Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ κλικ από και προς τον τίτλο για μετάβαση:

19.2.2006. Π. Ήφαιστος Κυπριακό: Στρατηγικές επιλογές και μακροπρόθεσμη διέξοδος (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 5.3.2006).

19.2.2006, Το Παρόν. Περί "Ατλαντισμού", "ευρωατλαντισμού" και ... "απορριπτικών"

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 05/03/2006

http://www.enet.gr/online/online_text?c=110&id=11072888

 Επανένωση χωρίς «σχέδια Ανάν»

 Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΗΦΑΙΣΤΟΥ*

Η επίλυση του Κυπριακού τα επόμενα χρόνια είναι πρωταρχικό ζήτημα για τους Κυπρίους αλλά και προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η πορεία δεν είναι εύκολη αλλά η επιβίωση και η επανένωση της Κύπρου δεν είναι αδύνατη.

Σκοπός πρέπει να είναι για όλους η βιώσιμη επανένωση της Κύπρου, με τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας με τρόπο συμβατό με τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα (βλ. την έκθεση των εμπειρογνωμόνων για μια ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού, αναρτημένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm).

Αυτός είναι θεμελιώδης προσανατολισμός ο οποίος, λόγω πολιτικά εγκληματικής αφέλειας την περίοδο
2001-2004, όταν δηλαδή η Κ.Δ. ήταν ήδη μέλος της Ε.Ε., η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα δεν προτάχθηκε άκαμπτα σε όλους και ιδιαίτερα στον γ.γ. του ΟΗΕ. Αντί αυτού αφέθηκαν οι Χάνεϊ και Ντε Σότο να ασελγούν πάνω στο κορμί της πληγωμένης Κύπρου, πολιτικό έγκλημα στη διάπραξη του οποίου δυστυχώς μερικοί συμμετείχαν.

Δεν υπάρχει περιθώριο για άλλα λάθη όπως αυτά της περιόδου
2001-2004. Εάν τα διαπράξουμε ξανά, η διχοτόμηση θα είναι αναπόφευκτη. Δεν δικαιούνται όμως να ομιλούν αυτοί που ευθύνονται για τη δρομολόγηση της διχοτόμησης, αυτοί δηλαδή που υποστήριξαν το διχοτομικό σχέδιο Ανάν και οι οποίοι σήμερα αδικαιολόγητα επιχειρούν να το αναβιώσουν επικαλούμενοι... τον κίνδυνο της διχοτόμησης. Η διάσωση των θεμιτών συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων τον Απρίλιο 2004 λόγω «όχι» δίνει μία ακόμη ευκαιρία για την επανένωση του νησιού.

Το πολιτικό κόστος λόγω «όχι» και ταυτόχρονα ελλείμματος πληροφόρησης κρίσιμων συντελεστών του διεθνούς συστήματος είναι αναμφίβολα μεγάλο. Όμως, συγκρινόμενο με τον πολιτικό θάνατο των Κυπρίων που πρότειναν οι Χάνεϊ-Ντε Σότο, είναι υποφερτό. Εξάλλου, φαίνεται ότι όσο περισσότερο ενημερώνουμε για το τι πραγματικά συνέβη τόσο περισσότερο αντιστρέφονται οι δυσμενείς εντυπώσεις.

Εχει όμως σημασία να κατανοήσουμε τις στρατηγικές παραμέτρους του προβλήματος μετά το δημοψήφισμα του 2
004:

*Πρώτον, το διχοτομικό σχέδιο Αναν πρέπει να εξαφανιστεί από το τραπέζι πάση θυσία. Ακόμη και η παραμικρή αναφορά στη «μακάβρια» φράση «σχέδιο Αναν» δυσκολεύει αφάνταστα την επίλυση του Κυπριακού. Συνομιλίες πάνω σε λανθασμένη βάση θα οδηγήσουν ξανά σε αδιέξοδο.

*Δεύτερον, τα αμέσως επόμενα χρόνια, αν και δεν αναμένεται τελική λύση, θα μπορούσαμε εντούτοις να δρομολογήσουμε τις προϋποθέσεις μεσοπρόθεσμης ενωτικής πορείας. Άκαιρα, κάποιοι ήδη σκέφτονται ότι, αν, λόγω, αστάθμητων παραγόντων και λαθών, η διχοτόμηση είναι μοιραία, πρέπει να σκεφτούμε το λιγότερο κακό σενάριο ενός «βελούδινου διαζυγίου». Τραγικά, ακόμη και αυτό θα είναι ανέφικτο, αν σήμερα δεν εκτιμήσουμε ορθά τις στρατηγικές παραμέτρους του ζητήματος.

*Τρίτον, οι αστάθμητοι παράγοντες και τα λάθη στα οποία αναφέρθηκα μόλις είναι, μεταξύ άλλων:

*Ι) Η στρατηγική της Τουρκίας, που μέχρι σήμερα ένα μόνο σταθερό σκοπό έχει: τον στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου.

*ΙΙ) Οι διαδικασίες ένταξης της Τουρκίας, που λόγω απουσίας ουσιαστικών όρων και προϋποθέσεων καθιστούν την Άγκυρα κριτή αντί κρινόμενο. Η Άγκυρα σήμερα, εξ αντικειμένου, δεν έχει πολλά κίνητρα να προσχωρήσει στην ιδέα μιας συνολικής στρατηγικής διευθέτησης στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία (κάτι που έπρεπε να είχαμε επιδιώξει το
2001-2004).

*ΙΙΙ) Η στρατηγική των ΗΠΑ και συνεπακόλουθα το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης δεν είναι εύκολο να προβλεφτούν (αν υπάρχει ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο το μέλλον της Ευρώπης είναι άγνωστο, οφείλεται στο γεγονός ότι η πορεία των σχέσεων Τουρκίας-Ε.Ε. τροχοδρομήθηκε σε λανθασμένη βάση).

*IV) Οι δύο πλέον αστάθμητοι παράγοντες είναι, δυστυχώς, α) ο ημέτερος εαυτός (κάτι ήξερε ο Θουκυδίδης όταν έγραψε «περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα, παρά των εχθρών τα σχέδια», Περικλής Θουκυδίδου Α
144) και β) η παρατεταμένη αμέλεια της Αθήνας να αναλάβει τις ευθύνες της για στρατηγική διαχείριση των προσπαθειών μιας πραγματικά βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού (καθώς και των υπόλοιπων εξωτερικών προβλημάτων της Ελλάδας). Ιδιαίτερα στο Κυπριακό, στρατηγικής σημασίας κριτήριο είναι η διαφύλαξη του ενστίκτου επιβίωσης-αυτοσυντήρησης των Κυπρίων.

*Τέταρτον, στρατηγικής σημασίας επίσης παράγων είναι τα νομικοπολιτικά ερείσματα. Αν και η αποτρεπτική ισχύς αποτελεί απόλυτη προϋπόθεση στήριξής τους, τέτοια ερείσματα -πολλά από αυτά ενσωματωμένα στην ενδοκρατική τάξη εχθρών και άσπονδων φίλων, εξ ου και η μεγάλη τους σημασία- είναι:

*Ι) ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.

*ΙΙ) οι Υψηλές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου

*ΙΙΙ) οι Συμβάσεις Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, η Συνθήκη της Γενεύης και το νομικό κεκτημένο της Ε.Ε.

*IV) Κρίσιμο ζήτημα επίσης είναι η πάση θυσία αποφυγή απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας που θα αναιρεί ή αποδυναμώνει την μέχρι σήμερα ισχύουσα απόφαση, που διαφυλάττει την αξίωση για διεθνή νομιμότητα. Συναφώς, εκτός του ότι κρίνεται ορθό το κάλεσμα για ρόλο όλων των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ακόμη και προκαταρτική δήλωση ότι δεν δεχόμαστε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που θα ήταν παράνομη (δηλαδή μη συμβατή με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τις συμπαρομαρτούσες συμβάσεις ή συνθήκες).

*Πέμπτον, μια ψύχραιμη στάση που συνεκτιμά ορθά τις στρατηγικές παραμέτρους του κυπριακού ζητήματος τα επόμενα χρόνια και που γι' αυτό πρέπει να βλέπει το δάσος και όχι μόνο το δέντρο, θα διανοίξει δυνατότητες μιας βιώσιμης λύσης του Κυπριακού συμβατής με τη διεθνή νομιμότητα.

Μόνο μια τέτοια λύση, εξάλλου,

*Ι) συμφέρει όλους τους Κυπρίους.

*ΙΙ) συνάδει με τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Τουρκίας και

*ΙΙΙ) διαφυλάττει τα κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Εν κατακλείδι, το σχέδιο Αναν είναι ουσία και τύποις νεκρό. Αυτό που έχει σημασία λοιπόν είναι αφ' ενός να διαφυλαχθεί το κεκτημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας πάση θυσία και αφ' ετέρου να εμμείνουμε άκαμπτα στη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα ως το μόνο κριτήριο που μεσοπρόθεσμα θα μπορούσε να προσφέρει διέξοδο. Ακόμη και η παραμικρή υποχώρηση θα είναι το μοιραίο τελικό θανατηφόρο σφάλμα.

* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών και Εδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ενοποίηση.
www.ifestos.edu.gr



 

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 05/03/2006

--------------------------------------------------------------------

ΠΕΡΙ «ΑΤΛΑΝΤΙΣΜΟΥ», «ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΣΜΟΥ» ΚΑΙ … «ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΩΝ»

 Παναγιώτης Ήφαιστος

[Το παρόν κείμενο είναι αναρτημένο-δημοσιευμένο στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις Έκτακτες παρεμβάσεις … http://www.ifestos.edu.gr/40.htm και Επικαιρότητα, Καθημερινά Σύντομα Σχόλια http://www.ifestos.edu.gr/25.htm(12.2.2006)] Δημοσιεύτηκε στο Παρόν στις 5.3.2006

 Η χρησιμοποίηση σχολών σκέψης διανθισμένων με ψευτοδιλήμματα είναι το καταφύγιο των «δολοφόνων των εννοιολογικών αποχρώσεων», τουλάχιστον όταν η ανάλυση αφορά το σύγχρονο διεθνές σύστημα. Αυτές ακριβώς οι σκέψεις ήλθαν στο μυαλό διαβάζοντας το κείμενο του Θοδωρή Κουλουμπή στην έγκριτη Καθημερινή 5/2/2006, όταν, για ακόμη μια φορά σχηματοποίησε, προχωρώντας μάλιστα στον περίεργο –και μυστήριο– ισχυρισμό πως όποιος δεν προσχωρεί σε κάποια από τις εν πολλοίς ανύπαρκτες κατηγοριοποιήσεις του είναι καταταγμένος στην φανταστική ομάδα κάποιων ελλήνων «απορριπτικών». «Απορριπτικών» μάλιστα οι οποίοι «με ηρωικές παροτρύνσεις εισηγούνται την δημιουργία ενός κράτους αστακού». Επειδή όλοι ζούμε στην ίδια χώρα, δεν γνωρίζω ούτε ένα πολιτικό πρόσωπο ή ακαδημαϊκό αναλυτή που να εισηγείται ένα τέτοιο «κράτος αστακό».

            Προς τι λοιπόν αυτές οι γενικεύσεις που λειτουργούν «δολοφονικά» κατά όσων διαφωνούν με τα άκαμπτα κατηγορήματα που χωρίς αντίλογο ο κ Κουλουμπής συχνά παραθέτει. Τέτοιες γενικεύσεις είναι προσβλητικές τόσο για όσους κατά καιρούς ο κ Κουλουμπής περίτεχνα τσουβαλιάζει σε «δολοφονικές» κατηγοριοποιήσεις –για μια τέτοια περίπτωση ονομαστικής κατηγοριοποίησης εις βάρος του υπογράφοντος και άλλων συναδέλφων βλ. για παράδειγμα την Καθημερινή 3.2.2002– αλλά και για όσους άλλους θέλουν να αναλύσουν την διεθνή πολιτική χωρίς αναγκαστικά να προσχωρούν στον φανταστικό κόσμο τέτοιων αντι-επιστημονικών κατατάξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά και επί μακρόν, τόσο με επιφυλλίδες του στην Καθημερινή όσο και με παρεμβάσεις του σε άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας όπου ακατάσχετα σχολιάζει επί παντός επιστητού, ο κ Κουλουμπής προτάσσει όχι βάσιμα επιχειρήματα αλλά χαρακτηρισμούς και επίθετα επιστημονικά άσχετα.

            Έτσι, για παράδειγμα, κατά καιρούς ονομαστικά ή φωτογραφικά χαρακτηρίστηκαν ως «απορριπτικοί», «κλαουζεβιτσιανοί», «εθνικιστές» κτλ, όσοι υποστήριζαν την αποδεκτή από κάθε σοβαρό αναλυτή θέση πως «προϋπόθεση ειρήνης, σταθερότητας και γόνιμων διαπραγματεύσεων με την Τουρκία είναι η ανάπτυξη μιας αξιόπιστης ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής που θα στηριζόταν στην αρχή της ισορροπίας δυνάμεων και συμφερόντων στην περιφέρειά μας. Αυτή η πολιτική, υποστηριζόταν, θα έπρεπε να συνοδεύεται από υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, από αμυντική σύζευξη Ελλάδας–Κύπρου και από επιδίωξη μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού που θα στηρίζεται στην διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα, στο ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πολιτισμό και στις αποφάσεις του ΟΗΕ». Η τελευταία εκδοχή αυτών των … «απορριπτικών» θέσεων συνοψίζεται στην επιστημονικά περιεκτική «Έκθεση των Εμπειρογνωμόνων Για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού που δημοσίευσε ως ένθετο η Καθημερινή στις 28.8.2005 (μελέτη της οποίας ήμουν  συνσυγγραφέας μαζί με άλλους έλληνες και ξένους συναδέλφους – είναι αναρτημένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm). Αυτές λοιπόν και άλλες παρόμοιες θέσεις γίνονταν και συνεχίζουν να γίνονται στόχος χαρακτηρισμών που συνοδεύονταν από επιστημονικά απαράδεκτες γενικεύσεις και επιθετικούς προσδιορισμούς άσχετους με την ουσία, την επιστημονική αλήθεια και το πραγματικό επιστημονικό υπόβαθρο των αναλυτών που τις καλλιεργούν. Ένα σοβαρό ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι το εξής: Ποιοι έγραψαν, υιοθέτησαν ή επικρότησαν θέσεις, όπως οι εξης: i) η Κυπριακή Δημοκρατία «δεν μπορεί να υποβάλει αίτησης ένταξης», ii) μια τέτοια απόφαση θα ήταν «αντιευρωπαϊκή στάση»! και πως iii) αμυντική ενίσχυση της Κύπρου και η ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής είναι «σκληρές» «απορριπτικές», «εθνικιστικές» ή ακόμη και πολεμοκάπηλες»!

            Για λόγους ιστορικής αληθείας, πρέπει να επισημανθεί ότι, τελικά –και παρά τα επικοινωνιακά πλεονεκτήματα που όλως περιέργως ο κ Κουλουμπής και οι ιδρυματικοί του συνάδελφοι διαθέτουν στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης–, είναι γεγονός πως σε όλα τα μεγάλα ζητήματα εθνικής στρατηγικής –κυπριακό, Βαλκάνια, αποτρεπτική στρατηγική, προεκτεταμένη άμυνα στην Κύπρο, υποβολή αίτησης ένταξης της τελευταίας στην ΕΕ, σχέδιο Αναν κτλ– διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις υιοθετούσαν και υιοθετούν όχι τις θέσεις του αλλά ευτυχώς για την Ελλάδα και την Ευρώπη κατά το πλείστον τις αντίθετες.

            Στον δικό μας ακαδημαϊκό χώρο, τα γραπτά μένουν (scripta manent) και γι’ αυτό ο επιστημονικός και πολιτικός απολογισμός θα είναι αμείλικτος. Στο πολιτικό επίπεδο, όμως, το κύριο και άμεσο ζήτημα που τίθεται δεν είναι να περιμένουμε τον ιστορικό του μέλλοντος που θα κρίνει το κατά πόσο οι θέσεις κάποιων ακαδημαϊκών είναι ορθές ή λανθασμένες αλλά το κατά πόσο σε κάθε συγκυρία και για κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής επικρατεί ή δεν επικρατεί πολιτικός και κοινωνικός ορθολογισμός. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις «σχολές σκέψεις» του κ Κουλουμπή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διατυπωμένες με τρόπο που υποβάλλουν προτάσεις πολιτικής βαθύτατων ιδεολογικών και διεθνοπολιτικών προεκτάσεων, ενέχουν, κατά την ακαδημαϊκή μου εκτίμηση, μεγάλους κινδύνους για την στοχαστική υγεία αναγνωστών, ακροατών και πολιτικών ηγετών. Αναπτύσσεται, επιπλέον, ένα άκαμπτο σύστημα ιδεών που παγιδευμένο σε θεωρήματα και ιδεολογήματα εξελίσσεται σε μάστιγα της πολιτικής και στοχαστικής ζωής του τόπου.

            Τα ισοπεδωτικά θεωρήματα αδικούν την ποικιλομορφία της διεθνούς ζωής, απλουστεύουν μια κατά τα άλλα σύνθετη πραγματικότητα στις διακρατικές σχέσεις και προκαλούν στοχαστικό και πολιτικό ανορθολογισμό όσον αφορά πρόσωπα, ομάδες, κόμματα, κράτη και συμμαχίες. Σχηματοποιούν και κατά κάποιο τρόπο «δολοφονούν», τόσο τις αναρίθμητες αποχρώσεις σ’ όλο το φάσμα της εθνικής και διεθνούς ζωής όσο και τους φορείς εξειδικευμένων γνώσεων οι οποίοι τις περιγράφουν ψύχραιμα, αξιολογικά ελεύθερα, ορθά και ορθολογιστικά. Αυτές οι σχηματοποιήσεις, επιπλέον, αν και επικοινωνιακά αποτελεσματικές, λειτουργούν ως είδος προληπτικής υπονόμευσης κάθε επιστημονικά βάσιμης και πολιτικά ορθολογιστικής θεώρησης που θα ανέλυε διπλωματικές επιλογές συμβατές με την πολυπλοκότητα, ρευστότητα και ποικιλομορφία του διεθνούς συστήματος που δεν πειθαρχείται σε λογικές «άσπρου» και «μαύρου». Οι σχηματοποιήσεις όχι μόνο συνιστούν ακρότητα ασύμβατη με οποιαδήποτε έννοια ορθολογιστικής επιστημονικής ανάλυσης των διεθνών και των ευρωπαϊκών σχέσεων, αλλά επιπλέον εισάγουν φανταστικούς όρους και έννοιες που δύνανται να διαφθείρουν τον δημόσιο διάλογο και τον επιστημονικό διεθνολογικό λόγο πολλών νέων επιστημόνων.

            Συντομογραφικά, θα σταθώ στο επίμαχο ζήτημα «ευρωπαϊστών», «ατλαντιστών» και των «ευρωατλαντιστών», καθώς και στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Τέτοιες «σχολές σκέψεις» τουλάχιστον υπό το περιοριστικό πρίσμα που τις αναφέρει ο κ Κουλουμπής, δεν υπάρχουν στην διεθνή ζωή. Ήδη από την δεκαετία του 1960, η Ευρώπη, ο ευρωατλαντικός χώρος και οι στρατηγικές των κρατών που εμπερικλείει, δομήθηκαν και δρομολογήθηκαν προς πολύ πιο σύνθετες εκδοχές πολιτικής, στρατηγικής και θεσμικής οργάνωσης. Κυρίως, αν και οι κυβερνήσεις συχνά ελίσσονται για να αντιμετωπίσουν την ρευστότητα των ανακατανομών ισχύος και συμφερόντων, παραμένει το γεγονός ότι οι διπλωματικές και αμυντικές επιλογές των κρατών πειθαρχούνται από σταθερούς στρατηγικούς προσανατολισμούς, τους οποίους η ατλαντική, ευρωπαϊκή και κάθε άλλη εξωτερική επιλογή των κυβερνήσεών τους πρωτίστως εξυπηρετεί.

            Στην σφαίρα της άμυνας και της ασφάλειας, ένας ακόμη λόγος για τον οποίο δεν χωρούν μονολιθικές και ισοπεδωτικές σχολές σκέψης, είναι το γεγονός ότι μύρια αίτια που δεν επαρκεί ο χώρος εδώ ούτε καν για μνημόνευση, δημιουργούν ένα αμυντικό και διπλωματικό φάσμα κριτηρίων και παραγόντων απροσμέτρητης ετερογονίας και ποικιλομορφίας, που διαρκώς επηρεάζονται και μεταλλάσσονται από τις ραγδαίες ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Οπωσδήποτε, πάντως, δεν μπορούν τάσεις, εθνικές στρατηγικές, διπλωματικοί ελιγμοί και ρευστές καθημερινές αποφάσεις να τσουβαλιαστούν σε «ατλαντιστές», ευρωατλαντιστές» και κάποιους μυστήριους και ακατανόμαστους … «απορριπτικούς» θιασώτες του «κράτους αστακού». Θα αποτελούσε οπωσδήποτε ζημιογόνο επιστημονικό και πολιτικό σφάλμα αν οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κυβέρνηση ή άλλος ενδιαφερόμενος υιοθετήσει μαύρες ή άσπρες θεωρήσεις γύρω από τις οποίες περιστρέφεται το επίμαχο κείμενο του κ Κουλουμπή: i) δήθεν επικείμενες (μάλλον γιγαντιαίες) δυνητικές συγκρούσεις Ευρώπης-ΗΠΑ, ii) δήθεν δραματικές αμφισβητήσεις του ΝΑΤΟ που καλούν για μάλλον άμεσες αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα και iii) δήθεν ύπαρξη σκληρού διλήμματος μεταξύ μιας φανταστικής «Ευρώπης της ήπιας ισχύος» που αντιπαραβάλλεται με μια Ευρώπης-αστακό που … συγκρούεται με τις ΗΠΑ.

            Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σοβαρά όταν ο κ Κουλουμπής εισέρχεται αφενός στο ολισθηρό πεδίο των στρατηγικών δογμάτων των μελών της ΕΕ που σχετίζονται με την εξοπλιστική δομή και αφετέρου στην ακόμη πιο ολισθηρή συζήτηση περί «δημοκρατίας και ειρήνης» και τον δήθεν «εγκλωβισμό της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό μονοπάτι» που εξυπακουόμενα θα εξημερώσει το θηρίο. Αρχίζοντας από το πρώτο ζήτημα, αυτό που βασικά υποστηρίζεται είναι πως η οργανωτική και εξοπλιστική προτεραιότητα των κρατών της ΕΕ είναι να προσαρμοστούν,  όπως γράφει ο κ Κουλουμπής, «στις νέες αποστολές που προκαλούν οι κίνδυνοι της διεθνούς (και εγχώριας) τρομοκρατίας …». Αντιτάσσω, πρώτον, ότι κάθε ευρωπαϊκό κράτος διοχετεύει τους σπάνιους πόρους σε τομείς που αφορούν τις δικές του ιεραρχήσεις εθνικών συμφερόντων (που ασφαλώς δεν αποκλείουν την «τρομοκρατία», στον βαθμό όμως που είναι πραγματική απειλή για το εν λόγω κράτος, την Ευρώπη και την διεθνή ασφάλεια) και δεύτερον, ότι η Ελλάδα αλλά και όλα τα κράτη της ΕΕ, έχουν συμφέρον όχι να γίνονται παρακολουθήματα των γερακιών του Πενταγώνου αλλά να ενισχύουν κάθε ιδέα υπέρ της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας (αρχίζοντας από το κυπριακό!). Όχι να δίνουν προτεραιότητα στην επεμβατική μανία των ΗΠΑ αλλά, όπως εξάλλου διακήρυξαν οι αρχηγοί των κρατών της ΕΕ στις 21.11.2001, στην ενίσχυση των διεθνών θεσμών, την ενεργοποίηση νόμιμων δράσεων στο πλαίσιο του ΟΗΕ, την ενθάρρυνση της ειρηνικής επίλυσης των μεγάλων περιφερειακών διενέξεων, την επίλυση της άνισης ανάπτυξης και τον σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας.

            Τέλος, τα περί «εξημέρωσης του θηρίου-Τουρκίας», οδηγούν σε επικίνδυνο μονοπάτι τόσο την ελληνική εθνική ασφάλεια όσο και τα κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι γνωστή η αποπροσανατολιστική τακτική των νεοφιλελεύθερων αναλυτών και του αμερικανικού Πενταγώνου: Καπηλευόμενοι την έννοια της δημοκρατίας προωθούν την άποψη ότι υπάρχει δήθεν μια ευθύγραμμη σχέση μεταξύ της φιλελεύθερης θεώρησης της δημοκρατίας και της διεθνούς ειρήνης. Στην περίπτωσή μας, βασικά, προωθούν την αντίληψη πως η –χωρίς τον παραμικρό ουσιαστικό όρο ή την παραμικρή ουσιαστική προϋπόθεση– πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη, θα προκαλέσει δήθεν ειρηνικές συμπεριφορές στην Άγκυρα. Για να μην επεκταθώ σ’ αυτό το μεγάλο θέμα (για μια πρόσφατη ανάλυσή μου βλ. http://www.ifestos.edu.gr/31.htm) απλά ερωτώ: Τα δημοκρατικά κράτη πολεμούν, ναι ή όχι; Η απάντηση ασφαλώς είναι καταφατική. Το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον, όμως, επιδέξια μεταμφιέζουν τους πραγματικούς τους σκοπούς με αβάσιμα θεωρήματα περί «δημοκρατικής ειρήνης». Έτσι, εκπληρώνουν μακρόχρονους στρατηγικούς σχεδιασμούς αποδυνάμωσης της ΕΕ με το να μπήξουν την αναθεωρητική Τουρκία σαν θανατηφόρο στρατηγικό στιλέτο στην καρδιά της Ευρώπης. Για την Αμερική είναι μέσο και σκοπός και για την Ευρώπη και την Ελλάδα είναι θανάσιμος κίνδυνος.

            Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας, προσφέρουν, όντως, ένα γόνιμο διπλωματικό πεδίο επίλυσης των διενέξεων στην βάση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητα και των εθνικών συμφερόντων των εμπλεκομένων λαών. Αντί αυτού, όμως, συζητάμε στην βάση του αδιέξοδου σχεδίου Αναν και αφήνουμε να μας πλανεύουν με παραμύθια περί «εξημερώσεως του θηρίου», ενώ τα δέκα τελευταία χρόνια καλλιεργείται συστηματικά η αξιοθρήνητη αντίληψη πως η Ελλάδα βρίσκεται σε μονόδρομο με μια μόνο επιλογή, την διαχείριση της αδυναμίας της.