Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

 

 

"Επιστροφή στο μέλλον" και αρχιτεκτονικές αστάθειας

Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές κτίζονται αστάθειες στα θεμέλια της "διεθνούς γειτονιάς μας". Σε κάθε βιώσιμο κράτος υπάρχουν κάποια συμφέροντα που θεωρούνται νόμιμα, νομιμοποιημένα και θεμιτά. Αυτά είναι τα συμφέροντα που συνάδουν με φιλειρηνικές στάσεις ενός κράτους. Δηλαδή, εμμονή εφαρμογής των συνθηκών όσον αφορά την διεθνή τάξη και ετοιμότητα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών αν ο διεκδικών δέχεται προσφυγή στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς. Την τελευταία ενάμιση δεκαετία στην Ελλάδα κυριαρχεί μια έξωθεν επιβληθείσα –από ανυποψίαστους περιφερόμενους γενίτσαρους του “πνεύματος”- αντίληψη, ότι δηλαδή το διεθνές δίκαιο μπορεί να παραμερίζεται, να επικρατούν οι λογικές των ρευστών συμφερόντων των ηγεμονικών δυνάμεων, να εφαρμόζεται συστηματική κοσμοθεωρητική απονεύρωση των πολιτών, να κατευνάζονται αμέριμνα οι απειλές και να θεωρείται «φρονιμάδα» η κυριαρχική συρρίκνωση (και vice versa, … «εθνικισμός» η προάσπιση της κυριαρχίας και των νομίμων σου συμφερόντων). Αυτό που επιβάλλεται στους έλληνες και που αργά ή γρήγορα θα θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή, είναι ότι αποτελεί ενδεδειγμένη στάση εξωτερικής πολιτικής το καθημερινό χαμήλωμα του πήχη των νομίμων, νομιμοποιημένων και θεμιτών ελληνικών συμφερόντων. Όταν ο πήχης θα φτάσει πολύ χαμηλά απλά θα υπάρξει ρήξη και διένεξη. Οι «γενίτσαροι» και οι ανόητοι, όπως συμβαίνει σε κάθε ιστορική περίπτωση, είτε θα κρυφτούν είτε θα ζουν στον απέραντο διεθνικό παράδεισο που τους θρέφει. Οι ενδιαφερόμενοι λαοί, όμως, θα υποστούν τις συνέπειες. Μεγάλα προβλήματα που οδηγούν μαθηματικά σε διένεξη είναι το Αιγαίο, τα Βόρεια σύνορά μας και η Κύπρος. Στην πρώτη περίπτωση απλά ο κατευνασμός οδηγεί στην δημιουργία γόρδιου δεσμού που οι έλληνες όντας πλέον παντελώς αδύναμοι να λύσουν θα οδηγήσει την Τουρκία στο να πιστέψει πως μια "τελική λύση" με τα όπλα την συμφέρει. Στην δεύτερη περίπτωση, ερασιτεχνισμοί που οφείλονται στο έλλειμμα κατανόησης της σημασίας των αλυτρωτικών και αναθεωρητικών αξιώσεων οδηγεί σε δημιουργία ενός τόξου αστάθειας που εκτείνεται σε όλο το φάσμα και πιο μακριά από τα σύνορά μας. Ενώ ο ρόλος μας στα Βαλκάνια θα μπορούσε να είναι καταλυτικά σταθεροποιητικός εάν λειτουργούσαμε ως ήρεμη δύναμη στήριξης της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, μετατρεπόμαστε στον τελευταίο τροχό της άμαξας μιας προαναγγελθείσης διένεξης. Στην Κύπρο, εφαρμόζεται η μέθοδος της ευθανασίας, νομίζοντας πως έτσι και με ευκολία θα "ξεφορτωθούμε", σύμφωνα με την κρατούσα πλέον παρακμιακή αντίληψη, εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες. Χθες μόλις, ο νέος πρόεδρος που εξελέγη να διακυβερνήσει νομίζει, φαίνεται, ότι έχει δικαίωμα να καταλύσει το κράτος, την δημοκρατία και την ελευθερία. Έτσι, εξερχόμενος της συνάντησης με τον αντιπρόσωπο του κατοχικού καθεστώτος μόλις χθες (25.5.2008) δηλώθηκε πως θα φτιάξουν ένα συνεταιρικό κράτος. Ο άπιστος Θωμάς είναι ελεύθερος να βρει ένα οποιοδήποτε κράτος διαιρεμένο σε δύο εσωτερικά κράτη που πρέπει να αποφασίζουν ομόφωνα και υπό την υψηλή εποπτεία ξένων στρατευμάτων. Ακόμη και το γεγονός ότι μιλάμε για τέτοια πράγματα είναι έσχατη κατάντια και προπομπός δεινών που επέρχονται στο "μητροπολιτικό" νεοελληνικό κράτος. Έτσι έχουν τα πράγματα, εκτός και αν κάποιος ανεύθυνος ή βαλτός ισχυριστεί πως δεν είναι χωρίς συνέπειες για το νεοελληνικό κράτος ο εγκλωβισμός των κυπρίων σε ένα κρατίδιο-βάσανο, ο σταδιακός θάνατός τους και ο τελικός εκμηδενισμός μιας μεγάλης ελληνικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρχές της δεκαετίες του 1990 κάποιοι το πρόβλεψαν. Σε συζήτηση με τον Κύριο Θοδωρή Κουλουμπή στην κυπριακή τηλεόραση, όταν εγώ υποστήριζα την υποβολή υποψηφιότητας της Κύπρου στην ΕΕ και την αμυντική ενίσχυση της μεγαλονήσου ως προσέγγιση ειρηνικής επίλυσης (και αυτός, όπως και η ομάδα του στο γνωστό ίδρυμα προτάσεων πολιτικής, χαρακτηριστικά, απέρριπτε τέτοιες «ακραίες θέσεις»), του απάντησα: "Αυτά που λέτε αγαπητέ συνάδελφε είναι ως να αναγνωρίζετε σε μια κοινωνία το δικαίωμα της ευθανασίας". Θα μπορούσα, «επιστρέφοντας στο μέλλον», να του είχα πει, "είναι ακρότητα και απερισκεψία να υποστηρίζετε την πολιτική θανάτωση των Κυπρίων με κάποιο σχέδιο Αναν!". Στην παρούσα σελίδα εγκαινιάζω παράθεση κειμένων, δικών μου και άλλων, τα οποία καταδεικνύουν αυτή την διολίσθηση σε διπλωματικό τέλμα. Γράφοντας όλα αυτά δεν τρέφω αυταπάτες. Εχθρικές σκέψεις κατακυρίευσαν, όπως φαίνεται τους νεοέλληνες, και πολλοί από αυτούς είναι μάλλον ανυποψίαστοι ή «ώριμοι» -μια ωριμότητα για την οποία οι «τεχνικοί» της «μαλακής ισχύος» ξέρουν τι εννοώ- να υποστούν μεγάλες ζημιές. Γνωρίζω επίσης ότι ο Μεγάλος Αρχιτέκτονας του διπλωματικού σκότους που ευθύνεται για όλα αυτά γελάει σαρδόνια για την επιτυχία του και απτόητος συνεχίζει να ρίχνει λάδι στην φωτιά με απίστευτα ρηχές επιφυλλίδες. Αυτά, όμως, του υποσχέθηκα, θα τα επιλύσουμε δια της συγγραφικής οδού. Το μέλημά μας τώρα, όμως, δεν είναι να ασχολούμαστε με τα σαρδόνια χαμόγελα. Εγώ δεν θα καταφύγω σε χαρακτηρισμούς και δολοφονίες επιστημονικών χαρακτήρων. Όσα αναφέρω είναι όροι και έννοιες που περιγράφουν τον υπαρκτό κόσμο της διεθνούς πολιτικής στο εσωτερικό της οποίας αναπτύσσεται ένα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένο εξωπολιτικό σύστημα προπαγανδιστικών θέσεων που υποστηρίζουν εθνικές, ηγεμονικές και διεθνικές σκοπιμότητες και συμφέροντα. Με αυτά τα ζητήματα ασχολήθηκα στην τελευταία μονογραφία μου, και θα επανέλθω. Το ζήτημα μακροχρόνια είναι μετά τις αναπόδραστα μεγάλες ζημιές να υπάρχουν αναλύσεις για το τι είναι ένα σοβαρό κράτος και για το τι είναι μια ορθολογιστική διπλωματία, ούτως ώστε όσοι και όποτε θέλουν να μπορούν να ενσκήψουν και να ψάξουν για μια νέα πορεία. Έτσι πάντα κατανοούσα τον ρόλο του στοχαστή. Αυτούς που κυριολεκτικά οικτίρω δεν είναι τον οποιοδήποτε Μεγάλο Αρχιτέκτονα –αυτός είναι ένα "εργαλειακό πρότυπο αναδιανομής συμφερόντων στην διεθνή πολιτική" που σε κάθε ιστορική εποχή κάνει την δουλειά του, δηλαδή, νομίζοντας ενδεχομένως ότι εξυπηρετεί κάποιο καλό σκοπό, προκαλεί ζημιές και αθέμιτες ανακατανομές συμφερόντων– αλλά το κάθε τσούρμο στοχαστικών τιτλούχων τα αυξανόμενα μέλη του οποίου χωρίς φαίνεται να το αντιλαμβάνονται βυθίζονται ολοένα και περισσότερο σε κοινωνικοπρακτική αχρηστία. Τα κείμενα που παραθέτω πιο κάτω, από διαπρεπείς συμπολίτες μας, μιλούν από μόνα τους.  26.5.2008

Περιεχόμενα  

Μιχάλη Ιγνατίου, Η "βοήθεια" των ΗΠΑ προς την Κύπρο

Παναγιώτης Β. Ρουμελιώτης, για το βιβλίο του Αναστάση. Πεπονή

Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, Κυπριακή Δημοκρατία-Ελληνοκύπριοι: ‘Ενα κράτος και μια εθνική ομάδα υποψήφιοι να αυτοκτονήσουν!

 

Χριστόδουλου Χριστοδούλου, τα οικονομικά στις τεχνικές επιτροπές

Χριστόδουλου Χριστοδούλου, οι διαφορετικές γλώσσες στις τεχνικές επιτροπές

Γιώργου Δελαστίκ, Σκόπια: "Η δική μας .... Θεσσαλονίκη".

William Malisson, Lying about Cyprus

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σημ. Π. Ήφ. Ότι είχα να πω για τις προεδρικές εκλογές το έγραψα -και ίσως περισσότερο απ' όσο έπρεπε ή άξιζε - πριν τις εκλογές και λίγο μετά. Ίσως παρέμβω μερικές φορές ακόμη, κυρίως μονογραφικά με κείμενα που ετοιμάζω και επέρχονται. Το κύριο ζήτημα είναι ότι εδώ στο "μητροπολιτικό κέντρο" όπου ζω κανείς δεν φαίνεται να νοιάζεται για πολλά πράγματα. Η Ελλάδα κυριολεκτικά πολιορκείται από αναθεωρητικές αξιώσεις (Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Αιγαίο, Κύπρος) και οι ρόλοι του καθενός έχουν από καιρό δρομολογηθεί: Κάποιοι διανοούμενοι στρατευμένοι σε εξωπολιτικά ευαγή ιδρύματα είναι καλά προετοιμασμένοι να εκλογικεύσουν ακόμη και τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας μέχρι λίγο πιο έξω από την Αττική. Κάποιοι πολιτικοί αν όχι οι περισσότεροι έχουν από καιρό πάψει να ασχολούνται με τα "λεγόμενα εθνικά θέματα". Και των ελλήνων οι κοινότητες που ζουν στο ελλαδικό κράτος και στην διασπορά έχουν κατανοήσει πως οι Έλληνες όπως έκαναν επί χιλιάδες χρόνια ναι μεν θα επιβιώσουν όχι όμως επειδή μετά το 1821 ιδρύθηκε το ελλαδικό κράτος. Ο καλός ιστορικός γνωρίζει ότι από τότε που ιδρύθηκε είτε λόγω λαθών είτε λόγω "ενεργής δράσης" αυτό που κάνει αυτό το κράτος είναι να συντείνει στην συρρίκνωση των ελλήνων και της ελληνικότητας. Της ελληνικότητας, δηλαδή, αυτού του διαχρονικού πολιτισμικού, πολιτικού και κοινωνικού κεκτημένου οικουμενικής εμβέλειας και διαχρονικής αξίας που ήδη άρχισε να σωρεύεται και να επαυξάνεται πολύ πριν υπάρξει το νεοελληνικό κράτος. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει κανείς να απορεί είναι γιατί στην Κύπρο, αυτή την βαθειά Ελλάδα, δεν το κατανοούν και είναι έτοιμοι να διαλύσουν το κράτος τους και να παραδοθούν αλυσοδεμένοι στα διεθνοφασιστικά συμφέροντα. Εδώ και εκεί, βεβαίως, υπάρχουν κάποια βρυκολάκια που το γνωρίζουν -και από την Χούντα μέχρι και στο στήσιμο του φασιστοειδούς σχεδίου Αναν υπήρξαν ενεργοί δράστες της καταστροφής- και χαιρέκακα μειδιούν για την επερχόμενη καταστροφή των ελλήνων της Κύπρου (αλλά όπως φαίνεται πολύ πιο σύντομα απ' οτι προβλεπόταν και άλλων περιοχών της Ελλάδας). Τι άλλο να πει κανείς παρά μόνο ότι δεν θα ήθελε να κυλιέται μέσα στην ιδεολογικοπολιτική λάσπη που αυτοί κυλιούνται και ότι όταν περνούν κανείς αισθάνεται πως πρέπει να καλέσει το "συνεργείο πνευματικού καθαρισμού της ατμόσφαιρας".

 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εισαγωγή Π. Ήφ. Όσοι ακόμη διαθέτουν λίγο ορθολογισμό θα πρέπει, ο καθένας στον τομέα του (ακαδημαϊκοί στην έρευνα, πολιτικοί στο κοινοβούλιο, αρμόδια υπουργεία και ενδεχομένως οι  υπηρεσίες ασφαλείας) να διερευνήσουν σοβαρά την νέα πηγή ανορθολογισμού που λέγεται διεθνικοί ΜΚΟ και που ο καθείς βλέπει πλέον πως πρόκειται για εξαρτημένη μεταβλητή της (πιο βρωμερής) ισχύος. Είναι συχνά μεταμφίεση των γερακιών που θρέφουν τα αίτια πολέμου και που εμφανίζονται ως περιστερές, κατ' ουσίαν, όμως, είναι εργαλείο ηγεμονικής ισχύος, ανελεύθερων πρακτικών και διαβρώσεων του διεθνούς δικαίου.  Είναι, όπως ξανάγραψα, εξωπολιτικοί, δηλαδή βαρβαρικοί δρώντες. Αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο ζήτημα της πολιτικής θεωρίας (των διεθνών σχέσεων). ¨Οπως πάντα, το άρθρο του Μιχάλη Ιγνατίου, είναι διεισδυτικό και αληθινό.

 

Η "βοήθεια" των ΗΠΑ προς την Κύπρο

Sent: Thursday, July 03, 2008 4:42 PM

Subject: Η "βοήθεια" των ΗΠΑ προς την Κύπρο

 

Του Μιχάλη Ιγνατίου

 

Η αρνητική στάση των «κατασκευαστών» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό και το Σκοπιανό, δεν επιτρέπει αισιοδοξία για την δίκαιη διευθέτησή τους. Αντίθετα, όσο καλή θέληση και αν επιδείξουν η Αθήνα και η Λευκωσία, η σημερινή κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών θα προσπαθήσει να επιλύσει τα δύο εθνικά θέματα με τρόπο που δεν θα εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι' αυτό, ίσως είναι προτιμότερο να επιδιωχθεί το «πάγωμα» των διαδικασιών, μέχρι την εκλογή του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου. Οσοι παρακολούθησαν από κοντά την αμερικανική διαδρομή στο Κυπριακό, με παρεμβάσεις στο όνομα των ...ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τρόμο ανακαλύπτουν πως οι ίδιες συμπεριφορές παρατηρούνται στη Θράκη και σε περιοχές της βόρειας Ελλάδας. Εχουν δημιουργηθεί δεκάδες μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), που δεν είναι καν καταγραμμένες στα αρμόδια υπουργεία και οι οποίες εξαφανίζονται εντελώς ξαφνικά όπως εμφανίζονται, αφού στο μεταξύ έχουν υπογράψει κείμενα εναντίον της Ελλάδας, όπως παλαιότερα έπρατταν στην Κύπρο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανά τον κόσμο ΜΚΟ, δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν τις «οργανώσεις ειρήνης», που στήριζε η πρώην Σοβιετική Ενωση, και το 90 και πλέον τοις εκατόν ενισχύεται από την Ουάσιγκτον, αν και μερικά «οικονομικά βάρη» ανέλαβαν εσχάτως η Ευρωπαϊκή Ενωση και η κυβέρνηση της Γερμανίας. Ερευνητές στην αμερικανική πρωτεύουσα ανακάλυψαν μία «απόρρητη» ομιλία του προέδρου Τζορτζ Μπους σε κλειστή συνεδρίαση που οργάνωσε η περίφημη USAID, παρουσία του πρώην διευθυντή της Αντριου Νάτσιου. Στην ομιλία αυτή, και σε έντονο ύφος, ο κ. Μπους υπενθύμισε πως οι ΜΚΟ είναι προέκταση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Απευθυνόμενος στον κ. Νάτσιο, ο οποίος εγκατέλειψε άρον-άρον τη θέση του χωρίς ποτέ να αναφέρει τους πραγματικούς λόγους, ο Αμερικανός ηγέτης ζήτησε να κόβεται η οικονομική ενίσχυση στις ΜΚΟ, οι οποίες δεν υποστηρίζουν με ακρίβεια και επάρκεια την στρατηγική των Ην. Πολιτειών. Είναι σημαντικό και πρέπει να καταγραφεί, ότι για τα χρήματα της USAID που παρουσιάζονται ως οικονομική βοήθεια προς την Κύπρο, χρησιμοποιούνται ως «οχήματα», μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες ξεφυτρώνουν στο νησί όπως τα μανιτάρια. Το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί ανησυχητικά οι καταγγελίες εναντίον της Ελλάδας, που αφορούν την δήθεν κάκιστη ελληνική συμπεριφορά έναντι των μουσουλμάνων της Θράκης και της ανύπαρκτης «μακεδονικής μειονότητας» στη βόρεια Ελλάδα. Αν ερευνήσει κανείς το ποιόν αυτών που καταγγέλλουν την Αθήνα, θα ανακαλύψει πως πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους, οι οποίοι απλά εμφανίζονται ως μέλη διαφορετικών οργανώσεων. Προβλέπω ότι εάν δεν υπάρχει αντίδραση, σύντομα το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών, θα εξαναγκαστεί να δημιουργήσει ειδική υπηρεσία για να αντιμετωπίσει αυτή την καταιγίδα απαράδεκτων καταγγελιών, που ξεκινούν από Ελληνες «πολίτες του κόσμου» και υποστηρίζονται με πάθος από την Ουάσιγκτον. Είναι τυχαίο ότι η πλειοψηφία των καταγγελιών αυτών βρίσκει απήχηση στους αρμοδίους του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, που ασχολούνται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Ας ασχοληθεί με το θέμα η κ. Μπακογιάννη, για να μην βρεθεί προ εκπλήξεως, όπως βρέθηκε το 2004 η πολιτική ηγεσία της Κύπρου, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει πράξει τίποτα απολύτως για να αντιμετωπίσει τη νέα λαίλαπα ποικίλων παρεμβάσεων που αναμένεται τους επόμενους μήνες. Αμερικανοί γερουσιαστές και βουλευτές, με δική τους πρωτοβουλία, συγκρούστηκαν πριν μερικούς μήνες με τον υφυπουργό Εξωτερικών Ντάνιελ Φρίντ, για το θέμα της «βοήθειας» προς την Κύπρο. Ο κ. Φρίντ, που είχε δηλώσει παλαιότερα ότι το σχέδιο Ανάν ήταν ένα δώρο στην Αγκυρα, επέμενε ότι το 75% των χρημάτων πρέπει να κατευθύνεται προς τον κατεχόμενο «βορρά». Ενας εκ των γερουσιαστών απάντησε το αυτονόητο: ότι ο τρόπος διάθεσης των χρημάτων παραβιάζει τους νόμους του Κογκρέσου. Ο κ. Φρίντ έκανε πίσω. Επίσης, ο ίδιος γερουσιαστής απαίτησε όπως δίνεται λογιαριασμός και στην κυπριακή κυβέρνηση για την διάθεση της αμερικανικής «βοήθειας». Ο κ. Φρίντ αναγκάστηκε να αποδεχθεί το αίτημα. Η Λευκωσία το γνωρίζει; Και αν το γνωρίζει, ζήτησε τον περίφημο κατάλογο; 'Η θα τρέχει τελευταία στιγμή, όπως τον προηγούμενο πρόεδρο, και δεν θα προλαμβαίνει;

 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ Ι. ΠΕΠΟΝΗ, «Για το ζήτημα του Αιγαίου»

 Τα πετρέλαια, ο Μάρτης του ’87, οι «συνοριακές διαφορές» η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και η ενεργειακή γέφυρα

Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σσ.182

 Από τον Παναγιώτη Β. Ρουμελιώτη, Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου

 

 

-         Ευχαρίστως αποδέχτηκα την τιμητική πρόσκληση του συγγραφέα, πρώην Υπουργού και αγαπητού φίλου Αναστάση Πεπονή, για την παρουσίαση του νέου βιβλίου του με τον τίτλο «Για το ζήτημα του Αιγαίου» των Εκδόσεων Α.Α. Λιβάνη.

-         Ο συγγραφέας (σ.), Αναστάσης Πεπονής, βασικό στέλεχος των Κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, με την έκδοση του νέου αυτού βιβλίου του μας προσφέρει μια σημαντική προσωπική μαρτυρία και ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως διαμορφώθηκαν μετά το 1970 και ειδικότερα μετά τις επιδιώξεις της Τουρκίας στο Αιγαίο.

-         Ανατρέχει σε ιστορικά στοιχεία, ντοκουμέντα, δηλώσεις, νομικά κείμενα αλλά και στις προσωπικές του εμπειρίες, ως Υπουργού Βιομηχανίας και Ενέργειας της περιόδου 1981-89, για να φωτίσει τις βασικές πτυχές του ζητήματος του Αιγαίου και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

-         Είναι φανερό ότι στόχος του σ. δεν είναι μόνο να εξιστορήσει και να αναλύσει γεγονότα του παρελθόντος. Μέσα από μια αντικειμενική νομική και πολιτική προσέγγιση καταλήγει σε σημαντικά συμπεράσματα, προβλέψεις και προτάσεις σχετικά με τις δυνατότητες στους χειρισμούς του ζητήματος του Αιγαίου, στα πλαίσια των νέων παγκοσμίων και περιφερειακών ενεργειακών συσχετισμών καθώς και της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

-         Στο πρώτο μέρος του βιβλίου του, ο σ. επικεντρώνει την προσοχή του σε δύο κρίσιμα θέματα, τα εξής:

 

● Πώς η Τουρκία επιχείρησε και πέτυχε την αδρανοποίηση της άσκησης από την Ελλάδα των δικαιωμάτων ερευνών και εκμετάλλευσης των πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο (ΔΔ), σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκριπίδας.

● Πώς οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1974-89 χειρίστηκαν το πολύπλοκο θέμα των εκχωρήσεων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης περιοχών της ελληνικής υφαλοκρηπίδας σε ξένες κοινοπραξίες, σε συνδυασμό με τα προβλήματα εξωτερικής πολιτικής που προέκυψαν από τις εκχωρήσεις αυτές, ώστε να μην πληγεί η αξιοπιστία της χώρας μας απέναντι στους ξένους επενδυτές.

 

-         Ειδικότερα, ο σ. μας περιγράφει με ακρίβεια και αναλύει τις επιδιώξεις των ενεργειών της Τουρκίας, ώστε να παρεμποδιστεί η εκμετάλλευση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μετά την εκχώρηση δικαιωμάτων ερευνών και εκμετάλλευσης στην αμερικανική εταιρεία Oceanic τον Μάρτιο του 1970. Τριάμισι χρόνια αργότερα, η Τουρκία εκχωρεί με την σειρά της, στη κρατική της εταιρεία πετρελαίου, θαλάσσιες περιοχές στο Αιγαίο για έρευνες κοιτασμάτων πλησίον των νησιών του Αν. Αιγαίου και μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Το 1974, η Τουρκία επεκτείνει την εκχώρηση αυτή και σε άλλα τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

-         Σκοπός της Τουρκίας, κατά τον σ. ήταν η επιβολή υπαρκτής διαφοράς με την Ελλάδα, ώστε να συρθεί η ελληνική πλευρά σε διαπραγματεύσεις.

-         Το 1975, οι τότε πρωθυπουργοί της Ελλάδας και Τουρκίας Κ. Καραμανλής και Ντεμιρέλ αποφάσισαν την παραπομπή του θέματος της Υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ). Ωστόσο, στην παράγραφο 6 του πρακτικού της Βέρνης τα δύο μέρη «αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα ηδύνατο να παρενοχλήσει την διαπραγμάτευσιν»

-         Τον Αύγουστο του 1976, το τουρκικό σκάφος «Χόρα» επιχειρεί έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και στο Δ.ΔΧ. .

-         Την ίδια χρονιά 1976 η καναδική εταιρεία Denison εξαγοράζει το μερίδιο της αμερικανικής εταιρείας Oceanic και της παραχωρείται δικαίωμα ερευνών εντός ελληνικών χωρικών υδάτων και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, χωρίς τουρκικές αντιδράσεις.

-         Όμως, το 1978, το ΓΕΝ απαγορεύει, για λόγους ασφαλείας, τη διεξαγωγή ερευνών σε περιοχές ανατολικά της Θάσου. Η απαγόρευση αυτή θα αρθεί λίγες ημέρες πριν τις εκλογές του ’81 και θα ενεργοποιηθεί έτσι η σύμβαση με την Denison. O πρώην υπουργός ΄Αμυνας Ε. Αβέρωφ δήλωσε, στον τότε Υπουργό Βιομηχανίας και Ενέργειας της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ   Αναστάση Πεπονή, ότι η άρση της απαγόρευσης ήταν αποτέλεσμα της ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων, των οποίων το επίπεδο κρίθηκε εκείνη την περίοδο πολύ ικανοποιητικό. Από την πλευρά του ο τότε Γενικός Γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας κ. Πέτρος Μολυβιάτης, πληροφόρησε τον  Αναστάση Πεπονή ότι η άρση αυτή έγινε εν αγνοία του Προέδρου της Δημοκρατίας και ότι η τυχόν ενεργοποίηση της σύμβασης  θα εγκυμονούσε κινδύνους για αντίστοιχες ενέργειες της Τουρκίας.

-         Η πάγια θέση των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου ήταν ότι το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου μπορούσε να λυθεί με προσφυγή της Τουρκίας στο ΔΔΧ και όχι με διμερείς διαπραγματεύσεις.

-         Παράλληλα, η πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου έπρεπε να αντιμετωπίσει τη γνωστοποίηση της Κοινοπραξίας για έρευνες πέραν των 6 μιλίων. Η Κοινοπραξία προχώρησε σε έρευνες ανατολικά της Θάσου τον Ιανουάριο του 1982. Η αντίδραση της Τουρκίας εκδηλώθηκε λίγες ημέρες αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, η Κοινοπραξία επέμεινε στη διεξαγωγή ερευνών και πέραν των 6 μιλίων. Η ελληνική κυβέρνηση επεδίωξε και πέτυχε συμμετοχή της ΔΕΠ στη Κοινοπραξία, ώστε να ελεγχθούν οι αποφάσεις της και να μην αποτελεί εμπόδιο η Κοινοπραξία στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Παρά την εξασφάλιση συμμετοχής της ΔΕΠ στην Κοινπραξία,  η Denison επανέρχεται το 1985 στις αξιώσεις της για έρευνες πέραν των 6 μιλίων. Η κυβέρνηση, με εντολή του Λιμενάρχη Καβάλας, απαγορεύει τις έρευνες Ανατολικά της Θάσου. Η Δικαιοσύνη, στην οποία προσέφυγε η Κοινοπραξία, δικαιώνει τον Λιμενάρχη. Η κυβέρνηση έπρεπε να λύσει οριστικά το πρόβλημα των επιδράσεων των αποφάσεων της Κοινοπραξίας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Το 1987 ο τότε αρμόδιος υπουργός Αναστάσης Πεπονής ανέλαβε νομοθετική πρωτοβουλία, ώστε να εξαγοραστούν ποσοστά συμμετοχής από τις ξένες εταιρείες, και να εξασφαλισθεί ο πλήρης έλεγχος των αποφάσεων της Κοινοπραξίας για την έναρξη γεωτρήσεων ή άλλων ερευνών. Η ρύθμιση αυτή έγινε κατά τρόπο που να μην επηρεαστούν αρνητικά οι ξένοι επενδυτές.

-         Ωστόσο, παρά τη διευθέτηση του θέματος των ερευνών της Κοινοπραξίας, οι τουρκικές απειλές για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα εντάθηκαν τον Μάρτιο του 1987, με την επαναδραστηριοποίηση του Χόρα/Σισμίκ για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Οι ΗΠΑ ενεθάρρυναν την Τουρκία προς την κατεύθυνση αυτή, έστω και αν έπρεπε να διεξαχθεί ένας ολιγοήμερος πόλεμος με την Ελλάδα, ώστε να εξαναγκαστεί η τελευταία να δεχτεί διμερείς διαπραγματεύσεις για το ζήτημα του Αιγαίου. Η αποφασιστική, σθεναρή και ανυποχώρητη στάση του τότε πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου οδήγησαν τη Τουρκία σε υποχώρηση.

-         Αλλά, γεγονός αποτελεί, για τον σ., ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν επιχείρησε γεωτρήσεις ακόμη και σε μη αμφισβητήσιμες περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Έτσι, υπογραμμίζει ο σ. αδρανοποιήθηκε από την Τουρκία η χώρα μας και δεν άσκησε τα δικαιώματά της, που αναγνωρίζονται από το ΔΔ, σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

-         Με βάση την ανάλυση αυτή, ο σ. καταλήγει σ’ ένα γενικότερο σημαντικό συμπέρασμα: η αιτία των μεθοδεύσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο δεν έχει τόσο σχέση με το άγνωστο μέχρι σήμερα οικονομικό διακύβευμα, δηλ. τα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, αλλά περισσότερο με τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της, ώστε να υπηρετεί τη γεωστρατηγική ισχύ και το γεωστρατηγικό ρόλο της στην περιοχή.

-         Τη σημαντική αυτή θέση του ο σ. την αποδεικνύει,  στη συνέχεια του βιβλίου του, αναλύοντας και τις γενικότερες διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, όπως:

Tην αποτροπή, από την Τουρκία, της μονομερούς επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, που είναι δυνατή βάσει του άρθρ. 3 του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, με την επίκληση του Casus Belli.

● Την αμφισβήτηση από την Τουρκία, με αφορμή την κρίση των Ιμίων, ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε βράχους και νησίδες του Αιγαίου, που δεν έχουν παραχωρηθεί στην Ελλάδα με διεθνείς Συνθήκες.

● Την αμφισβήτηση από την Τουρκία του ελληνικού εναέριου χώρου.

● Την επίκληση από την Τουρκία του θέματος της στρατιωτικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

● Τις διεκδικήσεις και απαιτήσεις της Τουρκίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.

-         Ειδικότερα, σχετικά με την αποτροπή από την Τουρκία της μονομερούς επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, ο συγγραφέας υπογραμμίεζει ότι οι Τούρκοι, όπως και με τα Πρακτικά της Βέρνης, ερμηνεύουν το κοινό ανακοινωθέν που υπέγραψαν με την Ελλάδα στη Μαδρίτη τον Ιούλιο του 1997, ώστε η Ελλάδα να μην μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και η Τουρκία να μην καταφύγει σε στρατιωτική λύση. Συγκεκριμένα το ανακοινωθέν αυτό αναφέρει τη δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση και δέσμευση διευθέτησης των διαφορών με ειρηνικά μέσα και χωρίς χρήση βίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1996-2004 δήλωναν, όμως, ότι διατηρούν το δικαίωμα της μονομερούς απόφασης για επέκταση των χωρικών υδάτων, αλλά ότι αυτό έπρεπε να γίνει στο πλαίσιο που καθόριζε το Δ.Δ. της Θάλασσας, συνυπολογίζοντας τις ανάγκες της ευρύτερης περιοχής και των χωρών που γειτνιάζουν ή που χρησιμοποιούν τις διεθνείς θάλασσες. Στο σημείο αυτό ο σ. θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί δεν προβαίνουμε σε μονομερή επέκταση αφού σταθμίσουμε τις παραπάνω ανάγκες; Και διερωτάται: μήπως έχουμε παραδεχθεί την τουρκική άποψη ότι το ζήτημα προς επίλυση αποτελεί μέρος των συνοριακών διαφορών;

 

-         Συμπερασματικά ο σ. φαίνεται να συμφωνεί με τις επισημάνσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών της χώρας μας Α. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή σχετικά με τις γενικότερες επιδιώξεις της Τουρκίας:

O A. Παπανδρέου είχε επισημάνει την προσπάθεια της Τουρκίας να επανορθώσει το καθεστώς του Αιγαίου που έχει καθοριστεί από διεθνείς συμβάσεις

● Ο Κ. Καραμανλής είχε δηλώσει ότι οι Τούρκοι επιδιώκουν τη μονομερή μεταβολή του καθεστώτος του Αιγαίου, για  να  περιλάβουν 501 ελληνικάς νήσους και νησίδας εις ζώνην αποκλειστικών οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας και για τη διάσπαση της εδαφικής και πολιτικής ενότητας του ελληνικού κράτους.

 

-         Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθεί επίσης η εκτίμηση του σ. ότι μετά την κρίση των Ιμίων υπάρχει στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ως αποτέλεσμα διαβουλεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τις ΗΠΑ. ΄Ετσι ερμηνεύει την αποδοχή από τη χώρα μας του κοινού ανακοινωθέντος της Μαδρίτης του 1997 και τις αποφάσεις του Ελσίνκι του 1999, όπου η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν επέμεινε, όπως οι Κ. Καραμανλής και Α. Παπανδρέου, ότι η μόνη διαφορά προς επίλυση με την Τουρκία είναι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, αλλά δέχθηκε στα πλαίσια του Ελσίνκι ότι οι εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και τα άλλα συναφή θέματα μπορεί να παραπεμφθούν, εφόσον δεν θα είχαν επιλυθεί μέχρι το 2004, στο ΔΔΧ.

-         Ένα άλλο σοβαρό ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει ο σ. είναι αν η Τουρκία θα επιδιώξει την ικανοποίηση των βλέψεών της στο Αιγαίο με στρατιωτική βία κατά κράτους-μέλους της ΕΕ. Η απάντησή του είναι αρνητική και στηρίζεται στις παρακάτω υποθέσεις εργασίας:

● Μια τέτοια ενέργεια προϋποθέτει ανοιχτή εγκατάλειψη από τη Τουρκία του ευρωπαϊκού της προσανατολισμού, εφόσον θα διακόπτονταν έτσι οι ενταξιακές ή ειδικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας.

● Η ΕΕ δεν θα επιθυμούσε μια ανοιχτή διένεξη μεταξύ ενός κράτους-μέλους της και της Τουρκίας, λόγω των ενεργειακών της συμφερόντων και ειδικότερα της επιδίωξής της να περιορίσει την ενεργειακή εξάρτησή της από τη Ρωσια. Συγκεκριμένα, η ΕΕ επιθυμεί να καταστεί η Τουρκία εναλλακτική οδός μεταφοράς φυσικού αερίου (π.χ. προώθηση σχεδίου Nabuco έναντι South Stream) από την Κασπία και όχι μόνον. Από την πλευρά της η Τουρκία χρησιμοποιεί το νέο της ενεργειακό ρόλο για να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της δύναμη στα πλαίσια της ΕΕ. Εξάλλου, η διασύνδεση ΕΕ με τον αγωγό Τουρκίας-Ελλάδας-Ιταλίας (εφόσον ολοκληρωθεί) θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τη χρήση στρατιωτικής βίας από την πλευρά της Τουρκίας.

● Προς το παρόν δεν φαίνεται οι ΗΠΑ να ενθαρρύνουν την Τουρκία προς την κατεύθυνση μιας στρατιωτικής επιχείρησης στο Αιγαίο.

 

-         Με βάση την ανάλυση αυτή ο σ. καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα και προτάσεις για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής σχετικά με το ζήτημα του Αιγαίου, τα εξής:

● Με την τακτική αποφυγής ή αναβολής μιας όξυνσης με την Τουρκία δε θα απαλλαγούμε οριστικά από τον παραλογισμό των εξοπλισμών ούτε θα προστατεύσουμε τα αναγνωρισμένα από το ΔΔ δικαιώματά μας.

● Θα έπρεπε να προπαρασκευαστούν και να προχωρήσουν οι διαφοροποιημένες, κατά περιοχή, επεκτάσεις της χωρικής θάλασσας στο Αιγαίο.

● Κρίνεται σκόπιμο να παραπεμφθούν οι διαφορές με την Τουρκία στο ΔΔΧ και να αναγνωριστεί από την τελευταία η δικαιοδοσία του.

 

-         Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση το σημαντικού αυτού βιβλίου είναι τα εξής:

● Τι θα συμβεί αν η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ ανατραπεί στην πορεία; Ποια εναλλακτική πολιτική μπορεί να προωθήσει η Ελλάδα για να πιέσει την Τουρκία να αποδεχτεί την παραπομπή των διαφορών μας στο ΔΔΧ;

● Η διεύρυνση της ενεργειακής συνεργασίας με την Τουρκία διασφαλίζει την αναξαρτησία της Ελλάδας και την επίλυση των διμερών προβλημάτων ή θα αυξήσει τη διαπραγματευτική δύναμη της Τουρκίας και την αδιαλλαξία της;

(Βεβαίως, η Ελλάδα έθεσε τις βάσεις, από το 1987, όταν υπουργός ενέργειας ήταν ο Αναστάσης Πεπεονής, για να δημιουργήσει εναλλακτικές υποδομές προμήθειας υδρογονανθράκων π.χ. αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, κύριος αγωγός φυσικού αερίου).

● Η υλοποίηση του αγωγού South Stream θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική δύναμη της Ελλάδας και πώς θα επηρεάσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και κατ’ επέκταση με την Τουρκία;

● Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα ανατρέψει το status-quo όσον αφορά την μη εκμετάλλευση των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων του Αιγαίου; ΄Η οι πιέσεις από ΕΕ και ΗΠΑ για διεύρυνση νέων κοιτασμάτων θα διευκολύνουν την παραπομπή του ζητήματος του Αιγαίου στο ΔΔΧ;

 

-         Ανεξάρτητα από τα ερωτήματα αυτά, τα οποία προκύπτουν από την ανάγνωση του σημαντικού αυτού βιβλίου του Αναστάση Πεπονή, θεωρώ ότι η σπουδαία αυτή προσπάθεια του πρώην Υπουργού και φίλου, αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο ανάλυσης, προβληματισμού και άσκησης εξωτερικής πολιτικής, που θα εμπλουτίσει την σχετική βιβλιογραφία και με μεγάλη χαρά θα συστήσω το βιβλίο αυτό στους μεταπτυχιακούς μου φοιτητές. Το βιβλίο συνδυάζει μια γεωστρατηγική κι γεωοικονομική προσέγγιση και αναλύει το θέμα της ισχύος στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.

-         Τέλος, θα ήθελα να συγχαρώ θερμά τον Αναστάση Πεπονή για την εργασία του αυτή αλλά και να τον ευχαριστήσω για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει να παρουσιάσω το σημαντικό αυτό βιβλίο του.

 

 

------------------------------------------------------------------

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου (*)

 

Κυπριακή Δημοκρατία-Ελληνοκύπριοι: ‘Ενα κράτος και μια εθνική ομάδα υποψήφιοι να αυτοκτονήσουν!

(Το πρόβλημα εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου μετά το 1821 και πως εξειδικεύεται στην περίπτωση της Κύπρου σήμερα)

 

«Για να σκλαβώσουν τους λαούς, αρχίζουν αποκοιμίζοντάς τους»

     Ζαν-Πωλ Μαρά (1743-1793)  

                                                    «Προσβλέπουμε σε μια λύση ... στο πλαίσιο της  

                                                    οποίας η λειτουργία του κυπριακού κράτους θα

                                                    είναι υπόθεση των ίδιων των Κυπρίων, χωρίς

                                                    παρεμβάσεις ή επιδιαιτησίες ξένων»

                                                    Κάρολος Παπούλιας, Πρόεδρος της Ελληνικής

                                                    Δημοκρατίας, προσφώνηση στον Πρόεδρο της

                                                    Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια

                                                    4.3.2008

  «Θα βάζουμε ξανά και ξανά το σχέδιο Ανάν σε δημοψήφισμα μέχρι να πούνε ναι οι Ελληνοκύπριοι»

Σερ Ντέιβιντ Χάνει, συνέντευξη στο CNN-Turk , Μάρτιος 2004

  

Με μεγάλη μου χαρά δέχτηκα την πρόσκληση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Θεμάτων, της Ενωσης Κυπρίων Ελλάδος και των περιοδικών «’Αρδην», «Ρεσάλτο» και «Τετράδια», για να συμμετάσχω στην ημερίδα που οργάνωσαν στις 15 Μαρτίου 2008, παρουσιάζοντας μια εισήγηση με θέμα το πρόβλημα εξάρτησης/ανεξαρτησίας, που είναι κατά τη γνώμη μου ένα κεντρικό, ίσως το πιο κεντρικό πρόβλημα του ελληνικού χώρου από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, ανεξαρτήτως των διαφορετικών μορφών και ιδεολογιών με τις οποίες εκδηλώνεται. Δεν είμαι ιστορικός, αλλά κάποιος που προβληματίζεται κυρίως πάνω στο διακύβευμα του μέλλοντος και πιστεύω ότι το κυπριακό κράτος (η ύπαρξη του οποίου συνιστά, στις σημερινές συνθήκες, την πιο αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης, ελευθερίας και ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου) απειλείται σήμερα, παρά τη διαφορά στη μορφή της απειλής, περισσότερο, όχι λιγότερο, από την περίοδο 1972-74. Γιατί ένα κράτος δεν καταλύεται μόνο με τη βία των τανκς, όπως επεχείρησε να κάνει η CIA με τον Ιωαννίδη και η Τουρκία. ‘Ενα κράτος καταλύεται επίσης με τη συγκατάθεση στην κατάλυσή του και μια τέτοια κατάλυση είναι πολύ αποτελεσματική, πόσω μάλλον νομιμοποιούμενη δια δημοψηφίσματος, σε αντίθεση με μια βίαιη εισβολή ή ένα πραξικόπημα, που δύσκολα μπορούν να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων και θέτουν τον νικητή προ προφανών δυσκολιών. Το 1974 έγινε το πραξικόπημα και η εισβολή, χρειάστηκε όμως να φτάσουμε το 2002-04, για να επιχειρήσουν οι ίδιες δυνάμεις (Αγγλία, Αμερική, Τουρκία) που επετέθησαν στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1974 να νομιμοποιήσουν και να ολοκληρώσουν το έργο τους προωθώντας με παραπλάνηση, με απειλές και με τη χρήση της επιρροής τους στα πολιτικά κόμματα και τα ΜΜΕ Κύπρου και Ελλάδας να περάσουν το σχέδιο Ανάν.

 

Εστίασα λοιπόν κυρίως αυτή την ομιλία μου για το πρόβλημα της «ανολοκλήρωτης» αυτοδιάθεσης/ανεξαρτησίας των Ελλήνων, που αντανακλάται, εν κατακλείδι, και στην έλλειψη εμπεδωμένης κρατικής κουλτούρας, κατανόησης του κρατικού φαινομένου, που διακρίνει κατά τη γνώμη μου την πολιτική τάξη της Κύπρου (επίσης, αν και σε μικρότερο βαθμό και της Ελλάδας) και τις δραματικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην πράξη μια τέτοια έλλειψη κατανόησης, συνέπειες που θα μπορούσαν, στην πιο ακραία περίπτωση, να δρομολογήσουν ακόμα και μια πορεία σταδιακής εξαφάνισης των Ελλήνων από την Κύπρο. ‘Οταν οι οργανωτές της ημερίδας αυτής μου ζήτησαν να εκδώσουν τα κείμενα των ομιλιών  αποφάσισα να ξαναδώ λίγο το θέμα, επιχειρώντας να το εντοπίσω ακόμα περισσότερο στα ζητήματα που πιστεύω ότι έχουν σήμερα σημασία και λαμβάνοντας υπόψιν μου και την πιο πρόσφατη εμπειρία από την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών.

 

Θα αναρωτηθείτε ίσως γιατί έθεσα έναν «προκλητικό», «παράξενο» τίτλο («κράτος και εθνική ομάδα υποψήφιοι να αυτοκτονήσουν») στον τίτλο μου. Μερικές φορές, ορισμένοι φίλοι με εγκαλούν ως «υπερβολικό» ή «τρομοκρατικό». Λυπούμαι, αλλά τον τίτλο τον έβαλα κυριολεκτικά, όσο για τις «υπερβολές» ή την «τρομοκρατία», ας μου επιτραπεί να πω ότι χρειαζόμαστε επιχειρήματα και όχι επίθετα, κυριολεξία και όχι στρογγυλέμματα. Δυστυχώς, δυστυχέστατα, η πραγματικότητα είναι μερικές φορές τόσο «απίστευτη» ή τόσο «οδυνηρή», που δεν  πιστεύουμε ότι υπάρχει. Η πραγματικότητα όμως υπάρχει ανεξάρτητα του τι πιστεύουμε ή θέλουμε εμείς γι’ αυτήν.

 

Το μάθημα του σχεδίου Ανάν

 

Προτού εξηγήσω ακριβώς τι εννοώ με τον όρο «κίνδυνος αυτοκτονίας», επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι έχει ήδη γινει μια τέτοια απόπειρα το 2002-2004 με το σχέδιο Ανάν. Η ουσία του σχεδίου αυτού ήταν ο μετασχηματισμός της κρατικής εξουσίας. Παρελάμβανε μια ακρωτηριασμένη, αλλά πρακτικώς λειτουργούσα και διεθνώς αναγνωρισμένη Δημοκρατία και την μετέτρεπε σε προτεκτοράτο, δια του αποφασιστικού λόγου που θα είχαν στα πράγματα της χώρας και σε όλες τις αποφάσεις που την αφορούσαν, τρεις ξένοι δικαστές οριζόμενοι από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, και προφανώς απηχούντες την βούληση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, που θα επέλεγαν τους διαδόχους τους. (Πέραν των δικαστών, προβλεπόταν και μια ολόκληρη στρατιά ξένων αξιωματούχων, που θα αποφάσιζαν όλα τα ζητήματα των σχέσεων ανάμεσα στις κοινότητες). Η νέα Κύπρος θα ήταν ένα κράτος διοικούμενο από ξένους και διοικούμενο από δικαστές, όχι από αιρετούς εκπροσώπους του λαού.

 

Οι κάτοικοι του «κράτους» αυτού εστερούντο επίσης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, δηλαδή του δικαιώματος να διαθέτουν στρατό και να εισάγουν όπλα για την άμυνά τους, γεγονός αντίθετο με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και παγκοσμίως πρωτοφανές (τέτοιος όρος εις το διηνεκές δεν επεβλήθη ούτε καν στη ναζιστική Γερμανία και την Ιαπωνία μετά την ήττα τους, το 1945). Αντιθέτως, επετρέπετο η στάθμευση και το δικαίωμα επέμβασης ξένων δυνάμεων, Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας, η πρώτη μάλιστα διέθετε το δικαίωμα απεριόριστης στάθμευσης στρατιωτικών δυνάμεών της! (1) Τα επεμβατικά δικαιώματα των τριών δυνάμεων, αφορούσαν στην πραγματικότητα τις δύο από τις τρεις, γιατί η δράση ελληνικών στρατευμάτων στην Κύπρο είναι δύσκολη λόγω απόστασης και, κυρίως,  λόγω περιορισμένης ανεξαρτησίας της Ελλάδας και των πολιτικών της, και μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο στα πλαίσια υπάρχοντος και συνεργαζόμενου κυπριακού κράτους. Επιπλέον, επεξετείνοντο και στα εσωτερικά των δύο «ομοσπόνδων» κρατών, που συνέστηνε το σχέδιο Ανάν.

 

Το όλο συμπληρωνόταν από ένα επαχθές καθεστώς «εσωτερικής» διχοτόμησης του νησιού, στο οποίο ασκήθηκε πολύ περισσότερη κριτική απότι στο πρηγούμενο σημείο, στο οποίο όμως δεν θέλω να σταθώ γιατί έχει εν τέλει δευτερεύουσα σημασία, συγκρινόμενο με την οικειοθελή κατάργηση της κρατικής κυριαρχίας της Κύπρου που προνοούσε το σχέδιο. Το γεγονός άλλωστε ότι η κριτική εστιάστηκε περισσότερο εκεί, μαρτυρά το έλλειμμα κρατικής κουλτούρας στην Κύπρο. Η προεκλογική συζήτηση αίφνης για το αν επροτάθη ή δεν επροτάθη η «επιστροφή» της Καρπασίας στις διαπραγματεύσεις φανερώνει ότι, ακόμη και σήμερα, δεν έγινε σε βάθος, πλήρως αντιληπτός ο «μετασχηματισμός Ανάν», η κατάργηση δηλαδή του κράτους. Εκεί ακριβώς στηριζόταν η παραπλάνηση, γιατί ο Κύπριος έτεινε να νομίσει ότι θα διατηρούσε το κράτος του και θα έλυνε ταυτόχρονα το κυπριακό, έστω με «οδυνηρή» λύση. Δεν θα επιστρεφόταν όμως καμμία Καρπασία, γιατί δεν θα υπήρχε που να επιστραφεί. Δεν θα υπήρχε το κυπριακό κράτος, αν γινόταν δεκτό το σχέδιο Ανάν. Θα υπήρχε ένα ελληνοκυπριακό κρατίδιο, υποκείμενο αφενός στην τελική εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, εκπροσωπούμενων υπό «τριών ξένων δικαστών» και «τριών ξένων στρατών», αφετέρου στα «καπρίτσια» της ‘Αγκυρας. Δεν υπήρχε κανένας υποχρεωτικός μηχανισμός και μέσο τήρησης ακόμα και του σχεδίου αυτού, το οποίο είναι αμφίβολο αν τελικά θα εφήρμοζε η Τουρκία.

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε και πιθανώς δεν θα ήθελε να «διορθώσει» τα «κακώς κείμενα». Δεν διαθέτει τέτοιους μηχανισμούς, δεν θα διέθετε τέτοιο δικαίωμα και, επιπλέον, έχει επιδείξει σε πάμπολλες περιπτώσεις την προθυμία της να αποδεχθεί κραυγαλέες παραβιάσεις του δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (λειτουργία δικτύου στρατοπέδων συγκέντρωσης και βασανιστηρίων τύπου Γκουαντάναμο, με χρήση μάλιστα και του αεροδρομίου Λάρνακας, αφαίρεση κάθε πολιτικού δικαιώματος από τους σλαβικής καταγωγής «ρωσσοφόνους» κατοίκους της Βαλτικής, παράνομος βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας και βίαιη απόσπαση του Κοσόβου από την σερβική κυριαρχία και άλλα πολλά, ων ουκ έστι αριθμός). Για να το πούμε γενικότερα, κάποιος που αντιστέκεται, ακόμη και εναντίον ισχυρών δυνάμεων, μπορεί να αναπτύξει κάποιες συμμαχίες και να απολαύσει κάποια συμπαράσταση. Κάποιος που οικειοθελώς παραδίδεται, κερδίζει μόνο την περιφρόνηση εχθρών και φίλων. Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες άμυνας ενός χώρου όπως η Κύπρος, ο μόνος όμως για να υπάρξει αυτός ο χώρος, για να υπάρξει το κυπριακό κράτος, είναι να έχει τη θέληση να αμυνθεί.

 

Αν το σχέδιο Ανάν γινόταν δεκτό, η Κύπρος θα γινόταν, εσαεί και με δική της θέληση (!) όμηρος της καλής διάθεσης των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Τουρκίας. Φοβούμενη μια ανώμαλη κατάσταση στην Κύπρο, η κυβέρνηση της μητροπολιτικής Ελλάδας θα καθίστατο σταδιακώς δορυφόρος της ‘Αγκυρας, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον (δεν θα μπορούσε π.χ. να κάνει την πολιτική που κάνει τώρα ο Καραμανλής στα Βαλκάνια και με τη Ρωσία, ή να συμμετάσχει σε ένα αυριανό ευρωπαϊκό αμυντικό σχήμα, αν δημιουργηθεί). Ελλάδα και Κύπρος θα έχαναν κάθε υπόλοιπο ανεξαρτησίας διατηρούν σήμερα, στα πλαίσια μιας αμερικανοτουρκικής ζώνης νεοπροτεκτοράτων, που θα άρχιζαν από την Αδριατική και θάφταναν στον Καύκασο, το Κουρδιστάν και την Κύπρο. Η ζώνη αυτή θα παρεμβαλλόταν μεταξύ Ρωσίας και «θερμών θαλασσών», μεταξύ Γαλλογερμανίας και Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία θα γινόταν εκ των πραγμάτων μέλος της ΕΕ χωρίς υποχρεώσεις. Τόσο λόγω της θεσμοποιημένης επιρροής στις αποφάσεις της ΕΕ μέσω της ψήφου της Λευκωσίας, όσο και γιατί αν αύριο, η ΕΕ ήθελε να αυτονομηθεί στο ένα ή το άλλο ζήτημα, θα κινδύνευε να της προκύψει μια εθνοτική διαμάχη τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου στο εσωτερικό της.

 

Δεδομένων των προνοιών του σχεδίου Ανάν, αλλά και της σοβαρότητας του τουρκικού κράτους, εν αντιθέσει με τη ραγιάδικη, ψοφοδεή νοοτροπία που επικρατεί διαχρονικά, με μικρές εξαιρέσεις, σε μεγάλο μέρος του ελλαδικού και ελληνοκυπριακού πολιτικού προσωπικού, και δεδομένου ότι η Τουρκία είναι ήδη στο νησί, όχι μόνο δεν θα «αφομοιωνόντουσαν» οι Τουρκοκύπριοι και έποικοι από τους Ελληνοκύπριους, δεν θα «επικρατούσαν» οι Ελληνοκύπριοι, όπως νομίζουν οι δήθεν «συμφιλιωτές», αλλά μακροχρόνια θα κινδύνευαν να γίνουν οι τελευταίοι παρακμάζουσα μειοψηφία. Σε αντίθεση με τους λαούς των αποικιών, οι Ελληνοκύπριοι δεν θα είχαν τη συμπαράσταση κανενός, αφού θα είχαν οι ίδιοι καταργήσει, δια της ψήφου τους, τα δικαιώματά τους. Εχθροί και φίλοι θα τους περιφρονούσαν και θα τους οίκτιραν, όχι άδικα άλλωστε. Τον ξεσηκωμένο ραγιά, ακόμα κι αν τον πολεμάς, κάπου τον σέβεσαι. Τον εθελόδουλο όχι.   

 

Βεβαίως το σχέδιο Ανάν απερρίφθη το 2004, εν μέρει και χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία (αλλαγή κυβέρνησης σε Ελλάδα και Κύπρο, καθυστέρηση Ερντογάν, «κλείδωμα» ένταξης Κύπρου, αποφασιστική στάση Προέδρου Παπαδόπουλου, στάση Καραμανλή). Σήμερα οι περισσότεροι πολιτικοί Κύπρου και Ελλάδας δηλώνουν ότι ανήκει στο «παρελθόν», περιλαμβανομένων και όσων τότε συμφώνησαν, αποφεύγουν όμως επί το πλείστον να εξηγήσουν σε τι ακριβώς διαφωνούν με αυτό που τότε συμφωνούσαν – το ζήτημα δεν είναι πως θα ονομάζεται, αλλά τι θα προβλέπει ένα σχέδιο «λύσης» του κυπριακού.

 

Δεν είναι φρόνιμο όμως να ξεχάσουμε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ελλαδικής και κυπριακής πολιτικής ελίτ υποστήριξε, με ή χωρίς ενθουσιασμό το σχέδιο Ανάν και ετάχθη τελικά υπέρ της υπερψήφισής του! ‘Οτι το σχέδιο Ανάν υποστηρίχθηκε από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ σε Ελλάδα-Κύπρο. ‘Οτι στην πραγματικότητα δεν ήταν σχέδιο Ανάν, αλλά το σχέδιο που έδωσαν στον Ανάν να παρουσιάσει οι πολιτικοί ηγέτες Ελλάδας και Κύπρου, γι’ αυτό (και εξαιτίας των μυστικών διαβεβαιώσεων που προφανώς είχαν δώσει τα περισσότερα κόμματα) οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ηγέτες ήταν βέβαιοι ότι θα εγκρινόταν και διαμαρτύρονταν εκ των υστέρων γιατί απερρίφθη. ‘Οτι οι συντριπτικά περισσότεροι συνταγματολόγοι και νομικοί και διεθνολόγοι της χώρας το καταδίκασαν μετά βδελυγμίας, αλλά μόνον μετά την καταψήφισή του! Κι αυτό συνέβη όχι σε κάποιο δευτερεύον ή πρωτεύον ζήτημα πολιτικής, αλλά στα θεμέλια της κρατικής συγκρότησης του κυπριακού κράτους, δηλαδή στη βασική προϋπόθεση, στον σύγχρονο κόσμο, της ύπαρξης, ασφάλειας και ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου.

 

  

Μια «αναπηρία» στο κέντρο της ελλαδικής και κυπριακής κρατικής συγκρότησης

 

Η ίδια η εμφάνιση του εξωφρενικού σχεδίου Ανάν μαρτυρά ένα σοβαρό «έλλειμα» κρατικής οργάνωσης, κρατικής κουλτούρας, ανεξαρτησίας και δημοκρατικής συνείδησης που δεν απέβη μοιραία το 2004, μπορεί όμως να αποβεί στο μέλλον, μια βαθύτατη σύγχυση ως προς την ίδια την ιδέα του κράτους, της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας. Ομολογεί επίσης την «ανεπάρκεια» του κράτους, του πολιτικού προσωπικού και των κοινωνιών Ελλάδας και Κύπρου.

 

Ο ελληνικός λαός πραγματοποίησε τρεις μεγάλες επαναστάσεις σε διάστημα δύο αιώνων: την Επανάσταση του 1821, τη δεύτερη μεγάλη ευρωπαϊκή επανάσταση μετά τη γαλλική, την μεγαλειώδη εθνική αντίσταση (1940-1944), που απέκτησε επίσης στην πορεία έντονα κοινωνικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά και την επανάσταση της ΕΟΚΑ (1955-59), πρωτοπόρα στο κύμα εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων που συγκλόνισε την ανθρωπότητα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και έκανε την Κύπρο παράδειγμα προς μίμηση και θαυμασμό σε τρεις ηπείρους. Η Επανάσταση όμως του 1821 ήρθε πολύ αργά για να επωφεληθεί της απήχησης του Διαφωτισμού και των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και πολύ νωρίς για να εκμεταλλευθεί την προϊούσα αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, δεν φάνηκε να διαθέτει μια επαρκή κοινωνική βάση για το έργο που έθεσε στον εαυτό της. ‘Ηδη, ο εμφύλιος πόλεμος του 1823-24, υπονομεύει την Επανάσταση αυτή, που δεν αποτυγχάνει μεν εντελώς, οδηγεί όμως στη δημιουργία ενός κράτους εν πολλοίς προτεκτοράτου των τριών Μεγάλων Δυνάμεων και, ιδίως, της Μεγάλης Βρετανίας. Η εξάρτηση της Ελλάδας από ξένες δυνάμεις θα συμβάλει αργότερα αποφασιστικά (αν και δεν είναι ο μόνος παράγοντας) στην καταστροφή του 1922.

 

Αν η Επανάσταση του 1821 ήταν μια αστραπή στη νύχτα της Ιεράς Συμμαχίας, πούχε τότε καλύψει την Ευρώπη, η αντίσταση που προέβαλε ο ελληνικός λαός στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι ήταν η πιο σημαντική, λαμβανομένου υπόψιν του μεγέθους της χώρας, που προβλήθηκε στο Τρίτο Ράιχ. Λίγοι λαοί, οι Σέρβοι, οι Σοβιετικοί, οι ‘Αγγλοι, οι Πολωνοί, μπορούν να καυχηθούν για τέτοιο ηρωϊσμό. Η εξάρτηση όμως της ηγεσίας της αντίστασης από το Κρεμλίνο και ο καθαρά ταξικός, «αντεθνικός» ρόλος του «αστικού» πολιτικού κόσμου, που έβλεπε τον ευατό του όχι ως ηγεσία της Ελλάδας αλλά ως προέκταση των αγγλικών συμφερόντων, οδήγησε σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο και στη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο, της Βρετανίας αρχικά, των ΗΠΑ μετά το 1947. Η ηγεσία αυτού του αμερικανικού προτεκτοράτου ήταν που πρόδωσε, και δεν μπορούσε να γίνει αλλοιώς, με τις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης, το 1960, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και δεν τους επέτρεψε να ασκήσουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, που αναγνωρίστηκε σε τόσους και τόσους λαούς των αποικιών. Αυτό το αμερικανικό προτεκτοράτο, στην τελική και πιο υποτελή μορφή του, αυτή της χούντας του Ιωαννίδη, συμμετείχε, από κοινού με την Τουρκία, στην «δίπρακτη» επιχείρηση καταστροφής της Κυπριακής Δημοκρατίας και δολοφονίας του Προέδρου της που οργάνωσε ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αμερικής Χένρι Κίσσινγκερ και η CIA το 1974. Χρειάστηκε να περιμένουμε το 2000-2004, για να δούμε την ελλαδική πολιτική ηγεσία να «καθοδηγεί» πάλι την ελληνοκυπριακή ηγεσία και πάλι στον δρόμο της υποταγής, αποκαλύπτοντας τον «κρυφό», «εσωτερικό», αλλά τόσο υπαρκτό μηχανισμό εξάρτησης του ελληνικού χώρου που παραμένει και σήμερα ενεργός, θέτοντας σε κίνδυνο της εθνική ασφάλεια του ελληνικού λαού σε Κύπρο και σε Ελλάδα. Η απόλυτα εύλογη και θεμιτή επιθυμία των Ελληνοκυπρίων να ενωθεί το νησί τους με την Ελλάδα (τόσο εύλογη και θεμιτή, όσο και η ανάγκη των Τουρκοκυπρίων να τύχουν κάθε προστασίας) ματαιώθηκε και στη θέση της δημιουργήθηκε ένα ανεξάρτητο κράτος εξ αρχής υποθηκευμένο στην εσωτερική λειτουργία του με τα υπέρογκα βέτο και διεθνώς με το σύστημα εγγυήσεων και επέμβασης, που χρησιμοποίησε η Τουρκία το 1974.

 

Το κυπριακό πρόβλημα είναι προπάντων ένα πρόβλημα αυτοδιάθεσης, ένα πρόβλημα αντιαποικιακό στην ουσία του, στο οποίο ήρθε να προστεθεί στη συνέχεια, με την συνδρομή του αποικιοκράτη, μια εθνοτική σύγκρουση και μια εισβολή τρίτης δύναμης. Είναι επίσης μια ακόμη εκδήλωση του προβλήματος εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου, που υποθήκευσε την ιστορική του ανάπτυξη, τον καταδίκασε συχνά σε αυταρχικά καθεστώτα και εμπόδισε την κρατική, εθνική ολοκλήρωση του ελληνικού λαού. Φυσικά οι ‘Ελληνες είμαστε ικανοί για εθνικισμό, για σωβινισμό και για εγκλήματα, όπως και όλοι, ανεξαιρέτως, οι λαοί και τα κράτη του κόσμου, περιλαμβανομένων των «φτωχών Τουρκοκυπρίων», που αξίζουν μεν τη συμπαράστασή μας αν εξεγείρονται εναντίον του τουρκικού στρατιωτικού καθεστώτος, δεν αξίζουν όμως καθόλου την «αγιοποίηση» όταν δέχονται να παίξουν τον ρόλο της εφεδρικής αστυνομίας των αποικιοκρατών ή της «στρατηγικής μειονότητας»-προσχήματος μιας εισβολής και διεκδικεί προνόμια χάρη στην ισχύ του τουρκικού στρατού και όχι στα εύλογα δικαιώματά της.

 

‘Οσοι επικαλούνται τα πραγματικά ή υποθετικά εγκλήματα κατά των Τουρκοκυπρίων, το κάνουν κυρίως για να δικαιολογήσουν την παραίτησή τους από την υπεράσπιση του δικαιώματος των Ελληνοκυπρίων να αυτοκυβερνώνται. Η υποδούλωση όμως των Ελληνοκυπρίων, της καταπληκτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού, στην Αγγλία, την Αμερική και την Τουρκία είναι επίσης έγκλημα, διαρκές και πολύ βαρύτερο από αυτά που επικαλούνται για να την δικαιολογήσουν. Ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και κομμουνιστής, ο Ναζίμ Χικμέτ, συνιστούσε το 1955 στους συμπατριώτες του να μη δοκιμάσουν να σταματήσουν τον αγώνα των Κυπρίων για τη λευτεριά τους γιατί η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί!

 

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πολύς διεθνισμός σε όλη αυτή την ψευτοπροσέγγιση, από την οποία απουσιάζει παντελώς η ειλικρίνεια, υπάρχει κυρίως κυνισμός και προσπάθεια ωραιοποίησης. ‘Οπως είναι επίσης για κλάματα η προσπάθεια κατασκευής εκ του μη όντος μιας κυπριακής εθνικής ταυτότητας. Η Βρετανία έκανε στον ελληνικό χώρο αυτό που έκανε παντού αλλού με τις αποικίες: θεσμοθέτησε στις ρυθμίσεις που κληροδότησε την αρχή του «διαίρει και βασίλευε». ‘Οπως έκοψε ένα «φιλέτο» της Αραβίας και το ονόμασε Κουβέιτ, όπως οι Γάλλοι έκαναν το ίδιο με τον Λίβανο, έτσι ακρωτηρίασε και τον ελληνικό χώρο, δίνοντας με το ένα χέρι μια τυπική ανεξαρτησία στην Κύπρο και υπονομεύοντάς την παντοιοτρόπως με το άλλο. Ακόμη και στι μέρες μας, τι προτείνει το βασικό θινκ τάνκ των ατλαντιστών, το Ιντερνάσιοναλ Κράιζις Γρκουπ – να διακόψει η Αθήνα κάθε λειτουργία ενιαίου αμυντικού δόγματος. Αφού κατάφεραν να αποτρέψουν την ελληνική εθνική ολοκλήρωση στη δεκαετία του 1950 και 1960, οι ‘Αγγλοαμερικανοί και οι Τούρκοι θέλουν αφενός να στερήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία από την αλληλεγγύη (της στρατιωτικής αλληλεγγύης περιλαμβανομένης) της Ελλάδας και να «απαλλάξουν» την Ελλάδα από το κυπριακό. Δεν θέλουν την Ελλάδα να συνδράμει την Κύπρο, θέλουν όμως την Κύπρο ως μοχλό διαρκούς πίεσης και ομηρίας της Ελλάδας.

 

Γι’ αυτό και θα ήταν απολύτως γελοία, αν δεν ήταν ιδιοτελής και εθνικά επικίνδυνη, η διαχεόμενη από το ελλαδικό κατεστημένο άποψη ότι πρέπει, επιτέλους, να «απαλλαγούμε» από το κυπριακό. Με τέτοιες αντιλήψεις η Ελλάδα οδηγήθηκε στην αποστασία και στη δικτατορία, παρολίγον να οδηγηθεί σε γενικό πόλεμο με την Τουρκία και πληρώνει σήμερα τον μισό προϋπολογισμό της σε όπλα. Ελλάδα και Κύπρος είναι αμοιβαίως εξαρτημένες κατά τρόπο αναπόφευκτο – είναι καλύτερα να αναγνωρίσουν αμφότερες αυτή τη βαθιά στρατηγική πραγματικότητα, από το να προσπαθούν να την αποφύγουν, συσσωρεύοντας καταστροφές.

 

Η πολύ σύντομη αυτή ιστορική νύξη δεν γίνεται για να ξαναγράψουμε εκ των υστέρων την ιστορία, αλλά για δύο άλλους λόγους. Πρώτον, για να δείξουμε ότι στον ελληνικό χώρο (Ελλάδα και Κύπρο) λειτουργούν πάντα ισχυροί μηχανισμοί εξάρτησης από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, που αντιστρατεύονται το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον του ελληνικού λαού και των δύο κρατών που αυτός αναγνωρίζει ως δικά του. Δεύτερον, για να υπογραμμίσουμε ότι η στρατηγική του «καλού παιδιού», που συνήθως χαρακτηρίζει την ελλαδική και κυπριακή πολιτική ηγεσία, οδηγεί σε εθνικές τραγωδίες. Τρίτο, ότι η λογική, που δεν διατυπώνεται ποτέ ανοιχτά, υφέρπει όμως με σαφήνεια σε πολλές πολιτικές στρατηγικές, να δώσουμε την Κύπρο στους Αγγλοαμερικανούς για να βγάλουν από τη μέση την Τουρκία δεν ισχύει. Θα πάρουν ότι τους δώσουμε, δεν θα βγάλουν όμως την Τουρκία από την Κύπρο (άλλωστε οι ίδιοι την έβαλαν!).

 

Ο γράφων δεν είναι εναντίον των συμβιβασμών. Αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι προς το συμφέρον μας να τα βάλουμε με τις ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη, ότι δεν θέλουμε πιθανώς να καταβάλουμε πάντα το τίμημα που απαιτεί μια μαχητικότερη υπεράσπιση των εθνικών μας δικαιωμάτων, ότι χφρειάζονται, στην πολιτική, όπως και στη ζωή συμβιβασμοί. Επιπλέον, μια μικρή Κύπρος και μια Ελλάδα-μπάχαλο, κατάφεραν να μετατρέψουν πρακτικά τις θεμιτές εθνικές τους διεκδικήσεις σε μοχό πίεσης εις βάρος τους, με το πολιτικό προσωπικό να εξαντλείται συχνά στην προσπάθεια να κοροϊδέψει τους πολίτες ως προς την ουσία των ρυθμίσεων που διαπραγματεύεται. ‘Ενας ισορροπημένος συμβιβασμός μπορεί να είναι σώφρων επιλογή. Αλλά το παν είναι να μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιοί συμβιβασμοί είναι αποδεκτοί, στα πλαίσια μιας α ή β κατάστασης, και ποιοί είναι απράδεκτοι. Γιατί μερικές φορές το τίμημα του συμβιβασμού μπορεί επίσης να είναι πολύ μεγαλύτερο από το τίμημα της αντίστασης. Αλλά και γιατί η αξιοπρέπεια δεν είναι μόνο ηθική ιδιότητα, είναι και προϋπόθεση εθνικής και κοινωνικής επιβίωσης.

 

Το δυσάρεστο είναι ότι πολλές φορές ο συμβιβασμός έχει γίνει στον ελληνικό χώρο «ιδεολογία», με την κατά Μαρξ έννοια του όρου – κυρίως γιατί η άρχουσα τάξη Ελλάδας και Κύπρου επιχειρεί έτσι να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Μιλάμε π.χ. για «λύση του κυπριακού» χωρίς να προσδιορίζουμε το περιεχόμενο αυτού του όρου, με τον οποίο άνετα συμφωνεί η ‘Αγκυρα και οι πάντες (το σχέδιο Ανάν «έλυνε» το κυπριακό καταλύοντας το κυπριακό κράτος). Μιλάμε για «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία», ως να είναι το απαύγασμα της παγκόσμιας πολιτικο-νομικής εξέλιξης, δεν απαντάμε όμως στο ερώτημα των ερωτημάτων: ποιός θα κάνει κουμάντο στη διζωνική-δικοινοτική ή όποια άλλη ομοσπονδία, ποιός θα έχει το νόμιμο δικαίωμα να παίρνει αποφάσεις και τα μέσα να τις εφαρμόζει. Καταλήγουμε έτσι αντί να συζητάμε τακτικές και στρατηγικές, να ανταλάσσουμε ιδεολογικές κατηγορίες, με την κυρίαρχη άποψη να παραμένει, αν και τραυματισμένη μετά το 2004 το «ανήκουμε εις την Δύσιν και ας κυττάξουμε να τα βρούμε στα εθνικά έστω και με κάποιο σκόντο», («ειρήνη ή πόλεμος;» συνόψισε το τρομοκρατικό του δίλημμα ο Κώστας Σημίτης), και από την άλλη μια «αμοιγής» εθνική άποψη, που θέλει μεν να αγωνιστεί υπέρ των εθνικών συμφερόντων, δεν αποδέχεται όμως καμμία έννοια τακτικής ή συμβιβασμού (εν αμύνει τελούσα)

 

Η έννοια της εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου, στην οποία αποδώσαμε τόση σημασία προηγουμένως, δεν είναι ένα απλό φαινόμενο, δεν πρέπει να γίνει κατανοητή ως «πολιτικοί πουλημένοι στους ξένους». Συμβαίνει και αυτό και συχνά μάλιστα, αλλά θα ήταν απλοποίηση και χυδαιοποίηση του προβλήματος να το ανάγουμε σε αυτό. Ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, νοοτροπίες, παραδόσεις, λειτουργούν εδώ. Η ιστορική εμπειρία μπορεί να είναι καλός σύμβουλος, μόνο όμως όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία της. Αλλοιώς είναι το ιδανικό μέσο για την παραπλάνηση ενός λαού, αφού τον οδηγεί στη χρήση όμοιων εργαλείων σε διαφορετικές καταστάσεις και άρα στην ήττα!

 

Για πολλούς αιώνες, όσοι ένοιωθαν ‘Ελληνες ή Χριστιανοί, απλός λαός ή «ελίτ» έπρεπε να λειτουργούν στα πλαίσια της Οθωμανικής ή άλλων Αυτοκρατοριών. Εβγαλαν το συμπέρασμα, εν μέρει τουλάχιστον ορθό, στις συνθήκες της εποχής, ότι πρέπει «να φιλάς το χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις». Μερικοί μάλιστα δεξιοί της «υποτέλειας» ή και «μαρξίζοντες αντιεθνικιστές» θέλουν να το γενικεύσουν, υποστηρίζοντας αφενός ότι κακώς έγιναν οι εθνικές επαναστάσεις που διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ότι τα έθνη είναι παντελώς αυθαίρετες «κατασκευές» οικονομικών συμφερόντων, ή ότι σήμερα τείνουν προς εξαφάνιση οι εθνικές διαμάχες και το εθνικό ζήτημα δεν υφίσταται. Πρόκειται κατά τη γνώμη μας για γελοίες, αν όχι υστερόβουλες απόψεις και δεν θα χρονοτριβήσουμε ανασκευάζοντάς τες. Το εθνικό ζήτημα και τα έθνη απεδείχθησαν οι ισχυρότερες κοινωνικές δομές στον εικοστό αιώνα και αρκεί να ανοίξει κανείς το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση για να δει αν οι εθνικές διαμάχες είναι ξεπερασμένες. Το ζήτημα δεν είναι να τσουβαλιάζουμε εθνικισμούς καταπιεστών και καταπιεσμένων στο ίδιο τσουβάλι, ονομάζοντας διεθνισμό την υποταγή των δεύτερων στους πρώτους, αλλά να αντιμετωπίσουμε δημοκρατικά το πρόβλημα, αφού βέβαια πρώτα το αναγνωρίσουμε. Τα ηθικοπλαστικά κυρήγματα όχι μόνο δεν βοηθάνε στην επίλυση των υπαρκτών ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά την εμποδίζουν, γιατί κρύβοιυν την πραγματικότητα και τους λόγους της διένεξης, δηλ. το πρόβλημα που λένε ότι θέλουν να λύσουν και να αντιμετωπίσουν.

 

Επειδή όμως έχουμε ζήσει αιώνες σε καθεστώς υποτέλειας κι επειδή φάγαμε και τις «σφαλιάρες» του 1922, του 1955 και του 1974, η ιδεολογία της υποτέλειας είναι βαθιά ριζωμένη στην κοινωνική συνείδηση, πολύ περισσότερο στη συνείδηση της ελίτ. Αυτό προκαλεί δύο αντίθετες στάσεις. Την κυρίαρχη, που ζητάει διαρκώς συμβιβασμούς, καταλήγοντας να διαπραγματεύεται την ίδια την κρατική κυριαρχία και ξεχνώντας ότι τις μεγαλύτερες καταστροφές τις πάθαμε όταν είμαστε περισσότερο υποτελείς στους ξένους, όχι όταν τους αντιστεκόμαστε. Και μια πιο περιθωριακή, που αρνείται να δει το πραγματικό πρόβλημα του συσχετισμού δυνάμεων, της τακτικής και της στρατηγικής, εν ονόματι μιας «αμοιγούς» εθνικής τοποθέτησης (επειδή τα τελευταία χρόνια τα μέσα είναι στα χέρια των φορέων της πρώτης άποψης, η δεύτερη παρουσιάζεται ως γραφική ή περιθωριακή). Κατά βάθος, η υποτέλεια ανταγωνίζεται με την εξεγερσιακή διάθεση στο ίδιο το DNA του ‘Ελληνα, αδυνατώντας συνήθως να συντεθεί σε μια ισορροπημένη στάση, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.

 

Η υποτέλεια ήταν ίσως μια σώφρων επιλογή στην Ελλάδα πριν το 1821, στην Κύπρο πριν το 1931. Μετά, δεν ήταν δυνατή ως στάση. Από τη στιγμή που αποκτήσαμε τα θεσμικά χαρακτηριστικά των ανεξαρτήτων κρατών, δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε με τις μεθόδους των υποτελών στον Σουλτάνο ή στη Βασίλισσα της Αγγλίας. ‘Οσο «προσαρμοσμένη» κι αν είναι η πολιτική μας στους «πλούσιους και ισχυρούς», αυτοί δεν θέλουν κάτι λιγότερο από την κρατική μας υπόσταση και μας το είπαν οι ίδιοι επανειλημμένως (2). Γιατί αν είσαι κάπως ανεξάρτητο και δημοκρατικό κράτος, μπορεί σήμερα να είσαι φιλοαμερικανικό και αύριο να τους φύγεις. Αν όμως παραιτηθείς από την κρατική και διεθνή υπόστασή σου τότε δένεσαι για πάντα στο άρμα τους. Κι επειδή ο τουρκικός στρατός είναι μετά το 1974 στην Κύπρο, θα είμαστε εντελώς ανόητοι για να μη συνειδητοποιήσουμε ότι, χωρίς στεγανοποίηση της Κύπρου από την Τουρκία, η τελευταία (υπό δημογραφική πίεση τελούσα) θα ακολουθήσει υποχρεωτικά μια πολιτική συνέχισης και έντασης του εποικισμού, που θα αλλάξει τη δημογραφική σύσταση του νησιού, μόνο σίγουρο μέσο για την κατάληψή του. Αν δε τελικά η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ, η πολιτική αυτή θα ενταθεί ακόμα περισσότερο. (Το 1974, η Τουρκία δεν κατέλαβε ολόκληρη την Κύπρο, κυρίως γιατί ήξερε ότι δεν θα είχε τι να κάνει την ελληνική πλειοψηφία του νησιού. ‘Οπως είπε ο Ναπολέων, με τις λόγχες κάνεις τα πάντα, εκτός από το να καθήσεις απάνω τους. Τόσο οι «εθνικόφρονες» όμως, όσο και οι «ενδοτικοί» παρ’ημίν, δεν μπορούν να αναλύσουν σωστά την τουρκική πολιτική, γιατί δεν μπορούν να μπουν στη θέση υποκειμένου με αυτοπεποίθησης. Είτε τρομάζουν και πανικοβάλλονται, είτε αρνούνται τον κίνδυνο).

 

Η νοοτροπία του «καλού παιδιού» κερδίζει μόνο την περιφρόνηση των κυρίαρχων, που δεν ενδιαφέρονται μόνο για τα χαμόγελα των πολιτικών, αλλά θέλουν να πάρουν πίσω και τις «κολοβές» έστω θεσμικές κατακτήσεις των υποτελών. Απόγονοι ραγιάδων, πιστεύουμε ασυνείδητα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον Ηγεμόνων – δεν δίνουμε μεγάλη σημασία σε θεσμούς, συμφωνίες κλπ. Εμμένουμε στο δίκαιο, όχι για το διεκδικήσουμε, αλλά για να εκλιπαρήσουμε τρίτους να το εφαρμόσουν μόνοι τους υπέρ μας. Επειδή οι τρίτοι, με τους οποίους συναλλασόμαστε, δεν βλέπουν τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ από τα γλοιώδη χαμόγελα της υποτέλειας – ζητάνε και τους θεσμούς, ζητάνε την υπογραφή μας. Γιατί ξέρουν ότι όσο δεν την έχουν πάρει, δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν και να διαιωνίσουν την υποταγή μας. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε τεχνικές επίβίωσης που

ταιριάζουν στην παρούσα κατάσταση, εγκαταλείποντας μεθόδους που ίσως ήταν αποτελεσματικές το 1700.

 

Μερικοί θεωρούν ότι κακώς εξερράγη η κυπριακή επανάσταση του 1955-59. Είναι προφανώς ανόητο συμπέρασμα, γιατί οι επαναστάσεις δεν ρωτάνε ούτε τους ιστορικούς, ούτε τους φιλοσόφους, πότε και πως θα ξεσπάσουν, και γιατί χωρίς αυτές θα ζούσαμε ακόμα στα σπήλαια. Αλλά κι αν το υιοθετήσουμε αυτό το συμπέρασμα, για τις ανάγκες του συλλογισμού μας, πάλι δεν μπορούμε να γυρίσουμε την ιστορία πίσω, ούτε από το 1955, ούτε από το 1974. Δεν μπορούμε να «ξαναπαίξουμε» το 1960 γιατί έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Θάχε μεγάλο νόημα να εξαντλήσουν οι ‘Ελληνες κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, αυτό όμως είχε, αν είχε, νόημα μέχρι το 1974. Μπορούν να το κάνουν και σήμερα, γιατί όχι, αυτό όμως που προέχει στις σημερινές, πολύ αλλαγμένες συνθήκες, μετά το 1974, είναι να διατηρήσουν την κρατική τους κυριαρχία τουλάχιστον εκεί που μένουν! Δεν μπορεί το δευτερεύον, η λύση του κυπριακού, να υπερβαίνει την ανάγκη του πρωτεύοντος, την ασφάλεια και επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, που δεν μπορεί να εξασφαλισθεί, σήμερα και όχι το 1700, παρά μόνο με την ανεμπόδιστη άσκηση της κρατικής κυριαρχίας τους. Αλλά το σχέδιο Ανάν καταργούσε το κυπριακό κράτος, υπήγαγε τους Κυπρίους στην εξουσία τριών ξένων δικαστών και τριών ξένων στρατών.

 

Το 1972-74, οι δυνάμεις που ήθελαν να διαλύσουν το κυπριακό κράτος χρησιμοποίησαν τον ελληνικό και τουρκικό εθνικισμό, τις βόμβες και τις δολοφονίες. Σήμερα χρησιμοποιούν τον (ψευτο)διεθνισμό (της Αυτοκρατορίας) και την «αντιεθνικιστική» ιδεολογία. Πριν το 1974, θα μπορούσαμε ίσως να συζητήσουμε την άποψη ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν απειλούμενη μειονότητα. Μετά το 1974, είναι η δημογραφικώς μεν ασθενέστερη, στρατιωτικώς δε ισχυρότερη μειονότητα-πρόσχημα που χρησιμοποείται για την καταπίεση της πλειοψηφίας. ‘Οσο για τη φτώχεια και τα μύρια όσα προβλήματά τους, μάλλον υπεύθυνη είναι η ‘Αγκυρα και η ηγεσία τους, και όχι οι διωγμοί των Ελληνοκύπριων. Αν χρησιμοποιήσουμε λάθος την εμπειρία του 1960-74 θα καταπολεμάμε τον ελληνικό εθνικισμό νομίζοντας ότι επανενώνουμε την Κύπρο, αντί να κινητοποιούμε τον εθνισμό της μεγάλης πλειοψηφίας των Κυπρίων για να αντισταθούμε στον ιμπεριαλισμό των Αγγλομερικανών και τον επεκτατισμό της Τουρκίας. Αυτό είναι επίσης ένα δεύτερο παράδειγμα λάθους χρήσης της ιστορικής εμπειρίας, μέσω του υστερόβουλου και καθοδηγούμενου από τις αποικιακές δυνάμεις μετασχηματισμού της σε «ιδεολογία». ‘Οπως όμως έλεγε ο Λένιν, αλλά ξέχασαν πολλοί οπαδοί του, απαιτείται κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης.

 

Κράτος και ιδιοκτησία

 

Στην εποχή μας και στις κοινωνίες μας η έννοια της ιδιοκτησίας είναι δεδομένη. Κάθε αντικείμενο, ακόμα και ιδέες ή καλλιτεχνικά δημιουργήματα έχουν ιδιοκτήτη. Μπορούμε φιλοσοφικά να συζητήσουμε για την αξία του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας (που δεν ήταν πάντα και παντού τόσο εδραιωμένος όσο νομίζουμε σήμερα), αλλά δεν είναι του παρόντος. Γεγονός είναι ότι συνιστά ένα σύστημα θέσμισης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που πρακτικά λειτουργεί και τις ρυθμίζει. Αν βέβαια ένα άτομο το παρακάνει προσβάλλοντας το δίκαιο θα διακινδυνεύσει ένα έγκλημα εναντίον του, αν μια τάξη το παρακάνει θα διακινδυνεύσει μια εξέγερση, γενικά όμως το σύστημα λειτουργεί, σε συνθήκες τουλάχιστο σχετικής ευημερίας και οικονοικής σταθερότητας. Κάθε αντικείμενο έχει ιδιοκτήτη, ακόμα και στα πλαίσια μιας οικογένειας, κι αυτή η κατάσταση έχει ορισμένα πλεονεκτήματα. ‘Ενας φρόνιμος πατέρας μοιράζει σαφώς την κληρονομιά στα παιδιά του – ακόμα κι αν έχουν κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους δεν σκοτώνονται γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο διαμάχης. Αν όμως δώσετε σε δύο καλούς φίλους μια περιουσία να τη μοιράσουν, πιθανώς θα τους κάνετε εχθρούς.

 

Αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση, ίσως είναι προϊστορική και βάρβαρη στην πραγματικότητα, μπορεί να αντικατασταθεί σε εκατό ή χίλια χρόνια από έναν αληθινά «πολιτισμένο πολιτισμό», αυτή όμως είναι. Στο επίπεδο της διεθνούς ζωής, του συνταγματικού και του διεθνούς δικαίου, των διεθνών σχέσεων, το αντίστοιχο της ιδιοκτησίας είναι η κρατική κυριαρχία, το νόμιμο, διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα δηλαδή ενός λαού να κάνει αυτός κουμάντο στον τόπο του, να παίρνει τις αποφάσεις που τον αφορούν. Αν ορίζεται σαφώς ο έχων το νόμιμο δικαίωμα, τότε δυσκολεύονται οι διενέξεις των εχθρών. Αν δεν ορίζεται σαφώς, τότε και φιλικές δυνάμεις μπαίνουν στον πειρασμό της διένεξης.

 

Γι’ αυτό και τα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους θεωρούν αιτίες πολέμου την κρατική τους κυριαρχία, δεν την παζαρεύουν όπως έγινε με το σχέδιο Ανάν! Το κράτος άλλωστε, με όλες τις ανεπάρκειες και τα ελαττώματά του, είναι η μόνη διεθνώς σταθερή και υπαρκτή δομή. Παραιτούμενος κάποιος από το κράτος του δεν θα βρεθεί σε μια παγκόσμια σοσιαλιστική ομοσπονδία ή σε κάποιον κόσμο όμορφο, αγγελικά πλασμένο, αλλά θα γίνει «κοινότης εις αναζήτηση κηδεμόνα». Ούτε καν η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση δεν είναι κρατική οντότητα και δεν έχει τρόπο να υπερασπιστεί τα μέλη της. Η συμμετοχή στην ΕΕ μπορεί να είναι ατού, δεν λύνει το πρόβλημα εθνικής ασφάλειας.

 

Στην πραγματικότητα, η πείρα όλης της ευρωπαϊκής ιστορίας μετά το 1945, της Κύπρου περιλαμβανομένης, καταδεικνύει ότι όλες οι πολεμικές συγκρούσεις στην ήπειρο σημειώθηκαν σε καταστάσεις αμφισβητούμενης, θολής, μπερδεμένης  κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι μπερδεμένες καταστάσεις με ξένους δικαστές και ξένους στρατούς που έχουν δικαίωμα επέμβασης είναι συνταγή προς καταστροφή.

 

Λεφτά, ειρήνη και πόλεμος

 

Ακούω ότι αν η Κύπρος γίνει Σιγκαπούρη, όλα αυτά τα περί κρατικής κυριαρχίας χάνουν τη σημασία τους. Μέγα λάθος. Τα λεφτά δεν αποτρέπουν τους πολέμους, τους προκαλούν. Η Κύπρος είναι σήμερα, δεν θα γίνει αύριο «Σιγκαπούρη» και είναι τέτοια γιατί είναι διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος και γιατί δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία σε κανένα για το ποιός κάνει κουμάντο βορείως ή νοτίως της πράσινης γραμμής, άρα δεν υπάρχει γεωπολιτική αβεβαιότητα για την επιχείρηση που θα εγκατασταθεί στο νησί. Η ευημερία του νησιού δεν θα οδηγήσει στην ειρήνη, καθιστώντας περιττή την κρατική κυριαρχία, θα την καταστήσει περισσότερο αναγκαία, γιατί θα προσθέσει στη γεωπολιτική και την οικονομική επιβουλή.

 

Η ίδια η πείρα της Κύπρου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Ο Τούρκος διοικητής της το 1821 Μεχμέτ Κιουτσούκ ζήτησε από τον Σουλτάνο να προχωρήσει σε εκατοντάδες εκτελέσεις Ελλήνων, όχι τόσο γιατί το επέβαλε η επαναστατική τους δράση, όσο για να βρει την ευκαιρία να αρπάξει τις μεγάλες περιουσίες τους (Διονύση Διονυσίου, «Η ‘Αγνωστη Κύπρος του 1821», στο «1821, οι αθέατες όψεις», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, Αθήνα, σελ. 107). Ενάμισυ αιώνα αργότερα, η Βυρηττός δεν είναι μακριά από την Κύπρο, για να την ξεχνάνε τόσο εύκολα οι Κύπριοι. Αξίζει να προσθέσουμε ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε σε μια περίοδο «παγκοσμιοποίησης», ακόμα πιο προχωρημένης από τη σημερινή και οι εμπορικές ανταλλαγές Γαλλίας και Γερμανίας έφτασαν στο ιστορικό ζενίθ τους την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος. Η άποψη ότι η δημοκρατία και το ελεύθερο εμπόριο εμποδίζουν τους πολέμους αμφισβητείται από όλη την ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας, από την αρχαία Αθήνα και τη Μήλο, μέχρι την Αμερική και το Ιράκ.

 

‘Ενας Κύπριος πολιτικός πρώτης γραμμής μου είπε μια μέρα ότι αν δώσουμε 5000 δολλάρια σε κάθε έποικο θα ξαναγυρίσει στην Τουρκία. Με τέτοιες ιδέες στα κεφάλια μας θα βρεθούμε κάποια μέρα όλοι μαζί στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ο Τούρκος έποικος δεν είναι ένας απλός «φουκαράς», έχει πίσω του ένα πολύ σοβαρό κράτος! Είναι αλήθεια ότι οι Αγγλοαμερικανοί θάθελαν ένα νησί-προτεκτοράτο και χρηματιστηριακό κέντρο υπό τον έλεγχό τους. Στα Βαλκάνια, ευνόησαν την ανάδειξη σειράς μικροπροτεκτοράτων, κέντρων παντός οργανωμένου εγκλήματος και ανεξέλεγκτης δράσης ξένων μυστικών υπηρεσιών. Θα ήθελαν ίσως να κάνουν την Κύπρο μια τέτοια «Σιγκαπούρη». Και γιατί νομίζουν οι πανέξυπνοι «φωστήρες» μας, τύπου Βασιλείου, ότι θα αναθέσουν τη διοίκηση μιας τέτοιας Σιγκαπούρης στους αιρετούς εκπροσώπους της πλειοψηφίας των κατοίκων της; Το αντίθετο θα συμβεί. Θα ευνοήσουν τη μεταβολή επί το «πολυεθνικότερο» της δημογραφικής σύστασης του πληθυσμού, για να απαλλαγούν από την ενοχλητική «λεπτομέρεια» ότι οι κάτοικοι της Κύπρου είναι κατά το 80% ‘Ελληνες κι όσο μένουν ‘Ελληνες, όλο και κάτι «θα ζητάνε» από το δικαίωμά τους να διαφεντεύουν την πατρίδα τους.

 

 

Το πεδίο «επιτρεπτών» λύσεων του κυπριακού

 

Αν μπούμε, με ένα νέο σχέδιο «λύσης» του κυπριακού, σε καταστάσεις «θολής», «ασαφούς», κρατικής κυριαρχίας στην Κύπρο, αυτό θα δημιουργήσει όχι συνθήκες ειρηνικής επίλυσης, αλλά εθνοτικής διαμάχης τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου, με ότι συνεπάγεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ευημερία της Λευκωσίας θα αυξήσει, δεν θα μειώσει τον πειρασμό τρίτων να εκμεταλλευθούν τη «θολούρα» ως προς την κρατική κυριαρχία για της «βάλουν χέρι». Αυτό ακριβώς προσδιορίζει και το εύρος των δυνατών, επιτρεπτών «λύσεων» του κυπριακού. Αν παίξουμε εκτός αυτού του πλαισίου, θα έχουμε βάλει σε μεγαλύτερη προτεραιότητα την «λύση του κυπριακού» και την «άρση της διχοτόμησης» από την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων, για να απαλλαγούμε από την κατηγορία ότι δεν θέλουμε λύση του κυπριακού. Το πιθανότερο αποτέλεσμα μιας τέτοιας ρύθμισης θα είναι μια τραγωδία χειρότερη από αυτή που είχαμε το 1963 και το 1974, ως αποτέλεσμα, και τότε, μιας κακής συμφωνίας.

 

Πρόσφατα, σε μια συνέντευξή του, ο Πρόεδρος Χριστόφιας τάχθηκε εναντίον της παρουσίας ξένων δικαστών και αξιωματούχων στο μέλλον κυπριακό κράτος. Θεωρώ ότι αυτή είναι μια πολύ θετική εξέλιξη και θέλω να πιστεύω ότι θα αποτελέσει εφεξής πυξίδα του πολιτικού κόσμου της Κύπρου. Γιατί η παρουσία ή μη ξένων κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε κράτος και σε προτεκτοράτο. Και το προτεκτοράτο, με τη μορφή που το επαναφέρει ένα σχέδιο Ανάν ή Μπανάν, δεν είναι μόνο αναξιοπρεπής, είναι και καταστροφική λύση. (Η απουσία ξένων είναι η εσωτερική προϋπόθεση κράτους, η απουσία επεμβατικών δικαιωμάτων και ξένων στρατών, η πλήρης κατάργησή τους είναι η εξωτερική).

 

Κράτος σημαίνει νόμισμα και στρατό. Γι’ αυτό πιστεύω  ότι η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αναθεωρήσει τη θέση της περί αποστρατιωτικοποίησης. Εξωτερικά, δεν απειλεί κανένα με τον στρατό της. Εσωτερικά, αν θέλουμε κοινό κράτος με τους Τουρκοκύπριους, αν μπορούμε να δημιουργήσουμε βάσεις κοινού κράτους, τότε μπορούμε και πρέπει να δημιουργήσουμε και κοινό στρατό. Αν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε, τότε δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε κοινό κράτος. Ποιός θα προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της Κυπριακής Δημοκρατίας; Ο στρατός είναι εξάλλου και κατεξοχήν εργαλείο συγκρότησης συνείδησης κράτους. Αυτοί που λένε ότι πιστεύουν τόσο πολύ στην κυπριακή ταυτότητα, την ταυτότητα δηλαδή του γενημμένου στην Κύπρο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί οι Κύπριοι δεν αποτελούν εθνότητα, δεν καταλαβαίνω γιατί θέλουν αποστρατιωτικοποιημένη Κύπρο. Μια Κύπρο δηλαδή στο έλεος των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, γιατί με τον όρο αποστρατιωτικοποίηση έχουμε καταλήξει να εννοούμε την οικειοθελή απεμπόληση από τους Κυπρίους του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Ακόμη και η Μάλτα διαθέτει στρατιωτικές δυνάμεις. Γιατί δεν πρέπει να διαθέτει η Κύπρος, χώρα που έχει υποστεί εισβολή και βρίσκεται σε τόσο στρατηγικό σημείο; Γιατί πρέπει οι Κύπριοι να είναι εσαεί πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε κράτος ειδικών αναγκών; Τι σημαίνει «αποστρατιωτικοποίηση» αν παραμείνουν τα βρετανικά στρατεύματα; Γιατί κάθε φορά που ξύνουμε την «κυπριακότητα», βρίσκουμε πάντα τη «βρετανικότητα» πίσω της;

 

‘Εχω εξαιρετικά μεγάλες επιφυλάξεις για τη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών που άρχισε με μεγάλες προκαταβολικές ελληνικές παραχωρήσεις, με διορισμό σε υπεύθυνες θέσεις των αρχιτεκτόνων και πρωταγωνιστών του σχεδίου Ανάν, χωρίς σαφές πλαίσιο αναζήτησης λύσης. Ο κ. Ταλάτ που, όπως όλοι οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έχει έλλειμμα σοβαρότητας, το ξεκαθαρίζει σε κάθε περίπτωση. Θέλει το 50% της Κύπρου και την Τουρκία στην Κύπρο. Θέλει παραμονή όλων των εποίκων. Εμείς τι συζητάμε ακριβώς μαζί του; Για ποιό λόγο δεχόμαστε και μάλιστα προτού καλά-καλά αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις την παραμονή εποίκων; Πως θα διαφοροποιήσουμε τους Τουρκοκύπριους από τους εποίκους και την Τουρκία, όταν δεχόμαστε εμείς εξ αρχής την παρουσία τους, νομιμοποιώντας ένα από τα πιο κραυγαλέα εγκλήματα πολέμου της Τουρκίας στην Κύπρο; Εδώ δεν πρόκειται καν για υπερβολικές, απαράδεκτες τουρκοκυπριακές απαιτήσεις που γίνονται λόγω κάποιας «ανασφάλειας», προϊόντος μιας δικής μας «κακής συμπεριφοράς» στο παρελθόν (λες και εμείς δεν έχουμε υποστεί, εις την νιοστήν μάλιστα, την «κακή συμπεριφορά» της άλλης πλευράς). Εδώ πρόκειται για θρασείες απαιτήσεις, στηριγμένες στις λόγχες και στον «τσαμπουκά» (μην ασκείς κριτική στην Τουρκία, γιατί θα θυμώσει, είπε δημόσια ο κ. Ταλάτ στον κ. Χριστόφια).

 

Θεωρώ ότι αυτού του είδους η διαπραγματευτική τακτική τείνει να αποθρασύνει την τουρκοκυπριακή και τουρκική ηγεσία, αποτρέποντας και όχι προκαλώντας διαφοροποίηση Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας. Τέτοια διαφοροποίηση μπορεί να προκληθεί από τη σταθερότητα και τη σαφήνεια, όχι από την ευελιξία. Βεβαίως πρέπει οι Τουρκοκύπριοι να νοιώσουν ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν και πολλά να κερδίσουν από τη συμμετοχή τους σε ένα κυπριακό σχέδιο. Αλλά η συμμετοχή τους σε ένα κυπριακό σχέδιο συνεπάγεται το κόψιμο του ομφάλιου λώρου από την Τουρκία – δεν μπορεί να τα έχουν όλα ταυτόχρονα. Ούτε μια μειοψηφία εν τέλει και οι απαιτήσεις της μπορούν να ανατρέψουν το δικαίωμα της ελληνικής συντριπτικής πλειοψηφίας να ασκεί εξουσία, να κάνει κουμάντο. Ούτε μπορούν οι ‘Ελληνες να μην εκδηλώνουν τον εθνισμό και όχι εθνικισμό τους, γιατί θα παρεξηγηθούν οι Τούρκοι. Χρειάζεται να βρεθεί μια δύσκολη, σύνθετη ισορροπία, ανάμεσα στην απαραίτητη καλλιέργεια του εθνισμού, της εθνικής ταυτότητας, του ισχυρότερου όπλου ενός λαού που απειλείται και στην απαραίτητη καταπολέμηση ενός εθνικισμού, που δεν μας βγήκε ποτέ σε καλό. Δυστυχώς, συχνά οι πολιτικοί και οι δημόσιοι παράγοντες δυσκοελύονται πολύ, λόγω και της σύνθετης φύσης του προβλήματος, να βρουν έναν δρόμο ανάμεσα στα δύο άκρα.

 

Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι μπορεί να βρεθεί αξιοπρεπής και ασφαλής λύση  του κυπριακού, όσες παραχωρήσεις κι αν κάνουμε, εφόσον δεν πιεσθεί η Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, αν πιεσθεί, θα ενδώσει. Η Αθήνα έχασε τη σημαντικότερη ευκαιρία που της δόθηκε μετά το 1974 στο κυπριακό, μην απαιτώντας από την ‘Αγκυρα την αποχώρηση του στρατού της από την Κύπρο, το 1999 και το 2004, όταν έδωσε το πράσινο φως στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Λευκωσία έχασε δύο ευκαιρίες. Το 2005 όταν ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας δήλωσε ότι είναι αδιανόητη η έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης με μια Τουρκία που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ (ενώ η Μέρκελ, με επιστολή της, χαρακτήριζε απαράδεκτη την κατοχή της Κύπρου). Το 2006, όταν υπό την πίεση της κυβέρνησης της Αθήνας, η Λευκωσία συγκατατέθηκε να σταματήσει τα «μικρά βέτο» και να δεχθεί επανάκριση της Τουρκίας το 2009. Προσδιόρισε έτσι μόνη της την περίοδο μέχρι τότε ως περίοδο πιέσεων για την επαναφορά μιας παραλλαγής του σχεδίου Ανάν.

 

Η Ελλάδα συγκατατέθηκε στην τουρκική ένταξη γιατί έτσι ήθελαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τον προφανή κίνδυνο να καταστρέψει η ίδια το στρατηγικό ώφελος από τη συμμετοχή της στην ΕΕ. ‘Οχι μόνο δεν αντήλλαξε το «ναι» με αξιοπρεπή λύση του κυπριακού, άρση της απειλής στο Αιγαίο, διακοπή του ανταγωνισμού εξοπλισμών κλπ., αλλά βρισκόμαστε τώρα στο σημείο η τουρκική ενταξιακή πορεία να καθίσταται μοχλός πίεσης στην Κύπρο και την Ελλάδα, με τους πολιτικούς μας να καλούνται να εξωραϊσουν την απώλεια της κυριαρχίας των κρατών μας, βαφτίζοντάς την «λύση του κυπριακού» ή «ελληνοτουρκική συμφιλίωση», βαφτίζοντας «πολυεθνικότητα» την υποτέλεια, «διεθνισμό» την υποταγή στην Αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα μια τέτοια πολιτική δεν οδηγεί στην ειρήνη και δεν προετοιμάζει συμβιβασμό, διαμορφώνει τους όρους μελλοντικών συγκρούσεων ή, στην «καλύτερη» περίπτωση, επιδεινώνει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού χώρου. Ο ανταγωνισμός των δύο χώρων είναι μια πολύ δυσάρεστη και επικίνδυνη κατάσταση, δεν αντιμετωπίζεται όμως, επιδεινώνεται το πρόβλημα και καθίσταται αδύνατη η λύση του με τις διαρκείς υποχωρήσεις.

 

Παραμένει ακατανόητο γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα δεν κάνουν και δεν στηρίζουν μια διεθνή πρόταση για αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής από την Κύπρο, με ανάπτυξη στα κατεχόμενα μιας ευρωπαϊκής δύναμης ασφάλειας, και με δέσμευση της Δημοκρατίας να μην επεκτείνει στον Βορρά την κυριαρχία της, έως ότου λυθεί το κυπριακό. Πως είναι δυνατόν να πετύχουν κάτι Ελλάδα και Κύπρος συμπεριφερόμενοι ως διεθνείς επαίτες; Σήμερα, διεθνώς, ούτε η κυπριακή, ούτε η ελληνική διπλωματία κάνουν το παραμικρό για να ενημερώσουν τη διεθνή κοινή γνώμη για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το 1974, ή για τους λόγους που οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν. Τι μπορεί να κερδίσει μια διπλωματία που φιλοδοξεί να μαζέψει όσα ψίχουλα, αν μείνουν, από τα τραπέζια διεθνών διαβουλεύσεων που είναι διατεθειμένες να της αφήσουν Λονδίνο, Ουάσιγκτον και ‘Αγκυρα;

 

Σε ότι αφορά την ίδια την (αγγλικής βέβαια εμπνεύσεως, όπως και όλα στο κυπριακό) διαδικασία των διακοινοτικών δεν επιτρέπει, όπως είναι δομημένη, στην κοινωνία του νησιού να γίνει υποκείμενο, να αποφασίσει τι θέλει και γιατί το θέλει, να «μιλήσει». Βρισκόμαστε στο οξύμωρο σημείο να συζητούνται, εν κρυπτώ και εν παραβύστω, ακόμα και τα «ζητήματα καθημερινότητας»!

 

‘Οταν οι Ελληνοκύπριοι λένε ότι θέλουν λύση του κυπριακού, εννοούν ότι θέλουν να παύσουν να βρίσκονται σε ειδικό καθεστώς, σε μια Κύπρο με κυπριακό. Ενστικτωδώς, και ορθά, διαισθάνονται ότι τελούν υπό απειλή με το κυπριακό άλυτο. Ο κίνδυνος είναι ο φόβος που δημιουργεί η απειλή να τους οδηγήσει να πάνε εκεί που φοβούνται, για να απαλλαγούν από το φόβο τους, με ένα μηχανισμό πασίγνωστο στους ψυχολόγους.Ο κίνδυνος είναι επίσης να νομίσουν ότι, επειδή έχουν συνηθίσει τον κίνδυνο, δεν υπάρχει. Αν δεχθούν, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, συνθήκες, ανταλλάγματα ή υποσχέσεις την κατάλυση του κράτους τους, θα διακινδυνεύσουν την καταστροφή τους.

 

Δεν θέλησα στο σημείο αυτό να εστιάσω στις διάφορες λύσεις του κυπριακού και στα συγκριτικά υπέρ ή κατά τους για δύο λόγους. Πρώτο, είναι υπόθεση των ιδίων των Κυπρίων να αχθούν στο σημείο εκείνο που θα τους επιτρέψει να διατυπώσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες και να συζητήσουν μεταξύ τους. ‘Οσο δεν το κάνουν, δεν μπορούν να υπερβούν την κατάσταση του αντικειμένου και όχι υποκειμένου της ιστορίας τους. ‘Εχω την αίσθηση ότι είμαστε ακόμα πολύ μακριά από αυτό το σημείο. Κανονικά, των συνομιλιών επίλυσης, θα έπρεπε να προηγηθεί μια ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση στην κυπριακή κοινωνία για το τι θέλει, ενδεχομένως μια προ-συντακτική συνέλευση ή και προ-δημοψηφίσματα. Δεν εκπονούνται συντάγματα σε μυστικές διαβουλεύσεις διπλωματών υπό την καθοδήγηση Αγγλων και Αμερικανών απεσταλμένων. Δεύτερο και κυριότερο, είναι αδύνατη η εξεύρεση οποιασδήποτε αξιοπρεπούς και ασφαλούς λύσης του κυπριακού με την παρούσα απροθυμία των πολιτικών ηγεσιών σε Ελλάδα και Κύπρο να χρησιμοποιήσουν τα πολιτικο-διπλωματικά όπλα που διαθέτουν για να πιέσουν την Τουρκία. Τρίτο, γιατί η απειλή κατάλυσης της Δημοκρατίας είναι τόσο μεγάλη και τόσο διαρκής που αναγκαστικά συγκεντρώνει κανείς εκεί την προσοχή του.’Ισως στο μέλλον μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω μια ανάλυση των δυνατών λύσεων ή «μη λύσεων» του κυπριακού. Προς το παρόν όμως μοιάζουμε να έχουμε πάλι εγκλωβιστεί σε μια διαδικασία που κινδυνεύει να οδηγήσει σε «μονόδρομους» τύπου Ανάν, μονόδρομους που καταλήγουν στην αυτοκτονία των Ελλήνων της Κύπρου.  Ελπίζω να έχω άδικο. Ελπίζω επίσης από την εμπειρία του σχεδίου Ανάν και του δημοψηφίσματος να μην έχουν αντλήσει μαθήματα μόνον οι εχθροί της Κύπρου. Εμείς πάντως, δεν πρόκειται να απαλλαγούμε από την εχθρότητά τους βαφτίζοντάς τους φίλους μας.

 

Μάιος 2008

 

 (*) Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Διετέλεσε ειδικός συνεργάτης στο Γραφείο του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και για πολλά χρόνια ανταποκριτής ελληνικών και ευρωπαϊκών ΜΜΕ στη Μόσχα. ‘Εχει γράψει δύο βιβλία για το κυπριακό, «Η Κύπρος σε παγίδα» (Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2008) και «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Αθήνα, εκδ.Λιβάνη, 2004). Για το βιβλίο αυτό ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε ότι «πρέπει να το διαβάσουν όλοι οι ‘Ελληνες»

(1)   Για μια ανάλυση του σχεδίου Ανάν δες Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, «Η Αρπαγή της Κύπρου» (Λιβάνης, 2004), του ιδίου «Η Κύπρος σε παγίδα» (Λιβάνης. 2008), ‘Αγγελου Συρίγου, «Το σχέδιο Ανάν», (Πατάκης, 2006)

        (2)  Είναι παραλογισμός μια ανεξάρτητη Ελλάδα, έλεγε ο Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα το 1841. Σε μερικά εδάφη της Κοινοπολιτείας δεν θα αποδοθεί ποτέ ανεξαρτησία, έλεγε ο Υπουργός Αποικιών της Βρετανίας το 1954

------------------------------------------------------------------------------------------

Η Διαφορετική Γλώσσα στις Τεχνικές Επιτροπές

 

Του δρα. Χριστόδουλου Χριστοδούλου*

 

ΣΗΜΕΡΙΝΗ 25/05/2008

 

Κανονικά δεν θα έπρεπε να δημιουργεί έκπληξη η εύγλωττη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια στις 15 Μαΐου, σε συνέντευξή του σε τουρκοκυπριακή εφημερίδα, ότι « Τα μέλη των τεχνικών επιτροπών και των ομάδων εργασίας δεν ομιλούν την ίδια γλώσσα». Μια δήλωση που συμπυκνώνει παραστατικά την έκδηλη απογοήτευση του κ. Χριστόφια για τη μέχρι τώρα εργασία που έχει γίνει στις εν λόγω ομάδες και επιτροπές.

 

 «Αρχίσαμε καλά», είπε ο κ. Χριστόφιας, «αλλά υπάρχει πρόβλημα». Βέβαια, μέσα στα πλαίσια της σωστής τακτικής, δηλαδή οι δηλώσεις και οι εκτιμήσεις να τεκμηριώνονται για να είμαστε πειστικοί, αλλά και για να μη δημιουργούμε την εντύπωση ότι προδικάζουμε είτε το αδιέξοδο είτε την αποτυχία της εν εξελίξει διαδικασίας, ο κ. Χριστόφιας πρόσθεσε ότι «είναι νωρίς να μιλήσουμε για αδιέξοδο» και υπέδειξε ότι δεν θα ήταν σωστό, από δικής του πλευράς, να προβεί σε δημόσια εκτίμηση, δεδομένης της συνάντησής του με τον Τ/Κ ηγέτη κ. Ταλάτ στις 23 Μαΐου.

 

Η πρώτη εκτίμηση του κ. Χριστόφια, που αποτελεί αποτίμηση των μέχρι τώρα αποτελεσμάτων των συζητήσεων στις 13 επιτροπές και ομάδες δεν είναι ούτε λανθασμένη ούτε υπερβολική. Και επιβεβαιώνει, δυστυχώς, τις επιφυλάξεις που σχεδόν όλοι διατυπώσαμε σχετικά με το κατά πόσον (α) η άλλη πλευρά είχε πράγματι διαφοροποιήσει τις άκαμπτες , παράλογες και απαράδεκτες θέσεις της πάνω σε σοβαρές πτυχές που άπτονται της ουσίας, της βιωσιμότητας και της λειτουργικότητας μιας εξευρεθησόμενης λύσης και (β) αν οι συγκυρίες, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την Τουρκία, με την εξοντωτική διαμάχη μεταξύ του στρατιωτικού κατεστημένου και του πρωθυπουργού κ. Έρντογαν , ήταν τέτοιες που να δικαιολογούν στοιχειώδη, έστω, αισιοδοξία ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επιτυχία της αναληφθείσας νέας προσπάθειας.

 

Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να ψέξει τον κ. Χριστόφια γιατί ενέδωσε στις πιέσεις ή τις έντονες υποδείξεις και συγκατένευσε να μετάσχει η δική μας πλευρά στο νέο κύκλο των διαβουλεύσεων. Κριτική , όμως, μπορεί να γίνει για το γεγονός ότι οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι και τα Ηνωμένα Έθνη μας έσυραν κυριολεκτικά στη νέα διαδικασία χωρίς να γίνει η αναγκαία προεργασία και χωρίς να διασφαλισθεί ότι συνέτρεχαν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις ώστε και η νέα προσπάθεια, η οποία συνοδευόταν, μάλιστα, με την πομπώδη, αν όχι και εκβιαστική επικάλυψη της «τελευταίας ευκαιρίας για επίλυση του κυπριακού προβλήματος», να μην αποτύχει και να μην οδηγηθεί σε αδιέξοδο προτού ακόμη ουσιαστικά αρχίσει.

 

Μακάρι να διαψευσθούμε όσοι είχαμε επιφυλάξεις και, ακόμη, μακάρι οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, κυρίως αυτοί, να μη εξώθησαν τις δύο πλευρές σε συνομιλίες απλά και μόνο για να δώσουν άλλοθι στην Τουρκία και να διευκολύνουν την ενταξιακή της πορεία. Τούτο θα διαφανεί σύντομα, αν δεν άρχισε ήδη να διαφαίνεται.

 

Προσωπικά θα ενδιατρίψω στη σχηματική και, ταυτόχρονα, απογοητευτική επισήμανση του Ελληνοκύπριου ηγέτη κ. Χριστόφια ότι «άλλη γλώσσα και όχι την ίδια ομιλούν τα μέλη των τεχνικών επιτροπών και των ομάδων εργασίας». Θα επικαλεσθώ και πάλιν την προσωπική μου εμπειρία, πικρή και πολύ απογοητευτική, που αποκόμισα κατά τις συζητήσεις μας με την άλλη πλευρά στα πλαίσια της τεχνικής οικονομικής επιτροπής στις 29 Φεβρουαρίου και τις 5 Μαρτίου, 2004, με κύριο θέμα τις διάφορες, σοβαρές και ζωτικής σημασίας,  πτυχές του χρηματοπιστωτικού τομέα.

 

Δεν θα εξαντλήσω, στο περιορισμένης εκτάσεως αυτό σημείωμα, όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, ομολογουμένως, μιλούσαμε διαφορετική γλώσσα με την άλλη πλευρά στις εικοσάωρες και πλέον συζητήσεις μας, γιατί τούτο θα απαιτούσε την έκδοση ολόκληρου βιβλίου, πράγμα που σκοπεύω να πράξω σε κατοπινό στάδιο. Θα περιορισθώ, μόνο, σε μια χαρακτηριστική, μέσα από την οποία αναδύονται όχι μόνο η διαφορετική γλώσσα που μιλούσαμε, αλλά και η αλαζονία, η υπεροψία, ο παραλογισμός και ο ετσιθελισμός των σουλτάνων νικητών προς τους ραγιάδες ηττημένους.

 

Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στο θέμα του κοινού νομίσματος. Μίλησα στη συνάντηση πρώτος και ανέπτυξα με τεκμηριωμένα επιχειρήματα ότι έχουμε ήδη κοινό νόμισμα και αυτό είναι η λίρα της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Πρόκειται, είπα, για το νόμισμα που ισχύει από την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, με διεθνή αξιοπιστία και εγκυρότητα και ισχυρή και σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία. Δεν βλέπω, συνεπώς, καμιά δυσκολία σε αυτό το θέμα, πολύ περισσότερο, μάλιστα, που και τώρα οι Τ/Κ συμπατριώτες μας χρησιμοποιούν ευρύτατα την Κυπριακή λίρα και την προτιμούν έναντι της Τουρκικής λίρας που έχει επιβληθεί στην κατεχόμενη Κύπρο».

 

Η αντίδραση της κυρίας Αϊσιέ, λεγόμενης Υπουργού Οικονομικών του ψευδοκράτους, υπήρξε άμεση: «Μα  η λίρα σας είναι η λίρα της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης, είπε, και όχι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εμείς θέλουμε ως κοινό νόμισμα μια νέα λίρα, η οποία θα είναι το κοινό νόμισμα του νέου Ομόσπονδου Κυπριακού Κράτους.»

 

Η δική μου αντίδραση  ήταν παραστατική. Πήρα από την τσέπη μου μια κυπριακή λίρα, την πρόταξα διακεκριμένα και διάβασα : «KIBRIS MERKEZ BANKASIBIR LIRA. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ – ΜΙΑ ΛΙΡΑ. Αυτή, είπα, ξανά, δυνατά, είναι η κυπριακή λίρα, το κοινό νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.»Η κα Αϊσιέ ανταπάντησε χωρίς χρονοτριβή: «Αυτή είναι η λίρα της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης . Δεν μπορεί να είναι το κοινό νόμισμα του νέου ομόσπονδου κράτους που θα ιδρυθεί από τις δύο καθόλα και σε όλα ισότιμες κοινότητες της Κύπρου».

 

Ο προεδρεύων της συνάντησης, Αμερικανός αξιωματούχος, που είχε χρησθεί λειτουργός των Ηνωμένων Εθνών για τους σκοπούς των εργασιών της Τεχνικής Οικονομικής Επιτροπής, παρέμεινε άφωνος, αλλά προδήλως απογοητευμένος. Το ίδιο και ο τεχνοκράτης παρατηρητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ματζαφέρο, Ιταλικής καταγωγής, ο οποίος ρωτήθηκε, στη συνέχεια, από την τουρκική αντιπροσωπεία, αν μπορούμε να υιοθετήσουμε επισήμως ως κοινό νόμισμα το Ευρώ. Η απάντηση του κ. Ματζαφέρο υπήρξε αρνητική. Υπέδειξε, συναφώς, ότι το ευρώ δικαιούνται να έχουν ως επίσημο νόμισμά τους μόνο κράτη που μετέχουν στην Ευρωζώνη.

 

Για σκοπούς πληρότητας της σύντομης αυτής αναφοράς στη συζήτηση που έγινε τότε για το επίμαχο θέμα, καθώς και για άλλα συναφή, περί των οποίων θα γίνει λόγος σε προσεχή μου σημειώματα από αυτή τη στήλη, θα πρέπει να τονισθεί ότι, όταν η Τ/Κ πλευρά εστερείτο οικονομικών ή τεχνοκρατικών επιχειρημάτων, κατέφευγε στην επίκληση των πολιτικών κριτηρίων. Όταν, για παράδειγμα, έθεσα κατ’ επανάληψη το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι η κυπριακή λίρα επιβάλλεται να είναι το κοινό μας νόμισμα γιατί είναι διεθνώς αποδεκτή ως έγκυρη, αξιόπιστη και πανίσχυρη και, συνεπώς, συμφέρει και στους τουρκοκύπριους να την αποδεχτούν, η κα. Αϊσιέ μου υπέδειξε έντονα: «Ναι, αλλά λησμονείτε ότι στα σοβαρά αυτά θέματα για μας προέχουν τα πολιτικά και όχι τα οικονομικά ή τα τεχνοκρατικά κριτήρια. Εμείς είμαστε η μία από τις δύο πλήρως ισότιμες συνιστώσες  πολιτικές οντότητες που θα καθιδρύσουν  πάνω σε ίση βάση σε όλους τους τομείς τη νέα Ομόσπονδη Κυπριακή Πολιτεία».

 

Αυτή ήταν η πάγια θέση της σε κάθε περίπτωση που επικαλούμασταν την ανάγκη να ληφθεί στοιχειωδώς υπόψη η αρχή της πλειοψηφίας και, μάλιστα, ιδιαίτερα στην περίπτωση των οικονομικών θεμάτων, δεδομένου, ότι θα ήταν παράλογο και προκλητικό το 8% της συνολικής κυπριακής οικονομίας, που αντιπροσώπευε τότε η Τ/Κ πλευρά, να εξισούται σε αριθμητική εκπροσώπηση και κατανομή πολιτειακής εξουσίας με το 92% της οικονομίας, που αντιπροσώπευε η Ε/Κ πλευρά. Η απάντηση της ψευδοϋπουργού ή των τοποτηρητών της Άγκυρας που μετείχαν στην αντιπροσωπεία των Τ/Κ ήταν, όταν προτάσσαμε αυτή τη θέση, πάντοτε στερεότυπη: «Αυτή είναι η θέση μας την οποία δεν πρόκειται να διαφοροποιήσουμε. Αν την δέχεσθε, τότε προχωρούμε. Αν δεν την δέχεσθε, τότε η προσπάθεια θα αποτύχει. Δεν μπορείτε μόνοι σας να δημιουργήσετε ομόσπονδο κράτος χωρίς τη δική μας ισότιμη συμμετοχή.»                                                            

 

Το θέμα του κοινού νομίσματος περιεπλάκη, αργότερα, σε χειρισμούς και ρυθμίσεις, χρονικές και διαδικαστικές, απαράδεκτων και επικινδύνων σκοπιμοτήτων με βάση τις πρόνοιες του ανεκδιήγητου Πέμπτου Σχεδίου Ανάν και του Ομοσπονδιακού Νόμου για την Κεντρική Τράπεζα, ο οποίος υπέστη, ερήμην μας, τόσες και τέτοιες αυθαίρετες αλλαγές και διαφοροποιήσεις ώστε να συνάδει πλήρως  με τις στρεβλωτικές αξιώσεις και τις εξωφρενικές απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς. Πάντοτε, βέβαια, με την πλήρη στήριξη του ανεκδιήγητου κ. Ντε Σότο, ειδικού αντιπρόσωπου του Γ.Γ. των Η.Ε. και, παρασκηνιακά αλλά πιεστικά, των Βρετανών και των Αμερικανών.

 

Όπως έχω, ήδη, αναφέρει, υπάρχουν και άλλα πολλά, χαρακτηριστικά της τουρκικής αδιαλλαξίας και αλαζονίας, τα οποία είναι ανάγκη να έχουν υπόψη και ο κ. Χριστόφιας και οι Πρόεδροι και τα Μέλη των τεχνικών επιτροπών και των ομάδων εργασίας. Γιατί είμαι βέβαιος ότι θα αναβιώσουν στα πλαίσια του νέου κύκλου των συζητήσεων και συνομιλιών που έχει, διαδικαστικά, αρχίσει. Και επειδή είναι πρόδηλον ότι όλοι όσοι αγκωμαχούν να δουν το κυπριακό να λύεται με οποιοδήποτε τρόπο, αρκεί να λυθεί το συντομότερο, θα πρωταγωνιστούν με την ίδια νοοτροπία και πάλι, θα συνεχισθούν οι αναφορές μου στα όσα διαμείφθηκαν τότε στην τεχνική οικονομική επιτροπή, και στα όσα απαράδεκτα πλάστηκαν πίσω από την πλάτη μας και μας «σερβιρίστηκαν» στη συνέχεια υπό μορφή τελεσίγραφου στο εκτρωματικό σχέδιο Ανάν και τις 9,000 νομικές, καθιδρυτικές σελίδες που το συνόδευαν. Το θέμα είναι και επίκαιρο και σοβαρό γιατί άπτεται της πολιτικής βιωσιμότητας της κρατικής μας οντότητας και της φυσικής επιβίωσης του λαού μας.

 

* Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών

και τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

 

-----------------------------------------------------------------------------------------

Τα οικονομικά στις Τεχνικές Επιτροπές

 

Του δρα. Χριστόδουλου Χριστοδούλου*

* Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών

και τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

 

ΣΗΜΕΡΙΝΗ 11/05/2008

 

Είναι αρκετή η φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το θέμα της στελέχωσης των Τεχνικών Επιτροπών και των Ομάδων Εργασίας.  Με την άποψη ότι ακολουθήθηκε  σωστή επιλογή και τακτική ταυτίζεται όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση, η οποία αποδεικνύεται στην πραγματικότητα συμπολιτευτικότερη της συμπολίτευσης και όχι μόνο ως προς αυτό το θέμα.

 

Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι σχετικές με το θέμα δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου ο οποίος, μεταξύ άλλων, υπέδειξε ότι «η σύνθεση των Τεχνικών Επιτροπών έτυχε της αποδοχής και της έγκρισης της κοινωνίας καθώς και της πλειοψηφίας των κομμάτων».  Υποστήριξε, ακόμη, ότι στην ουσία δεν υπήρξαν αντιδράσεις αλλά μια διαφορετική προσέγγιση σε κάποιες περιπτώσεις.

 

Για να είμαστε αντικειμενικοί, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχει δίκαιο.  Γιατί με εξαίρεση κάποιες χλιαρές επιφυλάξεις από μέρους των συγκυβερνώντων κομμάτων του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ και άτονες αντιθετικές επισημάνσεις του ΕΥΡΩΚΟ, το κατ’ εξοχήν κόμμα της δηλωθείσας αντιπολίτευσης, ο ΔΗΣΥ δια του προέδρου του, στήριξε ανεπιφύλακτα την κυβερνητική απόφαση και επέκρινε έντονα τους αντιφρονούντες. Υποστήριξε, συναφώς, ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ ότι τα άτομα που συμμετέχουν στις Τεχνικές Επιτροπές και τις Ομάδες Εργασίας είναι ικανά να διαχειρισθούν τα θέματα για τα οποία έχουν κληθεί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.  Είπε ακόμη «δεν δέχομαι με κανένα τρόπο να μπούμε στη λογική των πιστοποιητικών πολιτικών, εθνικών ή άλλων φρονημάτων».

 

Οπωσδήποτε, ο κ. Αναστασιάδης θα είχε δίκαιο, αν ετίθετο θέμα ικανοτήτων των διορισθέντων ατόμων ή αμφισβήτησης των φρονημάτων ή ακόμη και του δικαιώματός τους να ταχθούν υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, 2004 και να υποστηρίξουν με ζήλο το πέμπτο Σχέδιο Ανάν.

 

Είναι, συνεπώς, τουλάχιστον ατυχής η επίθεση και η μομφή του εναντίον όσων εξέφρασαν επιφυλάξεις ή προέβησαν σε κριτική για τη στελέχωση των Επιτροπών και των Ομάδων Εργασίας.  Γιατί έχουν και οι αντιφρονούντες το στοιχειώδες δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη και να διατυπώσουν απόψεις.  Το αντίθετο θα ισοδυναμούσε με φίμωση και αυταρχισμό.  Και, για νάμαστε και σ’ αυτή την περίπτωση δίκαιοι και αντικειμενικοί, κανένας δεν κατέκρινε τις επιλογές του Προέδρου Χριστόφια, αφορμώμενος από τα φρονήματα ή τις ικανότητες ή τον πατριωτισμό των επιλεγέντων.  Θέμα αμφισβήτησης των εκτιμήσεων και της ορθότητας κρίσεως ετέθη, όχι όμως θέμα κινήτρων και πατριωτισμού.

 

Υπεδείχθη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διορισθέντων ήταν φανατικοί υποστηριχτές του ΝΑΙ.  Και τούτο είναι αδιαμφισβήτητο.  Όπως αδιαμφισβήτητο ήταν το δικαίωμά τους να το πράξουν.  Άλλο είναι, όμως, το ουσιαστικό στοιχείο του εγερθέντος θέματος.  Κατά πόσον, δηλαδή, τα εν λόγω άτομα θα διαφοροποιούσαν τη θέση τους αν το Σχέδιο Ανάν ή οι ουσιαστικές του πτυχές επαναφέρονταν από τον κ. Ταλάτ, με εντολή των Τούρκων στρατηγών και του Ερντογάν στις συζητήσεις των Τεχνικών Επιτροπών.  Και, ακόμη, ποιο είναι το πολιτικό μήνυμα που ο Πρόεδρος Χριστόφιας θέλησε να δώσει προς τα έσω και προς τα έξω με αυτές του τις επιλογές. 

 

Και, ως προς το πρώτο, απεδείχθη ήδη εσφαλμένη η εκφρασθείσα βεβαιότητα περί μη  επαναφοράς του Σχεδίου Ανάν, αφού ήδη η Τουρκική και η Τουρκοκυπριακή  ηγεσία κατέστησαν σαφή την πρόθεσή τους ενώ ο Προεδρικός Επίτροπος κ. Ιακώβου δεν απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο, αφού έχουμε δεσμευτεί με τη βασική θέση «όλα στο τραπέζι».  Ως προς το δεύτερο, δηλαδή το εκπεμπόμενο μήνυμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τούτο λήφθηκε και έτυχε ευμενούς αποδοχής από τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπάρχουν κρίσιμης σημασίας ζητήματα ή πτυχές τους, που θα εγείρονται ή θα προκύπτουν κατά τις συζητήσεις των Επιτροπών και για τα οποία δεν θα μπορεί να λαμβάνεται εκ των προτέρων η άποψη του κ. Χριστόφια, αφού δεν είναι δυνατόν τα πάντα εκ προοιμίου να προβλεφθούν.  Εξάλλου, μια τέτοια διαδικασία θα απέληγε σε διαρκή αδιέξοδα και χρονοτριβές με ανάλογες σε βάρος μας εντυπώσεις.  Αλλά και οι εκπρόσωποί μας στις εν λόγω Επιτροπές με ποιο ηθικό έρεισμα και με βάση ποια λογική θα αναμένεται να διαφωνήσουν σε πρόνοιες ή πτυχές του Σχεδίου Ανάν που όχι μόνον είχαν αποδεχθεί αλλά και μετά σθένους υπερασπισθεί;

 

Προσωπικά είχα την οδυνηρή εμπειρία να μετάσχω, μαζί με τον τότε Υπουργό Οικονομικών κ. Μ. Κυπριανού και συνεργάτες μας, στην Τεχνική Υπεπιτροπή για τα θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα.  Οι απόψεις που εξέφρασε η Τ/Κ πλευρά, στην παρουσία και υπό την εποπτεία εκπροσώπων του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας και γνωστών Τούρκων πανεπιστημιακών, σε καίριας σημασίας πτυχές του ζωτικού αυτού θέματος ήταν όχι μόνο αλαζονικές, προκλητικά απαράδεκτες και προσβλητικές για τη δική μας πλευρά, αλλά και σαφώς και προδήλως  αλειτουργικές.  Στην πραγματικότητα η άλλη πλευρά δεν συζητούσε αλλά υπαγόρευε σ’ εμάς επιτακτικά τις παράλογες απόψεις της, οι περισσότερες από τις οποίες υιοθετήθηκαν από τον κ. Ντε Σότο και περιλήφθηκαν στο διαβόητο Πέμπτο Σχέδιο Ανάν.

 

Ακόμη και τώρα, που μπήκαμε στη ζώνη του ευρώ και λύθηκε αυτομάτως το θέμα του κοινού νομίσματος, αφού, όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι δεν αποδέχονταν ως κοινό νόμισμα την κυπριακή λίρα, υπάρχει σωρεία θεμάτων ζωτικής σημασίας, όπως εκείνα του περιεχομένου και των οργάνων ρύθμισης και ελέγχου των Τ/Κ εμπορικών τραπεζών, της σύνθεσης των οργάνων της Κεντρικής Τράπεζας, της αναλογίας των Τ/Κ υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας του ιδρυθησόμενου Ομόσπονδου κράτους, της ανάληψης της ευθύνης για τα τεραστίων ποσών επισφαλή δάνεια των Τ/Κ τραπεζών και της μετατροπής των καταθέσεων από τουρκικές λίρες σε ευρώ, της απαίτησης για συνιδιοκτησία των συναλλαγματικών μας αποθεμάτων, και πολλά άλλα, για τα οποία επιχειρηματολογήσαμε τότε με στοιχεία και δεδομένα αλλά ματαίως.  Το πέμπτο Σχέδιο Ανάν υιοθέτησε τις Τουρκικές παράλογες και, σε πολλές περιπτώσεις, εξωφρενικές Τουρκικές θέσεις και απόψεις.

 

Πέραν των ανωτέρω, είχα την πρωτοβουλία να μελετήσω επισταμένα με τους συνεργάτες μου τις οικονομικές πτυχές του σχεδίου Ανάν και να καταλήξουμε στο τεκμηριωμένο συμπέρασμα ότι τούτο δεν ήταν οικονομικά βιώσιμο και ότι οδηγούσε σε καταστροφικά για την οικονομία μας αποτελέσματα.  Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν, στη συνέχεια, με δικές τους ανεξάρτητες μελέτες, οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομικών και του Γραφείου Προγραμματισμού, αλλά και οι τέσσερις διαπρεπείς διεθνείς οικονομολόγοι που μετακάλεσε η δική μας πλευρά για να μας συμβουλεύσουν σχετικά με τις οικονομικές πτυχές του εν λόγω Σχεδίου.    

 

Το θέμα των οικονομικών πτυχών του Σχεδίου Ανάν είναι τεράστιας σημασίας και με πολυάριθμες επιμέρους πτυχές και παραμέτρους που δεν μπορούν να εκτεθούν και να εξαντληθούν στο σύντομο αυτό σημείωμα.  Όμως, καθώς όλα δείχνουν, θα καταστεί αναγκαίο να επανέλθουμε.  Γιατί η άλλη πλευρά το έχει καταστήσει σαφές ότι θα εμμείνει στις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, τις οποίες θεωρεί κεκτημένο.  Και το μέγα ερώτημα που εγείρεται δεν είναι τα πιστοποιητικά φρονημάτων ή οι ικανότητες των οποιωνδήποτε ατόμων που στελεχώνουν τις Τεχνικές Επιτροπές, όπως το έθεσε ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ.  Το ερώτημα είναι τι θα πράξουν τα άτομα αυτά όταν βρεθούν ενώπιον των προνοιών του σχεδίου Ανάν που με ζήλο και σθένος υποστήριξαν και υπερψήφισαν στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, 2008.  Αυτή τη φορά θα τις απορρίψουν και θα φροντίσουν να πείσουν τον κυπριακό λαό ότι τώρα είναι απαράδεκτες ενώ τότε ήταν ανεπιφύλακτα αποδεκτές;

 

* Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών

και τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

---------------------------------------------------------------------------------------------------

Γιώργου Δελαστίκ, Σκόπια: "Η δική μας .... Θεσσαλονίκη".

Έθνος, 26.5.2008

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11826&subid=2&tag=8777&pubid=1030425

Τώρα μάλιστα, αυτή μας έλειπε: η... «Δεξιά του Κυρίου» των Σκοπίων! Ηρθε λοιπόν ο αρχιεπίσκοπος της ΠΓΔΜ Στέφανος και τα έκανε μπάχαλο στη Ρώμη προχθές, κατά τη διάρκεια μνημοσύνου που έγινε στην ιταλική πρωτεύουσα για να τιμηθεί η μνήμη του Αγίου Κυρίλλου. Ενώπιον του πρωθυπουργού των Σκοπίων Νίκολα Γκρούεφσκι, ο οποίος φυσικά κάθε άλλο παρά αντέδρασε στα όσα άκουσε, είπε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αγιε Κύριλλε, σήμερα, στη δική σου και τη δική μας Θεσσαλονίκη, όλα όσα έκανες είναι πέτρινα. Σήμερα, στη γενέτειρα πόλη σου έχουν γίνει όλα στάχτη και σκόνη και δεν έμεινε ούτε γράμμα από τη γλώσσα τη δική σου και τη δική μας. Στην περιοχή όπου τότε όλοι μιλούσαν όπως εσύ και όπως εμείς, σήμερα απαγορεύεται όχι μόνο να ομιλείται αυτή η γλώσσα αλλά και να υπάρχει. Δυστυχώς, εκεί διώκεται και εκτοπίζεται οτιδήποτε είναι μακεδονικό, ενώ αμφισβητείται και το όνομα της χώρας και το όνομα της εκκλησίας και η ίδια η αλήθεια»!

 

Είναι η πρώτη φορά ύστερα από αρκετά χρόνια που από τόσο εξέχοντα εκπρόσωπο του σλαβικού πληθυσμού της ΠΓΔΜ, όπως είναι ο θρησκευτικός του ηγέτης, διατυπώνονται θέσεις περί... δικής τους Θεσσαλονίκης και περί «διωγμών και εκτόπισης του οτιδήποτε είναι μακεδονικό» στην Ελλάδα. Η τοποθέτηση αυτή του αρχιεπισκόπου της ΠΓΔΜ φέρνει τις σχέσεις Αθήνας - Σκοπίων τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια πίσω. Είναι προφανές ότι ο αλυτρωτισμός στη γειτονική χώρα θα προσλάβει νέα ώθηση ύστερα από αυτές τις δηλώσεις του Σλάβου Αρχιεπισκόπου, ενώ νέες γενιές θα έρθουν σε επαφή με τη δημόσια εκφραζόμενη επεκτατικά αλυτρωτική θέση ότι η Θεσσαλονίκη είναι... δική τους! Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα δεν είναι φυσικά οι οργισμένες καταγγελίες από την ελληνική πλευρά, αλλά η ψύχραιμη εξαγωγή συμπερασμάτων και η χάραξη της γραμμής της Αθήνας στο θέμα αυτό στη βάση των νέων δεδομένων. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στη γειτονική χώρα ο αλυτρωτισμός κυριαρχεί στην ηγεσία της, ακόμη και αν έχει σχεδόν απαλειφθεί από τα επίσημα κείμενα (Σύνταγμα κ.λπ.).

Ως εκ τούτου, η ΠΓΔΜ είναι ακόμη ανώριμη πολιτικά και ιδεολογικά για συμβιβαστική λύση στο θέμα της ονομασίας, άρα η Αθήνα θα πρέπει να πάψει να ματαιοπονεί για την αναζήτηση λύσης στο άμεσο μέλλον. Πολύ περισσότερο θα πρέπει να σταματήσει αμέσως η Αθήνα να προτείνει μονομερώς συμβιβαστικές λύσεις στο θέμα του ονόματος, όπως κάνει ακόμη και δια του Τύπου η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι η στρατηγικής σημασίας υποχώρηση της κυβέρνησης Καραμανλή να αποδεχθεί σύνθετη ονομασία, η οποία να εμπεριέχει τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγό της, δεν ωφέλησε καθόλου την επίτευξη συμβιβασμού. Αντί να οδηγήσει σε προσέγγιση των δύο πλευρών, διαπιστώνουμε ότι οδήγησε σε θεαματική αναζωπύρωση του αλυτρωτισμού των Σκοπίων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχουμε πλέον μέχρι και ανοιχτά επεκτατικές δηλώσεις, όπως αυτές του αρχιεπισκόπου της ΠΓΔΜ. Η κυβέρνηση Καραμανλή οφείλει να επανεξετάσει τη στάση της. Μονομερείς παραχωρήσεις, που δεν έτυχαν ανταπόκρισης από την άλλη πλευρά, δεν έχει κανένα νόημα να παραμένουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επί πολύ. Ούτως ή άλλως συνιστά σοβαρό διαπραγματευτικό σφάλμα κάθε μονόπλευρη υποχώρηση, όταν αυτή δεν γίνεται προς διευκόλυνση του άλλου μέρους, με το οποίο όμως πρέπει να έχει υπάρξει συμφωνία και βεβαιότητα τήρησής της για να γίνει κάτι τέτοιο και σχεδόν πάντοτε με υψηλό ρίσκο. Τέλος πάντων, μετά τη διάπραξη του λάθους, οι ατυχείς υποχωρητικές προτάσεις ανακαλούνται σταδιακά δια του παγώματος, της αποφυγής κάθε αναφοράς σε αυτές και της υποβολής νέων προτάσεων, οι οποίες αγνοούν παντελώς τις αρχικές και κινούνται σε άλλη γραμμή από εκείνη που απέτυχε.

Οι δηλώσεις του αρχιεπισκόπου Στέφανου πάντως παρουσία του πρωθυπουργού Γκρούεφσκι κατέστησαν σαφές στην κυβέρνηση Καραμανλή ότι το ελληνικό βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ - ΠΓΔΜ είναι πλέον αναπότρεπτο - πιθανότατα μάλιστα για αρκετά χρόνια. Η υπουργός Εξωτερικών επομένως καλό θα είναι να εγκαταλείψει τις άκρως αμφιλεγόμενες επαφές της με την ηγεσία των Σκοπίων και να αφιερωθεί στη σωστή προετοιμασία και μεθόδευση του ελληνικού βέτο στην ΕΕ κατά της ένταξης της ΠΓΔΜ. Θα διαρκέσει πολύ αυτή η ιστορία...

ΕΝΙΣΧΥΕΙ ΤΟΝ ΑΛΥΤΡΩΤΙΣΜΟ
Σε καμία περίπτωση το «Νέα Μακεδονία»

Οι προκλητικές δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου της ΠΓΔΜ απέδειξαν ότι η αποδοχή από την κυβέρνηση Καραμανλή της αρχής μιας σύνθετης ονομασίας που συμπεριλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία, ενίσχυσαν τον αλυτρωτισμό της ηγετικής ελίτ των Σκοπίων, αντί να την οδηγήσουν στον δρόμο της αναζήτησης συμβιβασμού. Είναι προφανές πως αυτή η κυβερνητική πολιτική χρήζει αναθεώρησης. Στο μεταξύ, υπό το φως των τελευταίων γεγονότων, επιβεβαιώνεται η αντίληψη πως η ονομασία «Νέα Μακεδονία» δεν πρέπει, επ ουδενί, να γίνει δεκτή από την Ελλάδα. Θα συνέτεινε σε έκρηξη του αλυτρωτισμού με τα μυαλά που έχουν σήμερα στα Σκόπια, όπως έδειξαν οι επιθετικές δηλώσεις του αρχιεπισκόπου τους.

-------------------------------------------------------------------------------------------

 

Lying about Cyprus and selling British sovereignty
By Dr William Mallinson
 

THE DISCREDITED Annan plan’s chief PR guru, Mr Hannay, admits at the end of his personal anti-analytical book that “we [the British] had not covered ourselves with glory”, perhaps as an insurance policy against accusations of bias. Nevertheless, in his nine-page potted “history” section, he omits such vital facts as the Foreign Office’s successful efforts to divide Greece and Turkey in 1955; secret collusion with Turkey; the British role in the 1963 riots that segregated the Cypriot community; British and American agreement not to prevent a Turkish invasion in 1963/64; and the Foreign Office’s admission that the Treaty of Guarantee was contrary to the UN Charter. New documents have now been uncovered which will surely embarrass those who aim to keep Cyprus as a geostrategic hostage and out of mainstream EU security structures. The documents show that what has in the past been dismissed as irresponsible can now be considered as responsible fact.

The invasion

First is the vehemently denied British government’s foreknowledge of the Turkish invasion of 1974. As an entrée, let us recall what British Foreign Minister Callaghan said to Kissinger on August 14, 1974, after the Turkish army had “broken out”: “Well, I was just thinking – I think in military terms, obviously the Turks will carry on until they have got this line that they have figured out on the map, and cynically, let’s hope they get it quickly… You are not going to act, we are not going to act unilaterally and the UN is going to get out of the way.”

On its own, this quote displays a combination of cynicism and subservience to the US, but not definite foreknowledge. However, further evidence shows that Callaghan did have foreknowledge about Turkish plans before both the first invasion and the later “break out”: on July 19, 1974, a senior Foreign and Commonwealth Office (FCO) official informed Callaghan’s Private Secretary that the Joint Intelligence Committee was expecting a Turkish invasion within the next few days. It occurred the next day. Interestingly, the French Embassy had unsuccessfully tried to obtain information about Cyprus from the FCO, and the French Foreign Minister, Sauvagnargues, even complained to Callaghan. While the Turks were breaking the ceasefire of July 22, during the frenetic Anglo-Greek-Turkish “negotiations” in Geneva, Callaghan received a top secret letter on August 10 from the British Defence Staff, stating: “The Turkish army is looking for an excuse to continue operations. The next likely objective is to increase the size of their area to take in the entire North East of Cyprus, bounded by a line from five miles east of Morphou, through the southern suburbs of Nicosia and along the old Famagusta road to Famagusta.” The same day, the British ambassador to the UN in Geneva wrote in a top secret telegram: “The Foreign Secretary [Callaghan] is most concerned at hard line attitude being adopted by Turkish delegation at Geneva and the strong indications that they may soon attempt a major break-out from the area at present under their control.”

The false denial

How does the fact that Callaghan knew about the Turkish plans, and was even worried about them, compare with what he told a Parliamentary Select Committee on Cyprus in early 1976? To the question “You recognised, did you not, that there was to be an immediate invasion by the Turks at that time and that that was imminent?” Callaghan replied: “No”! And when asked whether there was a real danger of a further advance, he replied: “No, I do not think that was indicated at all.” Callaghan was aided and abetted at the interrogation by three senior FCO officials, acting as minders.

The British territories on Cyprus

Another fascinating revelation, only hinted at until now, was that Britain wished to give up its territories on Cyprus (the “Sovereign Base Areas”) and the retained sites dotted throughout the island. As early as 1964, a secret FO paper stated that the bases and retained sites depended in large measure on Greek Cypriot co-operation, and that a “Guantanamo position” was out of the question. The paper added: “Our sovereign rights in the SBAs and treaty rights in Republic territory will be considered increasingly irksome by the Greek Cypriots and will be regarded as increasingly anachronistic by world public opinion”. In 1970, the FCO was admitting that the bases were hostages to Cypriot good will, while in 1974 it was stating that the bases were an embarrassment. More significantly, in 1975, a secret paper stated that a solution would be difficult as long as Britain retained a physical presence in the bases, and that British strategic interests in Cyprus were now minimal. Extraordinarily, the paper admitted: “A
Although our own preferred policy is for a complete British military withdrawal from Cyprus, we recognise that we cannot do so at present, given the global importance of working with the Americans.” In this connexion, a senior US official even assured the British that the US would be able to finance the bases, secretly if necessary.

Turkey

What of the British government’s geostrategic view of Greece and Turkey? A secret paper explains: “Turkey must be regarded as more important to Western strategic interests than Greece and that, if risks must be run, they should be risks of further straining Greek rather than Turkish relations with the West.” This revealing phrase also suggests that Britain does not consider NATO members Greece and Turkey “to be part of the West”!

The Aegean

When it comes to the “strategic interests” of the US, Britain, Russia, Israel, Greece and Turkey, Cyprus is certainly a contentious topic. Putative EU interests are usually blocked by British or surrogate British disagreement whenever Greek-inspired EU initiatives on Cyprus are taken. The other major connected problem is the Aegean continental shelf around Greek islands and airspace. For the record, the State Department has written to this author stating that the US does not recognise Greece’s ten-mile air limit. As regards the continental shelf and Greek islands, however, an FCO official reported in 1975 that “…reference [of the issue] to the International Court is still seen as something rather irrelevant and that the Turks hankered firmly, however unrealistically, for a bilateral solution. This is not surprising, as they can presumably not have very much confidence in winning their case at the Court on its merits alone.”

Conclusions

The above is but a small tip of a rather grimy iceberg of documents recently released. They enable us to evaluate the whole affair with a fair degree of confidence. As regards problems with the truth, Callaghan is in illustrious company: the German Defence Minister Franz Joseph Strauß (the Spiegel Affair), the French Defence Minister Charles Hernu (the bombing of Greenpeace’s Rainbow Warrior), Margaret Thatcher (the sinking of the General Belgrano), and Donald Rumsfeld and Tony Blair (the attack on, and occupation of, Iraq). Callaghan’s name simply makes the list a little longer. Callaghan was nevertheless more diplomatic in public about the Turks than the likes of Pangalos. He told Kissinger on the telephone, however, that the Turks were too jingoistic and close to Hitler for his liking!

Guicciardini wrote that the past illuminates the future, that things have always been the same and that things return with different colours. Then is now: the whole abortive Annan plan should be seen in the context of the above revelations, indeed as a continuation of them. Britain is the US’ butler vis-à-vis its anachronistic territories on Cyprus and therefore puts offensive Turkish desires above defensive Greek ones. Since the political demise of the last of the Brito-European Mohicans, Edward Heath, in 1974, Britain has preferred to sell its sovereignty to the US rather than share it with the EU. Cyprus is a gauge.

n Dr William Mallinson, a former British diplomat, teaches British history, culture and literature at the Ionian University, Corfu and is the author of Cyprus, A Modern History, I. B. Tauris, London and New York 2005, and Papazissis (in Greek) Athens, 2005