2002

 

Η ποιότητα των επιχειρημάτων για το θέμα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ είναι και το μέτρο στάθμισης της ποιότητας του ελληνικού δημόσιου διαλόγου περί τα διεθνή. Υπό αυτό το πρίσμα καταθέτουμε τα πιο κάτω επιχειρήματα:

 

Επί δύο δεκαετίες μετά το 1974 αγωνιστήκαμε απελπισμένα να αποφύγουμε την διχοτόμηση και/ή την αποδοχή μιας ακόμη χειρότερης λύσης, δηλαδή της συνομοσπονδίας δύο κρατών που θα έθεταν την Κύπρο υπό παντοτινή αγγλική και τουρκική στρατηγική-πολιτική επικυριαρχία. Όπως πολλοί υποστηρίξαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με υπηρεσιακά κείμενα, με αναλύσεις σε βιβλία και με δημοσιεύσεις εκατοντάδων επιφυλλίδων, η στρατηγική «ευρωπαϊκής λύσης του κυπριακού» είχε τρις κύριους σκοπούς:

            Α) Διεθνοποίηση-«ευρωποίηση» των διαδικασιών επίλυσης και δρομολόγηση μιας βιώσιμης λύσης στη βάση της κοινοτικής έννομης τάξης και του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού.

            Β)  Προσέλκυση των τουρκοκυπρίων στην ιδέα μιας πολιτειακά ενιαίας επανενωμένης-ενταγμένης στην ΕΕ Κύπρου και ταυτόχρονα δημιουργία κινήτρων στρατηγικής απαγκίστρωσης της Τουρκίας από την Κύπρο.

            Γ) Με πυρήνα αυτές τις εξελίξεις δρομολόγηση διαδικασιών τερματισμού της ελληνοτουρκικής διένεξης στο πλαίσιο ευρύτερων διευθετήσεων στο επίπεδο των σχέσεων Ευρώπης-Τουρκίας και Ελλάδας-Τουρκίας.   

 

Η εκπλήρωση των σκοπών αυτών απαιτούσε αγώνα σε τέσσερα αλληλένδετα επίπεδα:

            α) Ενίσχυση της τοπικής κυπριακής άμυνας, αμυντική σύζευξη Ελλάδας-Κύπρου και ευρύτερα επιδίωξη ισορροπίας δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας ως προϋπόθεση γόνιμων διαπραγματεύσεων.

            β) Υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου με κύριο σκοπό την τελική προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσης (και στην συνέχεια διαπραγμάτευση της προσχώρησης των κατεχομένων για να επεκταθεί σε ολόκληρο το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατία η Κοινοτική έννομη τάξη).

            γ) Πολιτικό αγώνα ενάντια στο σύστημα ντόπιων σάπιων-εκποιημένων ιδεών (που λυσσαλέα καταπολέμησε την υποβολή αίτησης ένταξης το 1988-92 και που όχι τυχαία το 2002-3 λυσσαλέα υποστήριξε την διχοτόμηση που πρότεινε το σχέδιο Αναν).

            δ) Έναρξη διαπραγματεύσεων στο τρίγωνο Ελλάδα-Τουρκία-Ευρώπη-ΗΠΑ με σκοπό μια βιώσιμη διεθνοπολιτική ρύθμιση που θα καταργούσε τις αποικιακές εγγυήσεις στο νησί και θα συνέδεε τις σχέσεις της Τουρκίας-ΕΕ με την πολιτική της Άγκυρας απέναντι στους γείτονές της.

 

Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, υποστηρίχθηκε από την πρώτη στιγμή ότι –στο πλαίσιο μιας κλασσικής στρατηγικής που ακολουθούν όλα τα σύγχρονα κράτη–, η ελληνική εξωτερική πολιτική έπρεπε να επιτύχει χρυσή τομή εξισορρόπησης-ισορροπίας, κινήτρων υπό το πρίσμα κλασικών τακτικών «καρότου-ραβδιού», «επιθέσεων ειρήνης» και διασυνδέσεων των συμφερόντων της Τουρκίας με την ευρωπαϊκή της πορεία.

            Τέτοιες τακτικές βεβαίως δεν συμπεριλαμβάνουν άσκοπους κατευνασμούς, γραφικούς «χορούς και πανηγύρια», μάντρωμα τούρκων-ελλήνων διανοουμένων σε ξεφαντώματα, ευτελισμό της ανθρώπινης αλληλεγγύης στις περιπτώσεις των σεισμών με την υποταγή της σε πολιτικές σκοπιμότητες και ευρύτερα υποταγή στα εφήμερα-ρευστά αμερικανικά κελεύσματα ωσάν τούρκοι και έλληνες να ήμασταν οι σύγχρονοι ινδιάνοι.

            Οι διακρατικές διαπραγματεύσεις, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι υπόθεση αλτρουισμού ή αισθητικής αλλά ζήτημα αδυσώπητης αναμέτρησης ανταγωνιστικών εθνικών συμφερόντων στο πλαίσιο της οποίας ο αφελώς σκεπτόμενος θα είναι εξ ορισμού ηττημένος.   

            Επιβεβαίωση αυτών των θέσεων είναι το γεγονός ότι αντί εκπλήρωσης των αφετηριακών σκοπών της ελληνικής διπλωματίας, το 2004 βρισκόμαστε στα πρόθυρα οριστικοποίησης της διχοτόμησης της Κύπρου και επιβολής επαχθέστατων ρυθμίσεων που θα θέσουν την Τουρκία όχι σε τροχιά μετριοπάθειας και γόνιμων διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα αλλά σε θέση ηγεμονικής ισχύος από την οποία, με συμμάχους την Αγγλία και τις ΗΠΑ, διαπραγματεύεται την ένταξή της στην ΕΕ με τρόπο ο οποίος, ουσιαστικά, καταλύει και υποβαθμίζει την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα μέτρα και τα σταθμά της πάγιας αγγλοσαξονικής αντίληψης για τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ευρωατλαντικών σχέσεων.

 

Ταυτόχρονα, όσον αφορά το μέτωπο του κυπριακού προβλήματος μέχρι τον Μάιο του 2004, οι αγγλοσαξονικές δυνάμεις με εντολοδόχο τον ΓΓ του ΟΗΕ ασκούν αφόρητες πιέσεις στην ελληνική πλευρά για να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο και να αποδεχθεί την πλήρη διχοτόμηση και την πλήρη αποδοχή των περί «ζωτικού χώρου» αξιώσεων της Άγκυρας.

            Ήδη, αντιστρέφοντας το διπλωματικό παιχνίδι, η Τουρκία έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων στο πλαίσιο μιας κλασικής ηγεμονικής στρατηγικής που συμπεριλαμβάνει τόσο εργαλειακές «επιθέσεις ειρήνης» όσο και άνευ προηγουμένου προκλήσεις στο Αιγαίο, απειλές και διπλωματικούς εκβιασμούς στο κυπριακό.

           

Πάγια επιδίωξη της Άγκυρας και της Βρετανίας στην Κύπρο είναι διχοτόμηση και ταυτόχρονα καθυπόταξη της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας του κυπριακού λαού. Πέραν άλλων (ηθικών και συναισθηματικών) κριτηρίων, τελική εκπλήρωση των τουρκικών και βρετανικών στρατηγικών σκοπών θα έχει ολέθριες συνέπειες για την ελληνική εξωτερική πολιτική τις δεκαετίες που έρχονται:

i)                    Εγκαθιδρύει τερατώδεις πολιτειακές ρυθμίσεις στην Κύπρο που θα αποτελέσουν εστία τριβών και συγκρούσεων.

ii)                   Καταργείται η λαϊκή κυριαρχία όλων των κυπρίων. 

iii)                 Δημιουργείται δομική αστάθεια και συνθήκες διαρκών ελληνοτουρκικών τριβών και συγκρούσεων.

 

Με βάση τα πιο πάνω, μέτρο στάθμισης του σχεδίου Αναν ή οποιουδήποτε άλλου σχεδίου είναι οι δικοί μας δεδηλωμένοι σκοποί όταν πριν μια περίπου δεκαετία άρχισε η ενταξιακή διαδικασία. Αυτοί οι σκοποί ήταν οι εξής: α) Ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσης και β) υποκίνηση μεσολαβητικών πρωτοβουλιών επίλυσης του πολιτικού προβλήματος στον ΟΗΕ και στην Ευρώπη με τρόπο που διασφάλιζε ότι τα σχέδια επίλυσης θα «μπολιάζονται» από το γεγονός της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.

            Αυτό σήμαινε i) ενσωμάτωση στα σχέδια λύσης του κυπριακού προβλήματος της κοινοτικής έννομης τάξης, ii) διαπραγμάτευση των διεθνοπολιτικών-στρατηγικών πτυχών με τρόπο που θα απαλλάσσει τους κυπρίους από τις ζυριχικές αποικιακές-δυναστικές «εγγυήσεις» και iii) ομαλοποίηση σχέσεων στο υπόλοιπο φάσμα της ελληνοτουρκικής αναμέτρησης.  

 

Είναι πασίδηλο ότι οι πιο πάνω σκοποί δεν εκπληρώθηκαν. Για να μπορέσει η ελληνική διπλωματία να πάρει σωστές αποφάσεις τις εβδομάδες που έρχονται πριν και μετά τις εκλογές απαιτείται κατανόηση των ολέθριων λαθών των τελευταίων δεκαπέντε μηνών. Τα κυριότερα λάθη είναι τα εξής:

            i) Η ελλαδική και κυπριακή διπλωματία παρέλειψαν να διεξάγουν έγκαιρες φανερές ή παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις που θα διασφάλιζαν την υποβολή προτάσεων του ΟΗΕ που θα ήταν συμβατές με την Κοινοτική έννομη τάξη. Με διαφορετικά λόγια, το πρόβλημα δεν έγκειται στο γεγονός πως υποβλήθηκαν «προτάσεις Αναν» αλλά στο γεγονός ότι οι προτάσεις που τελικά υποβλήθηκαν δεν ήταν συμβατές με την ιδιότητα της Κύπρου ως πλήρους μέλους της ΕΕ που για εμάς θα αποτελούσε τον καταλύτη επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Ενάντια στις πιθανές ύπουλες εκλογικεύσεις που ενδεχομένως θα αμφισβητούσαν αυτό το γεγονός ερωτώ: Γιατί, σ’ αντίθεση με τις δηλώσεις του φθινοπώρου 2002 όταν η ελλαδική πολιτική ηγεσία μιλούσε για «ιστορική ευκαιρία», σήμερα η ελληνική πλευρά εκλιπαρεί τον ΓΓ του ΟΗΕ να βελτιώσει τις προτάσεις για να τις κάνει πιο βιώσιμες και πιο λειτουργικές!

            ii) Όταν το 2002 εκκολάπτονταν από τους άγγλους οι προτάσεις Αναν με την υπόγεια βοήθεια κάποιων ελλήνων η ελλαδική διπλωματία αν και σε θέση ισχύος λόγω του κεκτημένου των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κύπρου παρέλειψε να κινηθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά. Παρέλειψε είτε να ζητήσει από τον ΓΓ του ΟΗΕ να μην υποβάλει άκαιρες προτάσεις είτε να απαιτήσει ότι αν υποβληθούν σχέδια λύσης θα έπρεπε να πληρούν δύο απαράβατες προϋποθέσεις: Συμβατότητα των πολιτειακών ρυθμίσεων με την έννομη τάξη της ΕΕ και μη συμπερίληψη διχοτομικών προνοιών ή αποικιακού τύπου «εγγυήσεων».

            Υπενθυμίζω ότι όπως οικουμενικά είναι αποδεκτό, η υποβολή προτάσεων από τον ΟΗΕ δεν είναι αυτοσκοπός. Προτάσεις υποβάλλονται μόνο i) όταν τα εμπλεκόμενα μέρη δέχονται κάτι τέτοιο, ii) όταν οδηγούν σε βιώσιμες διακρατικές διευθετήσεις, και iii) όταν δεν συνιστούν αυθαίρετη επέμβαση στο δικαίωμα εσωτερικού κυρίαρχου βίου των ενδιαφερομένων κοινωνιών.

            Ως προς το τελευταίο σημείο, σημειώνω το γεγονός ότι ο ΟΗΕ δεν είναι όργανο ενδοκρατικής δικαιοσύνης αλλά όργανο αποκατάστασης της τάξης που στην Κύπρο σήμαινε μόνο μεσολάβηση για την αποχώρηση των δυνάμεων εισβολής και διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων με την προσαρμογή της λύσης του κυπριακού στο γεγονός της πλήρους ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

            iii) Η ελλαδική κυρίως διπλωματία παρέλειψε να διεξάγει έγκαιρες φανερές ή παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις που θα συναρτούσαν την βιώσιμη λύση του κυπριακού με τα αμερικανικά και βρετανικά συμφέροντα. Έτσι για παράδειγμα, δόθηκαν «αμαχητί», χωρίς την παραμικρή δική της αντίρρηση και χωρίς «δούναι-λαβείν» οι αποικιακές βάσεις της Βρετανίας στην Κύπρο ενώ λίγο αργότερα η βάση της Σούδας –χωρίς την οποία δεν θα γινόταν ο πόλεμος στο Ιράκ!!– χρησιμοποιήθηκε από τους αμερικανούς χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα.

            iv) Η ελλαδική και κυπριακή διπλωματία παρέλειψε να εκμεταλλευτεί τις θέσεις πολλών ευρωπαίων ηγετών οι οποίοι –με πολιτικά πιο προχωρημένο τρόπο από τους έλληνες– ζητούσαν μια βιώσιμη ενταγμένη Κυπριακή Δημοκρατία και που επισήμαναν ότι «η Κύπρος δεν μπορεί να είναι όμηρος της Τουρκίας» και ότι «η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας συναρτάται με την πολιτική της Άγκυρας στο κυπριακό». Παρέλειψε επίσης να απαιτήσει ουσιαστικά ανταλλάγματα για τις τεράστιες παραχωρήσεις της Ελλάδας τα προηγούμενα χρόνια όταν αποσυνδέθηκαν οι σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ. Παρέλειψε, τέλος, να διεξάγει ουσιαστικές συνομιλίες με τους κυβερνήτες της Άγκυρας ούτως ώστε να τους καταστήσει σαφή τα ελληνικά επιχειρήματα και τα αμοιβαία οφέλη μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού.

            Για να το θέσουμε διαφορετικά, η διπλωματία μας απέτυχε επειδή πίστεψε ότι οι αισθητικές σχέσεις υπερτερούν σε σημασία των ουσιαστικών διακρατικών διαπραγματεύσεων στην βάση των εκατέρωθεν συμφερόντων. Οι γραφικές εκδηλώσεις, εξάλλου, δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλεία της διπλωματίας. Το γεγονός ότι η ελληνική διπλωματία δεν κατανόησε αυτό το γεγονός επαληθεύεται από την στάση του κ Τζέμ στο κυπριακό, την συνέχιση των προκλήσεων στο Αιγαίο, την στάση της Τουρκίας απέναντι στα σχέδια λύσης του κυπριακού και το διχοτομικό περιεχόμενο του σχεδίου Αναν όπως τελικά υποβλήθηκε. Αν η εκάστοτε πολιτική ηγεσία που διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική δεν κατανοήσει ότι η διπλωματία είναι σκληρή αναμέτρηση μέσων και θελήσεων στη βάση των εθνικών συμφερόντων, τα χρόνια που έρχονται αναπόδραστα η Ελλάδα θα υποστεί ακόμη περισσότερες ζημιές.

            v) Όταν το Φθινόπωρο του 2002 οι προτάσεις του ΓΓ αναμενόμενα –λόγω αδράνειας, παραλείψεων και λαθών της ελλαδικής διπλωματίας– ήταν τελικά διχοτομικές όχι μόνο η ελλαδική και κυπριακή διπλωματία δεν τις απόρριψαν αλλά επιπλέον δέχθηκαν τον πρωτοφανή εξευτελισμό των χρονικών τελεσιγράφων, των καταχρηστικών αξιώσεων του ΓΓ να «γεμίσει αυτός τις λευκές σελίδες» και τα πρωτόγνωρα καταχρηστικά του κηρύγματα όταν παραβλέποντας την ιστορική ταυτότητα των δύο κοινωνικών οντοτήτων της Κύπρου με προπέτεια δήλωνε ότι «όνειρό του είναι να φτιάξει ένα κυπριακό έθνος». Από πότε τα έθνη είναι προϊόντα δοκιμαστικών σωλήνων πολιτικά ανεύθυνων υπαλλήλων διεθνών θεσμών που στερούνται πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης έγερσης τέτοιων απαράδεκτων αξιώσεων! Από πότε καθιερώθηκε ως πολιτική ηθική του ελληνικού πολιτικού συστήματος να αφήνεται η τύχη εκατοντάδων χιλιάδων ομοεθνών στα χέρια πολιτικά-κοινωνικά αναρμόδιων υπαλλήλων του ΟΗΕ που επιπλέον λειτουργούν ως εντολοδόχοι της βρετανικής διπλωματίας!

            vi) Αντί λοιπόν σκόπιμης και αποτελεσματικής δράσης η ελλαδική διπλωματία τα τρία τελευταία χρόνια θύμιζε επιχείρηση οργανωμένων γραφικών εκδηλώσεων που στερούνταν πολιτικής σημασίας ενώ άβουλοι, και αδρανείς συρθήκαμε πίσω από το άρμα των τουρκικών και βρετανικών συμφερόντων. Αντί πρωτοβουλιών που θα παρήγαγαν ορθολογιστικές διακρατικές λύσεις στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία, οι πρωταγωνιστές της ελληνικής διπλωματίας βάλθηκαν να διαδίδουν την επικίνδυνη και αναξιοπρεπή θέση ότι η αποδοχή του σχεδίου Αναν δεν ενέχει πολιτική σημασία επειδή… θα την απέρριπταν οι Τούρκοι. Δηλαδή, άφηναν την τύχη εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων στην τύχη της πολιτικής βούλησης του Ντενκτάς! Επιεικώς, αυτό ερμηνεύεται από την απειρία των επικεφαλής της διπλωματίας που δεν γνώριζαν ότι όταν σε διεθνείς διαπραγματεύσεις ο αδύναμος υποχωρεί και αποδέχεται σχέδια και προτάσεις αυτά αποτελούν πλέον «διαπραγματευτικό κεκτημένο» που δύσκολα αναιρείται. Απόδειξη τα τεκταινόμενα το 2004: Αρχές του 2004 και ενώ για ευνόητους λόγους η αλήθεια διαστρεβλώνεται βάναυσα στον ελλαδικό προεκλογικό αγώνα η ελληνική πλευρά αγωνιωδώς αγωνίζεται να «βελτιώσει» το διχοτομικό σχέδιο Αναν. Γιατί λοιπόν τώρα ζητούμε «βελτιώσεις» ενώ το 2002 κάποιοι μιλούσαν για «ιστορικές ευκαιρίες»! Είναι η αλήθεια τόσο εύπλαστη και προσαρμόσιμη στο γούστο του καθενός; Είναι ή δεν είναι καταγεγραμμένες οι δηλώσεις και θέσεις που έκαναν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες τον φθινόπωρο του 2002; Μπορεί κάποιος να αντιφάσκει ασύστολα χωρίς να υπόκειται τις πολιτικές συνέπειες; Μπορεί κάποιος να συμπεριφέρεται με τέτοια πολιτική ανευθυνότητα όταν διακυβεύεται η ελευθερία-κυριαρχία ενός ολόκληρου λαού και το μέλλον της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;

            vii) Για τους πιο πάνω λόγους και με κύρια ευθύνη της ελλαδικής διπλωματίας η προοπτική βιώσιμης επίλυσης του κυπριακού απέτυχε. Επιτυχία θα υπήρχε μόνο αν η ελληνική διπλωματία κατόρθωνε να αποτρέψει την υποβολή προτάσεων που υπονόμευαν την ενταξιακή πορεία της Κύπρου και αν είχε επιτύχει διαμόρφωση σχεδίου λύσης του Κυπριακού συμβατού με την Κοινοτική έννομη τάξη και τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό. Επίσης, επιτυχία θα ήταν αν το σχέδιο αυτό εκπλήρωνε τον στρατηγικό μας στόχο να απαλλαγεί η Κύπρος από τα ξένα στρατεύματα, τις αποικιακής μορφής «εγγυήσεις» και την ένταξή της στους δυτικούς θεσμούς υπό συνθήκες ισοτιμίας και κυριαρχίας.

            viii) Η πολιτική ανευθυνότητα συνοψίζεται σε δύο ζητήματα: Πρώτο, λίγο πριν την ένταξη αντί να δώσει διπλωματική μάχη για την υποβολή προτάσεων του ΟΗΕ που δημιουργούσαν τις διπλωματικές προϋποθέσεις συμφωνίας στη βάση μιας βιώσιμης κυπριακής πολιτείας τράπηκε σε φυγή, αποδέχθηκε ασμένως οτιδήποτε της έφερναν στο τραπέζι οι –εντολοδόχοι των άγγλων–υπάλληλοι του ΟΗΕ, και στη συνέχεια επιδόθηκε σε μια τερατώδη επικοινωνιακή προσπάθεια εξωραϊσμού των διχοτομικών προτάσεων Αναν. Δεύτερο, η «επικοινωνιακή καταιγίδα» εξωραϊσμού των διχοτομικών σχεδίων Αναν το Φθινόπωρο 2002 σίγουρα θα έκανε τον Γκέμπελ να αισθανθεί νήπιο της προπαγάνδας: α) Η ιστορική ανεκδοτολογία μετάτρεψε τα ιστορικά θύματα σε ιστορικούς θύτες, β) περίεργες και πολιτικά ερμαφρόδιτες θέσεις βασικά στήριζαν τους αγγλοτουρκικούς σκοπούς διχοτόμησης της Κύπρου και παντοτινής κατάργησης της ελευθερίας τους, γ) σημαίνοντες ελλαδίτες πολιτικοί και διανοούμενοι προλόγιζαν και παρουσίαζαν ψευτοεπιστημονικές αναλύσεις που στήριζαν την αγγλική και τουρκική επιχειρηματολογία υπέρ της συνομοσπονδίας, δ) όλως περιέργως αποκλείονταν από τα μέσα ενημέρωσης αναλύσεις που υπερασπίζονταν την ελευθερία-κυριαρχία του κυπριακού λαού και ε) υποστηρίχθηκε πως «στην εποχή της μιας δυνάμεως» η λαϊκή κυριαρχία δεν έχει σημασία και πως η Κύπρος θα αποτελέσει λαμπρό παράδειγμα κοσμοπολίτικου πειράματος της … μεταεθνικής εποχής.

            Η λέξη «αίσχος» είναι αναμφίβολα η μόνη απάντηση που αξίζει να δοθεί στους κράχτες ανελεύθερων θέσεων. Το τι γράφτηκε και ειπώθηκε το 2002-3, πάντως, καταγράφηκε και μελλοντικά θα αποδοθούν ευθύνες. Ποιο θα είναι το όφελος, όμως, αν μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια η ιστορία κρίνει αυστηρά τους υπεύθυνους αυτών των ολέθριων στάσεων, όταν, στο πολύ κοντινό μέλλον, θα ληφθούν αποφάσεις που θα καταστρέψουν ένα ολόκληρο λαό και που θα παγιδεύσουν επί δεκαετίες η ελληνική εξωτερική πολιτική! Γι’ αυτό, έστω και την τελευταία στιγμή, επιβάλλεται αλλαγή πορείας της ελληνικής διπλωματίας.

 

3. Η συγκυρία της άνοιξης 2004 και οι δυνατότητες βιώσιμης λύσης με ταυτόχρονη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

 

Την άνοιξη του 2004 ενόψει των συζητήσεων για την οριστικοποίηση της πλήρους ένταξης στην ΕΕ η τουρκική στρατηγική θέτει πολλαπλούς αλληλένδετους στόχους τους οποίους αντί πανηγυρισμών για ανύπαρκτες «επιτυχίες» η ελλαδική διπλωματία καλά θα κάνει να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει:

            Πρώτο, όπως δήλωσαν επανειλημμένα το 2003 οι τούρκοι ηγέτες, κύριος στρατηγικός στόχος της Άγκυρας είναι η σύνδεση της κυπριακής ένταξης με τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ. Αυτό σε πρώτη φάση εκδηλώθηκε με αδιαφορία στο σχέδιο Αναν και εκβιαστικές δηλώσεις πολλών τούρκων επισήμων (για παράδειγμα, Ντενκτάς 11.5.04: «η βόρεια Κύπρος δεν θα συμμετάσχει μέχρι να μπει η Τουρκία στην ΕΕ». Ο επιτελάρχης Χιλμί Οζκιόρ και πρώην πρωθυπουργός Ετζεβίτ: «η Κύπρος για την Τουρκία αποτελεί ζωτικό στρατηγικό χώρο και αυτό το γεγονός υπερτερεί της λύσης του κυπριακού» και στήριξη αυτών των διεθνοφασιστικών θέσεων από τον «φίλο μας» Ισμαήλ Τζεμ αλλά και από ντόπιες (κατά Πάγκαλο) «εκποιημένες ιδέες» οι οποίες υποστήριζαν πως πρέπει «να κατανοήσουμε τα συμφέροντα του Άλλου».

            Δεύτερο, είναι πλέον σαφές ότι τον Ιανουάριο του 2004 η Άγκυρα αποφάσισε τακτικές αναπροσαρμογές των διπλωματικών μεθοδεύσεών της: Δέχονται το σχέδιο Αναν «ως σημείο αναφοράς» και λύση που θα αποτυπώνει την «πραγματικότητα» (δηλαδή την διχοτόμηση). Η ανέξοδη αυτή τουρκική τακτική κίνηση έχει τρις συνέπειες:

            i) Αφόρητες πιέσεις επί της ελληνικής πλευράς για να «βοηθήσει» τις «περιστερές» του τουρκικού κατεστημένου με υιοθέτηση ρυθμίσεων ακόμη πιο επαχθών από αυτές που πρότεινε ο Κόφι Αναν.

            ii) Εκβιασμό να δεχτούμε τις τουρκικές θέσεις διαφορετικά δεν θα υπάρξει επικύρωση της Συνθήκης Ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Σε αυτή την περίπτωση η ένταξη αν και επικυρωμένη από μερικά κράτη δυνατό να αναβληθεί εξυπηρετώντας έτσι πλήρως τον προαναφερθέντα τουρκικό στόχο σύνδεσής της με την μελλοντική αλλά αβέβαιη τουρκική ένταξη.

            iii) Ενδεχομένως πλήρη ένταξη της Κύπρου τον Μάιο του 2004 αλλά με κάποιου είδους δεσμεύσεις ότι βρίσκεται υπό την αίρεση της αποδοχής του σχεδίου Αναν όπως αυτό θα μελλοντικά θα προσαρμοστεί στις τουρκικές θέσεις.   

 

Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων η ελληνική θέση μπορεί να είναι μόνο η πιο κάτω:

            Πρώτο, η Κύπρος δεν μπορεί να είναι όμηρος των τουρκικών παλινωδιών. Γι’ αυτό θα ενταχθεί όπως συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2004 και ενώ το σχέδιο Αναν θα μπορούσε να είναι «βάση συνομιλιών» θα πρέπει να προσαρμοστεί στο γεγονός της ιδιότητας της Κύπρου ως πλήρους μέλους της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ένα μόνο πράγμα: Προσαρμογή του στην κοινοτική έννομη τάξη και στον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό.

            Δεύτερο, η διχοτόμηση της Κύπρου και η πατερναλιστική ένταξή της ως είδος μέλους που βρίσκεται υπό την αίρεση μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων δεν είναι αποδεκτή εξέλιξη για την ελληνική πλευρά. Αντιθέτως, η ενταγμένη στην ΕΕ Κύπρος έχει την δυνατότητα να δηλώσει ότι το κατεχόμενο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι «αδούλωτο έδαφος της ΕΕ». Στη συνέχεια η κυπριακή κυβέρνηση θα συνεχίσει να προσεγγίζει τους τουρκοκύπριους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας με σκοπό να καλλιεργήσει περαιτέρω τον πολιτικό ορθολογισμό τους υπέρ μιας ενιαίας, βιώσιμης και ενταγμένης στην ευρωπαϊκή κοινωνία κυπριακής πολιτείας. Συμπληρώνω το αυτονόητο γεγονός ότι οι τουρκοκύπριοι έχουν το ίδιο συμφέρον με τους ελληνοκύπριους να μην καταργηθεί η κυπριακή λαϊκή κυριαρχία που υποδηλώνει η αποδοχή των διχοτομικών προνοιών του σχεδίου Αναν.

            ΤΡΙΤΟ, επικέντρωση των προσπαθειών για ανάπτυξη πρωτοβουλιών των θεσμών της ΕΕ και του ΟΗΕ για να προσαρμοστούν οι προτάσεις του επίλυσης του Κυπριακού στην κοινοτική έννομη τάξη

            ΤΕΤΑΡΤΟ, ρητή προειδοποίηση της ελληνικής πλευράς προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν αποτελεί αποδεκτή λύση του κυπριακού η διχοτόμηση της Κύπρου («αποδοχή των πραγματικοτήτων» κάτι το οποίο ο κύπριος πρόεδρος ευτυχώς απέρριψε ρητά). Απορρίπτεται επίσης κάθετα και χωρίς συζήτηση η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η εγκαθίδρυση μη βιώσιμων θεσμών ασύμβατων με την κοινοτική έννομη τάξη και η παντοτινή μετατροπή της Τουρκίας και της Βρετανίας σε επιδιαιτητή του εσωτερικού κοινωνικοπολιτικού βίου των κυπρίων.

            ΠΕΜΠΤΟ, αυτές οι πολιτικές θέσεις βραχυπρόθεσμης-μεσοπρόθεσμης εμβέλειας εντάσσονται στον πάγιο μακροπρόθεσμο σκοπό συμμόρφωσης της Τουρκίας στο γεγονός ότι είναι προς το συμφέρον της να απαγκιστρωθεί από την Κύπρο και να πάψει να συνδέει την τύχη των τουρκοκυπρίων με τις δικές της παρωχημένες στρατηγικές του ζωτικού χώρου που τους καθιστά έτσι «στρατηγική μειονότητα» της Άγκυρας.

 

Καταληκτικά, ενώ η στιβαρή και σώφρων πολιτική ηγεσία του προέδρου Τάσου Παπαδόπουλου στην Κύπρο εμπνέει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, εμπιστοσύνη και σιγουριά, είναι αναγκαίο η ελλαδικός δημόσιος διάλογος να αναπτυχθεί σε νέα ορθολογιστική βάση που αναγνωρίζει τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος και που επαναχαράσσει τους στρατηγικούς στόχους και τις τακτικές ενέργειες. Αν αυτό σημαίνει πολιτικό κόστος για τους υπεύθυνους των πρόσφατων ολέθριων λαθών της ελληνικής διπλωματίας, κάτι το οποίο ασφαλώς εκτιμούμε ότι είναι ασήμαντο μπροστά στην ελευθερία-κυριαρχία του κυπριακού λαού. Καμία εφήμερη πολιτική σκοπιμότητα δεν είναι υπέρτερη του δικαιώματος για κυρίαρχη-ελεύθερη ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων.

            Μια τέτοια πολιτικά ευπρεπής και πολιτικά ορθολογιστική στάση δεν είναι συμβατή με αστείους πανηγυρισμούς για δήθεν «επιτυχία της ένταξης» της Κύπρου στην ΕΕ. Σε τελευταία ανάλυση είναι μειωτικό για την ελληνική πολιτική ηγεσία αν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό το πασίδηλο γεγονός ότι η τελική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ τον ερχόμενο Μάιο πολιτικά είναι πολύ μακριά και ότι, πιο σημαντικό, η τελική λύση του κυπριακού προβλήματος είναι ακόμη πολύ πιο απομακρυσμένο ενδεχόμενο. Η ελευθερία εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων και το μέλλον της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να υποταχθεί στις συγκριτικά ασήμαντες πολιτικές σκοπιμότητες του εφήμερου πολιτικού αγώνα για θέσεις και αξιώματα.

            Η επικείμενη συζήτηση στην Ελληνική Βουλή αποτελεί μοναδική πολιτική πρόκληση για –ανεξαρτήτως κόμματος στο οποίο ανήκει κάποιος– πολιτικά ορθολογιστικές θέσεις, στάσεις και συμπεριφορές.